ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε48/2019) 

                                    09 Ιανουαρίου, 2025


[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Σ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/στές]


GRAND FUTUR VII HOLDINGS LTD,

Εφεσείοντες/Μεσεγγυούχοι,

v.


CHEESELINE LTD,

Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες.

                                   ____________________

 

Κ. Δαμιανός για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες/Μεσεγγυούχους.  

Π. Σπανός για Μ. Π. Σπανός & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους/Ενάγοντες.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

    ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση, οι εφεσείοντες‑μεσεγγυούχοι προσβάλλουν την απόφαση πρωτόδικου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 28.11.2018, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο αίτησης παρακοής, την οποία καταχώρισαν οι εφεσίβλητοι, και με την οποία οι εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι παρακοής διατάγματος. Οι εφεσείοντες προσβάλλουν, επίσης, την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 10.01.2019, διά της οποίας  επιβλήθηκε, σ' αυτούς, χρηματική ποινή ύψους €5.000,00, ισχυριζόμενοι ότι πρόκειται για υπερβολική ποινή.

 

    Θεωρούμε χρήσιμη την καταγραφή του ιστορικού της υπόθεσης, για καλύτερη κατανόηση των εγερθέντων, με την έφεση, ζητημάτων, αλλά και του αποτελέσματος αυτής.

 

    Στις 14.12.2012, στο πλαίσιο αγωγής, ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου, εκδόθηκε απόφαση υπέρ των εφεσίβλητων, ως εναγόντων, και εναντίον των εναγομένων 1, 2 και 3, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, για το ποσό των €119.534,62, πλέον τόκο και έξοδα. Η εκτέλεση της εν λόγω απόφασης, εξαιρουμένων των εξόδων, αναστάλθηκε για ένα χρόνο. Εναγόμενοι 1 στην αγωγή ήταν η εταιρεία Bellapais Suppliers Ltd, - στο εξής οι Bellapais.

 

    Το πιο πάνω εξ αποφάσεως χρέος, περιλαμβανομένων των τόκων, δεν καταβλήθηκε.  Όταν δε αυτό κατέστη πληρωτέο, οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν, ως εξ αποφάσεως πιστωτές,  αίτηση για έκδοση εντάλματος κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, ήτοι εντάλματος μεσεγγύησης, εναντίον των εφεσειόντων, ως μεσεγγυούχων. Τα γεγονότα, με βάση τα οποία οι εφεσείοντες θεωρήθηκαν ως μεσεγγυούχοι, συνίστανται στο ότι, οι εφεσείοντες, με γραπτή συμφωνία, ημερομηνίας 27.04.2012 (η αρχική συμφωνία), είχαν αγοράσει, από τους Bellapais, ένα ακίνητο για το ποσό των €3.100.000,00, πληρωτέο με δόσεις. Μέρος του ποσού καταβλήθηκε κατά την υπογραφή της συμφωνίας και το υπόλοιπο, ύψους €1.840.000,00, θα πληρωνόταν με τρεις ισόποσες, ετήσιες, δόσεις. Με την καταβολή της τελευταίας δόσης, οι Bellapais συμφώνησαν ότι θα μεταβίβαζαν το ακίνητο στους εφεσείοντες, ελεύθερο παντός βάρους. Επίσης, συμφωνήθηκε, ότι οι δόσεις θα κατατίθονταν από τους εφεσείοντες κατευθείαν στους ενυπόθηκους δανειστές - τράπεζες - των Bellapais, προς εξόφληση των χρεών των τελευταίων, τα οποία ανέρχονταν στο ποσό των €1.200.000,00, αφού το ακίνητο ήταν βεβαρημένο με εμπράγματα βάρη. Με δεύτερη, συμπληρωματική, συμφωνία, ημερομηνίας 29.03.2013, λόγω της οικονομικής κρίσης, επεκτάθηκε ο χρόνος πληρωμής του υπολοίπου του τιμήματος, το οποίο, τότε, ανερχόταν σε €1.795.000,00, εφόσον είχε ήδη καταβληθεί ποσό €45.000,00. Η πρώτη δόση, ποσού €250.000,00, θα πληρωνόταν την 30.04.2013 και οι υπόλοιπες, ποσού €200.000,00 η κάθε μια, την 30η Απριλίου εκάστου έτους, μέχρι εξόφλησης. Οι εν λόγω δόσεις θεωρήθηκαν από τους εφεσίβλητους - εξ' αποφάσεως πιστωτές - ως δικαιώματα και/ή συμφέροντα των Bellapais - εξ' αποφάσεως οφειλετών, - τα οποία είχαν στην κατοχή τους ή στη φύλαξή τους οι εφεσείοντες - μεσεγγυούχοι.

 

    Κατόπιν αίτησης των εφεσίβλητων, και ακρόασης αυτής, εκδόθηκε, στις 30.11.2016, διάταγμα με το οποίο διατάχθηκε η κατάσχεση ποσού έως και €119.534,62, πλέον τόκοι, που βρισκόταν στην κατοχή και/ή τη φύλαξη των εφεσειόντων, ως μεσεγγυούχων, προς τον σκοπό εξόφλησης του εξ αποφάσεως χρέους των Bellapais. Το διάταγμα ημερομηνίας 30.11.2016, όριζε την ενεργοποίησή του κατά τον χρόνο που θα καθίσταντο πληρωτέες, από τους εφεσίβλητους προς τους Bellapais, οι προαναφερόμενες δόσεις. Σημειωτέον δε ότι το εν λόγω διάταγμα εφεσιβλήθηκε και στις 28.05.2024, ήτοι μεταγενέστερα της εκκαλούμενης, ενώπιον μας, απόφασης, εκδόθηκε απόφαση (Grand Futur VII Holdings Ltd v. Cheeseline Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. E37/2017, ημερομηνίας 28.05.2024) (από το Ανώτατο Δικαστήριο, κατά τη δευτεροβάθμια του δικαιοδοσία), με την οποία κρίθηκε ότι η έκδοση εντάλματος μεσεγγύησης κατά των εφεσειόντων, ως μεσεγγυούχων, ήταν ορθή.

 

    Στις 04.07.2017, οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν, εναντίον των εφεσειόντων, αίτηση παρακοής διατάγματος. Η εν λόγω αίτηση υποστηρίχθηκε από ένορκη δήλωση του διευθυντή των εφεσίβλητων. Ο ενόρκως δηλών προέβαλε τη θέση ότι οι εφεσείοντες δεν τους κατέβαλαν τη δόση ύψους €200.000,00 η οποία κατέστη πληρωτέα, προς τους εξ' αποφάσεως οφειλέτες-Bellapais, στις 30.04.2017.  Ζητήθηκε, ως εκ τούτου, η τιμωρία των εφεσειόντων για καταφρόνηση του διατάγματος του Δικαστηρίου.  

 

    Οι εφεσείοντες‑μεσεγγυούχοι ήγειραν ένσταση, ενάντια στην προαναφερόμενη αίτηση, η οποία υποστηρίχθηκε από ένορκη δήλωση του διευθυντή τους, ο οποίος αντεξετάστηκε. Ο ενόρκως δηλών προέβαλε τον ισχυρισμό ότι ουδέποτε οι εφεσείοντες είχαν πρόθεση παρακοής του διατάγματος ημερομηνίας  30.11.2016. Υποστήριξε, επίσης, ότι υφίστατο πραγματική αδυναμία συμμόρφωσης με το διάταγμα, εφόσον, από τον Φεβρουάριο του 2017 και έπειτα, η εταιρεία απώλεσε το μοναδικό εισόδημά της, το οποίο προέκυπτε από την είσπραξη ενοικίων ακινήτου. Συγκεκριμένα, η εταιρεία εισέπραττε ενοίκιο, ύψους €12.000,00, από ακίνητο το οποίο είχε ενοικιαστεί στις 29.08.2016, για πέντε έτη. Όμως, από τον Φεβρουάριο του 2017, οι ενοικιαστές έπαυσαν να καταβάλλουν το ενοίκιο. Αυτή η μεταβολή στην οικονομική κατάσταση των εφεσειόντων ήταν γνωστή στους εφεσίβλητους πριν από την καταχώριση της αίτησης παρακοής, γι' αυτό και ήταν η θέση των εφεσειόντων, ότι η αίτηση ήταν πρόωρη, καταχρηστική και εκδικητική. Κατά τον ενόρκως δηλούντα, η εταιρεία δεν διέθετε οποιοδήποτε άλλο εισόδημα και ούτε οποιαδήποτε άλλη κινητή ή ακίνητη περιουσία.  Παρουσιάστηκε δε έγγραφο τραπεζικού λογαριασμού της εταιρείας (Τεκμήριο ΣΤ).  Έκανε, επίσης, λόγο, ο διευθυντής των εφεσειόντων περί βλάβης στα δικαιώματα τους, τα οποία απορρέουν από τη συμφωνία αγοραπωλησίας, μεταξύ αυτών και των Bellapais, αν εφαρμοζόταν το διάταγμα ημερομηνίας 30.11.2016, υπό την έννοια ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος, ο οποίος είναι ορατός, οι εφεσείοντες να βρεθούν στην άδικη και δυσάρεστη θέση, αντί να εκπληρώσουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις προς τους Bellapais, και να ζητήσουν, ενδεχομένως, ειδική εκτέλεση της συμφωνίας, θα εξαναγκαστούν να εκπληρώσουν υποχρεώσεις των αντισυμβαλλόμενων τους προς τρίτους - τους εφεσίβλητους, και όχι δικές τους υποχρεώσεις. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε την αίτηση παρακοής, διαπίστωσε ότι δεν αμφισβητείτο πως το περιεχόμενο του διατάγματος ήταν συγκεκριμένο και σαφές, αλλά και ότι υπήρχε η δέουσα οπισθογράφησή και επίδοσή του, στους εφεσείοντες, ως και η επίδοση της αίτησης.  Δεδομένου δε ότι δεν αμφισβητήθηκε το γεγονός πως οι εφεσείοντες δεν είχαν συμμορφωθεί και εξακολουθούσαν να μην συμμορφώνονται με το διάταγμα του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 30.11.2016, έκρινε, το Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, τους εφεσείοντες ένοχους παρακοής διατάγματος και τους επέβαλε χρηματική ποινή ύψους €5.000,00. 

 

    Με πέντε (5) λόγους έφεσης οι εφεσείοντες αμφισβητούν την πρωτόδικη κατάληξη, περί της ενοχής, καθώς και το ύψος της ποινής που τους επιβλήθηκε, θεωρώντας την έκδηλα υπερβολική.  Παρατίθεται στη συνέχεια το περιεχόμενο των λόγων έφεσης, αυτούσιο, το οποίο έχει ως ακολούθως:

 

«Πρώτος Λόγος Έφεσης

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα νομικώς και/ή πεπλανημένα και/ή βασιζόμενο σε λανθασμένη και/ή ανεπαρκή εφαρμογή των νομικών αρχών και εκτίμηση βασικών γεγονότων της υπόθεσης και/ή μη λαμβάνοντας επαρκώς υπόψιν και/παρερμηνεύοντας την προσαχθείσα μαρτυρία και/ή αδικαιολόγητα και/ή χωρίς να αιτιολογήσει επαρκώς την απόφασή του οδηγήθηκε στο συμπέρασμα πως η Εφεσείουσα/Μεσεγγυούχος δεν πέτυχε στο να αποδείξει την αδυναμία συμμόρφωσης, ως αναγράφονται στο περιεχόμενο της Ειδοποίησης περί πρόθεσης Ένστασης ημερομηνίας 07.10.2018 και στην Ένορκη Δήλωση που την συνοδεύει.

......................................................................................

    

Δεύτερος Λόγος Έφεσης

 

Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστήριο ότι η αίτηση παρακοής ημερομηνίας 04.02.2017 δεν είναι εσφαλμένη και/ή πεπλανημένη και δεν έχει αιτιολογηθεί επαρκώς στην απόφαση του.

....................................

 

Τρίτος Λόγος Έφεσης

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα και/ή βασισμένο σε λανθασμένη και/ή ανεπαρκή εφαρμογή των νομικών αρχών απέκλεισε και/ή δεν έλαβε υπόψιν και/ή προέβηκε σε εσφαλμένη και/ή μη ορθή εξαγωγή συμπερασμάτων σε σχέση με την αξιολόγηση των τεκμηρίων και/ή του περιεχομένου αυτών.

.....................................

 

Τέταρτος Λόγος Έφεσης

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα νομικώς και/ή πεπλανημένα και/ή βασιζόμενο σε λανθασμένη και/ή ανεπαρκή εφαρμογή των νομικών αρχών και εκτίμηση βασικών γεγονότων της υπόθεσης και/ή μη λαμβάνοντας επαρκώς υπόψιν και/ή παρερμηνεύοντας την προσαχθείσα μαρτυρία και/ή αδικαιολόγητα και/ή χωρίς να αιτιολογήσει επαρκώς την απόφαση έκρινε ότι η μαρτυρία του Αχιλλέα Αιμιλιανού υπήρξε αντιφατική ως περί τις προθέσεις και συμπεριφορά της Εφεσείουσας.

.....................................

    

Πέμπτος Λόγος Έφεσης

 

Το Δικαστήριο λανθασμένα και/ή νομικώς εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα και/ή εφαρμόζοντας εσφαλμένα τις νομικές αρχές επί του ζητήματος και/ή αναιτιολόγητα άσκησε την διακριτική του ευχέρεια και επέβαλε ποινή η οποία είναι έκδηλα υπερβολική και/ή δυσανάλογη υπό τις περιστάσεις.

.....................................»

 

    Φρονούμε πως το περιεχόμενο των λόγων έφεσης επιβάλλει να συνεξετάσουμε τους πρώτους τέσσερις λόγους έφεσης, αξιολογώντας συνολικά τις θέσεις των διαδίκων με υπόβαθρο, λόγω της φύσης της εκκαλούμενης απόφασης, την αίτηση παρακοής που προώθησαν οι εφεσίβλητοι, εναντίον των εφεσειόντων, και τη μαρτυρία - γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση, αλλά και υπό το φως των όσων λέχθηκαν στην υπόθεση Grand Futur VII Holdings Ltd (ανωτέρω).  

 

Έχοντας δε κατά νου τις προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης παρακοής διατάγματος, αναμφίβολα αποτέλεσε, κατ' αρχάς, αντικείμενο μελέτης μας το επίμαχο διάταγμα για το οποίο οι εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι παρακοής του. Ευκρινώς, το εν λόγω διάταγμα, προνοεί ότι αυτό αφορούσε στις μελλοντικές δόσεις που θα πληρώνονταν προς τους Bellapais, από τους εφεσείοντες, και πως το διάταγμα θα ενεργοποιούνταν όταν οι δόσεις αυτές θα καθίσταντο πληρωτέες.  Με δεδομένο το ιστορικό της υπόθεσης, ως το έχουμε διατυπώσει προγενέστερα, προβάλλει εύλογα αντιληπτό πως υπονοείτο ότι η ενεργοποίηση του διατάγματος θα άρχιζε αφού πρώτα εξοφλούνταν οι δανειστές των Bellapais, για τα εμπράγματα βάρη τα οποία είχαν εγγραφεί επί του ακινήτου, το οποίο αγόρασαν οι εφεσείοντες, αλλιώς θα επηρεάζονταν τα δικαιώματα των τελευταίων στη σχέση τους με τους εξ αποφάσεως οφειλέτες - Bellapais.  Πιο συγκεκριμένα, αν οι εφεσείοντες είχαν την οικονομική δυνατότητα να καταβάλουν πρώτα τις δόσεις που όφειλαν προς τους εξ αποφάσεως οφειλέτες - Bellapais - δια της πληρωμής, απευθείας, ως είχε συμφωνηθεί στη μεταξύ τους συμφωνία αγοράς του ακινήτου, προς τους ενυπόθηκους δανειστές των Bellapais,  θα δικαιούνταν στη μεταβίβαση του ακινήτου που αγόρασαν, ζητώντας ακόμη και ειδική εκτέλεση, νοουμένου ότι εξοφλούσαν ολόκληρο το τίμημα, καταβάλλοντας, βέβαια, και το ποσό των €119.534,62 ως εξ αποφάσεως χρέος που όφειλαν οι Bellapais στους εξ αποφάσεως δανειστές - εφεσίβλητους. Συνακόλουθα, η υποχρέωση των εφεσειόντων, ως μεσεγγυούχων, υπό τα δεδομένα της υπόθεσης τελούσε και υπό τον όρο της ταυτόχρονης προστασίας των δικών τους δικαιωμάτων, αλλιώς θα παραβλάπτονταν τα δικαιώματα τους.

 

Παρατηρούμε πως η πιο πάνω συλλογιστική, άλλωστε, επιβεβαιώνεται και από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (κατά τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του) στην υπόθεση Grand Futur VII Holdings Ltd, (ανωτέρω) αφορώσα τους ίδιους διάδικους, στην οποία ασκήθηκε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης με την οποία εκδόθηκε το διάταγμα μεσεγγύησης, ημερομηνίας 30.11.2016, και το οποίο επικυρώθηκε.  Παρατίθεται σχετικό απόσπασμα από την εν λόγω υπόθεση, το οποίο έχει ως ακολούθως:

 

«Οι εναγόμενοι 1, λοιπόν, με την υπογραφή της αρχικής συμφωνίας πώλησης του ακινήτου, απέκτησαν συμφέρον στο ποσό των €3.100.000. Συγχρόνως, οι εφεσείοντες, ως οι αγοραστές, κατέστησαν οφειλέτες έναντι των εναγομένων 1 για το πιο πάνω ποσό, έστω και αν η πληρωμή μέρους αυτού, ήτοι €1.795.000.-, αναβλήθηκε για να γίνει με ετήσιες δόσεις. Οι συνέπειες της πιο πάνω συμβατικής σχέσης αναφέρεται στο απόσπασμα που ακολουθεί, από το σύγγραμμα The Supreme Court Practice - 1982, να έχουν ως εξής: «But the distinction must be borne in mind between the case where there is an existing debt, payment whereof is deferred, and the case where both the debt and its payment rest in the future.  In the former case there is an attachable debt, in the latter case there is not.".  Εν προκειμένω, η πιο πάνω διευθέτηση δεν απάλλαξε, ασφαλώς, τους εφεσείοντες από την ιδιότητα τους, ως οι οφειλέτες των εναγομένων 1.  Οι τελευταίοι δε, ως εξ αποφάσεως οφειλέτες έναντι των εφεσιβλήτων για ποσό €119.534,62.- πλέον τόκους, μετά και την υπογραφή της συμπληρωματικής συμφωνίας, είχαν να λαμβάνουν από τους εφεσείοντες, μεσεγγυούχους, ποσό €1.795.000.-, πληρωτέο σε ισόποσες, ετήσιες δόσεις. Μέρος του ποσού αυτού ανερχόμενου σε €1.200.000.- υποχρεούντο, με βάση τις εν λόγω συμφωνίες, να το καταβάλουν στους δανειστές των εναγομένων 1, προς άρση των υποθηκών και λοιπών βαρών, που υπήρχαν επί του ακινήτου. Τούτο, προκειμένου οι εφεσείοντες να λάμβαναν το πωληθέν ακίνητο, κατά τη μεταβίβασή του, σ'  αυτούς, ελεύθερο κάθε επιβαρύνσεως. 

 

Η μαρτυρία, σε σχέση με τα υπό εξέταση θέματα, προήλθε αποκλειστικά, από τους εφεσείοντες. Είναι οι πωλητήριες συμφωνίες, δηλαδή η αρχική και η συμπληρωματική, τις οποίες αυτοί κατέθεσαν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένστασης τους.  Δεν προσκόμισαν κάποια άλλη μαρτυρία αναφορικά με το ύψος των τελευταίων οφειλών τους, προς τους δανειστές τους.  Εμφανώς, οι αριθμοί ομιλούν αφ'  εαυτών.  Το τίμημα πώλησης ήταν €3.100.000.  Τούτο, με την υπογραφή της κύριας συμφωνίας, έλαβε τη μορφή άμεσης οφειλής προς τους εναγομένους 1.  Οφειλόταν από τους εφεσείοντες ως οι αγοραστές του ακινήτου.  Ωστόσο, με βάση τους όρους της συμπληρωματικής συμφωνίας, που παρατίθενται, πιο πάνω, η καταβολή του αναστάληκε, προκειμένου να πληρωνόταν με δόσεις.  Με την καταβολή  στους δανειστές των εναγομένων 1 του ποσού του €1.200.000.-, θα παρέμενε υπόλοιπο €595.000.-, (€1.795.000 - €1.200.000=€595.000.-), για πληρωμή  στους ιδίους, προς εξόφληση του τιμήματος πώλησης.  Εμφανώς, πρόκειται για πολύ μεγαλύτερο ποσό από αυτό που οι εφεσείοντες, ως μεσεγγυούχοι, έπρεπε να πληρώσουν στους εφεσίβλητους, με βάση το ένταλμα μεσεγγύησης, δηλαδή €119.534,62.-, πλέον τόκους. Επομένως, το Δικαστήριο, ορθώς, εξέδωσε το εν λόγω ένταλμα.  Με τις κατάλληλες οδηγίες για την εκτέλεση του, οι εφεσείοντες δεν θα εμποδίζονταν να τηρήσουν τα συμφωνηθέντα με τους εναγόμενους 1, όσον αφορά τις μεταξύ τους συμφωνίες πώλησης του ακινήτου. 

 

Ακριβώς, το Δικαστήριο, με το διάταγμα μεσεγγύησης που εξέδωσε, προέβλεψε για το χρόνο πληρωμής του εξ αποφάσεως χρέους.  Συγκεκριμένα, διέταξε όπως αυτό πληρωθεί με το πέρας της καταβολής του ποσού του €1.200.000 προς τους δανειστές των εναγομένων 1 και την απαλλαγή του πωληθέντος ακινήτου από τις υποθήκες και τα άλλα εμπράγματα βάρη.  Τούτο, βασικά, είναι ό,τι ενδιάφερε τους εφεσείοντες, ως μεσεγγυούχους, όπως έχει ήδη προαναφερθεί.  Το Δικαστήριο δε, εκδίδοντας το διάταγμα μεσεγγύησης, τόνισε ότι αυτό θα αφορούσε μελλοντικές δόσεις, επισημαίνοντας ότι, «το διάταγμα θα ενεργοποιείται όταν οι δόσεις αυτές καθίστανται πληρωτέες».  Η απόφαση και το διάταγμα, σχετικά, του Δικαστηρίου, ουδόλως επηρέασαν τη συμβατική σχέση που προέκυψε από τις υπό αναφορά πωλητήριες συμφωνίες, σε οποιαδήποτε πτυχή τους. Οπωσδήποτε, δε θα εμπόδιζε τους εφεσείοντες να αιτηθούν, με την εξόφληση του τιμήματος, εφόσον τούτο θα ήταν αναγκαίο, την ειδική εκτέλεση των συμφωνιών, προσφεύγοντας στο δικαστήριο για τον σκοπό αυτό.   Κατά συνέπεια, η απόφαση του Δικαστηρίου, κρίνεται ορθή.»

 

(Οι υπογραμμίσεις έγιναν από το παρόν Εφετείο).

 

Κοντολογίς, κρίνουμε, εξάλλου, πως δεν θα ήταν δίκαιο να πληρώσουν οι εφεσείοντες το εξ αποφάσεως χρέος των Bellapais προς τους εφεσίβλητους πριν από την εκπλήρωση της δικής τους υποχρέωσης, προκειμένου να δύνανται να ασκήσουν τα δικά τους δικαιώματα, ως προέκυπταν από τη συμφωνία αγοράς του ακινήτου από τους Bellapais. Τέτοια υποχρέωση θα δημιουργούνταν μόνο εφ' όσον κατέβαλλαν το ποσό που οφειλόταν στους δανειστές των Bellapais.

 

Ερχόμενοι στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, παρατηρούμε πως μέσα από την ένορκη δήλωση που υποστήριξε την αίτηση παρακοής δεν δόθηκαν στοιχεία ότι το ποσό που οφειλόταν στους δανειστές των Bellapais είχε εξοφληθεί, ούτως ώστε να ενεργοποιηθεί η εφαρμογή του διατάγματος, ημερομηνίας 30.11.2016, οπότε οι εφεσείοντες, ως μεσεγγυούχοι, να είχαν υποχρέωση, αντί να καταβάλουν οποιοδήποτε ποσό προς τους Bellapais, έναντι του υπολοίπου του τιμήματος του ακινήτου, να το καταβάλουν προς τους εφεσίβλητους - εξ αποφάσεως δανειστές των Bellapais. Ταυτόχρονα, το γεγονός αυτό, της εκκρεμότητας στην εξόφληση των ενυπόθηκων δανειστών των Bellapais, εντοπίζουμε πως αποτέλεσε πραγματικό υπόβαθρο, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προκύπτων μέσα από τα πρακτικά της δίκης, όπου ο διευθυντής των εφεσειόντων, Α. Αιμιλιανού, αντεξετάστηκε και δεν είχε αμφισβητηθεί, περί του ότι εκκρεμούσε ακόμη η εξόφληση του τιμήματος της αγοράς του ακινήτου δια της πληρωμής κατ' ευθείαν προς τις τράπεζες - ενυπόθηκους δανειστές των Bellapais. Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνεται ότι ακόμη και να είχαν πληρωθεί οι δόσεις, σύμφωνα με τη συμπληρωματική συμφωνία, μέχρι τις 30.04.2017 που ήταν η επίμαχη δόση, το ποσό των €1.200.000,00 δεν είχε συμπληρωθεί, αφού η πρώτη δόση των €250.000,00 ήταν πληρωτέα 30.04.2013, και οι επόμενες ετήσιες δόσεις των €200.00,00, κάθε 30.04 επόμενου έτους, αλλά μόνο το ποσό των €1.050.000,00 (1 δόση €250.000,00 και 4 x €200.000,00), συνεπώς η υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε ποσού προς τους εφεσίβλητους οφειλόταν στις 30.04.2018 και από αυτήν τη δόση μόνο ποσό €50.000,00, αφού οι €150.000,00 θα πληρώνονταν για την συμπλήρωση του €1.200.000,00.  Η βάση, όμως, της αίτησης παρακοής ήταν ότι οι εφεσείοντες παρέλειψαν να καταβάλουν τη δόση πληρωτέα στις 30.04.2017.

 

Δεν παραγνωρίζουμε τη δήλωση, στην οποία είχε προβεί προς το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο συνήγορος των εφεσειόντων, και δη ότι «. όσον αφορά το θέμα της μεσεγγύησης και των λοιπών ισχυρισμών στην αίτηση ότι υπάρχει το Διάταγμα μεσεγγύησης στο οποίο δεν υπάρχει συμμόρφωση σε αυτό το στάδιο, δεν πρόκειται να το αμφισβητήσουμε, διότι η γραμμή που ακολουθούμε είναι αδυναμία συμμόρφωσης», ωστόσο, το εν λόγω περιεχόμενο δεν συνιστούσε ρητή ή σαφή εγκατάλειψη του πρώτου λόγου ένστασης, των εφεσειόντων, κατά την πρωτόδικη διαδικασία, οι οποίοι είχαν τη θέση ότι η αίτηση παρακοής, ήταν, μεταξύ άλλων, και πρόωρη. 

 

Συνεπώς, υπό αυτά τα δεδομένα, ανεξάρτητα από τα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως προς την αδυναμία συμμόρφωσης των εφεσειόντων, λόγω οικονομικής δυσχέρειας ή αδυναμίας, προείχε, η εξέταση κατά πόσο ήταν πρόωρη η αίτηση παρακοής, πλην όμως το θέμα αυτό δεν έτυχε αξιολόγησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο, αν έστρεφε την προσοχή του προς αυτήν την κατεύθυνση, θα κατέληγε στο εύλογο συμπέρασμα ότι η αίτηση παρακοής ήταν πρόωρη, αφού δεν θα ήταν δίκαιο να θεωρηθεί πως οι εφεσείοντες είχαν υποχρέωση για πληρωμή του εξ αποφάσεως χρέους πριν εκπληρώσουν τις δικές τους υποχρεώσεις, οι οποίες ήταν συνυφασμένες με το δικαίωμα τους για απόκτηση τίτλου, δια της μεταβίβασης, του ακινήτου που αγόρασαν. Κατ΄επέκταση δεν ήταν ορθό να κριθούν, οι εφεσείοντες, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ένοχοι παρακοής του συγκεκριμένου διατάγματος.

 

Συνακόλουθα, κρίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο οδηγήθηκε σε λανθασμένο συμπέρασμα εξετάζοντας απευθείας και μόνο το θέμα της οικονομικής αδυναμίας συμμόρφωσης, χωρίς να εξετάσει αν όντως είχε δημιουργηθεί η υποχρέωση για τη συμμόρφωση και πληρωμή της δόσης ημερομηνίας 30.04.2017, ως ήταν η ισχυριζόμενη καταφρόνηση με το διάταγμα. 

 

Ενόψει των προλεγόμενων, ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνονται βάσιμοι. Παρέλκει η εξέταση των λόγων 3 και 4.  Εκ του αποτελέσματος όμως, επιτυγχάνει και ο λόγος έφεσης 5 με τον οποίο επιβλήθηκε ποινή στους εφεσείοντες.

 

Πριν ολοκληρώσουμε την παρούσα απόφαση μας, φρονούμε πως είναι χρήσιμο να επισημάνουμε ότι η εφαρμογή των προνοιών του Άρθρου 73 του Κεφ. 6 (κατάσχεση εις χείρας τρίτου) απαιτεί προσεκτική, κάθε φορά, εξέταση όλων των περιστάσεων που περιβάλλουν μία υπόθεση.  Προσφέρεται, θα λέγαμε, σε καθαρές περιπτώσεις όπου η οφειλή χρημάτων, εκ μέρους των μεσεγγυούχων δεν είναι συνηρτημένη με δικά τους δικαιώματα ή συμφέροντα, τα οποία, ως τρίτοι που είναι ως προς το εξ αποφάσεως χρέος, δικαιούνται προστασίας. Διαφορετικά θα πρέπει να γίνονται σαφείς πρόνοιες σε τέτοια διατάγματα οι οποίες να προβλέπουν περί της μη παράβλεψης δικαιωμάτων των μεσεγγυούχων.

 

Η έφεση επιτυγχάνει. Οι πρωτόδικες αποφάσεις, περί ενοχής και επιβολής ποινής, παραμερίζονται.  Το κατώτερο Δικαστήριο όφειλε να απορρίψει την αίτηση των εφεσίβλητων.  Την απορρίπτουμε, κατ' ενάσκηση των εξουσιών που μας παρέχονται από το Άρθρο 25 του Ν. 14/1960, και το Μέρος 41.12(1)(2)(α) των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023. Τα πρωτόδικα έξοδα επιδικάζονται προς όφελος των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσίβλητων ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από αρμόδιο Δικαστή.

 

Επιδικάζονται έξοδα της παρούσας έφεσης ύψους €4.000,00 πλέον Φ.Π.Α. (εάν υπάρχει) προς όφελος των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσίβλητων.

 

Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

Σ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο