ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. E223/2019)

 

31 Ιανουαρίου 2025

 

[ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στής]

 

1.      STOBA TRADING LTD

2.      CERIM TRADING LTD

 

Εφεσειόντων/Εναγομένων 2 & 3

 

v.

 

1.       SOUTH AUTOMOBILE GROUP LLC

2.       BELOZEROVA OLGA YUREVNA ΩΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ

ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΑΣ ΤΟΥ MIKHAIL YUSARIEVICH PARAΜONOV

Εφεσίβλητων/Εναγόντων

 

Αίτηση υπό εφεσιβλήτων ημερ. 16/10/2024

για ασφάλεια εξόδων

 

A. Γεωργίου για ’ντης Γεωργίου & Συνεργάτες, για εφεσείουσες.

Α. Κούμας για Στέλιος Αμερικάνος & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για εφεσίβλητες.

 

Στυλιανίδου, Δ.: Η παρούσα εκδικάζεται σε μονομελή σύνθεση δυνάμει των προνοιών του ’ρθρου 25.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και του ’ρθρου 11.5 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964 ( Ν. 33/1964).

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Στυλιανίδου, Δ. Αντικείμενο της παρούσας έφεσης αποτελεί απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε αίτηση των εφεσειόντων για εκδίκαση προδικαστικών σημείων, στο πλαίσιο αγωγής που κίνησαν εναντίον τους οι εφεσίβλητοι ( «η κυρίως αγωγή»). Στο πλαίσιο της υπό κρίση έφεσης, οι εφεσίβλητοι  καταχώρισαν αίτηση για παροχή ασφάλειας των εξόδων της έφεσης εναντίον των εφεσειουσών οι οποίες, με τη σειρά τους, καταχώρισαν ένσταση.

 

Οι εφεσείουσες είναι κυπριακές εταιρείες και η αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στο ’ρθρο 382 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, το οποίο όπως αποφασίστηκε στην Genemp Trading Ltd ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ πρώην Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2011) 1 ΑΑΔ 1314, «δίνει την ευχέρεια στο Δικαστήριο εκεί όπου φαίνεται με αξιόπιστη μαρτυρία ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι η εταιρεία δεν θα μπορεί να καταβάλει τα έξοδα, να εκδώσει εναντίον της διάταγμα για την ασφάλεια εξόδων, αναστέλλοντας στο μεταξύ όλες τις διαδικασίες».

 

Ως προς την άσκηση της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, στην υπόθεση Κίμωνος Λεωνίδας ως εκκαθαριστής της Blue Seal Shoes Ltd ν. Χρ. Ιωάννου & Υιοί (Υποδήματα) Λτδ (2015) 1 ΑΑΔ 147 λέχθηκαν τα εξής:

 

«Ως προς το ουσιαστικό μέρος της αίτησης, αν δηλαδή η εφεσείουσα εταιρεία είναι ικανή ή όχι να πληρώσει τα έξοδα της εφεσίβλητης σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσης, όντως το ’ρθρο 382* του περί Εταιρειών Νόμου προβλέπει πως η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να διατάξει την παροχή ασφάλειας εξόδων προϋποθέτει ότι ο αιτητής έχει αποσείσει το βάρος των ισχυρισμών του περί αφερεγγυότητας της εταιρείας με αξιόπιστη μαρτυρία. Στην υπό κρίση όμως περίπτωση η εφεσείουσα εταιρεία τελεί υπό εκκαθάριση και το γεγονός αυτό αποτελεί prima facie μαρτυρία ότι αδυνατεί να καταβάλει τα έξοδα, εκτός αν δοθεί προς το αντίθετο σχετική μαρτυρία (βλ. Genemp Trading Ltd (ανωτέρωη οποία παραπέμπει στην Northhampton Goal, Iron & Waggon Co. v. Midland Wagon Co. [1878] 7 Ch.D. 500). Tο βάρος επομένως απόδειξης ότι η εφεσείουσα εταιρεία έχει τη δυνατότητα να καταβάλει τα έξοδα της εφεσίβλητης σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσης μετήλθε σ' αυτή και το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο, στη βάση των ισχυρισμών που διατυπώνονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, το έχει αποσείσει. Η απάντηση κατά την άποψή μας είναι αρνητική εφόσον η κατ' ισχυρισμό δυνατότητα της εφεσείουσας συσχετίστηκε με εκτέλεση δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε προς όφελός της στις 20.11.1998 στην αγωγή 9600/1994, η οποία παραμένει ανεκτέλεστη για 16 και πλέον χρόνια και οι ισχυρισμοί που διατυπώνονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση είναι νεφελώδεις σε σχέση με το εάν και πότε θα καταστεί δυνατή η εκτέλεση της εν λόγω απόφασης. Καταλήγουμε επομένως ότι η εφεσείουσα δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών της ότι είναι σε θέση να πληρώσει τα έξοδα της εφεσίβλητης σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσής της και οι σχετικοί με το ζήτημα λόγοι υπ' αρ. 2 και 3 της ένστασης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

 

Κατ' ακολουθία των πιο πάνω ό,τι παρέμεινε προς εξέταση είναι ο τελευταίος λόγος ένστασης, σύμφωνα με τον οποίο αποδοχή της αίτησης θα στερήσει την εφεσείουσα από το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο.

 

Το ζήτημα εξετάστηκε σε βάθος στην Επίσημος Παραλήπτης ν. Γενικές Ασφάλειες Κύπρου Λτδ (Αρ. 2) (2005) 1 Α.Α.Δ. 1446 με αναφορά στα ’ρθρα 30.2 του Συντάγματος και 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, ως και με την ανασκόπηση της μέχρι τότε διαμορφωθείσας κυπριακής, αγγλικής και ευρωπαϊκής νομολογίας. Ό,τι προκύπτει σχετικά είναι ότι ναι μεν ο Νόμος δίδει δυνατότητα έκδοσης διαταγής για εξασφάλιση εξόδων εναντίον αφερέγγυας εταιρείας, αλλά κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου πρέπει να εξισορροπούνται τρεις παράγοντες. Ο πρώτος, η οικονομική αδυναμία της εταιρείας, ο δεύτερος, η εύλογη ανησυχία του αντιδίκου της ότι στην περίπτωση που επιτύχει στην υπεράσπισή του δεν θα επανακτήσει τα έξοδά του και, ο τρίτος, το δικαίωμα πρόσβασης κάθε φυσικού και νομικού προσώπου στο Δικαστήριο. Και αυτό πάντοτε στη βάση των περιστατικών της κάθε υπόθεσης, διαφορετικά δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος για διακριτική ευχέρεια. Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η Genemp Trading Ltd (ανωτέρω), όπου επισημάνθηκε ότι « Το ζητούμενο σε κάθε περίπτωση είναι κατά πόσο η παροχή ασφάλειας εξόδων είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη έχοντας υπόψη όλες τις συνθήκες, καθώς και το πιθανό βάρος επί των ώμων του διαδίκου που θα διαταχθεί να καταβάλει αυτή την ασφάλεια».

 

(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)

 

Υπό το φως το πιο πάνω νομολογηθέντων θα εξεταστούν οι εκατέρωθεν θέσεις των διαδίκων.

     

Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτησή τους, ότι οι εφεσείουσες εταιρείες δεν έχουν καταχωρίσει οικονομικές καταστάσεις στον αρχείο του Εφόρου Εταιρειών από το 2018 και 2016 αντιστοίχως, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε με την ένσταση των εφεσειουσών. Περαιτέρω υποστηρίζουν ότι οι εφεσείουσες δεν φαίνεται να κατέχουν περιουσία στην Κύπρο, η οποία να μπορούσε να καλύψει τα έξοδα των εφεσιβλήτων σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσης.

 

Με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση των εφεσειουσών, υποστηρίχθηκε ότι επειδή η εφεσείουσα 2 διαθέτει σε τραπεζικό λογαριασμό στην Κύπρο περί των €360.000, ποσόν που είναι δεσμευμένο κατόπιν αίτησης των εφεσιβλήτων δια διατάγματος που έχει εκδοθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο στο πλαίσιο της κυρίως αγωγής, αμφότερες οι εφεσείουσες έχουν επαρκή περιουσία στην Κύπρο για να ικανοποιήσουν οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα, ήτοι είναι φερέγγυες εν τη εννοία του ’ρθρου 382 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113. Περαιτέρω, υποστηρίχθηκε ότι  εξαιτίας των διαταγμάτων παγοποίησης περιουσιακών στοιχείων που εκδόθηκαν εναντίον αμφότερων των εφεσειουσών, δεν μπορούν να λειτουργήσουν κανονικά και να συνεχίσουν κανονικά τις εργασίες τους και γι' αυτό τον λόγο δεν συντάσσουν οικονομικές καταστάσεις και δεν εργοδοτούν άτομα, (παρότι λαμβάνουν υπηρεσίες διοικητικού συμβούλου και γραμματέα).

 

Όπως υποστηρίζεται από τους εφεσίβλητους εκ του ως άνω δεσμευμένου τραπεζικού λογαριασμού λαμβάνεται το ποσό των €2.500 μηνιαίως για λειτουργικά έξοδα κατόπιν σχετικού διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

 

Λαμβάνεται επίσης υπόψη ότι, όπως προαναφέρθηκε, ο εν λόγω λογαριασμός είναι δεσμευμένος προς όφελος των εφεσιβλήτων. Ως εκ τούτου, οι αποφάσεις ABP Holdings Ltd και ’λλοι ν. Aνδρέα Kιταλίδη και ’λλων (Aρ.2) (1994) 1 ΑΑΔ 694 και Melouskia Commercial Ltd και ’λλοι ν. Alisa Chumachenko και ’λλου (2014) 1 ΑΑΔ 2110 δεν υποστηρίζουν τις θέσεις τους.

 

Εν όψει των πιο πάνω στοιχείων, καταλήγω ότι όσον αφορά την εφεσείουσα 2, η οποία κατέχει περιουσία στην Κύπρο, έστω και αν αυτή είναι το αντικείμενο απαγορευτικού διατάγματος προς όφελος των εφεσιβλήτων, οι εφεσίβλητοι δεν έχουν αποσείσει το βάρος των ισχυρισμών τους περί αφερεγγυότητας της.

 

Αντιθέτως, οι εφεσίβλητοι έχουν αποσείσει το εν λόγω βάρος σε σχέση με την εφεσείουσα 1, η οποία καμία περιουσία δεν διαθέτει στην Κύπρο και δεν έχει καταχωρίσει οικονομικές καταστάσεις στον Έφορο Εταιρειών από το 2018, ως αναφέρεται ανωτέρω. Η δε εφεσείουσα 1, δεν απέσεισε το μετατοπισθέν σε αυτή βάρος να αποδείξει ότι είναι σε θέση να πληρώσει τα έξοδα των εφεσιβλήτων σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσης της για τους λόγους που παρατίθενται πιο κάτω:

 

Καμία επεξήγηση δεν δόθηκε ως προς το πώς τα χρήματα που βρίσκονται κατατιθέμενα στον τραπεζικό λογαριασμό της εφεσείουσας 2 συνδέονται με τη φερεγγυότητα της εφεσείουσας 1. Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, αφενός υποστηρίζεται με γενικότητα και αοριστία ότι οι εφεσείουσες διαθέτουν σημαντικά κεφάλαια στην Κύπρο, είναι φερέγγυες και μπορούν να αποπληρώσουν τυχόν διαταγή για έξοδα που θα εκδώσει το Δικαστήριο στην παρούσα έφεση. Αφετέρου, το μόνο στοιχείο που αναφέρεται ως προς την, κατά τον ενόρκως δηλούντα, «επαρκή περιουσία» τους, είναι τα στοιχεία του ως άνω αναφερόμενου τραπεζικού λογαριασμού της εφεσείουσας 2.

 

Αναφορικά με την ένσταση των εφεσειουσών σε σχέση με τη στέρηση του δικαιώματος τους να προσφύγουν στο Δικαστήριο, ο συνήγορος των εφεσιβλήτων παρέπεμψε στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση GK THEONELL BUILDING & CONSTRUCTION LTD ν. AIG EUROPE LIMITED, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 98/2017, 3/6/2019, ECLI:CY:AD:2019:A249, υποστηρίζοντας ότι η εν λόγω ένσταση πρέπει να απορριφθεί χωρίς να εξεταστεί.

 

«Οι πρόνοιες του άρθρου 382 εξετάστηκαν πρόσφατα στην            Y. Liasides Developers Ltd vMιχαήλ κ.α., Πολιτική Έφ. 123/2012, ημερ. 2.6.2017, ECLI:CY:AD:2017:A211, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Θα πρέπει, κατ΄ αρχάς, να λεχθεί ότι, σε αντιδιαστολή προς τη γενική ρύθμιση περί παροχής ασφάλειας εξόδων δια της Διαταγής 60 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, το εν λόγω άρθρο 382 αποτελεί ειδική πρόνοια, με την οποία ρυθμίζεται το ζήτημα της παροχής ασφάλειας εξόδων από εταιρείες.

 

Αναφορικά ΅ε φυσικά πρόσωπα, αποκρυσταλλωμένη είναι η αρχή ότι δεν εκδίδεται διάταγμα για παροχή ασφάλειας εξόδων εναντίον ενάγοντα ο οποίος στερείται ΅έσων. Όπως ετέθη στην Cowell ν. Taylor (1885) 31 Ch D 34, 38 «the general rule is that poverty is no bar to a litigant, that, from time immemorial, has been the rule at common law, and also, in equity».  ’λλως η διαταγή για παροχή ασφάλειας εξόδων θα απέληγε σε στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο (Conway v. Ηλία (2002) 1 ΑΑΔ 1653).

 

Τέτοια αρχή, όμως, δεν ισχύει προκειμένου περί εταιρειών περιορισμένης ευθύνης, όπου ο κανόνας αντιστρέφεται. Το ζήτημα εξηγείται από τον Megarry VC στην υπόθεση Pearson ν. Naydler [1977] 3 ΑΙΙ ER 531, 532, ΅ε αναφορά στο άρθρο 447 του Companies Act 1948[1], το οποίο αντιστοιχούσε στο άρθρο 382 του δικού ΅ας Νό΅ου:

 

"In the case of a limited company, there is no basic rule conferring immunity from any liability to give security for costs.  The basic rule is the opposite; section 447 applies to all limited companies, and subjects them all to the liability to give security for costs.  The whole concept of the section is contrary to the rule developed by the cases that poverty is not to be made a bar to bringing an action.  There is nothing in the statutory language (the substance of which goes back at least as far as the Companies Act 1862, section 69) to indicate that there are any exceptions to what is laid down as a broad and general rule for all limited companies.  Nor is it surprising that there should be such a rule.  A man may bring into being as many limited companies as he wishes, with the privilege of limited liability; and section 447 provides some protection for the community against litigious abuses by artificial persons manipulated by natural persons.  One should be as slow to whittle away this protection as one should be to whittle away a natural person's right to litigate despite poverty."»

 

Η νομοθετική πρόνοια του άρθρου 382, ερμηνευόμενη ως άνω, κατισχύει της διαδικαστικής ρύθμισης της Δ.35, κ.2 η οποία προϋποθέτει «ειδικές περιστάσεις» ώστε να διαταχθεί η παροχή ασφάλειας.»

 

 

Τονίζω συναφώς ότι στις THEONELL και  Liasides, (ανωτέρω), δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά στον λόγο της προγενέστερης πλούσιας νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία αφορούσε αιτήσεις βάσει του ’ρθρου 382 του Κεφ.113, και η ένσταση της εφεσείουσας εταιρείας αναφορικά με το δικαίωμα πρόσβασης της στη δικαιοσύνη, λήφθηκε υπόψη και εξετάστηκε από το Δικαστήριο. (βλ. Continental Ins. Co. of Hampshire v. O'Regan (1998) 1(Β) Α.Α.Δ., Επίσημος Παραλήπτης ως εκκαθαριστής της K.S.S. Trading Ltd ν. Γεν. Ασφ. Κύπρου Λτδ (Αρ.2) (2005) 1(B) A.A.Δ. 1446, 1455-7, Genemp Trading Ltd v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1314, 1318, Κίμωνος Λεωνίδας ως εκκαθαριστής της Blue Seal Shoes, (ανωτέρω), ΦΑΡΜΑ ΡΕΝΟΣ ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ κ.α. ν. ΡΕΝΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 229/2015, 13/2/2017, Κ.Κ. NEW EXTRA LTD ν. ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΥΠΡΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 218/2016, 18/1/2018, CNP ASFALISTIKI LTD (πρώην ΛΑΪΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ) κ.α. ν. ΥΙΑΝΝΟPLAST LTD, ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΙΑΚΩΒΙΔΗ, Πολιτικές Εφέσεις Αρ. Ε3/2013 και Ε4/2013, 24/10/2018).

 

Είμαι της άποψης ότι όπως προκύπτει από τον λόγο της Iωσηφίδης Xρίστος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 490 (κατωτέρω),  ό,τι λέχθηκε στις αποφάσεις THEONELL και Liasides ως προς την ένσταση εταιρείας (εξ αντιδιαστολή με φυσικό πρόσωπο) αναφορικά με το ενδεχόμενο πρόσβασης της στο Δικαστήριο, λέχθηκε per incuriam, και δεν δεσμεύει το Εφετείο. Υπενθυμίζεται ότι όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην Κίμωνος Λεωνίδας ως εκκαθαριστής της Blue Seal Shoes, (ανωτέρω), ο τρίτος παράγοντας που εξισορροπεί το Δικαστήριο σε αιτήσεις ως η υπό κρίση αφορά «το δικαίωμα πρόσβασης κάθε φυσικού και νομικού προσώπου στο Δικαστήριο». Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την Ιωσηφίδης, ανωτέρω:

 

«Ενόψει των ανωτέρω θεωρούμε ότι, σε περίπτωση που υπάρχουν συγκρουόμενες αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου πάνω σε ένα ζήτημα (όπως οι αποφάσεις Payiata και Παπαδοπούλλου), οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην πρωτόδική τους δικαιοδοσία, οφείλουν, και τούτο είναι ορθό, να θεωρούν ότι δεσμεύονται και να ακολουθούν την τελευταία, εφόσον αυτή ασχολήθηκε και δεν αποδέχθηκε την προηγούμενη ή τις προηγούμενες. Εξαίρεση μπορούν να αποτελέσουν μόνο οι τυχόν αποφάσεις της Ολομέλειας που λήφθηκαν per incuriam, δηλαδή εξ αβλεψίας ή εν αγνοία προηγούμενης απόφασης ή αποφάσεων της Ολομέλειας, πάνω στο ίδιο θέμα, ή εν αγνοία νομοθετικής διατάξεως.  Σε τέτοια περίπτωση ο πρωτόδικος δικαστής έχει την ευχέρεια να επιλέξει ποια να ακολουθήσει. Όπως παρατηρεί ο Salmond on Jurisprudence, 12th Edition, στη σελίδα 153:-

"... The lower court may refuse to follow the later decision on the ground that it was arrived at per incuriam, or it may follow such decision on the ground that it is the latest authority.  Which of these two courses the court adopts depends, or should depend, upon its own view of what the law ought to be."

(Bλέπε σχετικά την απόφαση στην Elbee Ltd. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1765 και την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας Caspi Shipping Ltd. και άλλης (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 1015, όπου το Δικαστήριο σχολιάζει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστή Sheen στην υπόθεση Saint Anna του 1983 να επιλέξει μεταξύ δύο συγκρουόμενων αποφάσεων του αγγλικού Εφετείου, της Bremer του 1933 και της The Beldis του 1935, και, ενόψει της διαπίστωσής του ότι η απόφαση στην The Beldis ελήφθη per incuriam της Bremer, να προτιμήσει και ακολουθήσει, ως ορθή, την Bremer.)»

 

Επισημαίνω επίσης, ότι σύμφωνα με τα λεχθέντα στην  Panayides Α. Contracting Ltd ν. Νίκου Σταύρου Χαραλάμπους (2004) 1 ΑΑΔ 416, απόκλιση από δικαστικό προηγούμενο γίνεται μόνο ρητώς και για συγκεκριμένους λόγους. Στις πιο πάνω υποθέσεις δεν υπήρξε απόκλιση από δικαστικό προηγούμενο, εν τη εννοία της νομολογίας.

 

Περαιτέρω, τονίζω ότι στη μεταγενέστερη της υπόθεσης THEONELL, (ανωτέρω), πρόσφατη υπόθεση BIBLIO-GLOBUS LTD, ΓΝΩΣΤΗ ΚΑΙ ΩΣ BIBLIO-GLOBUS TRAVEL Ή OPERATION Ή OPERATOR v. DEROVA LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 390/2017, 18/9/2023, ECLI:CY:AD:2023:A284 το νέο Ανώτατο Δικαστήριο, αποφασίζοντας να απορρίψει αίτηση για ασφάλεια εξόδων εναντίον ρωσικής εταιρείας, έθεσε τις πιο κάτω αρχές:

 

«Έχει επανειλημμένα τονιστεί ότι δεν εκδίδεται διαταγή για ασφάλεια εξόδων, εκεί όπου η έκδοση τέτοιας διαταγής απολήγει σε στέρηση του θεμελιώδους δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο (’ρθρο 30.2 του Συντάγματος και ’ρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία έχει κυρωθεί με τον Ν. 39/62). Και το εν λόγω δικαίωμα πλήττεται, όταν διάδικος που θα διαταχθεί να δώσει τέτοια ασφάλεια, δεν διαθέτει τα μέσα για την εξασφάλιση των εξόδων του αντιδίκου του (Conway v. Ηλία (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653). Σε τέτοια περίπτωση η ανάγκη προστασίας του διαδίκου που ζητά τη διαταγή, υποτάσσεται στο δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο του αντιδίκου του (Δημητρίου ν. Δημητρίου άλλως Στυλιανού (2014) 1(Α) 768).  

 

Στην Ιωάννου κ.ά. ν. Σοφιανού (2016) 1(Β) Α.Α.Δ. 1808, ECLI:CY:AD:2016:A362, η αίτηση για  ασφάλεια εξόδων απορρίφθηκε αφού, όπως χαρακτηριστικά τονίστηκε «. η έλλειψη ρευστότητας την οποία οι καθ΄ ων η αίτηση επικαλούνται και ο αιτητής δεν αμφισβητεί, είναι δυνατόν ή πιθανό, εκτιμούμε, να του στερήσει το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο για να προωθήσουν την έφεσή του».»

 

 

Αν και η νομική βάση στην εν λόγω απόφαση δεν ήταν ’ρθρο 382 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ.113 το οποίο εφαρμόζεται στην παρούσα, θεωρώ ότι ο λόγος της BIBLIO-GLOBUS, (ανωτέρω), δεν μπορεί παρά να τυγχάνει εφαρμογής και σε υποθέσεις που αφορούν κυπριακές εταιρείες, καθότι το Σύνταγμα ως ερμηνεύτηκε και εφαρμόστηκε σε αυτή, είναι ως γνωστόν ο υπέρτατος νόμος στη Δημοκρατία.

 

Τέλος, επισημαίνω για σκοπούς πληρότητας, ότι η προσέγγιση του ζητήματος στην Αγγλία είναι πλέον ευθυγραμμισμένη με την ως άνω κυπριακή πάγια νομολογία που προαναφέρθηκε, καθότι εφαρμόζεται το ’ρθρο 6 της ΕΣΔΑ σε αιτήσεις για ασφάλεια εξόδων που αφορούν νομικά πρόσωπα, βλ. Goldtrail Travel Ltd v. Aydin (2017) UKSC 57.

 

Δεν παραβλέπω το ότι το Εφετείο έχει ακολουθήσει τα πιο πάνω λεχθέντα στην THEONELL, θεωρώ όμως, ότι βάσει των αρχών του δεσμευτικού προηγούμενου (doctrine of precedent), ελλείψει απόφασης με την οποία ένα ανώτερο δικαστήριο ρητώς έχει αποστεί από τον λόγο προηγούμενης δεσμευτικής νομολογίας, η υιοθέτηση per incuriam αποφάσεων, παραμένει επιλογή του κάθε Δικαστηρίου.

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω, εφαρμόζοντας την προγενέστερη της υπόθεσης THEONELL, νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου την οποία παρέθεσα ανωτέρω, καθώς και κατ' αναλογία την πιο πρόσφατη απόφαση του νέου Ανωτάτου Δικαστηρίου BIBLIO-GLOBUS, (ανωτέρω), θα εξετάσω την εν λόγω ένσταση των εφεσειουσών.

 

Σημειώνω ότι δεν υπάρχει μαρτυρία στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση ότι πράγματι, η οικονομική τους κατάσταση είναι τέτοια που δεν είναι σε θέση να παράσχουν την ασφάλεια εξόδων.  Αναφέρεται μόνο σε αυτή, χωρίς συναφή με το ζήτημα περιγραφή της οικονομικής κατάστασης των εφεσειουσών, η γενική θέση ότι η έγκριση της αίτησης θα επιφέρει τη στέρηση του δικαιώματος της πρόσβασής τους στη δικαιοσύνη. Αναφέρεται επίσης,  ρητώς, ότι οι εφεσείουσες μπορούν να αποπληρώσουν τυχόν διαταγή για έξοδα που θα εκδώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην παρούσα έφεση. Αν και όπως έχει επισημανθεί ανωτέρω η ως άνω δήλωση, εκ της γενικότητας της, δεν είναι αρκετή για να αποσείσει το βάρος που έχει στους ώμους της η εφεσείουσα 1 αναφορικά με τη φερεγγυότητά της, εντούτοις, καταρρίπτει τη θέση αμφότερων των εφεσειουσών ότι η έγκριση της αίτησης θα επιφέρει τη στέρηση του εν λόγω δικαιώματος τους για τον εξής λόγο: Αφενός υποστηρίζεται στην ένορκη δήλωση ότι οι εφεσείουσες είναι σε θέση να αποπληρώσουν τα έξοδα, ενώ αφετέρου υπονοείται ότι δεν είναι σε θέση να παράσχουν ασφάλεια εξόδων. Οι δύο δηλώσεις, κατά την άποψή μου, αντιφάσκουν και δεν αποτελούν επαρκή μαρτυρία προς υποστήριξη της σχετικής ένστασης, η οποία ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Όσον αφορά τον παράγοντα που αφορά την πιθανότητα επιτυχίας της έφεσης, σημειώνεται ότι στο παρόν στάδιο, το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε λεπτομερή εξέταση των ζητημάτων που εγείρονται με την έφεση. Στην παρούσα υπόθεση κρίνω ότι δεν προκύπτει σε σχέση με το ζήτημα αυτό, οτιδήποτε που να μπορεί να συνυπολογιστεί κατά την άσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας (βλ. Genemp, ανωτέρω).

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω, κρίνω, εξισορροπώντας όλους τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας σύμφωνα με την πάγια ανωτέρω νομολογία, ότι η αίτηση επιτυγχάνει εναντίον της εφεσείουσας 1, ενώ αναφορικά με την εφεσείουσα 2 αποτυγχάνει.  

 

Παρότι, η αίτηση εναντίον της εφεσείουσας 1 επιτυγχάνει, ο κατάλογος εξόδων που υπέβαλε, κρίνεται υπερβολικός, εν όψει των ποσών που επιδικάζονται συνήθως από το Εφετείο σε εφέσεις στην παρούσα κλίμακα.

 

Ως εκ τούτου εκδίδεται διάταγμα όπως η εφεσείουσα 1 καταθέσει υπό μορφή τραπεζικής εγγύησης που θα ικανοποιεί τον Πρωτοκολλητή του Εφετείου, ή σε μετρητά, ή δια τραπεζικού εμβάσματος στο λογαριασμό του Δικαστηρίου, ασφάλεια εξόδων στο ποσό των €6.000,00, εντός 60 ημερών από σήμερα. Ενόψει του διατάγματος, κάθε περαιτέρω διαδικασία στην έφεση ως προς την εφεσείουσα 1, αναστέλλεται μέχρις ότου κατατεθεί η εν λόγω ασφάλεια και σε περίπτωση που δεν κατατεθεί μέσα στην ταχθείσα προθεσμία, τότε η έφεση θα θεωρείται ως εγκαταληφθείσα και απορριφθείσα με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας 1.

 

Επιδικάζεται ένα σετ εξόδων αναφορικά με την παρούσα αίτηση ύψους €3.000,00 πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας 1.

 

Η αίτηση εναντίον της εφεσείουσας 2 αποτυγχάνει, για τους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω, με ένα σετ εξόδων ύψους €3.000,00 πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ της εφεσείουσας 2 και εναντίον των εφεσιβλήτων. 

 

 

 

 

                                                                    Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο