ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε216/2019)

 

23 Ιανουαρίου, 2025


[
ΚΙΤΣΙΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ ‑ ΜΕΣΣΙΟΥ, ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 


 
1. IVAN GUTA κ.ά. 

Εφεσείοντες


και

ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ (ΚΡΙΣ) ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΡΗ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΣΥΝΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
MRIYA AGRO HOLDING PUBLIC LIM ITED 

   Εφεσίβλητοι

-----------------------------

 

Λ. Παρπαρίνος με Λ. Παρπαρίνο και Θ. Δρόσου (κα) για Λούκας & Βίας Λ. Παρπαρίνος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες 1, 2, 4 και 7.

Γ. Χριστοδούλου με Μ. Σοφοκλέους (κα) για Λ. Παπαφιλίππου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

   δοθεί από την κα Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Στις 14.5.2018 οι ενάγοντες‑εφεσίβλητοι καταχώρισαν αγωγή σε κλητήριο ένταλμα γενικά οπισθογραφημένο εναντίον 39 εναγομένων, μεταξύ των οποίων και οι εναγόμενοι 1, 2, 4 και 7, εφεσείοντες. Αξίωναν την έκδοση απόφασης για το ποσό των $100.002.150,07 ή το ισόποσο σε ευρώ ως γενικές και/ή ειδικές αποζημιώσεις για παράνομη ιδιοποίηση, δόλο, συνωμοσία, παράβαση σχέσης εμπιστοσύνης και καθήκοντος, πίστης. Αξίωναν επίσης εναντίον των εναγομένων 21 και 24 και ξεχωριστά εναντίον των εναγομένων 35 την έκδοση διαταγμάτων του Κοινοδικαίου τύπου Norwich Pharmacal όπως αυτά εξελίχθηκαν στην απόφαση Norwich Pharmacal Co. & Others v Customs and Excise Commissioners [1974] AC 133.

 

Την ίδια μέρα καταχώρισαν μονομερή αίτηση στα πλαίσια της οποίας ζητούσαν την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων. Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στις 17.5.2018 εξέτασε την αίτηση και προχώρησε στην έκδοση μονομερώς μερικών μόνο των αιτούμενων διαταγμάτων σε βάρος των εναγομένων 6 και 10 και κανενός των εφεσειόντων, δίδοντας οδηγίες όπως σε σχέση με τα υπόλοιπα αιτούμενα διατάγματα η αίτηση να επιδοθεί σε όλους τους εναγόμενους.

 

Στις 31.5.2018 οι ενάγοντες‑εφεσίβλητοι καταχώρισαν αίτηση με την οποία ζητούσαν την έκδοση διατάγματος το οποίο να επιτρέπει την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, μεταξύ άλλων και προς τους εναγόμενους 1, 2, 4 και 7‑εφεσείοντες, της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος, της μονομερούς αίτησης ημερομηνίας 14.5.2018 μαζί με την ένορκη δήλωση που τη συνόδευε και τα επισυνημμένα σε αυτή Τεκμήρια, όπως και των μονομερών διαταγμάτων όπως εξεδόθηκαν από το Δικαστήριο στις 17.5.2018. Το Δικαστήριο στις 18.6.2018 εξέδωσε σχετικό διάταγμα για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας τόσο της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος, της μονομερούς αίτησης ημερομηνίας 14.5.2018 μαζί με την ένορκη δήλωση που τη συνόδευε, τα επισυνημμένα σε αυτή Τεκμήρια και το διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς στις 17.5.2018, αλλά και της αίτησης 31.5.2018 με την ένορκη δήλωση που τη συνόδευε στη βάση της οποίας και εκδόθηκε το σχετικό διάταγμα για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας ημερομηνίας 18.6.2018.

 

Στις 21.9.2018 το Δικαστήριο προχώρησε στην έκδοση των υπόλοιπων διαταγμάτων που επιζητούνταν με την αίτηση ημερομηνίας 14.5.2018, τα οποία αφορούσαν και τους εναγόμενους 1, 2, 4 και 7‑εφεσείοντες, αφού ικανοποιήθηκε ότι είχαν επιδοθεί τα έγγραφα που αφορούσε το διάταγμα ημερομηνίας 18.6.2018 και ότι είχε παρέλθει το χρονοδιάγραμμα που είχε τεθεί για καταχώριση εμφάνισης από όλους τους εναγόμενους, συμπεριλαμβανομένων και των εναγομένων 1, 2, 4 και 7‑εφεσειόντων, χωρίς όμως αυτοί, όπως και οι άλλοι εναγόμενοι, να εμφανιστούν στη διαδικασία.

Στις 19.10.2018 το Δικαστήριο εξέτασε αίτηση ημερομηνίας 10.10.2018 που προωθήθηκε από τους ενάγοντες‑εφεσίβλητους και εξέδωσε διάταγμα με το οποίο επέτρεπε την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας στους εναγόμενους 1, 2, 4 και 7‑εφεσείοντες, του διατάγματος του Δικαστηρίου ημερομηνίας 21.9.2018, της Βεβαίωσης σχετικά με απόφαση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οποία εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 10.10.2018 σύμφωνα με το άρθρο 53 του Κανονισμού (ΕΕ) αρ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένης της ως άνω αίτησης ημερομηνίας 10.10.2018 και της ένορκης δήλωσης της ’. Αντωνίου, ίδιας ημερομηνίας, που τη συνόδευε.

 

Στις 11.2.2019 και 22.2.2019, οι εναγόμενοι-εφεσείοντες 4 και 7 και 1 και 2 αντίστοιχα, καταχώρισαν πανομοιότυπες αιτήσεις μέσω των οποίων αξίωναν την ακύρωση και/ή τον παραμερισμό της επίδοσης όλων των εγγράφων και/ή ειδοποιήσεων και/ή ενόρκων δηλώσεων και/ή συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων και/ή των μεταφράσεων τους στη γερμανική γλώσσα, τα οποία επιδόθηκαν σε αυτούς.

 

Τις εν λόγω αιτήσεις υποστήριζαν σε ό,τι αφορά την αίτηση 22.2.2019 από τους εναγόμενους 1 και 2‑εφεσείοντες 1 και 2, ένορκη δήλωση της ίδιας ημερομηνίας του Ουκρανού δικηγόρου και νομικού τους συμβούλου V. K. και συμπληρωματική ένορκη του ιδίου ημερομηνίας 31.5.2019, ενώ την αίτηση ημερομηνίας 11.2.2019 των εναγομένων 4 και 7‑εφεσειόντων 4 και 7 ένορκη δήλωση της Α.Λ. δικηγόρου στον Δικηγορικό Οίκο που τους εκπροσωπεί.

 

Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει στην εκκαλούμενη απόφαση του, «Οι δύο ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν τις αιτήσεις ημερομηνίας 11.2.2019 και 22.2.2019 σε συντριπτικό ποσοστό είναι πανομοιότυπες, όχι μόνο όσον αφορά τον τρόπο προβολής ίδιων θέσεων και ισχυρισμών, αλλά και με τη χρήση ταυτόσημου σε αρκετές περιπτώσεις λεκτικού, αφήνοντας την εντύπωση στον τρίτο‑ανεξάρτητο παρατηρητή της ύπαρξης τουλάχιστον συντονισμού μεταξύ τους, στην προώθηση τους.».

 

Έτσι, λαμβάνοντας υπόψη ότι και οι προβαλλόμενοι λόγοι ένστασης από την πλευρά των εναγόντων‑εφεσίβλητων ήταν ουσιαστικά ταυτόσημοι, συμφωνήθηκε από όλους τους παράγοντες της διαδικασίας όπως οι δύο πιο πάνω αιτήσεις παρουσιαστούν και ακουστούν ταυτόχρονα με σκοπό να υπάρχει ενιαία τοποθέτηση του Δικαστηρίου επί αυτών.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφαση του ημερομηνίας 27.6.2019 αποφάσισε ότι:


«Καθ' όλα νόμιμα και δικαιολογημένα οι ενάγοντες εξασφάλισαν άδεια για επίδοση των σχετικών εγγράφων στο εξωτερικό. Οι δε επιδόσεις των ως άνω εγγράφων στους εναγόμενους 1, 2, 4 και 7‑αιτητές, ως αυτές έχουν επιτραπεί δυνάμει των διαταγμάτων του Δικαστηρίου ημερομηνίας 18.6.2018 και 19.10.2018, φαίνεται να έχουν διενεργηθεί κατά τρόπο που δόθηκε η ευκαιρία στους ως άνω εναγόμενους‑αιτητές να λάβουν γνώση της ύπαρξης της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής εναντίον τους και ειδικότερα των ενδιάμεσων διαδικασιών που στο πλαίσιο της βρίσκονται σε εξέλιξη.»

 

Συνακόλουθα, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις δύο αιτήσεις και επιδίκασε τα έξοδα τους προς όφελος των εναγόντων‑εφεσίβλητων και εναντίον των εναγομένων 1, 2, 4 και 7‑εφεσειόντων όπως αυτά υπολογιστούν και εγκριθούν. Σημείωσε όμως ότι θα πρέπει να καταβληθούν στο τέλος της πρωτόδικης διαδικασίας.

 

Οι εναγόμενοι 1, 2, 4 και 7‑εφεσείοντες, καταχώρισαν την υπό κρίση έφεση ζητώντας την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης προωθώντας 7 συνολικά λόγους έφεσης. Αντικείμενο του πρώτου λόγου έφεσης είναι η εσφαλμένη κατά αυτούς κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι από το Πιστοποιητικό που προβλέπεται στο ’ρθρο 6 της Σύμβασης της Χάγης φαίνεται ότι τα έγγραφα που έχουν επιδοθεί μεταφράστηκαν στη γερμανική γλώσσα καλύπτοντας και ικανοποιώντας τη σχετική επιφύλαξη‑περιορισμό που έθεσε η Ελβετία στο ’ρθρο 5 της Σύμβασης της Χάγης και ότι ακολουθήθηκαν οι σχετικές πρόνοιες της Σύμβασης της Χάγης.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάσισε επί του Αιτητικού Α των αιτήσεων των εφεσειόντων 1, 2, 4 και 7 ημερομηνίας 11.2.2019 και 22.2.2019, με το οποίο επιζητούσαν διάταγμα του Δικαστηρίου που να ακυρώνει και να παραμερίζει την επίδοση όλων των εγγράφων που αναφέρονται στην ένορκη δήλωση ημερομηνίας 31.5.2018 στην ελληνική γλώσσα και όχι σε μετάφραση στη γερμανική γλώσσα και/ή λανθασμένα δεν αποφάσισε επί του ζητήματος αυτού.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης προβάλλει τον ισχυρισμό ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου «Υπό το σύνολο όλων όσων έχουν τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου για το ζήτημα, η μη συμπερίληψη των ως άνω τεκμηρίων μεταφρασμένων επίσης στα γερμανικά, δεν φαίνεται ικανή να εμποδίσει τους αιτητές να κατανοήσουν γενικότερα τη δικαστική υπόθεση που εκκρεμούσε εναντίον τους και ειδικότερα το ζήτημα που η συγκεκριμένη αίτηση και ένορκη δήλωση αφορούσε», είναι εσφαλμένο και αυθαίρετο.

 

Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά την, κατά τους εφεσείοντες, λανθασμένη, κατά αναλογία, υιοθέτηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης των όσων έχουν λεχθεί στην υπόθεση Alpha Bank Cyprus Ltd v. Si Senh Dau κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 1935.

 

Ο πέμπτος λόγος έφεσης προκρίνει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι επιδόσεις των εγγράφων δυνάμει των διαταγμάτων ημερομηνίας 18.6.2018 και 19.10.2018 διενεργήθηκαν κατά τρόπο που δόθηκε η ευκαιρία στους εφεσείοντες να λάβουν γνώση της ύπαρξης της αγωγής εναντίον τους και ειδικότερα των ενδιάμεσων διαδικασιών που στο πλαίσιο της βρίσκονται σε εξέλιξη.

 

Με τον έκτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη σελίδα 27 της απόφασης του ότι «Οι ενάγοντες‑καθ' ων η αίτηση έπραξαν αυτό ακριβώς που επιβάλλει η ως άνω διεθνής Σύμβαση της Χάγης επί του συζητούμενου, εφαρμόζοντας ουσιαστικά τις σχετικές πρόνοιες της επί του ζητήματος», είναι εσφαλμένο και αυθαίρετο.

 

Τέλος, με τον έβδομο λόγο έφεσης, ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε τα έξοδα των αιτήσεων εις βάρος των εφεσειόντων.

 

Κρίνουμε σκόπιμο να αναφέρουμε στο σημείο αυτό ότι οι αιτήσεις που είχαν ως αποτέλεσμα την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφορούσαν τις επιδόσεις των εγγράφων που έγιναν στους εφεσείοντες εκτός δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου στην ελληνική και τη γερμανική γλώσσα, με ουσιαστική θέση ότι οι ενάγοντες‑εφεσίβλητοι δεν συμμορφώθηκαν με τις σχετικές διατάξεις του Νόμου, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, των Ευρωπαϊκών Κανονισμών 44/01, 1393/07 και 1215/12 και του Συντάγματος και ειδικότερα τη θέση ότι η επίδοση όλων των διαταγμάτων και εγγράφων στην ελληνική και γερμανική γλώσσα που είναι μη καταληπτές από τους αιτητές‑εναγόμενους‑εφεσείοντες που είναι Ουκρανοί και αντιλαμβάνονται μόνο την ουκρανική γλώσσα, έχει γίνει βάσει σκοπιμότητας και/ή υστεροβουλίας και/ή με πρόθεση για κατάχρηση της διαδικασίας από τους ενάγοντες‑εφεσίβλητους.

 

Αντικείμενο επίσης της αίτησης αλλά και της ένστασης, όπως και της πρωτόδικης εκκαλούμενης απόφασης, ήταν οι πρόνοιες της Σύμβασης της Χάγης, αλλά και της Σύμβασης του Lougano μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετίας, αλλά και ο περί της Σύμβασης περί της εν τη Αλλοδαπή Επιδόσεως Δικαστικών και ετέρων Εγγράφων εις Αστικάς και Εμπορικάς Υποθέσεις, Νόμος 40/1982

Σημειώνουμε επίσης ότι σύμφωνα με τα διατάγματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την επίδοση των εγγράφων εκτός δικαιοδοσίας σε ό,τι αφορά τους εφεσείοντες 1, 2, 4 και 7, η επίδοση έγινε για όλους στη διεύθυνση 11 Oberbergstrasse, 6390, Engelberg στην Ελβετία, μέσω των αρμόδιων αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας και των αρχών της Ελβετίας.

 

Οι πρώτος και δεύτερος λόγος έφεσης αναπτύχθηκαν τόσο από τους συνηγόρους των εφεσειόντων όσο και από τους συνηγόρους των εφεσίβλητων συνδυαστικά, γι' αυτό και θα τους προσεγγίσουμε και εμείς με τον ίδιο τρόπο. Με τους δύο πρώτους λόγους έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε λανθασμένα ότι στα έγγραφα που τους επιδόθηκαν επιδόθηκε και γερμανική μετάφραση αυτών ικανοποιώντας έτσι το ’ρθρο 5 της Σύμβασης της Χάγης. Υποστηρίζουν παράλληλα ότι από το σύνολο των τεκμηρίων που συνόδευαν τις ένορκες δηλώσεις του Chris Ιακωβίδη ημερομηνίας 14.5.2018 και 31.5.2018 και της ’. Αντωνίου ημερομηνίας 10.10.2018 δεν μεταφράστηκαν στα γερμανικά 102 τεκμήρια και όχι μόνο 5 εξ αυτών ως η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Είναι κατά την άποψη μας καθοριστικής σημασίας σε σχέση με τους δύο αυτούς λόγους έφεσης η θέση που προκρίνουν οι εφεσίβλητοι, ότι τα ζητήματα που εγείρονται με αυτούς ενώπιον μας, δεν είχαν εγερθεί κατά την πρωτόδικη διαδικασία. Όπως αναφέρουν στο περίγραμμα αγόρευσης τους, αλλά και στις ενώπιον του Εφετείου προφορικές τους αγορεύσεις, το παράπονο των εφεσειόντων πρωτόδικα ήταν ότι τα έγγραφα που τους είχαν επιδοθεί δεν είχαν μεταφραστεί στην ουκρανική γλώσσα. Ουδέποτε ηγέρθηκε πρωτόδικα ζήτημα μετάφρασης οποιουδήποτε επιδοθέντος εγγράφου στη γερμανική γλώσσα. Παραπέμπουν δε, στα συγκεκριμένα αιτητικά, αλλά και παραγράφους των ένορκων δηλώσεων που συνόδευαν τις αιτήσεις παραμερισμού που είχαν καταχωρίσει, όπου η θέση που προβάλλεται από τους εφεσείοντες είναι ότι τα έγγραφα που τους επιδόθηκαν ήταν στην ελληνική και γερμανική γλώσσα και όχι στην ουκρανική, που κατά τους ισχυρισμούς τους, είναι η γλώσσα που μιλούν και κατανοούν οι εφεσείοντες.

 

Συναφώς οι εφεσίβλητοι αναφέρουν επίσης ότι ουδέποτε οι εφεσείοντες προώθησαν πρωτόδικα τη θέση που προωθούν στο στάδιο της έφεσης, ότι από τα έγγραφα που τους επιδόθηκαν απουσίαζαν οι μεταφράσεις των τεκμηρίων των ενόρκων δηλώσεων του Χριστάκη Ιακωβίδη (31.5.2018 και 14.5.2018) και της ’. Αντωνίου (10.10.2018) στη γερμανική γλώσσα.

 

Αναφέρουμε αρχικά την πολύ γνωστή καθιερωμένη νομολογιακά αρχή ότι δεν επιτρέπεται η κατ' έφεση εξέταση ζητήματος το οποίο δεν είχε εγερθεί πρωτόδικα. Παραπέμπουμε σχετικά στην απόφαση Οικονομίδης v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47, όπου σημειώθηκαν τα ακολούθα:


«Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν είναι, κατά κανόνα, επιτρεπτή η κατ' έφεση εξέταση ζητήματος που δεν εγέρθηκε πρωτόδικα. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η εξέταση τέτοιου ζητήματος εφόσον τούτο άπτεται της δημοσίας τάξεως, οπότε εξετάζεται όχι μόνον κατ' επίκληση των διαδίκων αλλά και αυτεπάγγελτα. Η ανεπάρκεια ή το εσφαλμένο της αιτιολογίας εμπίπτει στον κανόνα, και όχι στην εξαίρεση. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να προβληθεί και εξετασθεί στα πλαίσια της έφεσης (βλ., Τριανταφυλλίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ 429, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία v. Καλυβίτου (1994) 3 Α.Α.Δ. 603 και Σάββας Φεττάς κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 394).»

Παραπέμπουμε επίσης στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου NIKOΛΑ ΚΑΤΣΕΛΛΗ κ.α. v. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡ. ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. E66/2022, 17.11.2023, στην οποία έχουν αναφερθεί τα ακόλουθα:

 

«Είναι νομολογιακά γνωστό ότι ζήτημα ή επιχείρημα (νομικό ή πραγματικό) που δεν είχε εγερθεί πρωτόδικα, δεν εξετάζεται κατ' έφεση (βλ. Marfin Popular Bank Public Co Ltd v. Χατζηνεοκλέους κ.α. (2013) 1 Α.Α.Δ. 595, Φακοντή ν. Βρυωνή (2003) 1 Α.Α.Δ. 1714, Vourna Limited κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου Δη΅όσια Εταιρεία Λί΅ιτεδ, Πολιτική Έφεση 295/2013, η΅ερ.24.10.2019 και Ορουντιώτης κ.α v. Loukas Georghiou Management Ltd. κ.α Πολιτική Έφεση 71/2017, ημερομηνίας 14.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:A453)

 

Περαιτέρω, πέραν της βασικής τους θέσης ότι το ζήτημα δεν είχε εγερθεί πρωτοδίκως, οι εφεσίβλητοι ορθά σημειώνουν ότι με τον λόγο έφεσης 1 οι εφεσίβλητοι περιορίζονται στα τεκμήρια των ενόρκων δηλώσεων του Chris Ιακωβίδη ημερομηνίας 31.5.2018 και της ’. Αντωνίου ημερομηνίας 10.10.2018 και όχι στην ένορκη δήλωση του Chris Ιακωβίδη ημερομηνίας 14.5.2018 και συνεπώς το ζήτημα που εγείρουν σε σχέση με την ένορκη δήλωση του Chris Ιακωβίδη ημερομηνίας 14.5.2018 δεν καλύπτεται από την υπό κρίση έφεση.

Πέραν των πιο πάνω διαπιστώσεων μας όσον αφορά τους λόγους έφεσης 1 και 2, ότι δηλαδή δεν μπορούν να τύχουν εξέτασης εφόσον δεν είχαν εγερθεί πρωτόδικα, αναφέρουμε ότι με βάση τις θέσεις που προώθησαν οι εφεσείοντες πρωτόδικα, το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 26 και 27 της εκκαλούμενης απόφασης του, σε σχέση με την επιχειρηματολογία ότι τα έγγραφα που επιδόθηκαν στους εφεσείοντες ήταν σε γλώσσα μη κατανοητή από τους ίδιους (ελληνικά, αγγλικά και γερμανικά), οι οποίοι όμως γνωρίζουν μόνο την ουκρανική γλώσσα, ορθά αναφέρει ότι οι εφεσίβλητοι απευθύνθηκαν στο Δικαστήριο και εξασφάλισαν διάταγμα στη βάση των νόμων της Κυπριακής Δημοκρατίας, των σχετικών κανονισμών, αλλά και της Σύμβασης της Χάγης, άδεια για επίδοση των σχετικών εγγράφων εκτός δικαιοδοσίας, μεταξύ άλλων και στους εφεσείοντες. Σύμφωνα με τη Σύμβαση της Χάγης και των επιφυλάξεων που έχει θέσει η Ελβετία, υπενθυμίζουμε είναι η χώρα στην οποία διαμένουν οι εφεσείοντες και η χώρα στην οποία τους έχουν επιδοθεί τα έγγραφα, τα έγγραφα που τους επιδόθηκαν μεταφράστηκαν στη γερμανική γλώσσα ως μία από τις επίσημες γλώσσες της Ελβετίας, ενώ τα σχετικά πιστοποιητικά που συνόδευαν τα έγγραφα κατ' εφαρμογή των ’ρθρων 6 και 7 της Σύμβασης της Χάγης συμπληρώθηκαν δεόντως στην αγγλική γλώσσα. Περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά σημειώνει ότι οι εφεσίβλητοι έπραξαν ακριβώς αυτό που επιβάλλει η Σύμβαση της Χάγης, εφαρμόζοντας ουσιαστικά τις σχετικές πρόνοιες της επί του ζητήματος. Και περαιτέρω, και πάλι ορθά, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε ότι η εφαρμογή των προνοιών της εν λόγω Σύμβασης που έχει συνομολογηθεί από το 1965 και έκτοτε τυγχάνει ευρύτατης εφαρμογής, δεν φαίνεται να θέτει ως απαραίτητη προϋπόθεση την επίδοση εγγράφων σε γλώσσα που τα πρόσωπα προς τα οποία απευθύνονται, άμεσα τουλάχιστον, να αντιλαμβάνονται. Διαφώνησε με την εισήγηση των εφεσειόντων ότι αυτό έχει ως ουσιαστικό αποτέλεσμα την παραβίαση των αρχών της δίκαιης δίκης και της φυσικής δικαιοσύνης, και προχώρησε και εφάρμοσε κατά αναλογία την απόφαση Alpha Bank Cyprus Ltd v. Si Senh Dau κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 1935, όπου υπεδείχθη ότι παρατυπίες που τυχόν προκύπτουν σε σχέση με μεταφράσεις των επιδοθέντων εγγράφων στα πλαίσια του ΕΚ 1393/2007 δεν είναι αρκετές για να ακυρώσουν την όλη επίδοση και εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να κρίνει αν το περιεχόμενο ενός εναρκτήριου της δίκης εγγράφου επιτρέπει σε έναν εναγόμενο να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματα του και ειδικότερα κατά πόσο του επιτρέπει να αναγνωρίσει το αγώγιμο δικαίωμα και να αντιληφθεί ότι εκκρεμεί δικαστική διαδικασία εναντίον του.

 

Παραπέμπουμε επίσης στην απόφαση Weiss und Partner GbR v. Industrieund Handelskammer Berlin C‑14/07, [2008] ECR I‑3367, όπου αναφέρθηκε ότι η Σύμβαση της Χάγης δεν προβλέπει γενική υποχρέωση μετάφρασης όλων των εγγράφων που επιδίδονται και ότι τα εθνικά δικαστήρια με συνέπεια θεωρούν ότι το δικαίωμα υπεράσπισης προστατεύεται επαρκώς όταν υπάρχει προθεσμία η οποία παρέχει δυνατότητα στον παραλήπτη ενός εγγράφου, να μεταφράσει το έγγραφο αυτό και να ετοιμάσει την υπεράσπιση του.

Αναφέρουμε και την απόφαση Koza Michael David κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 208/2012, ημερομηνίας 24.11.2017, ECLI:CY:AD:2017:A415, στην οποία το Δικαστήριο ερμηνεύοντας τον Κανονισμό ΕΚ 1393/2007 και ειδικά το άρθρο 8(1) αυτού, ανέφερε ότι πρόσωπο στο οποίο απευθύνονται τα έγγραφα μπορεί να αρνηθεί την παραλαβή τους είτε κατά τον χρόνο της επίδοσης, είτε επιστρέφοντας τα στην υπηρεσία παραλαβής εντός μιας εβδομάδας. Εάν δεν αρνηθούν την παραλαβή των επιδοθέντων σε αυτούς εγγράφων ως προνοεί το άρθρο 8, δεν μπορούν μετά να αμφισβητούν το νομότυπο της επίδοσης στη βάση της μη μετάφρασης εγγράφων.

 

Όλα τα πιο πάνω συνδυαστικά καταλήγουν στην αρχή ότι για σκοπούς υλοποίησης της Σύμβασης, αλλά και των προνοιών των Ευρωπαϊκών Κανονισμών, δεν μπορεί να λεχθεί ότι η μη μετάφραση όλων απαραιτήτως των εγγράφων που επιδίδονται σε έναν παραλήπτη οδηγεί σε καταστρατήγηση των δικαιωμάτων του, εάν με τα έγγραφα που του έχουν επιδοθεί μπορεί να γνωρίζει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τα έγγραφα που του έχουν επιδοθεί, όπως και τη φύση των εγγράφων, ότι δηλαδή αποτελούν δικαστικά έγγραφα σε σχέση με εκκρεμούσα δικαστική διαδικασία.

Από τα έγγραφα που επιδόθηκαν στους εφεσείοντες στη συγκεκριμένη υπόθεση και δη από την επίδοση του διατάγματος ημερομηνίας 21.9.2018, προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι υπήρχε σε εκκρεμότητα δικαστική διαδικασία η οποία τέθηκε εις γνώση των εφεσειόντων, υπήρχε καθορισμένη ημερομηνία, αλλά και επεξήγηση του τρόπου με τον οποίο έπρεπε να εμφανιστούν στη δικαστική διαδικασία, που είναι το ζητούμενο. Τα δικαιώματα τους σε σχέση με την ετοιμασία και προβολή της Υπεράσπισης τους, δεν μπορεί να λεχθεί ότι επηρεάστηκαν από τη μη επίδοση σε αυτούς της μετάφρασης των Τεκμηρίων των ενόρκων δηλώσεων του Chris Ιακωβίδη και της ’ντρης Αντωνίου στη γερμανική γλώσσα.

 

Ενόψει των ανωτέρω, οι πρώτος και δεύτερος λόγος έφεσης είναι καταδικασμένοι σε αποτυχία και απορρίπτονται.

 

Οι επόμενοι τέσσερις λόγοι έφεσης, δηλαδή τρίτος, τέταρτος, πέμπτος και έκτος λόγος παρουσιάζουν αλληλουχία και μπορούν και πάλι να εξεταστούν μαζί. Αφορούν ουσιαστικά το μέρος της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου που πραγματεύεται και αποφασίζει ότι η μη συμπερίληψη της μετάφρασης των τεκμηρίων των ενόρκων δηλώσεων στα γερμανικά, η εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση των όσων λέχθηκαν στην υπόθεση Alpha Bank Cyprus Ltd ν. Si Senh Dau κ.ά. (ανωτέρω), όπως και την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι επιδόσεις έγιναν με τρόπο που δόθηκε η ευκαιρία στους εφεσείοντες να λάβουν γνώση για την ύπαρξη της αγωγής και των διαδικασιών που βρίσκονταν σε εξέλιξη, και ότι ως αποτέλεσμα τούτων κρίθηκε ότι οι εφεσίβλητοι έπραξαν αυτό που επιβάλλει η Διεθνής Σύμβαση της Χάγης επί του συζητούμενου, είναι λανθασμένη. Αυτοί οι λόγοι έφεσης έχουν απαντηθεί ήδη στα πλαίσια εξέτασης των λόγων έφεσης 1 και 2 ανωτέρω.

 

Περαιτέρω, αναφέρουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η επίδοση των εγγράφων έγινε σύμφωνα με τη Σύμβαση της Χάγης μετά από συνεργασία των αρμόδιων αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας με τις αρμόδιες αρχές της Ελβετίας. Η διαπίστωση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αμφισβητήθηκε από τους εφεσείοντες, ούτε υπάρχει τέτοιος λόγος έφεσης. Αντίθετα μάλιστα, όπως σημειώνουν και οι εφεσίβλητοι, οι εφεσείοντες επισυνάπτουν τις σχετικές επιστολές των αρμόδιων αρχών της Ελβετίας και της Κυπριακής Δημοκρατίας στο περίγραμμα τους.

 

Ισχυρίζονται επίσης οι εφεσείοντες, ότι στην παρούσα περίπτωση θα έπρεπε να τύχουν εφαρμογής τα όσα αναφέρθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση Earlsfield Steel Ltd ν. Joint Stock Company Elecgrometallurgical Steel Works Dneprospetsstal for A.N. Kyjmin (2009) 1 Α.Α.Δ. 1350, η οποία αφορούσε επίδοση εκτός δικαιοδοσίας στη βάση συμφωνίας μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και Ουκρανίας και κρίθηκε ότι στη βάση του άρθρου 3 του περί της Συμφωνίας μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ουκρανίας για Νομική Συνεργασία σε Αστικά Θέματα (Κυρωτικός) Νόμος του 2005 (Ν. 8(III)/2005), όλα τα προς επίδοση έγγραφα θα έπρεπε να είχαν μεταφραστεί είτε στην επίσημη γλώσσα της χώρας στην οποία θα γινόταν η επίδοση είτε στην αγγλική γλώσσα. Στην εν λόγω υπόθεση μόνο η ειδοποίηση του κλητηρίου εντάλματος μεταφράστηκε, με αποτέλεσμα το Ανώτατο Δικαστήριο να κρίνει ότι η επίδοση έγινε κατά παράβαση του Κυρωτικού Νόμου.

 

Απαντώντας στο επιχείρημα αυτό των συνηγόρων των εφεσειόντων, οι συνήγοροι των εφεσίβλητων ορθά κατά την άποψη μας αναφέρουν ότι η απόφαση Earlsfield Steel Ltd (ανωτέρω) δεν εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, καθ' ότι διαφοροποιείται σε τρεις βασικές παραμέτρους:


‑ Στην προκειμένη περίπτωση η επίδοση των εγγράφων έγινε στη βάση της Σύμβασης της Χάγης και όχι στη βάση διακρατικής συμφωνίας, με δεδομένο τον πρωταρχικό σκοπό της Σύμβασης της Χάγης να δημιουργήσει τα κατάλληλα μέσα ώστε οι δικαστικές και εξώδικες πράξεις που πρέπει να επιδοθούν ή να κοινοποιηθούν στο εξωτερικό να γίνουν γνωστές από τους παραλήπτες σε εύθετο χρόνο και να βελτιωθεί η αμοιβαία δικαστική αρωγή, απλοποιώντας και επισπεύδοντας τη διαδικασία.


‑ Η ίδια η Σύμβαση της Χάγης αναφέρεται σε πιστοποιητικό το οποίο προβλέπεται στα ’ρθρα 6 και 7 και το οποίο πρέπει να συνοδεύει τα προς επίδοση έγγραφα, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση εκδόθηκε δεόντως, και το γεγονός αυτό παραμένει αδιαμφισβήτητο και δεν υπάρχει και λόγος έφεσης που να το αφορά.


‑ Στην υπόθεση
Earlsfield Steel Ltd (ανωτέρω) το μόνο έγγραφο το οποίο είχε μεταφραστεί ήταν η ειδοποίηση του κλητηρίου εντάλματος, ενώ αντίθετα στην παρούσα υπόθεση μεταφράστηκαν όλα τα έγγραφα, πλην των τεκμηρίων που συνόδευαν τις ένορκες δηλώσεις Chris Ιακωβίδη και ’. Αντωνίου.

Επομένως η θέση των εφεσειόντων ότι τυγχάνει εφαρμογής η απόφαση Earlsfield Steel Ltd (ανωτέρω) είναι ανεδαφική και απορρίπτεται.

 

Ισχυρίζονται επίσης οι εφεσείοντες ότι κατά την επίδοση των σχετικών εγγράφων σε αυτούς δεν εφαρμόστηκαν ορθά οι πρόνοιες της Σύμβασης της Χάγης. Σημειώνουμε ότι οι εφεσείοντες προβάλλουν αυτό τον λόγο χωρίς όμως να προσκομίσουν ή να παρουσιάσουν οποιαδήποτε μαρτυρία και ειδικά μαρτυρία από εμπειρογνώμονα σε σχέση με το Ελβετικό Δίκαιο, με βάση το οποίο διενεργήθηκε η επίδοση των εγγράφων.

 

Οι εφεσίβλητοι παρουσίασαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο τις σχετικές επιστολές της Κεντρικής Αρχής του Καντονίου του Όμπβαλντεν (Obwalden) όπου διαμένουν οι εφεσείοντες προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης αναφορικά με τις επιδόσεις που αφορούσαν τους εναγόμενους 1 και 2‑εφεσείοντες 1 και 2, με τις οποίες επιβεβαιώνονται οι επιδόσεις στους εφεσείοντες. Επίσης οι εφεσίβλητοι προς συμμόρφωση με τις πρόνοιες της Σύμβασης της Χάγης για σκοπούς επίδοσης των εγγράφων στους εφεσείοντες, ζήτησαν από την Κεντρική Αρχή της Ελβετίας να διενεργήσουν τις επιδόσεις δυνάμει του ’ρθρου 5(α) της Σύμβασης της Χάγης. Οι αρχές της Ελβετίας διενήργησαν την επίδοση δυνάμει του Ελβετικού Δικαίου και δεν έφεραν οποιαδήποτε ένσταση ότι τα Τεκμήρια δεν είχαν μεταφραστεί στα γερμανικά. Στην απόφαση Bullock κ.α. v. Gorsoan Limited κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε40/2013, ημερομηνίας 20.7.2021, αναφέρθηκε ότι:


«Οι εφεσίβλητοι είχαν το βάρος να ικανοποιήσουν το Δικαστήριο ότι συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Νόμου 14/60 για να πετύχουν την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων. Συνεπώς αυτό που προείχε ήταν να καταδειχθεί η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και ορατής πιθανότητας επιτυχίας της Αγωγής, με την προσαγωγή μαρτυρίας από πλευράς τους. Βρίσκουμε δε ότι, εφόσον εφαρμοστέο δίκαιο ήταν το Ρωσικό, ήταν αναγκαία η προσαγωγή μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων ως προς το ισχύον Ρωσικό Δίκαιο για απόδειξη των δύο πρώτων προϋποθέσεων του άρθρου 32, που στην παρούσα περίπτωση οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να προσκομίσουν, επιλέγοντας την εφαρμογή του τεκμηρίου.»

Επομένως το βάρος απόδειξης ότι η επίδοση ήταν κακή βρισκόταν στους ώμους των εφεσειόντων και όχι των εφεσίβλητων. Και εφόσον οι εφεσείοντες αμφισβητούσαν ότι η επίδοση έγινε σύμφωνα με τους νόμους της Ελβετίας, όφειλαν να παρουσιάσουν και την ανάλογη μαρτυρία προς απόδειξη της θέσης τους αυτής.

 

Επομένως, και ο έκτος λόγος έφεσης είναι καταδικασμένος σε αποτυχία και απορρίπτεται.

 

Με τον έβδομο και τελευταίο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε τα έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε τη βασική αρχή ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα. Εφόσον οι αιτήσεις που καταχωρήθηκαν απορρίφθηκαν, η αναμενόμενη οδηγία αναφορικά με τα έξοδα ήταν όπως επιδικαστούν υπέρ των καθ' ων η αίτηση‑εναγόντων‑εφεσίβλητων.


Επομένως και ο έβδομος λόγος έφεσης είναι καταδικασμένος σε αποτυχία και απορρίπτεται.

 

Ενόψει των ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητα της.

Επιδικάζονται υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον των εφεσειόντων τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των €7.400 πλέον ΦΠΑ.

 

 

          Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

      

              

                                                     ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.

 

 

            Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο