ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. E158/2019)
23 Ιανουαρίου 2025
[ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στής]
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΦΥΡΙΛΛΑΣ
Εφεσείοντας/Ενάγοντας
v.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ ΚΙΤΡΟΜΗΛΙΔΗ
Εφεσίβλητης/Εναγομένης
-----------------------------
Ο εφεσείοντας εμφανίζεται προσωπικά.
Ε. Αρότη (κα), για Σπύρος Αρότης - Έλενα Αρότη & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την εφεσίβλητη.
-----------------------------
Στυλιανίδου, Δ.: Η παρούσα εκδικάζεται σε μονομελή σύνθεση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 25.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και του Άρθρου 11.5 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν.33/1964).
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Στυλιανίδου, Δ.: Με ενδιάμεση απόφασή του, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας απέρριψε την αγωγή για δυσφήμηση που καταχώρισε ο εφεσείοντας εναντίον της εφεσίβλητης, κατόπιν εκδίκασης προδικαστικής ένστασης της εφεσίβλητης, με την οποία υποστήριξε ότι το αγώγιμο δικαίωμα του εφεσείοντα είχε παραγραφεί.
Τα σχετικά με το ζήτημα γεγονότα έχουν ως εξής:
Η δημοσίευση της κατ' ισχυρισμό δυσφήμησης έλαβε χώρα δια αποστολής τηλεομοιότυπου από την εφεσίβλητη στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο στις 20/11/2015. Ο εφεσείοντας έλαβε γνώση περί της αποστολής της επίδικης επιστολής στις 5/4/2017 και καταχώρισε τη σχετική αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης, στις 25/10/2017.
Το Άρθρο 6(4) του περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμου του 2012, Ν.66(Ι)/2012 («ο Νόμος») προβλέπει:
«Καμιά αγωγή για δυσφήμηση ή κακόπιστη ψευδολογία (malicious falsehood) δεν εγείρεται μετά την πάροδο ενός έτους από την ημέρα συμπλήρωσης της βάσης της αγωγής.»
Στο Άρθρο 2 του Νόμου, στην ερμηνεία, προβλέπεται:
«βάση της αγωγής» σημαίνει το σύνολο των γεγονότων που θεμελιώνουν το αγώγιμο δικαίωμα στο οποία αφορά η αγωγή.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την έννοια του όρου «δημοσίευση» στο Άρθρο 17 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ.148 και κατέληξε ότι εφόσον η δημοσίευση δεν περιλαμβάνει δημοσίευση προς το πρόσωπο που κατ' ισχυρισμό δυσφημείται, η δημοσίευση προς τον ίδιο τον εφεσείοντα, δεν αποτελεί γεγονός που θεμελιώνει το εν προκειμένω αγώγιμο δικαίωμα για το αστικό αδίκημα της δυσφήμησης. Επομένως, δεν μπορούσε να αρχίσει να προσμετρά ο χρόνος της παραγραφής που προβλέπεται από τον Νόμο για δυσφήμηση από την ημερομηνία που περιήλθε στη γνώση του η δημοσίευση. Ως εκ τούτου η περίοδος του ενός έτους από την ημέρα συμπλήρωσης της βάσης αγωγής είχε, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, αρχίσει να μετρά από την ημέρα της αποστολής της επίδικης επιστολής στο Κτηματολογικό Γραφείο και όχι από την ημέρα που η δημοσίευση περιήλθε στη γνώση του εφεσείοντα.
Ο εφεσείοντας προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση υποστηρίζοντας ότι τυγχάνει εφαρμογής, στα δεδομένα της παρούσας, το Άρθρο 14(1) του Νόμου, το οποίο προβλέπει:
«Δόλος, απόκρυψη, λάθος
14.-(1) Ο χρόνος παραγραφής δεν αρχίζει να τρέχει, αν η αγωγή αφορά δόλο του εναγομένου ή αν ο εναγόμενος έχει σκόπιμα αποκρύψει γεγονός σχετικό με την βάση της αγωγής ή αν η αγωγή αφορά θεραπεία συνεπειών που προέκυψαν από λάθος, μέχρις ότου ο ενάγων ανακαλύψει ή μπορούσε με εύλογη επιμέλεια να ανακαλύψει τον δόλο, την απόκρυψη ή το λάθος, ανάλογα με την περίπτωση.»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναφέρθηκε στο πιο πάνω Άρθρο ούτε και οι διάδικοι επιχειρηματολόγησαν αναφορικά με αυτό κατά την πρωτόδικη διαδικασία. Τονίζεται ότι η ερμηνεία των Νόμων αποτελεί έργο των Δικαστηρίων και δεν συναρτάται με το πώς οι διάδικοι επιχειρηματολόγησαν αναφορικά με την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των Νόμων στα ενώπιον του Δικαστηρίου γεγονότα. Επομένως, το γεγονός ότι ο εφεσείοντας δεν επιχειρηματολόγησε σε σχέση με το Άρθρο 14(1) του Νόμου πρωτοδίκως, δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε σημασία. Το Δικαστήριο οφείλει να εφαρμόζει τον Νόμο στα αναντίλεκτα γεγονότα ενώπιον του. Ούτε και υπήρξε θέμα ελλιπούς δικογράφησης, εφόσον το ζήτημα της παραγραφής όφειλε να το εγείρει η εφεσίβλητη.
Όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί γεγονός που θεμελιώνει το αγώγιμο δικαίωμα της δυσφήμησης η δημοσίευση σε οποιοδήποτε πρόσωπο πέραν του προσώπου που κατ' ισχυρισμό δυσφημείται. Στην παρούσα υπόθεση η κατ' ισχυρισμό δυσφημιστική επιστολή εστάλη μόνο στο Κτηματολογικό Γραφείο και όχι στον εφεσείοντα. Ήταν αδιαμφισβήτητο γεγονός ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αποστολή της επιστολής μόνο στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο, ήταν σκόπιμη, εν τη εννοία του Νόμου. Κατά συνέπεια, υπήρξε απόκρυψη της δημοσίευσης της επίδικης επιστολής καθώς επίσης και του κατ' ισχυρισμό δυσφημιστικού περιεχομένου αυτής.
Στο σημείο αυτό υπογραμμίζεται ότι τα Δικαστήρια, όπου είναι εφικτό, ερμηνεύουν τους Νόμους ώστε να προστατεύεται το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη όπως αυτό προκύπτει από το Άρθρο 30 του Συντάγματος και το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (ΕΣΔΑ), (βλ. σύγγραμμα Ερμηνεία στο Κυπριακό Δίκαιο, Πολύβιου Γ. Πολυβίου, έκδοση 2023, σελ. 73-74).
Στην υπόθεση ΚΟΤΖΙΑΠΑΣΙΗΣ κ.α. v. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ κ.α., Πολιτική Εφεση Αρ. 107/2015, 26/4/2021, ECLI:CY:AD:2021:A171, λέχθηκαν τα εξής:
«Βασικός κανόνας ερμηνείας, επιτάσσει όπως οι νόμοι ερμηνεύονται, στην έκταση που αυτό είναι δίκαια δυνατό, κατά τρόπο συμβατό με τη συνταγματικότητα.»
Συναφώς με τα πιο πάνω, σημειώνω ότι το ΕΔΔΑ στην υπόθεση AFFAIRE HOWALD MOOR ET AUTRES c. SUISSE, (Requêtes nos 52067/10 et 41072/11), 11/06/2014, στην παράγραφο 74, αποφάσισε ότι το γεγονός ότι ο χρόνος παραγραφής για αξιώσεις αποζημίωσης λόγω προσβολής της υγείας του ενδιαφερομένου, έτρεχε ανεξάρτητα από τη γνώση των σχετικών συνεπειών και την εκδήλωση της ασθένειας του, απέκλειε εκ των πραγμάτων κάθε δυνατότητα αποτελεσματικής πρόσβασης σε δικαστήριο, πλήττοντας έτσι τον πυρήνα του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη, (βλ. σχολιασμό στο σύγγραμμα Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ' Άρθρο, Λίνος - Αλέξανδρος Σισιλιάνος, 2η έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, σελίδα 255).
Επίσης, στην πρόσφατη απόφασή του ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΖΑΧΑΡΙΑ ΔΕΠΕ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 7/2023, 10/4/2024, το Ανώτατο Δικαστήριο, επεσήμανε τα εξής:
«Ως ελέχθη, οι πρόνοιες του Κανονισμού καθορίζουν την έναρξη της προθεσμίας για καταχώριση αίτησης για άδεια, από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, διατάγματος ή πράξης. Ρητά ορίζουν πως η αίτηση για άδεια . Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 45 ημέρες από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης κλπ. Ουδεμία αναφορά γίνεται σε γνώση και σε έναρξη της προθεσμίας από τη γνώση. Δεν νοείται όμως, πρόσωπο το οποίο επηρεάζεται από απόφαση, διάταγμα ή πράξη, να έχει δικαίωμα να προσβάλει την εν λόγω απόφαση με ένδικο μέσο, το οποίο δύναται να ασκήσει εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, και η εν λόγω προθεσμία να ενεργοποιείται, χωρίς αυτός να έχει λάβει γνώση της απόφασης. Εύστοχα ο κ. Κινάνης παρέπεμψε στην υπόθεση Γεωργίου ν. Πειθαρχικού Συμβ. Δικηγόρων (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 384, όπου ο τότε Πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου, κ. Πικής, εξέφρασε, με τη δική του απόφαση, επιφυλάξεις σε σχέση με την έναρξη προθεσμίας από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, εκεί βεβαίως σε άλλο πεδίο δικαίου. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Η διαπίστωση ότι ο Νόμος καταφατικά ορίζει ότι έφεση ασκείται μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου, είναι ορθή. Πράγματι ο Νόμος δεν συσχετίζει την προθεσμία άσκησης έφεσης με τη γνωστοποίηση της απόφασης στα πρόσωπα που παρέχεται δικαίωμα έφεσης. Άποψή μου είναι ότι η γνωστοποίηση της απόφασης στους επηρεαζομένους, αποτελεί προϋπόθεση για την ενεργοποίηση της προθεσμίας άσκησης έφεσης. Η ταύτιση του δικαιώματος με τη γνωστοποίηση της απόφασης στους επηρεαζομένους εξυπακούεται από αυτή τούτη την παροχή του δικαιώματος. Διαφορετικά το δικαίωμα θα ήταν χωρίς αντίκρισμα. Αδυνατώ να δεχτώ ότι μπορεί να παρασχεθεί δικαίωμα χωρίς τα εχέγγυα για την άσκησή του. Αυτό θα αποτελούσε αντίφαση προς την παροχή αυτού τούτου του δικαιώματος.»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)
Εν όψει όλων των πιο πάνω, είμαι της άποψης ότι επιβάλλεται εν προκειμένω μια διασταλτική ερμηνεία του Άρθρου 14 του Νόμου ώστε να τύχει προστασίας ο πυρήνας του δικαιώματος του εφεσείοντα για αποτελεσματική πρόσβαση στο δικαστήριο.
Επίσης, η πιο πάνω ερμηνεία αντικατοπτρίζει, τη (μη δεσμευτική για τα κυπριακά δικαστήρια) ερμηνεία που δόθηκε σε αντίστοιχη πρόνοια του Limitation Act 1980 του Ηνωμένου Βασιλείου. Αν και ειδικά για το αστικό αδίκημα της δυσφήμησης, εισήχθησαν το 1996 ειδικές νομοθετικές εξαιρέσεις αναφορικά με το ζήτημα της παραγραφής, που δεν υπάρχουν στον κυπριακό Νόμο, για τα υπόλοιπα αστικά αδικήματα υπάρχει πανομοιότυπη πρόνοια με το Άρθρο 14 του Νόμου, (ανωτέρω). Στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, Twenty-Fourth Edition, Sweet and Maxwell, στη σελίδα 2121, με παραπομπή σε αγγλική νομολογία, αναφέρονται τα εξής:
«There is no need for any extra element of moral turpitude beyond what is inherent in deliberate concealment. »
Η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης υποστήριξε ότι εάν ο νομοθέτης ήθελε να μετρά ο χρόνος παραγραφής αναφορικά με το αστικό αδίκημα της δυσφήμησης από την ημέρα που έλαβε γνώση ο εφεσείοντας θα το περιελάβανε στο Άρθρο 6(2) του Νόμου το οποίο προβλέπει:
«(2) Αν η αξίωση στην αγωγή αφορά αποζημιώσεις για αμέλεια, οχληρία ή παράβαση θέσμιου καθήκοντος, καμιά αγωγή δεν εγείρεται μετά την πάροδο τριών ετών από την ημέρα κατά την οποία συμπληρώθηκε η βάση της αγωγής, εκτός αν το πρόσωπο που υπέστη την σωματική βλάβη έλαβε γνώση της βλάβης μεταγενέστερα, οπότε ο χρόνος παραγραφής αρχίζει από την ημέρα που έλαβε γνώση.»
Με κάθε σεβασμό, είμαι της άποψης ότι το επιχείρημα αυτό, δεν αποκλείει την εφαρμογή του Άρθρου 14 του Νόμου στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, διότι το πιο πάνω Άρθρο 6 (2) του Νόμου, αφορά μόνο περιπτώσεις όπου ο ενάγων υπέστη «σωματική βλάβη», ενώ το Άρθρο 14 αφορά άλλα ζητήματα και εφαρμόζεται σε όλα τα αστικά αδικήματα, εάν τα περιστατικά της υπόθεσης εμπίπτουν στις πρόνοιές του.
Η ευπαίδευτη συνήγορος, προς υποστήριξη της θέσης της, παρέπεμψε επίσης το Δικαστήριο στη νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου, αναφέροντας ότι σε αυτή, η μόνη πρόνοια που διαφοροποιεί τη προθεσμία του ενός έτους, αφορά πρόσωπο που τελεί υπό αναπηρία. Με κάθε σεβασμό ούτε αυτή η εισήγηση ευσταθεί. Αντιθέτως, οι ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις του Ηνωμένου Βασιλείου αναφορικά με την παραγραφή του δικαιώματος για αγωγή για δυσφήμηση περιλαμβάνουν και πρόνοιες όπου συνυπολογίζεται το στοιχείο της γνώσης του ενάγοντα, βλ. σύγγραμμα, Defamation Law, Procedure & Practice, David Price, Sweet & Maxwell, έκδοση 1997, σελίδες 129-132. Όπως δε επισημαίνει ο συγγραφέας του εν λόγω συγγράμματος, «In order to minimise the harshness of the one year limitation, which is the shortest under the 1980 Act, the court is given a general equitable discretion to allow an action to proceed notwithstanding that the limitation period has expired».
Τέλος, η συνήγορος υποστηρίζει ότι θα ήταν ανεπίτρεπτο να συσχετίζεται η γνώση του ενάγοντα αναφορικά με τη δημοσίευση με το ζήτημα της παραγραφής για δυσφήμηση, προφανώς εννοώντας ότι θα παρέμενε ο εναγόμενος χωρίς καμία ουσιαστική προστασία από την περί παραγραφής νομοθεσία. Είμαι της άποψης ότι το Άρθρο 14 του Νόμου, εφαρμοζόμενο στα γεγονότα της κάθε υπόθεσης ξεχωριστά, παρέχει προστασία και στα δικαιώματα του εναγόμενου. Ως εκ τούτου, η πιο πάνω θέση της συνηγόρου περί αποκλεισμού της εφαρμογής του Άρθρου 14, αναφορικά με το αστικό αδίκημα της δυσφήμησης, δεν ευσταθεί.
Εν όψει των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται στην ολότητά της συμπεριλαμβανομένης και της διαταγής για τα έξοδα εναντίον του εφεσείοντα. Η υπόθεση επιστρέφεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο προκειμένου να εκδικαστεί η ουσία της αγωγής από άλλο Δικαστή. Εκδίδεται διαταγή για έξοδα υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης για την πρωτόδικη διαδικασία εκδίκασης του προδικαστικού σημείου, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Εν όψει του ότι ο εφεσείοντας δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο στο στάδιο της έφεσης, επιδικάζονται υπέρ του και εναντίον της εφεσίβλητης μόνο τα πραγματικά έξοδα της διαδικασίας της έφεσης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.