ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 85/2022)

 

15 Ιανουαρίου 2025

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΑΡΙΣΤΟΣ ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ

Εφεσείων

 

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

-----------------------------------------------------------

 

Μ. Καούλλας για Δημητρίου & Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα

Ν. Γεωργίου (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Με τους εναπομείναντες λόγους έφεσης υπ' αρ. 4 έως 8 ο Εφεσείων, Κατηγορούμενος 1 πρωτοδίκως, προσβάλλει το Διάταγμα Δήμευσης, το οποίο εξέδωσε εις βάρος του το Κακουργοδικείο Λεμεσού στις 20.4.22, για το ποσό των €251.390, βάσει του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Ν.188(I)/07, ως είχε τροποποιηθεί μέχρι τότε (εφεξής «ο Νόμος»). Το διάταγμα εκδόθηκε πριν την επιβολή συντρεχουσών ποινών φυλάκισης  για αδικήματα τα οποία είχε παραδεχθεί και δη:

 

·          Τριών ετών φυλάκισης για συνωμοσία προς παράνομη εισαγωγή 34.299,3kg κάνναβης (Κατηγορία 1).

·          18 μηνών φυλάκισης για παράνομη εισαγωγή και μεταφορά 1.010 εκτοξευόμενων πυροτεχνημάτων, περιεχόντων 50kg εκρηκτικής ύλης, στις 16 και 18.12.20 αντίστοιχα (Κατηγορίες 8, 10).

·          18 μηνών φυλάκισης για παράνομη εισαγωγή, κατοχή, μεταφορά και αποθήκευση 29.541 εκτοξευόμενων πυροτεχνημάτων, περιεχόντων 240kg  εκρηκτικής ύλης στις 11, 14 και 18.12.20 (Κατηγορίες 12 έως 15).

·          18 μηνών για παράνομη αποθήκευση 8kg εκρηκτικής ύλης,  δηλαδή αριθμού βεγγαλικών και φωτοβολίδων, πριν τις 18.12.20 (Κατηγορία 17).

 

        Σε σχέση με το αδίκημα της συνωμοσίας προς εισαγωγή ναρκωτικών αξίζει να σημειωθεί η διασύνδεσή του με τη μεγάλη ποσότητα των 29.541 εκτοξευόμενων πυροτεχνημάτων. Αυτά τα πυροτεχνήματα τα είχε παραγγείλει από την Ελλάδα ο Εφεσείων, ο οποίος είχε ζητήσει και τη βοήθεια του Κατηγορούμενου 2 για την εισαγωγή τους. Στην πορεία, ο Κατηγορούμενος 2, κατόπιν πρότασης τρίτου προσώπου, δέχθηκε όπως, χρησιμοποιώντας το ίδιο εμπορευματοκιβώτιο, με το οποίο θα έφερνε τα εκρηκτικά ο Εφεσείων, εισαγάγουν και 34.299,3kg κάνναβης. Μετά την τοποθέτηση των επτά κιβωτίων με την κάνναβη στο ίδιο φορτίο με τα εκρηκτικά και την αναχώρησή του με προορισμό την Κύπρο, ο Κατηγορούμενος 2 ενημέρωσε τον Εφεσείοντα για την εν λόγω ενέργεια αλλά ο Εφεσείων δεν τον εμπόδισε και συμφώνησε μαζί του, χωρίς να γνωρίζει την ποσότητα και χωρίς να έχει οικονομικό όφελος.

 

        Μετά την παραδοχή και την έκθεση γεγονότων, κατόπιν αίτησης του Γενικού Εισαγγελέως, το Κακουργοδικείο διεξήγαγε έρευνα για να διαπιστώσει κατά πόσον ο Εφεσείων είχε αποκομίσει έσοδα από παράνομες δραστηριότητες ή από αδίκημα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Για σκοπούς της έρευνας είχε στη διάθεσή του την Έκθεση Ισχυρισμών από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής και από  πλευράς Εφεσείοντος την προβλεπόμενη Έκθεση Αντίκρουσης Ισχυρισμών. Εξετάζοντας τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς κατέληξε, αφενός ότι ο Εφεσείων είχε διαπράξει γενεσιουργά αδικήματα για τα οποία θα επιβάλλετο ποινή και αφετέρου ότι:

 

«Στην υπό εξέταση περίπτωση, η περιουσία, που περιγράφεται αμέσως πιο πάνω και για την οποία καταβλήθηκε το συνολικό ποσό των €233.950, αποτελεί έσοδο από παράνομες δραστηριότητες, αφού αφαιρεθεί το ποσό των €26.600, το οποίο, ως αναγνώρισε η κατηγορούσα αρχή, προέρχεται από νόμιμες δραστηριότητες και ειδικότερα, πρόκειται για ενοίκια που είσπραττε ο κατηγορούμενος από το διαμέρισμα της μητέρα του. Ο κατηγορούμενος, ως έχει επεξηγηθεί, παρέλειψε να πείσει, επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ότι η υπόψη περιουσία δεν αποτελεί έσοδο από παράνομες δραστηριότητες. Όπως έχει ήδη επισημανθεί, το διαμέρισμα που απέκτησε στο δήμο Μέσα Γειτονιάς αποτελεί περιουσία που απέκτησε από παράνομη δραστηριότητα. Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός, ότι ο κατηγορούμενος, την περίοδο από το Μάιο του 2018 μέχρι τον Νοέμβριο του 2020, είσπραξε, το ποσό των €44.040, από την ενοικίαση του πιο πάνω διαμερίσματός του».

 

        Εν συνεχεία, αφαιρώντας το ποσό των €26.600 από το άθροισμα των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, το Κακουργοδικείο κατέληξε στο ποσό των €251.390, για το οποίο διέταξε τη δήμευση [(233.950+44.040)‑26.600].

 

        Σύμφωνα με τον Νόμο, «δήμευση» είναι η οριστική αποστέρηση περιουσίας, την οποία διατάσσει Δικαστήριο ποινικής δικαιοδοσίας σε σχέση με ποινικό αδίκημα. Όλα τα σχετικά ζητήματα ρυθμίζονται από το Μέρος II του Νόμου και κυρίως από τα Άρθρα 6 έως 13. Σύμφωνα με το Άρθρο 6, Δικαστήριο το οποίο έχει καταδικάσει κάποιον για «καθορισμένο αδίκημα», προτού επιβάλει ποινή προβαίνει (εάν υποβληθεί αίτηση) σε έρευνα για να διαπιστώσει αν ο κατηγορούμενος απεκόμισε οποιαδήποτε έσοδα από παράνομες δραστηριότητες ή από αδίκημα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Κατά το ερμηνευτικό Άρθρο 2 «παράνομες δραστηριότητες», είναι τα αναφερόμενα στο Άρθρο 5 γενεσιουργά αδικήματα, ήτοι κάθε ποινικό αδίκημα της ημεδαπής έννομης τάξης ενώ «αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες» είναι τα αναφερόμενα στο Άρθρο 4 του Νόμου αδικήματα, ήτοι διάφορες ενέργειες στις οποίες πρόσωπο προβαίνει σε σχέση με περιουσία ενώ γνωρίζει ή ενώ ώφειλε να γνωρίζει ότι αυτή η περιουσία αποτελεί έσοδο από παράνομες δραστηριότητες. Τέτοιες ενέργειες είναι: (i) Η μετατροπή, η μεταβίβαση ή η μετακίνηση περιουσίας με σκοπό την απόκρυψη της παράνομης προέλευσής της, (ii) Η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αληθούς φύσης περιουσίας κ.λπ, (iii) Η απόκτηση, κατοχή ή χρήση τέτοιας περιουσίας, (iv) Η συμμετοχή, σύμπραξη, συνεργασία ή συνωμοσία στα προηγηθέντα, και (v) Η παροχή πληροφοριών σε σχέση με έρευνες για νομιμοποίηση εσόδων.

 

        Σύμφωνα με το Άρθρο 7(1) κατά πρώτον, λογίζονται ως έσοδα του Κατηγορούμενου από παράνομες δραστηριότητες ή από αδίκημα νομιμοποίησης, όλες οι πληρωμές στον ίδιον ή άλλον, σε σχέση με παράνομες δραστηριότητες ή αδίκημα νομιμοποίησης, ανεξάρτητα από το αν αυτό το διέπραξε ο ίδιος ή άλλος και κατά δεύτερον, τα έσοδα του κατηγορούμενου από παράνομες δραστηριότητες ή από αδίκημα νομιμοποίησης είναι το σύνολο των πληρωμών ή αμοιβών στον ίδιον ή το προϊόν παράνομων δραστηριοτήτων ή αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων ή οποιασδήποτε μορφής περιουσία ή οικονομικό όφελος, το οποίο προήλθε άμεσα ή έμμεσα από παράνομες δραστηριότητες και περιλαμβάνει κάθε μεταγενέστερη επανεπένδυση ή μετατροπή άμεσων προϊόντων και κάθε σημαντικό όφελος.

 

        Αναφορικά με την έρευνα για σκοπούς πιθανής δήμευσης, ο Νόμος περιέχει πρόνοιες ως προς τις εξουσίες του Δικαστηρίου, στο Άρθρο 7(2), μεταξύ άλλων, ως εξής:

 

«(2) Το Δικαστήριο, για να διαπιστώσει κατά πόσο ο κατηγορούμενος απεκόμισε έσοδα από παράνομες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και για να υπολογίσει το ύψος των εσόδων του, δύναται, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση καταδειχθεί το αντίθετο, να υποθέσει ότι

(α) Οποιαδήποτε περιουσία απέκτησε ο κατηγορούμενος μετά τη διάπραξη της εν λόγω παράνομης δραστηριότητας ή του εν λόγω αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή απέκτησε ή μεταβιβάστηκε σε αυτόν οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια των τελευταίων έξι ετών πριν από την έναρξη της ποινικής διαδικασίας εναντίον του αποτελεί έσοδο, πληρωμή ή αμοιβή από παράνομες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες·

(β) κάθε δαπάνη του κατηγορούμενου κατά τη διάρκεια της πιο πάνω περιόδου έχει γίνει από τα έσοδα του κατηγορούμενου από παράνομες δραστηριότητες ή αδίκημα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή πληρωμές ή αμοιβές οι οποίες καταβλήθηκαν σε αυτόν σε σχέση με τη διάπραξη από τον ίδιο παράνομων δραστηριοτήτων ή αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες·

(γ) .................................

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, το Δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη τα πραγματικά περιστατικά και τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένου του ότι η περιουσία ή/και οι δαπάνες του κατηγορούμενου που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) είναι δυσανάλογα ή/και δεν δικαιολογούνται από τα νόμιμα εισοδήματά του».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Οι πιο πάνω πρόνοιες του Άρθρου 7(2) δεν εφαρμόζονται εάν αποδειχθεί ότι δεν ισχύουν στην περίπτωση του κατηγορούμενου ή αν το Δικαστήριο κρίνει ότι θα υπήρχε σοβαρός κίνδυνος αδικίας εις βάρος του κατηγορούμενου σε περίπτωση εφαρμογής τους [Άρθρο 7(3)].

 

        Σύμφωνα με την Tekinder Pal κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551, το Άρθρο 7(2) δημιουργεί ανεξάρτητο βάθρο επί του οποίου δύναται να θεωρηθεί ότι ο κατηγορούμενος απέκτησε έσοδα δυνάμει γενεσιουργού αδικήματος, η δε αποκόμιση εσόδων δεν είναι ανάγκη να έχει προέλευση αδίκημα για το οποίο ο κατηγορούμενος καταδικάζεται (R. v. BriggsPrice (2009) UKHL 19). Η διαδικασία έρευνας για την έκδοση διατάγματος δήμευσης δεν αποτελεί κατηγορία για την οποία ο κατηγορούμενος πρέπει να δικαστεί. Μια τέτοια διαδικασία έρευνας  θεωρείται μέρος της διαδικασίας της ποινής (R. v. Benjafield (2002) UKHL 2). Εξ ου και δεν τίθενται ζητήματα εφαρμογής του Άρθρου 6.2 της ΕΣΔΑ ή του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος, όσον αφορά το τεκμήριο αθωότητας.

 

        Όπως επίσης εξηγήθηκε στην Tekinder Pal κ.ά. (ανωτέρω), με το Άρθρο 7(2) δημιουργείται μαχητό τεκμήριο υπέρ της θέσης ότι η περιουσία δεν έχει νόμιμη προέλευση. Οι εφεσείοντες εκεί είχαν αθωωθεί εκ πρώτης όψεως στις κατηγορίες 5 και 6 για νομιμοποίηση κάποιων επιμέρους ποσών αλλά στο τελικό στάδιο καταδικάστηκαν στις κατηγορίες 1 έως 4, οι οποίες αφορούσαν τα ναρκωτικά. Λέχθηκε συγκεκριμένα:

 

«Η καταδίκη όμως των εφεσειόντων στα αδικήματα 1 έως 4, προδήλως έδωσε το έναυσμα για τη δυνατότητα χρήσης του τεκμηρίου που δημιουργεί το Άρθρο 7(2). Το τεκμήριο αυτό έχει πολύ μεγαλύτερη εμβέλεια και στοχεύει στη δήμευση χρημάτων που βρίσκονται στην κατοχή του καταδικασθέντος, ανεξάρτητα από τη διασύνδεση του αδικήματος στο οποίο κρίθηκε ένοχος με την προέλευση της πηγής των χρημάτων. Όπως διαφάνηκε από την έκθεση στην αίτηση για δήμευση των εσόδων των εφεσειόντων διακινήθηκαν €65.719 στο λογαριασμό της εφεσείουσας κατά τον έλεγχο των εισοδημάτων της με αποτέλεσμα, σύμφωνα και με το μαχητό τεκμήριο που δημιουργείται από το Άρθρο 7(2), να μεταφέρεται στους ώμους των εφεσειόντων να δείξουν την προέλευση των χρημάτων. Ότι δηλαδή δεν αποτελούν έσοδο διάπραξης γενεσιουργού αδικήματος. Η έκθεση αντίκρουσης ισχυρισμών από πλευράς των εφεσειόντων, ουδέν αποκάλυψε που να μπορεί να θεωρηθεί ως ικανοποιητική εξήγηση για τη διακίνηση αυτών των χρημάτων ή την ανεύρεση του συνολικού ποσού των €17.580, ως προερχόμενο από νόμιμη δραστηριότητα, ιδιαιτέρως ενόψει όπως έδειξε η αίτηση για τη δήμευση  και που δεν αντικρούστηκε, ότι η μεν εφεσείουσα δεν εργαζόταν στην ουσία, ο δε εφεσείων είχε περιορισμένα εισοδήματα.

Ο συνήγορος των εφεσειόντων βάσισε τη θέση του περί καταπάτησης του τεκμηρίου της αθωότητας στην αθώωση των εφεσειόντων από τις κατηγορίες 5 και 6, αλλά και στην υπόθεση Geerings, ανωτέρω. Αναφέρθηκε ήδη ότι η αθώωση στις κατηγορίες 5 και 6 αφορά το συγκεκριμένο αδίκημα της νομιμοποίησης, ενώ η αίτηση σχετίζεται με τη ευρύτερη διασύνδεση των αδικημάτων που δημιουργούν τα Άρθρα 6 και 7 του Νόμου, περιλαμβανομένου και του προαναφερθέντος τεκμηρίου».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Τα πιο πάνω επιβεβαιώθηκαν και στη μεταγενέστερη υπόθεση Δημοκρατία v. Περδίκη, Ποιν. Έφ. 98/2010 κ.ά., ημερ. 27.5.21, στην οποία λέχθηκε πως για να μην δύναται το Δικαστήριο «να υποθέσει» πρέπει να αποδειχθεί ότι η πρόνοια του Άρθρου 7(2) δεν τυγχάνει εφαρμογής. Όπως εξηγείται, στην πράξη το βάρος μετατίθεται στους ώμους του κατηγορούμενου «να πείσει, επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ότι η υπόψη περιουσία δεν αποτελεί έσοδο από παράνομες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή να κριθεί ότι θα υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να προκαλείτο αδικία σε αυτόν αν εφαρμοζόταν το τεκμήριο».

 

        Η όλη νομοθετική προσέγγιση και φιλοσοφία και ιδίως η διαφορά της στοιχειοθέτησης κατηγορίας για νομιμοποίηση από την αίτηση για δήμευση προκύπτει εναργώς από το πιο κάτω απόσπασμα της προαναφερθείσας υπόθεσης Δημοκρατία v. Περδίκη (ανωτέρω):

 

«Το τεκμήριο υλοποιεί μια θεμελιακή νομοθετική προσέγγιση που συνιστά μια βασική φιλοσοφία του νομοθέτη για την καταπολέμηση του εγκλήματος.  Μια πτυχή αφορά σε περιπτώσεις όπου χρήματα που εντοπίζονται στα χέρια εγκληματικών στοιχείων δεν μπορούν να τεκμηριώσουν σχετικές κατηγορίες.  Σε τέτοιες περιπτώσεις όμως, μπορεί με τη συνδρομή του τεκμηρίου του νόμου να δικαιολογηθεί η δήμευση τους και αποστέρηση των εγκληματικών στοιχείων από αυτά (R. v. Benjafield (2000) 10 BHRC 19, παρ.43).

Γι' αυτό και η αθώωση και απαλλαγή του Εφεσίβλητου στις κατηγορίες 8 και 9, που αφορούσαν τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες δεν δημιουργούσε κώλυμα στην έκδοση διατάγματος δήμευσης. Το τεκμήριο που δημιουργείται από το άρθρο 7(2) έχει πολύ μεγαλύτερη εμβέλεια και στοχεύει στη δήμευση χρημάτων που βρίσκονται στην κατοχή του καταδικασθέντα ανεξάρτητα από τη διασύνδεση του αδικήματος για το οποίο κρίθηκε ένοχος με την προέλευση της πηγής των χρημάτων (Pal).

Στην περίπτωση των κατηγοριών της νομιμοποίησης, η Κατηγορούσα Αρχή είχε το βάρος να αποδείξει πέραν από κάθε λογική αμφιβολία ότι ο Εφεσίβλητος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι τα χρήματα που κατείχε ήταν έσοδα από παράνομες δραστηριότητες και οι αμφιβολίες που η πλειοψηφία είχε ήταν αρκετές για να αθωωθεί και απαλλαγεί από αυτές. Αντίθετα, στη διαδικασία της αίτησης για δήμευση, με την εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 7(2)(α), εναπόκειτο στον Εφεσίβλητο να αποδείξει, επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ουσιαστικά πείθοντας το Κακουργιοδικείο για τη νόμιμη προέλευση των χρημάτων του».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Η ουσία όλων των πιο πάνω είναι ότι, ως αναφέρεται στο Άρθρο 8(1), σε περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο μετά τη διεξαγωγή έρευνας διαπιστώσει ότι ο κατηγορούμενος απεκόμισε έσοδα ως ανωτέρω, εκδίδει διάταγμα δήμευσης: (α) Είτε για το προϊόν του αδικήματος, το οποίο βρίσκεται στην κατοχή του κατηγορούμενου ή τρίτου προσώπου, (β) Είτε για την είσπραξη του ποσού των εσόδων όπως αυτά υπολογίζονται και εξακριβώνονται δυνάμει του Άρθρου 7.

 

        Καθίσταται εξαρχής σαφές ότι στην παρούσα περίπτωση το εκδοθέν διάταγμα δήμευσης αφορούσε, όχι το προϊόν αδικήματος, αλλά ποσά εσόδων ως είχαν υπολογιστεί βάσει του Άρθρου 7.

 

Λόγοι Έφεσης

 

        Με τους πέντε προωθούμενους λόγους έφεσης, υπ' αρ. 4 έως 8, ο Εφεσείων προβάλλει, διατηρουμένης της αρίθμησης, ότι (4) Λανθασμένα έχουν απορριφθεί οι ισχυρισμοί του, (5) Λανθασμένα ενεργοποιήθηκε το μαχητό τεκμήριο του Άρθρου 7(2) του Νόμου, (6) Λανθασμένα εξήχθη συμπέρασμα ότι η περιουσία του ήτο προϊόν παράνομων δραστηριοτήτων, (7) Τα Άρθρα 5, 6, 7 του Νόμου είναι αντισυνταγματικά, (8) Το Διάταγμα Δήμευσης παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.

 

Λόγος Έφεσης Αρ. 4

 

        Στα πλαίσια του τέταρτου λόγου έφεσης, το βασικό επιχείρημα του Εφεσείοντος είναι ότι οι ισχυρισμοί του ήταν πλήρως τεκμηριωμένοι, ότι αυτοί σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της Κατηγορούσας Αρχής, δεν αμφισβητήθηκαν ή αντικρούστηκαν, δεδομένου και του ότι ο ίδιος δεν αντεξετάστηκε, οπότε οι ισχυρισμοί του παρέμειναν ακλόνητοι και θεωρούνταν αποδεκτοί.

 

        Πριν από οτιδήποτε άλλο θα πρέπει να πούμε ότι το Κακουργοδικείο, έχοντας υπ' όψιν τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς, έθεσε ορθά και ακριβοδίκαια τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία συνέθεταν το υπόβαθρο της έρευνας. Στη συνέχεια και η μέθοδος, την οποία ακολούθησε, ήταν η πρέπουσα. Παρότι, ενδεχομένως λόγω των πολλών κονδυλίων η περίπτωση φαντάζει εκ πρώτης όψεως περίπλοκη, εντούτοις στην πραγματικότητα τα εγειρόμενα ζητήματα ήταν απλά. Βασικά, το Κακουργοδικείο διαπίστωσε πρώτα τα εισοδήματα και την περιουσία που είχε αποκτήσει ο Εφεσείων κατά την εξαετία προ της έναρξης της ποινικής διαδικασίας (στις 22.2.21). Εν συνεχεία αφού εξέτασε και αντιπαρέβαλε τα πιο πάνω, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχαν έσοδα από παράνομες δραστηριότητες ύψους €251.390.

 

        Είναι σε σχέση με την πιο πάνω διεργασία που ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι οι δικές του θέσεις έπρεπε να γίνουν αποδεκτές. Στο διάγραμμα αγόρευσής του παραθέτει αναλυτικότερα διάφορες τέτοιες θέσεις, οι οποίες θα εξεταστούν κατωτέρω κατά την παράθεση και έλεγχο της διεργασίας του Κακουργοδικείου.

 

Εισοδήματα Εφεσείοντος

 

        Όσον αφορά τα εισοδήματα του Εφεσείοντος, ήταν κατ' αρχάς αναντίλεκτο ότι αυτός από το 2014 και εντεύθεν είχε υποβάλει φορολογική δήλωση μόνο για το 2018, δηλώνοντας εισόδημα μισθωτού, ήτοι υπαλλήλου της δικής του εταιρείας Aristo Rent a Car Ltd (εφεξής «Aristo»), ύψους €3.480. Κάποια άλλα εισοδήματα, κατά την εξαετία, αναφέρονταν αφενός στα όσα είχαν τεθεί στην Έκθεση Ισχυρισμών της Κατηγορούσας Αρχής, τα οποία επίσης δεν είχαν αμφισβητηθεί από τον Εφεσείοντα, ήτοι συνολικού ύψους €27.220 και αφετέρου στα όσα ο ίδιος είχε θέσει στη δική του Έκθεση Αντίκρουσης Ισχυρισμών και δεν αμφισβητούντο από την Κατηγορούσα Αρχή, ήτοι ενοίκια από διαμέρισμα της μητέρας του, συνολικού ύψους €26.600. Το ολικό των εισοδημάτων του για την περίοδο από το 2014 έως τις 13.1.21, ύψους €53.820,67, ως έγιναν δεκτά, είχαν ως εξής:

 

(α)   €3.459,67 επίδομα τέκνων για την περίοδο από 1.1.18 έως 13.1.21.

(β)   €9.492 δημόσιο βοήθημα για την περίοδο από 1.1.14 έως 1.2.15 (14 x €678).

(γ)   €14.269 πραγματικές αποδοχές μισθωτού για την περίοδο 2016 έως 2020 ήτοι κατά τον Νοέμβριο του 2016 ύψους €151, κατά το 2018 ύψους €3.480, κατά το 2019 ύψους €5.385, και κατά το 2020 ύψους €5.253.

(δ)   €26.600 ενοίκια από το διαμέρισμα της μητέρας του για την περίοδο από Απρίλιο του 2018 έως και τον Αύγουστο του 2020 (28 x €950).

 

        Σημειώνεται ότι ο Εφεσείων είχε υποστηρίξει στην Έκθεσή του (§ 39) πως τον Οκτώβριο του 2017 έλαβαν με τη σύζυγό του το ποσόν των €200.000 περίπου από τον γάμο τους (ως δώρα) και ότι αυτά τα κρατούσαν στο σπίτι τους διότι δεν είχαν εμπιστοσύνη στις τράπεζες μετά το «κούρεμα» του 2013. Ισχυρισμός ο οποίος δεν έγινε αποδεκτός. Σε κατάθεσή του στην Αστυνομία, ο Εφεσείων είχε πει ότι από αυτές τις €200.000 είχε καταβάλει €120.000 για να αποκτήσει ένα σπίτι στο Κολόσσι.

 

Αποκτηθείσα Περιουσία

 

        Όσον αφορά την αποκτηθείσα περιουσία, κρίθηκε πρωτοδίκως και δεν αμφισβητείται ότι με βάση τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς ο Εφεσείων κατά την επίμαχη εξαετία είχε αποκτήσει την ακόλουθη κινητή και ακίνητη περιουσία:

 

(i)       Διαμέρισμα στον Δήμο Μέσα Γειτονιάς, στις 19.4.18 έναντι ποσού €105.000.

(ii)      Έξι προσωπικά οχήματα μεταξύ 11.8.20 έως 17.3.21, συνολικής εκτιμώμενης αξίας €42.800.

(iii)     €7.453 καταθέσεις στην Ελληνική Τράπεζα.

(iv)  1.000 μετοχές της εταιρείας Aristo την οποία ίδρυσε στις 9.2.18 και της οποίας είναι ο αποκλειστικός μέτοχος και διευθυντής. Σε αυτή την εταιρεία από ιδρύσεως της μέχρι και 30.11.18 ο Εφεσείων κατέβαλε ποσόν €95.945,25, το οποίο εμφαίνεται στα βιβλία της ως χρέος της προς τον ίδιο. Η εταιρεία αυτή αρχικά και δη κατά την περίοδο από 12.3.18 έως και 31.8.18 απέκτησε 31 οχήματα, των οποίων η εκτιμώμενη αξία κατά το 2018 ήταν €212.037.

(iv)    Διαμέρισμα στον Δήμο Λεμεσού, στις 10.9.20 έναντι ποσού €95.000. Στις 13.4.21 το αγοραπωλητήριο απεσύρθη από το Κτηματολόγιο.

(v)      Ανεγειρόμενη κατοικία στη Λεμεσό στις 19.1.18 για το ποσόν των €50.000 έναντι του οποίου κατέβαλε το ποσόν των €25.000 τοις μετρητοίς. Ο Εφεσείων ολοκλήρωσε την ανέγερσή της και πλέον η κατασκευαστική της αξία ανέρχεται στο ποσό των €320.000.

 

        Να σημειωθεί ότι τα σχετικά κονδύλια για τα ως άνω έξι περιουσιακά στοιχεία, συν ακόμα δύο κονδύλια, ήτοι η κατ' ισχυρισμόν δαπάνη ύψους €10.000 για αγορά πυροτεχνημάτων και η καταβολή συνολικού ποσού €66.768,22 προς εξόφληση στεγαστικού δανείου, συνιστούν τα οκτώ κονδύλια τα οποία εξέτασε εξειδικευμένα το Κακουργοδικείο, όσον αφορά την προέλευσή τους. Δεν χρειάζεται στα πλαίσια της έφεσης να απασχολήσουν όλα λεπτομερώς και στην ίδια έκταση που είχαν απασχολήσει το Κακουργοδικείο. Αρκεί εν συνόψει να πούμε ότι για πέντε εκ των οκτώ το Κακουργοδικείο κατέληξε για διάφορους λόγους ότι δεν εγείρετο κάποιο ζήτημα ως εξής:

 

(1)   Καταθέσεις ύψους €7.453

        Ο Εφεσείων είχε παρουσιάσει σχετική κατάσταση λογαριασμού στην οποία εμφαίνοντο οι καταθέσεις του μηνιαίου ενοικίου από το διαμέρισμα της μητέρας του, οπότε δεν ετίθετο ζήτημα παράνομης προέλευσης.

 

(2)   Διαμέρισμα στον Δήμο Λεμεσού

        Ο Εφεσείων είχε αποσύρει το αγοραπωλητήριο από το Κτηματολόγιο ενώ με δήλωσή της η πωλήτρια επιβεβαίωσε ότι δεν είχε εισπράξει οποιοδήποτε ποσόν από τον ίδιο (Παράρτημα 16), οπότε δεν ετίθετο καν ζήτημα απόκτησης περιουσίας.

 

(3)   Ανεγειρόμενη Κατοικία στη Λεμεσό

        Ο Εφεσείων αγόρασε την κατοικία στις 19.1.18 καταβάλλοντας από τα χρήματα του γάμου προκαταβολή ύψους €25.000 τοις μετρητοίς. Για την ολοκλήρωση της κατοικίας συνήψε δάνειο ύψους €95.000, το υπόλοιπο του οποίου ήταν €82.000 και η δόση ήταν €502 μηνιαίως βάσει σχετικής κατάστασης λογαριασμού (Παράρτημα 18). Παράλληλα χρωστά για εργασίες στην κατοικία το ποσόν των €95.900 σε διάφορα πρόσωπα, των οποίων είχε επισυνάψει σχετικές δηλώσεις τους (Παράρτημα 17), ισχυρισμοί οι οποίοι κρίθηκαν πειστικοί.

 

(4)   Ποσόν €10.000 για Πυροτεχνήματα

        Το Κακουργοδικείο κατέληξε πως δεν είχε τεθεί οποιοδήποτε στοιχείο που να κατεδείκνυε ότι ο Εφεσείων όντως κατείχε το ποσόν των €10.000, το οποίο να χρησιμοποίησε για την αγορά πυροτεχνημάτων κατά την περίοδο Ιανουαρίου μέχρι Ιούνιο του 2020, ως ήταν ο ισχυρισμός στην Έκθεση Ισχυρισμών της Κατηγορούσας Αρχής.

 

(5)   Στεγαστικό Δάνειο από Τράπεζα Κύπρου

        Η θέση της Κατηγορούσας Αρχής ήταν ότι το υπόλοιπο του δανείου κατά την 1.1.15 ήταν €71.222,40 και ότι μεταξύ 23.11.16 έως 24.3.17 δια έξι δόσεων είχε καταβληθεί ποσόν €66.768,22, με το οποίο εξοφλήθηκε το δάνειο. Ο Εφεσείων δεν αρνήθηκε την σύναψη του δανείου, υποστηρίζοντας όμως αφενός ότι έγινε με σκοπό την αγορά του διαμερίσματος στη Μέσα Γειτονιά το οποίο είχε εγγραφεί επ' ονόματι της μητέρας του και αφετέρου ότι το εξόφλησε ο πατέρας του. Δεν είχε παρουσιάσει οποιαδήποτε στοιχεία, (όπως στις υπόλοιπες περιπτώσεις), οπότε ευλόγως το Κακουργοδικείο χαρακτήρισε τον ισχυρισμό αυτόν ως γενικό, αόριστο και ατεκμηρίωτο. Παρόλα αυτά όμως, άφησε το θέμα ως εδώ, σημειώνοντας ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν ισχυριζόταν ότι, το πληρωθέν προς εξόφληση ποσόν, προερχόταν από παράνομες δραστηριότητες του Εφεσείοντος, δεδομένου ότι δεν το είχε συμπεριλάβει στο αιτούμενο προς δέσμευση ποσόν.

 

Προσωπικά Αυτοκίνητα, Εταιρικά Αυτοκίνητα και Διαμέρισμα στη Μέσα Γειτονιά

 

        Όπως εξηγείται κατωτέρω, τα συμπεράσματα του Κακουργοδικείου ήταν διαφορετικά εν σχέσει με τα τρία άλλα κονδύλια, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την απόκτηση: (Α) Προσωπικών αυτοκινήτων, (Β) Εταιρικών αυτοκινήτων και (Γ) Διαμερίσματος στη Μέσα Γειτονιά. Για τα εν λόγω τρία κονδύλια, τα οποία συμποσούντο σε €233.950, κατέληξε ότι, αφαιρουμένου του ποσού των €26.600 (από ενοίκια), προέρχονταν από παράνομες δραστηριότητες. Παρομοίως προερχόταν από παράνομες δραστηριότητες και το ποσόν των €44.040, το οποίο είχε προκύψει από την εκμετάλλευση του διαμερίσματος στη Μέσα Γειτονιά.

 

(Α)   Προσωπικά Αυτοκίνητα Εφεσείοντος

        Σε σχέση με το ως άνω θέμα αποτελούσε κοινό υπόβαθρο ότι κατά την περίοδο 11.8.20 έως 17.3.21, ο Εφεσείων είχε αποκτήσει έξι αυτοκίνητα, συνολικής εκτιμώμενης αξίας €42.800. Δύο εξ αυτών συνολικής αξίας €7.500 δεν υπήρχαν πλέον, αφού το ένα μεταβιβάστηκε σε άλλον στις 6.7.21 και κάποιο άλλο αυτοκίνητο αναζητείτο. Ήταν η θέση του Εφεσείοντος ότι το ένα εκ των έξι αυτοκινήτων τού είχε δοθεί δωρεάν, ότι για τα υπόλοιπα πέντε κατέβαλε €19.700 και ότι παρέμενε οφειλόμενο υπόλοιπο €1.000. Η Κατηγορούσα Αρχή υποστήριζε ότι ο Εφεσείων είχε πληρώσει για όλα τα αυτοκίνητα συνολικά €23.200. Το Κακουργοδικείο δέχθηκε ότι ο Εφεσείων είχε προβάλει πειστικό ισχυρισμό, περί του ότι ένα εξ αυτών τού είχε δοθεί δωρεάν και ότι για την αγορά των υπολοίπων πέντε είχε καταβάλει ποσόν €19.700.

 

        Το κρίσιμο ερώτημα όμως αφορούσε την προέλευση των χρημάτων αυτών. Ο Εφεσείων υποστήριξε ότι χρησιμοποίησε χρήματα από τα ενοίκια και από κάποιαν αποζημίωση ύψους €36.000, την οποία είχε εισπράξει από την Παγκυπριακή Ασφαλιστική λόγω ατυχήματος. Το σκεπτικό του Κακουργοδικείου ήταν το ακόλουθο:

 

«Πράγματι, στις 10.12.2019 κατατέθηκε στο λογαριασμό του το ποσό των €36.000 (βλ. Παράρτημα 12). Την ίδια ημέρα πρόβηκε (sic) και σε ανάληψη του ίδιου ποσού. Το υπόλοιπο του συγκεκριμένου λογαριασμού του, από την 1.7.2020 μέχρι και μία ημέρα πριν την αγορά του πρώτου οχήματος, κυμαινόταν από €9.818 μέχρι €14.083,33. Το πρώτο όχημα, αγοράστηκε 8 μήνες μετά την ανάληψη του ποσού των €36.000 για το οποίο γίνεται αναφορά πιο πάνω και συγκεκριμένα, στις 11.8.2020 για το ποσό των €2.200. Το τελευταίο αγοράστηκε στις 16.12.2020. Στην κατάσταση λογαριασμού, δεν φαίνεται οποιαδήποτε ανάληψη του τελευταίου αυτού ποσού ή παραπλήσιού του έστω, γύρω από την πιο πάνω ημερομηνία. Το ίδιο συμβαίνει και με τα οχήματα που αποκτήθηκαν μέχρι την ημερομηνία που καλύπτει η κατάσταση λογαριασμού (22.12.2020, βλ. Παράρτημα 12). Συνεπώς, κρίνεται ως μη πειστική η θέση του, ότι χρησιμοποίησε χρήματα που προέρχονταν με τον τρόπο που ο ίδιος περιέγραψε για την αγορά των πιο πάνω οχημάτων».

 

        Δεν έχουμε να προσθέσουμε οτιδήποτε στον συλλογισμό του Κακουργοδικείου, ο οποίος ομιλεί αφ' εαυτού τόσο για τη δική του πειστικότητα όσο και για το εξωπραγματικό της αντίθετης εκδοχής.

 

(Β)   Εταιρικά Αυτοκίνητα

        Όσον αφορά την εταιρεία Aristo παρέμειναν αναντίλεκτοι οι ισχυρισμοί της Κατηγορούσας Αρχής ότι την εταιρεία την είχε ιδρύσει στις 9.2.18 ο Εφεσείων, ο οποίος ήταν ο μοναδικός μέτοχος και διευθυντής της, ότι αυτή για σκοπούς Φ.Π.Α. είχε δηλώσει πως άρχισε εργασίες στις 12.3.18, ότι αυτή δεν καταχώρισε οποιεσδήποτε φορολογικές δηλώσεις στο Τμήμα Φόρου Εισοδήματος ή οικονομικές καταστάσεις στον Έφορο Εταιρειών και τέλος ότι από 9.2.18 (ίδρυση) έως 30.11.18 ο Εφεσείων είχε καταβάλει στην Aristo €95.945,27, ποσόν το οποίο εμφαίνεται στα βιβλία της εταιρείας ως χρέος προς τον ίδιο.

 

        Η ουσιώδης διαφωνία επί του θέματος των εταιρικών αυτοκινήτων έγκειτο αλλού. Αφενός η Κατηγορούσα Αρχή υποστήριζε ότι εντός του 2018 η Aristo απέκτησε 31 αυτοκίνητα συνολικής εκτιμώμενης αξίας €212.037. Αφετέρου ο Εφεσείων υποστήριζε ότι η Aristo είχε επιστρέψει τα 11 αυτοκίνητα στους πωλητές και ότι για τα υπόλοιπα, ως η πάγια πρακτική της εταιρείας, είχε καταβάλει κατά την αγορά το 25% της τιμής του καθενός ως προκαταβολή, συνεχίζοντας μετά να καταβάλλει δόσεις, με αποτέλεσμα για τα 20 αυτοκίνητα να έχει καταβάλει συνολικά μόνο €39.500, για τα οποία χρήματα υποστήριζε και πάλι ότι προέρχονταν από τα εισπραχθέντα κατά τον γάμο του.

 

        Το πρώτο το οποίο είχε επισημάνει το Κακουργοδικείο, επίσης ορθώς κατά την άποψή μας, είναι ότι ενώ ο Εφεσείων υποστήριζε ότι επειδή πλήρωνε δια δόσεων εξακολουθούσαν να υπάρχουν οφειλόμενα υπόλοιπα, εντούτοις παρέλειψε να αναφέρει τι ποσά είχε καταβάλει για την αγορά του κάθε οχήματος πέραν της προκαταβολής. Ήταν καθόλα λογική και αναμενόμενη η σκέψη ότι στην περίπτωση που ίσχυε η προβληθείσα εκδοχή, τότε ο Εφεσείων θα γνώριζε τι δόσεις συγκεκριμένα είχαν καταβληθεί και θα μπορούσε να παραθέσει τόσο το καταβληθέν όσο και το οφειλόμενο υπόλοιπο για κάθε αυτοκίνητο. Ένα τέτοιο θέμα ανάγεται στη δική του σφαίρα γνώσης και θα μπορούσε εύκολα να αποσείσει το βάρος που είχε, εάν αυτή ήταν η περίπτωση.

 

        Το δεύτερο στοιχείο, ακόμα πιο σημαντικό, το οποίο υπέδειξε το Κακουργοδικείο, ήταν πως σε κατάθεση υπαλλήλου της πωλήτριας εταιρείας K.N.S.M. Demo Cars Ltd (ήτοι στην κατάθεση της Σ. Παναγίδου, ημερ. 16.2.22), την οποία ο ίδιος ο Εφεσείων είχε επισυνάψει στα έγγραφά του (Παράρτημα 10), αναφερόταν ότι όλα τα αυτοκίνητα τα οποία είχε αγοράσει η Aristo από κοντά τους, είχαν εξοφληθεί και δεν υπήρχαν οικονομικές εκκρεμότητες. Από δε την Έκθεση Αντίκρουσης Ισχυρισμών προέκυπτε ότι η K.N.S.M. Demo Cars Ltd πώλησε στην Aristo 10 αυτοκίνητα για το συνολικό ποσό των €76.500. Τα αυτοκίνητα αυτά παρατίθενται με τους αριθμούς εγγραφής τους και την τιμή αγοράς του το καθένα (κυμαινόμενες από €5.500 έως €10.500).

  

        Κατ' ανάλογον τρόπο, και δη στη βάση των όσων αναφέρονταν στην Έκθεση Αντίκρουσης Ισχυρισμών, το Κακουργοδικείο συμπέρανε ότι για τα άλλα 10 αυτοκίνητα ο Εφεσείων είχε καταβάλει συνολικά €32.750. Τέσσερα εξ αυτών η Aristo τα είχε αγοράσει από την εταιρεία Icarsales Cy A.K. Ltd και η καταβολή €6.000 επιβεβαιώνετο από κατάθεση του διευθυντή της πωλήτριας. Τρία εξ αυτών η Aristo τα είχε αγοράσει από την Park and Go Ltd και η καταβολή €17.000 επιβεβαιώνετο και πάλι από τον διευθυντή της εν λόγω πωλήτριας, ο οποίος σε γραπτή κατάθεση είπε ότι από το συνολικό τίμημα των €18.500 παρέμενε υπόλοιπο €1.500. Για άλλα τρία αυτοκίνητα και πάλι ο ίδιος ο Εφεσείων κατέγραψε στην έκθεσή του πως είχε καταβάλει προκαταβολή ύψους €9.750. Όλα τα αυτοκίνητα παρατίθενται με τους αριθμούς εγγραφής τους.

 

        Ήταν λοιπόν επίσης καθόλα εύλογο το συμπέρασμα του Κακουργοδικείου ότι για τα 20 αυτοκίνητα ο Εφεσείων είχε καταβάλει κατά τον ουσιώδη χρόνο το συνολικό ποσό των €109.250 (76.500+32.750) και όχι το ποσό των €39.500, ως είχε ο ίδιος ισχυριστεί. Αυτό το τελευταίο βέβαια ήταν καθοριστικό και ως προς την κρίση για την προέλευση των χρημάτων αυτών και δεν ήταν επί τούτου καθόλου παράλογο το συμπέρασμα του Κακουργοδικείου, το οποίο είπε σχετικά:

 

«Καθόλου πειστική και συνεπώς μη αποδεκτή η θέση του, ότι "...Τα ποσά που δόθηκαν για την αγορά των οχημάτων ήταν περίπου 39.500 και ήταν από τα λεφτά του γάμου... (του)". Με περισσή ευκολία αναφερόταν σε λεφτά που απέκτησε από το γάμο του για να δικαιολογήσει αγορές. Η σύζυγος του κατηγορούμενου, σε κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία (βλ. Παράρτημα 8) αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι ο τελευταίος πήρε €100.000, περίπου, από τα λεφτά του γάμου που είχαν στο σπίτι, για αγορά οικίας στο Κολόσσι. Καμία αναφορά από μέρους της, σε σχέση με τα όσα ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος, ότι κατέβαλε μεγάλο ποσό χρημάτων σε τρίτα πρόσωπα, από τα λεφτά του γάμου. Όπως έχει αναφερθεί, σε άλλο σημείο της απόφασης, για τους λόγους που εξηγούνται δεν έγινε αποδεκτός ο ισχυρισμός του ότι εισέπραξε το ποσό των €200.000 από το γάμο του».

 

        Παρεμβάλλουμε εδώ ότι πράγματι το κατ' ισχυρισμόν ληφθέν κατά τον γάμο ποσόν των €200.000 και η φύλαξή του στο σπίτι εμφανίζονταν στο προσκήνιο για να δικαιολογήσουν κατά περίπτωση κάποιες δαπάνες. Ήταν όμως ισχυρισμοί για τους οποίους δεν είχε πειστεί το Κακουργοδικείο, το οποίο εξαρχής τόνισε πως πρόκειται για γενικούς, αόριστους και ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς. Ήταν απολύτως ορθή η κρίση ότι δεν είχε τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του Κακουργοδικείου αναφορικά με τα έξοδα του γάμου τους ή οτιδήποτε άλλο σχετικό που να κατεδείκνυε στον απαιτούμενο βαθμό ότι πράγματι είχαν εισπράξει το πιο πάνω ποσόν.

 

(Γ)   Διαμέρισμα στον Δήμο Μέσα Γειτονιάς

        Αποτελούσε κοινό υπόβαθρο ότι ο Εφεσείων στις 19.4.18 απέκτησε διαμέρισμα στον Δήμο Μέσα Γειτονιάς. Θέση του Εφεσείοντος ήταν ότι την αγορά την είχε αναλάβει εκ μέρους του ο πατέρας του και ότι εκείνος  εξόφλησε το συμφωνηθέν τίμημα των €105.000, συμπεριλαμβανομένου στο τίμημα του ποσού των €5.000 για μεταβιβαστικά, δια: (α) Της ανταλλαγής ενός συλλεκτικού αυτοκινήτου Mercedes SL65 ΑMG υπ' αρ. εγγραφής KWY 111 για το ποσό των €70.000 με άλλο όχημα Mercedes ML320 υπ' αρ. εγγραφής KZX 022, προφανώς μικρότερης αξίας και (β) της καταβολής €30.000 σε μετρητά στις 16.3.18.

 

        Ο Εφεσείων είχε παρουσιάσει και διάφορα έγγραφα στην προσπάθειά του να πείσει ότι τα πράγματα είχαν γίνει ως ο ίδιος υποστήριζε, καθώς και ότι το δοθέν σε μετρητά ποσόν προερχόταν από νόμιμες δραστηριότητες. Υπήρχαν όμως και εδώ αντιφάσεις, αναντιστοιχίες ισχυρισμών με το περιεχόμενο εγγράφων, καθώς και θέσεις οι οποίες δεν συνήδαν με την κοινή ανθρώπινη λογική και εμπειρία. Τέτοια έγγραφα ήταν η κατάθεση του πρώην ιδιοκτήτη του διαμερίσματος Χ. Μανούρη, βεβαίωση του Τμήματος Οδικών Μεταφορών, καταστάσεις τραπεζικών λογαριασμών και σχετικά έγγραφα του Κτηματολογίου (Παραρτήματα 13, 14, 15 στην Έκθεση Αντίκρουσης Ισχυρισμών).

 

        Το πρώτο ζήτημα, λογικής σειράς των πραγμάτων, ήταν το γεγονός ότι από τις καταστάσεις λογαριασμών (Παράρτημα 15) φαινόταν ότι ο πατέρας του Εφεσείοντος είχε σε πέντε περιπτώσεις μεταξύ 8.1.18 έως 16.2.18 αποσύρει συνολικά το ποσόν των €25.000 και σε δύο άλλες περιπτώσεις μεταξύ 2.3.18 έως 19.3.18 απέσυρε από άλλο λογαριασμό συνολικά το ποσόν των €5.411. Δεδομένου ότι το ποσόν των €30.000 είχε καταβληθεί στον πωλητή στις 15.3.18 το Κακουργοδικείο ανέμενε, ευλόγως κατά την αντίληψή μας, κάποια εξήγηση ως προς τις πέντε αναλήψεις και τον λόγο που αυτές είχαν αρχίσει μέχρι και δύο μήνες πριν την πληρωμή στον πωλητή. Στην απουσία επεξηγήσεων, κατέληξε ότι ο Εφεσείων δεν είχε πείσει ότι οι αναλήψεις διασυνδέοντο καθ' οιονδήποτε τρόπο με το τίμημα αγοράς του διαμερίσματος.

 

        Το δεύτερο θέμα προέκυπτε από την αναφορά του Εφεσείοντος ότι το συλλεκτικό Mercedes ανήκε στη μητέρα του. Αυτός ο ισχυρισμός όμως δεν ίσχυε. Ευρίσκετο σε αντίθεση με την προσκομισθείσα κατάθεση του πωλητή (Χ. Μανούρη), ο οποίος εξηγούσε ότι όταν, μετά από μερικές μέρες, πήγε για τη μεταβίβαση του αυτοκινήτου επ' ονόματί του, έχοντας στην κατοχή του έντυπο μεταβίβασης με την υπογραφή του Εφεσείοντος, αυτή ήταν αδύνατη. Όπως τού ανέφεραν οι αρμόδιοι, δεν μπορούσε να γίνει η μεταβίβαση διότι η περιουσία του Εφεσείοντος ήταν δεσμευμένη. Ασφαλώς τα πιο πάνω κατεδείκνυαν ότι τα όσα ο Εφεσείων προέβαλλε στην Έκθεση Αντίκρουσης ισχυρισμών δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, όπως ήταν και η σχετική εύλογη διαπίστωση πρωτοδίκως.  

 

        Το τρίτο θέμα σχετίζεται με το αυτοκίνητο το οποίο στα πλαίσια της ανταλλαγής (με το συλλεκτικό), κατ' ισχυρισμόν του Εφεσείοντος δόθηκε στη μητέρα του. Ο Εφεσείων είχε προβάλει ότι ο πατέρας του αγόρασε το διαμέρισμα με την μεταβίβαση του οχήματος Mercedes SL65 ΑMG το οποίο ανήκε στη μητέρα του μετά από ανταλλαγή με άλλο όχημα, ήτοι ένα Mercedes ML320 με αρ. εγγραφής KZX 022. Τέτοιο όχημα όμως δεν είχε εγγραφεί επ' ονόματι της μητέρας του. Η δε βεβαίωση του Τμήματος Οδικών Μεταφορών, την οποίαν ο ίδιος παρουσίασε (Παράρτημα 14), κατεδείκνυε ότι ήταν το αυτοκίνητο υπ' αρ. εγγραφής KZX 222 Mercedes ML320 που ήταν εγγεγραμμένο επ' ονόματι της μητέρας και μάλιστα με μια ουσιώδη περαιτέρω παράμετρο. Αυτό ήταν εγγεγραμμένο επ' ονόματι της μητέρας από 14.10.15 μέχρι 22.1.16. Δηλαδή πολύ πριν την αγορά του διαμερίσματος, δεδομένου ότι αυτή έγινε το 2018.

 

        Στο σημείο αυτό, έχοντας παραθέσει όλη τη διεργασία στην οποία προέβη το Κακουργοδικείο, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ναι μεν είχε εξετάσει οκτώ κονδύλια, πλην όμως είχε πλήρη επίγνωση ότι η Κατηγορούσα Αρχή ζητούσε τη δήμευση ποσών τα οποία αφορούσαν μόνο τα πέντε εξ αυτών. Εξ ου και κατέγραψε ρητώς ότι δεν ζητείτο η δήμευση για ποσά τα οποία σχετίζοντο με το διαμέρισμα στον Δήμο Λεμεσού, την κατοικία στη Λεμεσό και τις πληρωμές για το στεγαστικό δάνειο στην Τράπεζα Κύπρου.

 

        Ειδικότερα, η Κατηγορούσα Αρχή με την Έκθεση Ισχυρισμών (§ 20, 21) ζήτησε τη δήμευση ποσού €369.790, κατά τους δικούς της υπολογισμούς, σε σχέση με τα πέντε κονδύλια που αφορούσαν: (α) Προσωπικά αυτοκίνητα, (β) Εταιρικά αυτοκίνητα, (γ) Διαμέρισμα Μέσα Γειτονιάς, (δ) Καταθέσεις, (ε) Τίμημα πυροτεχνημάτων. Όπως έχει διαφανεί, το Κακουργοδικείο εντόπισε έσοδα από παράνομες δραστηριότητες μόνο σε σχέση με τα τρία πρώτα εξ αυτών. Το ουσιωδέστερο όμως είναι πως κατά βάσιν στηρίχθηκε σε ποσά ή στοιχεία τα οποία ο ίδιος ο Εφεσείων ανέφερε ή προσκόμισε και κυρίως ότι, ως ώφειλε, είναι τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντος που εξέτασε ως προς την προέλευση των χρημάτων για αυτά τα τρία κονδύλια. Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην όλη διεργασία στην οποία προέβη το Κακουργοδικείο.

 

        Βασικό επιχείρημα του Εφεσείοντος, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεσιν, αποτέλεσε η θέση ότι είναι παράδοξο και αντιφατικό να γίνεται αποδεκτό ότι η αίτηση αφορούσε μέρος μόνο της περιουσίας του, δεδομένου ότι είναι δεκτό πως αυτός έχει και άλλη περιουσία συνολικής αξίας €601.768. Πρόκειται για στοιχείο το οποίο κατέγραψε και το Κακουργοδικείο σημειώνοντας ότι «ο κατηγορούμενος απέκτησε και άλλη περιουσία, πλην όμως η αιτήτρια δεν του αποδίδει ότι την απέκτησε από παράνομες δραστηριότητες».

 

        Το δε προαναφερθέν επιχείρημα, ότι υπήρχε και άλλη περιουσία για την οποία δεν προεβλήθη ισχυρισμός παράνομης προέλευσης, ασφαλώς δεν θα μπορούσε να κλονίσει ή επηρεάσει την κρίση του Κακουργοδικείου για τα συγκεκριμένα τρία κονδύλια. Αυτό, ως θέμα λογικής κατά τον ίδιο τρόπο που η κατάληξη εν σχέσει με αυτά τα τρία κονδύλια δεν θα μπορούσε να συνιστά απόδειξη ότι και οποιοδήποτε άλλο περιουσιακό στοιχείο προέρχεται από παράνομες δραστηριότητες. Με άλλα λόγια, η όποια κατάληξη ενός Δικαστηρίου για κάποιο από τα περιουσιακά στοιχεία, (ως αυτά αναφέρονται στον σχετικό νομοθετικό ορισμό «περιουσία»), δεν είναι λογικό και πάντως δεν προδιαγράφει την κρίση για άλλο διακριτό περιουσιακό στοιχείο.

 

        Το βάρος ανήκε όντως στον Εφεσείοντα να δείξει τη νόμιμη προέλευση των χρημάτων, υπό την έννοια ότι δεν αποτελούσαν έσοδα από παράνομες δραστηριότητες. Η Έκθεση Αντίκρουσης Ισχυρισμών σε σχέση με τα τρία κονδύλια (προσωπικών αυτοκινήτων, εταιρικών αυτοκινήτων, διαμερίσματος στη Μέσα Γειτονιά), δεν αποκάλυψε ή προσέφερε κάτι το οποίο να μπορούσε να κριθεί ως ικανοποιητική εξήγηση για τα χρήματα με τα οποία είχαν αποκτηθεί τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία.

 

Λόγος Έφεσης Αρ. 5

 

        Σε σχέση με την εισήγηση ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν αποκάλυψε ουσιώδη γεγονότα θα πρέπει εν πρώτοις να σημειώσουμε ότι η τυχόν μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων θεωρείται ως είδος εξαπάτησης του Δικαστηρίου, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο διάδικος προσέρχεται μονομερώς ενώπιόν του και στην απουσία του αντιδίκου του, κατά παρέκκλιση της αρχής audi alteram partem, αιτείται θεραπεία (βλ. «Διατάγματα», Γ. Ερωτοκρίτου & Π. Αρτέμης, 2016, σ. 163 επ.). Όπως έχει νομολογηθεί, η υποχρέωση τυγχάνει εφαρμογής σε υποθέσεις προσωρινής δικαστικής προστασίας, η οποία παραχωρείται στη βάση μονομερούς αίτησης (Δήμος Πάφου v. Βοσκού (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1168). Είναι δε ενδεικτικό πως δεν τυγχάνει εφαρμογής ούτε καν στις αρχικώς καταχωρισθείσες ως μονομερείς αιτήσεις οι οποίες έχουν μετατραπεί σε δια κλήσεως κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου (βλ. Αναφορικά με την αίτηση της Γαβριέλλας Βαλεντίνας Μιχαήλ (Αρ.3) (2012) 1 Α.Α.Δ. 1943). Ο λόγος βέβαια είναι αυτονόητος. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν δίδεται οποιαδήποτε θεραπεία χωρίς να ακουστεί ο αντίδικος, ο οποίος με την επίδοση της αίτησης έχει κάθε δικαίωμα να εμφανιστεί και θέσει τη δική του εκδοχή επί των γεγονότων. Υπενθυμίζουμε δε ότι στην περίπτωση αίτησης δήμευσης ούτως ή άλλως το Άρθρο 11(2) επιβάλλει την επίδοσή της («...το δικαστήριο, αφού ικανοποιηθεί ότι αντίγραφο της επιδόθηκε στον κατηγορούμενο...»). Διαδικασία η οποία εδώ ακολουθήθηκε και συνεπώς δεν τίθεται θέμα εξαπάτησης του Κακουργοδικείου καθ' οιονδήποτε τρόπο.

 

        Εν πάση δε περιπτώσει, προσθέτουμε, ίσως εκ του περισσού, πως ο Εφεσείων προχωρώντας εγείρει ζητήματα μη αποκάλυψης μόνον εν σχέσει με το διαμέρισμα στον Δήμο Λεμεσού, την οικία στη Λεμεσό και την αποπληρωμή του δανείου στην Τράπεζα Κύπρου. Δηλαδή για κονδύλια για τα οποία δεν είχε εξαχθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα παράνομης προέλευσης και τα οποία ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν την έκβαση της υπόθεσης.

 

Λόγος Έφεσης Αρ. 6

 

        Με τον έκτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα το Κακουργοδικείο προέβη σε εύρημα ότι η περιουσία του ήτο προϊόν παράνομων δραστηριοτήτων ενώ ενώπιόν του δεν είχε τεθεί οποιαδήποτε μαρτυρία για εγκληματική συμπεριφορά εκ μέρους του κατά την εξαετία που αφορούσε η αίτηση (ήτοι κατά τα έτη 2014 έως 2020).

 

        Με κάθε σεβασμό, όλα όσα αναπτύσσονται στα πλαίσια αυτού του λόγου έφεσης απαντούνται από τα εισαγωγικώς εδώ αναφερθέντα ως νομική πτυχή η οποία περιβάλλει την υπόθεση. Δεν κρίνεται αναγκαία η επανάληψή τους. Σημειώνουμε μόνον ότι ούτε η συμπερίληψη ούτε η καταδίκη σε κατηγορία για νομιμοποίηση εσόδων ούτε η διασύνδεση του αδικήματος για το οποίο καταδικάστηκε με την προέλευση των χρημάτων είναι προαπαιτούμενο για τη διαδικασία που έχει ακολουθηθεί. Η καταδίκη του Εφεσείοντος στα αδικήματα του 2020 έδωσε το δικαίωμα χρήσης του τεκμηρίου του Άρθρου 7(2). Όπως προκύπτει από τις υποθέσεις Tekinder Pal και Δημοκρατία v. Περδίκη (ανωτέρω), το τεκμήριο συνδράμει στην καταπολέμηση του εγκλήματος και μια πτυχή του εστιάζεται σε περιπτώσεις στις οποίες περιουσία που εντοπίζεται στα χέρια εγκληματικών στοιχείων, αν και δεν δύναται να τεκμηριώσει σχετικές κατηγορίες, δύναται με τη συνδρομή αυτή (του τεκμηρίου) να δικαιολογηθεί η δήμευσή της και η αποστέρηση των εγκληματικών στοιχείων από αυτή. Αξίζει στο σημείο αυτό να παρατεθούν από το σύγγραμμα Confiscation, Lesley Thomson, 2000, σ. 3 τα εξής:

 

«Whilst the aim of the order is to remove funds generated by criminal acts, the fixing of the figure to be confiscated does not always relate solely to the crime the conviction represents. Rather, there are assumptions within PCSA 1995 which allow the court, in certain situations, to take account of proceeds or benefits over a six-year period prior to the date of the crime before the court. (See below, Chapter 4). Put simply, once an accused satisfies the criteria laid down in PCSA 1995 and is the potential subject of a confiscation order, his crime acts as a trigger to allow the full confiscation rules to come into play. This novel legal concept has been difficult for practitioners to digest because it means that once an accused has been convicted of a "confiscation crime", the circumstances of some crimes, usually drug trafficking cases, may have very little obvious link to the confiscation proceedings other than to act as a "start button" to initiate them».

 

        Με παραπομπή στην Αιτιολογική Σκέψη αρ. 19 και στο Άρθρο 5 της Οδηγίας 2014/42/EE του ΕΚ και του ΕΣ, (εφεξής «η Οδηγία»), ο Εφεσείων τονίζει ιδιαίτερα ότι μια Εκτεταμένη Δήμευση πρέπει να έχει ως βάση τη σύνδεση με εγκληματικές πράξεις. Αναγνωρίζει βέβαια ο Εφεσείων ότι τη διασύνδεση με παράνομες δραστηριότητες προϋποθέτουν και οι πρόνοιες των ημεδαπών Άρθρων 6 και 7 του Νόμου. Αυτό το οποίο όμως αντιλαμβάνεται εντελώς διαφορετικά και επιμένει σχετικά είναι ότι απαιτείται «διαπίστωση αποκόμισης εσόδων από συγκεκριμένη πράξη παράνομης δραστηριότητας» και ότι πρέπει να «υπάρχει μαρτυρία ή γεγονός που να αποδεικνύει τη διάπραξη ή έστω εμπλοκή του κατηγορούμενου σε παράνομες δραστηριότητες».

 

        Με όλο τον σεβασμό, θεωρούμε πως το Κακουργοδικείο ενήργησε εντός των πιο πάνω προνοιών. Στην Αιτιολογική Σκέψη αρ. 19 αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι: «Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των οργανωμένων εγκληματικών δραστηριοτήτων ενδέχεται να υπάρχουν καταστάσεις όπου ενδείκνυται η ποινική καταδίκη να ακολουθείται από δήμευση όχι μόνο των περιουσιακών στοιχείων που συνδέονται με το συγκεκριμένο έγκλημα, αλλά και πρόσθετων περιουσιακών στοιχείων για τα οποία το δικαστήριο αποφαίνεται ότι αποτελούν προϊόντα άλλων εγκληματικών πράξεων» («...the proceeds of other crimes»). Το δε Άρθρο 5.1 της Οδηγίας υπό τον τίτλο Εκτεταμένη Δήμευση προνοεί ότι: «Τα κράτη μέλη υιοθετούν τα αναγκαία μέτρα ώστε να καταστεί δυνατή, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, η δήμευση περιουσιακού στοιχείου που ανήκει σε πρόσωπο καταδικασθέν για ποινικό αδίκημα, το οποίο μπορεί, αμέσως ή εμμέσως, να οδηγήσει σε οικονομικό όφελος, εφόσον το δικαστήριο κρίνει, βάσει των περιστάσεων της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών και των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων, όπως ότι η αξία του περιουσιακού στοιχείου είναι δυσανάλογη προς το νόμιμο εισόδημα του καταδικασθέντος, ότι το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο αποκτήθηκε μέσω εγκληματικής δραστηριότητας». («...is satisfied that the property in question is derived from criminal conduct»). Ιδιαίτερα όμως βοηθητική στην ερμηνεία των ημεδαπών διατάξεων είναι η Αιτιολογική Σκέψη αρ. (21) της Οδηγίας στην οποία αναφέρεται ότι:

 

«Η εκτεταμένη δήμευση θα πρέπει να είναι δυνατή όταν ένα δικαστήριο κρίνει ότι τα επίδικα περιουσιακά στοιχεία προέκυψαν από εγκληματική συμπεριφορά. Αυτό δεν σημαίνει ότι απαιτείται να έχει αποδειχθεί ότι τα επίδικα περιουσιακά στοιχεία προέκυψαν από εγκληματική συμπεριφορά. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν, για παράδειγμα, ότι αρκεί το δικαστήριο να κρίνει σταθμίζοντας τις πιθανότητες ή ευλόγως να πιθανολογεί ότι το επίδικο περιουσιακό στοιχείο έχει αποκτηθεί από εγκληματική συμπεριφορά παρά από άλλες δραστηριότητες. Στο πλαίσιο αυτό, το δικαστήριο πρέπει να εξετάζει τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης, περιλαμβανομένων των πραγματικών περιστατικών και των διαθέσιμων αποδείξεων, βάσει των οποίων μπορεί να εκδίδεται απόφαση για εκτεταμένη δήμευση. Το γεγονός ότι τα περιουσιακά στοιχεία του προσώπου είναι δυσανάλογα προς το νόμιμο εισόδημά του θα μπορούσε να περιλαμβάνεται στα δεδομένα εκείνα που στοιχειοθετούν συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι τα περιουσιακά στοιχεία προέρχονταν από εγκληματική δραστηριότητα».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Το Κακουργοδικείο στην παρούσα περίπτωση, έχοντας εξετάσει όλες τις σχετικές περιστάσεις της υπόθεσης, τα συγκεκριμένα γεγονότα που την αφορούσαν και τη διαθέσιμη μαρτυρία, συμπεριλαμβανομένων και των εισοδημάτων του Εφεσείοντος, κατέληξε ακριβώς ότι συγκεκριμένη περιουσία είχε αποκτηθεί μέσω παράνομων δραστηριοτήτων. Όπως έχουμε εξηγήσει, δεν απαιτείται στοιχειοθέτηση συγκεκριμένου ποινικού αδικήματος. Κρίνουμε πως δεν παρέχεται κανένα περιθώριο επέμβασής μας στη βάση του λόγου έφεσης αρ. 6, ο οποίος υπόκειται σε απόρριψη.

 

Λόγος Έφεσης Αρ. 7

 

        Με τον έβδομο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι τα Άρθρα 5 έως 7 του Ν.188(I)/07 είναι αντισυνταγματικά διότι επιτρέπουν την έκδοση διατάγματος δήμευσης για οποιαδήποτε πράξη αποτελεί αδίκημα, χωρίς να καθορίζουν ή να διαβαθμίζουν τα αδικήματα αναλόγως της σοβαρότητάς τους. Προστίθεται στην αιτιολογία ότι ο Νομοθέτης έχει διευρύνει την εφαρμογή του Νόμου κατά γενικό και αόριστο τρόπο, παραβιάζοντας τόσο το Άρθρο 23 του Συντάγματος για απόκτηση περιουσίας όσο και το Άρθρο 15 για την ιδιωτική ζωή, με την αποκάλυψη περιουσίας και προσωπικών δεδομένων, ακόμα και έξι χρόνια πριν την καταδίκη. Περαιτέρω αναφέρεται ότι το αποτέλεσμα της γενικής ανεξέλεγκτης εφαρμογής σε οποιοδήποτε αδίκημα (και όχι μόνο στα αυξημένης σοβαρότητας) είναι ότι επιτρέπεται η προώθηση του αυστηρού μέτρου της δήμευσης ακόμα και για τα «πιο μειωμένης μορφής αδικήματα», όπως την επίθεση με πραγματική σωματική βλάβη. Κατά τον Εφεσείοντα δεν νοείται να υπάρχει γενική ευχέρεια καταχώρισης αίτησης δήμευσης για πρόσωπα που διαπράττουν οποιοδήποτε αδίκημα προνοείται ως τέτοιο από οποιοδήποτε Νόμο της Δημοκρατίας.

 

        Έχουμε την άποψη ότι η σχετική εισήγηση είναι θνησιγενής και απορριπτέα επί των δικών της όρων, χωρίς και πάλι να απαιτείται κάποια ιδιαίτερη ενασχόληση. Η ουσία της εισήγησης είναι ότι θα έπρεπε να εξαιρούνται κάποιας σοβαρότητα αδικήματα και δίδεται ως παράδειγμα αδίκημα για το οποίο προνοείται φυλάκιση μέχρι τρία έτη (Π.Κ. 243), χαρακτηριζόμενο μάλιστα ως μειωμένης σοβαρότητας. Το ανεδαφικό της εισήγησης αναδεικνύεται ευκολότερα εάν αναλογιστεί κάποιος ότι με την ίδια τριετή φυλάκιση τιμωρούνται αρκετά αδικήματα όπως π.χ. το αδίκημα της κλοπής περιουσίας (Π.Κ. 262). Ένα αδίκημα κλοπής δυνατόν να αφορά περιουσία οποιασδήποτε αξίας, ήτοι ευτελούς έως τεράστιας αξίας. Ιδιαίτερα στις περιπτώσεις συνεχόμενης τέτοιας δράσης από κάποιο δράστη. Η τυχόν επικράτηση της εισήγησης του Εφεσείοντος θα εσήμαινε απλά ότι σε τέτοιες περιπτώσεις δεν θα μπορούσε να τεθεί θέμα δήμευσης λόγω της μέγιστης προβλεπόμενης ποινής των τριών ετών, με αποτέλεσμα τη συσσώρευση κλαπείσας περιουσίας από δράστες τέτοιων αδικημάτων. Δεν ήταν όμως αυτή η πρόθεση του Νομοθέτη. 

 

        Εννοείται λοιπόν ότι δεν εντοπίζεται οποιοδήποτε έρεισμα σε εισήγηση για περιορισμό της δυνατότητας δήμευσης σε κάποια αδικήματα και μάλιστα κατ' επίκληση του συνταγματικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Κάτι τέτοιο ασφαλώς θα οδηγούσε στο οξύμωρο έως τραγελαφικό, π.χ. να υπερτερεί το δικαίωμα ενός δράστη κλοπής να κατέχει τα κλαπέντα στη βάση του δικαιώματος ιδιοκτησίας. Ενόσω μάλιστα οι πρόνοιες της ευρωπαϊκής και ημεδαπής νομοθεσίας αποσκοπούν ακριβώς στο αντίθετο, ως έχει ήδη αναφερθεί. Εννοείται περαιτέρω πως το Άρθρο 23 του Συντάγματος δεν θεσπίστηκε για την προστασία παρανόμως κτηθείσας περιουσίας. Το δε Άρθρο 15.2 του Συντάγματος επιτρέπει την επέμβαση στο δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής στη βάση Νόμου και εάν η επέμβαση είναι αναγκαία, μεταξύ άλλων, για τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια τάξη, τα δημόσια ήθη και για την προστασία των δικαιωμάτων άλλων προσώπων. Δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης καμμιάς από αυτές τις συνταγματικές πρόνοιες.

 

        Στη βάση των πιο πάνω ο έβδομος λόγος υπόκειται σε απόρριψη.

 

Λόγος Έφεσης Αρ. 8

 

        Με τον όγδοο λόγο έφεσης ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι το διάταγμα δήμευσης παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας του μέτρου (της δήμευσης) με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι από τον ημεδαπό Νόμο απουσιάζουν οι απαιτούμενοι περιορισμοί της Οδηγίας ως προς τα πρόσωπα που καλύπτει, ήτοι η Οδηγία στοχεύει σε συγκεκριμένη ομάδα ατόμων και αδικημάτων ενώ η ημεδαπή νομοθεσία εφαρμόζεται γενικά και αόριστα σε οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα.

 

        Η εισήγηση είναι παντελώς αβάσιμη καθότι στην ίδια την Οδηγία εξηγείται ότι θέτει «ελάχιστους κανόνες» (minimum rules) και ειδικά για την εκτεταμένη δήμευση απαιτεί να εφαρμόζεται τουλάχιστον για ορισμένα από τα αδικήματα, όπως ορίζονται στις πρόνοιες της («at least to certain criminal offences as defined in this Directive»). Ειδικότερα, στις Αιτιολογικές Σκέψεις Αρ. (22) και (23) αναφέρονται τα εξής:

 

«(22) Η παρούσα οδηγία θεσπίζει ελάχιστους κανόνες. Δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να προβλέπουν πιο εκτεταμένες εξουσίες στο εθνικό τους δίκαιο, μεταξύ άλλων, για παράδειγμα, σε σχέση με τους οικείους κανόνες περί αποδείξεων.

 

(23) Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα ποινικά αδικήματα τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των πράξεων που απαριθμούνται στην παρούσα οδηγία. Εντός του πεδίου εφαρμογής των εν λόγω πράξεων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόζουν την εκτεταμένη δήμευση τουλάχιστον για ορισμένα ποινικά αδικήματα όπως ορίζονται στην παρούσα οδηγία.»

 

        Κατά συνέπειαν και ο λόγος έφεσης αρ. 8 υπόκειται σε απόρριψη.

 

        Στη βάση όλων των πιο πάνω οι εναπομείναντες λόγοι έφεσης υπ' αρ. 4 έως 8 κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται όπως και η έφεση.

 

 

 

                                                                            Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                            Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                            Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο