ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 77/2022)

 

30 Ιανουαρίου 2025

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

CHARALAMPOS KOPSINIS

Εφεσείων

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

--------------------------------------------------

 

Δ. Κακουλλής, για τον Εφεσείοντα

Η. Ζησίμου (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Το E.Δ. Λευκωσίας στις 8.4.22 έκρινε ένοχο τον Εφεσείοντα επί τω ότι παρέβη Διάταγμα του Υπουργού Υγείας εν σχέσει με τα μέτρα κατά του κορωνοϊού (covid‑19), κατά παράβαση του Άρθρου 7 του περί Λοιμοκαθάρσεως Νόμου, Κεφ. 260. Ο Εφεσείων είχε προηγούμενη καταδίκη ακριβώς για το ίδιο αδίκημα και ο πρωτόδικος Δικαστής, λαμβάνοντας την υπ' όψιν, επέβαλε πρόστιμο ύψους €1.800 και επιπλέον κατέσχε την εγγύηση ύψους €400, με την οποία είχε παλαιότερα δεσμευθεί ο Εφεσείων να τηρεί τον Νόμο, την Τάξη και τους Κανονισμούς. Ο Εφεσείων προσβάλλει με δύο λόγους την καταδίκη του και με άλλους δύο λόγους την ως άνω ποινή.

 

        Με την εκδικασθείσα κατηγορία αποδίδετο στον Εφεσείοντα ότι στις 20.8.21 εργαζόταν σε κρεοπωλείο χωρίς να διαθέτει αποδεικτικό στοιχείο (safe pass), παραβαίνοντας έτσι το ισχύον Διάταγμα για την παρεμπόδιση εξάπλωσης του κορωνοϊού. Σύμφωνα δε με το ισχύον τότε περί Λοιμοκαθάρσεως (Καθορισμός Μέτρων για Παρεμπόδιση της Εξάπλωσης του Κορωνοϊού COVID‑19) Διάταγμα (Αρ. 32) του 2021 (Κ.Δ.Π. 344/21):

 

        «82. Όλοι οι εργαζόμενοι, περιλαμβανομένων των αυτοεργοδοτουμένων, οφείλουν να κατέχουν είτε αρνητική εργαστηριακή εξέταση ή εξέταση ταχείας ανίχνευσης αντιγόνου για την ασθένεια του COVID‑19 με τη δειγματοληψία να έχει πραγματοποιηθεί εντός 72 ωρών, είτε πιστοποιητικό εμβολιασμού για την ασθένεια του COVID‑19 τουλάχιστον με τη μία δόση και νοουμένου ότι έχει παρέλθει διάστημα τριών εβδομάδων μετά την ημερομηνία εμβολιασμού, είτε πιστοποιητικό ανάρρωσης από την ασθένεια του COVID‑19 και νοουμένου ότι δεν έχει παρέλθει διάστημα έξι μηνών από την ημερομηνία δειγματοληψίας της αρχικής θετικής τους διάγνωσης.»

 

        Για να αποδείξει την υπόθεσή της η Κατηγορούσα Αρχή είχε καλέσει ως μόνο μάρτυρα τον αστυφύλακα του ΟΠΕ, ο οποίος είχε διαπιστώσει την κατ' ισχυρισμόν παράβαση και εκδώσει το εξώδικο ύψους €300. Από δικής του πλευράς ο Εφεσείων κατέθεσε ενόρκως, χωρίς να καλέσει άλλο μάρτυρα.

 

        Στα πλαίσια της εκατέρωθεν μαρτυρίας συνιστούσε κοινό υπόβαθρο το γεγονός ότι πράγματι στις 20.8.21 περί τις 11.30π.μ. ο Εφεσείων ήταν ένας εκ των τριών εργαζομένων στο κρεοπωλείο «Κ&Δ Κυπριανού» (εντός υπεραγοράς) στο Πέρα Χωρίο Νήσου, χωρίς να κατέχει είτε αρνητική εργαστηριακή εξέταση είτε εξέταση ταχείας ανίχνευσης αντιγόνου (rapid test) είτε πιστοποιητικό εμβολιασμού ή ανάρρωσης, ως προνοείτο στην προπαρατεθείσα §82 του υπουργικού Διατάγματος. Ήταν παραδεκτό από τον Εφεσείοντα ότι ο ίδιος δεν είχε οποτεδήποτε πριν την καταγγελία εμβολιαστεί ή νοσήσει ή υποβληθεί σε οποιαδήποτε από τις εξετάσεις (εργαστηριακή ή ταχεία).

 

        Η όλη συζήτηση περιεστράφη γύρω από τη μη διενέργεια εξέτασης ταχείας ανίχνευσης αντιγόνου. Ο Εφεσείων προέβαλε τη θέση ότι λόγω θεμάτων υγείας είχε λάβει «Βεβαίωση Διαταγματικής Εξαίρεσης» και σύσταση από ιατρό ολιστικής ιατρικής να μην προβαίνει, μεταξύ άλλων, σε χημικά τεστ. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο δεν είχε προβεί στην εν λόγω προβλεπόμενη εξέταση, ως είχε εξηγήσει και στον Μ.Κ., αν και εκείνος κατά την επίδικη ημερομηνία αρνήθηκε να παραλάβει την ως άνω Βεβαίωση του ιατρού. Είχε συγκεκριμένα τότε αναφέρει στον Μ.Κ. ότι είχε πρόβλημα με την καρδιά και ότι δεν τού επέτρεπε ο γιατρός να προβεί στην εν λόγω εξέταση. Είπε περαιτέρω πως του είχε εξηγήσει ο ιατρός του ότι η εξέταση αυτή (rapid test) «έχει χημικές ουσίες μέσα που μπορεί να δημιουργήσουν πρόβλημα» και «ίσως να περιέχει κάποιαν ουσία, που είναι απαγορευμένη στην Ευρώπη».

 

        Κατά την ακρόαση, τη συγκεκριμένη Βεβαίωση την προσκόμισε ο Εφεσείων ως Τεκμήριο 2. Αντί της όποιας προσπάθειας περιγραφής της, κρίνουμε προτιμότερη την αυτούσια παράθεση του περιεχομένου της, που έχει ως εξής (διατηρουμένης επακριβώς της δομής, της ορθογραφίας και του τονισμού):

 

«ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΕΞΑΙΡΕΣΗΣ

Ο Ασθενης:

Οδος/Τοποθεσια

Χαράλαμπος Κοψινης

Αρμονίας. Διαμ, 1 Αραδίππου

 

με αριθμό Ταυτότητας:

05-331.

Είναι Απαραίτητο να εξαιρεθεί από την χρήση προστατευτικής μάσκας, η και Χημικών Τεστ, Η και Εμβολιασμών με Χημικές Ουσίες παντός είδους :

καθ όλη την διάρκεια της ημέρας (Μάσκα Προσώπου), Η και δια Παντός

Για Λογους:

Οξείας Αναπνευστικής Ανεπάρκειας , λόγω Μόνιμου Δυσλειτουργειας Δεξιάς Καρδιακής Κοιλιάς μετά από τραυματισμό

Η και:

Οξείες Ασθματικές διαταραχές συνέπεια Υποξειας και Υπερκαπνιας, καθώς και σχετικής ανεπάρκειας κύκλου καρδιάς νεφρών και Πνευμονικής Κοιλότητας

Οιαδηποτε αρχή αμφισβητήσει τα ως άνω , να υποβάλει γραπτώς την Δήλωση της, βάσει του σχετικού νόμου περί προστασίας Προσωπικών και Ιατρικών Δεδομένων, 44/12019, και να αναλάβει γραπτώς την ευθύνη για την Υγεία του Ως άνω ασθενούς.

Πιστοποιων Θεραπευτής                                        Ημερομηνία,

                                                                                                                         10/6/21

F.. A S...., S.A.C Dip, SHT

  Επαγγελματιας Θεραπευτης

     Ολιστικης Ιατρικης

 Ειδικος Κλινικος Διαιτολογος

 Κυτταρολογος/Βιοχημικος».

 

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του Μ.Κ. αλλά απέρριψε αυτή του Εφεσείοντος. Είπε για τον Εφεσείοντα ότι η μαρτυρία του δεν συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά που την καθιστούν αληθοφανή και αξιόπιστη. Είχε αφήσει αρνητικές εντυπώσεις και ήταν πρόδηλη η προσπάθειά του να προωθήσει εκδοχή απαλλακτική, πλην όμως αυτή η εκδοχή κρίθηκε ως εγγενώς απίθανη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρενέβαλε σε αυτό το σημείο (ως μη ώφειλε) τη νομική πτυχή του θέματος και σημείωσε ότι ο Εφεσείων ουσιαστικά υποστήριξε πως δικαιολογημένα δεν είχε συμμορφωθεί λόγω της «αδυναμίας» του να το πράξει (impossibility). Κατέληξε δε πως μια τέτοια κατάσταση, εμπίπτει στις Γενικές Υπερασπίσεις, αλλά ώφειλε να την αποδείξει ο Εφεσείων στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων.

 

        Εν συνεχεία, ο πρωτόδικος Δικαστής επανήλθε στη μαρτυρία του Εφεσείοντος. Αναλυτικότερα πλέον εξήγησε, κατ' αρχάς για ποιο λόγο δεν μπορούσε να δεχθεί τις θέσεις του αφενός περί του ότι η εξέταση ταχείας ανίχνευσης αντιγόνου, με τον τρόπο που διενεργείται, θα μπορούσε να επηρεάσει την κατάσταση της υγείας του και αφετέρου περί του ότι είχε στην κατοχή του γνήσια ιατρική βεβαίωση για κάτι τέτοιο, ως εξής:

 

        «Ο Κατηγορούμενος, κατά την αντεξέταση του, δεν ήταν σε θέση να υποστηρίξει λογικά, γιατί η εξέταση ταχείας ανίχνευσης αντιγόνου για την ασθένεια του Covid‑19, κατά τον τρόπο που διενεργείται, που για τους σκοπούς της, από τον εξεταζόμενο χρειάζεται η λήψης επιχρίσματος από την μύτη μέσω αποστειρωμένης μπατονέττας και τίποτα περισσότερο, θα μπορούσε να επηρεάσει την κατάσταση της υγείας του. Ο Κατηγορούμενος, για να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του, ως προαναφέρθηκε, παρουσίασε στο Δικαστήριο την βεβαίωση κάποιου επαγγελματία θεραπευτικής ολιστικής ιατρικής ημερομηνίας 10/06/2021, Τεκμήριο 2, ανυπόγραφη όπως φαίνεται, το περιεχόμενο της οποίας είναι γενικό, αόριστο και προβληματίζει το Δικαστήριο, τόσο για την γνησιότητα, όσο και για την σοβαρότητα του συντάκτη ή και δημιουργού της. Η αναφορά στο Τεκμήριο 2: «Απαραίτητο να εξαιρεθεί από την χρήση προστατευτικής μάσκας, ή και χημικών τεστ, ή και εμβολιασμών με χημικές ουσίες παντός είδους», είναι η μοναδική που θα μπορούσε να λεχθεί ότι υποστηρίζει τον ισχυρισμό του Κατηγορουμένου, ‑ο οποίος δεν ανέφερε και οτιδήποτε άλλο ουσιαστικό για αυτό το ζήτημα στο Δικαστήριο‑, είναι χαρακτηριστική των προαναφερόμενων και η τεκμηρίωσης της: «Οποιαδήποτε αρχή αμφισβητήσει τα ως άνω να υποβάλει γραπτώς την δήλωση της βάσει του σχετικού νόμου περί προστασίας προσωπικών και ιατρικών δεδομένων 44/12019 και αναλάβει γραπτώς την ευθύνη για την υγεία του ως άνω ασθενούς», δεν έχει πείσει το Δικαστήριο σε καμία περίπτωση. Άλλωστε, η όποια χημική αντίδρασης (sic) για σκοπούς της εξέτασης ταχείας ανίχνευσης αντιγόνου για την ασθένεια του Covid‑19, κατά τον τρόπο που διενεργείται (ως ζήτημα Δικαστικής γνώσης), δεν απαιτεί κατά την κρίση του Δικαστηρίου οποιοδήποτε, ως αναφέρεται στο Τεκμήριο 2, «χημικό τεστ» στον Κατηγορούμενο, που εύλογα θα μπορούσε να λεχθεί ότι μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την υγεία του Κατηγορουμένου».        

 

        Στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε εναλλακτικά να παραθέσει την κρίση του και για την περίπτωση που θα εξέταζε το Τεκμήριο 2 με βάση τους παράγοντες του Άρθρου 27 του Κεφ. 9.

 

Λόγοι Έφεσης υπ' αρ. 1 και 2

 

        Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη μαρτυρία του Εφεσείοντος. Υποστηρίζεται δε στην αιτιολογία πως: (i) Ο Εφεσείων κατέθεσε βεβαίωση θεράποντος ιατρού με τα πολύ σοβαρά προβλήματα υγείας, καθώς και τη σύσταση όπως μη προβαίνει σε χημικά τεστ, (ii) Ο Εφεσείων κατέθεσε ότι ο λόγος μη διενέργειας της ταχείας εξέτασης ήταν «αποκλειστικά και μόνο» η σύσταση του ιατρού του, (iii) Ενώ δεν αμφισβητήθηκε το Τεκμήριο 2 και συνεπώς το περιεχόμενό του παρέμεινε αναντίλεκτο, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι αυτό ήταν ανυπόγραφο, γενικό και αόριστο, προβληματίζοντας για τη γνησιότητά του και τη σοβαρότητα του συντάκτη του, αφήνοντας να αιωρείται ότι είναι πλαστό. Με την επίκληση της ίδιας αυτής αιτιολογίας προβάλλεται με τον δεύτερο λόγο έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε λανθασμένη καθοδήγηση ως προς το βάρος απόδειξης.

 

        Είναι γνωστός ο κανόνας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι κατά κανόνα σε καλύτερη θέση να κρίνει στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης και να αξιολογήσει τους ενώπιόν του μάρτυρες. Όπως περαιτέρω καθοδηγητικά συνοψίζεται στην υπόθεση Σ.Π. v. Αστυνομίας (2014) 2(Α) Α.Α.Δ. 468:

 

        «Ένα Δικαστήριο ενώπιον του οποίου καταθέτουν οι διάδικοι και οι μάρτυρες τους, παρακολουθεί τις αντιδράσεις τους, τον τρόπο της ευρύτερης συμπεριφοράς τους στο εδώλιο του μάρτυρα και τις απαντήσεις που δίδουν κατά την κύρια εξέταση, αλλά ιδιαιτέρως κατά την αντεξέταση και αποκομίζει τις ανάλογες εντυπώσεις. Και αυτή είναι μια εγγενής και ιδιάζουσα διεργασία που γίνεται συνειδησιακά από το Δικαστή ως μέρος της όλης ανθρώπινης υπόστασης, (Γιάλλουρος κ.ά. ν. Ψύλλα (2009) 1 Α.Α.Δ. 1552 και Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 409). Χρειάζονται πειστικοί και ιδιαίτεροι λόγοι επέμβασης στην πρωτόδικη αξιολόγηση και την εξαγωγή συμπερασμάτων από το Εφετείο ώστε τα ευρήματα να ανατραπούν, (Κυπριανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 816).

        Η μαρτυρία δεν πρέπει να εξετάζεται μικροσκοπικά ή αποσπασματικά, αλλά να αξιολογείται ως ενιαίο σύνολο και με λογική προσέγγιση, (Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 706 και Παρλάτα ν. Δημητρίου (2014) 1 Α.Α.Δ. 994, ECLI:CY:AD:2014:A339). Είναι, όπως αποφασίστηκε στην Βούτουνος ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 71, το περιεχόμενο της μαρτυρίας που πρέπει να τίθεται στη βάσανο της αξιολόγησης και όχι μόνο η εξωτερική εντύπωση. Ούτε και το Εφετείο με τη σειρά του πρέπει να εξετάζει τις πρωτόδικες αποφάσεις μικροσκοπικά ή να διαφωνεί με μια λέξη ή φράση. Η δικαστική απόφαση διαβάζεται στο σύνολο της ώστε να διαπιστώνεται η ουσία και η σημασία της, (Charitonos a.ο. v. Republic (1971) 2 C.L.R. 40 και Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186, σελ. 228‑229)».

 

        Έχοντας υπ' όψιν τις πιο πάνω αρχές και με κάθε σεβασμό προς τις αντίθετες εισηγήσεις, δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε ουσιαστικό πρόβλημα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Θα μπορούσε ίσως να υποστηρίξει κάποιος ότι δημιουργούνται κάποια ζητήματα δομής της απόφασης επί τω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε μόνο με την «ιατρική βεβαίωση» αφού όντως η θέση του Εφεσείοντος ήταν ξεκάθαρη πως δεν είχε προβεί στην εξέταση επειδή είχε τη συγκεκριμένη «ενημέρωση» από τον ιατρό του. Όμως μια τέτοια εισήγηση δεν έχει προοπτικές επιτυχίας εάν εξεταστεί προσεκτικά το σύνολο των όσων είχε ενώπιόν του το πρωτόδικο Δικαστήριο και το τι ακριβώς αποφάσισε.

 

        Η φερόμενη ιατρική βεβαίωση είχε, στην παρούσα περίπτωση, προσκομιστεί μέσω άλλου προσώπου (ήτοι του Εφεσείοντος) και όχι του φερόμενου ως συντάκτη της. Συνεπώς συνιστούσε εξ ακοής μαρτυρία. Η προσκόμιση μαρτυρίας ειδήμονος υπό τη μορφή εξ ακοής μαρτυρίας είναι επιτρεπτή βάσει του Άρθρου 23 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 και της σχετικής νομολογίας (βλ. Μονός κ.ά. v. S. Xenides Trading Co. Ltd κ.ά. (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1002). Εννοείται πως εάν η εμπειρογνώμονη εξ ακοής μαρτυρία ενταχθεί στο μαρτυρικό υλικό, έπεται ότι και αυτή: (i) Κατά πρώτον αξιολογείται όπως κάθε άλλη εξ ακοής μαρτυρία, στη βάση των παραγόντων του Άρθρου 27 του Κεφ. 9 αφενός σε σχέση με πρωτογενή γεγονότα τα οποία τυχόν εμπεριέχει και αφετέρου σε σχέση με το κατά πόσον εξέφρασε και ποια γνώμη ο φερόμενος ειδήμων, καθώς και σε σχέση με την ιδιότητα και τη δυνατότητα να θεωρηθεί ως εμπειρογνώμονας για το θέμα και (ii) Κατά δεύτερον αξιολογείται όπως κάθε άλλη μαρτυρία εμπειρογνώμονος, στη βάση των γνωστών αρχών αξιολόγησης τέτοιας μαρτυρίας, σε σχέση με τη γνώμη η οποία έχει μεταφερθεί με την εξ ακοής δήλωση. Εννοείται περαιτέρω ότι τα ανωτέρω ισχύουν διατηρουμένης πάντοτε της δυνατότητας ενός ποινικού Δικαστηρίου να μην αποδεχθεί την εξ ακοής μαρτυρία σε οποιοδήποτε στάδιο (είτε κατά την προσκόμισή της είτε κατά την αξιολόγησή της), στην περίπτωση που κρίνει ότι τούτο εξυπηρετεί τους σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης (ως προνοείται στο Άρθρο 24 του Κεφ. 9).

 

        Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε κατά την ακρόαση την προσκόμιση της εξ ακοής αυτής μαρτυρίας. Στην τελική απόφασή του δεν προχώρησε όμως να εξετάσει πρώτα το περιεχόμενό της στη βάση των παραγόντων του Άρθρου 27 και των σχετικών νομολογιακών αρχών αξιολόγησης εμπειρογνώμονης μαρτυρίας. Κατά τη γνώμη μας δεν είναι τυχαίως ή εσφαλμένα που δεν το έπραξε. Υπήρχε λόγος για αυτό, ο οποίος ανέκυπτε από το σύνολο των περιστάσεων. Ενδεχομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο να έπρεπε να ήταν κάπως πιο ξεκάθαρο και σαφές στην κατάληξή του (αποφεύγοντας το διφορούμενο ρήμα «προβληματίζει»). Πλην όμως από τη συνολική επισκόπηση και από  το όλο λεκτικό που χρησιμοποίησε δεν υπάρχει αμφιβολία πως εξέλαβε το Τεκμήριο 2 ως ανυπόγραφο και πως δεν δέχθηκε ότι είχε ενώπιόν του γνήσια ιατρική βεβαίωση. Δεν έσφαλε όμως επί τούτου, ως εξηγούμε κατωτέρω.

 

        Σε κανένα σημείο της Βεβαίωσης δεν υπήρχε ένδειξη ότι είχε ετοιμαστεί από ιατρό. Στο κάτω αριστερό μέρος της υπήρχαν οι λέξεις «Πιστοποιών Θεραπευτής». Αλλά δεν ήταν αυτό το ουσιώδες. Πιο σημαντικό ήταν πως ακριβώς κάτω από αυτές είχαν μεν τεθεί με κυανή σφραγίδα το ονοματεπώνυμο κάποιου και διάφορες φερόμενες ειδικότητες αυτού, πλην όμως δεν υπάρχει καμμιά υπογραφή του, εκεί που ευλόγως θα αναμένετο να υπέγραφε ένας ιατρός με τόσες ειδικότητες, ο οποίος θα συνέτασσε μια τέτοια Βεβαίωση Εξαίρεσης από κανονιστική νομοθεσία. Την οποία μάλιστα Βεβαίωση θα χορηγούσε σε ασθενή του, ο οποίος εξ επαγγέλματος εμπλέκετο στην πώληση τροφίμων (κρεάτων) σε πολίτες και κατά συνέπειαν η όποια εξαίρεση σχετίζετο πρωτίστως με την υγεία τρίτων προσώπων, ήτοι με ζήτημα υψίστης σοβαρότητας αφού άπτεται αντιστοίχως του υψίστου αγαθού της ζωής.  

 

        Το προβληθέν ενώπιόν μας επιχείρημα ότι κάποια χειρόγραφη ένδειξη που υπάρχει σε ένα άλλο άσχετο σημείο του εγγράφου (στην κάτω δεξιά γωνία, ήτοι στην αντίθετη πλευρά της σφραγίδας), συνιστά την υπογραφή του συντάξαντος το έγγραφο δεν κλονίζει ή αντικρούει ή επηρεάζει καθ' οιονδήποτε τρόπο την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, ούτε είχε τεθεί ενώπιόν του τέτοια μαρτυρία, ήτοι ότι η ένδειξη εκείνη συνιστούσε την υπογραφή του συντάξαντος το έγγραφο. Εν ολίγοις, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιόν του το προαναφερθέν λεκτικό, όχι σε κάποιο επιστολόχαρτο ενός ιατρού αλλά σε μια απλή κόλλα, με ένα φερόμενο συντάκτη ο οποίος δεν είχε υπογράψει. Αυτά, πέραν ασφαλώς του ίδιου του περιεχομένου της Βεβαίωσης, το οποίο επίσης δεόντως συνεκτίμησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, προτού καταλήξει πρώτα στην απόρριψη της εκδοχής του Εφεσείοντος ότι διέθετε τέτοια γνήσια Βεβαίωση και σύσταση.

 

        Η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου επέλυε το θέμα της υπεράσπισης που είχε προβληθεί. Παρά ταύτα το πρωτόδικο Δικαστήριο, προχώρησε στο να διατυπώσει διαζευκτικά και τη θέση του σε σχέση με τους παράγοντες του Άρθρου 27 του Κεφ. 9 και τη βαρύτητα που δυνητικά θα μπορούσε να αποδώσει στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 2. Το λεκτικό το οποίο χρησιμοποίησε επιβεβαιώνει ξανά ότι είχε απορρίψει προηγουμένως την εκδοχή περί ύπαρξης βεβαίωσης από ιατρό («Σε κάθε περίπτωση... παρουσίασε... βεβαίωση... στην οποία, ακόμα και εάν η μαρτυρία του Κατηγορούμενου γινόταν αποδεκτή, δεν θα μπορούσε να δοθεί τέτοια βαρύτητα, ώστε ο Κατηγορούμενος να ικανοποιούσε αποδεικτικά σχετικά με το ζήτημα στον απαιτούμενο βαθμό...»). Έδωσε μάλιστα και ειδικότερη αιτιολογία ως προς το ότι δεν θα απέδιδε βαρύτητα, διευκρινίζοντας, με προφανή παραπομπή στον πρώτο παράγοντα του Άρθρου 27, ότι ο Εφεσείων θα μπορούσε να είχε κλητεύσει τον συντάξαντα το Τεκμήριο 2, στο Δικαστήριο για να τύχει εξέτασης. Στην κρίση του αυτή το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε υπ' όψιν του το σύνολο της μαρτυρίας, στην οποία περιελαμβάνετο και δήλωση του Εφεσείοντος για το τι τού είχε πει ο φερόμενος θεραπευτής («...ίσως να περιέχει κάποια ουσία που είναι απαγορευμένη στην Ευρώπη»).

 

        Στη βάση των πιο πάνω ο πρώτος λόγος κρίνεται αβάσιμος και υπόκειται σε απόρριψη.

 

        Πριν την ειδικότερη ενασχόληση με τον δεύτερο λόγο έφεσης θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η υπεράσπιση την οποία προώθησε ο Εφεσείων ήταν αυτή την οποία είχε προβάλει και στον αστυφύλακα κατά την καταγγελία. Δηλαδή ότι είχε πρόβλημα υγείας και δεν τού επέτρεπε ο ιατρός του να προβαίνει σε ταχεία εξέταση (rapid test). Δεν επρόκειτο για επίκληση «αδυναμίας», υπό την έννοια του ότι ήταν αδύνατο (impossible) να υποβληθεί στην εξέταση. Μπορούσε να υποβληθεί στην εξέταση και αυτό ήταν επίσης παραδεκτό μέσα από την παραδοχή του Εφεσείοντος ότι μετά την καταγγελία υποβάλλετο στην εξέταση («Τώρα κάνω υποχρεωτικά γιατί ο μάστρος μου θα με διώξει από τη δουλειά»). Υπό αυτή την έννοια δεν ήταν η ορθή η δευτερεύουσα διατύπωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσίβλητος είχε υποστηρίξει «αδυναμία του να συμμορφωθεί».

 

        Παρά ταύτα, ήταν ορθή η πρωτεύουσα κρίση του πρωτόδικου Δικαστή ότι ο Εφεσίβλητος «ουσιαστικά υποστήριξε ότι δεν ήταν πράγματι σε συμμόρφωση... αλλά δικαιολογημένα». Η παρούσα περίπτωση δεν προσφέρεται για ιδιαίτερη ή εξαντλητική ενασχόληση με το ζήτημα. Θα πρέπει όμως να πούμε πως στο κοινοδίκαιο αναγνωρίζονται περιπτώσεις, στις οποίες, παρότι πληρούνται τόσον η αντικειμενική υπόσταση (actus reus) όσον και η υποκειμενική υπόσταση (mens rea), ένας κατηγορούμενος δικαιούται υπό προϋποθέσεις σε αθώωση είτε λόγω του δικαιολογημένου της πράξης του (justification) είτε λόγω δικαιολογίας που συντρέχει στο πρόσωπό του (excuse). Πρόκειται όντως για τις αποκαλούμενες Γενικές Υπερασπίσεις (General Defences), για τις οποίες παρατίθεται εκτενής ανάλυση στο σύγγραμμα «Criminal Law», Smith, Hogan & Ormerod's, 17η έκδοση, (2021), σ. 364‑441. Μεταξύ αυτών αναλύονται η ανηλικότητα (infancy), ο εξαναγκασμός (duress), η ανάγκη (necessity), ο συζυγικός εξαναγκασμός (marital coercion), οι διαταγές  ανωτέρων (superior orders), η αυτοάμυνα (self defence) και η αδυναμία (impossibility). Ως επί το πλείστον πρόκειται για περιστάσεις οι οποίες στα Ηπειρωτικά Συστήματα Δικαίου εντάσσονται στους λόγους άρσεως του αξιοποίνου (είτε ως λόγοι άρσεως του αδίκου είτε ως λόγοι άρσεως του καταλογισμού).

 

        Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι, στην ημεδαπή έννομη τάξη, κάποιες από τις προαναφερθείσες «Γενικές Υπερασπίσεις», έχουν θεσμοθετηθεί νομοθετικά, σε συγκεκριμένες διατάξεις του Ποινικού Κώδικος. Τέτοιες διατάξεις είναι π.χ. τα Άρθρα 14, 16, 17, 18 τα οποία αφορούν την ανηλικότητα, τον εξαναγκασμό, την κατάσταση ανάγκης και τον συζυγικό εξαναγκασμό, αντίστοιχα. Επειδή έχει τη σημασία του ως προς το βάρος απόδειξης (για το οποίο εγείρεται θέμα με τον 2ο λόγο έφεσης), θα πρέπει επίσης να διευκρινίσουμε, εν σχέσει με την αυτοάμυνα, ότι αν και δεν μνημονεύεται ειδικώς στον Ποινικό Κώδικα, έχει κριθεί ότι αυτή καλύπτεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 17 Π.Κ., το οποίο καθιστά ως υπεράσπιση την «κατάσταση ανάγκης» (βλ. Maifoshis v. Police (1978) 2 C.L.R. 9, Πετρόπουλος v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 574). 

 

        Υπό ανάλογες περιστάσεις, στην υπόθεση Ιωακείμ v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 144/21, ημερ. 26.7.22, ECLI:CY:AD:2022:B333 κρίθηκε ότι με τα όσα είχε προβάλει στην Αστυνομία και στο Δικαστήριο, ο εφεσείων ουσιαστικά είχε επικαλεστεί την κατάσταση ανάγκης του Άρθρου 17 Π.Κ.. Έχουμε την άποψη ότι το ίδιο ισχύει και στην παρούσα. Αυτό, δεδομένου ότι εδώ ο Εφεσείων, δεχόταν τη διάπραξη αδικήματος αλλά ζητούσε να μην καταλογιστεί στον ίδιο, προβάλλοντας ότι η πράξη του ήταν δικαιολογημένη (excused) επί τω ότι είχε ενεργήσει έτσι προς αποτροπή συνεπειών στην υγεία του. Επειδή και πάλι έχει τη σημασία του ως προς το βάρος απόδειξης, κρίνουμε χρήσιμη την παράθεση αυτούσιου και μάλιστα στην αρχική του μορφή, προς αποφυγή κάποιων παρερμηνειών ή πιθανών παρανοήσεων, του Άρθρου 17 Π.Κ., που έχει ως εξής:

 

        «Necessity. 17. An act or omission which would otherwise be an offence may be excused if the person accused can show that it was done or omitted to be done only in order to avoid consequences which could not otherwise be avoided, and which if they had followed, would have inflicted upon him or upon others whom he was bound to protect inevitable and irreparable evil, that no more was done than was reasonably necessary for that purpose, and that the evil inflicted by it was not disproportionate to the evil avoided.»

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Όπως διαπιστώνεται, κατά την απόδοση του πιο πάνω άρθρου στην Ελληνική γλώσσα, ατυχώς η επίμαχη φράση «can show» αποδόθηκε με τη φράση «μπορέσει να αποδείξει» (αντί «μπορέσει να δείξει»). Δεν είναι όμως αυτό το αληθές περιεχόμενο και νόημα του Άρθρου 17 Π.Κ., με το οποίο άρθρο στην πραγματικότητα δεν τίθεται οποιοδήποτε νομικό βάρος απόδειξης στον κατηγορούμενο.

 

        Η πιο πάνω διαπίστωση, κατ' αρχάς είναι αυταπόδεικτη από τα ισχύοντα στην περίπτωση που εγείρεται εκ μέρους του κατηγορούμενου θέμα αυτοάμυνας (η οποία και εμπίπτει στο εύρος του Άρθρου 17 Π.Κ. ως έχει προαναφερθεί). Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Μαραγκός v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 251, με την έγερση ζητήματος αυτοάμυνας, ο κατηγορούμενος δεν αναλαμβάνει το παραμικρό βάρος απόδειξης. Είναι δε πλέον ευθύνη της Κατηγορούσας Αρχής να εξουδετερώσει το ενδεχόμενο ο κατηγορούμενος να έχει αμυνθεί για να παρεμποδίσει την επαπειλούμενη εις βάρος του βιαιοπραγία (Palmer v. R. (1971) 55 Cr. App. R. 223).

 

        Κατά δεύτερον, για το ίδιο θέμα σχετική καθοδήγηση δύναται να ληφθεί και από τα κρατούντα στον χώρο του Αγγλικού δικαίου. Δεν παραγνωρίζουμε ότι εκεί  υπάρχει συζήτηση για την ακριβή φύση και σχέση μεταξύ των «υπερασπίσεων» του εξαναγκασμού λόγω απειλών, του εξαναγκασμού λόγω των περιστάσεων και της ανάγκης (βλ. «The relationship between duress by threats, duress of circumstances, and necessity», στο σύγγραμμα «Criminal Law», (ανωτέρω), σ. 406, καθώς και στο σύγγραμμα «Criminal Law», Card, Cross & Jones, 12η έκδοση, σ. 719). Ενδεικτικά, στην υπόθεση Martin (Colin) (1989) 88 Cr. App. R. 343, CA είχαν αναφερθεί τα εξής:  

 

        «First, English law does, in extreme circumstances, recognise a defence of necessity. Most commonly this defence arises as duress, that is pressure upon the accused's will from the wrongful threats or violence of another. Equally, however, it can arise from other objective dangers threatening the accused or others. Arising thus it is conveniently called "duress of circumstances". Secondly, the defence is available only if, from an objective standpoint, the accused can be said to be acting reasonably and proportionately in order to avoid a threat of death or serious injury. Thirdly, assuming the defence to be open to the accused on his account of the facts, the issue should be left to the jury ......».

 

        Η γενικώς παραδεκτή διασύνδεση των υπερασπίσεων αυτού του είδους μεταξύ τους, μας επιτρέπει, όσον αφορά το βάρος απόδειξης, να πούμε ότι και στην κατάσταση ανάγκης του ημεδαπού Ποινικού Κώδικα ισχύουν τα όσα αναφέρονται για τον εξαναγκασμό στο σύγγραμμα «Criminal Law», Smith, Hogan & Ormerod's (ανωτέρω), σ. 371 και έχουν ως εξής:

 

        «The onus of disproving duress is on the prosecution. If no facts from which duress might reasonably be inferred appear in the prosecution's case, then D has the "evidential burden" of laying a foundation for the defence by introducing evidence of such facts».

 

(Βλ. και Archbold, 2023, §17-131, σ. 2192).

 

        Καταδεικνύεται λοιπόν ότι το αποδεικτικό βάρος (evidential burden) ανήκει στον κατηγορούμενο, να προσκομίσει μαρτυρία η οποία τείνει να υποστηρίξει την ύπαρξη ανάγκης ή εξαναγκασμού (duress). Σε τέτοια περίπτωση, το νομικό βάρος παραμένει πάντοτε στον κατήγορο να αποδείξει ότι ο κατηγορούμενος δεν ενήργησε υπό συνθήκες ανάγκης ή  εξαναγκασμού. Όπως εξίσου ξεκάθαρα τίθεται στο σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice, 2023, §Α.3.1:

 

        «The expression "general defences" suggests something positive that must be put forward on behalf of the accused, but in truth it is more accurate to regard these defences as circumstances where the prosecution have been unable to prove all the requirements of liability beyond reasonable doubt. This is most obviously true of defences that consist of denying the existence of the mental element of the offence charged (as with the defence of mistake) but it is also true of defences such as duress where the burden is not on D to show affirmatively that D was acting under duress but rather on the prosecution (once there is evidence before the court capable of supporting duress) to prove that D was not acting under duress».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω το συγκεκριμένο λεκτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το βάρος απόδειξης εν σχέσει με την «υπεράσπιση της αδυναμίας». Η οποία, όπως εξηγήσαμε, δεν ήταν εδώ η περίπτωση. Ό,τι αξίζει να σημειώσουμε είναι πως, στη βάση των πιο πάνω αρχών, είναι σαφές πως δεν είχε παρουσιαστεί αποδεκτή μαρτυρία η οποία δυνητικά θα μπορούσε να ενεργοποιήσει την υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής να αποκλείσει την ύπαρξη της κατάστασης ανάγκης την οποία επικαλέστηκε ο Εφεσείων. Αυτό, επειδή δεν έγινε δεκτή η ύπαρξη γνήσιας και έγκυρης ιατρικής σύστασης, η οποία θα επιτελούσε τον πιο πάνω ρόλο. Υπενθυμίζουμε, ίσως εκ του περισσού, πως ούτως ή άλλως ο ίδιος ο Εφεσείων αποδόμησε το περιεχόμενο οποιασδήποτε τυχόν τέτοιας σύστασης, λέγοντας πως αυτό που τού είχε λεχθεί είναι (απλώς) ότι «ίσως» υπήρχε απαγορευμένη ουσία. Επειδή δε, έχει προβληθεί σχετικό επιχείρημα, οφείλουμε επίσης να διευκρινίσουμε πως ένα Δικαστήριο δεν είναι υπόχρεο να αποδεχθεί τη μαρτυρία εμπειρογνώμονος, ακόμα και αν αυτή δεν έχει αντικρουστεί από την άλλη πλευρά («Το Δίκαιο της Απόδειξης», Τ. Ηλιάδης & Ν.Γ. Σάντης, 2014, σ. 584).

 

        Στη βάση όλων των πιο πάνω οι λόγοι έφεσης υπ' αρ. 1 και 2 είναι αβάσιμοι και υπόκεινται σε απόρριψη.

 

Λόγοι Έφεσης υπ' αρ. 3 και 4

 

        Με τον τρίτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι το πρόστιμο ύψους €1.800 είναι υπερβολικό, δεν συνάδει με τη νομολογία, τα δεδομένα της υπόθεσης και την πρακτική των Δικαστηρίων διότι: (α) Ήταν εξαπλάσιο του εξωδίκου προστίμου, (β) Αξιολογήθηκαν εσφαλμένα οι μετριαστικοί παράγοντες και δη το ότι ήταν πατέρας ανηλίκου παιδιού, ότι λαμβάνει μισθό €1.000 μηνιαίως, ότι ενήργησε κατόπιν ιατρικής συμβολής και ότι είχε παραδεχθεί εξαρχής τη μη διενέργεια εξέτασης.

 

        Ως προς το πρώτο εγειρόμενο θέμα αρκούμαστε στο να επισημάνουμε ότι το ύψος του εξώδικου προστίμου δεν μπορεί να διαδραματίσει οποιοδήποτε ρόλο και δεν λαμβάνεται υπ' όψιν από το Δικαστήριο στην επιμέτρηση της ποινής (Βραχίμης v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 527). Το εξώδικο δεν συνιστά καθοδήγηση ως προς την αρμόζουσα ποινή, η οποία ασφαλώς επιμετράται στη βάση των γενικών αρχών που διέπουν την επιβολή της (Γενικός Εισαγγελέας v. Γεωργίου, Ποιν. Έφ. 86/2021, ημερ. 15.2.22, ECLI:CY:AD:2022:B64, Τουτ Αντι v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 218/21, ημερ. 5.7.22, ECLI:CY:AD:2022:B286).

 

        Ως προς το δεύτερο σημείο παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπ' όψιν του κάθε τι το οποίο προέκυπτε από την αγόρευση του συνηγόρου του προς μετριασμό. Μεταξύ άλλων έλαβε υπ' όψιν την ηλικία, την οικογενειακή και την οικονομική του κατάσταση, σημειώνοντας ότι διέπραξε το αδίκημα όντας εργαζόμενος σε κρεοπωλείο. Όσον αφορά την παραδοχή του σε σχέση με τη διενέργεια της εξέτασης, αυτή ενέπιπτε στις διαπιστώσεις του μετά την ακρόαση, τις οποίες επίσης έλαβε ρητώς υπ' όψιν. Δεν θα συμφωνήσουμε βέβαια ότι ώφειλε να λάβει υπ' όψιν το Τεκμήριο 2, δεδομένου ότι δεν είχε δεχθεί την ύπαρξη γνήσιας ιατρικής βεβαίωσης. Το ότι υπήρχε τέκνο ηλικίας 17 ετών (τότε) είναι στοιχείο το οποίο επίσης είχε αναφερθεί από τον συνήγορο του και δεν μπορεί να λεχθεί ότι δεν το είχε υπ' όψιν του το Δικαστήριο, έστω και αν δεν το κατέγραψε ειδικά.

 

        Θα πρέπει να τονίσουμε πως ο Νόμος προέβλεπε ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους ή και πρόστιμο μέχρι €50.000. Το δε στοιχείο της γενικής αποτροπής δεν είχε ατονήσει αλλά ήταν έντονο, ως έχει αναφερθεί και στην Αντωνίου v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 74/2020, ημερ. 31.7.20. Πέραν της αναφερθείσας στην εν λόγω υπόθεση δικαστικής γνώσης για την κατάσταση που επικρατούσε, χαρακτηριστικά προς αυτή την κατεύθυνση ήταν και τα όσα εισαγωγικά αναφέρονταν στο προοίμιο του επίμαχου Διατάγματος (κατά το προηγηθέν 10ήμερο υπήρξαν 7.877 κρούσματα, 270‑290 ασθενείς ημερησίως και 22 θάνατοι από κορωνοϊό). Στην περίπτωση του Εφεσείοντος ασφαλώς επέτεινε τη σοβαρότητα του αδικήματος το γεγονός ότι αρνούμενος να υποβληθεί σε εξέταση αλλά συνεχίζοντας να εργάζεται στο κρεοπωλείο, αφενός αναλάμβανε τον αυξημένο κίνδυνο νόσησης και αφετέρου αποδεχόταν τον εξίσου αυξημένο κίνδυνο μετάδοσης του ιού σε ανυποψίαστους πελάτες. Οι οποίοι μάλιστα ευλόγως θα θεωρούσαν ότι σε ένα τέτοιο χώρο θα τηρούνταν τα επιβληθέντα από την Πολιτεία μέτρα.

 

        Πέραν αυτού, ο Εφεσείων ήταν πρόσωπο το οποίο βαρύνετο με προηγούμενη καταδίκη για παρόμοιο αδίκημα, διαπραχθέν ολίγους μήνες προηγουμένως (8.8.20). Αυτό αφενός κατεδείκνυε τη στάση και τον σεβασμό του απέναντι στους Νόμους και αφετέρου περιόριζε ουσιωδώς την επιείκεια που θα μπορούσε να επιδείξει το Δικαστήριο. Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στον τρόπο που ενήργησε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ούτε θεωρούμε την ποινή των €1.800 ως έκδηλα υπερβολική υπό τις περιστάσεις της παρούσας.

 

        Με τον τέταρτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι ήταν εσφαλμένη η κατάπτωση της εγγύησης των €400. Ούτε στην αιτιολογία ούτε στο διάγραμμα αγόρευσης προβάλλεται κάποιο συγκεκριμένο επιχείρημα υπέρ της πιο πάνω άποψης.

 

        Η παροχή εγγύησης για την τήρηση της τάξης και την επίδειξη καλής διαγωγής είναι μια από τις ποινές τις οποίες προνοεί το Άρθρο 26 Π.Κ. και ρυθμίζει ειδικότερα το Άρθρο 27 Π.Κ.. Σύμφωνα με την Mouzouras α.ο. v. The Improvement Board of Ayia Napa (1988) 2 C.L.R. 26 η δέσμευση με εγγύηση είναι αντίστοιχη με ανασταλείσα χρηματική ποινή («...analogous to the imposition of a suspended fine...») και όλο ή μέρος της εγγύησης δύναται να κατασχεθεί («be forfeited») στην περίπτωση παραβίασης των όρων που είχαν τεθεί («...if the term of his recognizance is broken...»).

 

        Όπως συνάγεται από το σύγγραμμα Sentencing and Criminal Justice, Andrew Ashworth, 6η έκδοση, 2015, σ. 339 η ουσία της δέσμευσης με εγγύηση είναι ότι λειτουργεί ως Δαμόκλειος Σπάθη ή ως προειδοποίηση ότι το Δικαστήριο είναι κατά τη δεδομένη στιγμή πρόθυμο να μην επιβάλει ποινή υπό τον όρο όμως ότι δεν θα διαπραχθεί νέο αδίκημα εντός της καθοριζόμενης περιόδου. Η παραβίαση του όρου οδηγεί στην κατάσχεση («Breach leeds to forfeiture of the sum»).

 

        Ο Εφεσείων στην παρούσα παραβίασε τους όρους που είχαν τεθεί, μάλιστα με ακριβώς το ίδιο αδίκημα, μη αξιοποιώντας την ευκαιρία που είχε δώσει το προηγούμενο Δικαστήριο. Η κατάσχεση ήταν εντός της ευχέρειας του εκδικάσαντος εδώ Δικαστηρίου και δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στον τρόπο άσκησής της.

 

        Στη βάση όλων των πιο πάνω όλοι οι λόγοι έφεσης, όπως και η ίδια η έφεση, απορρίπτονται.

 

 

 

                                                                                                                                      Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                            Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.     

 

 

                                                                             Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο