ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 66/2022)
22 Ιανουαρίου 2025
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
CNP ASFALISTIKI LTD
Εφεσείουσα
v.
1. P.A.S. INSURANCE AGENTS & CONSULTANTS LTD
2. ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Εφεσιβλήτων
-----------------------------------------------
Γ. Τρίγγας για Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα
Θ. Ανδρέου με Σ. Ανδρέου (κα) για Θεοφάνης Ανδρέου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Με τέσσερεις λόγους έφεσης η Εφεσείουσα προσβάλλει την απόφαση του E.Δ. Λευκωσίας ημερ. 11.3.22 με την οποία αθώωσε τους Εφεσίβλητους, κατηγορούμενους 1 και 2 πρωτοδίκως, σε κατηγορίες πρόκλησης μη εξαργύρωσης επιταγής και συνέργειας στην έκδοση επιταγής άνευ αντικρύσματος. Ειδικότερα η Εφεσίβλητη 1 εταιρεία αντιμετώπιζε τρεις κατηγορίες πρόκλησης μη εξαργύρωσης τριών επιταγών αξίας €1.300 εκάστη κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(2) του Ποινικού Κώδικος (Κατηγορίες 1, 3, 5) και ο Εφεσίβλητος 2 αντιμετώπιζε τρεις κατηγορίες για συνέργεια στην έκδοση των ίδιων επιταγών άνευ αντικρύσματος κατά παράβαση των Άρθρων 305Α(1) και 20 του Ποινικού Κώδικος (Κατηγορίες 2, 4, 6).
Σημειώνουμε εξαρχής πως το γεγονός ότι οι κατηγορίες 2, 4, 6 (περί συνέργειας) βασίζονταν στο Άρθρο 305Α(1) και όχι στο Άρθρο 305Α(2) διέφυγε την προσοχή τόσο των συνηγόρων όσο και του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Μάλιστα στην απόφαση υπήρξε και ειδικός σχολιασμός ότι τόσο η έκθεση αδικήματος όσο και οι λεπτομέρειες αδικήματος των κατηγοριών «είναι οι ίδιες και διαφοροποιούνται μεταξύ τους μόνο ως προς τον αριθμό της επιταγής και την ημερομηνία πληρωμής», οπότε δειγματοληπτικά παρατέθηκαν αυτούσιες μόνο μια για τον κάθε κατηγορούμενο (Κατηγορίες 1, 2), με την αντίληψη ότι κατά τα άλλα ήταν πανομοιότυπες. Βασικά η υπόθεση εκδικάστηκε και αποφασίστηκε στη βάση του Άρθρου 305Α(2), για το οποίο προέβαλαν την κοινή υπεράσπισή τους και οι δύο Εφεσίβλητοι, δεδομένου ότι ουσιαστικά οι λεπτομέρειες των κατηγοριών αφορούσαν αυτό, ήτοι το αδίκημα της πρόκλησης μη εξόφλησης. Εξετάζουμε λοιπόν την έφεση σε αυτή τη βάση και εάν απαιτηθεί θα επανέλθουμε στο ζήτημα της νομικής βάσης των κατηγοριών που αφορούν τον Εφεσίβλητο 2, ενδεχομένως με ανάλογη τροποποίηση, όπως έγινε στην υπόθεση Νίκος Γλυκύς G.N.S. TelemaN Ltd v. Λαρτίδη, Ποιν. Έφ. 85/19, ημερ. 30.6.21.
Για να αποδείξει την υπόθεσή της η Εφεσείουσα είχε καλέσει τρεις μάρτυρες, ήτοι τους τραπεζικούς υπαλλήλους κ. Χατζημηνά (Μ.Κ.1) και κα Σαρρή (Μ.Κ.2), καθώς και τον δικό της εργοδοτούμενο, τον κ. Γιάγκου (Μ.Κ.3). Εκ μέρους των Εφεσιβλήτων κατέθεσε ενόρκως ο Εφεσίβλητος 2, χωρίς να κληθεί άλλος μάρτυρας.
Ο πρωτόδικος Δικαστής (κάπως πρωθύστερα) παρέθεσε πρώτα το Άρθρο 305(Α)(2), τη σχετική νομολογία και αφού εντόπισε τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος προχώρησε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Δέχθηκε ως αξιόπιστους τους τρεις μάρτυρες κατηγορίας ενώ και από τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου 2 απεδέχθη ισχυρισμούς, οι οποίοι είτε επιβεβαιώνονταν από μαρτυρία της Εφεσείουσας είτε δεν είχαν αμφισβητηθεί. Σε αδρές γραμμές η υπόθεση αφορούσε τρεις επιταγές τις οποίες εξέδωσαν οι Εφεσίβλητοι 1 κατά το 2016 πληρωτέες εντός του 2018, οι οποίες δεν εξαργυρώθηκαν κατά την εμφάνισή τους στην πληρώτρια τράπεζα διότι η ίδια η τράπεζα στο ενδιάμεσο διάστημα και δη στις 24.10.17 είχε τερματίσει τη λειτουργία του τραπεζικού λογαριασμού της Εφεσίβλητης 1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα πιο κάτω ευρήματα:
«...η παραπονούμενη και η 1η κατηγορούμενη συνεργάζονταν επαγγελματικά και η 1η κατηγορούμενη στα πλαίσια της μεταξύ τους συνεργασίας όφειλε στην παραπονούμενη κάποιο ποσό. Η 1η κατηγορούμενη διά της υπογραφής του διευθυντή της 2ου κατηγορούμενου περί το 2016 εξέδωσε και παρέδωσε στην παραπονούμενη προς εξόφληση του χρέους της διάφορες μεταχρονολογημένες επιταγές από τον τραπεζικό της λογαριασμό με αριθμό 011011100416 που διατηρούσε στην Τράπεζα Κύπρου. Ανάμεσα σε αυτές τις επιταγές περιλαμβάνονταν και οι 3 επίδικες επιταγές με αριθμό 20271280, 20271281 και 20271282. Οι εν λόγω επιταγές ήταν για το ποσό των €1.300 η καθεμιά και ήταν πληρωτέες στις 30.6.2018, 31.7.2018 και 31.8.2018 αντίστοιχα. Η επιταγή που ήταν πληρωτέα στις 30.6.2018 παρουσιάστηκε για πληρωμή στις 2.7.2018 και στις 3.7.2018 σφραγίστηκε με την ένδειξη "Orders not to pay, not by drawer" χωρίς να τιμηθεί. Οι άλλες 2 επιταγές παρουσιάστηκαν για πληρωμή στις 31.8.2018 και επίσης σφραγίστηκαν με την ίδια ως άνω ένδειξη χωρίς να τιμηθούν. Οι επίδικες επιταγές δεν τιμήθηκαν επειδή η Τράπεζα Κύπρου από τις 24.10.2017 είχε τερματίσει τη λειτουργία του τραπεζικού λογαριασμού της 1ης κατηγορούμενης επί του οποίου αυτές εκδόθηκαν. Ο τερματισμός του λογαριασμού γνωστοποιήθηκε προς την 1η κατηγορούμενη με την επιστολή της τράπεζας ημερομηνίας 24.10.2017 την οποία της απέστειλε».
Στη συνέχεια, μετά από παραπομπή στην υπόθεση Voicu v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 78/2016, ημερ. 10.9.18, ECLI:CY:AD:2018:B389 και στην αρχή ότι αιτιώδης συνάφεια «υπάρχει όταν η πράξη ή παράλειψη ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και κοινής λογικής, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα», κατέληξε ως εξής:
«Έχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω κρίνω ότι ο τερματισμός της λειτουργίας του επίδικου λογαριασμού από την Τράπεζα Κύπρου λόγω της παράβασης των συμβατικών υποχρεώσεων των κατηγορουμένων προς την τράπεζά τους δεν ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και κοινής λογικής, ικανή ούτε μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα, ήτοι τη μη εξόφληση των επίδικων επιταγών. Κρίνω περαιτέρω ότι στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι επισφαλές τυχόν συμπέρασμα πως οι κατηγορούμενοι προκάλεσαν τη μη εξόφληση των επίδικων επιταγών επειδή παρέβηκαν τις συμβατικές υποχρεώσεις που είχαν προς την Τράπεζα Κύπρου αφού δεν υπάρχει η απαιτούμενη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράβασης των συμβατικών τους υποχρεώσεων προς την Τράπεζα και της πρόκλησης της μη εξόφλησης των επίδικων επιταγών.
Έχοντας επίσης υπόψη μου το λεκτικό της σφραγίδας η οποία τέθηκε στις επίδικες επιταγές η οποία υποδηλώνει ότι οι οδηγίες για τη μη πληρωμή τους δεν δόθηκαν από τον εκδότη τους καθώς και το γεγονός ότι ο επίδικος λογαριασμός της 1ης κατηγορούμενης τερματίστηκε μεταγενέστερα της έκδοσης και παράδοσης των επίδικων επιταγών προς την παραπονούμενη από την Τράπεζα Κύπρου και όχι από οποιονδήποτε από τους κατηγορούμενους κρίνω ότι δεν έχει αποδειχθεί πως οποιοσδήποτε από τους κατηγορούμενους προκάλεσε τη μη πληρωμή τους ως οι λεπτομέρειες των επίδικων κατηγοριών τους καταλογίζουν».
Λόγοι Έφεσης
Στο διάγραμμα αγόρευσής της η Εφεσείουσα επέλεξε να αναπτύξει ενιαία τους δύο πρώτους λόγους έφεσης, ως επάλληλους. Έχουμε όμως την άποψη πως, παρότι εκ πρώτης όψεως φαίνονται διακριτοί, εντούτοις συσχετίζονται με αυτούς και οι άλλοι δύο λόγοι έφεσης κατά τρόπον που διευκολύνει η συνεξέταση όλων, υπό την έννοια ότι και οι τέσσερεις λόγοι αφορούν τον λόγο μη εξαργύρωσης των επιταγών και την κατ' ισχυρισμόν ευθύνη των Εφεσιβλήτων.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης η Εφεσείουσα υποστηρίζει ότι ο πρωτόδικος Δικαστής εσφαλμένα έκρινε ότι ήταν επισφαλές να εξαγάγει συμπέρασμα πως οι Εφεσίβλητοι προκάλεσαν τη μη εξόφληση των επιταγών επί τω ότι είχαν παραβεί τις συμβατικές υποχρεώσεις τους προς την Τράπεζα Κύπρου. Αυτό επειδή αφενός είχε αποδεχθεί τη μαρτυρία των τραπεζικών υπαλλήλων, οι οποίοι βεβαίωσαν ότι οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν δικαίωμα να εκδίδουν επιταγές διότι ο λογαριασμός τους είχε τερματιστεί και αφετέρου δεν έλαβε υπ' όψιν ότι ενώ οι Εφεσίβλητοι γνώριζαν τον τερματισμό και ότι οι επίδικες επιταγές δεν θα πληρώνοντο, εντούτοις επέδειξαν αδιαφορία (recklessness) ως προς την πληρωμή, γεγονός που τους καθιστά ένοχους σύμφωνα με τη νομολογία (Corina Snacks Ltd v. Ορφανίδη, Ποιν. Έφ. 212/2015, ημερ. 29.5.18).
Με τον δεύτερο λόγο προστίθεται ότι ενώ οι Εφεσίβλητοι γνώριζαν πως ο λογαριασμός θα τερματιστεί και παρά το ότι είχαν ειδοποιηθεί πως η Τράπεζα δεν θα εξαργύρωνε τις επιταγές, εντούτοις οι ίδιοι με την αδιαφορία τους άφησαν να τερματιστεί και προκάλεσαν (έτσι) τη μη πληρωμή.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιοποίησε τη δήλωση του Εφεσίβλητου 2, ο οποίος είχε πει ότι σκόπιμα δεν πλήρωσαν τις επιταγές διότι η Εφεσείουσα είχε τερματίσει τη μεταξύ τους συμφωνία αντιπροσώπου ασφαλειών.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ερμήνευσε ορθά τη σφραγίδα της Τράπεζας για τη μη εξαργύρωση. Στα πλαίσια του λόγου αυτού εγείρεται θέμα για την πρωτόδικη κρίση ότι οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν προκαλέσει τη μη πληρωμή δεδομένου ότι δεν είχαν δώσει τις οδηγίες μη πληρωμής και ο λογαριασμός είχε τερματιστεί μετά την παράδοση των επιταγών, ο δε τερματισμός δεν έγινε από τους ίδιους αλλά από την Τράπεζα. Προβάλλεται επίσης πως οι Εφεσίβλητοι είχαν υποχρέωση να ειδοποιήσουν την Εφεσείουσα ότι ο λογαριασμός είχε κλείσει.
Ουσιαστικά προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστήριο ότι δεν είχε αποδειχθεί πως οποιοσδήποτε από τους Εφεσίβλητους προκάλεσε τη μη πληρωμή των επιταγών. Επειδή πρόκειται για έφεση κατά αθωωτικής απόφασης βάσει του Άρθρου 137(1)(α) της Ποινικής Δικονομίας, οφείλουμε καθηκόντως να υπενθυμίσουμε τα όσα εν σχέσει με το εν λόγω άρθρο είχαν λεχθεί στην υπόθεση Corina Snacks Ltd (ανωτέρω), τα οποία έχουν ως εξής:
«Το εν λόγω άρθρο έχει ερμηνευθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις οποίες οι ευπαίδευτοι συνήγοροι αναφέρθηκαν[1], με τις οποίες το κριτήριο που διέπει το επιτρεπτό έφεσης στα πλαίσια του άρθρου αυτού καθορίστηκε με αναφορά στη διάκριση μεταξύ ευρημάτων επί γεγονότων (πρωτογενή ευρήματα) και συμπερασμάτων από τα διαπιστωθέντα γεγονότα (δευτερογενή ευρήματα), έτσι ώστε να μην παρέχεται δυνατότητα έφεσης προς αμφισβήτηση πρωτογενών ευρημάτων, αλλά σε σχέση με θέματα που ουσιαστικά εγείρουν νομικό σημείο προς εξέταση. Ο όρος «νομικό σημείο» σ' αυτά τα πλαίσια δεν έχει εξαντλητικό ορισμό, αλλά οπωσδήποτε δεν περιλαμβάνει τις διαπιστώσεις επί των γεγονότων, εκτός εάν αυτές προκύπτουν από λανθασμένη καθοδήγηση ως προς το νόμο. Η έννοια δε του «νομικού σημείου» περιλαμβάνει και την εξαγωγή συμπερασμάτων που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με τη μαρτυρία που προσάχθηκε ή ακόμα και άποψη πάνω στα πρωτογενή γεγονότα που δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί και ειδικότερα εκτίμηση περί της αποτυχίας απόσεισης του βάρους απόδειξης στη βάση των διαπιστωνόμενων γεγονότων».
Στην παρούσα περίπτωση δεν εγείρεται ζήτημα αμφισβήτησης πρωτογενών γεγονότων. Άλλωστε αυτά προέκυπταν κατά βάσιν ως κοινό ή αναντίλεκτο υπόβαθρο μεταξύ των διαδίκων και περαιτέρω επιβεβαιώνονταν και από σειρά σχετικών εγγράφων, των οποίων επίσης ούτε η γνησιότητα ούτε το περιεχόμενο αμφισβητείτο. Ενδεχομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο να μην έχει καταγράψει με την απαιτούμενη λεπτομέρεια τα ουσιώδη πρωτογενή γεγονότα πλην όμως αυτό δεν αναιρεί καθόλου το ότι, έστω και μέσω των συνοπτικών αναφορών του, καθίσταται επαρκώς κατανοητό ποια γεγονότα είχε αποδεχθεί από την προφορική και γραπτή μαρτυρία.
Στη βάση λοιπόν της μαρτυρίας την οποία απεδέχθη το πρωτόδικο Δικαστήριο, προέκυψε ότι η επαγγελματική συνεργασία μεταξύ των διαδίκων στηρίζετο στην αρχική Σύμβαση Ασφαλιστικού Συμβούλου ημερ. 9.12.04. Ήταν δεκτό ότι περί τις αρχές του 2016, προς εξόφληση οφειλόμενου ποσού, η Εφεσίβλητη 1 δια της υπογραφής του Εφεσίβλητου 2, εξέδωσε και παρέδωσε στην Εφεσείουσα, τις επιταγές του βιβλιαρίου επιταγών που παρουσιάστηκε ως Τεκμήριο 6 (υπ' αρ. 20271251 έως 20271300). Οι επιταγές ήταν μεταχρονολογημένες αξίας €1.000 ή €1.300 ή €1.600 έκαστη. Οι ημερομηνίες πληρωμής τους άρχιζαν από τις 31.1.16 και συνέχιζαν καθ' έκαστον επόμενο μήνα μέχρι τις 28.2.20. Στην κατάσταση του σχετικού τραπεζικού λογαριασμού, η οποία καλύπτει την περίοδο 4.1.16 έως 25.6.20 (Τεκμήριο 5), εμφαίνεται ότι, με εξαίρεση δύο, είχαν παρουσιαστεί στην τράπεζα όλες οι επιταγές, έκαστη κατά την ημερομηνία πληρωμής της. Οι δύο οι οποίες δεν εντοπίζονται στην κατάσταση λογαριασμού είναι οι υπ' αρ. 20271276 ημερ. 28.2.18 και η υπ' αρ. 20271284 ημερ. 31.10.18, όπως καταγράφεται στα αποκόμματα στο βιβλιάριο επιταγών (Τεκμήριο 6).
Από άλλη έγγραφη μαρτυρία, την οποία απεδέχθη το πρωτόδικο Δικαστήριο, προέκυπτε ότι η Εφεσείουσα με την Εφεσίβλητη από κοινού τερμάτισαν την παλαιά σύμβαση του 2004 με Έγγραφη Συμφωνία τους ημερ. 10.5.17 (Τεκμήριο 7). Τόσο το χαρτοφυλάκιο όσο και το αναγνωρισθέν κατ' εκείνη τη στιγμή ως οφειλόμενο υπόλοιπο για ασφάλιστρα ύψους €36.546,28, μεταφέρθηκαν στον κωδικό της νέας σύμβασης ασφαλιστικής πρακτόρευσης, η οποία υπεγράφη τρεις μήνες περίπου μετά.
Στο μεταξύ, στις 16.5.17, η Τράπεζα Κύπρου απέστειλε στην Εφεσίβλητη 1 προειδοποιητική επιστολή για υπέρβαση στον επίδικο τρεχούμενο τραπεζικό λογαριασμό, ζητώντας την πλήρη διευθέτηση των εκκρεμοτήτων σε αυτόν, ο οποίος είχε παρουσιάσει υπόλοιπο €33.818 αντί €30.000 που ήταν το όριο του (Τεκμήριο 4).
Η νέα Συμφωνία Ασφαλιστικού Πράκτορα μεταξύ Εφεσείουσας και Εφεσίβλητης 1 υπεγράφη στις 10.8.17 (Τεκμήριο 8). Ο ως άνω τραπεζικός λογαριασμός παρουσίασε κάποιες υπερβάσεις μόνο στις 12.6.17 και στις 10.8.17 (€30.111 και €31.433 αντίστοιχα). Από τις επιταγές που είχαν δοθεί το 2016, είχαν μέχρι τις 24.10.17 κατατεθεί οι 21 πρώτες επιταγές, οι οποίες και είχαν εξαργυρωθεί, ήτοι μέχρι την υπ' αρ. 20271271, ως επίσης εμφαίνεται στην κατάσταση λογαριασμού (Τεκμήριο 5).
Στις 24.10.17 όμως, με σχετική επιστολή της προς την Εφεσίβλητη 1, η Τράπεζα Κύπρου τερμάτισε τον λογαριασμό επί του οποίου είχαν εκδοθεί οι επιταγές και κάλεσε την Εφεσίβλητη 1 να μην προβαίνει στην έκδοση επιταγών καθότι δεν επρόκειτο να τις εξαργυρώσει (Τεκμήριο 1). Το υπόλοιπο του λογαριασμού κατά τον τερματισμό ήταν €12.437,40 συν τόκους, ήτοι ήταν εντός ορίου.
Η Εφεσείουσα, έχοντας στην κατοχή της τις υπόλοιπες επιταγές (με εξαίρεση την υπ' αρ. 20271226 που είχε ακυρωθεί), συνέχισε την παρουσίασή τους προς πληρωμή ανά μήνα μέχρι και την παρουσίαση της τελευταίας στις 4.3.20, ως εμφαίνεται στην κατάσταση λογαριασμού (Τεκμήριο 5). Αυτές έχουν επιστραφεί όλες ανεξαργύρωτες με την ίδια εξήγηση («Orders not to pay, not by Drawer»), πράγμα που επίσης καταγράφεται για κάθε επιταγή στην εν λόγω κατάσταση λογαριασμού. Οι τρεις επίδικες στην παρούσα επιταγές ήταν πληρωτέες στις 30.6.18, στις 31.7.18 και στις 31.8.18. Κατατέθηκαν η πρώτη στις 2.7.18 και οι άλλες δύο στις 31.8.18, οπότε και επιστράφηκαν στις 3.7.18 και 3.9.18 αντίστοιχα με την ίδια εξήγηση, όπως ορθώς διαπίστωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Κατά το ενδιάμεσο διάστημα και δη στις 13.7.18, ο Μ.Κ.3, ο οποίος είναι Προϊστάμενος Πιστωτικού Ελέγχου στην Εφεσείουσα, απέστειλε ηλεμήνυμα (Τεκμήριο 11) στους Εφεσίβλητους παραθέτοντας τα στοιχεία των 21 μεταχρονολογημένων επιταγών, οι οποίες παρέμεναν στην κατοχή της Εφεσείουσας και ήταν πληρωτέες από 30.6.18 έως 28.2.20 συνολικής αξίας €31.800 (υπ' αρ. 20271280 έως 20271300). Η μια βέβαια, που είναι η πρώτη από τις τρεις εδώ επίδικες, είχε ήδη κατατεθεί και επιστραφεί ανεξαργύρωτη στις 3.7.18, ως έχει λεχθεί πιο πριν. Εν πάση περιπτώσει η Εφεσείουσα καλούσε τους Εφεσίβλητους, στη βάση παλαιότερης τηλεφωνικής συνομιλίας τους, σε περίπτωση που δεν επιθυμούν την κατάθεση των επιταγών αυτών, να τις αντικαθιστούν με μετρητά τουλάχιστον μια μέρα πριν την ημερομηνία που θα καθίσταντο πληρωτέες, δηλώνοντας ότι σε αντίθετη περίπτωση θα προχωρούσε «σε κατάθεση της επιταγής κάθε τέλος του μήνα». Ας σημειωθεί για ό,τι αξίζει πως η θέση του Εφεσίβλητου 2, κατά τη μαρτυρία του, ήταν πως είχε διευθετήσει μερικές από τις επιταγές που είχαν επιστραφεί μετά τον τερματισμό του τρεχούμενου λογαριασμού τους. Αυτό εξηγούσε την αναφορά του Μ.Κ.3 μόνο σε 21 επιταγές πληρωτέες μετά τις 30.6.18 (Τεκμήριο 11).
Όταν αργότερα επιστράφηκαν στις 31.8.18 απλήρωτες και οι επόμενες δύο, επίδικες εδώ επιταγές, η Εφεσείουσα απέστειλε νέα επιστολή στην Εφεσίβλητη 1 ημερ. 4.9.18 (Τεκμήριο 10), επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ακριβώς ότι για το ποσό των €31.800 είχε στην κατοχή της τις 21 «μεταχρονολογημένες επιταγές, τρεις εκ των οποίων επεστράφησαν ως ανεξαργύρωτες από την τράπεζα». Ζητούσε δε, όπως μέχρι τις 17.9.18 ενημερωθεί γραπτώς για τον τρόπο και τη μέθοδο αποπληρωμής αυτού του υπολοίπου. Εν συνεχεία, στις 3.10.18, με νεότερη επιστολή της, τερμάτισε τη συνεργασία της με την Εφεσίβλητη (Τεκμήριο 9). Στις 16.10.18 καταχώρισε την ποινική υπόθεση στην οποία αφορά η παρούσα έφεση ενώ κατά την 1.11.18 καταχώρισε και αγωγή αξιώνοντας κάθε οφειλόμενο υπόλοιπο (Τεκμήριο 12). Στο ενδιάμεσο ήτοι στις 22.10.18, ο Εφεσίβλητος 2 κατέβαλε €2.600, θεωρώντας ότι εξοφλούσε τις δύο πρώτες από τις επίδικες εδώ επιταγές αλλά εν τέλει έλαβε απόδειξη εξόφλησης για δύο άλλες μεταγενέστερες επιταγές (Τεκμήριο 15). Το τελευταίο ήταν θέμα για το οποίο επέμενε στη μαρτυρία του ο Εφεσίβλητος, πλην όμως είναι γεγονός πως δεν το επέλυσε ο πρωτόδικος Δικαστής κατά την αξιολόγησή του. Δεν επηρεάζει όμως την έκβαση της υπόθεσης εν όψει άλλων ζητημάτων, ως κατωτέρω εξηγείται.
Όσον αφορά τη νομική πτυχή του θέματος θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι τα εδ.(1) και (2) του Άρθρου 305Α δημιουργούν δύο ξεχωριστά αδικήματα [N.C. Diamonds Co. Ltd v. Γεωργίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 763, Νίκος Γλυκύς G.N.S. TelemaN Ltd, (ανωτέρω)]. Το αδίκημα του εδ.(2) αφορά την περίπτωση κατά την οποία η εξόφληση επιταγής ματαιώνεται ένεκα πράξης μεταγενέστερης της έκδοσης της επιταγής (Eurofreight Logistics Ltd v. Γεωργίου (2006) 2 Α.Α.Δ. 29). Σε σχέση με τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του Άρθρου 305Α(2), συνάγεται από το λεκτικό του ότι για να κριθεί ένοχος κάποιος κατηγορούμενος θα πρέπει να αποδειχθεί: (1) Η έκδοση της επιταγής και (2) Η πρόκληση της μη εξόφλησής της από τον εκδότη της με οποιαδήποτε πράξη του πριν ή κατά την ημερομηνία που αυτή κατέστη πληρωτέα (βλ. Δαμιανού ν. Κανάρη, Ποιν. Έφ. 6/18, ημερ. 31.10.18). Ο χρόνος τέλεσης της ποινικά επιλήψιμης πράξης, δηλαδή ο χρόνος κατά τον οποίο προκαλείται με οποιαδήποτε πράξη η μη εξόφληση της επιταγής ενδέχεται να είναι προγενέστερος ή μεταγενέστερος της ημερομηνίας πληρωμής της επιταγής (Philippa Estates Ltd v. Ρούσου (2006) 2 Α.Α.Δ. 142).
Όπως είχε λεχθεί στην υπόθεση N.C. Diamonds Co. Ltd, (ανωτέρω), το Άρθρο 305Α(2) προσφέρει έγκυρη υπεράσπιση, ουσιαστικά καθιερώνοντας την αρχή του ανακλητού της επιταγής για εύλογη αιτία. Η σχετική επιφύλαξη στο εδ.(2), φαίνεται να περιορίζει την επίκληση της υπεράσπισης της εύλογης αιτίας στις περιπτώσεις εντολής μη πληρωμής (stop payment order), της γνωστής ανάκλησης επιταγής, αφού προνοεί πως «επίκληση της υπεράσπισης» αυτής δυνατόν να γίνει εφόσον ο κατηγορούμενος εκδότης «παρέθεσε γραπτώς στο πιστωτικό ίδρυμα» τον λόγο για τον οποίο «δόθηκε εντολή μη πληρωμής της».
Όπως εξηγείται στην Ttozios Management Ltd κ.ά. v. Κυριάκου (2016) 2 (Α) Α.Α.Δ. 277, εφόσον αποδειχθούν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, τότε το βάρος απόδειξης μετατίθεται επί των ώμων του κατηγορούμενου να αποδείξει (επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων) την ύπαρξη εύλογης αιτίας για την ανάκληση της επιταγής.
Είναι γεγονός ότι η πλειονότητα ποινικών υποθέσεων στη βάση του εδ.(2) αφορά ανάκληση από τον εκδότη επιταγής. Αυτονόητο είναι πως σε τέτοια περίπτωση ισχύει το αναφερθέν στην υπόθεση Ttozios Management Ltd (ανωτέρω), ότι η εύλογη αιτία συναρτάται άμεσα και αποκλειστικά με τον λόγο της ανάκλησης τον οποίο δήλωσε γραπτώς ο εκδότης κατά την ανάκληση, βάσει της επιφύλαξης του εδ.(2). Σχετική είναι και η υπόθεση Χατζηαργυρού v. Pamporides LLC, Ποιν. Έφ. 300/18, ημερ. 17.4.19, ECLI:CY:AD:2019:B147.
Δεν θα μας απασχολήσουν όμως περαιτέρω τέτοια ζητήματα στην παρούσα καθότι ούτε έχει προβληθεί ούτε και εγείρεται από τα γεγονότα ζήτημα εντολής μη πληρωμής εκ μέρους της εκδότριας Εφεσίβλητης 1. Πολύ περισσότερο δεν εγείρεται ούτε ζήτημα ύπαρξης εύλογης αιτίας για τέτοια ενέργεια. Οι Εφεσίβλητοι δέχονται την έκδοση των επίδικων τριών επιταγών και αρνούνται μόνο τη συνδρομή του δεύτερου συστατικού στοιχείου του αδικήματος, ήτοι την πρόκληση, μέσω οποιασδήποτε πράξης τους, της μη εξόφλησης των επιταγών. Αυτό είναι και το μόνο ουσιώδες ζήτημα στη βάση των διαπιστωθέντων γεγονότων.
Το πρώτιστο λοιπόν το οποίο εξετάζεται είναι το κατά πόσον εντοπίζεται συγκεκριμένη συμπεριφορά ή δράση της Εφεσίβλητης 1, η οποία να συνιστά πράξη πρόκλησης της μη εξόφλησης. Εννοείται πως σε περίπτωση εντοπισμού τέτοιας πράξης τότε θα πρέπει να εξεταστεί και η τυχόν συμμετοχή ή συνέργεια του Εφεσίβλητου 2 στην εν λόγω δράση της Εφεσίβλητης 1 εταιρείας με την αναγκαία ένοχη διάνοια συνεργού (βλ. Ανδρέου v. Μινέρβα Ασφαλιστική Εταιρεία Δημόσια Λτδ, Ποιν. Έφ. 42/2021, ημερ. 22.9.23).
Ξεκινώντας από τον τέταρτο λόγο έφεσης θα πρέπει να πούμε ότι δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην ερμηνεία του περιεχομένου της σφραγίδας επί των επιστραφεισών επιταγών. Δυνάμει του εδ.(3) του Άρθρου 305Α η σχετική σημείωση της Τράπεζας συνιστούσε μαχητό τεκμήριο της αλήθειας του περιεχομένου της, το οποίο τεκμήριο δεν είχε ανατραπεί. Εξ αυτής της σημείωσης προέκυπτε ότι την εντολή μη πληρωμής την είχαν δώσει άλλοι εκτός της Εφεσίβλητης 1. Την πλήρη εξήγηση την είχε δώσει ενόρκως ο Μ.Κ.1 διευκρινίζοντας ότι «...η τράπεζα λόγω του τερματισμού του τρεχούμενου λογαριασμού...αυτόματα επέστρεφε τις επιταγές» και σε άλλο σημείο ότι «[Α]υτή η σφραγίδα μπαίνει στις περιπτώσεις όπου έχουμε τερματισμένο τρεχούμενο λογαριασμό».
Έπεται λοιπόν ότι οι επιταγές επιστράφηκαν απλήρωτες επειδή είχε τερματιστεί ο λογαριασμός της Εφεσίβλητης 1. Τον οποίο είχε τερματίσει η Τράπεζα υπό τις περιστάσεις που έχουμε περιγράψει πιο πριν. Ο τερματισμός αυτός έγινε στις 24.10.17, ήτοι σχεδόν δύο έτη μετά την έκδοση και παράδοση στην Εφεσείουσα όλων των μεταχρονολογημένων επιταγών και μάλιστα ενόσω ο λογαριασμός είχε πολύ χαμηλό υπόλοιπο (€12.437) και ευρίσκετο εντός του ορίου των €30.000. Συνεπώς οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν εκδώσει καμμιά επιταγή μετά το κλείσιμο του λογαριασμού, ως αντιθέτως προβάλλει η Εφεσείουσα στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης.
Ούτε βέβαια προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία ή εξήχθη οποιοδήποτε εύρημα ή συμπέρασμα περί του ότι οι Εφεσίβλητοι γνώριζαν εκ των προτέρων ότι ο λογαριασμός τους θα τερματιστεί, ως προβάλλεται με τον δεύτερο λόγο έφεσης. Στη βάση των ευρημάτων αυτό που είχε καταδειχθεί ήταν πως στις 16.5.17 είχαν λάβει επιστολή για μια υπέρβαση ύψους €3.818 (Τεκμήριο 4). Αυτή όμως η υπέρβαση διήρκεσε μόνο δύο μέρες, αφού ο λογαριασμός ομαλοποιήθηκε αμέσως με την κατάθεση επιταγής και μετρητών (Τεκμήριο 5). Οι μόνες άλλες περιπτώσεις υπερβάσεων ήταν για δύο ημέρες στις 12.6.17 ύψους €111 και για μια μέρα στις 10.8.17 ύψους €433. Καθόλη την υπόλοιπη τετραετή περίοδο από το 2016 έως το 2020, η οποία περίοδος παρουσιάζεται στην κατάσταση λογαριασμού (Τεκμήριο 5), ο τρεχούμενος ευρίσκετο πάντοτε εντός ορίου. Ιδίως όμως από την περίοδο της ομαλοποίησής του μετά τις 11.8.17 και την εν συνεχεία διατήρησή του σε υπόλοιπα ουσιωδώς κάτω του ορίου, σίγουρα δεν μπορεί να λεχθεί ότι οι Εφεσίβλητοι γνώριζαν ή μπορούσαν να γνωρίζουν ότι η τράπεζα θα επιλέξει στις 24.10.17 να κλείσει τον λογαριασμό, χωρίς μάλιστα να υπήρχε οποιαδήποτε υπέρβαση για δύο και πλέον μήνες. Μάλιστα δε, χωρίς να δοθεί στον πελάτη εύλογος χρόνος (ανάλογος και των επιταγών των οποίων εκκρεμούσε η πληρωμή) ούτως ώστε να μπορέσει να ρυθμίσει τις υποχρεώσεις του (βλ. Τραπεζική Επιταγή, Χ. Λουκά, 2η έκδοση, Τόμος 1, σ. 88).
Βέβαια, η όποια κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο τερματισμός του λογαριασμού δεν μπορούσε να επιφέρει τη μη εξόφληση των επίδικων επιταγών, ήταν προφανώς εσφαλμένη. Αυτό διότι η μη πληρωμή των επιταγών ένεκα του τερματισμού, όχι μόνο ήταν αναπόδραστη συνέπεια ως θέμα κοινής λογικής κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων αλλά και επειδή όντως έτσι είχε γίνει στην παρούσα. Οι επίδικες επιταγές δεν είχαν εξαργυρωθεί διότι η τράπεζα είχε τερματίσει τον λογαριασμό της Εφεσίβλητης 1.
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για τον τερματισμό ενός τραπεζικού λογαριασμού, μεταξύ των οποίων είναι ο τερματισμός με αμοιβαία συμφωνία των μερών ή με τη δέουσα ειδοποίηση του ενός μέρους προς το άλλο (βλ. Τραπεζική Επιταγή, (ανωτέρω), σ. 85). Γενικά, ο τερματισμός (κλείσιμο) ενός λογαριασμού αυτός καθ' εαυτός αποτελεί ασφαλώς διαδικαστική ενέργεια της τράπεζας, πλην όμως είναι αυτονόητο πως εάν κάποιος προβεί σε οποιαδήποτε πράξη (ή παράλειψη) η οποία συνέβαλε στον εν λόγω τερματισμό τότε ενδέχεται η πράξη του αυτή να συνδέεται αιτιωδώς και με τη μη πληρωμή επιταγής εν τη εννοία του Άρθρου 305Α(2). Ειδικότερα, κατηγορούμενος ο οποίος με τις ενέργειες ή παραλείψεις του σκοπίμως ή απερισκέπτως επιφέρει το κλείσιμο του λογαριασμού του με αποτέλεσμα να μην πληρωθούν επιταγές που έχει εκδώσει επί του λογαριασμού αυτού, θα ήταν ένοχος της πρόκλησης μη εξόφλησης επιταγής κατά το πιο πάνω άρθρο. Πρόκειται για ζήτημα το οποίο εξαρτάται και εξετάζεται πάντα υπό τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης.
Στην παρούσα περίπτωση η Εφεσείουσα δεν είχε εξειδικεύσει στις λεπτομέρειες των κατηγοριών σε τι συνίστατο η πρόκληση. Χωρίς βέβαια αυτό να αποτέλεσε πρόβλημα κατά την ακρόαση, αν ληφθεί υπ' όψιν πως ούτε οι κατηγορούμενοι ζήτησαν λεπτομέρειες. Το πιο ουσιώδες όμως είναι πως η Εφεσείουσα δεν προσέφερε οποιαδήποτε μαρτυρία και ούτε κατ' άλλον τρόπο επεδίωξε να καταδείξει τους λόγους τερματισμού του λογαριασμού, περιοριζόμενη κατά την κυρίως εξέταση των τραπεζικών υπαλλήλων μόνο στο ίδιο το γεγονός του τερματισμού με την προαναφερθείσα επιστολή Τεκμήριο 1. Ο δε δικός της εργοδοτούμενος (Μ.Κ.3) περιορίστηκε και αυτός στο γεγονός της μη εξαργύρωσης των επιταγών και του τερματισμού της συνεργασίας της ίδιας της Εφεσείουσας με την Εφεσίβλητη, σε χρόνο όμως μεταγενέστερο της επιστροφής απλήρωτων των τριών επίδικων επιταγών, ήτοι στις 3.10.18.
Ούτε ενώπιόν μας έχει προβληθεί κάποιος σαφής ισχυρισμός για το τι εισηγείται η Εφεσείουσα ως πράξη η οποία συνιστά την πρόκληση μη εξόφλησης. Αντιθέτως έθεσε ως βάση των επιχειρημάτων της τη θέση ότι «οι κατηγορούμενοι δεν είχαν δικαίωμα να εκδίδουν επιταγές διότι ο λογαριασμός τους είχε τερματιστεί». Προχώρησε δε να διασυνδέσει το θέμα με νομολογία, η οποία όμως αφορά το άλλο αδίκημα του Άρθρου 305Α(1) και την έκδοση επιταγής με αδιαφορία (recklessness) ως προς τη μελλοντική ύπαρξη κεφαλαίων για την πληρωμή της [βλ. Corina Snacks Ltd, (ανωτέρω)]. Ίσως αυτή η αντίληψη εξηγεί και τον λόγο για τον οποίο στις λεπτομέρειες κάθε κατηγορίας έχει προστεθεί και η φράση ότι ο κάθε Εφεσίβλητος «παρέλειψεν να την εξοφλήσει εντός 15 ημερών από την εν λόγω παρουσίαση» (το οποίο ως έχει ήδη λεχθεί δεν συνιστά συστατικό στοιχείο του εξεταζόμενου αδικήματος).
Επανερχόμενοι στο θέμα της αιτίας του τερματισμού σημειώνουμε ότι ουσιαστικά, η μόνη σχετική μαρτυρία είχε προκύψει μέσα από (δύο) ερωτήσεις κατά την αντεξέταση του πρώτου τραπεζικού υπαλλήλου (Μ.Κ.1). Αυτή αποκρυσταλλώνεται στη δήλωση του εν λόγω μάρτυρος ότι η Τράπεζα άσκησε το δικαίωμά της να τερματίσει τον λογαριασμό επειδή υπήρχαν άλλες υποχρεώσεις τις οποίες δεν τηρούσαν οι Εφεσίβλητοι. Η μόνη περαιτέρω επεξήγηση που έδωσε ήταν πως «βασικά υπήρχε ακόμα ένα δάνειο» το οποίο αφορούσε την Εφεσίβλητη 1 και στο οποίο παρατηρούντο καθυστερήσεις (Πρακτικά, σ. 5). Δεν υπήρξε καμμιά άλλη μαρτυρία σε σχέση με το θέμα παράβασης συμβατικών υποχρεώσεων.
Η Εφεσείουσα παραπονείται για την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «είναι επισφαλές τυχόν συμπέρασμα πως οι κατηγορούμενοι προκάλεσαν τη μη εξόφληση των επίδικων επιταγών επειδή παρέβηκαν τις συμβατικές υποχρεώσεις που είχαν προς την Τράπεζα Κύπρου». Αιτιολογώντας την κρίση του αυτή ο πρωτόδικος Δικαστής είπε πως «δεν υπάρχει η απαιτούμενη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράβασης των συμβατικών τους υποχρεώσεων προς την Τράπεζα και της πρόκλησης της μη εξόφλησης των επίδικων επιταγών».
Ενδεχομένως τα πιο πάνω να μην συνιστούν την πιο ιδεατή ή την πρέπουσα αναλυτική διατύπωση σε σχέση με τα γεγονότα της υπόθεσης, πλην όμως δεν μπορούμε να διαφωνήσουμε με την αποφασιστική (της υπόθεσης) κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Θα πρέπει να τονίσουμε πως δεν είχε ενώπιόν του καμμιά λεπτομέρεια όσον αφορά τη σύμβαση του δανείου π.χ. τους όρους της σύμβασης, το ποσό, τις δόσεις, τις καθυστερήσεις ή τις τυχόν προειδοποιήσεις που είχαν δοθεί για το δάνειο κ.λπ. Χωρίς αυτά τα στοιχεία, όντως θα ήταν επισφαλής η όποια κατάληξη ότι η μη καταβολή οποιωνδήποτε δόσεων έναντι του δανείου έγινε σκοπίμως με στόχο τον τερματισμό του τρεχούμενου λογαριασμού και κυρίως με σκοπό τη συνεπακόλουθη μη εξόφληση των επιταγών ή έστω απερισκέπτως εν σχέσει με επέλευση των εν λόγω συνεπειών. Τις οποίες μάλιστα επιταγές είχαν δώσει ως μεταχρονολογημένες, σχεδόν προ διετίας, αυτές ετιμούντο ανελλιπώς και οι Εφεσίβλητοι διατηρούσαν το υπόλοιπο του λογαριασμού, κατά τον επίδικο χρόνο, σχεδόν στο εν τρίτο του ορίου του λογαριασμού. Διαθέσιμο υπόλοιπο το οποίο (ακόμα και χωρίς άλλη εισροή) δυνητικά επαρκούσε για την εξόφληση τουλάχιστον των επιταγών μέχρι τον Αύγουστο του 2018. Άλλωστε είναι λογικό το συμπέρασμα ότι ακόμα και μετά τον τερματισμό είχαν εξοφλήσει σειρά επιταγών. Εξ ου και στο ηλεμήνυμά του ημερ. 13.7.18 (Τεκμήριο 11) ο Μ.Κ.3 είχε αναφερθεί στο ότι κατείχαν επιταγές μόνο από τον Ιούνιο του 2018 και ύστερα. Σε περίπτωση αποδοχής της θέσης της Εφεσείουσας θα παρέμενε αναπάντητο το γιατί οι Εφεσίβλητοι να προκαλούσαν τη μη εξόφληση επιταγών προκαλώντας το κλείσιμο του λογαριασμού τους και εν συνεχεία να εξοφλούσαν τις επιταγές οι οποίες επιστρέφοντο απλήρωτες κατά το διάστημα Νοεμβρίου του 2017 μέχρι τον Ιούνιο του 2018.
Δεν θα συμφωνήσουμε με τα προβαλλόμενα στον τρίτο λόγο έφεσης και δη ότι ο Εφεσίβλητος 2 είχε παραδεχθεί ότι σκόπιμα δεν πλήρωσαν τις επίδικες επιταγές. Η σχετική δήλωση του κατά την αντεξέταση του αναφερόταν στη δυσκολία που προκλήθηκε μετά τον τερματισμό της συμφωνίας αντιπροσώπου ασφαλειών, ο οποίος, ως έχουμε πει, έλαβε χώρα μετά τον προβαλλόμενο χρόνο διάπραξης των αδικημάτων και δη στις 3.10.18 («Δεν μπορούσα εγώ να τιμώ επιταγές, οι οποίες είχαν την εγγύηση υπολοίπων πελατών που τη στιγμή που η ίδια η ασφαλιστική προκάλεσε τη μη πληρωμή»). Είχε αμέσως πριν υποστηρίξει ότι κατέβαλε προσπάθειες να έβλεπαν τη «μετασυμβατική» τους σχέση και να του επέτρεπαν να εισπράττει οφειλόμενα ασφάλιστρα από πελάτες.
Ούτε συμφωνούμε ότι δημιουργείται οποιοδήποτε ζήτημα από την απουσία κάποιας ρητής ενημέρωσης από τους Εφεσίβλητους προς την Εφεσείουσα σε σχέση με το γεγονός του τερματισμού του λογαριασμού. Η Εφεσείουσα, μέχρι τον Ιούνιο του 2018, είχε ήδη καταθέσει επτά επιταγές που δεν είχαν πληρωθεί ακριβώς για τον ίδιο λόγο. Γνώριζε δηλαδή τουλάχιστον από τον Νοέμβριο του 2017 για τον τερματισμό του λογαριασμού της Εφεσείουσας. Γεγονός βέβαια που δεν την απέτρεψε καθόλου από το να συνεχίσει να καταθέτει για τα επόμενα δύο έτη μηνιαίως όλες τις επιταγές και να λαμβάνει την ίδια απάντηση. Πλην όμως αυτό ούτως ή άλλως δεν έχει οποιαδήποτε σημασία σε ό,τι αφορά την τελική μας κατάληξη.
Εν κατακλείδι, δεν συμφωνούμε ότι υπό τις περιστάσεις αυτής της υπόθεσης είχε αποδειχθεί στον απαιτούμενο βαθμό οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη που θα ισοδυναμούσε με πρόκληση μη εξόφλησης των επιταγών. Είναι γεγονός πως η Τράπεζα επικαλέστηκε την καθυστέρηση καταβολής δόσεων δανείου για να τερματίσει τον τρεχούμενο λογαριασμό της Εφεσίβλητης 1 πλην όμως αυτό δεν μπορούσε να εξισωθεί υπό τις περιστάσεις με πρόκληση μη εξόφλησης εκ μέρους οποιουδήποτε των Εφεσιβλήτων.
Στη βάση των πιο πάνω όλοι οι λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται, όπως και η έφεση. Επιδικάζονται €1.800 έξοδα συν Φ.Π.Α. προς όφελος των Εφεσιβλήτων και εις βάρος της Εφεσείουσας.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.