ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης Αρ. 6/24)
17 Ιανουαρίου, 2025
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
EDUARD VOVK
Εφεσείοντας
ΚΑΙ
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΡΧΗ ‑ ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητου
-----------------------------
Α. Ανδρέου και Β. Ακάμας, για τον εφεσείοντα.
Ν. Παπούτσα για Γενικόν Εισαγγελέα, για τον εφεσίβλητο.
Εφεσίβλητος, παρών.
Παρούσα η διερμηνέας, Χριστιάνα Χατζηπαυλή, η οποία ορκίζεται να μεταφράζει πιστά και αληθινά από τα ελληνικά στα αγγλικά και αντίστροφα όσο καλύτερα μπορεί.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου απορρίπτοντας τις ενστάσεις του εφεσείοντα, διέταξε την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εναντίον του, (ΕΕΣ) και την παράδοσή του στις γερμανικές αρχές στη βάση του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004 (N 133(I)/2004) (ο «Νόμος»). Ο Νόμος θεσπίστηκε για σκοπούς εναρμόνισης με τη σχετική απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης («απόφαση-πλαίσιο»). Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι αυτό εκδόθηκε με σκοπό την εναντίον του άσκηση ποινικής δίωξης, για πράξεις που σύμφωνα με το κράτος έκδοσης του ΕΕΣ συνιστούν στο σύνολο 48 αδικήματα, ήτοι απάτη και αδικήματα σχετικά με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Σημειώνεται ότι εντούτοις το πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε όπως ο εφεσείοντας παραμείνει ελεύθερος υπό τους όρους που είχε ήδη θέσει σε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας, χωρίς, κατά την άποψή μας επαρκή αιτιολογία. Επισημαίνεται επίσης ότι ενώ παρέχεται στην αιτούσα αρχή εφεσίβλητο η δυνατότητα να ζητήσει την κράτηση του εφεσείοντα ενώπιον του Εφετείου (βλ. Παναγιώτη Μεσαρίτη v. Γενικού Εισαγγελέα, Πολιτική Έφεση Αρ. 256/2017, 27/7/2017), δεν προέβη σε σχετικό αίτημα.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, υποστηρίζεται ότι το Δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένα και/ή αντιφατικά συμπεράσματα ως προς τον σκοπό έκδοσης του ΕΕΣ, εφαρμόζοντας εσφαλμένα τον Νόμο. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, ο σκοπός του επίδικου ΕΕΣ είναι η ανάκριση του εφεσείοντα και όχι η ποινική του δίωξη. Στην αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης, διευκρινίζεται ότι ενώ δεν προσκομίστηκε μαρτυρία ότι στη Γερμανία διεξαγόταν προανάκριση, το Δικαστήριο προέβη σε αυτό το αυθαίρετο συμπέρασμα. Περαιτέρω υποστηρίζεται ότι ο όρος προανάκριση ήταν άγνωστος για το πρωτόδικο Δικαστήριο, ελλείψει μαρτυρίας περί του γερμανικού δικαίου.
Ως προς το ζήτημα του σκοπού του ΕΕΣ, το Άρθρο 3 του Νόμου προβλέπει:
«Σκοπός του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης
3. Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι απόφαση ή Διάταγμα δικαστικής αρχής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκδίδεται με σκοπό τη σύλληψη και την παράδοση προσώπου, το οποίο ευρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ζητείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους έκδοσης του εντάλματος:
(α) Για την άσκηση ποινικής δίωξης ή
(β) για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας.»
Η αντίστοιχη πρόνοια της απόφασης - πλαισίου απαντάται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 αυτής, σχολιασμός της οποίας γίνεται στο «Εγχειρίδιο για τον τρόπο έκδοσης και εκτέλεσης του ΕΕΣ», το οποίο ανακοινώθηκε από την Επιτροπή της ΕΕ με δημοσίευση στις 15/12/2023 στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ.
Στην πρόσφατη απόφαση μας, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ, ΩΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΡΧΗ v. VIACHESLAV NOVIKOV, Έφεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης Αρ. 3/24, 20/12/2024, αναφέραμε ότι το Δικαστήριο λαμβάνει δικαστική γνώση των δημοσιεύσεων στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ, δυνάμει του άρθρου 3 του περί των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Απόδειξη και Εκτέλεση Πράξεων και Δικαστικών Αποφάσεων) Νόμου του 2006 και ότι στην σελίδα 6 του Εγχειριδίου αναφέρεται πως σκοπός της τελευταίας αναθεώρησης του, είναι η επικαιροποίηση του με τη συμπερίληψη νέων αποφάσεων που εκδόθηκαν έως την 31η Ιουλίου 2023 και η εξέταση ορισμένων ζητημάτων, τα οποία αντιμετωπίζουν οι επαγγελματίες του κλάδου, όπως οι συνθήκες κράτησης.
Αντιμέτωποι με τα επίδικα θέματα που τίθενται στην παρούσα, θεωρούμε χρήσιμο να προσθέσουμε ότι εάν οι αρχές που ασχολούνται με τη διαδικασία του ΕΕΣ συμβουλεύονταν το εν λόγω Εγχειρίδιο, φρονούμε ότι τα επίδικα ζητήματα θα ήταν πιο ξεκάθαρα και η επικοινωνία μεταξύ των αρχών του κράτους μέλους έκδοσης και του κράτους μέλους εκτέλεσης θα ήταν πιο διαφωτιστική, προς το συμφέρον όλων των εμπλεκομένων μερών και της απονομής της δικαιοσύνης . Δεν παραβλέπουμε βεβαίως ότι το Εγχειρίδιο δεν αποτελεί πηγή δικαίου και τονίζουμε ότι οι διάδικοι διατηρούν το δικαίωμα να εγείρουν σημεία επί γεγονότων ή και νομικών θεμάτων όπως κρίνουν οι ίδιοι προς προάσπιση των δικαιωμάτων τους. Εντούτοις, διαπιστώνεται μία ατυχής έλλειψη κοινού εδάφους συνεννόησης στα ενώπιον μας τεκμήρια, αναφορικά με την επικοινωνία και δράσεις των εμπλεκομένων μερών. Η διατύπωση ερωτήσεων προς τις αρχές έκδοσης με τρόπο που δεν συνάδει με το ευρωπαϊκό δίκαιο που εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση, απολήγει σε απαντήσεις που περιπλέκουν τα ζητήματα αντί να παρέχουν διευκρινίσεις σχετικές με την εφαρμογή του εφαρμοστέου δικαίου.
Στο εν λόγω Εγχειρίδιο αναφέρεται στη σελίδα 9, ότι η αναφορά στην άσκηση ποινικής δίωξης στην απόφαση-πλαίσιο αφορά «ποινικές διαδικασίες στις οποίες μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του καταζητούμενου.»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)
Περαιτέρω, αναφέρεται ότι ενώ η άσκηση ποινικής δίωξης περιλαμβάνει επίσης την ποινική προδικασία, ωστόσο σκοπός του ΕΣΣ δεν είναι η διαμεταγωγή προσώπων απλώς και μόνο για να ανακριθούν ως ύποπτοι.
Η κυπριακή νομολογία έχει ερμηνεύσει τη φράση «ποινική δίωξη» διασταλτικά έτσι ώστε να περιλαμβάνει «μία διαδικασία προερχόμενη από δικαστική αρχή που οδηγεί σε ποινική δίωξη» χωρίς όμως να περιλαμβάνει το στοιχείο της βεβαιότητας της δίωξης. Στην υπόθεση ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ GHEBALI, Πολιτική Έφεση Αρ. 51/2020, 11/5/2020 αναφέρθηκαν τα εξής σε σχέση με τα εκεί δεδομένα, που αφορούσαν τη Γαλλία:
«Πρόκειται για μια διαδικασία προερχόμενη από δικαστική αρχή που οδηγεί σε ποινική δίωξη.
Θα ήταν μικροσκοπικό και εκτός της έννοιας της αρχής της αλληλεγγύης που διέπει την ευρωπαϊκή ενότητα να σταθούμε σε επιμέρους έννοιες και λεπτομέρειες που αφορούν τη διαδικασία στη Γαλλία. (βλ. Reinwald ν. Γεν.Εισαγγελέας Πολ. έφ. αρ.42/19, 23.4.2020). Τέτοια πορεία θα ήταν ατελέσφορη. Εξάλλου και ο ίδιος ο Γάλλος δικηγόρος που κατέθεσε για τον εκζητούμενο, δήλωσε πως οι απαντήσεις της Κεντρικής Αρχής της Γαλλίας αντικατοπτρίζουν την πραγματική εικόνα σταδίου διερεύνησης. Το ότι εντέλει μπορεί η δίωξη να μη συντελεστεί δεν αλλάζει τη βασική αρχή ότι ο σκοπός του εντάλματος είναι η ποινική δίωξη.»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)
Κατά την ακρόαση της έφεσης, επιπλέον των όσων υποστήριξαν με τη γραπτή τους αγόρευση, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του εφεσείοντα αναφέρθηκαν στις αποφάσεις που μόλις την προηγούμενη ημέρα είχαν εκδοθεί από το Εφετείο, CHANIN STENLI v. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Έφεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης Αρ.4/24, 7/1/205 και ARIEVICH MICHEL v. ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΡΧΗ-ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Έφεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης Αρ. 5/24, 7/1/2025, και υποστήριξαν ότι σε αυτές, εσφαλμένα υιοθετήθηκε και εφαρμόστηκε το σκεπτικό της GHEBALI (ανωτέρω), επειδή, όπως υποστήριξαν, αυτό περιοριζόταν και αφορούσε τα δεδομένα της εν λόγω απόφασης που είναι διαφορετικά από τα δεδομένα στις πιο πάνω πρόσφατες αποφάσεις του Εφετείου. Μας κάλεσαν επίσης να μην εφαρμόσουμε το σκεπτικό της GHEBALI (ανωτέρω), στην παρούσα, καθώς τα ενώπιον μας δεδομένα επίσης διαφέρουν. Επικαλούμενοι την υπόθεση Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 ΑΑΔ 315, μας κάλεσαν να αποστούμε από τον λόγο των πιο πάνω αποφάσεων STENLI και MICHEL επειδή εφάρμοσαν εσφαλμένη αρχή δικαίου.
Με κάθε σεβασμό διαφωνούμε με τη θέση αυτή των συνηγόρων του εφεσείοντα. Δεν παραγνωρίζουμε ότι κάθε υπόθεση κρίνεται με τα δικά της περιστατικά. Ενδεχομένως τα στοιχεία που είχε ενώπιον του το Δικαστήριο στην GHEBALI να ήταν διαφορετικά από τα δεδομένα στην παρούσα, όμως η νομολογιακή αρχή με την ερμηνεία που δόθηκε στη φράση «ποινική δίωξη» είναι θεωρούμε εφαρμοστέα και στα γεγονότα της παρούσας, όπως θα επεξηγήσουμε πιο κάτω.
Στην πρόσφατη, δε υπόθεση Stenli (ανωτέρω), όπου παρόμοια θέση του εκεί εφεσείοντα αναφορικά με τον σκοπό του ΕΕΣ απορρίφθηκε, υιοθετήθηκε επιπλέον της υπόθεσης GHEBALI και η προγενέστερη απόφαση Spiriev Leonid-Ivanov ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2014) 1 ΑΑΔ 937, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Παραπονείται ο Εφεσείων με τον τέταρτο λόγο έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως δεν μπορεί να ελέγξει κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας, που, κατ' ισχυρισμό, έλαβε χώρα από τις ιταλικές αρχές. Συγκεκριμένα, είχε εισηγηθεί πρωτόδικα ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα ότι οι ιταλικές αρχές δεν επιθυμούν την έκδοση και παράδοση του εκζητούμενου προς δίωξή του για τα υπό αναφορά αδικήματα, αλλά προκειμένου να λάβουν από αυτόν μαρτυρία σε σχέση με τη διερεύνηση των εν λόγω αδικημάτων.
Ορθά απεφάνθη το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το εξεταζόμενο ζήτημα εκφεύγει των πλαισίων και του σκοπού της όλης διαδικασίας, όπως ο Νόμος προβλέπει και έχει νομολογιακά οριοθετηθεί. Το υπό αναφορά θέμα αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της χώρας η οποία επιδιώκει την έκδοση, οι δικαστικές αρχές της οποίας είναι και οι μόνες αρμόδιες για την εξέτασή του στη βάση των ουσιαστικών και δικονομικών ιταλικών κανόνων δικαίου.
Κατ' ακολουθία, και ο τέταρτος λόγος έφεσης, ως ανυπόστατος, απορρίπτεται.»
Προκύπτει από την υπόθεση Spiriev (ανωτέρω), ότι εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει ενώπιον του στοιχεία που δεικνύουν ότι οι αρμόδιες αρχές της χώρας έκδοσης έκριναν ότι ο σκοπός της έκδοσης είναι η ποινική δίωξη, δεν δικαιολογείται, κατά κανόνα, η εξέταση της κρίσης αυτής.
Η πιο πάνω προσέγγιση της κυπριακής νομολογίας είναι συμβατή με τα λεχθέντα από το ΔΕΕ στην απόφαση Popławski, C-579 της 29ης Ιουνίου 2017 στην παράγραφο 19:
«Συναφώς, από το άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 προκύπτει, κατ' αρχάς, ότι η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο θεσπίζει την αρχή σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ΕΕΣ βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως και σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της αποφάσεως-πλαισίου. Πλην εξαιρετικών περιστάσεων, οι δικαστικές αρχές εκτελέσεως δεν μπορούν, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, να αρνηθούν την εκτέλεση τέτοιου εντάλματος παρά μόνον στις εξαντλητικώς απαριθμούμενες περιπτώσεις μη εκτελέσεως που προβλέπει η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο και η εκτέλεση του ΕΕΣ μπορεί να εξαρτάται μόνον από μία εκ των περιοριστικώς προβλεπομένων στην εν λόγω απόφαση-πλαίσιο προϋποθέσεων (βλ., συναφώς, απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru, C‑404/15 και C‑659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψεις 80 και 82 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Κατά συνέπεια, ενώ η εκτέλεση του ΕΕΣ αποτελεί τον κανόνα, η άρνηση εκτελέσεως γίνεται αντιληπτή ως εξαίρεση η οποία πρέπει να ερμηνεύεται στενά.»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)
Δραττόμαστε της ευκαιρίας να τονίσουμε ότι απόκλιση από προηγούμενη απόφαση του Εφετείου δεν αποφασίζεται με ευκολία. Στην Iωσηφίδης Xρίστος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 490, υιοθετήθηκε το πιο κάτω απόσπασμα από την Scruttons v. Midland Silicones [1962] 1 All E.R. 1:
«I would certainly not lightly disregard or depart from any ratio decidendi of this House.»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο.)
Με κάθε σεβασμό, είμαστε της άποψης ότι η σχετική προτροπή των συνηγόρων των εφεσειόντων στερείται ερείσματος.
Έναυσμα για την πιο πάνω θέση του εφεσείοντα, σε σχέση με το ζήτημα της προανάκρισης, αποτελεί προφανώς η πρώτη παράγραφος της εκκαλούμενης απόφασης η οποία έχει ως ακολούθως:
«Ο Καθ' ου η αίτηση συνελήφθη την 23.10.2024, στην Πάφο, και οδηγήθηκε αυθημερόν ενώπιον του Δικαστηρίου, ως το αρμόδιο Δικαστήριο, προς εκτέλεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης (ΕΕΣ) που εκδόθηκε εναντίον του από το Amtsgericht Dresden (Επαρχιακό Δικαστήριο του Dresden, στη Γερμανία) την 04.10.2024, με σκοπό την παράδοσή του στη Γερμανία και την εναντίον του άσκηση ποινικής δίωξης, περιλαμβανομένης της προανάκρισης, για πράξεις που, σύμφωνα με το κράτος έκδοσης, συνιστούν απάτη και αδικήματα σχετικά με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, που διαπράχθηκαν την περίοδο από 05.11.2019 - 21.04.2021, και τιμωρούνται με ποινές στερητικές της ελευθερίας, πολυετείς.»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)
Σημειώνουμε ότι παρά την πιο πάνω αναφορά του σε «προανάκριση» το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναφέρεται ξανά στην απόφασή του στον όρο αυτό. Το γεγονός τονίζεται, επειδή όπως θα υποδείξουμε κατωτέρω, προκύπτει ότι η αναφορά αυτή δεν ήταν καθοριστικής σημασίας για την τελική κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Με τη γραπτή τους αγόρευση, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του εφεσείοντα υποστήριξαν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε ως πραγματογνώμονας αλλοδαπού δικαίου εφόσον προέβη σε εύρημα για τη διεξαγωγή προανάκρισης στη Γερμανία, ελλείψει μαρτυρίας περί τούτου. Δεν θα διαφωνήσουμε με τη θέση των συνηγόρων. Ορθά επισημαίνουν οι συνήγοροι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην απουσία μαρτυρίας προέβη σε «ευρήματα» ως προς το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η υπόθεση στη Γερμανία. Συγκεκριμένα, ανέφερε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
«Η υπόθεση είναι στο στάδιο όπου καθηκόντως πρέπει να ανακριθεί, και ακολούθως να διαταχθεί η ποινική του δίωξη, εάν αυτό κριθεί αναγκαίο στη βάση των αποτελεσμάτων της ανάκρισης.»
Είμαστε της άποψης ότι, παρά τα πιο πάνω σφάλματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προκύπτει παράλληλα από άλλα σημεία της εκκαλούμενης απόφασης, επαρκής αιτιολόγηση ως προς την κρίση του ότι το ΕΕΣ εμπίπτει εντός του πιο πάνω Άρθρου 3 του Νόμου και της αντίστοιχης πρόνοιας της απόφασης - πλαισίου, στον βαθμό που δύναται εκφραστεί μια τέτοια κρίση, σύμφωνα με την πιο πάνω αναφερόμενη κυπριακή νομολογία.
Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι στο ίδιο το ΕΕΣ αναφέρθηκε ότι αυτό σκοπεί στην ποινική δίωξη του εφεσείοντα. Έλαβε επίσης υπόψη το τεκμήριο 6 το οποίο περιέγραψε ως ακολούθως:
«Επιστολή ημερομηνίας 29.10.2024 από τον S. S.-R., για τη Γερμανική Γενική Εισαγγελία, στα Γερμανικά και στα Αγγλικά, με την οποία διευκρινίζει, σε σχέση με τα στοιχεία που αναζητήθηκαν από τους δικηγόρους του Καθ' ου η αίτηση, πως η παράδοση ζητείται για σκοπούς ποινικής δίωξης και δεν υπήρξε οποιαδήποτε δίκη ή απόφαση που εκδόθηκε στο πλαίσιο δίκης, επομένως τα σημεία 2 και 3.4 στο μέρος (d) του ΕΕΣ λανθασμένα σημειώθηκαν. Με αυτήν την επιστολή διαβιβάστηκε και το εθνικό ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε από το Δικαστήριο του Dresden την 04.10.2024, στα Γερμανικά και στα Αγγλικά (Τ6).»
Πραγματευόμενο το ζήτημα του σκοπού του ΕΕΣ ανέφερε και τα εξής:
«Στο εθνικό ένταλμα σύλληψης του Δικαστηρίου του Dresden, ως είναι μεταφρασμένο από τα Γερμανικά στα Αγγλικά (Τ6), γίνεται αναφορά σε «preliminary proceedings» και σε πρόσωπο που είναι «accused». Αναφέρεται επίσης «pre-trial detention is ordered» βάσει λόγων που εκτίθενται στο κείμενό του, που σχετίζονται με τον κίνδυνο φυγοδικίας.»
Δεν συμφωνούμε με τους συνηγόρους του εφεσείοντα ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη το περιεχόμενο του εν λόγω εθνικού εντάλματος σύλληψης. Αντιθέτως, θεωρούμε ότι τα όσα περιλαμβάνονται στο εν λόγω ένταλμα μπορούν να ληφθούν υπόψη προς επίρρωση της διευκρίνισης που δόθηκε από τον αρμόδιο για την ποινική δίωξη του εφεσείοντα Δημόσιο Κατήγορο στην επιστολή του, τεκμήριο 6, ότι ο σκοπός του ΕΕΣ είναι η ποινική δίωξη.
Διαφαίνεται από την παράθεση των λόγων που οδήγησαν το Δικαστήριο να διατάξει την προ της δίκης κράτηση του εφεσείοντα («pre-trial detention»), ότι είτε ήδη έχουν ξεκινήσει ποινικές διαδικασίες βάσει του γερμανικού δικαίου, είτε τουλάχιστον επίκεινται τέτοιες ποινικές διαδικασίες. Συγκεκριμένα αναφέρονται τα εξής στην αιτιολόγηση της έκδοσης διατάγματος κράτησης από το Δικαστήριο:
«There is a flight risk according to section 112, subsection 2, no.2 of the Code of Criminal Procedure, as there is a risk that the accused will evade criminal proceedings, taking the circumstances into account. »
Επίσης:
«The change of job and place of residence and the permanent use of various aliases to commit the offence underscore the conspiratorial behaviour and increase the likelihood that the accused will evade the criminal proceedings».
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)
Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη επίσης και το τεκμήριο 9, δεύτερη επιστολή από τον Γερμανό Δημόσιο Κατήγορο προς την Κεντρική Αρχή της Κύπρου. Κατά την ακρόαση της έφεσης οι συνήγοροι του εφεσείοντα, τόνισαν τη θέση τους ότι, ότι το τεκμήριο 9 αποτελεί ένα άνευ προηγουμένου λογοπαίγνιο των γερμανικών αρχών και ότι το μόνο που μπορεί να εξαχθεί από αυτό είναι ότι ο εφεσείοντας εκζητείται για σκοπούς διερεύνησης. Στη δε γραπτή τους αγόρευση, αποδίδουν μάλιστα στις γερμανικές αρχές, προσπάθεια να παραπλανήσουν με αυτό τις δικαστικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μελετήσαμε προσεκτικά το εν λόγω τεκμήριο. Πόρρω απέχει το περιεχόμενο του από τα όσα ισχυρίζονται οι συνήγοροι του εφεσείοντα.
Αυτό που γίνεται αντιληπτό από το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής είναι ότι ο εφεσείοντας περιγράφεται ως «πρόσωπο υπό δίωξη», διερευνάται στη βάση υποψίας για εμπορική οργανωμένη απάτη στη βάση συγκεκριμένων προνοιών του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα, και πως στο πλαίσιο αυτής της διερεύνησης ζητήθηκε η παράδοση του για τον σκοπό της ποινικής δίωξης. Δεν έχουν ακόμη διατυπωθεί κατηγορίες εναντίον του εφεσείοντα, εφόσον αυτό δεν είναι επιτρεπτό χωρίς το διωκόμενο πρόσωπο (ο εφεσείοντας) να τύχει δίκαιης δίκης. Ωστόσο, το διωκόμενο πρόσωπο (ο εφεσείοντας) δεν βρίσκεται επί του παρόντος στη διάθεση των γερμανικών αρχών δίωξης.
Δεν διαπιστώνεται η οποιαδήποτε αντίφαση ή προσπάθεια παραπλάνησης στην πιο πάνω επιστολή. Προκύπτει, κατά την άποψή μας, από την εν λόγω επιστολή ότι ένα πρόσωπο υπό δίωξη μπορεί να συνεχίζει να διερευνάται, σύμφωνα με το δίκαιο της Γερμανίας. Αν και δεν περιγράφεται στην επιστολή το όλο νομικό πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας στη Γερμανία, προκύπτει αβίαστα, ότι προφανώς το στάδιο της διερεύνησης είναι τόσο προχωρημένο που οι γερμανικές αρχές έκριναν ότι απαιτείται η προσαγωγή του εφεσείοντα στις αρμόδιες αρχές στην Γερμανία ώστε η δίωξη να μπορέσει, με βάση πάντα το γερμανικό δίκαιο, να προχωρήσει.
Παραθέτουμε το κείμενο του τεκμηρίου 9 αυτούσιο στα αγγλικά:
«The person being pursued is being investigated on suspicion of commercial gang fraud, section 263(1), 5, 25 (2), 53 of the German Criminal Code. Extradition is being requested for the purpose of criminal prosecution in the investigation. No charges have yet been brought against the person being persecuted. It is not permissible to bring charges without giving the person being persecuted a fair hearing. However, the person being pursued is currently not available to the German law enforcement authorities. »
Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι με την αγόρευσή τους οι συνήγοροι του εφεσείοντα υποστηρίζουν ότι θα έπρεπε να προσκομιστεί από την Κεντρική Αρχή μαρτυρία πραγματογνώμονα ως προς το αν η διαδικασία που θα ακολουθηθεί στη Γερμανία αποτελεί ποινική δίωξη ή όχι.
Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση των συνηγόρων του εφεσείοντα. Κατ' αρχάς, όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Spiriev (ανωτέρω), η κρίση επί του ζητήματος κατά πόσον ο σκοπός του ΕΕΣ είναι η ποινική δίωξη, αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της χώρας που επιδιώκει την έκδοση.
Εν πάση περιπτώσει, στο πλαίσιο της περιορισμένης εμβέλειας εξέτασης του θέματος από το κυπριακό Δικαστήριο, ως τα νομολογηθέντα στην Spiriev (ανωτέρω), το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε, κατά την άποψή μας, σε αποδεχτή μαρτυρία. Εν μέρει στηρίχθηκε, ορθά, στο περιεχόμενο δικαστικής απόφασης της Γερμανίας, ήτοι της απόφασης για την έκδοση του εθνικού εντάλματος σύλληψης, η οποία περιλαμβάνει και αιτιολογημένη διαταγή για προ της δίκης κράτηση του εφεσείοντα («pre-trial detention»).
Επιπλέον, στηρίχθηκε σε πληροφόρηση από πρόσωπο που ήταν πραγματογνώμονας αναφορικά με το γερμανικό δίκαιο. Ο Δημόσιος Κατήγορος που προέβη δια των πιο πάνω αναφερόμενων επιστολών, του τεκμήρια 6 και 9, στις σχετικές διευκρινίσεις, εκ της θέσεως του, αποτελεί πραγματογνώμονα. Στην απόφαση ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ARTHUR PETROV, Πολιτική Έφεση αρ. 32/2024, 25/4/2024, δεχθήκαμε μαρτυρία επί αλλοδαπού δικαίου μέσω των επιστολών αρμόδιου ανώτερου διευθυντικού στελέχους στο ποινικό τμήμα του αμερικανικού Department of Justice. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η διαδικασία εκτέλεσης ΕΕΣ είναι διερευνητικού χαρακτήρα, (βλ. μεταξύ άλλων, NOVIKOV (ανωτέρω), όπου έγινε σχετική αναφορά σε προγενέστερη επί τούτου νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου).
Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο στηριζόμενο στις δηλώσεις του Γερμανού Δημόσιου Κατηγόρου, στηρίχθηκε σε γνώμη πραγματογνώμονα που δόθηκε με βάση το γερμανικό δίκαιο.
Στην αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης υποστηρίζεται επιπλέον ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε τις αναφορές σε «διερεύνηση» σε απόφαση που είχε εκδώσει το ίδιο στο πλαίσιο άλλης διαδικασίας, ήτοι στην απόφασή του στο πλαίσιο αίτησης Κατακράτησης Τεκμηρίων αναφορικά με τον εφεσείοντα. Είμαστε της άποψης ότι ουδόλως δύνανται να επηρεάσουν οι όποιες αναφορές στο πλαίσιο της πιο πάνω προγενέστερης διαδικασίας, τα ευρήματα και κρίση του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της υπό κρίσης διαδικασίας. Κρίνουμε το επιχείρημα του εφεσείοντα ανεδαφικό και απορριπτέο.
Τέλος, δεν μας διαφεύγει ότι στην αγόρευση των συνηγόρων του εφεσείοντα, στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου έφεσης, επανέρχονται στο ζήτημα του πρώτου λόγου έφεσης και παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να αντιληφθεί την παραπομπή τους στην υπόθεση KA v. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Έφεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης Αρ. 1/2023, 27/3/2023 καθώς και τις παραπομπές τους σε αγγλική νομολογία.
Αναφέρουν ότι η παραπομπή τους στην ΚΑ (ανωτέρω), «αφορούσε μόνο επίρρωση της θέσης ότι, δεν δύναται να εκτελεστεί ΕΕΣ για σκοπούς ανάκρισης και έγινε ρητή αναφορά (και κατά την προφορική αγόρευση) ότι, στην εκεί υπόθεση ήταν συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι στη βάση των ενώπιων του στοιχείων ότι, η έκδοση του εκζητούμενου ήταν για σκοπούς δίωξης και όχι διερεύνηση όπως εν προκειμένω παραδέχθηκαν οι γερμανικές αρχές.»
Τονίζουμε ότι όπως ήδη καταλήξαμε πιο πάνω, το γεγονός ότι στο τεκμήριο 9, ο Δημόσιος Κατήγορος αναφέρει ότι διεξάγεται διερεύνηση, δεν δημιουργεί αντίφαση με τη θέση του Δημόσιου Κατηγόρου και τα άλλα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, στα οποία στήριξε την ορθή κρίση του, ότι ο σκοπός του ΕΕΣ είναι η ποινική δίωξη του εφεσείοντα. Επομένως, η προσπάθεια των συνηγόρων να εφαρμόσουν το σκεπτικό της υπόθεσης ΚΑ (ανωτέρω), στην κατά τον ισχυρισμό τους «παραδοχή» των γερμανικών αρχών ότι στην παρούσα υπόθεση ο σκοπός του ΕΕΣ ήταν η διερεύνηση, κρίνεται ατελέσφορη και ανεδαφική.
Το σκεπτικό της υπόθεσης ΚΑ (ανωτέρω), τυγχάνει ωστόσο εφαρμογής στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, προς υποστήριξη της κατάληξης μας ότι αν και το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε ορισμένα αυθαίρετα ευρήματα αναφορικά με τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί στη Γερμανία, εντούτοις δεν χωρεί επέμβαση μας στην τελική του κρίση, εφόσον αυτή δεν εξετάστηκε μικροσκοπικά αλλά μελετήθηκε στο σύνολο της. Παραπέμπουμε στο σχετικό απόσπασμα από την υπόθεση ΚΑ (ανωτέρω):
«Ούτε συμφωνούμε με τις θέσεις του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε σχέση με το εν λόγω θέμα, σε αντιφατικά ευρήματα και/ή συμπεράσματα, θέσεις οι οποίες προβλήθηκαν παραπέμποντας σε συγκεκριμένα αποσπάσματα της πρωτόδικης απόφασης. Όπως λέχθηκε στην Charitonos and Others v. Republic (1971) 2 CLR 40 και επαναλήφθηκε στην Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 186 και σε πολλές άλλες μεταγενέστερες αποφάσεις, το Εφετείο δεν εξετάζει τις πρωτόδικες αποφάσεις μικροσκοπικά και δεν μπορεί να διαφωνεί με μια λέξη ή φράση. Το Εφετείο οφείλει να μελετά τις αποφάσεις στο σύνολο τους. Μελετώντας προσεκτικά την πρωτόδικη απόφαση, στο σύνολο της, διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε δεόντως όλες τις εισηγήσεις του Εφεσείοντα υπό το φως του μαρτυρικού υλικού και των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιον του. Αφού παρέπεμψε σε σχετική νομολογία και στο Άρθρο 23(1) του περί της Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας σε Ποινικές Υποθέσεις Νόμο του 2017, Ν. 181(Ι)/2017, κατέληξε πως το επίδικο ΕΕΣ σκοπό έχει την ποινική δίωξη του Εφεσείοντα, και ότι με αυτό αξιώνεται η παράδοση του για τον συγκεκριμένο αυτό σκοπό, και όχι απλώς για «διεξαγωγή ερευνητικού μέτρου».
Παρόμοιες εισηγήσεις και επιχειρήματα είχαν προβληθεί, και απορρίφθηκαν από το Εφετείο, στην Ghebali, Πολιτική Έφεση Αρ. 51/20, ημερ. 11.5.2020. Τα πιο κάτω αποφασισθέντα στην εν λόγω έφεση, ισχύουν και εδώ:
«Όπως παρατηρεί δε και το πρωτόδικο δικαστήριο, η υπόθεση δεν αφορά πλέον το στάδιο που θα πρέπει να υποβληθούν ερωτήσεις στον εκζητούμενο για να διαφανεί αν αυτός θα καταταχθεί ως ύποπτος, αλλά είναι το στάδιο όπου καθηκόντως πρέπει να ανακριθεί και ακολούθως να διαταχθεί η ποινική του δίωξη, εάν τούτο κριθεί αναγκαίο στη βάση των αποτελεσμάτων της ανάκρισης, όπως συνέβη στην υπόθεση Balzaz Aztastos v. The Szellsord Court, Hungary (2010) EWHC237.
...............................
Πρόκειται για μια διαδικασία προερχόμενη από δικαστική αρχή που οδηγεί σε ποινική δίωξη. Θα ήταν μικροσκοπικό και εκτός της έννοιας της αρχής της αλληλεγγύης που διέπει την ευρωπαϊκή ενότητα να σταθούμε σε επιμέρους έννοιες και λεπτομέρειες που αφορούν τη διαδικασία στη Γαλλία (βλ. Reinwald v. Γεν. Εισαγγελέας, Πολ. Έφ. Αρ. 42/19, 23.4.2020).
...............................
Το ότι εντέλει μπορεί η δίωξη να μη συντελεστεί δεν αλλάζει τη βασική αρχή ότι ο σκοπός του εντάλματος είναι η ποινική δίωξη.»
Εν κατακλείδι, είμαστε της άποψης πως το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων ζητείται για σκοπούς ποινικής δίωξης, όχι μόνο δεν αντιφάσκει με οποιοδήποτε άλλο εύρημα του, αλλά δικαιολογείται πλήρως από το μαρτυρικό υλικό και τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του. Συνεπώς δεν υπάρχει πεδίο παρέμβασης μας.
Στρεφόμαστε στο παράπονο των συνηγόρων του εφεσείοντα αναφορικά με το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αντιλήφθηκε την αγγλική νομολογία στην οποία το παρέπεμψαν. Σημειώνουν ότι η παραπομπή στην αγγλική νομολογία «έγινε καθαρά για να καταδειχθεί ότι το ΕΕΣ δεν δύναται να εκτελεστεί για διερευνητικούς σκοπούς».
Τονίζουμε και ξεκαθαρίζουμε ότι η αγγλική νομολογία σε σχέση με την έννοια της ποινικής δίωξης στο Άρθρο 3 του Νόμου, είναι παντελώς άσχετη και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να ακολουθείται από τα κυπριακά Δικαστήρια για τον εξής λόγο: Όπως αναφέρεται στην Έκθεση της Επιτροπής της ΕΕ προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την εφαρμογή της απόφασης - πλαισίου του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2020, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, COM (2020), 270 final, ημερ. 2/7/2020, μερικά κράτη μέλη της ΕΕ παρέκκλιναν από την απόφαση-πλαίσιο, υιοθετώντας μια στενότερη προσέγγιση για τις διαδικασίες άσκησης δίωξης, απαιτώντας όπως το ΕΕΣ «πληροί όλες τις προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή δίκης». (Στο αγγλικό κείμενο, «by requiring that a European arrest warrant is "trial ready"»).
Όπως επεξηγείται στην εν λόγω Έκθεση, «Η πλήρωση όλων των προϋποθέσεων για τη διεξαγωγή δίκης σημαίνει ότι έχει εκδοθεί απόφαση για την άσκηση δίωξης εις βάρος προσώπου και για την παραπομπή του σε ακροατήριο για αξιόποινη πράξη.» (Στο αγγλικό κείμενο, «Trial readiness means that a decision has been made to charge the person with, and try him or her for an offence.»).
Το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν μία εξ αυτών των χωρών που προέβλεψαν στη εναρμονιστική νομοθεσία τους αναφορικά με το ΕΕΣ, τη στενότερη πιο πάνω προσέγγιση. Στη σχετική αγγλική νομολογία εφαρμόζεται επομένως, το σχετικό με την πιο πάνω στενότερη προσέγγιση Άρθρο 12 Α του Extradition Act 2003. Στο σύγγραμμα Abuse of Process, Fourth Edition, Colin Wells, Oxford University Press, στη σελίδα 375, αναφέρονται τα εξής:
«The Extradition Act 2003 (EA 2003) was enacted to give effect to the Framework Decision 2002.».
Στη σελίδα 376, αναφέρονται τα εξής:
«In summary, the grounds for resisting extradition which the EA 2003 sets out are as follows: .Section 12A absence of prosecution decision; »
Επομένως, στο Ηνωμένο Βασίλειο, προβλέπεται ειδικά με βάση ειδική ρύθμιση της εγχώριας νομοθεσίας ως λόγος άρνησης εκτέλεσης ΕΕΣ, η απουσία απόφασης για δίωξη του εκζητούμενου. Αντίστοιχη πρόνοια δεν υπάρχει στον κυπριακό Νόμο, ως εκ τούτου, εσφαλμένα οι συνήγοροι του εφεσείοντα, παρέπεμψαν το πρωτόδικο Δικαστήριο σε αγγλική νομολογία αναφορικά με την ερμηνεία του όρου «ποινική δίωξη» όπως αυτός απαντάται στον Νόμο και στην απόφαση-πλαίσιο. Στη συνέχεια, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε την αγγλική επί του σημείου νομολογία, αντί να την απορρίψει ολωσδιόλου για τους λόγους που προαναφέραμε.
Εν όψει των πιο πάνω, η σημασία που προσδίδεται από τους συνήγορους του εφεσείοντα στο ότι δεν είχε καταχωριστεί υπόθεση εναντίον του εφεσείοντα και δεν είχε καταρτιστεί κατηγορητήριο, πρωτοδίκως αλλά και ενώπιον μας, κρίνεται άστοχη και ατελέσφορη.
Εν κατακλείδι, είμαστε της άποψης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του επαρκή στοιχεία για να ικανοποιηθεί ότι ο σκοπός έκδοσης του ΕΕΣ ήταν η ποινική δίωξη του εφεσείοντα. Ως εκ τούτου ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέτυχε να διαγνώσει ότι η παράλληλη και ταυτόχρονη προώθηση του ΕΕΣ μαζί με την Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας (ΕΕΕ), αναφορικά με τον εφεσείοντα, συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Διευκρινίζεται στην αγόρευση των συνηγόρων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι ο εφεσείοντας ζητούσε από αυτό να υπεισέλθει σε κρίση που σχετίζεται με την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας από τη Γερμανία, που εξέδωσε παράλληλα τα επίδικα ΕΕΣ και ΕΕΕ. Υποστηρίζεται ότι ήταν καθήκον του Δικαστηρίου να κρίνει, εφαρμόζοντας το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και τον Νόμο, το ερώτημα κατά πόσον, η στην Κυπριακή Δημοκρατία, επιδίωξη της εκτέλεσης του ΕΕΣ, αποτελούσε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, εφόσον, σύμφωνα με τους συνηγόρους του εφεσείοντα, ζητείτο με το ΕΕΣ να παραδοθεί για διερεύνηση της υπόθεσης, της οποίας διερεύνησης ο σκοπός είχε επιτευχθεί με την εκτέλεση της ΕΕΕ.
Είναι χρήσιμη η χρονολογική σύνοψη των γεγονότων που σχετίζονται με την πιο πάνω θέση του εφεσείοντα όπως προκύπτει από τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τα ενώπιόν του τεκμήρια. Η ΕΕΕ εκδόθηκε από την αρμόδια αρχή της Γερμανίας στις 27/9/2024 και διαβιβάστηκε στις αρμόδιες κυπριακές αρχές στις 3/10/2024. Το επίδικο ΕΕΣ εκδόθηκε από το Δικαστήριο του Dresden της Γερμανίας στις 4/10/2024 και διαβιβάστηκε στις αρμόδιες κυπριακές αρχές μαζί με άλλα ΕΕΣ που αφορούσαν άλλα δύο πρόσωπα στις 17/10/2024. Από επικοινωνία μεταξύ των εμπλεκομένων αρχών προκύπτει ότι τα τρία πρόσωπα εκζητούντο στο πλαίσιο κοινής συγκεκριμένης επιχείρησης και ως εκ τούτου υπήρξε παράκληση από τις γερμανικές αρχές όπως ο εντοπισμός και η σύλληψη τους να μην πραγματοποιηθεί πριν τις 23/10/2024, οπότε και πράγματι συνελήφθη ο εφεσείοντας με βάση το ΕΕΣ. Μετά τη σύλληψη του, την ίδια ημέρα, στην παρουσία του, εκτελέστηκε και ένταλμα έρευνας που εκδόθηκε προς εκτέλεση ΕΕΕ. Στις 24/10/2024 ο εκζητούμενος ανακρίθηκε στο πλαίσιο εκτέλεσης ΕΕΕ.
Προκύπτει από την πιο πάνω χρονολογική παράθεση των γεγονότων, ότι το ΕΕΣ εκδόθηκε από το γερμανικό Δικαστήριο, μετά την έκδοση της ΕΕΕ, και πριν τη λήψη της κατάθεσης του εφεσείοντα στο πλαίσιο της ΕΕΕ. Επομένως, η θέση των συνηγόρων ότι ο σκοπός της διερεύνησης είχε επιτευχθεί δια της ΕΕΕ είναι και αντίθετος με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα και δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να αποτελέσει έρεισμα για το νομικό επιχείρημα που προέβαλαν.
Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνουμε ότι από την απόρριψη του πρώτου λόγου έφεσης, προκύπτει ότι δεν μπορεί να γίνει δεχτή η θέση του εφεσείοντα ότι ο σκοπός του ΕΕΣ είχε επιτευχθεί με την εκτέλεση της ΕΕΕ. Έχουμε ήδη αποφανθεί ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο σκοπός της έκδοσης του ΕΕΣ ήταν η ποινική δίωξη του εφεσείοντα, άρα δεν συνέπιπτε με τον σκοπό της ΕΕΕ. Επομένως, δεν υφίσταται το πραγματικό υπόβαθρο στο οποίο εδράζεται ο δεύτερος λόγος έφεσης, πράγμα που οδηγεί αναπόδραστα στην απόρριψή του.
Παρά το ότι ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι καταδικασμένος σε αποτυχία, είναι θεωρούμε χρήσιμο να σημειώσουμε τα εξής αναφορικά με την κατ' ισχυρισμό παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας που προβάλει ο εφεσείων.
Στην υπόθεση ΜΠΟΜΠΟΛΑΣ ν. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 239/18, 26/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:A393, λέχθηκαν τα εξής από το Ανώτατο Δικαστήριο αναφορικά με την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας σε σχέση με την απόφαση-πλαίσιο:
«Η Απόφαση-Πλαίσιο πρέπει να ερμηνεύεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου και, εν προκειμένω, με το Άρθρο 6 της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την ΕΣΔΑ και σε τελευταία κατάληξη σε συμμόρφωση με το δίκαιο της Ένωσης. Η αρχή της αναλογικότητας, ως αναγνωρισμένη αρχή δικαίου, απαντάται στις παραγράφους 5.7 και 10.3 του Εγχειριδίου για τον τρόπο έκδοσης και εκτέλεσης του ΕΕΣ 2017/C/335/01, Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (το Εγχειρίδιο):
«5.7 Αναλογικότητα - ο ρόλος του κράτους μέλους εκτέλεσης
Η απόφαση-πλαίσιο για το ΕΕΣ δεν προβλέπει τη δυνατότητα αξιολόγησης από το κράτος μέλος εκτέλεσης της αναλογικότητας του ΕΕΣ. Τούτο συνάδει με την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης. Εάν στο κράτος μέλος εκτέλεσης ανακύψουν σοβαροί προβληματισμοί σχετικά με την αναλογικότητα του παραληφθέντος ΕΕΣ, οι δικαστικές αρχές έκδοσης και εκτέλεσης του εντάλματος παροτρύνονται να επικοινωνούν απευθείας μεταξύ τους. Εκτιμάται ότι τέτοιες περιπτώσεις είναι πιθανό να ανακύψουν μόνον υπό εξαιρετικές περιστάσεις. Κατόπιν σχετικής διαβούλευσης, οι αρμόδιες δικαστικές αρχές ενδέχεται να είναι σε θέση να βρουν καταλληλότερη λύση (βλέπε ενότητα 4.4 σχετικά με την επικοινωνία μεταξύ των αρμόδιων αρχών). Για παράδειγμα, ανάλογα με τις περιστάσεις της υπόθεσης, ενδέχεται να είναι δυνατή η ανάκληση του ΕΕΣ και η χρήση άλλων μέτρων που προβλέπονται από το εθνικό ή το ενωσιακό δίκαιο.»
Επισημαίνουμε ότι η πιο πάνω απόφαση αναφερόταν σε προηγούμενη έκδοση του Εγχειριδίου, εντούτοις διαπιστώνουμε ότι και στην τελευταία έκδοση του 2023, υπάρχει η ίδια ακριβώς αναφορά στην σελίδα 49, στην παράγραφο 5.8.
Είναι ξεκάθαρο κατά την άποψή μας ότι δεν αναφύεται στην παρούσα υπόθεση, από τα γεγονότα που επικαλείται ο εφεσείοντας, λόγος σοβαρού προβληματισμού ως προς την αναλογικότητα της επιλογής της έκδοσης του ΕΕΣ, λόγω της ύπαρξης της ΕΕΕ.
Ως προς την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας από τη δικαστική αρχή έκδοσης το εγχειρίδιο έχει έκτοτε διαμορφωθεί, ούτως ώστε στην έκδοση του 2023, στη σελίδα 13, ενσωματώνει τη μεταγενέστερη της υπόθεσης ΜΠΟΜΠΟΛΑΣ (ανωτέρω), νομολογία του ΔΕΕ. Στην υπόθεση STENLI (ανωτέρω), το Εφετείο, παρέπεμψε σχετικά στην απόφαση του ΔΕΕ, C-625/19 PPU Openbaar Ministerie, ημερ. 12/12/2019, σχολιάζοντας το ζήτημα της εφαρμογής αρχής αναλογικότητας από το κράτος μέλος έκδοσης του ΕΕΣ.
Θεωρούμε περαιτέρω χρήσιμο, να επισημάνουμε ότι η θέση του εφεσείοντα δομείται επί ειδικής πρόνοιας του Extradition Act of 2003 του Ηνωμένου Βασιλείου (ανωτέρω), η οποία δεν προβλέπεται ούτε στον Νόμο, ούτε στην απόφαση-πλαίσιο.
Όπως αναφέρεται στην πιο πάνω Έκθεση της Επιτροπής κάποια κράτη μέλη προέβλεψαν στις εθνικές νομοθεσίες τους αναφορικά με το ΕΕΣ πρόσθετους λόγους μη εκτέλεσης από αυτούς που προβλέπονται ρητώς στην απόφαση-πλαίσιο, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και λόγος άρνησης εκτέλεσης που σχετίζεται με την αρχή της αναλογικότητας. Ενώ η Κύπρος δεν έχει προβεί σε τέτοια πρόβλεψη στον Νόμο, το Ηνωμένο Βασίλειο, έχει συμπεριλάβει στο Άρθρο 21 Α του Extradition Act of 2003, τέτοια πρόνοια (βλ. σύγγραμμα Abuse of Process (ανωτέρω), στη σελίδα 376).
Είναι εμφανές ότι το ζήτημα παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας που τίθεται με τον δεύτερο λόγο έφεσης, αντικατοπτρίζει τις πιο πάνω πρόνοιες της νομοθεσίας του Ηνωμένου Βασιλείου, οι οποίες δεν τυγχάνουν εφαρμογής στο κυπριακό δίκαιο, και ως εκ τούτου ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν το εξέτασε.
Περαιτέρω, οι συνήγοροι του εφεσείοντα μας παρέπεμψαν στο σύγγραμμα Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, Τσιακουμάκη, Νομική Βιβλιοθήκη, στη σελίδα 90, όπου αναφέρεται απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με την οποία δεν εκτελέστηκε ΕΕΣ με επίκληση της αρχής της αναλογικότητας όπως αυτή προβλέπεται ρητώς στο Σύνταγμα της Ελλάδας. Δεν μας διαφεύγει ότι στην εν λόγω απόφαση λέχθηκε ότι η αρχή της αναλογικότητας «και πριν τη ρητή συνταγματική της κατοχύρωση διέτρεχε το σύνολο της έννομης τάξης, και, συνεπώς, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου από τα Δικαστήρια, τα οποία πρέπει να προστρέχουν στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της αρχής αυτής, η οποία απορρέει από την αρχή της ισότητας και την αρχή του κράτους δικαίου. Από τα παραπάνω συνάγεται ως γενική αρχή ότι η έννομη συνέπεια, που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνο του Συντάγματος είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο πρέπει να τελεί σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό.».
Με κάθε σεβασμό, δεν θα υιοθετήσουμε το πιο πάνω σκεπτικό όπως παρατίθεται στο εν λόγω σύγγραμμα. Είμαστε της άποψης ότι εν προκειμένω τυγχάνουν εφαρμογής τα νομολογηθέντα από το ΔΕΕ στην Υπόθεση C-158/21, Puig Gordi, ημερ. 31/1/2023:
«Η απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, έχει την έννοια ότι:
η δικαστική αρχή εκτελέσεως δεν έχει τη δυνατότητα να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, στηριζόμενη σε λόγο μη εκτέλεσης ο οποίος δεν απορρέει από την απόφαση-πλαίσιο 2002/584, όπως τροποποιήθηκε, αλλά αποκλειστικά από το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης. Αντιθέτως, η δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να εφαρμόσει εθνική διάταξη η οποία προβλέπει ότι προβάλλεται άρνηση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης όταν η εκτέλεσή του θα συνεπαγόταν προσβολή κατοχυρωμένου στο δίκαιο της Ένωσης θεμελιώδους δικαιώματος, εφόσον το περιεχόμενο της εν λόγω διάταξης δεν βαίνει πέραν του περιεχομένου του άρθρου 1, παράγραφος 3, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, όπως τροποποιήθηκε, όπως η διάταξη αυτή έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»
Επίσης, οι συνήγοροι του εφεσείοντα μας παρέπεμψαν και στις σελίδες 88 και 89 του ως άνω συγγράμματος, όπου γίνεται αναφορά σε Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 2011 και ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του 2014, αναφορικά με την απόφαση-πλαίσιο. Πρωτίστως τονίζουμε ότι έκτοτε έχουν εκδοθεί πιο πρόσφατα διαφοροποιημένα έγγραφα, ήτοι, η πιο πάνω αναφερόμενη Έκθεση της Επιτροπής του 2020 και το Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 20ης Ιανουαρίου 2021 σχετικά με την εφαρμογή του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και διαδικασιών παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, (2021/C 456/01), Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ, 10/11/2021. Δεύτερον τονίζεται ότι τα πιο πάνω δεν αποτελούν πηγή του δικαίου της ΕΕ (βλ. Άρθρο 288 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης).
Σημειώνουμε εν πάση περιπτώσει ότι όσον αφορά τις θέσεις της Επιτροπής επί του ζητήματος αυτές εμπεριέχονται, όπως έχουμε προαναφέρει στο Εγχειρίδιο. Το δε Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο πιο πρόσφατο του ως άνω ψήφισμα, καλεί την Επιτροπή να παράσχει «μια τυποποιημένη διαδικασία διαβούλευσης κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους έκδοσης και εκτέλεσης μπορούν να ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με την εκτέλεση ενός ΕΕΣ, ιδίως όσον αφορά την αναλογικότητα.».
Ως εκ τούτου, τα όσα αναφέρονται επί του ζητήματος αυτού στο εν λόγω σύγγραμμα δεν ανταποκρίνονται στα σημερινά δεδομένα.
Επιπλέον, οι συνήγοροι του εφεσείοντα προώθησαν το επιχείρημα ότι η εκτέλεση του ΕΕΣ παραβαίνει την αρχή της αναλογικότητας που θα πρέπει να εφαρμόζεται όταν διαπιστώνεται παραβίαση δικαιώματος που προστατεύεται από την ΕΣΔΑ.
Επισημαίνουμε στο σημείο αυτό ότι στην απόφαση του ΕΔΔΑ AFFAIRE PIROZZI c. BELGIQUE, Requête no. 21055/11, ημερ.17/4/2018, εξετάστηκε στο πλαίσιο του Άρθρου 6 της ΕΣΔΑ ο ρόλος του δικαστηρίου του κράτους εκτέλεσης ΕΕΣ. Εφαρμόστηκε το πιο κάτω σκεπτικό της απόφασης CASE OF AVOTIŅŠ v. LATVIA Application no. 17502/07, ημερ. 23/05/2016:
«115. Επιπλέον, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι όταν οι εθνικές αρχές εφαρμόζουν το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν έχουν καμία σχετική διακριτική ευχέρεια, έχει εφαρμογή το τεκμήριο ισοδύναμης προστασίας που ορίζεται στην απόφαση επί της υπόθεσης Bosphorus. Αυτό συμβαίνει όταν οι μηχανισμοί αμοιβαίας αναγνώρισης απαιτούν από το δικαστήριο να θεωρήσει δεδομένο ότι ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων από ένα άλλο κράτος-μέλος υπήρξε επαρκής. Έτσι, το εθνικό δικαστήριο στερείται τη διακριτική του ευχέρεια στο θέμα αυτό, με αποτέλεσμα την αυτόματη εφαρμογή του τεκμηρίου ισοδυναμίας Bosphorus. Το Δικαστήριο τονίζει ότι αυτό παραδόξως έχει ως αποτέλεσμα ένα διπλό περιορισμό του ελέγχου του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων από το εθνικό δικαστήριο, λόγω του συνδυασμένου αποτελέσματος του τεκμηρίου στο οποίο βασίζεται η αμοιβαία αναγνώριση και του τεκμηρίου ισοδύναμης προστασίας Bosphorus.
116. Στην απόφασή του επί της υπόθεσης Bosphorus το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η Σύμβαση αποτελεί «συνταγματικό κείμενο της ευρωπαϊκής δημοσίας τάξεως» (αυτόθι, παρ. 156). Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο πρέπει να πειστεί, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του τεκμηρίου ισοδύναμης προστασίας (βλ. παραπάνω παρ. 105-106), ότι οι μηχανισμοί αμοιβαίας αναγνώρισης δεν αφήνουν κανένα κενό ή ιδιαίτερη κατάσταση που καθιστά την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που εγγυάται η Σύμβαση προφανώς ανεπαρκή. Στο πλαίσιο αυτό λαμβάνει υπόψη, σε πνεύμα συμπληρωματικότητας, τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν αυτοί οι μηχανισμοί και ειδικότερα το στόχο της αποτελεσματικότητας στον οποίο αποσκοπούν. Παρ' όλα αυτά, οφείλει να εξακριβώσει ότι η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης δεν εφαρμόζεται αυτόματα και μηχανιστικά (βλ., τηρουμένων των αναλογιών, Χ. κατά Λετονίας [GC], Νο. 27853/09, παρ. 98 και 107, ECHR 2013) εις βάρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων - τα οποία, όπως έχει τονίσει και το ΔΕΕ, πρέπει να γίνονται σεβαστά στο πλαίσιο αυτό (βλ. π.χ. την απόφασή του στην υπόθεση Alpha Bank Cyprus Ltd., η οποία αναφέρεται στην παραπάνω παρ. 48). Στο πνεύμα αυτό, όταν τα δικαστήρια ενός Κράτους που είναι ταυτόχρονα και Συμβαλλόμενο Μέρος της Σύμβασης και κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλούνται να εφαρμόσουν ένα μηχανισμό αμοιβαίας αναγνώρισης που καθιερώνει το δίκαιο της ΕΕ, πρέπει να εφαρμόζουν πλήρως αυτό το μηχανισμό όταν η προστασία των δικαιωμάτων της Σύμβασης δεν μπορεί να θεωρείται προφανώς ανεπαρκής. Όμως, σε περίπτωση που εγερθεί ενώπιόν τους σοβαρό και τεκμηριωμένο παράπονο ότι η προστασία ενός δικαιώματος της Σύμβασης υπήρξε καταφανώς ανεπαρκής και ότι η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να θεραπευθεί από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορούν να αποφύγουν την εξέταση αυτού του παραπόνου για το λόγο και μόνο ότι εφαρμόζουν το δίκαιο της ΕΕ.»
Προστέθηκε, επίσης, στην Pirozzi (ανωτέρω), ότι στην πιο πάνω αναφερόμενη τελευταία περίπτωση τα Δικαστήρια του κράτους-μέλους διαβάζουν και εφαρμόζουν το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τρόπο συμβατό με την ΕΣΔΑ (βλ. παραγράφους 63-64).
Στην παρούσα υπόθεση είναι θεωρούμε ξεκάθαρο ότι δεν είχε εγερθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου σοβαρό και τεκμηριωμένο παράπονο ότι η προστασία ενός δικαιώματος της Σύμβασης υπήρξε καταφανώς ανεπαρκής. Επομένως ορθά δεν εξέτασε τις θέσεις του εφεσείοντα υπό το φως της νομολογίας του ΕΔΔΑ.
Μελετήσαμε εν πάση περιπτώσει τη νομολογία του ΕΔΔΑ που επικαλέστηκε ενώπιόν μας ο εφεσείοντας, (Χ. v. Finland, Appl. No. 34806/04, ημερ. 19/11/12). Είμαστε της άποψης ότι η εν λόγω απόφαση δεν υποστηρίζει τη θέση του ότι η στην παρούσα υπόθεση παράλληλη προώθηση ΕΕΣ και ΕΕΕ προσβάλλει κάποιο δικαίωμα του βάσει της ΕΣΔΑ.
Τέλος, σημειώνουμε ότι στη γραπτή αγόρευση των συνηγόρων δεν υποστηρίζεται ότι υπήρξε με βάση τα γεγονότα της παρούσας κατάχρηση της διαδικασίας εν τη εννοία που έχει προσδοθεί στον όρο αυτό από την κυπριακή νομολογία. Ο όρος «κατάχρηση της διαδικασίας» αναφέρεται μόνο στο πλαίσιο του ισχυρισμού περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας. Οπότε ο δεύτερος λόγος έφεσης εξετάστηκε μόνο σε σχέση με την εν λόγω τελευταία επικαλούμενη αρχή.
Εν όψει όλων των πιο πάνω, ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης o εφεσείοντας υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αντίθετα με τις πρόνοιες του Άρθρου 2 του Νόμου επέτρεψε την εκτέλεση του ΕΕΣ. Η εν λόγω θέση στηρίζεται σε κατ' ισχυρισμό έκδηλη παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων του εφεσείοντα στην Κύπρο από τους Γερμανούς αξιωματικούς και/ή εκπροσώπους του κράτους έκδοσης.
Έρεισμα για την πιο πάνω θέση του εφεσείοντα αποτέλεσε το εξής εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου:
«Κατά την ανάκριση του εκζητούμενου, τήρησε το δικαίωμα της σιωπής και είχε τις υπηρεσίες δικηγόρου, για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του. Υπήρξε παρέμβαση από τον Γερμανό ανακριτή, ο οποίος του ανέφερε πως, εάν συνεργαστεί και απαντήσει στις ερωτήσεις, μπορεί να αντιμετωπιστεί με επιείκεια όσον αφορά την ποινή, ενώ σε αντίθετη περίπτωση θα υπόκειται στη μέγιστη ποινή.»
Υποστηρίζεται ότι παρόλο που το πρωτόδικο Δικαστήριο διέγνωσε παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων του εφεσείοντα, εντούτοις δεν απαίτησε εξασφαλίσεις και/ή εγγυήσεις από το κράτος έκδοσης. Περαιτέρω υποστηρίζεται ότι η εν λόγω συμπεριφορά του Γερμανού ανακριτή, συνιστά ξεκάθαρη παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων και αυτοτελή λόγο άρνησης εκτέλεσης του ΕΕΣ.
Στην υπόθεση Benyamin Steinmetz v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Έφεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης αρ. 3/23, 3/11/2023, λέχθηκαν τα εξής σε σχέση με την εφαρμογή του Άρθρου 2 του Νόμου:
«Το Άρθρο 2. (2) του Νόμου προβλέπει ότι:
«Σε κάθε περίπτωση, ο εκζητούμενος δεν εκδίδεται σε κράτος όπου διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου ή να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση.»
Σημειώνεται ότι ο Νόμος θεσπίστηκε για σκοπούς εναρμόνισης με σχετικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Άρθρο 2. (2) του Νόμου αντανακλά το Άρθρο 1 παράγραφο 3 της απόφασης πλαίσιο, το οποίο προβλέπει ότι η απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως κατοχυρώνονται στα Άρθρα 2 και 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση («ΣΕΕ»). Με το Άρθρο 6 δίδεται νομικό κύρος στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («Χάρτης»).
Στην εν λόγω απόφαση εφαρμόστηκε αναφορικά με το Άρθρο 2 του Νόμου, νομολογία του ΔΕΕ η οποία ερμηνεύει το Άρθρο 1 παράγραφο 3 της απόφασης - πλαισίου.
Επισημαίνουμε στο σημείο αυτό ότι στον τρίτο λόγο έφεσης γίνεται γενική αναφορά στην παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων του εφεσείοντα, χωρίς εξειδίκευση ως προς το ποιο δικαίωμα παραπονείται ότι παραβιάστηκε. Εντούτοις, διαπιστώνουμε ότι πρωτοδίκως με την αγόρευση των συνηγόρων του εφεσείοντα υποστηρίχθηκε ότι υπήρξε στην Κύπρο παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας του εφεσείοντα από Γερμανό ανακριτή και ως εκ τούτου παραβίαση του Άρθρου 6. 2 της ΕΣΔΑ, το οποίο προβλέπει ότι κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο έως τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του.
Κατ' αρχάς επισημαίνουμε ότι ο λόγος έφεσης στερείται πραγματικού υποβάθρου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη όπως υποστηρίζει ο εφεσείοντας σε «διάγνωση» παραβίασης του εν λόγω δικαιώματος του εφεσείοντα.
Έχουμε πιο πάνω παραθέσει αυτολεξεί το σχετικό εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Κατά την εξέταση των λόγων ένστασης του εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:
« Παρόλο που η συμπεριφορά του συγκεκριμένου Γερμανού ανακριτή στην Κύπρο, να προσπαθήσει να παροτρύνει σε συνεργασία, στη βάση υποσχέσεων σχετικών με ποινή δεν ήταν ορθή, δεν προκύπτει, εξ αυτής, πως εάν ο εκζητούμενος παραδοθεί στις Γερμανικές Αρχές, θα παραβιαστούν τα δικαιώματά του σε δίκαιη δίκη, κατά το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Ούτε συνιστά ένδειξη με τις προοπτικές που επιχειρήθηκαν να δοθούν, που να δίνει βάσιμο λόγο να συμπεράνει το Δικαστήριο πως ο εκζητούμενος διατρέχει πραγματικό κίνδυνο προσβολής. Δεν αποτελεί επαρκές πραγματικό στοιχείο που να μπορεί να βασίσει εκτίμηση ύπαρξης πραγματικού κινδύνου.»
Δεν διαπιστώνουμε να υπήρξε πρωτόδικη κρίση για παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων του εφεσείοντα και ως εκ τούτου η θέση του περί λανθασμένης εφαρμογής του Άρθρου 2 του Νόμου δεν βρίσκει έρεισμα στα πραγματικά δεδομένα της υπόθεσης, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε οποιοδήποτε εύρημα σε σχέση με το οποίο να τυγχάνει εφαρμογής το εν λόγω Άρθρο.
Με τη γραπτή αγόρευση τους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του εφεσείοντα υποστήριξαν ενώπιον μας ότι το ΔΕΕ αναγνώρισε πως πρέπει να διερευνηθεί δικαστικά, εφόσον το εγείρει ο εκζητούμενος, το κατά πόσον υφίσταται πραγματικός κίνδυνος κατάφωρης παραβίασης ανθρώπινων δικαιωμάτων, ειδικότερα του δικαιώματος του εκζητούμενου να τύχει δίκαιης δίκης στην χώρα έκδοσης του ΕΕΣ, και μας παρέπεμψαν στην απόφαση του ΔΕΕ της 25ης Ιουλίου 2018, C-216/18 PPU, LM, προς υποστήριξη της θέσης τους. Υποστήριξαν ότι παρόλο που η εν λόγω απόφαση αφορούσε το ζήτημα της ανεξαρτησίας των δικαστών τα εκεί νομολογηθέντα τυγχάνουν εφαρμογής στα γεγονότα της παρούσας. Υποστηρίζουν ότι η παρέμβαση του Γερμανού ανακριτή, ως το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, συνιστά παραβίαση του δικαιώματος του εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη και ως τέτοια συνιστά στοιχείο, εν τη εννοία της LM (ανωτέρω), που δεικνύει την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου ο εφεσείοντας να υποστεί, εάν παραδοθεί στη Γερμανία, προσβολή του δικαιώματος του σε δίκαιη δίκη.
Με κάθε σεβασμό, επισημαίνουμε ότι τα όσα αποφασίστηκαν στην LM (ανωτέρω), (και σε μεταγενέστερη συναφή νομολογία του ΔΕΕ που υιοθετεί το σκεπτικό της), καταρρίπτουν αντί να υποστηρίζουν την πιο πάνω θέση του εφεσείοντα. Στην εν λόγω απόφαση λέχθηκαν τα εξής:
«58. Ο αυξημένος βαθμός εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών, στον οποίο ερείδεται ο μηχανισμός του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, βασίζεται, επομένως στην παραδοχή ότι τα ποινικά δικαστήρια των λοιπών κρατών μελών τα οποία, μετά την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, οφείλουν να ασκήσουν ποινική δίωξη ή να επιβάλουν ποινή ή μέτρο ασφαλείας στερητικά της ελευθερίας, καθώς και να διεξαγάγουν την κατ' ουσίαν ποινική διαδικασία, πληρούν τις προδιαγραφές αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται η ανεξαρτησία και η αμεροληψία των δικαστηρίων.
59 Επομένως, η ύπαρξη πραγματικού κινδύνου να υποστεί το πρόσωπο κατά του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, σε περίπτωση παραδόσεώς του στην εκδούσα το ένταλμα δικαστική αρχή, προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματός του σε ανεξάρτητο δικαστήριο και, κατά συνέπεια, προσβολή της ουσίας του θεμελιώδους δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη, το οποίο εγγυάται το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, επιτρέπει στη δικαστική αρχή εκτελέσεως την άρνηση εκτελέσεως, κατ' εξαίρεση, ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.
60 Ως εκ τούτου, εφόσον, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, το πρόσωπο κατά του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως επικαλείται, αντιτασσόμενο στην παράδοσή του στην εκδούσα το ένταλμα δικαστική αρχή, την ύπαρξη συστημικών ή, τουλάχιστον, γενικευμένων πλημμελειών που, κατά τη γνώμη του, ενδέχεται να επηρεάσουν την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας στο κράτος μέλος που εξέδωσε το ένταλμα και, συνεπώς, να πλήξουν την ουσία του θεμελιώδους δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη, η δικαστική αρχή εκτελέσεως υποχρεούται να εκτιμήσει την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου το οικείο πρόσωπο να υποστεί προσβολή αυτού του θεμελιώδους δικαιώματος, οσάκις καλείται να αποφασίσει την παράδοσή του ή μη στις αρχές του κράτους μέλους που εξέδωσε το ένταλμα (βλ., κατ' αναλογίαν, απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru, C-404/15 και C-659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψη 88).
61 Προς τον σκοπό αυτόν, η δικαστική αρχή εκτελέσεως οφείλει, σε πρώτο στάδιο, να αξιολογήσει βάσει αντικειμενικών, αξιόπιστων, συγκεκριμένων και δεόντως επικαιροποιημένων στοιχείων σχετικών με τη λειτουργία του δικαστικού συστήματος στο κράτος μέλος το οποίο εξέδωσε το ένταλμα (βλ., υπ' αυτήν την έννοια, απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru, C-404/15 και C-659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψη 89), την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, κινδύνου που συνδέεται με την έλλειψη ανεξαρτησίας των δικαστηρίων του ως άνω κράτους μέλους λόγω των συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών που χαρακτηρίζουν το δικαστικό του σύστημα.»
Επισημαίνουμε ότι στην παρούσα υπόθεση, ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε σε σχέση με συστημικές ή γενικευμένες πλημμέλειες στο δικαστικό σύστημα της Γερμανίας. Επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν όφειλε, βάσει του σκεπτικού της υπόθεσης LM (ανωτέρω), να προβεί σε αξιολόγηση του ισχυρισμού του εφεσείοντα, περί ύπαρξης πραγματικού κινδύνου προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.
Με βάση τα νομολογηθέντα στην υπόθεση LM (ανωτέρω), εάν υπήρχαν τέτοια στοιχεία τότε το Δικαστήριο θα έπρεπε περαιτέρω να προβεί σε ειδικό έλεγχο σε σχέση με τις περιστάσεις του εκζητούμενου:
«75. Εάν προκύψει από τον έλεγχο αυτόν ότι οι ανωτέρω πλημμέλειες είναι ικανές να επηρεάσουν τα δικαστήρια, η δικαστική αρχή εκτελέσεως πρέπει επίσης να αξιολογήσει, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων προβληματισμών που εκφράζει το εκζητούμενο πρόσωπο και των πληροφοριών που αυτό τυχόν προσκομίζει, εάν συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο αυτό θα διατρέξει πραγματικό κίνδυνο προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματός του σε ανεξάρτητο δικαστήριο και, κατά συνέπεια, της ουσίας του θεμελιώδους δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη, λαμβανομένης υπόψη της προσωπικής του καταστάσεως, της φύσεως του αδικήματος για το οποίο διώκεται, καθώς και του πραγματικού πλαισίου που αποτέλεσε τη βάση για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.»
Στο πλαίσιο αυτού του ειδικού ελέγχου το Δικαστήριο οφείλει, σύμφωνα με την υπόθεση LM (ανωτέρω), κατ' εφαρμογή του Άρθρου 15, παράγραφος 2, της απόφασης - πλαισίου να ζητήσει από την εκδούσα το ένταλμα δικαστική αρχή κάθε συμπληρωματική πληροφορία που κρίνει αναγκαία για την αξιολόγηση της ύπαρξης τέτοιου κινδύνου.
Η τελευταία αυτή επισήμανση καταρρίπτει και τη θέση του εφεσείοντα ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ζήτησε εγγυήσεις από το κράτος έκδοσης αναφορικά με τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων του εφεσιβλήτου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε στοιχεία ενώπιον του για να προβεί στον πρώτο γενικό έλεγχο, επομένως ούτε και στον δεύτερο ειδικό έλεγχο που προβλέπεται στην υπόθεση LM (ανωτέρω). Κατά συνέπεια δεν όφειλε, με βάση τα νομολογηθέντα στην υπόθεση LM (ανωτέρω), να ζητήσει διευκρινίσεις (και όχι κατ' ανάγκη, όπως υποστηρίζουν, οι συνήγοροι του εφεσείοντας «εγγυήσεις») από την χώρα έκδοσης του ΕΕΣ.
Κατά την ακρόαση της έφεσης, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι μας κάλεσαν να λάβουμε υπόψη προς επίρρωση της θέσης τους ότι υπάρχει γενικευμένη παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη από πλευράς των γερμανικών ανακριτικών αρχών, ότι στις ως άνω πρόσφατες αποφάσεις του Εφετείου, STENLI και MICHEL (ανωτέρω), υπήρξαν από πλευράς των εκεί εφεσειόντων ισχυρισμοί περί παραβιάσεων των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους, από τους εκεί εμπλεκόμενες Γερμανούς ανακριτές. Επαναλαμβάνουμε συναφώς, ότι στην υπόθεση LM (ανωτέρω), λέχθηκε ότι ο έλεγχος για παραβίαση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη γίνεται στο πρώτο στάδιο στη βάση «αντικειμενικών, αξιόπιστων, συγκεκριμένων και δεόντως επικαιροποιημένων στοιχείων σχετικών με τη λειτουργία του δικαστικού συστήματος στο κράτος μέλος το οποίο εξέδωσε το ένταλμα.»
Από τις εν λόγω αποφάσεις του Εφετείου δεν προκύπτουν τέτοια στοιχεία. Σε καμία εξ αυτών δεν διαπιστώθηκε από το Εφετείο ότι υπήρξε παραβίαση, ή κίνδυνος παραβίασης του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη των εκεί εφεσειόντων στη Γερμανία. Ως εκ τούτου η πιο πάνω θέση των συνηγόρων του εφεσείοντα δεν ευσταθεί.
Επίσης ο εφεσείοντας υποστηρίζει με αναφορά σε νομολογία του ΕΔΔΑ, (Soering v. United Kingdom, Appl. No. 14038/88, ημερ. 7/7/1989 και Kozhayev v. Russia, Application No. 60445/10 ημερ. 22/10/2012), ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε επιφανειακά και γενικά και όχι ειδικά και σύμφωνα με τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε ενώπιον του, τη γνώμη του εφεσείοντα ότι είναι βέβαιο ή ότι είναι πιθανόν στη Γερμανία να παραβιαστεί το δικαίωμα του εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη, όπως αυτό προστατεύεται από το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.
Επαναλαμβάνουμε στο σημείο αυτό τα όσα προκύπτω από την απόφαση του ΕΔΔΑ AFFAIRE PIROZZI c. BELGIQUE (ανωτέρω).
Έχουμε ήδη αναφερθεί ανωτέρω στο επίδικο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τις αιτιάσεις του εφεσείοντα για παραβίαση του δικαιώματος του σε δίκαιη δίκη, καθώς και στο συμπέρασμα του αναφορικά με το κατά πόσον το επικαλούμενο συμβάν, αποτελεί στοιχείο που να δεικνύει κίνδυνο παραβίασης του δικαιώματος του σε δίκαιη δίκη. Είναι θεωρούμε ξεκάθαρο, ότι δεν παρουσιάστηκε μαρτυρικό υλικό ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστήριο που να καταδεικνύει «σοβαρό και τεκμηριωμένο παράπονο ότι η προστασία ενός δικαιώματος της Σύμβασης υπήρξε καταφανώς ανεπαρκής και ότι η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να θεραπευθεί από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης», ως τα νομολογηθέντα στην Pirozzi (ανωτέρω), έτσι ώστε να όφειλε να προβεί σε εξέταση του παραπόνου του εφεσείοντα με βάση τη νομολογία του ΕΔΔΑ.
Εν πάση περιπτώσει, όπως προκύπτει από τη νομολογία του ΕΔΔΑ ειδικά σε σχέση με την εφαρμογή του Άρθρου 6 της ΕΣΔΑ σε υποθέσεις έκδοσης φυγοδίκων, η εξέταση του ζητήματος στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι εντός του πλαισίου και της προσέγγισης του ΕΔΔΑ. Μετά την υπόθεση Soering (ανωτέρω), η μόνη απόφαση του ΕΔΔΑ που εντοπίσαμε όπου αποφασίστηκε ότι η έκδοση προσώπου θα παραβίαζε το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ είναι η Othman (Abu Qatada) v. the United Kingdom - 8139/09, ημερ. 17.1.2012. Στην εν λόγω απόφαση συνοψίστηκαν οι αρχές που εφαρμόζονται στο υπό κρίση θέμα ως ακολούθως:
«1. General principles
a. The "flagrant denial of justice" test
258. It is established in the Court's case-law that an issue might exceptionally be raised under Article 6 by an expulsion or extradition decision in circumstances where the fugitive had suffered or risked suffering a flagrant denial of justice in the requesting country. That principle was first set out in Soering v. the United Kingdom, 7 July 1989, § 113, Series A no. 161 and has been subsequently confirmed by the Court in a number of cases (see, inter alia, Mamatkulov and Askarov, cited above, §§ 90 and 91; Al-Saadoon and Mufdhi v. the United Kingdom, no. 61498/08, § 149, ECHR 2010‑...).
259. In the Court's case-law, the term "flagrant denial of justice" has been synonymous with a trial which is manifestly contrary to the provisions of Article 6 or the principles embodied therein (Sejdovic v. Italy [GC], no. 56581/00, § 84, ECHR 2006‑II; Stoichkov, cited above, § 56, Drozd and Janousek cited above, § 110). Although it has not yet been required to define the term in more precise terms, the Court has nonetheless indicated that certain forms of unfairness could amount to a flagrant denial of justice. These have included:
- conviction in absentia with no possibility subsequently to obtain a fresh determination of the merits of the charge (Einhorn, cited above, § 33; Sejdovic, cited above, § 84; Stoichkov, cited above, § 56);
- a trial which is summary in nature and conducted with a total disregard for the rights of the defence (Bader and Kanbor, cited above, § 47);
- detention without any access to an independent and impartial tribunal to have the legality the detention reviewed (Al-Moayad, cited above, § 101);
- deliberate and systematic refusal of access to a lawyer, especially for an individual detained in a foreign country (ibid.).
260. It is noteworthy that, in the twenty-two years since the Soering judgment, the Court has never found that an expulsion would be in violation of Article 6. This fact, when taken with the examples given in the preceding paragraph, serves to underline the Court's view that "flagrant denial of justice" is a stringent test of unfairness. A flagrant denial of justice goes beyond mere irregularities or lack of safeguards in the trial procedures such as might result in a breach of Article 6 if occurring within the Contracting State itself. What is required is a breach of the principles of fair trial guaranteed by Article 6 which is so fundamental as to amount to a nullification, or destruction of the very essence, of the right guaranteed by that Article.
261. In assessing whether this test has been met, the Court considers that the same standard and burden of proof should apply as in Article 3 expulsion cases. Therefore, it is for the applicant to adduce evidence capable of proving that there are substantial grounds for believing that, if he is removed from a Contracting State, he would be exposed to a real risk of being subjected to a flagrant denial of justice. Where such evidence is adduced, it is for the Government to dispel any doubts about it (see, mutatis mutandis, Saadi v. Italy, cited above § 129).»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)
Προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα ότι για να διαπιστωθεί ότι η έκδοση εκζητούμενου θα αποτελέσει παραβίαση του Άρθρου 6 της ΕΣΔΑ θα πρέπει να έχουν αποδειχθεί συνθήκες υπό τις οποίες ο εκζητούμενος είτε να έχει υποστεί κατάφωρη άρνηση απονομής της δικαιοσύνης είτε να κινδυνεύει να υποστεί μία τέτοια άρνηση. Η δε παραβίαση των αρχών της δίκαιης δίκης πρέπει να είναι τόσο σοβαρή που να αποτελεί την ακύρωση, ή την απώλεια του πυρήνα του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη. (Βλ. επίσης CASE OF AHORUGEZE v. SWEDEN, (Application no. 37075/09), 27 October 2011, παρ.115).
Όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση Othman (ανωτέρω), στην παρ. 261 που παραθέσαμε, κατά την εξέταση του κατά πόσον ικανοποιείται το κριτήριο που τέθηκε στην Othman αναφορικά με την παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, εφαρμόζεται το μέτρο και βάρος απόδειξης που τίθεται σε αποφάσεις έκδοσης όπου υπάρχει ισχυρισμός για παραβίαση του Άρθρου 3 της ΕΣΔΑ αναφορικά με τα βασανιστήρια και την εξευτελιστική μεταχείριση, όπως αυτό καθορίστηκε στην υπόθεση Saadi v. Italy (Application no. 37201/06), ημερ.28/2/2008 (ανωτέρω), όπου λέχθηκαν τα εξής:
«129. It is in principle for the applicant to adduce evidence capable of proving that there are substantial grounds for believing that, if the measure complained of were to be implemented, he would be exposed to a real risk of being subjected to treatment contrary to Article 3 (see N. v. Finland, no. 38885/02, § 167, 26 July 2005). Where such evidence is adduced, it is for the Government to dispel any doubts about it.
130. In order to determine whether there is a risk of ill-treatment, the Court must examine the foreseeable consequences of sending the applicant to the receiving country, bearing in mind the general situation there and his personal circumstances (see Vilvarajah and Others, cited above, § 108 in fine).
131. To that end, as regards the general situation in a particular country, the Court has often attached importance to the information contained in recent reports from independent international human rights protection associations such as Amnesty International, or governmental sources, including the US Department of State (see, for example, Chahal, cited above, §§ 99-100; Müslim v. Turkey, no. 53566/99, § 67, 26 April 2005; Said v. the Netherlands, no. 2345/02, § 54, ECHR 2005-VI; and Al-Moayad v. Germany (dec.), no. 35865/03, §§ 65-66, 20 February 2007). At the same time, it has held that the mere possibility of ill-treatment on account of an unsettled situation in the receiving country does not in itself give rise to a breach of Article 3 (see Vilvarajah and Others, cited above, § 111, and Fatgan Katani and Others v. Germany (dec.), no. 67679/01, 31 May 2001) and that, where the sources available to it describe a general situation, an applicant's specific allegations in a particular case require corroboration by other evidence (see Mamatkulov and Askarov, cited above, § 73, and Müslim, cited above, § 68).»
Τα πιο πάνω νομολογηθέντα υιοθετήθηκαν και στη μεταγενέστερη CASE OF AL-SAADOON AND MUFDHI v. THE UNITED KINGDOM (Application no. 61498/08), 04/10/2010, παρ. 125.
Είναι, κατά την άποψη μας ορθή η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και με βάση την νομολογία του ΕΔΔΑ εφόσον δεν υπήρχαν ενώπιον του στοιχεία αναφορικά με τη γενική κατάσταση σε σχέση με παραβιάσεις του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη στη Γερμανία (βλ. Saadi v. Italy (ανωτέρω) αλλά ούτε και στοιχεία ότι ο εφεσείοντας είχε ήδη υποστεί παραβίαση του δικαιώματος του σε δίκαιη δίκη στο βαθμό που απαιτείται με βάση την υπόθεση Othman (ανωτέρω).
Τέλος σημειώνουμε ότι η υπόθεση Saadi v. Italy (ανωτέρω), υιοθετήθηκε ρητώς από το ΕΔΔΑ και εφαρμόστηκε στη μεταγενέστερη Kozhayev (ανωτέρω), στην οποία μας παρέπεμψαν οι συνήγοροι του εφεσείοντα.
Εν πάση περιπτώσει, μελετήσαμε τη νομολογία του ΕΔΔΑ στην οποία μας παρέπεμψε ο εφεσείοντας και είμαστε της άποψης ότι δεν υποστηρίζει τη θέση του ότι με βάση την ΕΣΔΑ στοιχειοθετείται κίνδυνος ότι θα παραβιαστεί το δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη, (βλ. Β. v. Belgium (2016), Application No. 11748/11, ημερ. 22/11/2016, Rassmussen v. Denmark (Application No. 8777/79, ημερ. 28/11/1984, Klass and Others v. Germany, Application No. 5029/71, ημερ. 6/9/1978 και ÖCALAN v. TURKEY, Application no. 46221/99, ημερ. 12/5/2005).
Εν όψει όλων των πιο πάνω είμαστε της άποψης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε ορθά το Άρθρο 2 του Νόμου και ότι όλες οι επί μέρους θέσεις του εφεσείοντα όπως περιλαμβάνονται στον τρίτο λόγο έφεσης δεν ευσταθούν. Συνακόλουθα ο τρίτος λόγος έφεσης, στην ολότητά του, δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται στην ολότητά της και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται πλην της κατάληξης αναφορικά με την κράτηση του εφεσείοντα.
Ως προς την προθεσμία παράδοσης του εφεσείοντος, διατάσσεται όπως ακολουθηθούν οι πρόνοιες του Άρθρου 29(1) του Νόμου.
Ο εφεσείων στο μεταξύ να τεθεί αμέσως υπό κράτηση.
Δίδονται οδηγίες στον Πρωτοκολλητή όπως κοινοποιήσει αμελλητί την παρούσα απόφαση στη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος, μέσω της κεντρικής αρχής της Δημοκρατίας.
Τα έξοδα διερμηνείας να καλυφθούν από τη Δημοκρατία.
Καμιά διαταγή για έξοδα.
ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.