ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης Αρ. 5/24)
(i‑justice)
7 Ιανουαρίου 2025
(Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/ΣΤΕΣ)
ARIEVICH MICHEL,
Εφεσείοντας,
v.
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΡΧΗ - ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητος.
‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑
E. K. Ευσταθίου για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Α. Τιμοθέου (κα) εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσίβλητο.
Εφεσείοντας παρών.
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.: Η υπό κρίση έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία διατάχθηκε, στις 10.12.2024, η κράτηση και παράδοση του εφεσείοντα, γερμανού υπήκοου, στις γερμανικές αρχές, σύμφωνα με το Άρθρο 29(1) του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004 (Ν. 133(Ι)/2004). Στις 04.10.2024 είχε εκδοθεί από το Πρωτοδικείο της Μπάμπεργκ Γερμανίας Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (στο εξής Ε.Ε.Σ.). Τα αναφερόμενα επί του Ε.Ε.Σ. αδικήματα αφορούν εμπορική και ομαδική απάτη.
Ο εφεσείοντας συνελήφθη από την Αστυνομία στις 05.11.2024, δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 17 του Ν.133(Ι)/2004 και προσήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου στις 06.11.2024 το πρωί. Ενημερώθηκε για το περιεχόμενο του εντάλματος, καθώς επίσης και για τα δικαιώματα του, ενώ δεν αμφισβήτησε ότι είναι το πρόσωπο σε σχέση με το οποίο έχει εκδοθεί το υπό εξέταση ΕΕΣ. Δεν συγκατατέθηκε στην παράδοση του και η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, ο εφεσείοντας παρέμεινε ελεύθερος, με όρους. Σημειώνεται πως στις 06.11.2024 το απόγευμα, λήφθηκε, επίσης, κατάθεση από τον εφεσείοντα στο πλαίσιο εκτέλεσης Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας (στο εξής «ΕΕΕ») των γερμανικών αρχών.
Κατά την ακροαματική διαδικασία δηλώθηκε, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως παραδεκτό γεγονός, ότι στις 05.11.2024 ο Αστ. Γ.Α. τον συνέλαβε και αφού τον ενημέρωσε για το ένταλμα που είχε εκδοθεί εναντίον του, του εξήγησε τους λόγους της σύλληψής του, του επιστήθηκε η προσοχή του στον Νόμο και απάντησε «ΟΚ». Εκ μέρους της Κεντρικής Αρχής κατέθεσε ο ΜΚΑ1 ο οποίος υπηρετεί στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης και επιλαμβάνεται θεμάτων που αφορούν σε Ευρωπαϊκά Εντάλματα Σύλληψης. Ο ΜΚΑ1 επεξήγησε ότι η ΕΕΕ είναι διαφορετική διαδικασία από το ΕΕΣ, αλλά στην προκειμένη, αφορούσε το ίδιο άτομο και ότι η κατάθεση από τον εφεσείοντα λήφθηκε στο πλαίσιο εκτέλεσης της ΕΕΕ, στην παρουσία γερμανών ανακριτών. Μαρτυρία για την Κεντρική Αρχή έδωσε, επίσης, η Αστ. 1842 (ΜΚΑ2), η οποία υπηρετεί στο γραφείο Εκτέλεσης ΕΕΕ και στις 06.11.2024, πήρε κατάθεση από τον εφεσείοντα στο πλαίσιο ΕΕΕ των γερμανικών αρχών (Τεκμήριο 4). Σύμφωνα με τη μαρτυρία της, ο εφεσείοντας άσκησε το δικαίωμα της σιωπής. Παρούσες στη διαδικασία ήταν μία γερμανίδα εισαγγελέας, μία γερμανίδα αστυνομικός, η μεταφράστρια και ο δικηγόρος του εφεσείοντα. Μετά το τέλος της κατάθεσης, οι γερμανίδες απεσταλμένες συνομιλούσαν με τον εφεσείοντα, στη γερμανική γλώσσα, την οποία η αστυφύλακας δεν κατανοούσε, και τους ζήτησε να σταματήσουν, μετά και από υπόδειξη του συνηγόρου του εφεσείοντα. Η ΜΚΑ2 διευκρίνισε ότι η κατάθεση λήφθηκε μετά την εκτέλεση του ΕΕΣ.
Ο εφεσείοντας, κατά την ακρόαση, κατέθεσε ότι στις 05.11.2024 τον επισκέφθηκε στο σπίτι του η Αστυνομία για ένα ένταλμα έρευνας και πληροφορήθηκε για τα δικαιώματα του αναφορικά με το ένταλμα σύλληψης και το ένταλμα έρευνας. Μετά την έρευνα στο σπίτι του συνελήφθη. Τον μετέφεραν στην Αστυνομία όπου έδωσε κατάθεση για την κάνναβη που βρέθηκε στην κατοχή του. Ενώ έδινε κατάθεση, παρούσα ήταν μια γερμανίδα εισαγγελέας και μια γερμανίδα αστυνομικός, οι οποίες του είπαν ότι θα πήγαινε φυλακή στη Γερμανία μέχρι και 15 χρόνια, αν δεν μιλούσε και αν δεν συνεργαζόταν μαζί τους. Στις 06.11.2024, μετέβη στο Δικαστήριο για το ΕΕΣ και αφέθηκε ελεύθερος. Το απόγευμα πήγε στον Αστυνομικό σταθμό για να δώσει κατάθεση, όπου είπε στις Αρχές, στην παρουσία του δικηγόρου του, ότι θα ασκήσει το δικαίωμα της σιωπής και ότι δεν θα απαντούσε σε οποιεσδήποτε ερωτήσεις. Οι γερμανίδες απεσταλμένες και πάλιν του είπαν, αλλά ασκώντας του περισσότερη πίεση, ότι θα πήγαινε φυλακή στη Γερμανία αν δεν συνεργαζόταν μαζί τους. Ανέφερε, επίσης, πως μετά τη συνομιλία με τις γερμανίδες απεσταλμένες, δεν ζήτησε από την ΜΚΑ2 να καταγράψει τα όσα του είχαν πει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως είχαν ικανοποιηθεί όλες οι προϋποθέσεις για εκτέλεση του ΕΕΣ, το οποίο εξεδόθη εναντίον του εφεσείοντα, και διέταξε την εκτέλεσή του. Διέταξε, επίσης, όπως ο εφεσείοντας παραμείνει υπό κράτηση και παραδοθεί στις γερμανικές αρχές εντός 10 ημερών από την έκδοση της απόφασης.
Ο εφεσείοντας δεν έμεινε ικανοποιημένος από την πρωτόδικη απόφαση και καταχώρισε την υπό εκδίκαση έφεση, με 2 λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη και εκδόθηκε κατά παράβαση βασικών Συνταγματικών και/ή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του εφεσείοντα κατά τη διαδικασία εκτέλεσης του εντάλματος, και ειδικότερα ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, του Άρθρου 12 του Συντάγματος, της Απόφασης - Πλαίσιο και του Ν. 133(Ι)/2004. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται, ότι το Δικαστήριο δεν προσέδωσε τη δέουσα και/ή καθόλου σημασία στα γεγονότα, ούτε στο ότι δεν υπήρχαν επαρκείς αναφορές ως προς τον σκοπό έκδοσης του ΕΕΣ, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο αυτό είχε εκδοθεί με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης του εφεσείοντα και ούτε έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η δικαστική αρχή έκδοσης του ΕΕΣ δεν είχε προσδιορίσει με σαφήνεια, και στον βαθμό που απαιτεί η νομολογία του ΔΕΕ, ως προς τους λόγους ή τους στόχους της έκδοσης του ΕΕΣ για την οποία έγινε η διαδικασία, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας.
Προτού εξετάσουμε τους λόγους έφεσης, θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε στη φύση της διαδικασίας έκδοσης ΕΕΣ. Στην Reinwald v. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 42/2019, ημερομηνίας 23.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:A159, ECLI:CY:AD:2019:A159, λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
«Θεωρούμε σκόπιμο, όχι μόνο να επαναλάβουμε, αλλά και να τονίσουμε με έμφαση, ότι το ΕΕΣ στηρίζεται στην αμοιβαιότητα, εμπιστοσύνη και σεβασμό μεταξύ των δικαστικών αρχών. Είναι αυτή η αμοιβαιότητα που είναι το υπόβαθρο της αναγνώρισης και σεβασμού των αρχών που έχουν ρόλο στην απονομή της δικαιοσύνης που οικοδομούν τον τρόπο λειτουργίας του ΕΕΣ. Το ΕΕΣ και η σχετική Απόφαση - Πλαίσιο αποτελούν ένα σημαίνον εργαλείο προς την ανάπτυξη ενός ευρωπαϊκού ποινικού δικαίου δίχως σύνορα, ξεπερνώντας το παλαιό μοντέλο δικαστικής αρωγής εξασφαλίζοντας ότι «η ποικιλία των εθνικών κανονιστικών διατάξεων δεν θα θέσει προσκόμματα στην ανεμπόδιστη απόλαυση των ελευθεριών που εγγυάται η ΣυνθEK.» (Διονυσίου Μουζάκη: Το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, Νομική Βιβλιοθήκη, Έκδοση 2009, σελ. 5-6).
Το ΕΕΣ σηματοδοτεί επίσης μια οικειοθελή απεμπόληση της εθνικής κυριαρχίας εκάστου κράτους μέλους προς όφελος μιας υπερεθνικής («supranationality») δικαιοδοτικής εφαρμογής των αρχών δικαίου. Η Απόφαση - Πλαίσιο δημιουργεί δέσμευση ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.»
(Βλ. επίσης Hadjiametovic v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2009) 1 ΑΑΔ 473, Said Shini-Mehrabzadeh v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2015) 1(Γ) ΑΑΔ 2404, Κ.Α. v. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Έφεση ΕΕΣ Αρ. 1/2023 (i-justice), ημερομηνίας 27.03.2023).
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο δικηγόρος του εφεσείοντα προέβαλε ότι η όλη διαδικασία εκτέλεσης του εντάλματος σύλληψης επιμολύνθηκε λόγω της παραβίασης του δικαιώματος του για δίκαιη δίκη και συγκεκριμένα, λόγω της παρουσίας εκπροσώπων των γερμανικών αρχών, κατά τη λήψη της κατάθεσης του εφεσείοντα. Υποστήριξε ότι η εκτέλεση του ΕΕΣ δεν αποσκοπούσε στην άσκηση ποινικής δίωξης ή στην εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικού της ελευθερίας, όπως απαιτεί το Άρθρο 3 της Απόφασης - Πλαίσιο, αλλά σε αλλότριο σκοπό και είχε ως αποτέλεσμα τη λήψη κατάθεσης. Κατά συνέπεια, η διαδικασία ήτο καταχρηστική, εφόσον επιμολύνθηκε από τις ενέργειες και παρεμβάσεις των γερμανικών ανακριτικών αρχών. Αντιθέτως, η δικηγόρος του εφεσίβλητου υποστήριξε πως η διαδικασία της ΕΕΕ, για την οποία ο εφεσείοντας έδωσε κατάθεση και άσκησε το δικαίωμα της σιωπής στην παρουσία εκπροσώπων των γερμανικών αρχών, αφορούσε ανεξάρτητη διαδικασία από την εκτέλεση του ΕΕΣ, για το οποίο δεν λήφθηκε κατάθεση, επομένως δεν τίθετο οποιοδήποτε θέμα επιμόλυνσης της διαδικασίας του ΕΕΣ.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε από τη μαρτυρία του εφεσείοντα ότι υπήρξε συνομιλία με τις γερμανίδες απεσταλμένες, στη γερμανική γλώσσα, απέρριψε όμως τη θέση του σε σχέση με τα όσα ισχυρίστηκε ότι του ανέφεραν, με το εξής σκεπτικό:
«Ο Εκζητούμενος αναφέρθηκε στην εκτέλεση της ΕΕΕ και του ΕΕΣ, καθώς και στο τι συνέβη όταν λήφθηκε κατάθεση από αυτόν, με επίκεντρο τη συνομιλία του με τις Γερμανίδες απεσταλμένες και την προσπάθεια εκφοβισμού που ουσιαστικά ισχυρίστηκε ότι δέκτηκε από αυτές. Το ότι υπήρξε συνομιλία μεταξύ των δύο πλευρών είναι αποδεκτό, εφόσον το έχει αναφέρει και η ΜΚΑ2, πλην όμως δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο η μαρτυρία της μεταφράστριας η οποία ήταν παρούσα στη συνομιλία και θα μπορούσε να αναφέρει στο Δικαστήριο τα όσα λέχθηκαν. Ο τρόπος που απαντούσε ο Εκζητούμενος και τα όσα ανέφερε σε σχέση με τα όσα του λέχθηκαν δεν με έπεισε για το αληθές των ισχυρισμών του. Παρόλο που δεν υπέπεσε σε οποιαδήποτε αντίφαση, το ότι μετά τη συνομιλία που είχε με τις Γερμανίδες απεσταλμένες δεν ζήτησε από την ΜΚΑ2 να καταγράψει τα όσα του είπαν, εφόσον πλήττονταν, ως ισχυρίζεται, τα δικαιώματα του, είναι θεωρώ στοιχείο που ενισχύει το μη αληθές των ισχυρισμών του και με οδηγεί σε συμπέρασμα ότι τα όσα ανέφερε σε σχέση με τα όσα του αναφέρθηκαν απο αυτές στη συνομιλία δεν ισχύουν.
Ως εκ των ανωτέρω από τη μαρτυρία του Εκζητούμενου γίνεται δεκτό το ιστορικό της εκτέλεσης της ΕΕΕ και του ΕΕΣ, καθώς και ότι υπήρξε συνομιλία με τις Γερμανίδες απεσταλμένες στη Γερμανική γλώσσα, γεγονότα που επιβεβαιώνονται και από τη μαρτυρία των ΜΚΑ1 και ΜΚΑ2, ενώ απορρίπτεται η θέση του σε σχέση με τα όσα ισχυρίζεται ότι του ανέφεραν οι Γερμανίδες απεσταλμένες.»
Το Δικαστήριο αναφέρθηκε, στη συνέχεια, στην Hadwen ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2014) 1 ΑΑΔ 1680 όπου λέχθηκαν τα εξής αναφορικά με το κατά πόσο ζητήματα ανθρώπινων δικαιωμάτων αποτελούν λόγο άρνησης εκτέλεσης ΕΕΣ:
«Αξίζει να σημειωθεί ότι ούτε στα Άρθρα 3 και 4 της Απόφασης-Πλαίσιο, ούτε στα Άρθρα 13 και 14 του Ν. 133(Ι)/2004 γίνεται οποιαδήποτε ρητή αναφορά ότι ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελούν λόγο άρνησης. Αυτό όμως είναι κατά την άποψή μας εύλογο, εφόσον ο νομοθέτης λαμβάνοντας υπόψη τα ανθρώπινα δικαιώματα των εκζητουμένων από τη μια και τις ανάγκες για δημιουργία ενός «απλουστευμένου συστήματος» παράδοσης εκζητουμένων προσώπων από την άλλη και εφαρμόζοντας την αρχή της αναλογικότητας, διαφύλαξε με τις πρόνοιες των Άρθρων 3 και 4, καθώς των Άρθρων 9 - 25 της Απόφασης-Πλαίσιο εκείνα από τα βασικά δικαιώματα που θεώρησε ότι ήταν απολύτως αναγκαία να διαφυλαχθούν σ' εκείνο το στάδιο της διαδικασίας».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το θέμα της ισχυρισθείσας κατάχρησης της διαδικασίας, κατέληξε στα ακόλουθα:
«Τα όσα τέθηκαν για την παράλληλη εκτέλεση ΕΕΕ, δεν μπορούν να οδηγήσουν το Δικαστήριο σε συμπέρασμα κατάχρησης της διαδικασίας, εφόσον η ΕΕΕ αποτελεί ξεχωριστή διαδικασία που εκδίδεται για διαφορετικό σκοπό, αλλά ούτε και είναι εντός των εξουσιών του Δικαστηρίου να την εξετάσει στα πλαίσια εξέτασης του παρόντος ΕΕΣ.»
Ζητήματα επιμόλυνσης της διαδικασίας ενώπιον πρωτόδικου Δικαστηρίου, λόγω παραβίασης των ανθρώπινων δικαιωμάτων εκζητούμενων από την Αστυνομία, ηγέρθηκαν και στην απόφαση Αναφορικά με τον Α.Κ., Ε.Ε.Ε.Σ. Αρ. 2/2023 (i-justice), ημερομηνίας 16.05.2023, ECLI:CY:AD:2023:A175, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Πρώτα θα εξετάσουμε τη θέση ότι επιμολύνθηκε η διαδικασία.
.................................................................................................................
Στο χρόνο δε που είχε μεσολαβήσει από την ανακοπή του μέχρι και τη σύλληψη του, όπως περαιτέρω διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν είχε γίνει οτιδήποτε που επηρέασε δυσμενώς τα δικαιώματα του Εφεσείοντα σε σχέση με την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία.
Στην ενώπιον μας αγόρευση τους, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Εφεσείοντα υποστήριξαν ότι το τεκμήριο 2 δεν αφορούσε στα δικαιώματα του, αλλά «αίτηση για νομική αρωγή», και ότι για τα δικαιώματα του πληροφορήθηκε την επομένη ημέρα, με την παράδοση σε αυτόν άλλου εντύπου.
Αντιπαρερχόμαστε το γεγονός ότι το επιμέρους εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το τεκμήριο 2 αφορούσε στα δικαιώματα του στη μητρική του γλώσσα, δεν προσβάλλεται ευθέως με την έφεση, για να αντιπαραβάλουμε την περίπτωση εκζητούμενου προσώπου στη βάση Ε.Ε.Σ. με την περίπτωση υπόπτου προσώπου που ανακόπτεται και περιορίζεται ή συλλαμβάνεται, για να υποδείξουμε ότι και εκεί, πράξεις ή παραλείψεις που μπορεί να παραβιάζουν τα συνταγματικά δικαιώματα του υπόπτου δεν επιμολύνουν την ποινική δίκη που μπορεί να ακολουθήσει, παρά μόνο την αποδεχτότητα τυχόν μαρτυρίας που εξασφαλίστηκε από τον ύποπτο ή με τη βοήθεια ή με τη συνεργασία του.
.................................................................................................................
Και απόλυτα συναφές το ακόλουθο απόσπασμα από την Garibyan (Αρ. 2) (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2222, ECLI:CY:AD:2016:D442, 2229, ότι:
«Το κατά πόσον ο αιτητής παρέμεινε υπό κράτηση κατά τρόπο παράνομο δυνάμει του αρχικού εντάλματος, δεν συσχετίζεται, υπό τις περιστάσεις, με τις δικαιοδοτικές προϋποθέσεις για έκδοση του μεταγενέστερου εντάλματος, όπως καθορίζονται από το Νόμο. Εφόσον δεν διαπιστώνεται καταχρηστική συμπεριφορά, εάν υπήρξε παράνομη κράτηση είναι ζήτημα που θα μπορούσε να εξεταστεί σε τυχόν σχετική αξίωση, χωρίς να αποτελεί κώλυμα για την εφαρμογή του περί Φυγοδίκων Νόμου εάν πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις».
.................................................................................................................
Το ουσιώδες ήταν ότι τίποτε από τα όσα επισυνέβησαν από την ανακοπή του Εφεσείοντα και τη σύλληψη του που ακολούθησε, δεν επηρέασε το ζήτημα το οποίο είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο για να αποφασίσει. Ούτε και επηρεάστηκε σε αυτή τη βάση, η ευχέρεια του Εφεσείοντα να παρουσιάσει την υπόθεση του κατά τη δικαστική διαδικασία που ακολούθησε. Ούτε καν προβλήθηκε τέτοια εισήγηση.»
(Βλ. επίσης Bienioszek ν. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Έφεση ΕΕΣ Αρ. 2/24, ημερομηνίας 26.3.2024).
Κρίνουμε ότι η κατάληξη του Δικαστηρίου να μην δεχθεί τη θέση του εφεσείοντα περί εκφοβισμού του από τις γερμανικές αρχές εύλογη, με δεδομένο ότι δεν κλήθηκε ως μάρτυρας η μεταφράστρια η οποία ήταν παρούσα κατά την κατάθεση, ώστε να αναφέρει στο Δικαστήριο τα όσα λέχθηκαν, ούτε και ζήτησε από την ΜΚΑ 2 να καταγραφούν τα όσα, κατ' ισχυρισμό, του είπαν. Επιπροσθέτως, δεδομένων των πιο πάνω νομολογηθέντων, η θέση του εφεσείοντα ότι υπήρξε παραβίαση των δικαιωμάτων του και κατάχρηση της διαδικασίας, λόγω της στιχομυθίας των εκπροσώπων των γερμανικών αρχών με τον ίδιο, δεν συνιστά λόγο άρνησης εκτέλεσης του ΕΕΣ. Εν πάση περιπτώσει, η όποια στιχομυθία έγινε κατά τη διαδικασία λήψης κατάθεσης για την ΕΕΕ, γεγονός που δεν αμφισβητείται από τον εφεσείοντα, δεν αφορούσε τη διαδικασία για το ΕΕΣ, για την οποία δεν δόθηκε κατάθεση και η οποία συνιστούσε μια ξεχωριστή διαδικασία. Η εν λόγω συνομιλία δεν επηρέασε το ζήτημα που είχε ενώπιόν του το Δικαστήριο να αποφασίσει, δηλαδή την έκδοση ή μη του ΕΕΣ, εφόσον, όπως ορθά ανέφερε «..η ΕΕΕ αποτελεί ξεχωριστή διαδικασία που εκδίδεται με διαφορετικό σκοπό». Ο ισχυρισμός επιμόλυνσης της διαδικασίας αφορούσε την ΕΕΕ και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν στοιχειοθετήθηκε κατάχρηση της διαδικασίας του ΕΕΣ. Υπό τις παρούσες περιστάσεις, διαπιστώνουμε ότι καμία μαρτυρία δεν έχει προσαχθεί, πρωτόδικα, που να είναι ικανή να υποστηρίξει παραβίαση της δίκαιης δίκης και κατάχρηση της διαδικασίας.
Τέλος, δεν έχουμε παραγνωρίσει το επιχείρημα, του δικηγόρου του εφεσείοντα, ότι το ΕΕΣ δεν αποσκοπούσε στην ποινική δίωξη αλλά σε συγκεκαλυμμένη εκτέλεση της ΕΕΕ, το οποίο όμως δεν ευσταθεί, αφού, όπως προκύπτει από την ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τεθείσα μαρτυρία (Τεκμήριο 3), στις 5.11.2024 διεξήχθη έρευνα με βάση την ΕΕΕ στην οικία του εφεσείοντα και παραλήφθηκε αριθμός τεκμηρίων και την ίδια μέρα συνελήφθη ο εφεσείοντας με βάση το ΕΕΣ, συνεπώς δεν προηγήθηκε το ΕΕΣ με σκοπό να ακολουθήσει ΕΕΕ.
Ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Προχωρούμε με τον δεύτερο λόγο έφεσης, με τον οποίο προσβάλλεται η εγκυρότητα του ΕΕΣ, στην αιτιολογία του οποίου καταγράφεται, ανάμεσα σε άλλα, πως δεν υπάρχει επαρκής αναφορά στο σκοπό έκδοσης του, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο αυτό εκδόθηκε για την ποινική δίωξη του εφεσείοντα και πως η έλλειψη σαφήνειας και η αοριστία της αιτήσεως και των λόγων αυτής παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και της δίκαιης δίκης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε σχέση με τα στοιχεία που πρέπει να περιέχονται στο ΕΕΣ, άντλησε καθοδήγηση από την Constantinides ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2015) 1 ΑΑΔ 433, στην οποία αναφέρονται τα κάτωθι:
«Έστω, όμως, παίρνοντας ως δεδομένο ότι η υποχρέωση του Άρθρου 4(4) είναι γενικής εφαρμογής και ότι το έντυπο του ΕΕΣ πρέπει, απαραίτητα, να συμπληρώνεται σε όλες του τις παραγράφους, εκτός όπου κάποιο ζητούμενο στοιχείο του δεν ισχύει, η παράλειψη συμμόρφωσης δε συνεπάγεται, οπωσδήποτε, την ακύρωση του ΕΕΣ. Προφανώς, η εν λόγω πρόνοια, με τον επιτακτικό της χαρακτήρα, τον οποίο μεταφέρει η λέξη «υποχρεούται», υποδηλοί ότι η εκδίδουσα δικαστική αρχή οφείλει να χρησιμοποιεί, σε κάθε περίπτωση, το συγκεκριμένο τύπο, που προβλέπεται στο Παράρτημα της Απόφασης πλαίσιο και που, στην περίπτωση της Κυπριακής Δημοκρατίας, υιοθετήθηκε από το Νόμο 133(Ι)/2004, και όχι οποιοδήποτε άλλον τύπο δικής της επινόησης. Η διαπίστωση αυτή συνάδει και προς το σκοπό της υιοθέτησης ενός απλουστευμένου συστήματος παράδοσης μεταξύ δικαστικών αρχών, ο οποίος επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 5 της Απόφασης πλαίσιο, ανωτέρω. Επομένως, η μη συμπερίληψη ή η λανθασμένη συμπλήρωση κάποιου στοιχείου, το οποίο ζητείται στον καθορισμένο τύπο, δεν καθιστά, χωρίς άλλο, το ΕΕΣ άκυρο, ώστε το αίτημα για εκτέλεσή του να υπόκειται σε απόρριψη.»
Στην υπόθεση Αναφορικά με τον Πέτρου, Πολιτική Έφεση Αρ. 421/2017, ημερομηνίας 11.01.2018, ECLI:CY:AD:2018:A10, υποδείχθηκαν τα ακόλουθα, σε σχέση με την περιγραφή της τέλεσης του αδικήματος που πρέπει να περιέχεται στο ΕΕΣ:
«Οι προϋποθέσεις για έκδοση εντάλματος σύλληψης με βάση το άρθρο 18 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου δεν μπορούν ούτε κατ' αναλογία να είναι εν προκειμένω σχετικές. Εκφεύγουν του γράμματος και του πνεύματος του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, εκ των οποίων άλλο είναι, όπως προκύπτει με σαφήνεια, το αναγκαίο για τους σκοπούς της έκδοσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, κριτήριο. Ό,τι απαιτείται είναι τέτοια περιγραφή ώστε η δικαστική αρχή του κράτους εκτέλεσης να είναι σε θέση να διαπιστώνει κατά πόσο συντρέχουν οι λόγοι για τη μη εκτέλεση του εντάλματος. Η προσέγγιση αυτή υποστηρίζεται και από τις επεξηγηματικές σημειώσεις που έχουν εκδοθεί από την Επιτροπή αναφορικά με την έκδοση και εκτέλεση ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης, όπου, σε σχέση με την απαιτούμενη περιγραφή, το ζήτημα περιορίζεται ως εξής και πάντοτε σε συνάρτηση, όπως προκύπτει, με κάποιο λόγο ένστασης που θα μπορούσε να εγείρει ο εκζητούμενος:
«The factual description should consist only of a short summary and not of a full transcript of whole pages of the file. However in more complex cases, and in particular where double criminality applies (not listed offences), a longer description might be necessary in order to document the main aspects of the facts. In those cases, include the data which is essential for a decision on the EAW by the executing judicial authority, in particular to identify any possible grounds for non‑execution or with a view to application of the rule of specialty.»[2]
Αυτόδηλο δε είναι πως απαιτείται εν πάση περιπτώσει τέτοια περιγραφή, ώστε να εκπληρώνεται η υποχρέωση, με αντίστοιχο δικαίωμα του καταζητούμενου, όπως τούτο αναγνωρίζεται από το Άρθρο 11 της Απόφασης ‑ Πλαίσιο, για ενημέρωση του ως προς το περιεχόμενο του εντάλματος, υπό την έννοια της πληροφόρησης του για τους λόγους που συνελήφθη και κατηγορείται, όπως απαιτείται από το Άρθρο 5.2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Άρθρο 11.4 του Συντάγματος.
Είναι η παραπάνω έννοια, διασυνδεδεμένη με τους σκοπούς της διαδικασίας για έγκριση ή μη της εκτέλεσης, που πρέπει να αποδοθεί στην υποχρέωση για «περιγραφή των περιστάσεων της αξιόποινης πράξης», όπως και αποδόθηκε όπως προκύπτει και στην υπόθεση Anthony Joannides v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση αρ. 226/2017, ημερομηνίας 5.10.2017, ECLI:CY:AD:2017:A337, ECLI:CY:AD:2017:A337, ECLI:CY:AD:2017:Α337. Έχουμε μάλιστα εντοπίσει και την απόφαση του Αρείου Πάγου υπ' αρ. 2.149/2005, Ποιν Δικ 2006, 169, η οποία αφορούσε στην εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε στην Αγγλία για τα εγκλήματα της απαγωγής και της ανθρωποκτονίας από αμέλεια. Παρά το ότι στο ένταλμα δεν αναγραφόταν ο τόπος και ο χρόνος τέλεσης του εγκλήματος, ούτε διευκρινιζόταν ο βαθμός συμμετοχής του εκζητούμενου σ' αυτό, ο Άρειος Πάγος επεκύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση για εκτέλεση του εντάλματος, αποδεχόμενος ότι ο εκζητούμενος θα είχε πρόσβαση στη δικογραφία και σαφέστερη περιγραφή της πράξης, στα πλαίσια της δίκης του.»
Στην απόφαση Αναφορικά με τον Α.Κ., Ε.Ε.Ε.Σ. Αρ. 2/2023 (i-justice) (ανωτέρω), λέχθηκαν τα εξής:
«Tο Άρθρο 18 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, που αναφέρεται στην Πέτρου, αφορά στην έκδοση εντάλματος σύλληψης υπόπτου και προϋποθέτει τη στοιχειοθέτηση «ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι ένα πρόσωπο διέπραξε αδίκημα». Ούτε το Άρθρο 39 του Κεφ.155, το οποίο επικαλείται ο εφεσείων, είναι σχετικό. Αυτό αφορά στη σύνταξη του κατηγορητηρίου και αφορά στην εκδίκαση της κατηγορίας του αδικήματος. Η επάρκεια της περιγραφής στο ΕΕΣ συναρτάται με το αντικείμενο της διαδικασίας της αίτησης για την εκτέλεση του. Και η αναφορά σε δίκαια δίκη αφορά στη διαδικασία της αίτησης αυτής. Η ευχέρεια του εφεσείοντα να προβάλει την όποια υπεράσπιση του επί της ουσίας του αδικήματος, στη βάση της πληροφόρησης του για την εναντίον του μαρτυρία που στοιχειοθετεί την κατηγορία που θα αντιμετωπίσει, είναι ζήτημα που αφορά στη δίκη του στη Γερμανία. Στη διαδικασία εκείνη, θα κριθεί από το γερμανικό δικαστήριο, στη βάση του γερμανικού δικαίου, κατά πόσο η πληροφόρηση του για τις λεπτομέρειες της εναντίον του υπόθεσης, στη βάση του τι θα του έχει δοθεί μέχρι τότε, θα διασφαλίζουν το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας, δηλαδή της ποινικής δίκης του εφεσείοντα στη Γερμανία και την προετοιμασία της υπεράσπισης του στη δίκη εκεί.»
Στην Reinwald v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Έφεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης Αρ. 1/2024 (i-justice), ημερομηνίας 02.02.2024, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Αυτού λεχθέντος σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο του ΕΕΣ, δεν χρειάζεται η περιγραφική πληρότητα που χαρακτηρίζει συνήθως τα ημεδαπά εντάλματα σύλληψης, ούτε βεβαίως είναι δυνατόν να γίνει σύγκριση με τα όσα διατυπώνονται επιτακτικά στο κατηγορητήριο μιας προσαφθείσας κατηγορίας σε ποινική δίκη.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην εκκαλούμενη απόφαση, κατέληξε στα ακόλουθα, αναφορικά με την εγκυρότητα του περιεχομένου του ΕΕΣ:
«- Το ΕΕΣ έχει εκδοθεί την 04/10/2024, από το Πρωτοδικείο Μπάμπεργκ της Γερμανίας, το οποίο είναι η αρμόδια αρχή για την έκδοση του, κάτι που δεν αμφισβητήθηκε.
- Ο Εκζητούμενος είναι το πρόσωπο σε σχέση με το οποίο έχει εκδοθεί το υπό εξέταση ΕΕΣ, συνελήφθη από την Αστυνομία 05/11/2024 δυνάμει των προνοιών του άρθρου 17 του Ν.133(Ι)/2004 και προσήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου, ενημερώθηκε για το περιεχόμενο του εντάλματος, καθώς επίσης και για τα δικαιώματα του, ενώ δεν αμφισβήτησε ότι είναι το πρόσωπο σε σχέση με το οποίο έχει εκδοθεί το υπό εξέταση ΕΕΣ, γεγονότα που δεν αμφισβητήθηκαν από την υπεράσπιση.
- Το ΕΕΣ, κατά την κρίση μου, συνάδει στο βαθμό που απαιτείται με τον τύπο του Παραρτήματος Α του Ν.133(Ι)/2004 και σε ότι αφορά το περιεχόμενο του ικανοποιεί τις πρόνοιες του άρθρου 4 του Ν.133(Ι)/2004.
- Η μη συμπερίληψη στο ΕΕΣ, ρητά, ότι η έκδοση ζητείται για σκοπούς της ποινικής δίωξης του Εκζητούμενου δεν καθιστά το ΕΕΣ άκυρο, ώστε το αίτημα για εκτέλεσή του να υπόκειται σε απόρριψη (βλ. Constantinides John ανωτέρω). Σε κάθε περίπτωση στο ΕΕΣ αναγράφεται ρητώς το αδίκημα, τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, καθώς και η μέγιστη ποινή που προβλέπεται, κάτι που οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι ο σκοπός του ΕΕΣ είναι η άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του Εκζητούμενου.
- Η λανθασμένη συμπλήρωση στη σελ.6 του ΕΕΣ στο σημείο «ε) Αξιόποινες πράξεις» ως «Μία (1) αξιόποινη πράξη» ενώ περιγράφονται περισσότερες πράξεις τελεσθείσες από τον Αύγουστο του 2022 μέχρι 04/10/2024, δεν καθιστά το ΕΕΣ άκυρο, ώστε το αίτημα για εκτέλεσή του να υπόκειται σε απόρριψη (βλ. Constantinides John ανωτέρω).»
Ήταν εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα, σε σχέση με τον δεύτερο λόγο έφεσης, ότι στο ίδιο το ΕΕΣ δεν υπάρχει σαφής αναφορά στον σκοπό έκδοσής του. Σύμφωνα με το Άρθρο 3 του Ν. 133(Ι) 2004, ΕΕΣ δύναται να εκδοθεί (α) για την άσκηση ποινικής δίωξης ή (β) για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικού της ελευθερίας.
Εξετάσαμε το ΕΕΣ (Τεκμήριο 1), υπό το πρίσμα της πιο πάνω εισήγησης του δικηγόρου του εφεσείοντα, και διαπιστώσαμε ότι πράγματι δεν υπήρξε διαγραφή των διαζευκτικών σκοπών έκδοσης ΕΕΣ. Δεν συμφωνούμε όμως με την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα ότι αυτή η παράλειψη θα έπρεπε να οδηγήσει σε ακύρωση του ΕΕΣ και παραπέμπουμε στην απόφαση Αναφορικά με τον Ghebali, Πολιτική Έφεση Αρ. 51/2020, ημερομηνίας 11.5.2020, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Επίσης είναι άνευ τελικής σημασίας, κατά την κρίση μας, ότι στο ίδιο το ένταλμα δεν υπήρξε διαγραφή της διαζευκτικής περίπτωσης, δηλαδή της φράσης «..executing a custodial sentence or detention order" και παρέμεινε ομού με την ορθή αναφορά "for the purpose of conducting a criminal prosecution." Προκύπτει σαφώς από τα γεγονότα της υπόθεσης πως είναι η δεύτερη αναφορά που ισχύει.».
Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο πως όπως προκύπτει από το σύνολο του ΕΕΣ, αυτό έχει σκοπό την ποινική δίωξη του εφεσείοντα και ότι με αυτό αξιώνεται η παράδοσή του για τον συγκεκριμένο αυτό σκοπό. Ούτε και είναι προϋπόθεση η έναρξη ποινικής δίωξης στο Κράτος Μέλος που ζήτησε το ΕΕΣ, για να εκδοθεί απόφαση εκτέλεσής του. Όπως αποφασίστηκε στην Ghebali (aνωτέρω):
«Το ότι εντέλει μπορεί η δίωξη να μη συντελεστεί δεν αλλάζει τη βασική αρχή ότι ο σκοπός του εντάλματος είναι η ποινική δίωξη».
Ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Συνακόλουθα όλων των προαναφερόμενων, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Καμία διαταγή για έξοδα.
Διατάσσεται όπως ακολουθηθούν οι πρόνοιες του Άρθρου 29(1) του Ν.133(Ι)/2004. Ο εφεσείοντας εν τω μεταξύ να παραμείνει υπό κράτηση. Ο αρμόδιος Πρωτοκολλητής να κοινοποιήσει την παρούσα απόφαση στις αρμόδιες αρχές της Γερμανίας.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.