ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Έφεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης Αρ. 4/24)
iJustice

7 Ιανουαρίου, 2025

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

CHANIN STENLI

Εφεσείοντας

ΚΑΙ 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητος

 

-----------------------------

 

Ευστάθιος Ευσταθίου για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα‑Εκζητούμενο. 

Αγγέλα Τιμοθέου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας., για τον Εφεσίβλητο‑Κεντρική Αρχή. 

 

Ο μεταφραστής, κ. Βαχάν Αϊνετζιάν, από τα ελληνικά στα αγγλικά και αντίστροφα είναι παρών. 
Ο εκζητούμενος είναι παρών. 

 

          ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.:    Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

       δοθεί από την κα Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού με απόφαση του ημερομηνίας 10.12.2024 μετά από ακροαματική διαδικασία αποφάσισε την εκτέλεση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης (εφεξής το Ε.Ε.Σ.), το οποίο εκδόθηκε στις 4.10.2024 από το Πρωτοδικείο Μπάμπεργκ της Γερμανίας αναφορικά με τον Chanin Stenli (εκζητούμενος‑εφεσείων). Διέταξε όπως ακολουθηθούν σχετικά οι πρόνοιες του άρθρου 29(I) του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των διαδικασιών παράδοσης εκζητούμενων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004, Ν. 133(I)/2004 (εφεξής ο Νόμος), όπως ο εκζητούμενος‑εφεσείων τεθεί υπό αστυνομική κράτηση και όπως ο αρμόδιος Πρωτοκολλητής κοινοποιήσει την απόφαση στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης της Δημοκρατίας.

 

Ο εκζητούμενος‑εφεσείων καταχώρισε την υπό κρίση έφεση στις 13.12.2024, με την οποία ζητά την ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού προβάλλοντας 2 λόγους έφεσης. Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά τη θέση ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη και νομικά πλημμελής κατά παράβαση συνταγματικών και/ή ανθρωπίνων δικαιωμάτων του εφεσείοντα κατά τη διαδικασία εκτέλεσης του Ε.Ε.Σ. Κατά τη θέση του, οι παραβιάσεις αυτές θα έπρεπε να είχαν οδηγήσει στην απόρριψη του αιτήματος προς εκτέλεση του Ε.Ε.Σ. Πιο συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά εντόπισε παραβιάσεις συνταγματικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων του, λανθασμένα κατέληξε ότι η παραβίαση δεν έθεσε σε κίνδυνο οποιοδήποτε δικαίωμα και/ή δεν είχε επηρεάσει δυσμενώς τα δικαιώματα του σε τέτοιο βαθμό ώστε η τυχόν εκτέλεση του Ε.Ε.Σ. και παράδοση του στις Γερμανικές Αρχές να καθίσταται άδικη για τον ίδιο και συνάμα καταχρηστική.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης πραγματεύεται τη θέση του εφεσείοντα ότι δεν υπήρχαν επαρκείς αναφορές ως προς τον σκοπό έκδοσης του Ε.Ε.Σ. εναντίον του, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο αυτό είχε εκδοθεί με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης του εφεσείοντα. Συναφώς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι η δικαστική αρχή έκδοσης του Ε.Ε.Σ. δεν είχε προσδιορίσει με σαφήνεια και στον βαθμό που απαιτεί η νομολογία του ΔΕΕ ως προς τους λόγους ή τους στόχους για την έκδοση Ε.Ε.Σ., για την οποία έγινε η διαδικασία, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας.

 

Η έφεση τέθηκε ενώπιον μας και έχοντας κατά νου τις χρονικές προθεσμίες που καθορίζει ο νόμος, δώσαμε οδηγίες για καταχώριση περιγραμμάτων και ακρόαση της υπόθεσης σε σύντομο χρονικό διάστημα. Οι συνήγοροι και για τις δύο πλευρές συνεργάστηκαν πλήρως και ακολούθησαν τις οδηγίες του Δικαστηρίου, κατέθεσαν τα περιγράμματα με τις θέσεις τους, τα οποία και υιοθέτησαν στο στάδιο της ακρόασης, τονίζοντας η κάθε πλευρά κάποια σημεία που θεωρεί σημαντικά για την υπόθεση.

Όπως προκύπτει από τον πρωτόδικο φάκελο, o οποίος βρίσκεται ενώπιον μας, μαζί με όλα τα Τεκμήρια που κατατέθηκαν κατά την πρωτόδικη διαδικασία, συμπεριλαμβανομένου και του Ε.Ε.Σ. που εκδόθηκε από τις Γερμανικές Αρχές, ο εφεσείων συνελήφθη από την Κυπριακή Αστυνομία στις 5.11.2024 και ώρα 11:14 π.μ. Παρουσιάστηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στις 6.11.2024, δεν συγκατατέθηκε στην παράδοση του και το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην ακρόαση της αίτησης για εκτέλεση του Ε.Ε.Σ. Δόθηκε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου από δύο μάρτυρες εκ πλευράς της Κεντρικής Αρχής ενώ εκ μέρους του εφεσείοντα κατέθεσε στο Δικαστήριο ο δικηγόρος Μ. Α., ο οποίος εκπροσωπεί τον Michel Arievich εναντίον του οποίου εκκρεμεί επίσης αντίστοιχο Ε.Ε.Σ. που έχει εκδοθεί από τις Γερμανικές Αρχές στο πλαίσιο της ίδιας υπόθεσης και ο οποίος επίσης συνελήφθη από την Κυπριακή Αστυνομία στις 5.11.2024 στο πλαίσιο της ίδιας συντονισμένης επιχείρησης.

 

Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει στην εκκαλούμενη απόφαση του, καταλογίζεται στον εφεσείοντα ότι δραστηριοποιείται σε διεθνή βιομηχανία ηλεκτρονικού εμπορίου στη Λεμεσό και αποτελεί μέλος μίας μεγάλης ομάδας παραβατών, οι οποίοι εν γνώσει και εκ προθέσεως συνωμότησαν στη διάπραξη δόλιων αδικημάτων σε βάρος επενδυτών στη Γερμανία και σε άλλες γερμανόφωνες χώρες. Ο εφεσείων αποτελεί μέλος της ανώτατης διοίκησης της εν λόγω ομάδας, και αποδίδεται σε αυτόν ότι σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα που διαμένουν στη Γερμανία διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην υλοποίηση του δόλιου σχεδίου, με το οποίο παρείχαν πληροφορίες ως ειδικοί στις συναλλαγές σε μεγάλο αριθμό πελατών στις γερμανόφωνες χώρες μέσω τηλεφώνου και ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σε σχέση με συγκεκριμένες επενδυτικές πλατφόρμες, παρακινώντας τους με αναληθείς ισχυρισμούς να επενδύσουν σημαντικά χρηματικά ποσά σε διάφορα χρηματοπιστωτικά μέσα, υποσχόμενοι στους πελάτες υψηλά κέρδη. Αντίθετα όμως με τις πληροφορίες και τις παραστάσεις τους, τα κατατεθειμένα κεφάλαια των πελατών διανέμονταν αμέσως σε ένα πολύπλοκο πανευρωπαϊκό δίκτυο ξεπλύματος χρήματος με αποτέλεσμα να έχουν ζημιωθεί τουλάχιστον 170 Γερμανοί πολίτες, οι οποίοι κατά το χρονικό διάστημα από τον Αύγουστο του 2022 μέχρι τον Οκτώβριο του 2024 μετέφεραν το συνολικό ποσό των €10.000.000 σε μεταβαλλόμενους τραπεζικούς λογαριασμούς.

 

Κατά την πρωτόδικη διαδικασία η υπεράσπιση του εφεσείοντα είχε ως πυρήνα τη λήψη κατάθεσης του από αστυφύλακα του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλημάτων Αρχηγείου, (Μ.Κ.Α.2) η οποία λήφθηκε με τη βοήθεια διερμηνέα στη γερμανική γλώσσα στην παρουσία του τότε δικηγόρου του εφεσείοντα και δύο ανακριτριών από τη Γερμανία, οι οποίες είχαν επικουρικό ρόλο στη διαδικασία λήψης της κατάθεσης, αφού η λίστα των ερωτήσεων που θα υποβαλλόταν στον εκζητούμενο είχε δοθεί προηγουμένως στην ίδια από τις Γερμανικές Αρχές.

 

Σημειώνουμε, ότι πέραν των ενστάσεων του εφεσείοντα για τη διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά τη λήψη της κατάθεσης του, μετά τη σύλληψη του κατ' εκτέλεση του Ε.Ε.Σ., ουσιαστική επίσης ένσταση του στην εκτέλεση του Ε.Ε.Σ. ήταν ότι αυτό (το Ε.Ε.Σ.) είχε εκδοθεί όχι για σκοπούς παράδοσης του στη Γερμανία για να εκδικαστεί για ποινική υπόθεση, αλλά με αποκλειστικό σκοπό να ληφθεί από τον ίδιο κατάθεση για σκοπούς περαιτέρω διερεύνησης της υπόθεσης. Τούτο κατά παράβαση της βασικής αρχής έκδοσης και εκτέλεσης Ε.Ε.Σ., που εκδίδεται είτε με σκοπό την ποινική δίωξη εκζητούμενων, είτε για έκτιση της ποινής που τους έχει επιβληθεί από Δικαστήριο μετά από εκδίκαση ποινικής υπόθεσης.

 

Η μαρτυρία του δικηγόρου Μ.Α., o οποίος εκπροσωπεί όπως έχει ήδη αναφερθεί άλλο πρόσωπο το οποίο φέρεται να συνδέεται με τα αδικήματα που αφορούν το παρόν Ε.Ε.Σ. και για τον οποίο έχει γίνει ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου η διαδικασία εκτέλεσης Ε.Ε.Σ. και Δικαστήριο με άλλη σύνθεση έχει επίσης αποφασίσει την εκτέλεση του Ε.Ε.Σ., αφορούσε συζήτηση που είχε γίνει μεταξύ του εκζητούμενου στην άλλη διαδικασία και Γερμανίδας Εισαγγελέα και Γερμανίδας αστυνομικού πριν τη διαδικασία λήψης της κατάθεσης στη γερμανική γλώσσα, συνεπεία της οποίας ο πελάτης του έδειχνε αναστατωμένος και μετά από ερώτηση του τι συζήτησαν, ο πελάτης του του είπε ότι οι Γερμανίδες ανακρίτριες του ανέφεραν ότι βρίσκεται αντιμέτωπος με ποινή φυλάκισης που μπορεί να ανέρχεται μέχρι και τα 15 χρόνια και αν δεν μιλήσει κατονομάζοντας συγκεκριμένα πρόσωπα που εμπλέκονται στην υπόθεση, δεν θα τον βοηθήσουν και θα παραμείνει υπόδικος μετά από τη μετάβαση του στη Γερμανία, επισημαίνοντας του μάλιστα ότι η κατάσταση εκεί δεν θα είναι όπως στην Κύπρο. Κατά τη διαδικασία λήψης της κατάθεσης του εν λόγω προσώπου, και πάλι η Γερμανίδα ανακρίτρια άρχισε να του μιλά στα γερμανικά μέχρι που της ζητήθηκε από τον μάρτυρα μέσω της Κύπριας αστυνομικού να σταματήσει να του μιλά και πάλι όταν ρώτησε τον πελάτη του τι του ανάφερε η Γερμανίδα ανακρίτρια, αυτός απάντησε ότι του επανέλαβε ότι αν συνεργαστεί θα τον βοηθήσουν όταν παραδοθεί στη Γερμανία.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του καταγράφει ορθά το νομικό πλαίσιο που διέπει την εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει την εκτέλεση ενός Ε.Ε.Σ. με βάση τις πρόνοιες του σχετικού νόμου, τον σκοπό του μηχανισμού λειτουργίας ενός Ε.Ε.Σ., τον σκοπό έκδοσης ενός Ε.Ε.Σ., καθώς και τις υπερασπίσεις που μπορούν να τεθούν από πλευράς ενός εκζητούμενου. Αναφέρθηκε επίσης στη νομολογία που αφορά το περιεχόμενο και τον τύπο ενός Ε.Ε.Σ., τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για την εκτέλεση του, καθώς και τους υποχρεωτικούς και προαιρετικούς λόγους άρνησης εκτέλεσης ενός Ε.Ε.Σ.. Σχετικές είναι οι αποφάσεις Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2013) 1 Α.Α.Δ. 1764, Κυριάκου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2013) 1 Α.Α.Δ. 1546 και Reinwald v. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. Αρ.42/2019 ημερ.23.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:A159.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθως προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο το Ε.Ε.Σ. έχει εκδοθεί με σκοπό την ποινική δίωξη του εφεσείοντα στη Γερμανία ή όχι. Είναι γεγονός ότι στο ίδιο το κείμενο του Ε.Ε.Σ., το οποίο κατατέθηκε στην πρωτόδικη διαδικασία ως Τεκμήριο 1 μεταφρασμένο στην ελληνική γλώσσα, αλλά και ως Τεκμήριο 6 στη γερμανική και αγγλική γλώσσα, δεν φαίνεται να έχει αποσαφηνιστεί κατά πόσο το Ε.Ε.Σ. αφορά την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του εφεσείοντα ή την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικού της ελευθερίας.

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3 του Νόμου, το Ε.Ε.Σ. αποτελεί απόφαση ή διάταγμα δικαστικής αρχής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκδίδεται με σκοπό τη σύλληψη και την παράδοση προσώπου το οποίο βρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ζητείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους έκδοσης του εντάλματος: (α) για την άσκηση ποινικής δίωξης ή (β) για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικού της ελευθερίας.

 

Όπως σωστά αναφέρει και το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 13 της απόφασης του, «Προκύπτει από το περιεχόμενο του Ε.Ε.Σ., και δεν φαίνεται να αμφισβητείται από την πλευρά του εκζητούμενου, ότι στην προκειμένη περίπτωση, αυτό δεν έχει εκδοθεί για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικού της ελευθερίας του εκζητούμενου.». Το γεγονός ότι δεν υπήρξε διαγραφή της διαζευκτικής περίπτωσης δεν επηρεάζει πάντα την απόφαση για εκτέλεση του όπως φαίνεται και από την Πολιτική Έφεση αρ. 51/2020 Αναφορικά με τον ΧΧΧ Ghebali ημερ.11.5.2020, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ως ακολούθως:


«Επίσης είναι άνευ τελικής σημασίας, κατά την κρίση μας, ότι στο ίδιο το ένταλμα δεν υπήρξε διαγραφή της διαζευκτικής περίπτωσης, δηλαδή της φράσης «..executing a custodial sentence or detention order" και παρέμεινε ομού με την ορθή αναφορά "for the purpose of conducting a criminal prosecution." Προκύπτει σαφώς από τα γεγονότα της υπόθεσης πως είναι η δεύτερη αναφορά που ισχύει.»

Ούτε στην προκείμενη περίπτωση κρίνουμε έχει οποιαδήποτε σημασία η εν λόγω παράλειψη. Απομένει βεβαίως προς εξέταση η βασική θέση του εφεσείοντα ότι η έκδοση του Ε.Ε.Σ. έγινε με σκοπό όχι την ποινική δίωξη, αλλά για σκοπούς διερεύνησης. Είναι γεγονός ότι κατά τη μαρτυρία του M.Κ.Α.1 Προκόπη Χίντικου κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου διάφορα Τεκμήρια. Από αυτά προκύπτει ότι στάληκε επιστολή προς την αρμόδια Γερμανική Αρχή μετά από αίτημα του τότε δικηγόρου του εφεσείοντα κατά πόσο οι Γερμανικές Αρχές έχουν καταχωρίσει υπόθεση εναντίον του εφεσείοντα, σχετικό είναι το Τεκμήριο 5 της πρωτόδικης διαδικασίας. Η απάντηση των Γερμανικών Αρχών ήταν ότι: «In the underlying investigation proceedings, an indictment has not yet been filed in court, σχετικό είναι το Τεκμήριο 6 της πρωτόδικης διαδικασίας.

 

Επίσης κατατέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα Τεκμήρια 9 και 10 που αφορούν τον περί της Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας σε ποινικές υποθέσεις Νόμο Ν. 181(I)/2017 και συμπληρωματική Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας από τη Γερμανία σχετικά με τον εφεσείοντα (Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας 289/24, Τεκμήριο 9), αλλά και τον εφεσείοντα και άλλα πρόσωπα (Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας 337/24, Τεκμήριο 10). Επίσης, κατατέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 11 η χωρίς ειδοποίηση αίτηση αρ.162/24, δια της οποίας το Γραφείο Εκτέλεσης Ευρωπαϊκών Εντολών Έρευνας και Αιτημάτων Δικαστικής Συνδρομής Κλιμάκιο Λεμεσού και Πάφου αιτήθηκε διάταγμα του Δικαστηρίου για κατακράτηση από την Αστυνομία των Τεκμηρίων μέχρι την αποπεράτωση οποιασδήποτε ποινικής διαδικασίας η οποία είναι δυνατό να διεξαχθεί σε σχέση με αυτά στη Γερμανία. Στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση, ο ενόρκως δηλών αναφέρει:

 

«... λαμβάνω μέρος στη διερεύνηση υπόθεσης που διερευνάται από τις αρχές της Γερμανίας. Τα αδικήματα που διερευνούν οι αρχές της Γερμανίας αντιστοιχούν στα ακολούθα άρθρα της νομοθεσίας της Κυπριακής Δημοκρατίας...

...
και αφορούν υπόθεση που διερευνούν οι αρχές της Γερμανίας και φέρει την κωδική ονομασία
operation monopoly».

 

Είναι συναφώς η θέση του εφεσείοντα ότι όλα τα πιο πάνω συνηγορούν υπέρ της θέσης ότι οι έρευνες των Γερμανικών Αρχών βρίσκονται σε εξέλιξη και δεν δικαιολογούν την εκτέλεση του Ε.Ε.Σ. Θέση του ήταν ότι θα έπρεπε να ενεργοποιηθούν τα άρθρα του Ν. 181(I)/2017 και όχι η έκδοση Ε.Ε.Σ.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας το θέμα αυτό στις σελίδες 14, 15 και 16 της απόφασης του, αποφάσισε τα ακολούθα:

«Περαιτέρω προκύπτει από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου ότι η υπόθεση εναντίον του εκζητούμενου δεν βρίσκεται στο αρχικό στάδιο διερεύνησης. Στην παράθεση των πραγματικών περιστατικών στο Ε.Ε.Σ. γίνονται συγκεκριμένες αναφορές στο ρόλο που κατ' ισχυρισμό διαδραμάτισε ο εκζητούμενος στην εμπορική και ομαδική απάτη...
...
Επίσης στο Εθνικό Ένταλμα Σύλληψης επί του οποίου βασίζεται η έκδοση του επίδικου Ε.Ε.Σ. αναφέρεται ότι από τις μέχρι τώρα εξετάσεις εγείρονται «ισχυρές υποψίες» (
strong suspicions) εναντίον του εκζητούμενου ότι η μαρτυρία που έχει συλλεχθεί μέχρι σήμερα επιβεβαιώνει (confirm) ότι ο κατηγορούμενος/εκζητούμενος (accused) είχε κεντρικό και διευθύνοντα ρόλο στη διεξαγωγή των εγκληματικών δραστηριοτήτων της οργάνωσης και ότι υπάρχουν ισχυροί λόγοι να θεωρείται (strongly assumed) ότι ο εκζητούμενος εμπλέκεται με δόλιο τρόπο στις επενδυτικές πλατφόρμες που αναφέρονται εκεί. Μάλιστα, στο Εθνικό Ένταλμα Σύλληψης αναφέρεται ότι αν καταδικαστεί αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο επιβολής αυστηρής ποινής φυλάκισης και μάλιστα ότι υπάρχει λόγος για την κράτηση του πριν τη δίκη του, εφόσον λόγω των προσωπικών του περιστάσεων ως αναφέρονται στο ένταλμα, υφίσταται κίνδυνος ότι αν αφεθεί ελεύθερος θα επιχειρήσει να αποφύγει τη δίκη του.
...
Τα όσα αναφέρονται τόσο στο Εθνικό Ένταλμα Σύλληψης και κατ' επέκταση και στο επίδικο Ε.Ε.Σ. καταδεικνύουν ότι βάσει των εξετάσεων των Γερμανικών Αρχών και του μαρτυρικού υλικού που έχουν στη διάθεση τους, έχει διαμορφωθεί μία ξεκάθαρη εικόνα ως προς την εμπλοκή του εκζητούμενου στο εν λόγω αδίκημα και ότι η υπόθεση αναμένεται να παραπεμφθεί στο Δικαστήριο προς εκδίκαση, εξ' ου και οι αναφορές για τον κίνδυνο φυγοδικίας και στην ανάγκη προδικαστικής του κράτησης.
...
Το ζήτημα εξετάζεται ως θέμα ουσίας, κατά πόσο δηλαδή στη βάση του σταδίου που βρίσκεται η εξέταση της εναντίον του εκζητούμενου καταγγελίας, η οποία ενδεχομένως να μην έχει ολοκληρωθεί, μπορεί να θεωρηθεί ότι αν και εφόσον παραδοθεί στη χώρα έκδοσης, τούτος αναμένεται να διωχθεί ποινικά.
...
Για τους λόγους που έχω αναφέρει, η απάντηση στο ερώτημα δεν μπορεί παρά να είναι καταφατική.»

 

Η προσέγγιση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου συνάδει με τα λεχθέντα στην υπόθεση Αναφορικά με τον ΧΧΧ Ghebali (ανωτέρω), όπου σε παρόμοιο ζήτημα, το Ανώτατο Δικαστήριο σημείωσε τα εξής:

«Από το ενώπιον του Δικαστηρίου επίδικο ευρωπαϊκό ένταλμα, σημασία έχει η αναφορά «for the purpose of conducting a criminal prosecution"

 

Εκείνο δε περαιτέρω που προέκυπτε από τα ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου δεδομένα είναι πως η υπόθεση εναντίον του εφεσείοντα δεν βρισκόταν στο αρχικό στάδιο διερεύνησης. Είχαν ήδη ληφθεί οι καταθέσεις από τους παραπονούμενους που κατονομάζουν τον εφεσείοντα ως το πρόσωπο που τους ξεγέλασε. Όπως παρατηρεί δε και το πρωτόδικο δικαστήριο, η υπόθεση δεν αφορά πλέον το στάδιο που θα πρέπει να υποβληθούν ερωτήσεις στον εκζητούμενο για να διαφανεί αν αυτός θα καταταχθεί ως ύποπτος, αλλά είναι το στάδιο όπου καθηκόντως πρέπει να ανακριθεί και ακολούθως να διαταχθεί η ποινική του δίωξη, εάν τούτο κριθεί αναγκαίο στη βάση των αποτελεσμάτων της ανάκρισης, όπως συνέβη στην υπόθεση Βalzaz Aztastos v. The Szellsord Court, Hungary (2010) EWHC237. Η πρωτόδικη κρίση επί του θέματος ‑ το οποίο ήταν και ο μοναδικός λόγος ένστασης ‑ είναι πλήρως αιτιολογημένη και ορθή. Το γεγονός ότι υπήρξε προβληματισμός αρχικά σε σχέση με το λόγο που ζητείτο για παράδοση ο εφεσείων και ο προβληματισμός αυτός, οδήγησε  το Δικαστήριο[4] με τη σύμφωνη γνώμη των διαδίκων, σε υποβολή διευκρινιστικού ερωτήματος προς τις Γαλλικές Αρχές, δεν αλλοιώνει τα πράγματα, αφού εντέλει οι διευκρινίσεις που δόθηκαν συνάδουν με το περιεχόμενο του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης αλλά και με το άρθρο 3[5] του Ν.133(Ι)/2004, του ως άνω Νόμου. Πρόκειται για μια διαδικασία προερχόμενη από δικαστική αρχή που οδηγεί σε ποινική δίωξη.

 

Θα ήταν μικροσκοπικό και εκτός της έννοιας της αρχής της αλληλεγγύης που διέπει την ευρωπαϊκή ενότητα να σταθούμε σε επιμέρους έννοιες και λεπτομέρειες που αφορούν τη διαδικασία στη Γαλλία. (Βλ. Reinwald ν. Γεν. Εισαγγελέας Πολ. Έφ. Αρ.42/19, 23.4.2020). Τέτοια πορεία θα ήταν ατελέσφορη. Εξάλλου και ο ίδιος ο Γάλλος δικηγόρος που κατέθεσε για τον εκζητούμενο, δήλωσε πως οι απαντήσεις της Κεντρικής Αρχής της Γαλλίας αντικατοπτρίζουν την πραγματική εικόνα σταδίου διερεύνησης.  Το ότι εντέλει μπορεί η δίωξη να μη συντελεστεί δεν αλλάζει τη βασική αρχή ότι ο σκοπός του εντάλματος  είναι η ποινική δίωξη. Αυτό προκύπτει εμμέσως πλην σαφώς από την υπόθεση του ΔΕE στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑566/19 PPU και C626/19 PPU 12.12.2019 από την οποία μεταφέρουμε τις σκέψεις 69 και 70:  «. Στη γαλλική έννομη τάξη, η απόφαση περί εκδόσεως μπορεί ως διαδικαστική πράξη να προσβληθεί ενόσω διαρκεί η ανακριτική διαδικασία και αν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται εις βάρος προσώπου το οποίο δεν είναι ακόμη διάδικος, το πρόσωπο αυτό μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο μετά την παράδοση του και την προσαγωγή του ενώπιον του ανακριτή. Η ύπαρξη, στη γαλλική έννομη τάξη, τέτοιων δικονομικών κανόνων καταδεικνύει, επομένως, ότι ο αναλογικός χαρακτήρας της αποφάσεως της εισαγγελικής αρχής να εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προηγούμενου δικαστικού ελέγχου, ακόμη και σχεδόν ταυτόχρονα με την έκδοση του και, εν πάση περιπτώσει, μετά την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και, επομένως, ο έλεγχος αυτός μπορεί να πραγματοποιηθεί, κατά περίπτωση, πριν ή μετά την παράδοση του εκζητουμένου».

 

(Βλ. Επίσης το Ευρωπαϊκό ΄Ενταλμα Σύλληψης του Μουζάκη, Νομική Βιβλιοθήκη, ειδικά σελ.492 κ.επ.).

 

Επίσης είναι άνευ τελικής σημασίας, κατά την κρίση μας, ότι στο ίδιο το ένταλμα δεν υπήρξε διαγραφή της διαζευκτικής περίπτωσης, δηλαδή της φράσης «..executing a custodial sentence or detention order" και παρέμεινε ομού με την ορθή αναφορά "for the purpose of conducting a criminal prosecution." Προκύπτει σαφώς από τα γεγονότα της υπόθεσης πως είναι η δεύτερη αναφορά που ισχύει.»

 

Σε παρόμοιες γραμμές ήταν και η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προγενέστερη υπόθεση Spiriev Leonid-Ivanov v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2014) 1 Α.Α.Δ. 937, στην οποία ηγέρθηκε το θέμα της κατάχρησης δικαστικής διαδικασίας, σε εκείνη την υπόθεση από τις Ιταλικές Αρχές. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση:

 

«Παραπονείται ο Εφεσείων με τον τέταρτο λόγο έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως δεν μπορεί να ελέγξει κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας, που, κατ' ισχυρισμό, έλαβε χώρα από τις ιταλικές αρχές. Συγκεκριμένα, είχε εισηγηθεί πρωτόδικα ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα ότι οι ιταλικές αρχές δεν επιθυμούν την έκδοση και παράδοση του εκζητούμενου προς δίωξή του για τα υπό αναφορά αδικήματα, αλλά προκειμένου να λάβουν από αυτόν μαρτυρία σε σχέση με τη διερεύνηση των εν λόγω αδικημάτων.

 

Ορθά απεφάνθη το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το εξεταζόμενο ζήτημα εκφεύγει των πλαισίων και του σκοπού της όλης διαδικασίας, όπως ο Νόμος προβλέπει και έχει νομολογιακά οριοθετηθεί. Το υπό αναφορά θέμα αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της χώρας η οποία επιδιώκει την έκδοση, οι δικαστικές αρχές της οποίας είναι και οι μόνες αρμόδιες για την εξέτασή του στη βάση των ουσιαστικών και δικονομικών ιταλικών κανόνων δικαίου.

 

Κατ' ακολουθία, και ο τέταρτος λόγος έφεσης, ως ανυπόστατος, απορρίπτεται.»

 

Όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει στη σελίδα 16 της απόφασης του, «το ζήτημα εξετάζεται ως θέμα ουσίας. Κατά πόσο δηλαδή στη φάση του σταδίου που βρίσκεται η εξέταση της εναντίον του εκζητούμενου καταγγελίας, η οποία ενδεχομένως να μην έχει ολοκληρωθεί, μπορεί να θεωρηθεί ότι αν και εφόσον παραδοθεί στη χώρα έκδοσης, τούτος αναμένεται να διωχθεί ποινικά». Εύλογα και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό με βάση τα περιστατικά και τα γεγονότα της υπόθεσης ενώπιον του, δεν μπορεί παρά να είναι καταφατική.

 

Ενόψει των ανωτέρω, αυτό το σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης απορρίπτεται.

 

Μέρος του πρώτου λόγου έφεσης είναι επίσης και η εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντα, η οποία είχε τεθεί και πρωτόδικα, ότι πριν από την ακρόαση της αίτησης είχε επιμολυνθεί ολόκληρη η διαδικασία εκτέλεσης του εντάλματος σύλληψης και κράτησης του εφεσείοντα, και συγκεκριμένα στο στάδιο όπου μετά τη σύλληψη του εφεσείοντα αυτός οδηγήθηκε σε αστυνομικό σταθμό με σκοπό τη λήψη κατάθεσης από αυτόν. Είναι εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντα ότι η παρανομία εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη της κατάθεσης και υπό τις συνθήκες που περιγράφει η ίδια η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει στη σελίδα 5 της απόφασης του, η Μ.Κ.Α.2 αναγνώρισε την κατάθεση που λήφθηκε από τον εκζητούμενο στις 6.11.2024 (Τεκμήριο 8 στην πρωτόδικη διαδικασία), διευκρινίζοντας ότι λήφθηκε από την ίδια με τη βοήθεια διερμηνέα στη γερμανική γλώσσα και στην παρουσία του δικηγόρου του εκζητούμενου και δύο ανακριτριών από τη Γερμανία οι οποίες όπως ανέφερε είχαν επικουρικό ρόλο στη διαδικασία λήψης της κατάθεσης, αφού η λίστα των ερωτήσεων που θα υποβάλλονταν στον εκζητούμενο είχε δοθεί προηγουμένως στην ίδια από τις Γερμανικές Αρχές. Όπως περαιτέρω αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο περιγράφοντας τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά τη λήψη της κατάθεσης του εκζητούμενου, κατά τη λήψη της κατάθεσης κατέστη αντιληπτό ότι ο εκζητούμενος δεν είχε σκοπό να απαντήσει οτιδήποτε, αλλά αντί αυτού επιθυμούσε να ακούσει όλες τις ερωτήσεις που θα του υποβάλλονταν. Το πρώτο σημείο παρανομίας, σύμφωνα πάντα με τον συνήγορο του εφεσείοντα, ήταν ότι στο στάδιο που έγινε αντιληπτό ότι ο εκζητούμενος δεν θα απαντούσε σε καμιά ερώτηση, μία εκ των Γερμανίδων ανακριτριών ζήτησε από τη Μ.Κ.Α.2 να μην υποβάλει άλλες ερωτήσεις στον εκζητούμενο, παρακάμπτοντας έτσι την προγραμματισμένη διαδικασία.

 

Το δεύτερο σημείο παρανομίας, πάντοτε σύμφωνα με την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα, ήταν ότι αναφορικά με την ερώτηση αρ. 3 «Λόγω των αποδεικτικών στοιχείων, ένα Γερμανικό Δικαστήριο αποφάσισε να εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και ως γνωστό να θέσει μεγάλες απαιτήσεις για αυτό το ένταλμα. Μία όσο το δυνατό πιο έγκαιρη κατάθεση θα θεωρηθεί διάθεση συνέργειας και θα ληφθεί υπόψη. Θέλετε ενόψει αυτών να τοποθετηθείτε;». Σύμφωνα με τη μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τη συγκεκριμένη ερώτηση την υπέβαλε απευθείας η Γερμανίδα ανακρίτρια στον εκζητούμενο στα γερμανικά και η διερμηνέας μετέφρασε την ερώτηση στην ελληνική γλώσσα. Η Μ.Κ.Α.2, δήλωσε ότι αρχικά δεν επιθυμούσε την καταγραφή αυτής της ερώτησης στο γραπτό κείμενο της κατάθεσης επειδή δεν αποτελούσε ερώτημα που η ίδια είχε σκοπό να υποβάλει στον εκζητούμενο, αλλά τελικά καταγράφηκε στο κείμενο της κατάθεσης λόγω του ότι επέμενε προς τούτο ο συνήγορος του εκζητούμενου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει ότι ο εκζητούμενος δεν απάντησε ούτε σε αυτή την ερώτηση. Σημείωσε επίσης, ότι η πιο πάνω παρέμβαση της Γερμανίδας ανακρίτριας δύναται να ερμηνευθεί ως μορφή έμμεσης ψυχολογικής πίεσης στον εκζητούμενο με σκοπό να ωθήσει τη βούληση του προς συγκεκριμένη κατεύθυνση, ήτοι στο να απαντήσει στα ερωτήματα που του υποβάλλονταν. Ως τέτοια δεν φαίνεται να συνάδει με την προστασία που προσφέρεται στον εκζητούμενο από το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Βεβαίως στην προκειμένη περίπτωση η εν λόγω παρέμβαση δεν λειτούργησε καταλυτικά προς τον εκζητούμενο, εφόσον o ίδιος άσκησε και πάλι το δικαίωμα του στη σιωπή και το ζήτημα έληξε εκεί, χωρίς δηλαδή να προσφέρει κάποια μαρτυρία που δυνατό να χρησιμοποιείτο εναντίον του.

Σημειώνει επίσης ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η συμπεριφορά των Γερμανίδων ανακριτριών δεν φαίνεται να επηρέασε με οποιοδήποτε τρόπο το δικαίωμα του εκζητούμενου σε δίκαιη δίκη, αφού δεν αποστερήθηκε από τον ίδιο η ευχέρεια να παρουσιάσει την υπόθεση του προς απόρριψη του αιτήματος για εκτέλεση του Ε.Ε.Σ., ούτε εκμαιεύτηκε από αυτόν με αθέμιτο τρόπο κάποια μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αντίθετα, σημειώνει ότι τηρήθηκαν οι πρόνοιες του άρθρου 17 του Νόμου και ότι δεν εντόπισε  οποιοδήποτε στοιχείο που να του επιτρέπει να καταλήξει ότι η όποια έμμεση άσκηση πίεσης σε αυτόν κατά τη λήψη της κατάθεσης του από την Αστυνομία μέσω της παρέμβασης της Γερμανίδας ανακρίτριας με τον τρόπο που έγινε, ενδέχεται να οδηγήσει σε παραβίαση του δικαιώματος του σε δίκαιη δίκη σε περίπτωση έκδοσης του στη Γερμανία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι οι ενέργειες της Γερμανίδας ανακρίτριας όπως αναφέρθηκαν πιο πάνω, δεν αρκούν υπό τις περιστάσεις για να οδηγήσουν το πρωτόδικο Δικαστήριο στο να αμφισβητήσει εκ των προτέρων το σύννομο των ενεργειών του Γερμανικού Δικαστηρίου που θα ακολουθήσουν μετά την παράδοση του εκζητούμενου στη Γερμανία και αντίστοιχα της συμβατότητας αυτών με τις πρόνοιες της ΕΣΔΑ.

 

Παραπέμποντας σχετικά στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Miroslaw Mrukwa (2014) 1 Α.Α.Δ. 495, ορθά ανάφερε ότι η εκτέλεση ενός Ε.Ε.Σ. βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη (confidence and trust), η οποία αν είναι απαραίτητο να υπάρχει μεταξύ των κρατών‑μελών δεδομένου του κοινού νομικού πολιτισμού των κρατών‑μελών αλλά και της τήρησης των ελάχιστων ευρωπαϊκών επιπέδων που ισχύουν σε όλα τα κράτη‑μέλη στα ζητήματα απονομής της δικαιοσύνης.

 

Επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι η χωρίς αποτέλεσμα προσπάθεια της Γερμανίδας ανακρίτριας για εκμαίευση μαρτυρίας από τον εκζητούμενο έπειτα από τη σύλληψη του, δεν επηρέασε δυσμενώς τα δικαιώματα του εκζητούμενου ώστε η τυχόν εκτέλεση του Ε.Ε.Σ. και παράδοση του στις Γερμανικές Αρχές να καθίσταται άδικη για τον ίδιο και κατ' επέκταση καταχρηστική. Ορθά, συνεπώς κατέληξε ότι η πιο πάνω συμπεριφορά (της Γερμανίδας ανακρίτριας) ιδωμένη στο σύνολο της ως αναφύεται από τη μαρτυρία, δεν είναι τέτοιας φύσης ώστε να δικαιολογεί την αμφισβήτηση του σκοπού έκδοσης του Ε.Ε.Σ. από την Αρχή Έκδοσης, ούτε είναι ικανή για να μολύνει την όλη διαδικασία εκτέλεσης του Ε.Ε.Σ. ή να την καταστήσει καταχρηστική.

 

Υπενθυμίζουμε στο σημείο αυτό την πάγια νομολογία ότι ισχυρισμοί για παραβίαση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη δεν μπορούν να τίθενται αφηρημένα (in abstracto). Παραπέμπουμε ενδεικτικά στην υπόθεση Ρίκκος Ερωτοκρίτου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 53/2017, 64/2017, 66/2017 και 68/2017, ημερ.15.12.2017, όπου έχουν λεχθεί για το θέμα τα ακόλουθα:

 

«Το ερώτημα κατά πόσο μια δίκη είναι δίκαιη απαντάται με βάση την αξιολόγηση της στο σύνολο. Όπως έχει και προσφάτως επισημανθεί στην υπόθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Παπανδρέα Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 45/14, ημ. 5/10/16 τελικά η όλη δικαστική διαδικασία αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης ακριβώς διότι μόνο σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να διαπιστωθεί αν η δίκη υπήρξε δίκαιη. Ισχυρισμός για παράβαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης δεν εξετάζεται μεμονωμένα ή αποσπασματικά ούτε και με τρόπο αφηρημένο, in abstracto αλλά συγκεκριμένα και υπό το φως της κάθε δεδομένης υπόθεσης (in concreto). Σε κάθε περίπτωση ο κατηγορούμενος έχει το βάρος να αποδείξει ότι πράγματι επηρεάστηκε δυσμενώς η Υπεράσπισή του

 

Έτσι ούτε και αυτό το σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης επιτυγχάνει.

 

Συνδεδεμένη και με τον πρώτο λόγο έφεσης είναι επίσης η θέση του συνηγόρου του εφεσείοντα ότι υπήρξε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Είναι εισήγηση του ότι προκειμένου να ικανοποιηθεί ο σκοπός της λήψης αποδεικτικών μέσων και διεκπεραίωσης της διαδικασίας έρευνας διάπραξης αδικήματος, χρησιμοποιήθηκε ως μέσο το Ε.Ε.Σ. αντί της επιτρεπόμενης Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας (Ε.Ε.Ε.) στο πλαίσιο του Ν. 181(I)/2017.

 

Ο έλεγχος αναλογικότητας ασκείται από τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος και όχι από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης του εντάλματος. Σχετική είναι η απόφαση C‑625/19 PPU Openbaar Ministerie, 12.12.2019 , στην οποία έχει αναφερθεί ότι στη σχετική Απόφαση ‑ Πλαίσιο για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης και της διαδικασίας παράδοσης μεταξύ των κρατών‑μελών όπως τροποποιήθηκε, οι συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία απαιτήσεις των οποίων η τήρηση πρέπει να διασφαλίζεται σε σχέση με πρόσωπο εις βάρος του οποίου εκδίδεται Ε.Ε.Σ. στο πλαίσιο ποινικής δίωξης πληρούνται, εφόσον σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος οι προϋποθέσεις έκδοσης του εντάλματος αυτού και ιδίως ο αναλογικός χαρακτήρας της υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο εντός του κράτους μέλους αυτού.

Ενόψει των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος έφεσης είναι καταδικασμένος σε αποτυχία και απορρίπτεται.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης ο συνήγορος του εφεσείοντα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει και να ικανοποιηθεί ότι το Ε.Ε.Σ. πληρούσε τις τυπικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 της Απόφασης ‑ Πλαισίου και να απορρίψει το αίτημα εκτέλεσης του Ε.Ε.Σ. ενόψει του ότι το επίδικο ένταλμα σύλληψης δεν προσδιορίζει αν πρόκειται για δίωξη ή εκτέλεση ποινής. Το γεγονός ότι οι έρευνες των Γερμανικών Αρχών βρίσκονται υπό εξέλιξη, δεν δικαιολογεί την εκτέλεση του Ε.Ε.Σ., αντίθετα θα έπρεπε να εκδοθεί Ε.Ε.Ε. στο πλαίσιο του Ν. 181(I)/2017.

 

Όπως υποδείξαμε προηγουμένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 15‑17 της απόφασης του έχει πραγματευτεί το θέμα αυτό με επάρκεια, και ορθά αποφάσισε ότι κάθε κράτος μέλος έχει τη δική του διαδικασία σε σχέση με τη δίωξη προσώπου για ποινικά αδικήματα, η οποία είναι πιθανόν να διαφέρει από την αντίστοιχη διαδικασία της χώρας από την οποία ζητείται η παράδοση του εκζητούμενου. Λόγω και των διαφορών που υπάρχουν μεταξύ των ποινικών συστημάτων, κατά την εξέταση αιτήματος τέτοιας φύσης, το Δικαστήριο, δεν πρέπει να καταπιάνεται με επιμέρους έννοιες, όπως κατά πόσο ο ενώπιον του εκζητούμενος μπορεί να θεωρηθεί κατηγορούμενος και πότε ολοκληρώνεται το ανακριτικό έργο και ξεκινά η ποινική του δίωξη, αφού τέτοια μικροσκοπική προσέγγιση εκφεύγει της έννοιας της αλληλεγγύης που διέπει την ευρωπαϊκή ενότητα στην οποία στηρίζεται ο μηχανισμός λειτουργίας του Ε.Ε.Σ.

 

Παραπέμπουμε επίσης στην υπόθεση Ghebali (ανωτέρω), στην οποία ρητά αναφέρθηκε ότι η παράλειψη διαγραφής του διαζευκτικού λόγου έκδοσης στο Ε.Ε.Σ., δηλαδή της φράσης ή την εκτέλεση ποινής ή μέτρο ασφάλειας στερητικού της ελευθερίας δεν μπορεί να διαδραματίσει σημαίνοντα ρόλο ως προς την κατάληξη εκτέλεσης ενός Ε.Ε.Σ.

 

Υιοθετούμε επίσης όλα όσα έχουν αναφερθεί πιο πάνω σε σχέση με το ζήτημα αυτό.

 

Καθίσταται φανερό ότι και ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη. Αντίθετα, απορρίπτεται.

 

Ενόψει των ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται και διατάσσεται όπως ακολουθηθούν οι πρόνοιες του άρθρου 29(1) του Νόμου, το αργότερο εντός 10 ημερών από σήμερα.

 

Ο εφεσείων θα παραμείνει υπό κράτηση στο μεταξύ.

 

Δίδονται οδηγίες στον Πρωτοκολλητή όπως κοινοποιήσει αμέσως την παρούσα απόφαση στις αρμόδιες αρχές της Γερμανίας.

 

Καμία διαταγή για έξοδα.

 

Τα έξοδα του διερμηνέα να πληρωθούν από την Κυπριακή Δημοκρατία.


 

                      ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

                         Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

     

                

                                              ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ. Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο