ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Έφεση Αρ.: 37/2022)

 

21 Ιανουαρίου, 2025

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στές]

 

ΠΟΛΥΞΕΝΗ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

Εφεσείουσα,

v.

 

1.  ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

2.  PHILIPPOS SUPERMARKET LTD,

Εφεσίβλητοι.

 

____________________

 

Μ. Πιερή (κα), και Α. Πετρίδης για κ.κ. Πολύκαρπος Δ. Πετρίδης & Σία, για την Εφεσείουσα.

Ν. Παπακλεοβούλου με Ε. Παπακλεοβούλου (κα) για κ.κ. Νίκος Παπακλεοβούλου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.:  Σύμφωνα με κοινώς αποδεκτά γεγονότα, τα οποία καταγράφονται στην πρωτόδικη, εκκαλούμενη ενώπιον μας, απόφαση, οι διάδικοι, στην παρούσα έφεση, υπήρξαν σύζυγοι για περίοδο 27 ετών.  Υπήρξε διάσταση το έτος 2008 και ο γάμος τους λύθηκε στις 24.10.2011.

 

Η εφεσείουσα προσέφυγε στο Οικογενειακό Δικαστήριο αξιώνοντας, στο πλαίσιο της Δικαιοδοσίας Περιουσιακών Διαφορών, διάταγμα με το οποίο να διακηρύσσεται ότι αυτή είναι δικαιούχος κατά ποσοστό μεγαλύτερο των 2/3 της περιουσίας του πρώην συζύγου της - εφεσίβλητου 1 -, είτε αυτή είναι κινητή ή ακίνητη ευρισκόμενη οπουδήποτε, και ότι η εφεσείουσα συνέβαλε και συνεισέφερε στη δημιουργία και/ή επαύξηση της περιουσίας του, η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα, από τις 23.10.1981, που τελέστηκε ο αρραβώνας τους με προοπτική τον γάμο, μέχρι τις 19.04.2008 που επήλθε η οριστική διάσταση τους.  Περαιτέρω, ζήτησε την έκδοση διαταγμάτων για μεταβίβαση, επ' ονόματι της, των 2/3 του μετοχικού ποσοστού των εφεσίβλητων 2, ήτοι το 80% που είναι εγγεγραμμένο επ' ονόματι του εφεσίβλητου 1, τα 2/3, επί του προαναφερόμενου ποσοστού, που αντιπροσωπεύει το μετοχικό μέρισμα του εφεσίβλητου 1 επί τεσσάρων (4) ακινήτων και τριών (3) αυτοκινήτων, που είναι εγγεγραμμένα επ' ονόματι των εφεσίβλητων 2, των 2/3 επί του ποσοστού 80% που αντιπροσωπεύει το μετοχικό μέρισμα του εφεσίβλητου 1 επί του συνόλου των μετοχών, επί οποιουδήποτε ιδρύματος, που αγοράστηκαν από τους εφεσίβλητους 2.  Ζήτησε, ακόμη, διάταγμα αναγνώρισης ότι αυτή είναι ιδιοκτήτρια των 2/3 όλων των μετοχών που είναι εγγεγραμμένες επ' ονόματι του εφεσίβλητου 1, καθώς και διάταγμα, εναντίον και των δύο εφεσίβλητων, για μη αποξένωση ή επιβάρυνση, ή πώληση, ή διάθεση των περιουσιακών τους στοιχείων, αλλά και αποκάλυψης περιουσιακών τους στοιχείων και μεταβίβαση των 2/3 επί τεσσάρων (4) ακινήτων που είναι εγγεγραμμένα επ' ονόματι του εφεσίβλητου 1.  Ζήτησε, τέλος, διαζευκτικά, αποζημιώσεις λόγω συνομωσίας και/ή παράβασης καταπιστεύματος και/ή παράβασης συμφωνιών, για δόλο, αμέλεια και/ή διάψευση πίστεως και/ή διαχείριση περιουσιακών στοιχείων τα οποία ανήκουν στην εφεσείουσα.

 

Ο εφεσίβλητος 1 αρνήθηκε τις αξιώσεις της εφεσείουσας και καταχώρισε, μαζί με την υπεράσπιση του, ανταπαίτηση διεκδικώντας ολόκληρη ή μέρος ακίνητης ιδιοκτησίας, ήτοι πέντε (5) ακινήτων, τα οποία βρίσκονται, επ' ονόματι της εφεσείουσας και τα οποία αποκτήθηκαν, μετά τον γάμο, ως ισχυρίζεται μόνο με δική του συνεισφορά. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν ακρόασης, αξιολογώντας την προσαχθείσα μαρτυρία, και αφού διατύπωσε τα ευρήματα και συμπεράσματα του, εφαρμόζοντας τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες και νομολογία, κατέληξε στην απόρριψη, τόσο της αξίωσης της εφεσείουσας όσο και της ανταπαίτησης του εφεσίβλητου 1.

 

Με τρεις (3) λόγους έφεσης, η εφεσείουσα προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.  Ειδικότερα, θεωρεί ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα έκρινε πως δεν αποδείχθηκε, από την προσαχθείσα μαρτυρία, η αξία της περιουσίας των εφεσίβλητων 1 και 2 και, κατά συνέπεια, δεν αποδείχθηκε η αύξηση της περιουσίας τους (πρώτος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα αποφάσισε πως η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει τη συνεισφορά της στην επαύξηση της περιουσίας των εφεσίβλητων 1 και 2 (δεύτερος λόγος έφεσης) και ότι λανθασμένα, και τελώντας υπό νομική και πραγματική πλάνη, παρέλειψε να λάβει υπόψη και/ή να αξιολογήσει ορθά τα ενώπιον του δεδομένα και όλη την προσαχθείσα μαρτυρία και, χωρίς να αντλήσει καθοδήγηση από τη νομολογία, κατέληξε σε εύρημα ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει την αύξηση της περιουσίας των εφεσίβλητων 1 και 2 και τη συνεισφορά της σ' αυτήν (τρίτος λόγος έφεσης).

 

Καθίσταται αντιληπτό πως οι τρεις λόγοι έφεσης είναι μεταξύ τους συνυφασμένοι με το αποτέλεσμα της πρωτόδικης απόφασης.  Δεν θεωρούμε ότι δικαιολογείται απαραιτήτως η εξέταση πρωθύστερα κάποιου εκ των λόγων έφεσης, γι' αυτό τους εξετάζουμε με τη σειρά.  Κρίνουμε συνεπώς ορθό να αποφανθούμε πρώτα επί του πρώτου λόγου έφεσης.

 

Είναι χρήσιμο να αναφερθεί σ' αυτό το στάδιο ότι, σύμφωνα με πρωτόδικο εύρημα, το οποίο δεν αμφισβητείται, η εφεσείουσα κατά την ημερομηνία του γάμου της με τον εφεσίβλητο 1 ήταν ιδιοκτήτρια κατά ½ μερίδιο ενός χωραφιού, με αριθμό εγγραφής 0/39676, εντός του οποίου ανεγέρθηκε από τους γονείς της το σπίτι στο οποίο διέμενε με τον εφεσίβλητο 1, μετά τον γάμο τους, και ότι, κατά τη διάσταση, η εφεσείουσα ήταν κάτοχος 200 μετοχών των εφεσίβλητων 2, αλλά και ιδιοκτήτρια πέντε (5) ακινήτων, στην Κύπρο, εκ των οποίων στα δύο (2) ήταν ιδιοκτήτρια μόνο κατά το ½.  Επίσης κατά τη διάρκεια του γάμου της, η εφεσείουσα, απέκτησε και δύο (2) ακίνητα στην Αθήνα, στο ένα φαίνεται η ίδια ως αγοράστρια με τη μητέρα της και το οποίο, το 2007, μεταβιβάστηκε στη μητέρα της, ενώ το άλλο ακίνητο αγοράστηκε κατά το 2006 και μεταβιβάστηκε στην κόρη της εφεσείουσας και του εφεσίβλητου 1.  Η περιουσία του εφεσίβλητου 1, κατά τον γάμο, ήταν δύο ακίνητα στην Κύπρο, ενώ κατά τη διάσταση ήταν εννέα (9) ακίνητα, στην Κύπρο, και 10800 μετοχές των εφεσίβλητων 2.  Σε τέσσερα δε από τα εν λόγω ακίνητα ο εφεσίβλητος 1 είναι ιδιοκτήτης κατά ½ μερίδιο, εκ των οποίων στα δύο για το υπόλοιπο ½ μερίδιο ιδιοκτήτρια είναι η εφεσείουσα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην εκκαλούμενη απόφασή του, προέβη σε εύρημα ότι «φαίνεται εκ πρώτης όψεως η περιουσία αμφότερων των διαδίκων να είχε αυξηθεί κατά τη διάρκεια του γάμου τους».  Σημείωσε δε στη συνέχεια, πως «Για διαπίστωση αυτής της αξίας της περιουσίας τους λαμβάνονται βεβαίως υπόψη και οι οικονομικές υποχρεώσεις του ιδιοκτήτη της. (Σοφοκλέους v. Σοφοκλέους (ανωτέρω.)».

 

Συνεχίζοντας το σκεπτικό του, το πρωτόδικο Δικαστήριο, διατύπωσε τα ακόλουθα:

 

«Για να εξευρεθεί λοιπόν η αύξηση της περιουσίας των διαδίκων θα πρέπει το Δικαστήριο να έχει όλα τα στοιχεία κατά τον ουσιώδη χρόνο που είναι ο χρόνος της διάστασης.  Έτσι για να εξευρεθεί η αξία των περιουσιακών στοιχείων των διαδίκων θα πρέπει να συνυπολογιστεί και η αξία των μετοχών τους στην εν λόγω εταιρείας πέραν της αξίας των ακινήτων αφού αφαιρεθούν οι υποχρεώσεις. 

 

Σε σχέση με τις υποχρεώσεις τους οι διάδικοι άφησαν το Δικαστήριο στο σκοτάδι. Καλώντας το να ανιχνεύσει το ίδιο ποια χρέη έχουν οι διάδικοι ώστε να εξεύρει αν υπήρξε επαύξηση της περιουσίας τους. Πέραν δε της ακίνητης περιουσίας, αποτελεί περιουσία και των δύο διαδίκων επί της οποίας διεκδικούν συνεισφορά οι πρώην σύζυγοι η απόκτηση ποσοστού του μετοχικού κεφαλαίου στην εταιρεία Philippos Supermarket Ltd.  Με την Αιτήτρια να κατέχει το 20% και τον Καθ' ου η Αίτηση 1 το 80% του μετοχικού κεφαλαίου της εν λόγω εταιρείας.  Δηλαδή 200 με 800 μετοχές αντίστοιχα.

 

 Επομένως στην προκείμενη περίπτωση η επίλυση των περιουσιακών διαφορών των πρώην συζύγων διέρχεται και μέσα από τον αριθμό των  μετοχών που ο καθένας κατέχει στην εν λόγω εταιρεία και κατ' επέκταση της αξία τους. Η τελευταία συνδέεται άρρηκτα και άμεσα με την περιουσία και τον κύκλο εργασιών της εταιρείας. Η αποτίμηση δε της αξίας των μετοχών είναι αλληλένδετη με τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας.  Δεν μπορεί ακόμη να υπάρχει απευθείας αξίωση εναντίον της εταιρείας αξιώνοντας τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας, αλλά η αξίωση της Αιτήτριας αναφορικά με την εταιρεία στην οποία η ίδια επίσης  κατέχει το 20% του μετοχικού κεφαλαίου, θα πρέπει να εξεταστεί με βάση την αξία των μετοχών της στη συγκεκριμένη εταιρεία. Για την οποία δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε εμπειρογνωμοσύνη.

 

 Τα μόνα που είναι ενώπιον του Δικαστηρίου είναι τα ακόλουθα:

 

-       Η εκτίμηση του κύριου Φιντικλή αναφορικά με την αγοραία αξία των  ακινήτων (4 ακινήτων) της εταιρείας Τεκ. 22 κατά τον κρίσιμο χρόνο. Ουσιαστικά των ακινήτων, εντός των οποίων βρίσκεται μέρος του σουπερμάρκετ Philippos Supermarket, εντός του χωριού Πέγεια.

 

-       Επίσης οι οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας που παρουσίασε ο μάρτυρας  Δημήτρης Ευσταθίου, εκ μέρους του Εφόρου Εισοδήματος οι οποίες παρουσιάστηκαν στο Φόρο Εισοδήματος από τους Λογιστές της εταιρείας.  Ενδιαφέρει ειδικότερα το Τεκμήριο 26 που αφορά τη χρονιά του 2007 και εγκρίθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο στις 19/2/2008 δύο μήνες πριν τη διάσταση των συζύγων στο οποίο οι μέτοχοι της εταιρείας είχαν τα ακόλουθα υπόλοιπα:

 

Φίλιππος Φιλίππου Λ.Κ. 32.478

Ξένια Φιλίππου        Λ.Κ. 11.750

 

Επίσης φαίνεται από τη σελίδα 15 του τεκμηρίου αυτού ότι εταιρεία είχε  μετρητά στην Τράπεζα Λ.Κ. 136.356. Στη δε σελίδα 16 φαίνεται να είχε παρατραβήγματα Λ.Κ.1.046,683.

 

Επίσης στις οικονομικές καταστάσεις  του 2008 Τεκμήριο 27 για το έτος που έληξε την 31/12/2008 ( η διάσταση σημειώθηκε πριν 19/4/2008) οι οποίες  εγκρίθηκαν από το Διοικητικό Συμβούλιο στις 26/8/2009, φαίνεται οι μέτοχοι να  είχαν τα ακόλουθα υπόλοιπα:

 

Φίλιππος Φιλίππου  €. 34.669

Ξένια Φιλίππου      €  44.587

 

Η εταιρεία  για το 2008 όμως είχε παρατραβήγματα ύψους €1.569.163. Και μετρητά στο ταμείο και στην Τράπεζα €217.062.

 

Και τις δύο χρονιές προκύπτει επίσης ότι η εταιρεία είχε μακροπρόθεσμα δάνεια, τρέχουσες δόσεις και μακροπρόθεσμες δόσεις. Η  μαρτυρία αυτή ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκε, ως προς την ορθότητα των καταγραφών της.

 

-        Η μαρτυρία του Λογιστή Λούκα Κωνσταντινίδη, εκ μέρους της ελεγκτικής εταιρείας LCK Accounting and Auditing  Services Ltd  ο οποίος κλήθηκε για να εξηγήσει για την οικονομική ευρωστία της εταιρείας και τη δυνατότητα της να καταβάλει μέρισμα στους μετόχους. Να εξηγήσει ουσιαστικά ότι η εταιρεία είναι μια ανθηρή επιχείρηση με πολύ καλή εξέλιξη.  Συμπέρασμα το οποίο προκύπτει από τα όσα κατέθεσε με την μελέτη του Τεκμήριο 29 εξηγώντας λεπτομερώς από που αντλεί τα συμπεράσματα του. Την εμπειρογνωμοσύνη του εν λόγω μάρτυρα, αποδέχομαι και την ορθότητα των ευρημάτων του που ουσιαστικά δεν αντικρούστηκαν με οποιαδήποτε αντίθετη μαρτυρία. 

 

Όμως με τις πιο πάνω μαρτυρίες δεν διαφωτίστηκε το Δικαστήριο ως προς την αξία του μετοχικού κεφαλαίου της Αιτήτριας και του Καθ' ου η Αίτηση 1 κατά την ημερομηνία της διάστασης. Και την αξία της  εταιρείας.  Ως εκ τούτου δεν υπάρχει καθαρή εικόνα για την επαύξηση της συνολικής περιουσίας των διαδίκων, που αποτελείται από κινητά ακίνητα και μετοχές που αποτελούν εν τη εννοία του νόμου περιουσιακά στοιχεία στα οποία οι διάδικοι διεκδικούν συμμετοχή. Η αξία αυτή παρέμεινε άγνωστη και το Δικαστήριο δεν μπορεί να μετατρέψει εαυτόν σε πραγματογνώμονα.

 

Ούτε το Δικαστήριο έχει καθαρή εικόνα, με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν ώστε να αποφασίσει με βεβαιότητα για την αξία του 80% του μετοχικού κεφαλαίου που κατείχε ο Καθ' ου η Αίτηση 1 κατά την ημερομηνία της διάστασης, επομένως την επακριβή επαύξηση της περιουσίας του. Οποιοδήποτε εγχείρημα του Δικαστηρίου να καταλήξει σε ευρήματα επί της αξίας της περιουσίας και κατ' επέκταση της οποιασδήποτε επαύξησης θα ήταν ακροσφαλές. Θα πρέπει το Δικαστήριο να είχε ενώπιον του ξεκάθαρη μαρτυρία αναφορικά με την αποτίμηση της αξίας της εταιρείας και του μετοχικού της κεφαλαίου. Την οποία δεν έχει.

 

Το ίδιο ισχύει και με την περιουσία της Αιτήτριας, καθώς και εδώ απουσιάζει οποιαδήποτε μαρτυρία για την αξία της περιουσίας της σε σχέση με την απόκτηση των μετοχών στην εν λόγω εταιρεία.  Που αποτελεί περιουσιακό στοιχείο της Αιτήτριας.

 

             Η γενική αναφορά των δικηγόρων των διαδίκων στις αγορεύσεις τους ότι αυξήθηκε η περιουσία των διαδίκων, χωρίς να υποδεικνύεται ποια ακριβώς ήταν η επαύξηση της περιουσίας τους και ποια ήταν η καθαρή περιουσία των διαδίκων, κατά τη διάσταση δεν επαρκούσε. Ούτε και η απλή παράθεση της αξίας των προσωπικών ακινήτων των διαδίκων, αυτών στα οποία είναι συνιδιοκτήτες κατά το ήμισυ, αλλά και των ακινήτων της εταιρείας από τους εκτιμητές τους, κατά τη διάσταση, επαρκεί ώστε να αποφασιστεί η επαύξηση της περιουσίας τους. Και όπως αναφέρει ο Καθ' ου η Αίτηση στη μαρτυρία του πρότεινε στην Αιτήτρια να αναλάβει το παλιό σουπερμάρκετ με τα εμπράγματα βάρη. Ποια ήταν αυτά και τι εξασφάλιζαν;

 

  Περαιτέρω κατά την εξέλιξη της ακροαματικής διαδικασίας επικαλέστηκαν δανειακές υποχρεώσεις, η μεν Αιτήτρια για το σπίτι στο Ρομανίτη αλλά και για την απόκτηση ακινήτων στα οποία επιδιώκει την απόδοση μεριδίου εις αυτήν, αλλά  και υποχρεώσεις του Καθ' ου η Αίτηση 1 αναφορικά με τις δικές του αξιώσεις. Δεν παρουσιάστηκε όμως οποιαδήποτε έγγραφη μαρτυρία για τα υπόλοιπα τους κατά τον ουσιώδη χρόνο, ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα αναφορικά με το ύψος της αξίας της περιουσίας της Αιτήτριας και  του Καθ' ου η Αίτηση 1 και την επακριβή επαύξησης τους.

 

Όσον αφορά τη δυνατότητα της εταιρείας η οποία ήταν κερδοφόρα να καταβάλει μερίσματα στην προκειμένη περίπτωση δεν έχει οποιαδήποτε σημασία για την παρούσα υπόθεση. Η διαφορά της Αιτήτριας με την εταιρεία όσον αφορά τη διανομή των μερισμάτων της δεν αποτελεί "περιουσιακή διαφορά".  Είναι μία διαφορά μεταξύ των μετόχων της εταιρείας σε σχέση με την παραβίαση των κανόνων λειτουργίας της όπως καθορίζονται από το Καταστατικό της και από τον περί Εταιρειών Νόμο. Εκφεύγει συνεπώς της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου.  Ακόμα το γεγονός ότι η εταιρεία έχει τη δυνατότητα να καταβάλλει τις δανειακές τις υποχρεώσεις, δεν καθιστά άνευ ετέρου την εταιρεία, χωρίς υποχρεώσεις.

 

 Καταλήγω λοιπόν ότι δεν προσφέρθηκε επαρκής μαρτυρία από τους διαδίκους αναφορικά με την αξία της περιουσίας τους, κατά την διάσταση και την επακριβή επαύξηση της. Στην απουσία λοιπόν του εύρους της επαύξησης, οποιοδήποτε εύρημα μου θα ήταν αυθαίρετο.  Ούτε το Δικαστήριο μπορεί να μετατραπεί σε πραγματογνώμονα και να προβεί σε δικούς του υπολογισμούς και υποθέσεις για την έκταση οποιασδήποτε επαύξησης. Απλή παράθεση των αξιών των ακινήτων δεν ήταν αρκετή για την απόδειξη της αύξησης.

 

Στην Έφεση με αρ. 1/18 χχχ Χριστοφή. v.χχχ  Χαραλάμπους του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου ημερ. 28/7/2020 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Στη  Σοφοκλέους ν. Σοφοκλέους (2005) 1 Α.Α.Δ.1030 το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία απερρίφθη η αξίωση για συνεισφορά γιατί παρέμεινε άγνωστη η αξία της περιουσίας του συζύγου κατά το χρόνο της διάστασης των συζύγων.

 

Τα ίδια ισχύουν και στην παρούσα υπόθεση.  Δεδομένης της απόρριψης της σχετικής μαρτυρίας αναφορικά με την αξία του επίδικου ακινήτου κατά τον ουσιώδη χρόνο και συνεπώς της αποτυχίας του Εφεσίβλητου "να αποδείξει την αξία της κατοικίας κατά τη διάσταση"  δεν τίθετο θέμα επαύξησης της περιουσίας.  Οποιοσδήποτε συλλογισμός για την αξία της περιουσίας θα ήταν θεωρητικός χωρίς έρεισμα στην μαρτυρία. Χωρίς εύρημα αναφορικά με την επαύξηση της περιουσίας κατά τον ουσιώδη χρόνο της διάστασης δεν ετίθετο πλέον θέμα συνεισφοράς.» 

 

 Η έμφαση είναι δική μου.

 

  Καταλήγω με βάση τα πιο πάνω πως δεν αποδείχθηκε στην προκείμενη περίπτωση η αξία της περιουσίας των διαδίκων κατά τη διάσταση. Το θέμα συνεπώς τελειώνει εδώ.»

 

Δεδομένων των στοιχείων που τέθηκαν στην ακροαματική, πρωτόδικη, διαδικασία, κρίνουμε ότι το προαναφερόμενο σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθό και μας βρίσκει σύμφωνους.  Δεν υπήρχε ασφαλές υπόβαθρο ώστε το Δικαστήριο να καταλήξει σε εύρημα για την ακριβή αξία της εταιρείας - εφεσίβλητων 2. Κατ' επέκταση ούτε και της ακριβούς αξίας της επαύξησης της περιουσίας των διαδίκων, που ήταν μέτοχοι στην εταιρεία.  Σημειώνουμε δε ότι, το καθαρό εισόδημα μίας εταιρείας και η αξία της περιουσίας της ή της αξίας του μετοχικού της κεφαλαίου είναι διαφορετικά πράγματα. Επομένως δεν ήταν επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να οδηγηθεί σε ασφαλές εύρημα ως προς την αξία της εταιρείας - εφεσίβλητων 2 - στη βάση μόνο των κερδών της ή του καθαρού της εισοδήματος.  ΄Αλλωστε, το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε, ορθά, ότι με βάση το Τεκμήριο 27 (οικονομικές καταστάσεις) η εταιρεία - εφεσίβλητοι 2, είχαν, το έτος 2008 παρατράβηγμα ύψους €1.569.163,00 και μακροπρόθεσμα δάνεια. Συνεπώς, δεν εντοπίζουμε σφάλμα στην πρωτόδικη κρίση επί του πρωτόδικου συμπεράσματος. Επιπλέον, τέθηκε μαρτυρία, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, περί του ότι για την αγορά κάποιων εκ των ακινήτων, των διαδίκων, υπήρχαν δανειακές υποχρεώσεις.  Προκύπτει δε από τα πρακτικά της δίκης  ότι λήφθηκαν και χρήματα από τους εφεσίβλητους 2, οι οποίοι, σύμφωνα με τη μαρτυρία της εφεσείουσας περί το 2008, χρονικό σημείο της διάστασης, είχαν παρατράβηγμα €999.000,00 για επιταγές που είχαν εκδώσει.  

 

Στη βάση της σχετικής νομολογίας και των μη αμφισβητούμενων, ενώπιον του γεγονότων και ευρημάτων, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε ορθό συμπέρασμα.  Δεν ήταν επιτρεπτό, υπό την προσαχθείσα μαρτυρία, να καταλήξει, με ασφάλεια, σε συμπέρασμα αναφορικά με το ύψος της αξίας της περιουσίας των διαδίκων και την ακριβή επαύξηση της, κατά τον χρόνο της διάστασης, δεδομένης και της απαίτησης της εφεσείουσας για απόδοση των 2/3, επί όλης, ουσιαστικά, της περιουσίας που είχε ο εφεσίβλητος 1 κατά τη διάσταση.  Συνακόλουθα, το γεγονός ότι υπήρξε επαύξηση της περιουσίας, φαινομενικά, δεν αποτελούσε ικανοποιητικό υπόβαθρο, για το ζητούμενο, εφ' όσον, ως έχει ήδη αναφερθεί, υπήρχαν και χρέη για τα οποία δεν δόθηκε μαρτυρία ως προς το ύψος τους.

 

Κατ' επέκταση, ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.

 

Όσον αφορά στο θέμα της συνεισφοράς της εφεσείουσας, το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την ενασχόληση του με αυτό, προέβη σε σχετική διεργασία, ως προκύπτει από συγκεκριμένα αποσπάσματα τα οποία παραθέτουμε στη συνέχεια, και τα οποία έχουν ως ακολούθως:

 

«Παρά την πιο πάνω κατάληξη μου, θα προχωρήσω να αξιολογήσω τη μαρτυρία των διαδίκων ως προς την από μέρους τους συνεισφορά στο ποσοστό που ο καθένας διεκδικεί στην περίπτωση που αποδείκνυαν την αξία της περιουσίας του άλλου κατά τη διάσταση και επαύξηση της περιουσίας του. Και κατά πόσο η αξίωση τους θα μπορούσε να πετύχει, δεδομένης της επιλογής αμφότερων των διαδίκων του πραγματικού και  όχι τον τεκμαρτού υπολογισμού.

 

            Η Ατήτρια για να αποδείξει τη συνεισφορά της ουσιαστικά κάλεσε τη μητέρα της και έδωσε μαρτυρία και η ίδια.

 

 Αποδέχομαι σε κάποιο βαθμό τη μαρτυρία της, όχι όμως στην ολότητα της, ως θα αναλύσω πιο κάτω. Η Αιτήτρια μου έκανε καλή εντύπωση. Ήταν ειλικρινής και η μαρτυρία της ήταν απλοϊκή και αυθόρμητη, όμως στην προσπάθεια της να αποδείξει τη συμβολή της στην απόκτηση περιουσίας από τον Καθ' ου η Αίτηση 1 υπερέβαλε ως προς το ρόλο της και την έκταση της συνεισφοράς της. Δεν αρκέστηκε να αναφέρει ότι μαζί με το σύζυγο της δημιούργησαν μια περιουσία μέσω και της εταιρείας που συνέστησαν και είχε έστω ισάξια συνεισφορά. Διεκδίκησε συνεισφορά στα 2/3 της περιουσίας του Καθ' ου η Αίτηση 1, των μετοχών του στην εταιρεία αλλά και απευθείας στα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας, σε ποσοστό που φαίνεται στα αιτητικά της στην οποία και η ίδια είναι μέτοχος κατά το 20%.   

 

 Έχω βέβαια πειστεί ότι η Αιτήτρια είχε ανάμιξη και εμπλοκή στην οικογενειακή επιχείρηση Philippos Supermarket, όμως όχι στο βαθμό που η ίδια ήθελε να παρουσιάσει. Ο αγώνας για την ευημερία της επιχείρησης ήταν κοινός. Όμως ο ρόλος της Αιτήτριας ήταν επικουρικός.  

 

Η μαρτυρία της ακόμα για τη συμμετοχή της σε όλες τις δουλειές που έκαμε ο Καθ' ου η Αίτηση 1 από τη γνωριμία τους, δεν ήταν πειστική. Η Αιτήτρια ήταν μόνο 13 χρονών όταν αρραβωνιάστηκε, παιδί ακόμα. Βγήκε από το σχολείο στη Β. τάξη.  Γέννησε το πρώτο τους παιδί στα 16 το 1984 της χρόνια και το 2ο   στα 19 το 1987. Πως μπορεί να πείσει το Δικαστήριο ότι είχε πρωταρχικό και αποφασιστικό ρόλο στις δουλειές του Καθ' ου η Αίτηση 1, ενώ έφηβη ακόμη είχε περάσει 2 εγκυμοσύνες. Καμία ειδίκευση δεν είχε για την αναγνώριση των φυτοφαρμάκων που ήταν η 1η δική του δουλειά μετά τον αρραβώνα τους, με το άνοιγμα καταστήματος.

 

Αν και προσπάθησε να αναδείξει το ρόλο της σε πολύ σημαντικό στην πορεία της εξέλιξης των βημάτων του συζύγου της, με το άνοιγμα αρχικά του μαγαζιού των φυτοφαρμάκων, στη συνέχεια το κτίσιμο του σουπερμάρκετ και τη δημιουργία της εταιρείας επαναλαμβάνοντας τις θέσεις της ότι «δούλευα από το πρωί μέχρι το βράδυ» «Δούλευα σαν άντρας», ήταν υπεύθυνη για όλες τις δουλειές, αλλά και παραδόσεις υλικών και στη συνέχεια στο αρχικό κατάστημα του σουπερμάρκετ και στην επέκταση των δουλειών τους, με τη δημιουργία της εταιρείας κατά το 1988,  δεν παρουσίασε πειστική μαρτυρία προς απόδειξη των ισχυρισμών της.

 

Το σουπερμάρκετ κατά την εξέλιξη του, όπως προκύπτει από τις οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας Τεκμήρια 25, 26 και 27 έφτασε να εργοδοτεί κατά το 2005, 18 άτομα, ενώ κατά το 2006 εργοδοτούσε 22 άτομα. Κατά το 2007 σελ 13 του τεκμηρίου 26 φαίνεται ότι απασχολούσε 17 άτομα και στην σελ 13 του Τεκμηρίου 27 κατά το 2008 που σημειώθηκε η διάσταση τους απασχολούσε 19 άτομα με κόστος μισθολογίου €163.051 πλέον €5.471 ως εισφορές στα διάφορα ταμεία.»

 

Δεν μπορεί λοιπόν να υποστηριχθεί η θέση της ότι είχε τον κύριο ρόλο στην επιχείρηση του σουπερμάρκετ. Όπως ανέφερε σε κάποιο σημείο της μαρτυρίας της «Έκαμνα τον αποθηκάριο, έβαζα πράγματα στους πάγκους, delivery σε κέντρα ο κύριος Φίλιππος ήταν μόνο πίσω από το γραφείο από το ταμείο ναι γιατί μόνοι μας οι δυο μας δουλεύαμε λίγο πριν να χωρίσουμε εβάλαμε μια κοπέλα στο ταμείο, δεν εμπιστευόταν κανένα όμως τις δουλειές εγώ τις έκαμνα από τις 5.00 το πρωί μέχρι τις 2.00 τα μεσάνυχτα, τα παιδιά μου δεν τα χάρηκα μέσα στο πάρκο και ερχόταν η γιαγιά και καθόταν»

 

 

Δεδομένης της καθορισμένης, και περιορισμένης από τη νομολογία (βλ. υπόθεση Ανδρέου v. Νικολάου, Πολιτική Έφεση Αρ. 241/2018, ημερομηνίας 16.04.2024) εξουσίας του Εφετείου για επέμβαση στην πρωτόδικη αξιολόγηση των μαρτύρων, προκύπτει, φρονούμε, από τα πιο πάνω αποσπάσματα, αλλά και το υπόλοιπο μέρος της εκκαλούμενης απόφασης, και των πρακτικών της δίκης, πως το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε ορθή αξιολόγηση της μαρτυρίας της εφεσείουσας.  Δόθηκαν, θεωρούμε, πειστικές και λογικές εξηγήσεις για τη μη αποδοχή της μαρτυρίας της, ως προς το θέμα του ύψους της συνεισφοράς της.  Δεν εντοπίζουμε σφάλμα αρχής στην αξιολόγηση, και συνεπώς δεν παρέχονται περιθώρια επέμβασης.

 

Κρίνουμε, δε, περαιτέρω, σημαντικό να παρατηρήσουμε πως, ακόμη και να διαπιστωνόταν λάθος στην αξιολόγηση, με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε πλήρως τη μαρτυρία της εφεσείουσας, η απαίτηση της είχε ήδη κριθεί από το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε επ' ακριβώς η περιουσία των διαδίκων, κατά τη διάσταση, και η ακριβής επαύξηση της, δεδομένης και της ιδιαιτερότητας ότι και η περιουσία της εφεσείουσας είχε αυξηθεί μετά τον γάμο, εξ ου και υπήρχε και ανταπαίτηση από τον εφεσίβλητο 1, η οποία απορρίφθηκε.

 

Κατ' επέκταση κρίνεται αβάσιμος και ο δεύτερος λόγος έφεσης, αφού δεν χρειάζεται να επεκταθούμε στις υπόλοιπες αιτιάσεις της εφεσείουσας, ως προς τη μαρτυρία των υπόλοιπων μαρτύρων, καθ' ότι η κρίση μας για την ορθότητα των συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναφορικά με την μη απόδειξη επ' ακριβώς της επαύξησης, λόγω μη απόδειξης της αξίας της περιουσίας των διαδίκων κατά τον ουσιώδη χρόνο, καθιστά άνευ σημασίας την τυχόν διαφοροποίηση των συμπερασμάτων αξιολόγησης των υπόλοιπων μαρτύρων, οι οποίοι, εν πάση περιπτώσει, δεν μαρτύρησαν ούτε για την αξία της εταιρείας - εφεσίβλητων 2 -, ούτε και για το ύψος των δανείων που εκκρεμούσαν κατά τη διάσταση, με τα οποία αγοράστηκαν κάποια ακίνητα. 

 

Τα προλεγόμενα μας θεωρούμε ότι καλύπτουν και το περιεχόμενο του τρίτου λόγου έφεσης, τον οποίο κρίνουμε, επίσης, αβάσιμο και μη δυνάμενο, ούτως ή άλλως, να διαφοροποιήσει το καθοριστικότερο, στην υπόθεση, συμπέρασμα, ότι ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν υπήρχε μαρτυρία ούτως ώστε αυτό να προβεί σε εύρημα για την επ' ακριβή αξία της περιουσίας του ζεύγους και την επακριβή επαύξηση της περιουσίας του. 

 

Συνακόλουθα όλων των προαναφερόμενων, ουδείς λόγος έφεσης δύναται να επιτύχει, και ως εκ τούτου η έφεση απορρίπτεται. 

 

Επιδικάζονται έξοδα, προς όφελος των εφεσίβλητων και εναντίον της εφεσείουσας, ύψους €5.100,00 πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει. 

 

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο