ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 365/2019)

 

27 Ιανουαρίου, 2025

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στές]

 

ΑΡΙΣΤΟΚΛΗΣ ΑΝΔΡΕΑ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,

Εφεσείοντας,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ,

Εφεσίβλητη.

 

____________________

 

Μ. Ιωάννου για Μιχάλη Ιωάννου, Έλενα Ιωάννου και Άνθια Ιωάννου, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Λουκά για Χριστάκης Λουκά & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.:  Στις 28.08.2019 εκδόθηκε, στο πλαίσιο αγωγής, από πρωτόδικο Δικαστήριο, απόφαση, προς όφελος των εφεσίβλητων (ως εναγόντων) και εναντίον του εφεσείοντα (ως εναγομένου 1), για το ποσό των €153.443,99 πλέον τόκους προς 6,25% από 01.01.2018 μέχρι εξόφλησης, καθώς, επίσης, και διάταγμα για εκποίηση της υποθήκης με αριθμό Υ1044/2001 και διάθεση του πλειστηριάσματος προς ικανοποίηση της οφειλής του εφεσείοντα προς τους εφεσίβλητους.  Επιδικάστηκαν δε έξοδα της αγωγής, ως θα υπολογίζονταν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκρίνονταν από το Δικαστήριο, προς όφελος των εφεσίβλητων και εναντίον του εφεσείοντα.

 

Είναι χρήσιμο, από αυτό το στάδιο, να παρατεθούν τα ουσιώδη ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που το οδήγησαν στην πιο πάνω, τελική, κατάληξη του, τα οποία έχουν ως ακολούθως:

 

«Δυνάμει συμφωνίας δανείου, οι όροι της οποίας περικλείονται στο έγγραφο με τίτλο «ΧΡΕΩΣΤΙΚΟ ΓΡΑΜΜΑΤΙΟ» (τεκμήριο 2), ημερομηνίας 27/2/2001, η Σ.Π.Ε. Φοινιού παραχώρησε στους εναγόμενους 1 και 2, δάνειο, ύψους £40.000,00 (€68.344,06), με τόκο, 8,25% το χρόνο. Οι εναγόμενοι 1 και 2 ανέλαβαν την υποχρέωση να πληρώσουν στη Σ.Π.Ε. Φοινιού το ποσό αυτό και τους τόκους, με μηνιαίες δόσεις, ύψους £500,00 (€854,30), κάθε μια, της πρώτης καταβλητέας την 1/4/2001 και ακολούθως, την 1η μέρα κάθε επόμενου μήνα μέχρι εξοφλήσεως.

 

Σε περίπτωση παράλειψης ή άρνησης των εναγόμενων 1 και 2 να καταβάλουν οποιαδήποτε δόση μαζί με τους οφειλόμενους τόκους, εν όλω ή εν μέρει, ολόκληρο το ποσό ή οποιοδήποτε υπόλοιπό του μαζί με τους τόκους, θα καθίστατο αμέσως πληρωτέο και απαιτητό και θα παρείχε στη Σ.Π.Ε. Φοινιού το δικαίωμα να το απαιτήσει και εισπράξει αμέσως.

 

Για σκοπούς εξασφάλισης των εναγόντων για το επίδικο δάνειο που είχαν παραχωρήσει στους εναγόμενους 1 και 2, ο εναγόμενος 1, με τη σύμβαση και δήλωση υποθήκης με αριθμό 1044/2001, ημερομηνίας κι' αυτή 27/2/2001 (τεκμήριο 3) υποθήκευσε συγκεκριμένο ακίνητό του στην Αγία Φύλαξη στη Λεμεσό, με στοιχεία, ως εκτίθενται στο σχετικό μέρος στην επίδικη υποθήκη, η οποία συστάθηκε για το ποσό των £40.000,00 (€68.344,06), με τόκο, 8,25% το χρόνο από 27/2/2001 και σε περίπτωση λήψης δικαστικών μέτρων για ανάκτηση του ποσού αυτού και του τόκου, πλέον τα σχετικά έξοδα.

 

Οι εναγόμενοι 1 και 2, κατά παράβαση των όρων της επίδικης σύμβασης δανείου, οι οποίοι - για να επαναλάβω - διαλαμβάνονται στο χρεωστικό γραμμάτιο παρέλειψαν και αμέλησαν να προβαίνουν σε κανονική πληρωμή των μηνιαίων δόσεων τους και τούτο, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις των εναγόντων να εκπληρώσουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις. Συνεπεία αυτού, οι ενάγοντες (σύμφωνα με τον τροποποιημένο τίτλο της αγωγής, δυνάμει του δικαστικού διατάγματος, ημερομηνίας 6/12/2012), με την επιστολή του δικηγόρου τους, ημερομηνίας 23/3/2007 (τεκμήριο 4) τερμάτισαν την επίδικη συμφωνία δανείου, το χρεωστικό γραμμάτιο και το σχετικό λογαριασμό και κατέστησαν απαιτητό ολόκληρο το οφειλόμενο υπόλοιπο, το οποίο, στις 31/12/2006 ανερχόταν στο ποσό των £41.971,32 (€71.712,26) και κάλεσαν τους εναγόμενους 1 και 2 να το καταβάλουν εντός 21 ημερών.

 

 

Οι εναγόμενοι 1 και 2, έκτοτε, ουδέν ποσό κατέβαλαν με αποτέλεσμα το οφειλόμενο υπόλοιπό τους σύμφωνα με τις σχετικές καταστάσεις λογαριασμού που τηρούν οι ενάγοντες (τεκμήριο 5), κατά το χρόνο καταχώρησης της αγωγής ανερχόταν στο ποσό των €94.805,51, πλέον τόκους προς 6,25% από 1/1/2011, ενώ, στις 24/10/2018 ανερχόταν στο ποσό των €153.443,99, πλέον τόκους προς 6,25% από 1/1/2018 μέχρι σήμερα. (Βλ. και την παράγραφο 15 της γραπτής δήλωσης του μάρτυρα των εναγόντων.)»

 

Ο εφεσείοντας αμφισβητεί την πρωτόδικη κατάληξη, με την παρούσα έφεση, προβάλλοντας επτά (7) λόγους έφεσης.  Ειδικότερα, θεωρεί ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο,  εσφαλμένα αποφάσισε πως όλοι οι ουσιώδεις ισχυρισμοί των εναγόντων - εφεσίβλητων αποδείχθηκαν, διότι εδράζονταν σε αξιόπιστη μαρτυρία η οποία καλυπτόταν και συνήδε πλήρως με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς τους (πρώτος λόγος έφεσης), ότι εσφαλμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέληξε πως η βάση της αγωγής των εναγόντων - εφεσίβλητων εδραζόταν σε σύμβαση δανείου, οι όροι της οποίας διαλαμβάνονταν σε χρεωστικό γραμμάτιο (δεύτερος λόγος έφεσης), ότι εσφαλμένα εξέδωσε διάταγμα εκποίησης της υποθήκης Υ1044/2001 ενώ θα έπρεπε να κρίνει πως η εν λόγω υποθήκη ήταν άκυρη (τρίτος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα εξέδωσε απόφαση υπέρ των εναγόντων (Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ) και εναντίον του εφεσείοντα (τέταρτος λόγος έφεσης), ότι αυθαίρετα έκρινε την ποιότητα της μαρτυρίας του εφεσείοντα, και την αξιοπιστία του, τελείως αρνητική (πέμπτος λόγος έφεσης), ότι η απόφαση, του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι αναιτιολόγητη (έκτος λόγος έφεσης) και ότι η διακριτική ευχέρεια, του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως προς τα έξοδα, ασκήθηκε λανθασμένα (έβδομος λόγος έφεσης).

 

Λόγω του περιεχομένου των λόγων έφεσης κρίνουμε ορθό όπως επιληφθούμε, πρώτα, του πέμπτου λόγου έφεσης, εξαιτίας της σημασίας που αυτός ενδέχεται να έχει στην έκβαση και στο αποτέλεσμα της έφεσης, αν κριθεί βάσιμος.  Υπενθυμίζεται ότι ο εφεσείοντας παραπονείται που το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε, ως αξιόπιστη, τη μαρτυρία του, και την έκρινε «αρνητική».

 

Επισημαίνουμε, κατ' αρχάς, ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων είναι έργο, κατ' εξοχήν, του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.  Εάν είναι εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί σε συγκεκριμένα συμπεράσματα, σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (βλέπε, Αθανασίου v. Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ 614, Σολωμού v. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) ΑΑΔ 300, Γ.Μ.Β v. T.A Έφεση Αρ. 15/2020, 24.11.22 ECLI:CY:DOD:2022:32).

 

Κρίνουμε χρήσιμο δε, σ' αυτό το στάδιο, να παραθέσουμε απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, το οποίο αφορά στην αξιολόγηση του εφεσείοντα, αλλά και του μάρτυρα των εφεσίβλητων, το οποίο έχει ως ακολούθως:

 

«Με αντιπαραβολή της μαρτυρίας των εναγόντων με τη μαρτυρία του εναγόμενου 1 και λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραπάνω αρχές, παρατηρώ τα εξής:

 

Η εντύπωσή μου για την ποιότητα της μαρτυρίας και την αξιοπιστία του μάρτυρα των εναγόντων, Νίκου Νικολάου είναι εξαιρετική. Ο μάρτυρας απαντούσε αυθόρμητα και με απόλυτη ειλικρίνεια και πειστικότητα, σ' όλες τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν, χωρίς να υποπέσει σε καμιά, απολύτως, αντίφαση, ενώ για πλείστα όσα έχει αναφέρει, η μαρτυρία του παρέμεινε αναντίλεκτη. Στο βαθμό δε που ο μάρτυρας αμφισβητήθηκε από τον ευπαίδευτο δικηγόρο του εναγόμενου κατέστη αδύνατο να κλονιστεί η αξιοπιστία του. Και τούτο, επειδή αυτό έγινε, κατά βάση, είτε με υποβολές που παρέμειναν έωλες ή που δεν καλύπτονται από τα δικόγραφα του εναγόμενου, είτε ακόμη για θέματα που απορρέουν από το περιεχόμενο της γραπτής μαρτυρίας, τα οποία συνάδουν με την εκδοχή του μάρτυρα και τον επιβεβαιώνουν.

 

Ακολουθεί ότι η μαρτυρία του υπό αναφορά, επί της ουσίας γίνεται συνολικά αποδεκτή.

 

Αντίθετα, η εντύπωσή μου για την ποιότητα της μαρτυρίας και την αξιοπιστία του εναγόμενου, ως μάρτυρα είναι τελείως αρνητική.

 

Ο εναγόμενος - μεταξύ άλλων - υπέπεσε σε σοβαρές αντιφάσεις και προέβαλε ισχυρισμούς που παρέμειναν έωλοι ή στερούνται λογικής και πειστικότητας είτε ακόμη, που δεν υποβλήθηκαν στο μάρτυρα των εναγόντων, για να του δοθεί η ευκαιρία, τουλάχιστον να σχολιάσει. Περαιτέρω, μερικοί από τους πλέον ουσιώδεις ισχυρισμούς του καταρρίπτονται από το περιεχόμενο της γραπτής μαρτυρίας, που αποτελεί και πραγματική μαρτυρία, η οποία σύμφωνα με τη Μαρίνου (ανωτέρω) - για να επαναλάβω - «..αποτελεί τη βάση με την οποία το Δικαστήριο κρίνει και εξετάζει την αξιοπιστία των μαρτύρων καθώς επίσης ελέγχει και τις λεπτομέρειες της μαρτυρίας.» είτε ακόμη αφίστανται των δικογραφημένων ισχυρισμών του, υπό την έννοια ότι είτε δε συνάδουν είτε δεν καλύπτονται είτε τέλος συγκρούονται με αυτούς. Τέλος είναι και το γεγονός, ότι αρκετές από τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν από τον ευπαίδευτο δικηγόρο του είναι σαφώς καθοδηγητικές, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζω και το γεγονός, ότι υπήρξαν περιπτώσεις που για ένα θέμα, άλλα ισχυριζόταν ο εναγόμενος και άλλα υπόβαλλε ο δικηγόρος του στο μάρτυρα των εναγόντων.

 

Ακολουθεί ότι η μαρτυρία του εναγόμενου, με εξαίρεση εκείνο το μέρος της που επιβεβαιώνεται από άλλη αξιόπιστη μαρτυρία ή που υπέχει θέση δηλώσεων ενάντια στα συμφέροντά του, κατά τα λοιπά απορρίπτεται ως αναξιόπιστη, σαφώς κατασκευασμένη και ψευδής.

 

Τα παραδείγματα που ακολουθούν κατά τη γνώμη μου αιτιολογούν επαρκώς όλες τις παραπάνω διαπιστώσεις μου για την ποιότητα της μαρτυρίας του εναγόμενου και την αξιοπιστία του ως μάρτυρα.

 

Αρχίζω με μέρος όσων ανάφερε στην κυρίως εξέταση. Ειδικότερα:

 

Απαντώντας σε διάφορες ερωτήσεις του δικηγόρου του, μεταξύ άλλων ισχυρίστηκε τα εξής:

 

Το 2002 έκανε ένα στεγαστικό δάνειο από τη Συνεργατική Φοινιού από το οποίο κατάγεται. Όταν έκανε το δάνειο, η Συνεργατική και συγκεκριμένα ο γραμματέας, δηλαδή ο μάρτυρας των εναγόντων, του έδωσε ένα έγγραφο που έγγραφε «στεγαστικό δάνειο» μετά ένα άλλο που δε θυμάται τι έγραφε. Ήταν τρία τα έγγραφα που υπέγραψε. Το ένα ήταν το επίδικο γραμμάτιο (τεκμήριο 2) και το άλλο έγραφε «σύμβαση στεγαστικού δανείου». Όταν λίγο αργότερα, του υποδείχθηκε η επίδικη υποθήκη (τεκμήριο 3), αναγνώρισε την υπογραφή του σ' αυτή. Ερωτηθείς εάν έχει τη συμφωνία στεγαστικού δανείου απάντησε αρνητικά. Ερωτηθείς ακολούθως, πού βρίσκεται απάντησε ως εξής: «Δεν ξέρω πάνω στη μετακόμιση όταν χώρισα, ίσως την πήρε η γυναίκα μου, τα έχασα, δεν έχω κάτι μαζί μου.» 

 

Για την ώρα περιορίζομαι να πω τα εξής:

 

Πέραν από τις προφανείς αντιφάσεις που περικλείει η απάντησή του στην τελευταία ερώτηση που του υποβλήθηκε είναι και το γεγονός, ότι, δικογραφικά, ενώ παραδέχεται τη σύναψη του επίδικου δανείου - όπως αυτό δικογραφείται στην παράγραφο 7 της έκθεσης απαίτησης - πουθενά δεν ισχυρίζεται ότι συνήψε οποιαδήποτε άλλη συμφωνία και δη, την κατ' ισχυρισμό του συμφωνία στεγαστικού δανείου. Ούτε και μου διαφεύγει ότι ο δικηγόρος του υπόβαλε στο μάρτυρα των εναγόντων ότι δεν υπήρχε συμφωνία δανείου.

 

 

 

Για να συνεχίσω, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του δικηγόρου του ισχυρίστηκε ότι το Δεκέμβρη του 2012 πήγε στη Συνεργατική και είπε στο μάρτυρα των εναγόντων ότι έχει προβλήματα με τη γυναίκα του και θέλει να το βοηθήσει πάνω στις δόσεις του σπιτιού μέχρι να ξεκαθαρίσει για το σπίτι, γιατί δεν ήξερε που θα πήγαινε το σπίτι και ο μάρτυρας του είπε «εντάξει.». Όταν έκανε αυτή την επίσκεψη, δεν είχε αγωγή εναντίον του.

 

Να πω απλώς, ότι στην παράγραφο 2 της υπεράσπισής του ισχυρίζεται ότι επισκέφθηκε τους ενάγοντες, τέλη Δεκεμβρίου, 2009 και όχι το Δεκέμβρη του 2012, όπως ισχυρίστηκε ενόρκως, ενώ, αν ισχύει αυτό που ισχυρίστηκε ενόρκως, ο ισχυρισμός του πως όταν πήγε στη Συνεργατική δεν είχε αγωγή εναντίον του, εξ αντικειμένου είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι η παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε το 2011. Ούτε και μου διαφεύγει πως τίποτε από αυτά υποβλήθηκε στο μάρτυρα των εναγόντων. Και βέβαια, αυτό ισχύει και για όσα ανάφερε στη συνέχεια ο εναγόμενος, απαντώντας σε διάφορες, αμιγώς, καθοδηγητικές ερωτήσεις του δικηγόρου του.

 

Ερωτηθείς από το δικηγόρο του μέχρι πότε πλήρωνε τις δόσεις του για το επίδικο δάνειο ισχυρίστηκε ότι τις πλήρωνε μέχρι το 2009. Ωστόσο, αντεξεταζόμενος, όταν ουσιαστικά του υποβλήθηκε η ίδια ερώτηση και μάλιστα με τέτοιο - καθοδηγητικό - τρόπο ώστε να μπορεί να δώσει την ίδια απάντηση, έδωσε διαφορετική απάντηση. «Και είπαμε ότι σταμάτησες να πληρώνεις τις δόσεις σου το 2009;» ήταν η ερώτηση. Και η απάντησή του: «Το 2012». Το μέγεθος της αντίφασης είναι ολοφάνερο.

 

Όμως, ότι συναφώς με το θέμα, ο εναγόμενος δεν έλεγε την αλήθεια και ότι η αλήθεια είναι ότι είναι πολύ νωρίτερα και από το 2012 και από το 2009 που σταμάτησε να πληρώνει τις δόσεις τους για το επίδικο δάνειο αποδεικνύεται από τα εξής:

 

Όπως αναφέρει ο μάρτυρας των εναγόντων στις παραγράφους 14 και 15 της γραπτής του δήλωσης (τεκμήριο 1) - ουσιαστικά, χωρίς να έχει αμφισβητηθεί -, οι εναγόμενοι 1 και 2, κατά παράβαση των όρων του χρεωστικού γραμματίου, παρέλειψαν και αμέλησαν να προβαίνουν σε κανονική πληρωμή των συμφωνημένων μηνιαίων δόσεων, ως όφειλαν, δυνάμει των συμβατικών τους υποχρεώσεων, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις των εναγόντων να τις εκπληρώσουν, με αποτέλεσμα το δάνειο να έχει λήξει, χωρίς να ξοφληθεί μέχρι σήμερα. Οι ενάγοντες τούς κάλεσαν επανειλημμένα να εκπληρώσουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις και να ξοφλήσουν το οφειλόμενο ποσό και τις οποιεσδήποτε καθυστερημένες δόσεις, χωρίς όμως να συμμορφωθούν, οπότε, οι ενάγοντες, με την επιστολή του δικηγόρου τους, ημερομηνίας 23/3/2007 (τεκμήριο 4) τερμάτισαν το λογαριασμό των εναγόμενων 1 και 2 και το χρεωστικό γραμμάτιο και κάλεσαν όλους τους εναγόμενους να ξοφλήσουν ολόκληρο το οφειλόμενο υπόλοιπο, χωρίς όμως να υπάρχει οποιαδήποτε ανταπόκριση εκ μέρους τους.

 

Απ' εκεί και πέρα, από το περιεχόμενο των καταστάσεων λογαριασμού (τεκμήριο 5) του επίδικου δανείου, τους οποίους παρουσίασε στο Δικαστήριο ο μάρτυρας των εναγόντων - χωρίς να του υποβληθεί από τον ευπαίδευτο δικηγόρο του εναγόμενου ότι είναι εσφαλμένοι σε σχέση με οποιαδήποτε καταχώρηση περικλείουν - προκύπτει ότι από τις 16/3/2004 που πιστώθηκε το ποσό των £450,00, έκτοτε μέχρι τις 17/7/2018 που είναι η τελευταία ημερομηνία που καλύπτουν οι εν λόγω καταστάσεις λογαριασμού, δεν έχει πιστωθεί σ' αυτούς, έστω και ένα σεντ, γεγονός που με απλά λόγια σημαίνει ότι η τελευταία πληρωμή που έγινε έναντι του επίδικου δανείου είναι στις 16/3/2004.

 

Να πω απλώς, ότι τα μόνα που υποβλήθηκαν στο μάρτυρα των εναγόντων συναφώς με την επιστολή τερματισμού (τεκμήριο 4) και τις καταστάσεις λογαριασμού (τεκμήριο 5) είναι τα εξής:

 

Ενώ ο μάρτυρας, στις παραγράφους 16 και 17 της γραπτής του δήλωσης (τεκμήριο 1) αναφέρει με απόλυτα πειστικό και τεκμηριωμένο τρόπο, πώς προέκυψαν οι καταστάσεις λογαριασμού, πώς περιήλθαν στην κατοχή του, ποια η σχέση του με αυτές και γιατί είναι ορθές, το μόνο που του υποβλήθηκε είναι πως δε γνωρίζει οτιδήποτε για τις χρεωπιστώσεις που περικλείονται σ' αυτές και όχι, για παράδειγμα, ότι είναι είτε αυθαίρετη είτε εσφαλμένη οποιαδήποτε καταχώρηση σ' αυτές. Ακόμη και η δικογραφημένη θέση του εναγόμενου - της παραγράφου 7 της υπεράσπισής του - για κάποιες υπερχρεώσεις σε σχέση με τους τόκους, ουδέποτε υποβλήθηκε στο μάρτυρα. Και τούτο, τη στιγμή που ο μάρτυρας, στην παράγραφο 17 της γραπτής του δήλωσης, αναφέρει τα εξής:

 

Όλες οι χρεώσεις και έξοδα που φαίνονται στην κατάσταση λογαριασμού είναι απολύτως νόμιμες και το ποσό που αναγράφεται σ' αυτές είναι το νομίμως οφειλόμενο από τους εναγόμενους. Καμιά υπερχρέωση τόκων δεν έχει επιβληθεί στον επίδικο λογαριασμό, αλλά, αντίθετα, το δάνειο, λόγω των μεταβολών και μειώσεων στα επιτόκια των εναγόντων, χρεωνόταν καθ' όλη τη διάρκειά του με χαμηλότερο επιτόκιο από το επιτόκιο του 8,25 που είχε συμφωνηθεί κατά την υπογραφή της σύμβασης δανείου.

 

Απ' εκεί και πέρα, αναφορικά με την επιστολή τερματισμού, ο μάρτυρας υποβλήθηκε στην ακόλουθη αντεξέταση:

 

Καταρχήν ρωτήθηκε εάν μπορεί να δώσει κάποια εξήγηση, γιατί αυτή στάλθηκε στην εναγόμενη 2 σε άλλη διεύθυνση από τη διεύθυνση του επίδικου γραμματίου (τεκμήριο 2). Όταν λίγο αργότερα, του υποβλήθηκε ότι δεν ταχυδρομήθηκε ποτέ η επιστολή τερματισμού, απαντώντας ισχυρίστηκε ότι ταχυδρομήθηκε κανονικά. Και δικαίως επέμενε ότι ταχυδρομήθηκε και τούτο, επειδή η σχετική υποβολή που του έγινε είναι σε πλήρη αντίθεση με την ακόλουθη υποβολή του κ. Ιωάννου: «Και σου υποβάλλω ότι η επιστολή (τεκμήριο 4) είναι πρόωρος. Τι έχεις να πεις, διότι έχει ημερομηνία 23.3.07, ενώ η πληρωμή σύμφωνα με το τεκμήριο 3 έπρεπε να γίνει 27/2/10». Προφανώς δεν μπορεί να ισχύουν και τα δυο που υποβλήθηκαν στο μάρτυρα. Δηλαδή και ότι δεν ταχυδρομήθηκε η επιστολή τερματισμού και ότι είναι πρόωρη.

 

Για να συνεχίσω, ερωτηθείς εάν παρέλαβε από τη συνεργατική του χωριού του οποιαδήποτε κατάσταση λογαριασμού, απάντησε αρνητικά. Ακολούθως, του δόθηκαν οι καταστάσεις λογαριασμού (τεκμήριο 5) και αφού του ζητήθηκε από το δικηγόρο του να τις μετροφυλλήσει, να τις δει καλά και να του πει εάν προηγούμενος παρέλαβε αυτά τα έγγραφα, απάντησε και πάλι αρνητικά. Ακολούθησε η εξής ερώτηση: «Εντάξει, πες μου, το πίσω μέρος στην τελευταία σελίδα του τεκμηρίου 5 φαίνεται ότι λέει εδώ 17/7/2018 χρωστούσες 153 χιλιάδες 443,99. Εσύ συμφώνησες ότι όφειλες αυτό το ποσό;» Ο εναγόμενος απάντησε και πάλι αρνητικά.

 

Και βέβαια, τα εύλογα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι τα εξής: τι νόημα είχε η συγκεκριμένη ερώτηση και ο εναγόμενος, πώς θα μπορούσε να συμφωνήσει είτε με αυτό το ποσό είτε με οποιοδήποτε άλλο ποσό, αφού η θέση του είναι ότι ουδέποτε παρέλαβε τις καταστάσεις λογαριασμού (τεκμήριο 5), οι οποίες πράγματι δεικνύουν ως χρεωστικό υπόλοιπο στις 17/7/2018 το ποσό των €153.443,99;

 

Όσα ακολουθούν είναι από την αντεξέτασή του. Ειδικότερα:

 

Και τα τρία έγγραφα που υπόγραψε (γραμμάτιο, υποθήκη και συμφωνία στεγαστικού δανείου) τα υπόγραψε την ίδια μέρα. Το τρίτο έγγραφο, δηλαδή η συμφωνία στεγαστικού δανείου έγινε για £40.000,00. Το ίδιο και το γραμμάτιο. Ακολούθως, του υποβλήθηκε η εξής ερώτηση: «Και το στεγαστικό τούτο το δάνειο αφορούσε κάποιο άλλο θέμα, κάποια άλλη οφειλή, ήταν άλλα λεφτά, ας πούμε, 40 και 40;» Απάντησε ως εξής: «Όχι, 40 ήταν.» «Και πώς δικαιολογείς το γεγονός ότι υπόγραψες δυο διαφορετικά έγγραφα για ένα δάνειο;» ρωτήθηκε στη συνέχεια. Και η απάντησή του: «Υπόγραψα το ένα, το στεγαστικό, το άλλο έγγραφο που μου έδωσε να υπογράψω είναι σαν εγγύηση του δανείου που θα έκανα μαζί με την υποθήκη, ήταν να μου βάλει το σπίτι και εκείνο μαζί το υπόγραψα.»

 

Μολονότι ομολογώ πως δεν αντιλαμβάνομαι την επιμονή του εναγόμενου ότι υπόγραψε και τρίτο έγγραφο με τους ενάγοντες και συγκεκριμένα, την ούτω καλούμενη συμφωνία στεγαστικού δανείου, για την οποία - για να επαναλάβω -, στην υπεράσπισή του, ουδέν αναφέρει, η ουσία του πράγματος έγκειται στην παραδοχή του ότι υπόγραψε το γραμμάτιο (δηλαδή το τεκμήριο 2) καθώς και την υποθήκη (δηλαδή το τεκμήριο 3). Και ενώ με το νομικό χαρακτηρισμό του χρεωστικού γραμματίου θα ασχοληθώ σε κατοπινό στάδιο, με την ομολογία του ότι υπόγραψε την επίδικη υποθήκη είναι σαφές, ότι εγκαταλείπει την περί αντιθέτου θέση του, η οποία περικλείεται στην παράγραφο 8 της υπεράσπισής του, με την οποία αρνείται τους ισχυρισμούς των εναγόντων που περιέχονται και στην παράγραφο 9 της έκθεσης απαίτησης, η οποία διαλαμβάνει τους ισχυρισμούς των εναγόντων για τη σύσταση από τον ίδιο της επίδικης υποθήκης. Θέση, η οποία, με τη σειρά της είναι σε αντίθεση με το περιεχόμενο του ισχυρισμού του συναφώς με την επίδικη υποθήκη, τον οποίο προσέθεσε, κατόπιν σχετικής τροποποίησης κατά τη διάρκεια της ακρόασης. Το τι ακριβώς θέλω να πω με αυτό είναι το εξής:

 

Καθώς ήδη έχει αναφερθεί, ο εναγόμενος, με την παράγραφο 8 της υπεράσπισής του αρνείται τους ισχυρισμούς των εναγόντων που περιέχονται και  στην παράγραφο 9 της έκθεσης απαίτησης, η οποία διαλαμβάνει τους ισχυρισμούς των εναγόντων για τη σύσταση από τον ίδιο της επίδικης υποθήκης. Ωστόσο, κατά την ακρόαση της υπόθεσης ζήτησε να προσθέσει και συναινούντων των εναγόντων, δυνάμει σχετικού διατάγματος που εξέδωσα, του επέτρεψα να προσθέσει στην ίδια παράγραφο την ακόλουθη φράση: «Ειδικά επί της παραγράφου 9 της Έκθεσης Απαίτησης ο Εναγόμενος 1 ισχυρίζεται ότι η επίδικη υποθήκη είναι άκυρη καθότι συστάθηκε κατά παράβαση των προνοιών του σχετικού Νόμου».

 

Προφανώς δεν μπορούν να ισχύουν και τα δυο. Το τι θέλω να πω με αυτό είναι το εξής: ο εναγόμενος δεν μπορεί από τη μια να αρνείται ότι συνέστησε την επίδικη υποθήκη και από την άλλη, την ίδια ώρα, να ισχυρίζεται ότι τη συνέστησε, πλην όμως είναι άκυρη.

 

Απαντώντας σε σχετική ερώτηση του κ. Παύλου επανέλαβε τη θέση του πως δεν παρέλαβε τις καταστάσεις λογαριασμού (τεκμήριο 5). Ακολούθως, ισχυρίστηκε πως όταν του κίνησαν την αγωγή πήγε στο μάρτυρα των εναγόντων και το ρώτησε γιατί του κίνησαν την αγωγή, αφού του είπε το πρόβλημα που έχει με τη σύζυγό του και όταν ξεκαθαρίσει, αν του μείνει το σπίτι, το δάνειο θα είναι δικό του, θα το ξοφλήσει, εννοώντας το ποσό που οι ενάγοντες αξιώνουν με την αγωγή. Όταν πήγε στο μάρτυρα δεν του έδωσαν κατάσταση λογαριασμού μα ούτε και του είπαν τι υπόλοιπο έχει. Όταν ακολούθως ρωτήθηκε πώς συμφώνησε να πληρώσει εκείνα που χρωστά, χωρίς να ξέρει τι χρωστά, απάντησε ως εξής: «Λίγο πολλά δεν ξέρω πόσα χρωστούσα όταν πλήρωνα και τις δόσεις μου;» Ευθύς αμέσως ισχυρίστηκε ότι σταμάτησε να πληρώνει τις δόσεις του το 2012.

 

Με μόνο λόγο ότι καθώς ήδη έχει αναφερθεί, σύμφωνα με τις επίδικες καταστάσεις λογαριασμού, η τελευταία πληρωμή που είχε κάνει ο εναγόμενος ήταν στις 16/3/2004 αναδεικνύεται το μέγεθος της αναξιοπιστίας του και πόσο παράλογος είναι ο ισχυρισμός του, ότι χωρίς να έχει πάρει ποτέ από τους ενάγοντες καταστάσεις λογαριασμού και χωρίς να του πουν οποτεδήποτε τι υπόλοιπα είχε, εντούτοις, γνώριζε τι χρωστούσε.

 

Φυσικά, για το ίδιο θέμα, η ευκολία με την οποία υπέπιπτε σε αντιφάσεις και προέβαλλε ισχυρισμούς που στερούνται λογικής και πειστικότητας αποδεικνύεται και απ' όσα ανάφερε στη συνέχεια.

 

Συγκεκριμένα, ερωτηθείς εάν γνώριζε κάποια στιγμή πόσα ήταν τα υπόλοιπά του, απάντησε ως εξής: «Όταν μίλησα με το Νίκο και του είπα για το πρόβλημα που είχα με τη γυναίκα μου, το ποσό που γνώριζα ότι χρωστούσα, ήταν γύρω στις 70 με 75 χιλιάδες, ενώ παρουσιάζεται μετά ότι χρωστώ 130.» Λίγο αργότερα ισχυρίστηκε ότι το υπόλοιπό του το γνώριζε από προηγουμένως και ακολούθως, ότι το 2009 ήξερε ότι χρωστούσε 70 με 75 χιλιάδες και ότι είπε του Νίκου, δηλαδή του μάρτυρα των εναγόντων, ότι θα αναλάβει να το πληρώσει, νοουμένου ότι θα του μείνει το σπίτι. Όταν μίλησε με το Νίκο, αυτό του είπε, ότι έχει προβλήματα με τη γυναίκα του, να δουν πως θα ξεκαθαρίσει το σπίτι και αν του μείνει, θα το πληρώσει το δάνειο. Ερωτηθείς ακολούθως, πότε ήταν η πρώτη φορά που αμφισβήτησε το ποσό, που κατά τους ενάγοντες χρωστούσε, ισχυρίστηκε πως ήταν όταν του κίνησαν την αγωγή. Η επόμενη ερώτηση ήταν εάν μέχρι και την ημερομηνία που του κινήθηκε η αγωγή δεν αμφισβήτησε κανένα ποσό. Και η απάντησή του: «Μα δεν ήξερα για να απαντήσω, δεν ήξερα το ποσό, πόσα χρωστούσα, δεν είχα κατάσταση να μου πουν, να δω πόσα χρωστώ για να το αμφισβητήσω.»

 

 

Το ερώτημα, κατά πόσο γνώριζε οποτεδήποτε τα υπόλοιπά του και εάν τα γνώριζε, πότε και πώς τα γνώριζε παραμένει αναπάντητο, ενώ, ειδικά ο ισχυρισμός του, πως όταν το 2009 μίλησε με το Νίκο, ήξερε ότι χρωστούσε 70 με 75 χιλιάδες (υποθέτω ευρώ εννοούσε), ενώ μετά παρουσιάζεται ότι χρωστά 130 χιλιάδες, είναι εκπληκτικός. Και τούτο, επειδή οι ενάγοντες, με την αγωγή τους ζητούν την έκδοση απόφασης για το ποσό των €94.805,51, πλέον τόκους προς 8.25 από 1/1/2011, με κεφαλαιοποίηση του τόκου δυο φορές το χρόνο μέχρι εξοφλήσεως και σύμφωνα με τις επίδικες καταστάσεις λογαριασμού, το επίδικο χρέος, στις 17/7/2018 ανερχόταν στο ποσό των €153.443,99, οπότε είναι απορίας άξιο, πότε και πώς ο εναγόμενος ήξερε ότι οι ενάγοντες, που υποτίθεται πως δεν του είχαν πει ποτέ τα υπόλοιπά του και δεν του είχαν δώσει καταστάσεις λογαριασμού, τον παρουσίαζαν να τους χρωστά €130.000,00.

 

Και κάτι ακόμη. Δεδομένου ότι οι ενάγοντες, με την αγωγή τους, η οποία καταχωρήθηκε στις 30/3/2011 ζητούν την έκδοση απόφασης, για το ποσό των €94.805,51, πλέον τόκους προς 8,25% από 1/1/2011, με κεφαλαιοποίηση του τόκου δυο φορές το χρόνο μέχρι εξοφλήσεως, ο εναγόμενος, ο οποίος, καθ' ομολογία του, το 2009 τους χρωστούσε ένα ποσό της τάξεως των 70 με 75 χιλιάδων ευρώ, με ένα απλό υπολογισμό που μπορεί να κάνει, θα διαπιστώσει ότι το ποσό που καθ' ομολογία του όφειλε το 2009 - μαζί με τους σχετικούς τόκους και τις κεφαλαιοποιήσεις τους - δεν απέχει και πολύ από το ποσό που αξιώνουν εναντίον του οι ενάγοντες το 2011 και με τον ίδιο τρόπο μπορεί εύκολα να διαπιστώσει σε ποιο ποσό ανέρχεται σήμερα το ποσό που οφείλει στους ενάγοντες, μαζί πάντοτε με τους σχετικούς τόκους, 8 και πλέον χρόνια μετά.

 

Κάποια στιγμή αργότερα ισχυρίστηκε πως όταν πήρε την αγωγή, κατά τη δική του θέση, χρωστούσε 70 με 75 χιλιάδες ευρώ και σήμερα, 80 χιλιάδες. Με μόνο λόγο ότι το επίδικο γραμμάτιο, που τόσο δικογραφικά όσο και ενόρκως αναγνωρίζει ότι υπόγραψε, διαλαμβάνει για την καταβολή τόκου 8,25% το χρόνο, αναδεικνύεται η ευκολία με την οποία ο εναγόμενος προέβαλλε ισχυρισμούς που στερούνται στοιχειώδους λογικής και πειστικότητας, απλώς και μόνο για να δώσει μια απάντηση. Μόνο έτσι μπορώ να εξηγήσω τη θέση του, ότι ένα ποσό της τάξεως ακόμη και των €70.000,00, με τόκο 8,25%, μετά από 8 χρόνια ανέρχεται στα €80.000,00. Πολύ περισσότερο, που η θέση του πως όταν πήρε την αγωγή χρωστούσε 70 με 75 χιλιάδες ευρώ, θα πρέπει να ιδωθεί σε συνάρτηση με την προηγούμενη θέση του σύμφωνα με την οποία, όταν το 2009 μίλησε με το μάρτυρα των εναγόντων ήξερε ότι χρωστούσε 70 με 75 χιλιάδες ευρώ. Δηλαδή, ούτε λίγο ούτε πολύ, αυτό που ισχυρίζεται και θέλει να γίνει πιστευτός είναι ότι κατά τη διάρκεια 2 ετών (2009 - 2011), χωρίς να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό στους ενάγοντες, τους χρωστούσε το ίδιο ποσό. 

 

Οι ακόλουθοι ισχυρισμοί του, εκτός του ότι δεν καλύπτονται από την υπεράσπισή του, είναι αντιφατικοί, άκρως παράλογοι και ουδέποτε υποβλήθηκαν στο μάρτυρα των εναγόντων - τον οποίο αφορούν άμεσα -, για να του δοθεί η ευκαιρία, τουλάχιστον να σχολιάσει:

 

Όταν το 2013 τέλειωσε η υπόθεσή του με την έκδοση απόφασης (τεκμήριο 6) και πήρε το σπίτι, μίλησε με το μάρτυρα των εναγόντων και του είπε να πληρώσει, να αναλάβει το δάνειο, αλλά, όχι τα ποσά που του βάζει ότι χρωστά, δηλαδή 150 ή 130 χιλιάδες. Ο μάρτυρας τού είπε τα ποσά αυτά και δε μιλούσαν γι' αυτά στο γραφείο του, αλλά στο δρόμο που τον έβρισκε ή στο καφενείο δυο τρεις - φορές. Όταν ο μάρτυρας τού είπε 150 - 130, χιλιάδες, ο ίδιος του είπε: «βοηθήστε να σας βοηθήσω, αλλά όχι 130 χιλιάδες είμαι πρόθυμος να σας βοηθήσω, ήδη έχω και λεφτά κοντά σας..». Αυτό το μίλησε πάρα πολλές φορές με το μάρτυρα.

 

Όσα ακολουθούν αφήνουν πολλαπλά εκτεθειμένο τον εναγόμενο ως μάρτυρα, αφού καταρρίπτονται τόσο από το περιεχόμενο της πραγματικής μαρτυρίας όσο και από την αξιόπιστη και αναντίλεκτη μαρτυρία του μάρτυρα των εναγόντων.

 

Το σχετικό μέρος της αντεξέτασής του ακολουθεί αυτούσιο:

 

 

 

«Ε. Στην έκθεση υπεράσπισής σου λέεις ότι υπήρξαν κάποιες υπερχρεώσεις σε σχέση με τόκους, εντάξει;

 

Α. Ναι, υπάρχουν τόκοι 8,25, χωρίς να με ενημερώσουν έφκαινε το επιτόκιο πάνω, ούτε με ενημέρωναν, ούτε τίποτα, εσείς συμφωνείτε με το 8,25%;

 

Ε. Δεν είμαι τραπεζικός εγώ, άλλο ρωτώ, εφόσον δε συμφωνείς, ποιο είναι το ποσό που λέεις ότι ήταν το σωστό;

 

.....

 

Α. Νομίζω είναι 2,75 στην Ευρώπη τώρα, 2, 3 κάτι.

 

Ε. ..

 

Α. ..

 

Ε. Διαφωνείς μαζί μου ότι υπέγραψες έγγραφα, με τα οποία αποδέχεστουν το ποσό των 8,25 σαν επιτόκιο;

 

κ. Μ. Ιωάννου: Να πει τι έγγραφα, να του καθορίσει κύριε Πρόεδρε.

 

Ε. Το τεκμήριο 2 και 3 κύριε μάρτυς, που υπέγραψες, το γραμμάτιο δηλαδή και η υποθήκη και τα λοιπά, συμφωνείς μαζί μου ότι υπέγραψες και αποδέχτηκες τον τόκο να είναι 8,25;

 

Α. 8,25 τότε, δεν μπορώ να θυμηθώ.

 

Ε. Έτο δαμέ να το θυμηθείς καλύτερα το τεκμήριο 2 σου δείχνω.

 

Δικαστήριο:  Κύριε να σας βοηθήσω. Και στα δυο έγγραφα λέει ότι το επιτόκιο είναι 8,25%. Τώρα που το είδατε και αναφέρεται αυτό το ποσοστό σαν επιτόκιο;

 

Α. Ναι υπέγραψα το.»

 

Εκτός του ότι, εν τέλει υποχρεώθηκε να παραδεχθεί ότι τόσο στο επίδικο χρεωστικό γραμμάτιο (τεκμήριο 2), που καθ' ομολογία του υπόγραψε όσο και στην επίδικη υποθήκη (τεκμήριο 3), που επίσης, καθ' ομολογία του υπόγραψε, διαλαμβάνεται πρόνοια για πληρωμή τόκου προς 8,25% είναι και το γεγονός, ότι οι ενάγοντες, ουδέποτε τον είχαν χρεώσει με το συγκεκριμένο επιτόκιο υπό μορφή τόκου. Για να επαναλάβω, όπως αναφέρει ο μάρτυρας των εναγόντων στην παράγραφο 17 της γραπτής του δήλωσης - χωρίς να έχει αμφισβητηθεί από τον ευπαίδευτο δικηγόρο του εναγόμενου -, καμιά υπερχρέωση τόκων δεν έχει επιβληθεί στον επίδικο λογαριασμό, αλλά, αντίθετα, το δάνειο, λόγω των μεταβολών και μειώσεων στα επιτόκια των εναγόντων, καθ' όλη τη διάρκειά του χρεωνόταν με χαμηλότερο επιτόκιο από το επιτόκιο του 8,25% που είχε συμφωνηθεί κατά την υπογραφή της σύμβασης δανείου. Από την ημέρα παραχώρησης και έκδοσης του δανείου, προστίθεται, το συνολικό επιτόκιο των εναγόμενων είχε ως ακολούθως: μέχρι την 1/1/2005, το δάνειο χρεωνόταν με συνολικό επιτόκιο 8%. Από 1/1/2005 μέχρι 1/7/2005, το επιτόκιο του δανείου ανερχόταν στο 6,75%, από 1/7/2005 μέχρι 1/2/2008 στο 6,00%, από 1/2/2008 μέχρι 4/7/2008 στο 5,75%, από 4/7/2008 μέχρι 1/1/2009 στο 6,00% και από 1/1/2009 μέχρι 1/9/2009 στο 6,75%. Τέλος, από 1/9/2009 μέχρι σήμερα χρεώνεται με 6,25%.

 

Και κάτι ακόμη. Διερωτώμαι πόσο λογικό είναι για να δεχθώ ότι αποτελεί γεγονός, το να ισχυρίζεται ο εναγόμενος, ότι ο μάρτυρας των εναγόντων, του είπε ότι χρωστά €130.000,00 ή €150.000,00. Δεδομένης της θέσης του μάρτυρα στους ενάγοντες και της ιδιότητας του ως γραμματέα της Σ.Π.Ε. Φοινιού, καθ' όλους τους ουσιώδεις χρόνους είναι δυνατό να είπε οποτεδήποτε στον εναγόμενο ότι χρωστά είτε το ένα ποσό είτε το άλλο και όχι το ποσό που πραγματικά χρωστούσε ή έστω μόνο το ένα από τα δυο ποσά που ισχυρίζεται ο εναγόμενος ότι του είπε; Και ως θέμα καθαρά κοινής λογικής, προφανώς δεν μπορεί να ισχύει αυτό που αποδίδει στο μάρτυρα ο εναγόμενος. 

 

Τέλος, επί του ισχυρισμού του, πως δεν οφείλει όλο το ποσό που αξιώνουν οι ενάγοντες με την αγωγή τους, αυτό που θέλω να πω είναι το εξής: ενώ οι ενάγοντες τεκμηριώνουν το ποσό που συνθέτει την εναντίον του αξίωσή τους, τόσο με γραπτή όσο και με προφορική μαρτυρία, η οποία, κατά βάση παρέμεινε αναντίλεκτη, ο ίδιος, μολονότι αμφισβητεί το ποσό αυτό, ουδέν έχει αναφέρει για σκοπούς στοιχειοθέτησης της θέσης του πως δεν οφείλει ολόκληρο το ποσό, ποιο το ποσό που πραγματικά οφείλει και κυρίως, πώς κατέληξε σ' αυτό.

 

Δε νομίζω πως χρειάζεται να επεκταθώ.»

 

Με αναφορά στα πρακτικά της δίκης, κρίνουμε ότι, αν και μακροσκελές, το πιο πάνω απόσπασμα, από την πρωτόδικη απόφαση, είναι καθόλα διαφωτιστικό για τον λεπτομερή και περιεκτικό τρόπο με τον οποίο ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής ενδιέτριψε και ασχολήθηκε με τη μαρτυρία, αλλά και γενικότερα με την εκδοχή του εφεσείοντα.  Προβάλλει, ενώπιον μας, πως η κατάληξη, περί του ότι η μαρτυρία του εφεσείοντα δεν ήταν αξιόπιστη, ήταν ορθή και μέσα στο σωστό  πλαίσιο, βασισμένη σε πραγματικά και ισχυρά στοιχεία που κλόνισαν την αξιοπιστία του εφεσείοντα. Δεν εντοπίζουμε σφάλμα αρχής, ή να λήφθηκε υπόψη, από το Δικαστήριο, οποιοδήποτε ανακριβές γεγονός.  Καταλήγουμε ότι δόθηκαν πειστικές εξηγήσεις για την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα και δεν παρέχονται περιθώρια επέμβασης από το Εφετείο.

 

Όσον αφορά δε στις υπόλοιπες αιτιάσεις που ο εφεσείοντας προτάσσει, με την αιτιολογία του πέμπτου λόγου έφεσης, δεν θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε λανθασμένη εφαρμογή των αρχών αξιολόγησης επειδή αναφέρθηκε στο γεγονός πως ο συνήγορος του εφεσείοντα του υπέβαλλε καθοδηγητικές ερωτήσεις, παρ' ότι η πλευρά των εφεσίβλητων δεν είχε εγείρει ένσταση κατά τον χρόνο της ακρόασης. Οφείλουμε να υπενθυμίσουμε πως η υποβολή καθοδηγητικών ερωτήσεων ανέκαθεν ετύγχανε δικαστικής αποδοκιμασίας (βλέπε σύγγραμμα ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ, ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΤΥΧΕΣ, των Τ. Ηλιάδη και Ν. Σάντη, Έκδοση 2014, σελ. 674-676).  Στο ίδιο σύγγραμμα διαβάζουμε ότι «Μαρτυρία που προκύπτει από καθοδηγητικές ερωτήσεις δεν είναι απαράδεκτη, ωστόσο η αποδεικτική της αξία μπορεί να είναι αισθητά μειωμένη».

 

Ερχόμενοι στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, ό,τι εντοπίζεται, στην εκκαλούμενη απόφαση, είναι δύο αναφορές, από πλευράς του πρωτόδικου Δικαστή, στο γεγονός της υποβολής καθοδηγητικών ερωτήσεων από τον συνήγορο του εφεσείοντα. Στη μία αναφορά γίνεται λόγος γενικότερα για την αξιολόγηση του εφεσείοντα και στην άλλη πιο ειδικά σε συγκεκριμένα γεγονότα.  Εν πρώτοις, η έλλειψη έγερσης ένστασης, κατά τον χρόνο της ακρόασης, δεν θεωρούμε ότι  στερεί ή επηρεάζει την εξουσία του Δικαστηρίου να αξιολογήσει το γεγονός, της υποβολής καθοδηγητικών ερωτήσεων.  Δεδομένων των πιο πάνω αναφορών, στο προαναφερόμενο σύγγραμμα, στηριζόμενων σε νομολογία (βλέπε επίσης και υπόθεση MARIANO v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (2015) 2 Α.Α.Δ. 808), δεν κρίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα αρχής κατά την αξιολόγηση.  Προσθέτουμε, όμως, και το γεγονός ότι, ως διαφαίνεται από το σχετικό απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης, οι λόγοι για τους οποίους ο εφεσείοντας δεν κρίθηκε αξιόπιστος ήταν αρκετοί και ουσιώδεις, πρόσθετοι από το γεγονός ότι κάποιες απαντήσεις του προέκυψαν από καθοδηγητικές ερωτήσεις.  Συνεπώς, φρονούμε πως, ακόμη και η τυχόν μη υπόδειξη περί των καθοδηγητικών ερωτήσεων, εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν θα διαφοροποιούσε ή θα αποδυνάμωνε την πρωτόδικη κατάληξη για την αξιολόγηση του εφεσείοντα. Συνακόλουθα, η σχετική θέση του εφεσείοντα απορρίπτεται, ως μη ικανή για ανατροπή της κατάληξης περί της πρωτόδικης αξιολόγησης του.

 

Ούτε η θέση, του εφεσείοντα, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη μαρτυρία του, κατά την αξιολόγηση, αλλά μόνο τους δικογραφημένους ισχυρισμούς των διαδίκων, είναι ορθή.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως εύλογα διαφαίνεται μέσα από το πιο πάνω απόσπασμα, στηρίχθηκε και στη μαρτυρία του εφεσείοντα και με πολύ συγκεκριμένες αναφορές από αυτή, κατόπιν ορθής αξιολόγησης, διατύπωσε το σχετικό συμπέρασμα του. 

 

Αποδίδεται, επίσης, στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι λειτούργησε ως λογιστής των εφεσίβλητων, και ότι προέβη σε δικούς του συλλογισμούς που δεν υποστηρίζονταν από τη μαρτυρία.  Απορρίπτουμε την εν λόγω θέση. Ό,τι προκύπτει, από τα ενώπιον μας στοιχεία, είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εύρημα περί του ύψους του οφειλόμενου ποσού, στη βάση της αποδεκτής μαρτυρίας, αποδεχόμενο το περιεχόμενο των καταστάσεων λογαριασμού που παρουσίασαν οι εφεσίβλητοι. 

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ο πέμπτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.

 

Θα ακολουθήσει η εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης κατά τη λογική σειρά που επιβάλλεται από το περιεχόμενο τους.

 

Δεδομένης της ορθότητας της πρωτόδικης αξιολόγησης των μαρτύρων, προκύπτει ότι τα πρωτόδικα ευρήματα επί των γεγονότων ήταν ορθά και επιτρεπτά, στη βάση της αποδεκτής μαρτυρίας.  Συνεπώς, έχοντας υπόψη και τη σχετική αιτιολογία επί του δεύτερου λόγου έφεσης, κρίνουμε ότι τα επιχειρήματα του εφεσείοντα είναι απορριπτέα.  Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αγωγή των εφεσίβλητων εδραζόταν σε σύμβαση δανείου ήταν ορθή.  Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στις περαιτέρω αναλύσεις στις οποίες προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει σ' αυτό το συμπέρασμα, μη αποδεχόμενο ως βάση αγωγής γραμμάτιο συνήθους τύπου ή χρεωστικό γραμμάτιο.  Υποδεικνύουμε, άλλωστε, όπως εύστοχα έπραξε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, πως οι εφεσίβλητοι, στην Έκθεση Απαίτησης, παράγραφος 7, ισχυρίζονται ότι κατά ή περί τις 27.02.2001 παραχώρησαν δάνειο στον εφεσείοντα, σε διαζευκτική βάση, ήτοι δυνάμει χρεωστικού γραμματίου και/ή συμφωνίας δανείου και/ή πιστώσεως, ο δε εφεσείοντας στην Υπεράσπιση του αναφέρει στην παράγραφο 2, τα ακόλουθα:

 

«Ανεξαρτήτως και άνευ βλάβης της πιο πάνω ένστασης ο Εναγόμενος αρ. 1 ισχυρίζεται ότι επισκέφθη τους Ενάγοντες τέλη Δεκεμβρίου 2009 τους πληροφόρησε για την απόφαση αίτησης 32/04 Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού Δικαιοδοσία Περιουσιακών Διαφορών ημερ. 22.12.2009 η οποία ήτο απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η αξίωση της Εναγόμενης αρ. 2 στην πιο πάνω αγωγή με την οποία αξιούσε ½ μερίδιο κατοικίας υπ' αρ. εγγραφής 26144 Φ/Σχ. 54/33 τεμάχιο 1139 στην Αγία Φύλα εις Λεμεσό το οποίο είναι υποθηκευμένο με υποθήκη Υ1044/2001 εναντίον της οποίας η Εναγομένη αρ. 2 άσκησε την έφεση αρ. 4/2010 ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου και λόγω τούτου αξίωσε την αναστολή πληρωμών μέχρι την τελική εκδίκαση της έφεσης πράγμα που οι Ενάγοντες απεδέχθησαν και συνεπώς η έγερση της παρούσας αγωγής από τους Ενάγοντες θα πρέπει να θεωρηθεί πρόωρος.»

 

Στην δε παράγραφο 7, ότι:

 

«Οι Εναγόμενοι από την παράγραφο 7 παραδέχονται την σύναψη του δανείου αλλά ισχυρίζονται ότι υπήρξαν κάποιες υπερχρεώσει εν σχέση με τόκους και συνεφώνησαν με τους Ενάγοντες όταν εκδικάζετο η πιο πάνω έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου να αφαιρούνταν αυτές οι υπερχρεώσεις να γίνετο και κάποια έκπτωση στο οφειλόμενο ποσό και ο Εναγόμενος αρ. 1 αναλάμβανε να πληρώσει το υπόλοιπο του χρέους πλην όμως για λόγους που δεν γνωρίζει οι Ενάγοντες καταχώρησαν την παρούσα αγωγή.»

 

Φρονούμε πως, με δεδομένο το περιεχόμενο των πιο πάνω δικογραφημένων ισχυρισμών, δεν παρέχονται περιθώρια επέμβασης μας στο πρωτόδικο συμπέρασμα, και δη ότι η αγωγή των εφεσίβλητων βασιζόταν σε σύμβαση δανείου.  Ορθά, επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέληξε πως το επίδικο δάνειο διεπόταν από όρους οι οποίοι διαλαμβάνονταν στο έγγραφο με τίτλο χρεωστικό γραμμάτιο - Τεκμήριο 2 και πως οι εν λόγω όροι αποδείχθηκαν με την αποδεκτή μαρτυρία που προσκόμισαν οι εφεσίβλητοι.  Είναι δε σημαντικό να σημειωθεί ότι στον όρο 4 του Τεκμηρίου 2 διαλαμβάνεται πως «Ο Χρεώστης υποχρεούται να χρησιμοποιήσει το ποσό του δανείου για το σκοπό που αναφέρεται στην αίτηση του.  Σε αντίθετη περίπτωση η Εταιρεία θα έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την άμεση αποπληρωμή κάθε οφειλόμενου ποσού μαζί με τους τόκους».  Κρίνουμε, συνεπώς, πως τα παράπονα του εφεσείοντα, ως προς το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τη βάση αγωγής των εφεσίβλητων, δεν ευσταθούν.

 

Κατ' επέκταση ο δεύτερος λόγος έφεσης, επίσης, κρίνεται αβάσιμος.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, ο εφεσείοντας ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα εκδόθηκε απόφαση προς όφελος των εφεσίβλητων για το ποσό των €153.443,99 πλέον τόκους 6.25% από 01.01.2018 μέχρι εξόφλησης.  Στη σχετική αιτιολογία προβάλλεται η θέση πως δεν ήταν επιτρεπτό να εκδοθεί απόφαση στη βάση του ίδιου επίδικου χρεωστικού γραμματίου χωρίς να ληφθεί υπόψη ότι στις 30.01.2015 είχε εκδοθεί απόφαση εναντίον της εναγόμενης 1 (προφανώς θα εννοείται της εναγόμενης 2, διότι εναγόμενος 1 είναι ο εφεσείοντας) και προς όφελος της τότε ενάγουσας, ΣΠΕ Τροόδους Λτδ.  Η σχετική επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε επί του θέματος απορρίπτεται ως μη ικανή να διαφοροποιήσει το σχετικό πρωτόδικο συμπέρασμα, το οποίο ήταν ορθό.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τους σχετικούς ισχυρισμούς και επιχειρήματα που ήγειρε ενώπιον του ο συνήγορος του εφεσείοντα. Ακολουθεί απόσπασμα, από την πρωτόδικη απόφαση, το οποίο μας βρίσκει σύμφωνους, και το οποίο έχει ως εξής:

 

Στο βαθμό που με όσα αναφέρει ο κ. Ιωάννου στις πρώτες τρεις σελίδες της αγόρευσής του, ουσιαστικά αμφισβητεί το δικαίωμα της Συνεργατικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ να παρουσιάζεται ως ενάγων στην παρούσα αγωγή, η θέση μου είναι οι εξής:

 

Η νομιμοποίηση της εν λόγω εταιρείας να παρουσιάζεται σήμερα ως ενάγων στην αγωγή, μολονότι το επίδικο δάνειο παραχωρήθηκε από τη Σ.Π.Ε. Φοινιού εδράζεται σε όσα αναφέρει ο μάρτυρας των εναγόντων στις παραγράφους 1, 2 και 3 της γραπτής του δήλωσης, με έρεισμα το Νόμο, τα οποία επιβεβαιώνονται από διάφορα στοιχεία του φακέλου. Σε σχέση με το δεύτερο παραπέμπω στο διάταγμα τροποποίησης του τίτλου της αγωγής, ημερομηνίας 6/12/2012 και στις ακόλουθες ειδοποιήσεις των δικηγόρων των εναγόντων προς τον Πρωτοκολλητή: της πρώτης ειδοποίησης, ημερομηνίας 10/3/2014, της ειδοποίησης μετονομασίας, ημερομηνίας 30/8/2017 και της ειδοποίησης μετονομασίας, ημερομηνίας 10/10/2018. Από το περιεχόμενο των τριών αυτών ειδοποιήσεων, οι οποίες εδράζονται στα άρθρα 12(4) και 49ΣΤ.(1) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου 22/85 είναι σαφές, ότι σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής, η σχετική απόφαση μπορεί και θα πρέπει να εκδοθεί καθ' όλα νόμιμα υπέρ της Συνεργατικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ και τούτο, χωρίς να υπάρχει ανάγκη τροποποίησης του τίτλου της αγωγής, έστω κι' αν το επίδικο δάνειο παραχωρήθηκε στους εναγόμενους 1 και 2 από τη Σ.Π.Ε. Φοινιού και η αγωγή καταχωρήθηκε από τη Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Ορεινών Θερέτρων.

 

Και οι δυο αυτές διατάξεις - όπως ίσχυαν κατά τους επίδικους χρόνους - ακολουθούν αυτούσιες. Αρχίζοντας από το άρθρο 12(4) έχει ως εξής:

 

«Ουδεμία τροποποίησις των ειδικών κανονισμών, επιφέρουσα αλλαγήν εις την επωνυμίαν της εταιρείας ή συνεπαγομένη αλλαγήν της ευθύνης των μελών της εταιρείας από απεριόριστη σε περιορισμένη ευθύνη ή επιφέρουσα αλλαγήν εις οιονδήποτε άλλον σκοπόν ή διάταξιν, θα επηρεάζη οιονδήποτε δικαίωμα ή υποχρέωσιν της εταιρείας ή αξιωματούχων αυτής, και πάσα εκκρεμής δικαστική ή διαιτητική διαδικασία δύναται να συνεχίζηται υπό ή εναντίον της εταιρείας υπό την νέαν αυτής επωνυμίαν και υπό την νέαν αυτής ευθύνην:

 

.......»

 

Σύμφωνα με το άρθρο 49ΣΤ.(1):

 

«Η εγγραφή της συμφωνίας μεταφοράς μαζί με την έναρξη της ισχύος της μεταφοράς, όπως προβλέπεται στις διατάξεις των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 49Δ, αποτελούν επαρκή απόδειξη της μεταφοράς όλων των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού της μεταφέρουσας εταιρείας στην αποδεχόμενη εταιρεία, καθώς και ότι η αποδεχόμενη εταιρεία  διαδέχεται τη μεταφέρουσα εξ ολοκλήρου σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της και ότι όλες οι πράξεις, τα συμβόλαια και τα άλλα έγγραφά της παραμένουν σε ισχύ:

 

Νοείται ότι, ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμού, στις περιπτώσεις που εκκρεμεί οποιαδήποτε δικαστική ή διαιτητική διαδικασία ή διαδικασία ενώπιον επαρχιακού κτηματολογικού γραφείου, η αντικατάσταση της επωνυμίας της μεταφέρουσας εταιρείας με την επωνυμία της αποδεχόμενης εταιρείας, για τους σκοπούς της εκκρεμούσας διαδικασίας, πραγματοποιείται με την καταχώριση από την αποδεχόμενη εταιρεία σχετικής ειδοποίησης προς το οικείο πρωτοκολλητείο ή τον Έφορο ή το επαρχιακό κτηματολογικό γραφείο, αντίστοιχα.»

 

 

Προφανώς εξάγεται πως οι εφεσίβλητοι διαδέχθηκαν, στη βάση της σχετικής νομοθεσίας, την ΣΠΕ Φοινίου, η οποία παραχώρησε το δάνειο στον εφεσείοντα.  Δεν βλέπουμε περιθώρια αποδοχής της θέσης του εφεσείοντα.

 

Κρίνεται, εν' όψει των προλεγόμενων, αβάσιμος και ο τέταρτος λόγος έφεσης.

 

Αναφορικά με τον έκτο λόγο έφεσης, όπου προβάλλεται η θέση ότι η εκκαλούμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη, οφείλουμε να διατυπώσουμε την πλήρη αντίθεση μας. Η πρωτόδικη απόφαση δεν είναι αυθαίρετη, στηρίχθηκε στην προσαχθείσα, από τους εφεσίβλητους, μαρτυρία, η οποία κρίθηκε αξιόπιστη.  Τα δε συμπεράσματα του Δικαστηρίου ήταν ορθά και βασισμένα στα ευρήματα του.  Συναφές, με τον έκτο λόγο έφεσης, παράπονο του εφεσείοντα αποτελεί η θέση του πως το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη του ότι το γραμμάτιο αναφερόταν «σε ισάξιο ληφθέν σε μετρητά εμπορεύματα και ότι ο χρεώστης υποχρεούτο να χρησιμοποιήσει το ποσό του δανείου που αναφέρεται εις την αίτηση ενώ τέτοια αίτηση δεν κατατέθηκε στο Δικαστήριο».  Εις απάντηση της εν λόγω θέσης επισημαίνουμε πως τέτοιο ζήτημα δεν ηγέρθηκε στο δικόγραφο - Υπεράσπιση του εφεσείοντα, συνεπώς, δεν έχρηζε εξέτασης πρωτοδίκως, ούτε και χρήζει, κατ' έφεση, εξέτασης.  Ομοίως, για τον ίδιο λόγο, δεν εξετάζεται η θέση πως δεν υπήρχε συνημμένο γραμμάτιο επί της υποθήκης και ότι το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το γεγονός πως αυτό προέβλεπε διαφορετικούς όρους πληρωμής του δανείου.  Ως γίνεται αντιληπτό τέτοια ζητήματα άπτονται του πυρήνα της εκδοχής του εφεσείοντα, ενάντια στην απαίτηση των εφεσίβλητων, συνεπώς θα έπρεπε αυτά να δικογραφηθούν.  Η νομολογία (βλέπε υπόθεση Waterworld Holdings Ltd v. Περικλέους κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 284/2015, ημερομηνίας 30.01.2024, απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου υπό την εφετειακή του αρμοδιότητα) υποδεικνύει πως «Σε κάθε περίπτωση, κατά πάγια και διαχρονική νομολογία, ζήτημα που δεν ηγέρθη πρωτόδικα δεν μπορεί να εξετασθεί με την έφεση»

 

Κατ' επέκταση κρίνεται αβάσιμος και ο έκτος λόγος έφεσης.

 

Δεδομένων όλων των προαναφερόμενων προκύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αποφάσισε ότι όλοι οι ουσιώδεις ισχυρισμοί των εφεσίβλητων αποδείχθηκαν με βάση αξιόπιστη μαρτυρία, η οποία καλυπτόταν από τους δικογραφημένους ισχυρισμούς τους.  Έχουμε ήδη προαποφασίσει περί της ορθότητας του συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τη βάση επί της οποίας οι εφεσίβλητοι στήριξαν, και απέδειξαν, την απαίτηση τους, ήτοι στη βάση συμφωνίας δανείου.  Επομένως οποιαδήποτε άλλη επιχειρηματολογία, βασιζόμενη σε άλλη βάση, δεν έχει χώρο στην παρούσα υπόθεση.  Οι εφεσίβλητοι απέδειξαν, με την προσκομισθείσα μαρτυρία, την παροχή του δανείου προς τον εφεσείοντα, την μη πληρωμή του δανείου και το υπόλοιπο του χρέους εκ μέρους του πρωτοφειλέτη εφεσείοντα. 

 

Κρίνεται, ως εκ τούτου, αβάσιμος και ο πρώτος λόγος έφεσης.

 

Αβάσιμος κρίνεται και ο τρίτος λόγος έφεσης με τον οποίο ο εφεσείοντας παραπονείται ότι λανθασμένα εκδόθηκε διάταγμα για εκποίηση της υποθήκης Υ1044/2001.  Παρατηρούμε ότι, στην υπεράσπιση του, ο εφεσείοντας, ως προς τον δικογραφημένο ισχυρισμό των εφεσίβλητων ότι αυτός τους είχε παραχωρήσει, ως εξασφάλιση για το επίδικο δάνειο, την προαναφερόμενη υποθήκη, το μόνο που εγείρει είναι τη γενική άρνηση του στην παραχώρηση και σύναψη της Σύμβασης Υποθήκης, χωρίς οποιοδήποτε περαιτέρω ισχυρισμό ως προς την εγκυρότητα της υποθήκης.  Συνεπώς, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με τα ζητήματα και επιχειρήματα που ανέπτυξε ο εφεσείοντας, και δεν είναι επιτρεπτό ούτε για το Εφετείο να τα εξετάσει. Εν πάση περιπτώσει, είναι σαφές και αδιαμφισβήτητο, μέσα από τη μαρτυρία που προσκόμισαν οι εφεσίβλητοι, ότι ο εφεσείοντας δεν τους είχε πληρώσει το ποσό των ΛΚ40.000,00 κατά τις 27.02.2010, ως είχε συμφωνηθεί στη Σύμβαση και Δήλωση Υποθηκεύσεως Ακινήτου - Τεκμήριο 3-, συνεπώς η έκδοση του διατάγματος, το 2019 που το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση του για εκποίηση της υποθήκης, ήταν δικαιολογημένη και επιτρεπτή.

 

Τέλος, αβάσιμος κρίνεται και ο έβδομος λόγος έφεσης.  Οι εφεσίβλητοι απέδειξαν την απαίτηση τους, ήταν επιτυχόντες διάδικοι, ως εκ τούτου δικαιούνταν στα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας.  Δεν εντοπίζεται σφάλμα στην πρωτόδικη κρίση, επί του θέματος των εξόδων.  Το ότι είχε εκδοθεί προγενέστερα απόφαση εναντίον της Εναγόμενης 2 είναι θέμα ξεχωριστό.  Επίσης, το ότι η εναγόμενη 2 είχε διαταχθεί να καταβάλει τα έξοδα στην ΣΠΕ Τροόδους, σημειωτέον ότι η εν λόγω απόφαση δεν εφεσιβλήθηκε, δεν εμπόδιζε το πρωτόδικο Δικαστήριο να επιδικάσει έξοδα υπέρ των εφεσίβλητων που ήταν οι νέοι διάδικοι υποκαθιστάμενοι με νόμιμες διαδικασίες.

 

Εν' όψει όλων των πιο πάνω ουδείς λόγος έφεσης επιτυγχάνει, ως εκ τούτου η έφεση απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται, προς όφελος των εφεσίβλητων και εναντίον του εφεσείοντα, έξοδα έφεσης για το ποσό των €3.000,00  πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

 

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο