ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 32/2024)
8 Ιανουαρίου 2025
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
[ΚΟΝΗΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ Δ/στες]
1. Marbale Universal Corp
2. Victor Alexandrovich Pichugov
Εφεσείοντες
ν.
1. Alexey Nikolayevich Anaviev
2. Dmitry Nikolayevich Ananiev
3. Alpinia Services SA
Εφεσίβλητοι
Για τους εφεσείοντες: κα Χριστίνα Κότσαπα για Μ. Κορέλης & Σία Δ.Ε.Π.Ε.
Για τον εφεσίβλητο 1: καμία εμφάνιση
Για τον εφεσίβλητο 2: κ. Γιώργος Μίτλετον για Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε. και κ. Αντρέας Ερωτοκρίτου για A.G. Erotocritou LLC
Για τον εφεσίβλητο 3: κ. Λουκάς Χαβιαράς και κα Γεωργία Ματσεντίδου για Χαβιαράς & Φιλίππου Δ.Ε.Π.Ε.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Με την παρούσα έφεση, οι εφεσείοντες προσβάλλουν την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που εκδόθηκε στο πλαίσιο γενικής αίτησης, με την οποία απορρίφθηκε αίτημα για εγγραφή, αναγνώριση και εκτέλεση στην Κύπρο, τριών διαιτητικών αποφάσεων (της Μερικής Τελικής Δεύτερης Απόφασης (Second Partial Award) ημερ.30.4.21, της Μερικής Τελικής Τρίτης Απόφασης (Third Partial Award) ημερ.26.10.21 και της Τελικής Διαιτητικής Απόφασης (Final Award) ημερ,16.1.,22, του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου του Λονδίνου (LCIA) που εκδόθηκαν εναντίον των εφεσίβλητων 1-2 για συνολικό ποσό USD101,140,096.10 και £1,192,838.24. Στην πρωτόδικη διαδικασία συμμετείχε και η εφεσίβλητη 3, με την ιδιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους, κατόπιν αδείας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ο καθ' ου η αίτηση 1 δεν εμφανίστηκε στην διαδικασία, παρότι η αίτηση του επιδόθηκε δεόντως.
Η αναγνώριση και εκτέλεση των υπό κρίση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, επιδιώχθηκε κυρίως με βάση τις πρόνοιες της Σύμβασης Περί της Αναγνωρίσεως και Εκτελέσεως Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων της Νέας Υόρκης (η Σύμβαση), που κυρώθηκε στην Κύπρο με τον Περί της Συμβάσεως περί της Αναγνωρίσεως και Εκτελέσεως Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων (Κυρωτικό) Νόμο του 1979 (Ν. 84/79).
Στην πρωτόδικη διαδικασία, οι καθ' ων η αίτηση - εφεσίβλητοι 2 και 3, ήγειραν ένσταση στην εγγραφή της διαιτητικής απόφασης, επικαλούμενοι μεταξύ άλλων ότι δεν είχαν επισυναφθεί στην ένορκη δήλωση της αίτησης, δεόντως πιστοποιημένα αντίγραφα των συμφωνιών παραπομπής σε διαιτησία όπως ρητά προβλέπεται στην Σύμβαση. Αναφέρουν επίσης ότι οι εφεσείοντες επιχειρούν να παρακάμψουν την πτωχευτική διαδικασία στην Ρωσία αναφορικά με τον εφεσίβλητο 2 και επιπλέον ότι οι υπό κρίση διαιτητικές αποφάσεις, αντίκεινται στην Κυπριακή Δημόσια Τάξη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, απέρριψε το αίτημα εγγραφής της διαιτητικής απόφασης, με την αιτιολογία ότι δεν πληρούνταν οι τυπικές προϋποθέσεις που καθορίζονται στην Σύμβαση περί της Αναγνώρισης και Εκτέλεσης Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων της Νέας Υόρκης ημ. 10.6.1958. Είναι παραδεκτό γεγονός ότι η εν λόγω Σύμβαση στην οποία έχει προσχωρήσει το Ηνωμένο Βασίλειο, έχει όπως προαναφέρθηκε κυρωθεί και από την Κυπριακή Δημοκρατία με τον Κυρωτικό Νόμο 84/79. Είναι επιπλέον παραδεκτό ότι στις τυπικές προϋποθέσεις που καθορίζει το Άρθρο IV της πιο πάνω Σύμβασης, είναι και η επισύναψη πιστοποιημένου αντιγράφου τόσο της διαιτητικής απόφασης όσο και της σύμβασης παραπομπής σε διαιτησία.
Σημειώνεται ότι οι δύο συμφωνίες στην βάση των οποίων ηγέρθη η υπό κρίση διαιτητική διαδικασία, είναι η Συμφωνία Δικαιώματος Προαίρεσης Αγοράς και Πώλησης (Put and Call Option Agreement) και η Συμφωνία Εγγύησης και Αποζημίωσης (Deed of Guarantee & Indemnity) ημερομηνίας 7.2.17.
Στην παρούσα περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι οι εφεσείοντες παρουσίασαν δεόντως πιστοποιημένα αντίγραφα των διαιτητικών αποφάσεων, επικυρωμένα από τον Πρωτοκολλητή του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου του Λονδίνου. Εντούτοις δεν αποδέχθηκε ότι έγινε το ίδιο και για την υποχρέωση παρουσίασης πιστοποιημένων αντιγράφων για τις συμφωνίες παραπομπής σε διαιτησία. Με αυτήν την αιτιολογία και παραπέμποντας σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που καθορίζει ότι οι επιτακτικές πρόνοιες της Σύμβασης θα πρέπει να ικανοποιούνται αυστηρά, απέρριψε την αίτηση.
Οι εφεσείοντες με τον μοναδικό λόγο έφεσης, αμφισβητούν την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ισχυρίζονται ότι παρερμηνεύτηκαν οι παράμετροι του Άρθρου IV της Σύμβασης και έγινε επίσης εσφαλμένη ερμηνεία της σχετικής νομολογίας που ερμηνεύει το πιο πάνω άρθρο ως προς την υποχρέωση κατάθεσης πιστοποιημένων αντιγράφων της σύμβασης παραπομπής σε διαιτησία.
Με παραπομπή σε Αγγλική νομολογία, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι έχουν ικανοποιήσει την προϋπόθεση κατάθεσης πιστοποιημένου αντιγράφου των επίδικων διαιτητικών συμφωνιών. Συγκεκριμένα, στην ένορκη δήλωση της αίτησης, επισυνάπτεται γνωμάτευση του Άγγλου δικηγόρου των εφεσειόντων, στην οποία αναφέρει ότι επιθεώρησε τα πρωτότυπα των συμφωνιών διαιτησίας και επιβεβαιώνει ότι τα αντίγραφα που επισυνάπτει ως παραρτήματα 3 και 4 στη γνωμάτευση του, είναι γνήσια αντίγραφα των πρωτοτύπων. Η υπογραφή του Άγγλου δικηγόρου στην πιο πάνω γνωμάτευση, έχει δεόντως πιστοποιηθεί από notary public στην Αγγλία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατά τους εφεσείοντες και ακολουθώντας μια τυπολατρική προσέγγιση στο ζήτημα, έκρινε ότι τα πιο πάνω δεν ικανοποιούν τις προϋποθέσεις που απαιτεί η Σύμβαση για κατάθεση πιστοποιημένου αντιγράφων των διαιτητικών συμφωνιών.
Η συνήγορος των εφεσειόντων εκτός από την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, κάλεσε το Εφετείο σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης να μην διατάξει επανεκδίκαση της αίτησης, αλλά να προχωρήσει το ίδιο στην εξέταση του πρωτόδικου αιτήματος και στην εγγραφή της διαιτητικής απόφασης. Επικαλέστηκε επί του προκειμένου το Μέρος 41.12.(1) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, σύμφωνα με το οποίο παρέχονται στο Εφετείο όλες οι εξουσίες του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το Εφετείο εφόσον κρίνει ότι ικανοποιούνται οι τυπικές προϋποθέσεις εξέτασης της αίτησης εγγραφής, έχει κατά την συνήγορο ενώπιον του όλα τα στοιχεία και τις θέσεις των μερών ώστε να εξετάσει και αποφασίσει επί της ουσίας, την εγγραφή της υπό κρίση διαιτητικής απόφασης.
Οι εφεσίβλητοι από την πλευρά τους, υποστηρίζοντας την πρωτόδικη απόφαση, ισχυρίστηκαν ότι οι τυπικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στην Σύμβαση, πρέπει σύμφωνα με την νομολογία να τηρούνται αυστηρά. Ήταν συναφώς η θέση τους ότι στην ένορκη δήλωση της αίτησης δεν επισυνάφθηκε πιστοποιημένο αντίγραφο των συμφωνιών παραπομπής σε διαιτησία όπως απαιτεί η Σύμβαση και ότι η επισυναφθείσα γνωμάτευση του Άγγλου Δικηγόρου δεν κάλυψε αυτό το κενό.
Με παραπομπή σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν ότι ανεξαρτήτως εάν οι συμφωνίες διαιτησίας είχαν επισυναφθεί σε γνωμάτευση δικηγόρου ή δεν έτυχαν αμφισβήτησης, αυτό δεν επηρέαζε την υποχρέωση ενός αιτητή να προσκομίσει τα έγγραφα αυτά, με την αυστηρή μορφή που επιτάσσει η Σύμβαση.
Το νομικό πλαίσιο εγγραφής αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης για σκοπούς εκτέλεσης.
Όπως προαναφέρθηκε, η αναγνώριση και εκτέλεση των υπό κρίση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, επιδιώχθηκε κυρίως με βάση τις πρόνοιες της Σύμβασης περί της Αναγνωρίσεως και Εκτελέσεως Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων της Νέας Υόρκης (η Σύμβαση), που κυρώθηκε στην Κύπρο με τον Περί της Συμβάσεως περί της Αναγνωρίσεως και Εκτελέσεως Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων (Κυρωτικό) Νόμο του 1979 (Ν. 84/79). Η αίτηση στηρίζεται επίσης στον Περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμο του 1987 (Ν.101/87) αλλά και στον Περί Αποφάσεων Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Αναγνώριση, Εγγραφή και Εκτέλεση Δυνάμει Συμβάσεως) Νόμο του 2000, (Ν.121 (Ι)/2000).
Όμως εφαρμογή στην παρούσα έχει ο Νόμος 84/79 οι πρόνοιες του οποίου ως κυρωτικού Διεθνούς Σύμβασης Νόμου, έχουν σύμφωνα με το Άρθρο 169 του Συντάγματος, αυξημένη ισχύ έναντι οιουδήποτε ημεδαπού Νόμου (βλ. (1987) 1 C.L.R. 207). Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, στον ίδιο τον Νόμο 101/87 καθορίζεται στο Άρθρο 3.1 ότι αυτός τυγχάνει εφαρμογής αποκλειστικά επί διεθνών εμπορικών διαιτησιών «υπό την επιφύλαξη οποιασδήποτε διμερούς ή πολυμερούς διακρατικής συμφωνίας που τελεί σε ισχύ στην Κυπριακή Δημοκρατία». Επομένως, ο ίδιος ο Νόμος 101/87 δίνει προτεραιότητα στην ισχύ και εφαρμογή της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης περί της Αναγνωρίσεως και Εκτελέσεως Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων, η οποία κυρώθηκε με τον Νόμο 84/79.
Σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ερμηνεύουν τις προϋποθέσεις εγγραφής αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης δυνάμει της Σύμβασης της Νέας Υόρκης. Στην υπόθεση (1995) 1 Α.Α.Δ 737, γίνεται εκτενής αναφορά στην ακολουθούμενη διαδικασία σε αιτήσεις αυτής της φύσης.
« Όταν το Δικαστήριο έχει ενώπιον του αίτηση για αναγνώριση και εκτέλεση τέτοιας απόφασης, το πρώτο θέμα που πρέπει να διαπιστώσει είναι αν πρόκειται περί διαιτητικής απόφασης επί εμπορικού ή άλλου συναφούς ζητήματος και αν αυτή είναι αλλοδαπή. Το άρθρο IV της Σύμβασης προνοεί για το τι πρέπει να γίνει για να επιτύχει η αναγνώριση και εκτέλεση και το άρθρο V πώς μπορεί να απορριφθεί ένα τέτοιο διάβημα και οι λόγοι που το επιτρέπουν αυτό, είναι περιορισμένοι και καθορίζονται.
.................................
Ο δικαστικός έλεγχος της διαιτητικής απόφασης που γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα IV και V της Σύμβασης, είναι κατά τη γνώμη μου εποπτικός, έχει δικονομικό χαρακτήρα και δεν υπεισέρχεται στην ουσία της κρίσης των Διαιτητών. Κάποια απόκλιση ενδεχομένως να λεχθεί ότι γίνεται από τις πρόνοιες της παραγράφου 2(β) του άρθρου V της Σύμβασης, που αναφέρεται στη δημόσια τάξη, που γίνεται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Όμως και πάλι, κατά την άποψή μου, η έρευνα αυτή είναι εποπτική και παρόλο που ελέγχει το περιεχόμενο της απόφασης των Διαιτητών, εντούτοις περιορίζεται μόνο στο θέμα της διαπίστωσης αν η διαιτητική απόφαση είναι αντίθετη στη δημόσια τάξη και δεν υπεισέρχεται στη διάγνωση της ουσίας της υπόθεσης.»
Στην ίδια απόφαση, λέχθηκε ότι το δίκαιο που εφαρμόζεται στη διαδικασία του εποπτικού ελέγχου για αναγνώριση και εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης, είναι εκείνο του δικάζοντος Δικαστή, εκτός αν υπάρχει κάποια ειδική πρόνοια στη Σύμβαση. Το βάρος της απόδειξης των όσων αναφέρονται στο Άρθρο IV το έχει ο αιτητής, ενώ τα όσα αναφέρονται στο Άρθρο V, που σχετίζονται με τους λόγους απόρριψης της αίτησης, βαρύνουν εκείνον εναντίον του οποίου, γίνεται η επίκληση της απόφασης. Σύμφωνα με το Άρθρο IV, ο αιτητής δεν έχει τίποτε άλλο να πράξει για να επιτύχει την αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης από του να προσκομίσει τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, οπότε το βάρος απόδειξης των όσων περιέχονται στο Άρθρο V, μετατοπίζεται στους ώμους του καθ' ου η αίτηση.
Το Άρθρο IV (1) έχει ως ακολούθως:
1. Προς επίτευξιν της εν τω προηγουμένω άρθρω αναφερομένης αναγνωρίσεως και εκτελέσεως, το αιτούν την αναγνώρισιν και εκτέλεσιν μέρος οφείλει, κατά τον χρόνον της υποβολής της αιτήσεως, να προσκομίση:
(α) το δεόντως κεκυρωμένον πρωτότυπον της αποφάσεως ή δεόντως πιστοποιημένον αντίγραφον αυτής·
(β) το πρωτότυπον της εν άρθρω II αναφερομένης συμφωνίας ή δεόντως πιστοποιημένον αντίγραφον αυτής.
Το Άρθρο V έχει ως εξής:
1. Η αναγνώρισις και εκτέλεσις της αποφάσεως, δύναται να απορριφθή τη αιτήσει του μέρους εναντίον του οποίου γίνεται επίκλησις αυτής, μόνον εάν το εν λόγω μέρος παράσχη εις την αρµοδίαν αρχήν, ενώπιον της οποίας επιζητείται η αναγνώρισις και εκτέλεσις, απόδειξιν ότι:
(α) τα μέρη της εν άρθρω II αναφερομένης συμφωνίας διετέλουν, κατά την εφαρμοστέαν επ' αυτών νομοθεσίαν, υπό τινα ανικανότητα, ή ότι η ειρημένη συμφωνία δεν είναι έγκυρος δυνάμει της νομοθεσίας εις την οποίαν τα μέρη έχουν υποβάλει ταύτην ή, εν ελλείψει οιασδήποτε προς τούτο ενδείξεως, δυνάμει της νομοθεσίας της χώρας ένθα εξεδόθη η απόφασις· ή
(β) το μέρος εναντίον του οποίου γίνεται επίκλησις της αποφάσεως δεν είχε ειδοποιηθή προσηκόντως περί του διορισμού του διαιτητού ή περί της διαιτητικής διαδικασίας ή άλλως πως δεν ηδυνήθη να παρουσίαση την υπόθεσιν αυτού· ή
(γ) η διαιτητική απόφασις πραγματεύεται διαφοράν μη προβλεπομένην υπό των όρων, ή μη εμπίπτουσαν εντός των όρων της υποβολής εις διαιτησίαν, ή ότι αύτη περιέχει αποφάσεις επί θεμάτων πέραν των ορίων της υποβολής εις διαιτησίαν· νοείται ότι, εάν αι αποφάσεις επί θεμάτων υποβληθέντων εις διαιτησίαν είναι δυνατόν να αποχωρισθούν εκ των μη υποβληθέντων τοιούτων, το μέρος της αποφάσεως το οποίον περιέχει αποφάσεις επί θεμάτων υποβληθέντων εις διαιτησίαν δύναται να αναγνωρισθή και εκτελεσθή· ή
(δ) η σύνθεσις της διαιτητικής αρχής ή η διαιτητική διαδικασία δεν ήτο σύμφωνος προς την συμφωνίαν των μερών ή ελλείψει τοιαύτης συμφωνίας, δεν ήτο σύμφωνος προς την νομοθεσίαν της χώρας ένθα έλαβε χωράν η διαιτησία· ή
(ε) η διαιτητική απόφασις δεν κατέστη εισέτι δεσμευτική διά τα μέρη, ή ότι αύτη ηκυρώθη ή ανεστάλη υπό τινος αρμοδίας αρχής της χώρας εις την οποίαν, ή δυνάμει της νομοθεσίας της οποίας, εξεδόθη η απόφασις.
2. Η αναγνώρισις και εκτέλεσις διαιτητικής τινος αποφάσεως δύναται ωσαύτως να απορριφθή εάν η αρμοδία αρχή της χώρας ένθα επιζητείται η αναγνώρισις και εκτέλεσις διαπίστωση ότι -
(α) το αντικείμενον της διαφοράς δεν δύναται να διευθετηθή δια διαιτησίας δυνάμει της νομοθεσίας της χώρας ταύτης· ή
(β) η αναγνώρισις ή εκτέλεσις της αποφάσεως αντίκειται προς την δημοσίαν τάξιν της χώρας ταύτης.
Σύμφωνα με την νομολογία, το Δικαστήριο οφείλει αυτεπάγγελτα να εξετάσει κατά πόσον ικανοποιούνται οι τυπικές προϋποθέσεις του άρθρου IV (βλ. (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1675 και ανωτέρω).
Προκύπτει από την παράγραφο 1 του πιο πάνω Άρθρου IV της Σύμβασης ότι όσον αφορά τουλάχιστον τα πρωτότυπα έγγραφα, σε αντίθεση με την διαιτητική απόφαση όπου απαιτείται να επισυναφθεί «κεκυρωμένο πρωτότυπο», στην περίπτωση της συμφωνίας παραπομπής σε διαιτησία, είναι αρκετό να επισυναφθεί το πρωτότυπο της συμφωνίας, χωρίς επικύρωση. Όμως σε περίπτωση που δεν επισυναφθούν τα πρωτότυπα, τα αντίγραφα των πιο πάνω εγγράφων θα πρέπει να είναι δεόντως πιστοποιημένα.
Συμπεράσματα
Είναι παραδεκτό ότι στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση εγγραφής της διαιτητικής απόφασης, δεν επισυνάπτεται το πρωτότυπο των επίδικων συμφωνιών παραπομπής σε διαιτησία. Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται όμως ότι προσκόμισαν δυνάμει του Άρθρου IV (1) (β), δεόντως πιστοποιημένο αντίγραφο των υπό κρίση συμφωνιών.
Σημειώνεται ότι στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση για εγγραφή της διαιτητικής απόφασης επισυνάπτεται ως τεκμήριο 10, γνωμάτευση του Άγγλου δικηγόρου που χειρίστηκε την διαιτητική διαδικασία εκ μέρους των εφεσειόντων. Στην εν λόγω γνωμάτευση, ο Άγγλος δικηγόρος δηλώνει ότι στις 28.2.2023 είχε επιθεωρήσει τα πρωτότυπα των διαιτητικών συμφωνιών της υπό κρίση διαιτησίας που τηρεί η εφεσείουσα 1 και επιβεβαιώνει ότι τα αντίγραφα που επισυνάπτει ως παραρτήματα 3 και 4 στη γνωμάτευση του, είναι γνήσια αντίγραφα των πρωτότυπων. Σημειώνεται ότι η υπογραφή του Άγγλου Δικηγόρου τόσο στη γνωμάτευση, όσο και στα παραρτήματα, είχε πιστοποιηθεί από notary public.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε εντούτοις ότι ο notary public δεν βεβαιώνει ως όφειλε ότι οι συμφωνίες διαιτησίας που επισυνάπτονται στην πρωτότυπη γνωμάτευση, είναι οι αληθινές. Θεώρησε επί του προκειμένου ως σημαντική την παράγραφο 29 της γραπτής γνωμάτευσης του solicitor, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
«As regards the authenticity of the PCOA and the Guarantee containing the arbitration agreements, on 28 February 2023, I inspected Marbale's versions of the original executed documents. I confirm that those documents are genuine and that the copies at tabs (3) and (4) of the Annex replicate the originals».
Εξετάζοντας το πιο πάνω λεκτικό, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του Άρθρου IV (1) (β) της Σύμβασης, το οποίο υποχρεώνει τους αιτητές να επισυνάψουν δεόντως πιστοποιημένο αντίγραφο των συμφωνιών διαιτησίας. Τονίζοντας ότι είναι αναγκαία η πιστή τήρηση των τυπικών προϋποθέσεων ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία για την «εγκυρότητα» της διαιτητικής απόφασης ή των συμφωνιών, κατέληξε ότι ήταν αναγκαία πέραν της σύγκρισης των πρωτοτύπων με τα επισυναπτόμενα αντίγραφα των συμφωνιών και μια ανεξάρτητη πιστοποίηση για την αυθεντικότητα των αντιγράφων. Με αυτό το σκεπτικό, απέρριψε το αίτημα εγγραφής και εκτέλεσης των διαιτητικών αποφάσεων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, διαφοροποιήθηκε από την υπόθεση (2014) EWCA Civ 356, όπου η αίτηση για εγγραφή αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης έγινε με έντυπο απαίτησης (claim form), στο οποίο επισυνάφθηκαν μόνο φωτοαντίγραφα των συμφωνιών διαιτησίας. Έκρινε ότι ήταν κοινό έδαφος ότι τα φωτοαντίγραφα αυτά, ήταν αληθινά αντίγραφα των συμφωνιών διαιτησίας, κάτι που κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε επί του προκειμένου ότι δεν αρκούσε η δήλωση του Άγγλου δικηγόρου στην γραπτή του γνωμάτευση ότι τα φωτοαντίγραφα (τεκμήρια 3 και 4), αναπαράγουν τα πρωτότυπα. Αυτό γιατί ενώ αναφέρει ότι επιθεώρησε τα πρωτότυπα δεν αναφέρει ταυτόχρονα ότι επιθεώρησε και τα αντίγραφα. Το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου συμπυκνώνεται στο πιο κάτω απόσπασμα της απόφασης του:
« Στην παράγραφο 29 της γραπτής του γνωμάτευσης αναφέρει ότι επιθεώρησε τα πρωτότυπα των συμφωνιών. Δεν αναφέρει ότι επιθεώρησε και τα αντίγραφα που επισυνάπτει ως Τεκμήρια 3 και 4 στην γραπτή του γνωμάτευση. Η δήλωση του, επομένως, ότι τα Τεκμήρια 3 και 4 στην γραπτή του γνωμάτευση αναπαράγουν τα πρωτότυπα είναι χωρίς αντίκρισμα.»
Έχουμε μελετήσει με προσοχή την ένορκη δήλωση της αίτησης και την επισυναφθείσα σε αυτήν γνωμάτευση, μαζί με τα παραρτήματα που την συνοδεύουν. Μελετήσαμε ιδιαίτερα την προαναφερθείσα παράγραφο 29 της γραπτής γνωμάτευσης του Άγγλου δικηγόρου των εφεσειόντων.
Με όλο το σέβας προς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω κατάληξη του ότι δεν εκπληρώθηκαν από τους εφεσείοντες, οι προϋποθέσεις του Άρθρου IV (1) (β) της Σύμβασης. Ο Άγγλος δικηγόρος αναφέρει στην γνωμάτευση του, η οποία επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση της αίτησης εγγραφής, ότι επιθεώρησε τα πρωτότυπα των διαιτητικών συμφωνιών της υπό κρίση διαιτησίας που τηρεί η εφεσείουσα 1 και επιβεβαίωσε ότι τα αντίγραφα που επισυνάπτει ως παραρτήματα 3 και 4, είναι γνήσια αντίγραφα των πρωτότυπων. Δεν χρειαζόταν κατά την κρίση μας να αναφέρει επιπλέον ότι επρόκειτο για τις αληθινές συμφωνίες ούτε και ότι επιθεώρησε και τα αντίγραφα των συμφωνιών. Ήταν αρκετή επί του προκειμένου η αναφορά του Άγγλου δικηγόρου ότι επρόκειτο για γνήσια αντίγραφα των πρωτότυπων συμφωνιών παραπομπής σε διαιτησία, τα οποία πρωτότυπα τηρούν οι εφεσείοντες και επιθεώρησε ο ίδιος. Σημειώνουμε περαιτέρω ότι η υπογραφή του Άγγλου δικηγόρου στην εν λόγω γνωμάτευση, είχε δεόντως πιστοποιηθεί από notary public στην Αγγλία.
Η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την ανάγκη ανεξάρτητης πιστοποίησης της αυθεντικότητας των αντιγράφων και ειδικής διαβεβαίωσης ότι τα επισυναπτόμενα παραρτήματα 3 και 4 στην γνωμάτευση του Άγγλου δικηγόρου ήταν αληθινά, συνιστά υπέρμετρα τυπολατρική προσέγγιση και δεν συνάδει με το πνεύμα της Σύμβασης που είναι η διευκόλυνση της αναγνώρισης και εκτέλεσης διαιτητικών αποφάσεων, χωρίς να τίθενται αχρείαστα εμπόδια στη διαδικασία.
Ούτε θεωρούμε ότι ήταν αναγκαία η αναφορά στην γνωμάτευση ότι ελέγχθηκαν και τα αντίγραφα πλην των πρωτοτύπων, όπως εισηγείται το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ο Άγγλος Δικηγόρος αναφέρει ρητά ότι έλεγξε τα πρωτότυπα και διαβεβαιώνει ότι τα αντίγραφα, αντιστοιχούν σε αυτά. Δεν χρειαζόταν και θα ήταν πλεονασμός να αναφέρει ότι έλεγξε και τα επισυναπτόμενα από τον ίδιο αντίγραφα, όπως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Σημειώνουμε ότι η σύγχρονη τάση της νομολογίας, είναι τα Δικαστήρια να υιοθετούν μίαν πρακτική προσέγγιση και εξετάζοντας την ουσία, να μην αποδέχονται εύκολα τεχνικής φύσεως ενστάσεις. Η εν λόγω αρχή αναδύεται με σαφήνεια στην αγγλική υπόθεση (2014) EWCA Civ 356 που αφορούσε την υποχρέωση επισύναψης κεκυρωμένου αντιγράφου της διαιτητικής απόφασης. Στην εν λόγω υπόθεση, το Αγγλικό Εφετείο ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία δεν επιτράπηκε η εγγραφή της διαιτητικής απόφασης, με την αιτιολογία ότι δεν είχαν τηρηθεί οι τυπικές προϋποθέσεις που τάσσει η Σύμβαση της Νέας Υόρκης. Λέχθηκε ότι σκοπός της Σύμβασης της Νέας Υόρκης, είναι η διευκόλυνση της αναγνώρισης και εκτέλεσης διαιτητικών αποφάσεων χωρίς να τίθενται αχρείαστα εμπόδια στη διαδικασία αυτή.
Η πιο πάνω υπόθεση ασχολήθηκε μεταξύ άλλων με την επισύναψη πιστοποιημένου αντιγράφου της συμφωνίας παραπομπής σε διαιτησία. Αναφέρθηκε ότι η πιστοποίηση αντιγράφου της συμφωνίας που περιείχε τη ρήτρα διαιτησίας, δεν επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο, την ισχύ ή την αυθεντικότητα της. Υποδείχθηκε επίσης ότι η Σύμβαση δεν απαιτεί ανεξάρτητη πιστοποίηση και ότι η δήλωση δικηγόρου με την οποία παρουσιάζονται πιστά ή γνήσια αντίγραφα, ικανοποιεί τις τυπικές προϋποθέσεις που θέτει η Σύμβαση. Λέχθηκαν χαρακτηριστικά τα εξής σε σχέση με τις τυπικές προϋποθέσεις που τάσσει η Σύμβαση της Νέας Υόρκης και την ανάγκη μιας πρακτικής προσέγγισης στο θέμα από τα Δικαστήρια:
« The process is intended to promote enforcement, not to put meaningless and purposeless hurdles in the way of enforcement»
Η πιο πάνω απόφαση υιοθετήθηκε στην Κυπριακή υπόθεση Πολ. Έφεση 298/2013, ημ. 4.4.2017, όπου με παραπομπή στο σύγγραμμα του Albert Jan van de Berg: "The New Convention of 1958: An Overview", επεξηγείται η έννοια του «the duly authenticated original award». Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι η αυθεντικότητα της διαιτητικής απόφασης, πιστοποιείται με την ένθεση της υπογραφής σε αυτό, που φανερώνει το γνήσιο και άρα, το αυθεντικό του εγγράφου. Από τη στιγμή που υπάρχουν οι πρωτότυπες υπογραφές του αποφασίζοντος Δικαστή ή Διαιτητή, δεν είναι αναγκαία οποιαδήποτε περαιτέρω πιστοποίηση. Λέχθηκαν επίσης τα πιο κάτω σε σχέση με την φιλοσοφία και τον σκοπό της Σύμβασης και την προσέγγιση των Δικαστηρίων αναφορικά με τις τυπικές προϋποθέσεις που θέτει το Άρθρο IV (1) (β):
« Οι Διεθνείς Συμβάσεις ερμηνεύονται αυστηρά, εφόσον ενσωματώνονται στην Κυπριακή έννομη τάξη, με δεδομένο ότι αναφέρονται σε διαδικασίες εκτέλεσης σε τρίτη χώρα αποφάσεων που εκδίδονται στο έδαφος άλλης χώρας. Η φιλοσοφία όμως ταυτόχρονα αυτών των Διεθνών Συμβάσεων που διέπουν τις διεθνείς εμπορικές διαιτησίες, είναι η παροχή ενός γρήγορου μηχανισμού απονομής δικαιοσύνης και επίλυσης των διαφορών σε διεθνές επίπεδο.
.................................
Η πιο φιλελεύθερη αυτή προσέγγιση συνάδει με το σκοπό και φιλοσοφία της ίδιας της Σύμβασης της Νέας Υόρκης, όπως αυτή εξηγείται στο Guide to the Interpretation of the 1958 New York Convention: A Handbook for Judges (May 2012 Edition), το οποίο αποσαφηνίζει ότι η Σύμβαση βασίζεται σε «pro-enforcement bias», εξυπηρετώντας έτσι το σκοπό του διεθνούς εμπορίου και των επιχειρήσεων.»
Κρίθηκε επίσης στην πιο πάνω απόφαση ότι κεκυρωμένο πρωτότυπο της διαιτητικής απόφασης με βάση το Άρθρο IV της Σύμβασης δεν απαιτεί και την πιστοποίηση της γνησιότητας των υπογραφών των διαιτητών. Τονίστηκαν συγκεκριμένα τα εξής:
«Η πρωτόδικη αίτηση επισύναπτε το πρωτότυπο της απόφασης και όχι αντίγραφο αυτής, με τις πρωτότυπες υπογραφές των τριών Διαιτητών, τη σφραγίδα του Διαιτητικού Δικαστηρίου, καθώς και πιστοποίηση-βεβαίωση, ότι η απόφαση ήταν μια εκ των τριών αυθεντικών κειμένων που το ίδιο το Διαιτητικό Δικαστήριο εξέδωσε, ενώ ταυτόχρονα βεβαιώθηκε ότι η απόφαση ήταν τελική και υποκείμενη υποχρεωτικώς σε εκτέλεση. Είναι εύστοχη η παρατήρηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για την εφεσείουσα ότι οποιαδήποτε περαιτέρω πιστοποίηση των πρωτότυπων υπογραφών και της πρωτότυπης σφραγίδας θα μετέφερε, αχρείαστα, τις προϋποθέσεις που τίθενται για τα αντίγραφα και στα πρωτότυπα. Επαρκεί επομένως η ύπαρξη των υπογραφών πιστοποιώντας έτσι τον καταρτισμό του εγγράφου και της αυθεντικότητας του, ενώ η ένθεση της σφραγίδας ολοκληρώνει την επισημότητα με την οποία περιβάλλεται η απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου. Εξ αντιδιαστολής, το αντίγραφο χρειάζεται πιστοποίηση του ίδιου του εγγράφου από τρίτο αρμόδιο άτομο».
Στην παρούσα περίπτωση, οι εφεσείοντες παρουσίασαν με την ένορκη δήλωση που υποστήριξε την αίτηση τους, πιστοποιημένα αντίγραφα των συμφωνιών παραπομπής στην υπό κρίση διαιτησία. Τα γεγονότα στις υποθέσεις (ανωτέρω) και (2011) 1 Α.Α.Δ 934 στις οποίες μας παρέπεμψαν οι συνήγοροι των εφεσιβλήτων, είναι διαφορετικά. Στην εξετάστηκε μια διαφορετική πρόνοια, αυτή του άρθρου 24.3 του Κυρωτικού Νόμου της Σύμβασης Νομικής Συνεργασίας μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελληνικής Δημοκρατίας σε θέματα Αστικού, Οικογενειακού, Εμπορικού και Ποινικού Δικαίου του 1984 (Νόμος αρ. 55/84). Στην εν λόγω υπόθεση το αντίγραφο της απόφασης που παρουσιάστηκε δεν ήταν επικυρωμένο όπως απαιτούσε η εν λόγω Σύμβαση. Επιπλέον στην υπόθεση (ανωτέρω) δεν παρουσιάστηκε πιστοποιημένο αντίγραφο των συμφωνιών παραπομπής σε διαιτησία. Αντιθέτως, στην παρούσα υπάρχει πιστοποίηση από τον Άγγλο Δικηγόρο ότι επιθεώρησε τα πρωτότυπα των συμφωνιών διαιτησίας και πιστοποίηση ότι τα αντίγραφα που επισυνάπτει ως παραρτήματα 3 και 4 στη γνωμάτευση του, είναι γνήσια αντίγραφα των πρωτοτύπων. Τονίζουμε δε, ότι η υπογραφή του Άγγλου δικηγόρου στην εν λόγω γνωμάτευση, είχε δεόντως πιστοποιηθεί από notary public στην Αγγλία.
Σχετική επί του προκειμένου είναι και η απόφαση (2009) 1(Β) ΑΑΔ 825 όπου αποφασίστηκε ότι σε πιστοποιήσεις διαιτητικών αποφάσεων, δύνανται να προβαίνουν εκτός από τις διπλωματικές αποστολές και δικαστικοί λειτουργοί ή συμβολαιογράφοι (notaries ) στη χώρα όπου διεξάχθηκε η διαιτησία. Στην πιο πάνω απόφαση παρατέθηκε το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα «The Law and Practice of Commercial Arbitration in England» 2nd Ed. των M.J. Mustill και S.C. Boyd στη σελ. 425:
«Οι αναφορές σε έγγραφα 'δεόντως κεκυρωμένα' ή 'δεόντως πιστοποιημένα' είναι έννοιες άγνωστες στην Αγγλία, αλλά πιθανώς δεν προσθέτουν τίποτε στους συνήθεις κανόνες μαρτυρίας που αφορούν απόδειξη εγγράφων: η πιο πρόσφορη μέθοδος απόδειξης γενικά είναι με την επισύναψη του εγγράφου σε μία ένορκη δήλωση που πιστοποιεί την αυθεντικότητα του, την ακρίβεια του ως αντίγραφο ή την πιστότητα του ως μετάφραση, ανάλογα με την περίπτωση.»
Με αναφορά στο εν λόγω απόσπασμα, κρίθηκε στην υπόθεση notary public (ανωτέρω) ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως υπό τις συνθήκες, η πιστοποίηση των κατατεθέντων εγγράφων από «» στο Λονδίνο, ήταν καθόλα έγκυρη και ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις του Κυρωτικού Νόμου.
Τονίζουμε ότι η παρούσα περίπτωση δεν αφορά την επισύναψη της διαιτητικής απόφασης όπου ενδεχομένως αν δεν κατατεθεί το κεκυρωμένο πρωτότυπο, να είναι αναγκαία μια συγκεκριμένη διαδικασία πιστοποίησης από αρμόδιο πρόσωπο. Αντιθέτως, αφορά επισύναψη της συμφωνίας παραπομπής σε διαιτησία, όπου η κατατεθείσα πιστοποίηση της ως μέτρο απόδειξης από τον δικηγόρο που χειρίστηκε την υπόθεση, ήταν κατά την κρίση μας επαρκής.
Συνοψίζοντας όλα τα πιο πάνω, κρίνουμε ως εσφαλμένη την πρωτόδικη κατάληξη ότι δεν επισυνάφθηκε στην αίτηση, πιστοποιημένο αντίγραφο των επίδικων συμφωνιών παραπομπής σε διαιτησία δυνάμει του Άρθρου IV (1) (β) της Σύμβασης. Θεωρούμε ότι οι εφεσείοντες συμμορφώθηκαν πλήρως με τις τυπικές προϋποθέσεις του εν λόγω Άρθρου. Κατά συνέπεια και δυνάμει της προαναφερθείσας νομολογίας, το βάρος απόδειξης για απόρριψη της αίτησης δυνάμει των όσων αναφέρονται στο Άρθρο V της Σύμβασης, μετατοπίστηκε στους ώμους των εφεσιβλήτων.
Η συνήγορος των εφεσειόντων, ζήτησε από το Εφετείο σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης να μην διατάξει επανεκδίκαση και να αποφασίσει το ίδιο κατά πόσον ευσταθούν οι ουσιαστικές υπερασπίσεις που προβάλλουν οι εφεσίβλητοι για απόρριψη της αίτησης εγγραφής της διαιτητικής απόφασης. Ισχυρίστηκε επί του προκειμένου ότι το Εφετείο, έχει όλα τα δεδομένα ενώπιον του όπως εκτίθενται στις ένορκες δηλώσεις των μερών για να κρίνει αν ευσταθούν οι ενστάσεις των εφεσιβλήτων.
Με όλο το σέβας προς την συνήγορο, δεν συμφωνούμε με αυτή την άποψη. Η αναφορά στο Μέρος 41.12.(1) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 ότι κατά την εκδίκαση μιας έφεσης «το Εφετείο έχει όλες τις εξουσίες του κατώτερου Δικαστηρίου» δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι το Εφετείο θα ασκεί και πρωτογενή εξουσία σε όλες τις περιπτώσεις και ιδιαίτερα σε αυτές όπου δεν υπάρχει πρωτόδικη εξέταση και απόφαση επί των εκατέρωθεν θέσεων των διαδίκων.
Η πρωταρχική αρμοδιότητα του Εφετείου, είναι να επικυρώνει ή να παραμερίζει σε δεύτερο βαθμό μια πρωτόδικη απόφαση (βλ. Μέρος 41.12 (2) (α) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023). Στο πλαίσιο αυτό, έχει επίσης εξουσία να διαφοροποιεί μια πρωτόδικη απόφαση, ασκώντας ανάλογα όλες τις εξουσίες που έχει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Δεν μπορεί όμως σε κάθε περίπτωση να αντικαθιστά το πρωτόδικο Δικαστήριο, ειδικά εκεί όπου δεν υπάρχει εξέταση των εκατέρωθεν θέσεων των διαδίκων και πρωτόδικη κρίση επί των επιδίκων θεμάτων ουσίας όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση.
Σημειώνεται επιπλέον ότι στην υπό κρίση υπόθεση, εγείρονται με τις ενστάσεις αρκετά περίπλοκα νομικά ζητήματα ουσίας που δεν εξετάστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αναφέρουμε ενδεικτικά τις θέσεις ότι ο εφεσίβλητος 2 τελεί υπό καθεστώς πτώχευσης στη Ρωσία και ότι με βάση νομική γνωμάτευση Ρώσου δικηγόρου δεν μπορούν να προχωρήσουν μέτρα εκτέλεσης εναντίον πτωχεύσαντα, σύμφωνα με το Ρωσικό Δίκαιο.
Επιπλέον αναφέρεται ότι η συμφωνία διαιτησίας, αμφισβητήθηκε από τον πτωχευτικό διαχειριστή στη Ρωσία και ακυρώθηκε με ρωσική τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Προβάλλεται επίσης ισχυρισμός ότι οι υπό κρίση διαιτητικές αποφάσεις, αντίκεινται στην Κυπριακή Δημόσια Τάξη. Τα πιο πάνω ουσιαστικά επίδικα θέματα δεν εξετάστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο λόγω της απόφασης του ότι δεν πληρούνταν οι τυπικές προϋποθέσεις εγγραφής της διαιτητικής απόφασης και δεν θεωρούμε ότι θα μπορούσαν να εξεταστούν πρωτογενώς από το Εφετείο, χωρίς να υπάρχει ουσιαστική πρωτόδικη κρίση για αυτά.
Ανεξαρτήτως τούτου και έχοντας υπόψη το σύνολο των περιστατικών της παρούσας, κρίνουμε ότι η ενδεδειγμένη πορεία είναι η επιστροφή της υπόθεσης στο Ε.Δ. Λεμεσού, προκειμένου να συνεχιστεί η ακρόαση της αίτησης και να ακουστούν πρωτοδίκως οι ενστάσεις των εφεσιβλήτων επί της ουσίας του αιτήματος εγγραφής της διαιτητικής απόφασης, οι οποίοι έχουν και το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών τους.
Η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση μαζί με την πρωτόδικη διαταγή για τα έξοδα ακυρώνεται. Ο φάκελος επιστρέφεται στο Ε.Δ. Λεμεσού για συνέχιση εκδίκασης από τον ίδιο Δικαστή, των ουσιαστικών ενστάσεων των εφεσιβλήτων δυνάμει του Άρθρου V της Σύμβασης.
Επιδικάζονται €2000,00 έξοδα της παρούσας έφεσης υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων 2 και 3.
Αλ. Παναγιώτου, Π
Αν. Κονής, Δ
Ιφ. Στυλιανίδου, Δ