ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


 ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 311/2022

σχετική με την Πολιτική Έφεση αρ. 333/2022)

 

30 Ιανουαρίου 2025

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

Πολιτική Έφεση αρ. 311/2022

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ

 

Εφεσείουσα/Καθ' ης η Αίτηση 1

 

v.

 

1.     ΧΡΙΣΤΗ ΧΑΤΖΗΜΙΤΣΗ

Εφεσίβλητου/Αιτητή

 

2.     ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

 

Εφεσίβλητης/Καθ' ης η Αίτηση

 

-----------------------------

 

Πολιτική Έφεση αρ. 333/2022

 

ΧΡΙΣΤΗ ΧΑΤΖΗΜΙΤΣΗ

Εφεσείοντα/Αιτητή

v.

 

1. ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ

2. ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

 

Εφεσιβλήτων/Καθ' ων η Αίτηση

-----------------------------

 

Εμφανίσεις για την 311/2022:

Π. Πολυβίου με Μ. Αντωνίου (κα) για Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε., για την εφεσείουσα.

Γ. Ζ. Γεωργίου με Ν. Ζερβού (κα) και A. Χιωτάκη (ασκούμενη δικηγόρος) για Γιώργος Ζ. Γεωργίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον εφεσίβλητο 1.

Μ. Φράγκου (κα) για Αλέκος Ευαγγέλου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την εφεσίβλητη 2.

 

Εμφανίσεις για την 333/2022:

Γ. Ζ. Γεωργίου με Ν. Ζερβού (κα) και A. Χιωτάκη (ασκούμενη δικηγόρος) για Γιώργος Ζ. Γεωργίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον εφεσείοντα.

Π. Πολυβίου με Μ. Αντωνίου (κα) για Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε., για την εφεσίβλητη 1.

 

          ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

         

          ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Η έφεση 311/2022 στρέφεται εναντίον απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών (το πρωτόδικο Δικαστήριο) με την οποία επιδικάστηκε αποζημίωση ύψους €52,662.76, πλέον νόμιμος τόκος για παράνομη απόλυση στον εφεσίβλητο 1, εναντίον της εφεσείουσας. Η απαίτηση του εφεσιβλήτου 1 και εναντίον της εφεσίβλητης 2 για αποζημιώσεις, απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η εφεσείουσα Τράπεζα Κύπρου παραπονείται επίσης και για την πρωτόδικη κρίση να μην επιδικαστούν οι αποζημιώσεις από την εφεσίβλητη 2 Κεντρική Τράπεζα.

 

Με την έφεση 333/2022, ο εφεσείων παραπονείται για το ύψος των αποζημιώσεων που του επεδίκασε το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεωρώντας ότι είναι χαμηλές.

 

Οι δύο εφέσεις ακούστηκαν μαζί λόγω του ότι αφορούν στα ίδια πραγματικά και νομικά ζητήματα. Θα εξετάσουμε πρώτα τους λόγους έφεσης στην 311/2022.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης στην έφεση 311/2022, εγείρεται ζήτημα έλλειψης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών το οποίο χρήζει εξέτασης κατά προτεραιότητα. Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι λήφθηκε από την εφεσίβλητη 2 απόφαση για απομάκρυνση του εφεσίβλητου 1 από τα καθήκοντα του ως Ανώτερος Γενικός Διευθυντής του Συγκροτήματος της Τράπεζας Κύπρου Δημοσίου, κατ' εφαρμογή του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου (Ν.14(Ι)/2013) και ειδικότερα του Άρθρου 5(8) αυτού, όπως ρητώς αναφερόταν σε επιστολή που απέστειλε η εφεσίβλητη 2 στον εφεσίβλητο 1. Εν όψει τούτου, σύμφωνα με την εφεσείουσα, η υπό κρίση περίπτωση δεν εμπίπτει στο πλαίσιο του εργατικού δικαίου, αλλά στο πλαίσιο του δικαίου της εξυγίανσης. Αρμόδιο δε δικαστήριο σύμφωνα με την εφεσείουσα ήταν το Επαρχιακό Δικαστήριο.

 

Στην υπόθεση Κούρου Ελευθέριος ν. Αντωνίας Ξενή Κόνου (2014) 1 ΑΑΔ 2192 λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

 

«Η καθ' ύλην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου εξετάζεται και οριοθετείται από την έκθεση απαιτήσεως και από τα όποια αποδεκτά γεγονότα, (δέστε Παναγιώτης Μιχαηλίδης Μωσαϊκά Λτδ ν. Σιακαλλή (2001) 1 Α.Α.Δ. 1324, Σαφαρίνο Λτδ ν. Σταυρινού Λτδ (1991) 1 Α.Α.Δ. 1059 και Μουρτζιής ν. Global Cruises Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 1160).»

 

 

Εν όψει των πιο πάνω νομολογηθέντων, το ζήτημα της δικαιοδοσίας θα εξεταστεί με βάση τους Γενικούς Λόγους Αίτησης που καταχώρισε ο εφεσίβλητος 1.

 

Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, καθορίζεται στο Άρθρο 12 των περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμων του 1967 έως 1999:

 

«2.-(1) Καθιδρύεται Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών, (εν τω παρόντι Νόμω καλούμενον "Το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών") εις την αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν του οποίου υπάγεται η διάγνωσις και απόφασις επί των ακολούθων διαφορών:

(α) απασών των εργατικών διαφορών των αναφυομένων συνεπεία της εφαρμογής του παρόντος Νόμου ή οιωνδήποτε Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει αυτού ή αμφοτέρων, περιλαμβανομένου και παντός παρεμπίπτοντος ή συμπληρωματικού προς τοιαύτας διαφοράς θέματος·

(β) απασών των εργατικών διαφορών, συμπεριλαμβανομένου και παντός συμπληρωματικού ή παρεμπίπτοντος θέματος παραπεμπομένου αυτώ δυνάμει ρητής διατάξεως οιουδήποτε ετέρου νόμου ή Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει αυτού ή αμφοτέρων·»

 

 (Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)

 

Στο Άρθρο 2 του εν λόγω Νόμου, στην ερμηνεία, προβλέπονται τα εξής:

 

«"Εργατική Διαφορά" σημαίνει οιανδήποτε διαφοράν μεταξύ εργοδοτών και εργοδοτουμένων ή μεταξύ εργοδοτουμένων και εργοδοτουμένων, εν σχέσει προς την απασχόλησιν ή την μη απασχόλησιν ή τας συνθήκας απασχολήσεως ή τους όρους απασχολήσεως οιωνδήποτε προσώπων είτε εργοδοτουμένων υπό του εργοδότου μετά του οποίου εγείρεται η διαφορά είτε μή·»

 

 

Εν προκειμένω, η εργατική διαφορά προκύπτει βάσει του Άρθρου 3 των περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμων του 1967 μέχρι (Αρ. 2) του 2001:

 

«Δικαίωμα του εργοδοτουμένου εις αποζημίωσιν επί τω τερματισμώ της απασχολήσεως του

3.-(1) Όταν, κατά ή μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος άρθρου, ο εργοδότης τερματίζη δι' οιονδήποτε λόγον άλλον ή των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων, την απασχόλησιν εργοδοτουμένου ο οποίος έχει απασχοληθή συνεχώς υπ' αυτού επί είκοσι εξ τουλάχιστον εβδομάδας, ο εργοδοτούμενος κέκτηται δικαίωμα εις αποζημίωσιν υπολογιζομένην συμφώνως προς τον Πρώτον Πίνακα:»

 

 

Επίσης το Άρθρο 30 του πιο πάνω Νόμου, σχετίζεται με το Άρθρο 12 του Ν.(8/1967), (ανωτέρω), εφόσον προβλέπει τα εξής αναφορικά με το ζήτημα τα αρμοδιότητας του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών:

 

 

«Αρμοδιότης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών

30.-(1) Το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών κέκτηται αποκλειστικήν αρμοδιότητα να αποφασίζη επί απασών των εργατικών διαφορών των αναφυομένων συνεπεία της εφαρμογής του παρόντος Νόμου ή οιωνδήποτε Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει αυτού ή αμφοτέρων, περιλαμβανομένου και παντός παρεμπίπτοντος ή συμπληρωματικού προς τοιαύτας διαφοράς θέματος.»

 

 

Η δε ερμηνεία που δίδεται στο Άρθρο 2 του Περί Τερματισμού της Απασχολήσεως Νόμου, στον όρο «εργατική διαφορά» είναι πανομοιότυπη με την ερμηνεία που δίδεται στο πιο πάνω αναφερόμενο Άρθρο 2 του Ν.(8/1967).

 

Υπό το φως των ανωτέρω νομοθετικών προνοιών και του περιεχομένου των Γενικών Λόγων Αίτησης, θα εξεταστεί επομένως το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.

 

Ο όρος «απόλυση» απαντάται στον περί Τερματισμού της Απασχολήσεως Νόμο, ως εναλλάξιμος με τον όρο «τερματισμός της απασχολήσεως».

 

Εν πάση περιπτώσει, όπως προκύπτει αναπόδραστα από το λεκτικό του περί Τερματισμού της Απασχολήσεως Νόμου, η έννοια της απόλυσης και του τερματισμού της απασχόλησης, είναι απόλυτα συνυφασμένη με τη σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου. Με άλλα λόγια δεν νοείται στο εργατικό δίκαιο απόλυση από πρόσωπο άλλο από τον εργοδότη.

 

Επισημαίνεται στο σημείο αυτό, ότι ο πρώτος λόγος έφεσης, σχετίζεται με τον δεύτερο λόγο έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε διότι αγνόησε το θέμα της ελλιπούς δικογράφησης της αξίωσης εναντίον της εφεσείουσας και επιπλέον «παραγνώρισε πλήρως τη σαφέστατη δήλωση του αιτητή ότι αυτός «απολύθηκε από τους καθ' ων η αίτηση 2»», (δηλαδή την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου).

 

Στο βαθμό που η δικογράφηση επηρεάζει το ζήτημα της δικαιοδοσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης περιλαμβάνει και παράλληλη εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης.

 

Τονίζουμε εν πρώτοις ότι η πιο πάνω επικαλούμενη από την εφεσείουσα «δήλωση» του εφεσιβλήτου 1, περιέχεται στους Γενικούς Λόγους Αίτησής του. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Αθανασίου Χρυστάλλα ν. Reana Manufacturing & Trading Co.Ltd και Άλλων (2001) 1 ΑΑΔ 1635, οι γενικοί λόγοι αίτησης που καταχωρείται στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, θεωρούνται ως Έκθεση Απαίτησης. Ως γνωστόν η Έκθεση Απαίτησης περιέχει ισχυρισμούς και όχι μαρτυρία. Στην υπόθεση Reana, (ανωτέρω) αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Δεν μας διαφεύγει της προσοχής ότι η δίκη στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών διεξάγεται με βάση το εξεταστικό σύστημα και όχι εκείνο της αντιπαράθεσης.  Το εξεταστικό σύστημα παρέχει ευρύτερη ευχέρεια στο Δικαστήριο για τη διερεύνηση των γεγονότων που άπτονται της διαφοράς.  Δεν μεταβάλλει όμως το δικονομικό κανόνα ως προς τα επίδικα θέματα και τις παραμέτρους της δίκης. (Βλέπε: Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598).»

 

Η υπόθεση Δημοκρατία v. Κακουρή, στην οποία παρέπεμψε ανωτέρω το Ανώτατο Δικαστήριο, αναφέρθηκε στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ κ.α. v. ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ «ΙΔΡΥΜΑ ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΝΟΥ ΛΑΝΙΤΗ ΛΤΔ» κ.α., Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ.18/2021, 28/11/2024, όπου λέχθηκαν τα εξής σχετικά με το ζήτημα της δικογράφησης:

 

«Χωρίς να αναιρείται η υποχρέωση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων επί των οποίων βασίζεται μία Προσφυγή, όπως αυτή προνοείται στον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και έχοντας κατά νου ότι, όπως λέχθηκε στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Κουκκουρή (ανωτέρω):

 

«Ο εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 αμβλύνει μεν το στοιχείο της αντιπαράθεσης που ενυπάρχει στους δικονομικούς θεσμούς (προσαρμοσμένους στην πολιτική δίκη), δεν καταργεί όμως τη δικογραφία ως το μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων. Οι τελικές αγορεύσεις που υποβάλλονται μετά την επιθεώρηση των φακέλων εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα (που προσδιορίζονται στην αίτηση) που καλείται το δικαστήριο να επιλύσει. Μόνο λόγοι δημόσιας τάξης που άπτονται του θεμελίου της δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθούν αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και να αποτελέσουν λόγους ακύρωσης»,

 

ουδεμία διάσταση παρατηρείται μεταξύ της νεότερης νομολογίας με την παλαιότερη στο ζήτημα της oρθής δικογράφησης και της αιτιολόγησης των νομικών σημείων επί των οποίων εδράζεται μία Προσφυγή,  αφού είναι υπό το πρίσμα των συγκεκριμένων δεδομένων και περιστατικών της κάθε περίπτωσης ξεχωριστά, καθώς επίσης και της φύσης του συγκεκριμένου προβαλλόμενου λόγου ακύρωσης που εξετάζεται η επάρκειά της.»

 

(Η υπογράμμιση έγινε από το παρόν Εφετείο)

 

Συμφωνούμε με τα πιο πάνω λεχθέντα και σημειώνουμε συναφώς, ότι στους Γενικούς Λόγους Αίτησης της παρούσας, επιπλέον της πιο πάνω αναφοράς σε απόλυση από την εφεσίβλητη 2 περιλαμβάνεται και ο ισχυρισμός ότι ο εφεσίβλητος 1 προσελήφθη στην υπηρεσία της εφεσείουσας και ότι η εφεσείουσα ευθύνεται αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα για την παράνομη απόλυσή του. Περαιτέρω σε αυτούς αναφέρεται ότι ο αιτητής αξιώνει από τους καθ' ων η αίτηση 1 ή/και 2 αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση.

 

Διαπιστώνουμε ότι η όλη ορολογία που περιλαμβάνεται στους Γενικούς Λόγους Ένστασης καθώς και η δομή αυτών δεν ήταν η ενδεδειγμένη. Εντούτοις, εν όψει του περιεχομένου των Γενικών Λόγων Αίτησης και του ότι όπως αποφασίστηκε στις υποθέσεις Reana, και ΙΔΡΥΜΑ ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΝΟΥ ΛΑΝΙΤΗ (ανωτέρω), το εξεταστικό σύστημα παρέχει ευρύτερη ευχέρεια στο Δικαστήριο για τη διερεύνηση των γεγονότων που άπτονται της διαφοράς και η κάθε περίπτωση εξετάζεται με βάση τα δικά της περιστατικά, είμαστε της άποψης ότι εν προκειμένω, η δικογράφηση δεν είναι ελλιπής σε σημείο που αναπόδραστα να οδηγεί στην απόρριψη της αίτησης.

 

Περαιτέρω, σε σχέση με τον δεύτερο λόγο έφεσης, είμαστε της άποψης ότι η υπό κρίση αίτηση αποκαλύπτει εργατική διαφορά, εν τη εννοία της εργατικής νομοθεσίας, εφόσον παραθέτει ισχυρισμούς από τους οποίους συνάγεται ότι ο εφεσίβλητος 1, προωθεί απαίτηση εναντίον της εφεσείουσας, ως εργοδότριας του,  βάσει του Άρθρου 3 του περί Τερματισμού της Απασχολήσεως Νόμου. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση.

 

Κατά την ακρόαση της έφεσης, δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας στην υπόθεση ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ v. ΧΡΙΣΤΗ ΧΑΤΖΗΜΙΤΣΗ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 94/2019, 20/2/2024. Επικαλέστηκε την εν λόγω απόφαση προς επίρρωση των θέσεων του περί έλλειψης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.

 

Στην πιο πάνω υπόθεση το Εφετείο (Τμήμα Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας)  αποφάσισε ότι η επιστολή προς τον εφεσίβλητο 1, με την οποία ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας ενημέρωσε τον εφεσίβλητο 1 πως η Αρχή Εξυγίανσης «αποφάσισε την απομάκρυνσή του» από τη θέση του Ανώτερου Γενικού Διευθυντή της εφεσείουσας, ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη:

 

«Σύμφωνα με τη  νομολογία, κύριο στοιχείο της εκτελεστής διοικητικής πράξης είναι η άμεση παραγωγή εννόμου αποτελέσματος που συνίσταται στη δημιουργία, τροποποίηση ή κατάλυση μιας νομικής κατάστασης, δηλαδή δικαιωμάτων και υποχρεώσεων διοικητικού χαρακτήρα. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία απευθυνόταν από την Αρχή Εξυγίανσης απευθείας στον Εφεσίβλητο με σχετική επιστολή ημερομηνίας 23/9/2013,  δημιουργήθηκαν καταλυτικές επιπτώσεις στον πυρήνα της υπηρεσιακής κατάστασης και υπόστασης του Εφεσίβλητου, κατά τρόπο ώστε ορθά η πράξη προσεβλήθη ως εκτελεστή διοικητική πράξη.»

 

 

Επιπλέον, το Εφετείο αποφάσισε ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Διοικητικό Δικαστήριο αποφάσισε ότι η εφεσίβλητη 2 δεν είχε η ίδια την εξουσία να απομακρύνει τον εφεσίβλητο 1, αλλά μόνο να απαιτήσει από το υπό εξυγίανση ίδρυμα (την εφεσείουσα στην παρούσα έφεση) να το πράξει και ειδικότερα από τον ορισθέντα ως Ειδικό Διαχειριστή του.  Το σκεπτικό του Εφετείου, παρατίθεται κατωτέρω:

«Συνεπώς το πρωτόδικο Δικαστήριο επελήφθη ζητήματος αναρμοδιότητας, το οποίο αποτελεί ζήτημα αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο, ως δημόσιας τάξης (βλ. Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 ΑΑΔ. 314).

 

Επί της ουσίας των Λόγων Έφεσης και την επιχειρηματολογία επί των οποίων εδράζονται, παρατηρούμε τα εξής:

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση για απομάκρυνση του Εφεσίβλητου από τη θέση του στην Τράπεζα Κύπρου έγινε κατ' επίκληση των προνοιών του Άρθρου 5(8) του Νόμου, κατόπιν της από κοινού απόφασης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου ως Αρχής Εξυγίανσης και του Υπουργού Οικονομικών, με γνώμονα όπως αναφέρεται, την καλύτερη επίτευξη των στόχων του Άρθρου 3 του Νόμου.

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 5 του Νόμου, η Αρχή Εξυγίανσης «έχει την αποκλειστική εξουσία να λαμβάνει και να εφαρμόζει μέτρα εξυγίανσης σε επηρεαζόμενα ιδρύματα» (Άρθρο 5(1)).  «Εφόσον ληφθούν μέτρα εξυγίανσης σε επηρεαζόμενο ίδρυμα, όλες οι εξουσίες, καθήκοντα και ευθύνες των μετόχων ή μελών, των συμβούλων ή μελών της επιτροπείας και των διευθυντών του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, δύνανται να ασκούνται από την Αρχή Εξυγίανσης ή και από τον Ειδικό Διαχειριστή, ο οποίος διορίζεται δυνάμει του άρθρου 14 και, σε τέτοια περίπτωση, οποιεσδήποτε ενέργειες ή αποφάσεις λαμβάνονται από το εν λόγω ίδρυμα ή από τρίτο, για λογαριασμό του εν λόγω ιδρύματος, θεωρούνται άκυρες, εκτός αν έχουν ληφθεί από ή με τη συγκατάθεση της Αρχής Εξυγίανσης» (Άρθρο 5(7)).  Στο Άρθρο 5(8) προνοείται ότι «Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (7), η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να απαιτεί την απομάκρυνση ή αντικατάσταση [.] διευθυντή του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, ανεξάρτητα από τις πρόνοιες οποιουδήποτε σε ισχύ νόμου». 

 

Στην εξεταζόμενη περίπτωση, είναι παραδεκτό ότι τέθηκε σε εξυγίανση η Τράπεζα Κύπρου με διατάγματα της Κεντρικής Τράπεζας ως Αρχής Εξυγίανσης (ΚΔΠ 93/2013, ΚΔΠ 96/2013).  Συνεπώς, κατ' εφαρμογή των προνοιών του Άρθρου 5(7) του Νόμου (ανωτέρω), εφόσον λήφθηκαν μέτρα εξυγίανσης, όλες οι εξουσίες, καθήκοντα και ευθύνες της Τράπεζας Κύπρου ασκούνται «από την Αρχή Εξυγίανσης ή και από τον Ειδικό Διαχειριστή». Σε σχέση με το ζήτημα της «απομάκρυνσης» διευθυντή της Τράπεζας Κύπρου (που εδώ ενδιαφέρει), στο Άρθρο 5(8) του Νόμου ο Νομοθέτης όρισε ότι χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα του Άρθρου 5(7), είναι στην εξουσία της Αρχής Εξυγίανσης να απαιτεί την απομάκρυνση διευθυντή υπό εξυγίανση ιδρύματος, ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε σε ισχύ νόμου.

 

Επ' αυτού, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέλαβε ότι η φράση «να απαιτεί» δεικνύει ότι η Αρχή Εξυγίανσης δεν έχει η ίδια την εξουσία να απομακρύνει τον Εφεσίβλητο, αλλά μόνο να απαιτήσει από το υπό εξυγίανση ίδρυμα να το πράξει και, στην περίπτωση που εξετάζεται από τον ορισθέντα ως Ειδικό Διαχειριστή του.  Δεν είναι βρίσκουμε, ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Το ρήμα «απαιτώ», το οποίο θα πρέπει να ερμηνευθεί με βάση τη φυσική και συνήθη έννοια της λέξης (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Γεώργιος Ματθαίου (1990) 3 ΑΑΔ 2452),  σημαίνει, σύμφωνα με την γραμματική ερμηνεία όπως αποδίδεται στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Καθηγητή Γ. Μπαμπινιώτη, έκδοση 1998, «1. ζητώ με έντονο τρόπο (.), 2. Επιβάλλω (κάτι) ως αναγκαίο».  Εν προκειμένω, η Αρχή Εξυγίανσης επικαλούμενη τις πρόνοιες του Άρθρου 5(8) του Νόμου επέβαλε ως αναγκαία την απομάκρυνση του Εφεσίβλητου από τη θέση που κατείχε στο υπό εξυγίανση ίδρυμα, με γνώμονα, όπως αναφέρει, την καλύτερη επίτευξη των στόχων για τους οποίους έλαβε τα μέτρα εξυγίανσης.  Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει και από την διατύπωση της προσβαλλόμενης πράξης ημερομηνίας 29/3/2013, διά της οποίας ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας ενημέρωσε τον Εφεσίβλητο πως η Αρχή Εξυγίανσης «αποφάσισε την απομάκρυνσή του» από τη θέση του Ανώτερου Γενικού Διευθυντή της Τράπεζας Κύπρου και ότι «η απόφαση τίθεται άμεσα σε ισχύ» απαιτώντας, δηλαδή άμεσα από τον ίδιο τον Εφεσίβλητο να μην επιστρέψει στα υπηρεσιακά του καθήκοντα.  Της πιο πάνω απόφασης ακολούθησε η επιστολή της Τράπεζας Κύπρου ημερομηνίας 12/4/2013,  με την οποία πληροφόρησε τον Εφεσίβλητο για το χρηματικό ύψος των συμβατικών του δικαιωμάτων «με την αποχώρησή του από την Τράπεζα Κύπρου στις 29/3/2013». 

 

Είμαστε της άποψης ότι η πιο πάνω απόφαση δεν επηρεάζει το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών. Το γεγονός ότι έχει κριθεί από το Εφετείο ότι η εν λόγω απόφαση της εφεσίβλητης 2 αποτελούσε διοικητική πράξη, δεν επηρεάζει τη φύση των ενεργειών της εφεσείουσας, που είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου και υπόκειται ως εργοδότης του εφεσιβλήτου 1, στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών εάν εμπλέκεται σε «εργατική διαφορά». Ούτε και επηρεάζει την κρίση του Πολιτικού Τμήματος του Εφετείου ως προς τις νομικές συνέπειες των ενεργειών της εφεσείουσας στη σφαίρα του εργατικού δικαίου. Τα όσα αποφασίστηκαν από το Εφετείο στην εν λόγω απόφαση, επηρεάζουν μόνο τα δικαιώματα του εφεσίβλητου 1 καθώς και τις υποχρεώσεις της εφεσίβλητης 2, στη σφαίρα του διοικητικού δικαίου.

 

Περαιτέρω είμαστε της άποψης ότι τα όσα αποφάσισε το Εφετείο περί απομάκρυνσης του εφεσιβλήτου από τη θέση του Ανώτερου Γενικού Διευθυντή της εφεσείουσας και περί της απαίτησης της όπως ο ίδιος δεν επιστρέψει στα υπηρεσιακά του καθήκοντα, δεν σχετίζονται με το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών. Η όποια σημασία τους, στο πλαίσιο της εργατικής διαφοράς ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, ηγέρθη από την ίδια την εφεσείουσα με τους λόγους ένστασής της, στο πλαίσιο της υπεράσπισης της ότι «η όποια απόλυση» του εφεσίβλητου 1, οφειλόταν σε ανωτέρα βία, όπως αυτή προβλέπεται στο Άρθρο 5(1)(γ) του περί Τερματισμού της Απασχολήσεως Νόμου. Το όλο ζήτημα θα αναλυθεί κατά την εξέταση του τέταρτου λόγου έφεσης, κατωτέρω.

 

Εν κατακλείδι, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η εφεσείουσα απέλυσε τον εφεσίβλητο 1, επειδή εσφαλμένα στηρίχθηκε στο περιεχόμενο δύο ενώπιον του επιστολών (τεκμήρια 5 και 7) και στο γεγονός ότι απέδωσε στον εφεσίβλητο 1, αποζημίωση βάσει της σύμβασης απασχόλησής του η οποία είχε συναφθεί προ ετών μεταξύ του εφεσιβλήτου 1 και της εφεσείουσας. Με την αιτιολογία του τρίτου λόγου έφεσης, ουσιαστικά επαναλαμβάνεται, η θέση που προώθησε ανεπιτυχώς στην πρωτόδικη διαδικασία η εφεσείουσα, ήτοι, ότι δεν απέλυσε η ίδια τoν εφεσίβλητο 1, αλλά η εφεσίβλητη 2 δια της απόφασης της όπως περιλαμβάνεται στην επιστολή της προς τον εφεσίβλητο 1, με την οποία τον πληροφόρησε ότι αποφάσισε την απομάκρυνση του από τη θέση του Ανώτερου Γενικού Διευθυντή της εφεσείουσας. Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι η απομάκρυνση εν προκειμένω ισοδυναμούσε με απόλυση.

 

Καταρχάς θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο λόγος έφεσης δεν αποτυπώνει το ουσιώδες και καταλυτικό εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το ζήτημα που τελούσε υπό αμφισβήτηση στην πρωτόδικη διαδικασία, ήτοι κατά πόσον η εφεσείουσα τερμάτισε την απασχόληση του εφεσιβλήτου εν τη εννοία του Άρθρου 3 του περί Τερματισμού της Απασχολήσεως Νόμου.

 

Επί του ζητήματος αυτού, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε, στηριζόμενο στη μαρτυρία που αποδέχτηκε, ότι η εφεσείουσα απέλυσε τον εφεσίβλητο 1. Συγκεκριμένα, προέβη σε εύρημα ότι η απόλυση έλαβε χώρα χωρίς να δοθεί στον εφεσίβλητο επιστολή τερματισμού από την εφεσείουσα αλλά με την απαγόρευση, από πλευράς της, της εισόδου του στο γραφείο της και της πρόσβασης του στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές της.

 

Επιπλέον, προέβη σε εύρημα ότι μερικές μέρες μετά τα ως άνω γεγονότα, η εφεσείουσα κατέβαλε στον εφεσίβλητο 1 το ποσόν που προβλεπόταν να του καταβληθεί σε περίπτωση τερματισμού της απασχόλησής του, βάσει της γραπτής σύμβασης εργοδότησης του, η οποία είχε συναφθεί προ ετών μεταξύ των δύο αυτών διαδίκων. Καταλήγοντας στο δεύτερο αυτό εύρημά του, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στα πιο πάνω αναφερόμενα στον τρίτο λόγο έφεσης τεκμήρια. Τονίζουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν στήριξε το συμπέρασμά του περί παράνομης απόλυσης αποκλειστικά στο τελευταίο αυτό εύρημα, (όπως εσφαλμένα υποστηρίζει η εφεσείουσα). Τουναντίον, στηρίχθηκε σωρευτικά στα τρία ανωτέρω περιγραφόμενα ευρήματά του.

 

Επομένως, δεν ευσταθεί η θέση που προωθείται με τον τρίτο λόγο έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η εφεσείουσα τερμάτισε την απασχόληση του εφεσείοντα στη βάση των εν λόγω τεκμηρίων. Στην πραγματικότητα, η κατάληξή του στηριζόταν στα ευρήματα του αναφορικά με τις πιο πάνω αναφερόμενες ενέργειες της, ιδωμένα σωρευτικά.

 

Εν όψει της πιο πάνω επισήμανσης μας είναι, θεωρούμε, εμφανές ότι ο τρίτος λόγος έφεσης στερείται ερείσματος εφόσον παραγνωρίζει το καθοριστικό για την έκβαση της υπόθεσης εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το σύνολο των ενεργειών της εφεσείουσας, και τη συνακόλουθη κατάληξή του, ότι από αυτές προκύπτει ότι η εφεσείουσα τερμάτισε την εργοδότηση του εφεσίβλητου 1.

 

Όπως προαναφέραμε, με την αιτιολογία αυτού του λόγου έφεσης, προωθείται η θέση ότι δεν τερμάτισε η εφεσείουσα την απασχόληση του εφεσιβλήτου 1, αλλά η εφεσίβλητη 2.  Η εφεσείουσα, υποστηρίζοντας ότι η απόλυση έλαβε χώρα δια της πιο πάνω αναφερόμενης στην υπόθεση ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ (ανωτέρω), επιστολής που απέστειλε η εφεσίβλητη 2 στον εφεσίβλητο 1, μας παρέπεμψε σε λεξικά αναζητώντας την ερμηνεία της λέξης «απομάκρυνση» υποστηρίζοντας, ότι ισοδυναμεί με απόλυση προς υποστήριξη της θέσης της. Επαναλαμβάνουμε συναφώς, ό,τι ήδη αποφασίσαμε ανωτέρω, ήτοι ότι στο πλαίσιο της εργατικής νομοθεσίας, τερματισμός της εργοδότησης νοείται μόνο εφόσον γίνεται από τον εργοδότη. Δεν νοείται τερματισμός από τρίτο πρόσωπο.

 

Θεωρούμε επίσης υψίστης σημασίας να επισημάνουμε ότι ο τρόπος που προωθείται ο λόγος έφεσης, συγκαλύπτει το ότι ουσιαστικά επιδιώκεται ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης αναφορικά με κατάληξη που εδραζόταν σε ευρήματα επί πραγματικών γεγονότων.

 

Όμως, έφεση επί ευρημάτων του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, χωρεί μόνο σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις όπως έχει λεχθεί στην ΡΟΝΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ v. HAWAII HOTELS LIMITED ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΠΩΝΥΜΙΑ GRAND RESORTS, Πολιτική Έφεση αρ. 103/18, 23/5/2024:

 

«Όπως λέχθηκε και στην πρόσφατη μας απόφαση Vouros Healthcare Ltd v Βάσος Ανδρέου, Πολ. Εφ. 196/18 ημερ. 20.5.2024, απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών υπόκειται σε έφεση βάσει οποιουδήποτε λόγου που συνεπάγεται νομικό σημείο μόνο (Άρθρο 12 (11Α) του περί Ετήσιων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμου Ν8/1967). Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

 

«Όπως λέχθηκε στην Spinneys Cyprus Ltd v Χρίστου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1883 λόγοι έφεσης που στόχο έχουν την ανατροπή των γεγονότων και των επ' αυτών ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου που περιβάλλουν τον τερματισμό της απασχόλησης εργοδοτούμενου δεν θα πρέπει να εξετάζονται, ακριβώς λόγω του πιο πάνω περιορισμού του δικαιώματος έφεσης σε νομικά σημεία μόνο. (βλ. και In re HjiCostas (1984) 1 C.L.R. 513, Παναγιώτης Κουντουρίδης Λτδ ν Γεωργίου (2003) 1 Α.Α.Δ. 980). Όπως δε λέχθηκε στην Αντέννα ν Κωνσταντίνου (2010) 1 Α.Α.Δ. 392 λόγος έφεσης που στρέφεται κατά των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα που περιβάλλουν τον τερματισμό της απασχόλησης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι επί νομικού σημείου, όπως ούτε μπορεί Λόγος Έφεσης να θεωρηθεί ότι είναι επί νομικού σημείου όταν η αιτιολογία που παρέχεται προς υποστήριξη αυτού απολήγει σε αμφισβήτηση των ευρημάτων του Δικαστηρίου αναφορικά με τις περιβάλλουσες τον τερματισμό συνθήκες.

 

Πιο πρόσφατα, με τις αποφάσεις στις Kallinika Developments Limited ν Γεωργίου, Πολ. Εφ. 383/14 ημερ. 12.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:A451, ECLI:CY:AD:2021:A451, Πολλύς Γρηγορίου Λτδ ν               Μιχαήλ Κονναφή, Πολ. Εφ. 321/12 ημερ. 25.1.2018, ECLI:CY:AD:2018:A44, Terra Santa College v Παπαπαρασκευά κ.α., Πολ. Εφ. 93/13 ημερ. 21.12.2020 και Ιερά Βασιλική και Σταυροπηγιακή Μονή Κύκκου ν Μιχάλη Κτίστη, Πολ. Εφ. 384/18 ημερ. 30.11.2023 διασαφηνίστηκε ότι δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου επί της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το Εργατικό Δικαστήριο είναι επιτρεπτή μόνο όπου η αξιολόγηση είναι προϊόν εσφαλμένης νομικής καθοδήγησης. Όπως αναφέρεται στην Terra Santa College (πιο πάνω):

 

«Το τι συνθέτει νομικό σημείο, δεν είναι πάντα εύκολο να οριστεί και να προσδιοριστεί. Κατά τη νομολογία δεν φαίνεται να εντάσσονται στον όρο νομικό σημείο δικαστικά ευρήματα πρωτογενών γεγονότων (Παναγιώτης Κουντουρίδης Λτδ ν Γεωργίου (2003) 1(Β) ΑΑΔ 980, 983), σε αντίθεση με τα δικαστικά συμπεράσματα που βασίζονται επί των ευρημάτων αυτών (In Re HadjiCostas (1984) 1 CLR 513, 519). Ως εξάγεται και από την Εκδοτικός Οίκος Δίας Δημόσια Λτδ ν Παπαχριστοδούλου (2006) 1(Α) ΑΑΔ 625, 629, δεν υπάρχει εξαντλητικός ορισμός του όρου νομικό σημείο. Ωστόσο, ο περί ου ο λόγος όρος εμφανίζεται να περιλαμβάνει, εφαρμογή του νόμου σε αναντίλεκτα γεγονότα, ερμηνεία και οριοθέτηση του νομοθετικού σκοπού, λανθασμένη άσκηση δικαστικής διακριτικής ευχέρειας ή διακριτικής εξουσίας με βάση λανθασμένες νομικές αρχές, δικαστική ενέργεια χωρίς μαρτυρία, συμπεράσματα που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία αλλά και η άποψη του Δικαστηρίου επί πρωτογενών γεγονότων που δεν μπορεί ευλόγως να υποστηριχθεί. Κατ' ακολουθίαν, είναι σημαντικό να κατορθώνεται στην κάθε περίπτωση η διαφοροποίηση μεταξύ δικαστικού ευρήματος και δικαστικού συμπεράσματος, με το πεδίο πάντως να μην προσφέρεται για δογματικές προσεγγίσεις (βλ. γενικώς, Πολύβιος Γ. Πολυβίου, Το Εργατικό Δίκαιο της Κύπρου: Θεωρία και Πράξη, 2018, σελ. 780-785)».

 

Στο σημείο αυτό τονίζουμε ότι στην αιτιολογία που συνοδεύει Λόγους Έφεσης αφορώντες στην αξιολόγηση θα πρέπει να συγκεκριμενοποιείται σε ποιο σημείο η αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποτέλεσε προϊόν εσφαλμένης νομικής καθοδήγησης, με παραπομπή στην νομική αρχή που κατ' ισχυρισμό παρερμηνεύθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αυτό ως απόρροια του ότι δεν πρέπει συγκαλυμμένα να προβάλλονται Λόγοι Έφεσης που αποσκοπούν ουσιαστικά στην προσβολή της αξιολόγησης και των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου κάτι που δεν επιτρέπεται σύμφωνα με τις πιο πάνω νομοθετικές διατάξεις και νομολογία».

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω, ο τρίτος λόγος έφεσης, δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η απόρριψη της θέσης της εφεσείουσας ότι σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι επίδικος τερματισμός έγινε από την ίδια, τότε αυτός οφειλόταν σε «ανωτέρα βία» εν τη εννοία του Άρθρου 5 (1) (γ) του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου, το οποίο προβλέπει:

 

«Απόλυσις μη παρέχουσα δικαίωμα εις αποζημίωσιν

5. Τερματισμός απασχολήσεως δι' οιονδήποτε των ακολούθων λόγων δεν παρέχει δικαίωμα εις αποζημίωσιν:

(γ) όταν ο τερματισμός οφείληται εις ανωτέραν βίαν, πολεμικήν ενέργειαν, πολιτικήν εξέγερσιν, θεομηνίαν ή καταστροφήν των εγκαταστάσεων διά πυρκαϊάς μη οφειλομένης εις εσκεμμένην ενέργειαν ή αμέλειαν του εργοδότου·»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, τα εξής για να καταλήξει ότι δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί τερματισμός  λόγω ανωτέρας βίας: Η κατάσταση που επικρατούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν παροδική και όχι μόνιμη, ο διαχειριστής παρέμεινε στην εφεσείουσα για τέσσερις περίπου μήνες, ο εφεσίβλητος 1 εργοδοτείτο σε διάφορα πόστα πριν τον Μάιο του 2010 και στο συμβόλαιο εργοδότησής του, αναφέρεται ότι «η τράπεζα έχει το δικαίωμα να μεταθέτει οπουδήποτε υπάλληλο, οποτεδήποτε θεωρήσει τούτο αναγκαίο, χωρίς να υποχρεούται να δώσει λόγο σε οποιοδήποτε σχετικά με τη μετάθεση».

 

Εν όψει των πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να θεωρήσει «ότι δημιουργήθηκε αξεπέραστη αντικειμενική αδυναμία και αξεπέραστο κώλυμα το οποίο να εμπόδιζε κατ' απόλυτο τρόπο και ολοκληρωτικό τρόπο την εκπλήρωση της ίδιας της σύμβασης εργασίας

 

Όπως προαναφέραμε, τα όσα αποφάσισε το Εφετείο στην Κεντρική Τράπεζα Κύπρου, (ανωτέρω), ως προς τις συνέπειες της επιβληθείσας, σύμφωνα με αυτό, απομάκρυνσης του εφεσίβλητου, από πλευράς της εφεσίβλητης 2, απασχόλησαν το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, υπό το φως του Άρθρου 5 (1) (γ), ανωτέρω.

 

Σχετικά με αυτό τον λόγο έφεσης θα υιοθετήσουμε τα όσα λέχθηκαν επί του ζητήματος στην υπόθεση Kemal Sermet ν. Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού (2004) 1 ΑΑΔ 237:

 

«Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ως το λόγο για τη διακοπή της εργασίας του εφεσείοντος, την απόφαση των εργοδοτών του προς τούτο.  Η «ανωτέρα βία» η οποία σκίασε τον ορίζοντα για λίγες μόνο μέρες,  αποτέλεσε την αφορμή για τη διακοπή της εργασίας  του εφεσείοντος από τους εργοδότες του, όχι όμως την πραγματική αιτία η οποία εντοπίζεται στην απόφασή τους να τερματίσουν την απασχόληση του.  Πρόκειται για διαπίστωση γεγονότος εξικνούμενη σε εύρημα ως προς  ουσιώδες γεγονός.  Η έφεση στρέφεται κατ' ουσία κατά του ευρήματος αυτού. Δεν συναρτάται το εύρημα με οποιαδήποτε καθοδήγηση σχετικά με το ισχύον δίκαιο.  Ούτε η έφεση έχει τέτοιο χαρακτήρα.  Στρέφεται ουσιαστικά κατά του ευρήματος του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, σύμφωνα με το οποίο η εργοδότηση του εφεσείοντος τερματίστηκε βάσει απόφασης των εργοδοτών και αντίστροφα, ότι η διακοπή δεν ήταν το απότοκο ανωτέρας βίας.

 

Στη Yialousa Savings Bank Limited v. Republic (Minister of Finance as Controller of Banks) and Another (1977) 3 C.L.R. 25, κρίθηκε, με αναφορά στη διακοπή της ροής του χρόνου κάτω από το Άρθρο 146.5 του Συντάγματος λόγω ανωτέρας βίας (force majeure), ότι η διάρκεια του κωλύματος που την επιφέρει αποτελεί πραγματικό ζήτημα που αποφασίζεται από το Δικαστήριο*.

 

Η διαπίστωση ότι η έφεση στρέφεται κατά των ευρημάτων του  πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως προς τα κρίσιμα γεγονότα, καθιστά την έφεση ανυπόστατη

 

Με το ίδιο ως άνω σκεπτικό, κρίνουμε ότι ο τέταρτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι ο εφεσίβλητος δεν κωλύεται από του να μπορεί να διεκδικήσει αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ενόψει της προσφυγής που αποτέλεσε το αντικείμενο της απόφασης Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, (ανωτέρω), απορρίπτοντας τη θέση της εφεσείουσας περί έκδηλης κατάχρησης της διαδικασίας.

 

Με τη γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος συνήγορος υποστήριξε ότι η παράλληλη ύπαρξη των δύο πιο πάνω διαδικασιών συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας, η επίκληση της οποίας επιτρέπει και επιβάλλει την ακύρωση της εφεσιβαλλόμενης απόφασης. Μας παρέπεμψε στις αποφάσεις Διευθυντής Φυλακών ν. Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217 και Beogradska Banka D.D. (1996) 1 Α.Α.Δ. 872.

 

Στην Περέλλα, (ανωτέρω), λέχθηκαν τα εξής:

 

«Η δικαιοδοσία για την παρεμπόδιση, περιστολή, απόρριψη ή αναστολή διαδικασίας που συνιστά κατάχρηση των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου, εκπηγάζει από την ίδια τη φύση της δικαστικής λειτουργίας που έχει ως λόγο το δίκαιο και μέσο τους μηχανισμούς που προάγουν την κατίσχυσή του. Γι' αυτό, η δικαιοδοσία για τη χρήση πρόσφορων μέσων για την παρεμπόδιση κατάχρησης των δικαιοδοσιών είναι σύμφυτη, ενυπάρχει σε κάθε Δικαστήριο, απόρροια της κυριαρχίας των Δικαστηρίων στους μηχανισμούς για την απονομή της δικαιοσύνης. Τα μέσα για την αποτροπή της κατάχρησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, δε συναρτούνται με οποιοδήποτε συγκεκριμένο διάταγμα ή διατάγματα· μπορεί να προσλάβουν οποιαδήποτε μορφή που επιβάλλει η ανάγκη στη συγκεκριμένη περίπτωση για την περιφρούρηση του σκοπού για τον οποίο παρέχονται οι δικαιοδοσίες του Δικαστηρίου.

 

Στην Castanho v. Brown & Root (U.K.) Ltd and Another [1981] 1 All E.R. 143 (HL), αποφασίστηκε ότι ειδοποίηση για την εγκατάλειψη αγωγής μπορεί ν' ακυρωθεί παρά την απουσία θεσμικών περιορισμών για την εγκατάλειψη αγωγής προς αποτροπή χρήσης του δικαιώματος για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους παρέχεται, δηλαδή, τον τερματισμό της διαδικασίας για την επίλυση του επίδικου θέματος. Κρίθηκε ότι η ειδοποίηση για την εγκατάλειψη της αγωγής συνιστούσε κατάχρηση επειδή εκδόθηκε όχι για το σκοπό για τον οποίο το δικονομικό αυτό μέσο προορίζεται αλλά γι άλλους σκοπούς, για να προλειάνει το έδαφος για την έναρξη διαδικασίας για το ίδιο θέμα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής μετά την εξασφάλιση σημαντικών ωφελημάτων από τη διαδικασία ενώπιον του αγγλικού δικαστηρίου. Πριν την υποβολή της ειδοποίησης για την εγκατάλειψη της αγωγής, οι εναγόμενοι είχαν αναγνωρίσει ευθύνη για τις διεκδικήσεις του ενάγοντα και κατέβαλαν υπό μορφή ενδιάμεσων πληρωμών μέρος της απαίτησής του. Ο λόγος της Castanho είναι ότι η άσκηση δικονομικών δικαιωμάτων μπορεί να περισταλεί εφόσον ασκούνται για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους παρέχονται και απολήγουν σε κατάχρηση των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου.

 

Στην Constantinides v. Vima Ltd (1983) 1 C.L.R. 348, αποφασίστηκε ότι τα κυπριακά δικαστήρια έχουν την ίδια εξουσία, όπως και τα αγγλικά δικαστήρια, να ελέγχουν τις διαδικασίες προς αποφυγή καταχρήσεων της δικαστικής διαδικασίας. Η κατάχρηση της διαδικασίας μπορεί να προσλάβει πολλές μορφές· ανάλογα ευρεία είναι και η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για την παρεμπόδισή της.

 

Από τα πολύ παλιά χρόνια έγινε δεκτό ότι η έγερση ή η προώθηση περισσοτέρων της μιας διαδικασιών για την επίτευξη στόχων που μπορεί και έπρεπε να επιδιωχθούν σε μια διαδικασία, συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας [βλ. Williams vHunt [1905] 1 Κ.Β. 512]. Στην Πολιτική Έφεση 8894 (αποφασίστηκε στις 28.4.93), η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου διαπίστωσε ότι: "... Η επίκληση των δικαιοδοσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου ελέγχεται προς αποτροπή κατάχρησης των δικαιοδοσιών. Η επιδίωξη όμοιων σκοπών με την υιοθέτηση παράλληλων ένδικων μέσων ελέγχεται από το Δικαστήριο όπως και γενικότερα η πολλαπλότητα των διαδικασιών για την επίτευξη του ίδιου στόχου. ...".

 

Η Πολιτική Έφεση 9173 και η Αίτηση 1/94 του Επαρχιακού Δικαστηρίου, έχουν τον ίδιο σκοπό, την έκδοση του Τζεννάρο Περρέλλα. Αντιμετωπίζει επομένως ο Περρέλλα δύο παράλληλες διαδικασίες, ανεξάρτητες δικονομικά αλλά όμοιες ως προς το αντικείμενό τους για την έκδοσή του. Η Αίτηση 1/94 υποθεμελιώνεται στην κατάρρευση και κατ' επέκταση στην έκλειψη της πρώτης αίτησης για την έκδοση του Τζεννάρο Περρέλλα. Το βάθρο της Αίτησης 1/94 διασαλεύθηκε με την άσκηση της έφεσης, σκοπός της οποίας ήταν η αναζωπύρωση της πρώτης διαδικασίας για την έκδοση του Τζεννάρο Περρέλλα.

 

Η χρήση διαδικασιών που οδηγούν σε καταπίεση συνιστά μορφή κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας γιατί το αποτέλεσμα οποιασδήποτε απ' αυτές παύει να είναι καθοριστικό για τα δικαιώματα του διαδίκου γενικά και, την ελευθερία του κατηγορουμένου, ειδικά. Η αναγκαιότητα υπεράσπισης της ελευθερίας του υποδίκου σε περισσότερες από μια διαδικασίες για το ίδιο θέμα, συνιστά καταπίεση. Στη Mills v. Cooper [1967] 2 All E.R. 100, ο Λόρδος Αρχιδικαστής Πάρκερ παρατήρησε: "... every court has undoubtedly a right in its discretion to decline to hear proceedings on the ground that they are oppressive and an abuse of the process of the court...."   (σ. 104).

 

Αφετέρου, η ανάγκη για την αποσαφήνιση του δικαίου μέσω της νομολογίας, μεγάλη όσο κι αν είναι, δεν αποτελεί αφεαυτής λόγο για την επίκληση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Ο λόγος των δικαστικών αποφάσεων συναρτάται με την επίλυση διαφορών ζωτικών για τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων εκείνου που επικαλείται τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου στο πλαίσιο των θεσμοθετημένων διαδικασιών.

 

Διαπιστώνουμε ότι η συνύπαρξη των δύο διαδικασιών συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου. Αποτελεί καταπίεση για την υπεράσπιση του Τζεννάρο Περρέλλα στο αίτημα για την. έκδοσή του. Εξάλλου, η Αίτηση 1/94 θεμελιώνεται στην εγκατάλειψη της πρώτης διαδικασίας για την έκδοση του Τζεννάρο Περρέλλα. Η σύννομη ύπαρξή της στοιχειοθετείται με την εγκατάλειψη της πρώτης διαδικασίας. Η υποβολή της έφεσης επανέφερε στη ζωή την πρώτη διαδικασία· έτσι, υφίστανται δύο εξουσιοδοτήσεις και δύο παράλληλες διαδικασίες που έχουν τον ίδιο στόχο, την έκδοση του Τζεννάρο Περρέλλα. Η υποβολή της Πολιτικής Έφεσης 9173 συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας η οποία πρέπει ν' αποτραπεί και να παρεμποδισθεί, στόχος που επιτυγχάνεται με την απόρριψη της έφεσης».

 

 

Στρεφόμενοι στα ενώπιον μας δεδομένα, παρατηρούμε ότι αφενός η εφεσείουσα δεν εξειδίκευσε ως προς τον τρόπο που η διαδικασία που κίνησε ο εφεσίβλητος 1 εναντίον της εφεσίβλητης 2, αποτελεί καταπίεση οποιασδήποτε μορφής αναφορικά με την εφεσείουσα. Οπότε αυτή η έκφανση του σκεπτικού της υπόθεσης Περέλλα, (ανωτέρω) δεν εφαρμόζεται στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Αφετέρου, οι δύο επικαλούμενες με την παρούσα έφεση διαδικασίες δεν είναι όμοιες ως προς το αντικείμενό τους, όπως ήταν η περίπτωση στην Περέλλα, (ανωτέρω). Η απαίτηση για παράνομο τερματισμό της απασχόλησης αποσκοπούσε σε αποζημίωση του εφεσιβλήτου 1, η οποία προσδιορίζεται από το Άρθρο 3 και τον Πρώτο Πίνακα του περί Τερματισμού της Απασχολήσεως Νόμου. Η δε προσφυγή βάσει του Άρθρου 146, του Συντάγματος αποσκοπεί στην ακύρωση διοικητικής πράξης. Δεν παραγνωρίζουμε ότι σε περίπτωση ακύρωσης, προβλέπεται δικαίωμα βάσει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος για δίκαιη και εύλογη αποζημίωση υπό κάποιες προϋποθέσεις, (βλ. υπόθεση J. N. Christofides Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση αρ. 321/2018, 26/7/2024).

 

Παρατηρούμε ότι η έννοια της δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης δεν είναι ταυτόσημη με την αποζημίωση που προβλέπεται από το Άρθρο 3 και τον Πρώτο Πίνακα του περί Τερματισμού της Απασχολήσεως Νόμου ως ακολούθως:

 

«1. Πάσα αποζημίωσις επιδικαζομένη εις εργοδοτούμενον υπό του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών δυνάμει του άρθρου 3 υπολογίζεται ως εκτίθεται εις τον παρόντα Πίνακα.

 

2. Εν ουδεμιά περιπτώσει η αποζημίωσις θα είναι μικροτέρα του ποσού το οποίον ο εργοδοτούμενος θα ελάμβανεν εάν είχε κηρυχθή υπό του εργοδότου του ως πλεονάζων και εδικαιούτο εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού δυνάμει του Μέρους IV, ως αύτη υπολογίζεται δυνάμει του Τετάρτου Πίνακος, λαμβανομένης όμως υπ' όψιν απασχολήσεως από της 1ης Ιανουαρίου, 1960.

 

3. Εν ουδεμιά περιπτώσει η αποζημίωσις θα υπερβαίνη τα ημερομίσθια δύο ετών.

 

4. Πλην ως προνοείται υπό των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος Πίνακος, το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών έχει απόλυτον διακριτικήν εξουσίαν ως προς το υπ' αυτού επιδικασθησόμενον ποσόν. Κατά τον υπολογισμόν όμως του επιδικασθησομένου τούτου ποσού, το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών δέον να λάβη υπ' όψιν του, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

 

(α)τα ημερομίσθια και πάσας τας άλλας απολαβάς του εργοδοτουμένου·

(β)την διάρκειαν της υπηρεσίας του εργοδοτουμένου·

(γ) την απώλειαν προοπτικής σταδιοδρομίας του εργοδοτουμένου·

(δ) τας πραγματικός συνθήκας του τερματισμού των υπηρεσιών του εργοδοτουμένου·

(ε) την ηλικίαν του εργοδοτουμένου.»

 

Επομένως, το σκεπτικό της υπόθεσης, Περέλλα, (ανωτέρω) δεν τυγχάνει εφαρμογής στις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης.

 

      Η υπόθεση Beogradska, (ανωτέρω), αφορούσε αίτηση για άδεια καταχώρισης αίτησης certiorari προς ακύρωση ενδιάμεσου απαγορευτικού διατάγματος η οποία υπεβλήθη, εκκρεμουσών άλλων αιτήσεων στο Επαρχιακό Δικαστήριο που στόχευαν στο ίδιο αποτέλεσμα. Επομένως, τα όσα λέχθηκαν περί κατάχρησης της διαδικασίας, έβρισκαν έρεισμα σε διαφορετικές περιστάσεις από τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, όπου, όπως προαναφέραμε, οι δύο επικαλούμενες διαδικασίες δεν στοχεύουν στο ίδιο αποτέλεσμα.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας μας παρέπεμψε επίσης στο σύγγραμμα Κατάχρηση Διαδικασίας στο Κυπριακό Δίκαιο, Π.Γ. Πολυβίου, έκδοση 2021, χωρίς ωστόσο να προσδιορίσει σε ποιο κεφάλαιο αυτού βασίζει την πιο πάνω θέση του. Μελετήσαμε το εν λόγω σύγγραμμα. Στη σελίδα 75 αυτού, γίνεται παραπομπή στην υπόθεση Municipality of Limassol v. Archibishop of Cyprus Chrysostomos (1981) 1 CLR 445 αναφορικά με το θέμα της συνύπαρξη αστικής και διοικητικής διαδικασίας. Το ζήτημα όμως που απασχόλησε στην εν λόγω υπόθεση ήταν η αναστολή και όχι η απόρριψη της αγωγής, που ουσιαστικά επιδιώκεται με την παρούσα έφεση.  Όπως δε σχολιάζει ο συγγραφέας προκύπτει από το σκεπτικό της εν λόγω απόφασης ότι χρειάζονται συγκεκριμένοι και ισχυροί λόγοι για να διαταχθεί η αναστολή, ενώ η ύπαρξη τέτοιων λόγων δεν έχουν υποστηριχθεί ενώπιον μας.

 

Στις σελίδες 76 και 77 του εν λόγω συγγράμματος, παρατίθεται νομολογία των Ηνωμένων Πολιτειών, ήτοι η υπόθεση Landis v. North American Co, 299 U.S. 248 (1936), όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«There is power, applicable especially in cases of extraordinary public interest, to stay one suit to abide proceedings in another, although in the two the parties are not the same and the issues are not identical; the burden of making out the wisdom and justice of stay in such cases lies heavily on him who seeks the stay, and discretion is abused if the stay is not kept within the bounds of moderation. »

 

 

Χωρίς να υιοθετούμε το πιο πάνω σκεπτικό, επισημαίνουμε ότι εν πάση περιπτώσει, δεν υποστηρίζει την εισήγηση της εφεσείουσας για ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης. Όπως σχολιάζει ο συγγραφέας του ως άνω συγγράμματος, προκύπτει από την εν λόγω απόφαση ότι «μόνιμη αναστολή, η οποία ουσιαστικά συνεπάγεται την κατάργηση της δίκης, δεν διατάσσεται παρά μόνο σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις». Ο συγγραφέας υποστηρίζει επίσης ότι η εξουσία του δικαστηρίου πρέπει να ασκείται στο πλαίσιο όχι μόνο των δικαιωμάτων και συμφερόντων των διαδίκων αλλά και του ευρύτερου δημοσίου συμφέροντος. Στην παρούσα υπόθεση δεν εξειδικεύθηκε πώς εξυπηρετείται το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον με την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης.

 

Σημειώνεται στο σημείο αυτό, για σκοπούς πληρότητας, ότι το ζήτημα της αναστολής διαδικασιών με το ίδιο αντικείμενο ή τα ίδια γεγονότα, έχει τύχει ανάλυσης από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Λύρας ν. Πετρολίνα Λτδ (1996) 1 ΑΑΔ 1401, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Στη συνέχεια το δικαστήριο αναφέρθηκε στους παράγοντες που προσμετρούν όπου εγείρεται θέμα αναστολής της μιας από δύο αγωγές με το ίδιο αντικείμενο ή τα ίδια γεγονότα. Και αναφέρθηκε στις υποθέσεις Thomson v. SE Ry Co., SE Ry Co v. Thomson [1882] 9 Q.B.D. 320, Rees v. Luxmoore, Luxmoore v. Rees [1888] 4 T.L.R. 355, Rechnitzer v. Samuel [1906] 95 L.T. 75, Thrutchley and Co Ltd v. Sharman, Sharman v. Thrutchley and Co Ltd [1917] 143 L.T. J. 236, Thames Launches Ltd v. Trinity House Corporation (Deptford Strond) [1961] 1 Ch.D. 197. Η αυτοκαθοδήγηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν από άποψης αρχής ορθή όσο και αν ήταν αποσπασματική.

 

Θα επιχειρήσουμε να εκθέσουμε με συντομία το πώς πρέπει να αντικρύζεται το ζήτημα. Το ποιά από δύο διασταυρούμενες αγωγές πρέπει να ανασταλεί, εξαρτάται από τις περιστάσεις. Γενικός και άκαμπτος κανόνας δεν υπάρχει. Ένας σημαντικός παράγοντας είναι το ποιός από τους δύο διαδίκους φέρει το βάρος απόδειξης εκεί όπου αυτό βρίσκεται στη μια πλευρά ή κυρίως στη μια πλευρά. Εκείνος που το φέρει πρέπει να αρχίζει πρώτος και γι' αυτό ορθό είναι να παραμένει η αγωγή στην οποία εκείνος είναι ενάγων. Αλλος σημαντικός παράγοντας είναι το κατά πόσο προκύπτει από μια αγωγή συγκεκριμένο ωφέλημα για τον ενάγοντα το οποίο δεν θα ήταν ορθό να του στερηθεί. Αν συντρέχει μόνο ο ένας από αυτούς τους παράγοντες, τότε υπερισχύει έναντι οποιωνδήποτε άλλων. Αν συνυπάρχουν, τότε το δικαστήριο τους σταθμίζει για να επιλέξει μεταξύ τους. Στην απουσία και των δύο αποκτά σημασία η χρονολογική σειρά στην καταχώριση των αγωγών. Αυτοί οι τρεις παράγοντες δεν εξαντλούν τις δυνατότητες. Δεν αποκλείονται και άλλοι - ήσσονος όμως σημασίας συγκριτικά με τους πρώτους δύο -οι οποίοι θα μπορούσαν ίσως να εκτοπίσουν την χρονολογική σειρά.»

 

Αν και με την αγόρευση του συνηγόρου της εφεσείουσας ο πέμπτος λόγος έφεσης, υποστηρίχθηκε με παραπομπή σε νομολογία αναφορικά με το ζήτημα της κατάχρησης της διαδικασίας, και πάλι για σκοπούς πληρότητας θα αναφερθούμε και στη νομολογία που προσεγγίζει περιπτώσεις παράλληλων διαδικασιών υπό το φως της αρχής του κωλύματος.

 

Στην υπόθεση Πιττάλης Kωνσταντίνος M κ.ά. ν. Ianira Enterprises Ltd κ.ά. (1997) 1 ΑΑΔ 814, αποφασίστηκε ότι ζήτημα κωλύματος εξετάζεται μόνο εφόσον καθίσταται δια της δικογράφησης επίδικο θέμα. Η δε απαιτούμενη δικογράφηση, θα πρέπει να περιλαμβάνει ισχυρισμό για απεμπόληση του δικαιώματος δια της συμπεριφοράς του αιτητή «(waiver or estoppel by conduct)».

 

Στην παρούσα υπόθεση το ζήτημα τέθηκε στους Γενικούς Λόγους Ένστασης στο πλαίσιο προδικαστικής ένστασης περί κατάχρησης διαδικασίας λόγω της πιο πάνω περιγραφόμενης καταχώρισης της διοικητικής προσφυγής εναντίον της εφεσίβλητης 2.  Δεν δικογραφήθηκε απεμπόληση δικαιώματος, ως εκ τούτου, ούτε υπό το φως αυτής της νομολογίας θα μπορούσε να πετύχει η θέση του εφεσείοντα ως προς τις συνέπειες της ύπαρξης των δύο παράλληλων πιο πάνω περιγραφόμενων διαδικασιών.

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω η Πολ. έφεση 311/2022 αποτυγχάνει.

 

Με την Πολ. Έφεση 333/2022 ο εφεσίβλητος 1 στην Πολ. Έφεση 311/2022, εφεσιβάλλει αποκλειστικά το μέρος της απόφασης που αφορά το ύψος της αποζημίωσης που του επιδικάστηκε. Υποστηρίζει ότι η πρωτόδικη απόφαση, με την οποία του επιδικάστηκε, όπως υποστηρίζει, το κατώτατο ποσό που προβλέπεται από τον περί Τερματισμού της Απασχόλησης Νόμου, πρέπει να ανατραπεί και να αντικατασταθεί με απόφαση που να του επιδικάζει το μέγιστο ποσό εναντίον της Τράπεζας Κύπρου - εφεσείουσας στην έφεση 311/22. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε αποζημίωση ίση με το ποσό που ο εφεσείοντας θα ελάμβανε από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης αναφέρεται ότι η επιδικασθείσα  αποζημίωση καθορίστηκε με αποκλειστικό καθοριστικό παράγοντα το ότι η εφεσίβλητη Τράπεζα Κύπρου, τελούσε υπό καθεστώς εξυγίανσης, χωρίς το πρωτόδικο Δικαστήριο να επεξηγήσει γιατί παραγνωρίζει όλους τους άλλους παράγοντες.

 

Ως προς το νομικό πλαίσιο καθορισμού της αποζημίωσης,  επισημαίνουμε τα εξής:

 

Στην υπόθεση ΣΑΤ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΙ ΛΤΔ v. ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΑΓΓΕΛΗ, Πολιτική Έφεση αρ. 383/18, 23/10/2023, το Εφετείο ανέφερε τα εξής σχετικά:

 

«Το ύψος της αποζημίωσης που δικαιολογείται σε κάθε περίπτωση, επαφίεται στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. Εκδοτικός Οίκος Δίας Λτδ ν. Παπαχριστοδούλου (2006) 1 Α.Α.Δ. 625). Τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνει υπόψη του το Δικαστήριο κατά τον καθορισμό της αποζημίωσης, παρατίθενται στην παράγραφο 4 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου και έχουν ως ακολούθως:

 

«4. Πλην ως προνοείται υπό των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος Πίνακος, το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών έχει απόλυτον διακριτικήν εξουσίαν ως προς το υπ' αυτού επιδικασθησόμενον ποσόν. Κατά τον υπολογισμόν όμως του επιδικασθησομένου τούτου ποσού, το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών δέον να λάβη υπ' όψιν του, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

(α) τα ημερομίσθια και πάσας τας άλλας απολαβάς του εργοδοτουμένου·

(β)  την διάρκειαν της υπηρεσίας του εργοδοτουμένου·

(γ)  την απώλειαν προοπτικής σταδιοδρομίας του εργοδοτουμένου·

(δ)  τας πραγματικάς συνθήκας του τερματισμού των υπηρεσιών του εργοδοτουμένου·

(ε)  την ηλικίαν του εργοδοτουμένου.»

 

Στην υπόθεση Cabras & Bros Ltd v. Χαραλάμπους κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 302, κρίθηκε ότι είναι αναγκαίο κατά τον καθορισμό των αποζημιώσεων να διαφαίνεται από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν όλα τα κριτήρια καθορισμού αποζημίωσης (Βλ. επίσης Μουζούρης ν. Κόσμο Πλαστ & Σία (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 896 και Touchstone Technologies Ltd ν Μαυρομμάτη (2014) 1 ΑΑΔ 1829).

 

Σημειώνουμε επίσης ότι το κριτήριο της αποζημίωσης, βάσει της παραγράφου 4 του Πίνακα, δε συναρτάται με το συμβατικό κριτήριο που καθορίζεται από το Κεφ. 149 και γενικά τις αρχές του Δικαίου των Συμβάσεων, δηλαδή ζημιά η οποία έπεται, κατά τη λογική πρόβλεψη των συμβαλλομένων, της διάρρηξης της συμφωνίας (βλ. Louis Tourist Agency Ltd ν. Αντιγόνης Ηλία (1992) 1(ΑΑ.Α.Δ .98). Επιπλέον, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ως προς το ποσό αποζημίωσης που θα επιδικάσει, κρίνεται με βάση τα ενώπιον του τιθέμενα πραγματικά γεγονότα. Σε καμιά περίπτωση το Δικαστήριο δεν μπορεί να στηριχθεί σε υποθέσεις για να καταλήξει σε εύλογο αποτέλεσμα.

.. 

 

Ανεξαρτήτως τούτου, έχοντας υπόψη τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό εύλογης αποζημίωσης δυνάμει                 του άρθρου 4 του Α Πίνακα του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 24/1967, σε συνδυασμό με τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης, ειδικά την ηλικία του εφεσίβλητου (61 ετών κατά τον χρόνο  απόλυσης), την συνολική διάρκεια απασχόλησης, τις απολαβές του αλλά και τις συνθήκες απόλυσης, κρίνουμε ότι η επιδικασθείσα αποζημίωση δεν είναι έκδηλα υπερβολική ώστε να παρέχεται πεδίο επέμβασης του Εφετείου στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Βρίσκουμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε μέσα στο ορθό πλαίσιο την διακριτική του ευχέρεια, συνυπολογίζοντας όλους τους πιο πάνω παράγοντες και καταλήγοντας στην εύλογη αποζημίωση που ο εφεσίβλητος δικαιούτο.»     

 

Επίσης, στην υπόθεση VOUROS HEALTHCARE LTD v. ΒΑΣΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ, Πολιτική Έφεση αρ. 196/18, 20/5/2024, λέχθηκαν τα εξής:

 

«Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε με σαφήνεια τους παράγοντες που έλαβε υπόψιν για σκοπούς άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας, ήτοι ότι ο Εφεσίβλητος εργάστηκε στην Εφεσείουσα Εταιρεία για 8 έτη, την ηλικία του και το ότι είναι πατέρας 2 ανήλικων τέκνων αλλά και το γεγονός ότι λόγω της οικονομικής κρίσης που υφίστατο κατά τον χρόνο της απόλυσης του, παρά το ότι αποτάθηκε σε άλλες εταιρείες που απασχολούνταν στον τομέα της Εφεσείουσας, κατόρθωσε να βρει εργασία μόλις τον Νοέμβριο 2016. Από την εργασία δε αυτή λάμβανε σχεδόν τις μισές απολαβές απ' ότι προηγουμένως.

 

Με τα πιο πάνω δεδομένα, δεν διαπιστώνουμε οποιαδήποτε εσφαλμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου στον υπολογισμό των επιδικασθέντων αποζημιώσεων. Ο σχετικός Λόγος Έφεσης δεν ευσταθεί.»

 

Καταρχάς, η θέση του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο έλαβε αποκλειστικά υπόψη ως καθοριστικό παράγοντα το ζήτημα της εξυγίανσης της εφεσίβλητης δεν ευσταθεί. Αντιθέτως, αναφέρεται ρητώς στην εκκαλούμενη απόφαση ότι, επιπλέον, λήφθηκαν υπόψη όλοι οι πιο κάτω παράγοντες: οι απολαβές και οι παροχές που ελάμβανε ο εφεσείοντας, η διάρκεια της υπηρεσίας του, η ηλικία του, το ποσό που έλαβε σύμφωνα με τη σύμβαση εργοδότησής του, η μελλοντική του πορεία και οι πραγματικές συνθήκες τερματισμού της απασχόλησής του.

 

         Επομένως ο πρώτος λόγος έφεσης δεν αποτυπώνει ορθά την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και είναι έκθετος σε απόρριψη.

 

Σημειώνεται περαιτέρω πως το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεώρησε ότι οι πιο πάνω παράγοντες ιδωμένοι στο σύνολό τους, συνηγορούσαν υπέρ της επιδίκασης του ποσού που ισούται με το ποσό που θα ελάμβανε από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού, χωρίς δηλαδή να επιδικάσει μεγαλύτερο ποσόν, δεν σημαίνει ότι άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια.

 

Συνεπώς, ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα τον όρο «πραγματικές συνθήκες του τερματισμού των υπηρεσιών του εργοδοτουμένου» όπως απαντάται στη νομοθεσία που παραθέσαμε ανωτέρω. Συγκεκριμένα, υποστηρίζεται ότι η συμπεριφορά της εφεσίβλητης έναντι του εφεσείοντα ήταν κακόπιστη υπό την έννοια ότι δεν διερεύνησε εναλλακτική λύση ώστε να μην τερματιστεί η απασχόλησή του, αλλά απλώς να απομακρυνθεί από τα κατά τον επίδικο χρόνο καθήκοντα  του. Επιπλέον, αγνόησε τις επιστολές του εφεσείοντα να ακουσθεί. Τέλος, η διακοπή της πρόσβασης του στα γραφεία και τους υπολογιστές της έδειχνε απαξίωση προς το πρόσωπό του. Εν γένει, ο τρόπος με τον οποίο απολύθηκε ο εφεσείοντας, έπρεπε σύμφωνα με αυτόν, να ληφθεί υπόψη ώστε να του αποδοθεί μεγαλύτερο ποσόν από το ελάχιστο.

 

Επαναλαμβάνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα πρέπει να εξισορροπήσει τους διάφορους παράγοντες που παρατίθενται στη νομοθεσία ανωτέρω, στο πλαίσιο της διακριτικής του ευχέρειας. Πράγματι η συμπεριφορά της εφεσίβλητης είναι παράγοντας σχετικός, βλ. υπόθεση, Louis Tourist Agency, (ανωτέρω). Όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόμενο στη διαγωγή της εφεσίβλητης ανέφερε ότι αυτή επηρεάστηκε από τα πολλά, πρωτόγνωρα, σημαντικά  ακραία και κρίσιμα γεγονότα που λάμβαναν χώρα κατά τους επίδικους χρόνους και την αφορούσαν. Είναι σαφές, θεωρούμε, ότι εν όψει των προαναφερόμενων συνθηκών, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διαπίστωσε κακοπιστία ή μεμπτή συμπεριφορά από πλευράς της εφεσίβλητης. Δεν εντοπίζουμε σφάλμα στην προσέγγισή του που να δικαιολογεί την επέμβασή μας. Ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη το ποσό που έλαβε ο εφεσείοντας βάσει του συμβολαίου εργοδότησής του. Υποστηρίζεται ότι υπήρχε συμβατική υποχρέωση να δοθούν αυτά τα ποσά, οπότε ο παράγοντας αυτός δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη εναντίον του εφεσείοντα προς επιβράβευση της εφεσίβλητης. Επισημαίνουμε ότι η τήρηση των συμφωνηθέντων, χωρίς να είναι ο καθοριστικός παράγοντας, δύναται εύλογα να ληφθεί υπόψη, μεταξύ άλλων παραγόντων που αφορούν τις συνθήκες του τερματισμού. Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κινήθηκε ως προς το ζήτημα αυτό, εκτός των κριτηρίων που προβλέπονται στη νομοθεσία.  Ο τρίτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ως προς τον υπολογισμό του ημερομίσθιου του εφεσείοντα, το επίδομα χρήσης αυτοκινήτου. Ο λόγος αυτός κρίνεται ατελέσφορος, διότι η συμπερίληψη του ποσού αυτού δεν θα άλλαζε το τελικό αποτέλεσμα. Όπως σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο,  εφάρμοσε το Άρθρο 4 του Πρώτου Πίνακα καθώς και την Κ.Δ.Π. 322/2013 δια των οποίων καθορίζεται η  εβδομαδιαία αμοιβή κατά τον επίδικο χρόνο.

 

Ο τέταρτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα, όπως την αμαύρωση της φήμης του και την προσωπική, οικογενειακή και οικονομική του κατάσταση. Ως προς την κατ' ισχυρισμό αμαύρωση του ονόματος του εφεσείοντα, σημειώνουμε ότι δεν υπάρχει σχετικό εύρημα. Ως προς τις οικονομικές συνθήκες όπως περιγράφονται αναλυτικά σε αυτό τον λόγο έφεσης, (π.χ. τα δάνεια του εφεσείοντα), επισημαίνουμε ότι αυτές δεν εμπίπτουν στα κριτήρια που προβλέπονται στη νομοθεσία που παραθέσαμε πιο πάνω. Ο πέμπτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω η Πολ. έφεση 333/2022 απορρίπτεται στην ολότητά της.

 

Στη βάση του αποτελέσματος και των δύο εφέσεων η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται. 

 

Επιδικάζονται έξοδα στην Πολ. έφεση 311/2022 εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ εκάστου εφεσιβλήτου ύψους €2.400 πλέον Φ.Π.Α. εάν υπάρχει. Επιπρόσθετα, στην Πολ. έφεση 333/2022 επιδικάζονται έξοδα ύψους €2.400 πλέον Φ.Π.Α. εάν υπάρχει, υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.

 

 

 

 

 

                                                                   ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.

 

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                                   Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο