ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ.: 263/24)

 

14 Ιανουαρίου 2025

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

1.   ΑΡΕΤΗ ΧΑΡΙΔΗΜΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε.

2.   ΑΡΕΤΗ ΧΑΡΙΔΗΜΟΥ

Εφεσειουσών

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

         

Η. Στεφάνου με Ε. Καπαρδή (κα) και Β. Κυβερνήτη για Ηλίας Α. Στεφάνου Δ.Ε.Π.Ε., για τις Εφεσείουσες 

Α. Αριστείδης, για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Παπαδοπούλου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Δυνάμει Εντάλματος Έρευνας ημερ. 3.4.2024, στις 5.4.2024 ερευνήθηκε το δικηγορικό γραφείο των Εφεσειουσών (εφεξής το «Πρώτο Ένταλμα») και η Εφεσίβλητη παρέλαβε τέσσερεις φακέλους σε έντυπη μορφή που αφορούσαν σε συγκεκριμένους επενδυτές, καθώς και αρχεία και αλληλογραφία από τον κεντρικό εξυπηρετητή που εντοπίστηκαν με τη χρήση λέξεων «κλειδιών». Κατά την εξέταση των πιο πάνω από την Εφεσίβλητη διαπιστώθηκε ότι κάποια από τα ηλεκτρονικά δεδομένα πιθανό να είχαν αλλοιωθεί δια διαγραφής από τον κεντρικό εξυπηρετητή του γραφείου με αποτέλεσμα να μην εντοπιστούν κατά την έρευνα που έγινε στις 5.4.2024.

 

        Η Εφεσίβλητη αποτάθηκε ακολούθως στις 8.10.2024 και εξασφάλισε νέο Ένταλμα Έρευνας του ιδίου δικηγορικού γραφείου, η οποία έρευνα έλαβε χώρα στις 9 - 10.10.2024 στην παρουσία εκπροσώπων του δικηγορικού γραφείου (εφεξής το «Δεύτερο Ένταλμα»). Σημειώνουμε στο στάδιο αυτό ότι ο Δικαστής που εξέδωσε το Δεύτερο Ένταλμα κατέγραψε και τα εξής επ' αυτού:

 

        «Η έρευνα να περιοριστεί στα όσα ρητά αναφέρονται στην αίτηση που υποβάλλεται από την Αστυνομία και νοείται, περαιτέρω, ότι το παρόν ένταλμα αποσκοπεί αποκλειστικά στην ανεύρεση υλικού που σχετίζεται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα και σε σχέση με τα όσα αναφέρονται στον όρκο της Αστυνομίας. Οποιοδήποτε άλλο υλικό είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί να αναζητηθεί και πολύ περισσότερο να ληφθεί ή και κρατηθεί».

 

        Περιέλαβε περαιτέρω πρόνοια για παροχή δικαιώματος στις Εφεσείουσες όπως η έρευνα διεξαχθεί στην παρουσία εκπροσώπου τους, δικηγόρου ή τεχνικού ηλεκτρονικών υπολογιστών, με την προσθήκη ασφαλιστικής δικλείδας δυνάμει της οποίας θα παρείχετο στις Εφεσείουσες χρόνος μέχρι τεσσάρων ωρών ώστε να μεριμνήσουν για την παρουσία τέτοιου ατόμου ως εξής:

 

        «Περαιτέρω, η έρευνα να διεξαχθεί στην παρουσία εκπροσώπων του υπό αναφορά γραφείου, για το οποίο το υπό κρίση ένταλμα έχει εκδοθεί, ή και εξουσιοδοτημένων από αυτό προσώπων, παρέχοντας σ' αυτούς, από την ώρα εκτέλεσης του εντάλματος, εύλογο χρονικό διάστημα που να μην ξεπερνά τις 4 ώρες, ώστε, σε περίπτωση που το επιθυμούν να είναι παρόντες κατά την έρευνα δικηγόρος ή και τεχνικός ηλεκτρονικών υπολογιστών».

 

        Για σκοπούς πληρότητας του ιστορικού σημειώνουμε ότι σε σχέση με το Δεύτερο Ένταλμα καταχωρίστηκε η Πολ. Αίτ. αρ. 186/24 για παροχή άδειας καταχώρισης Αίτησης για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari προς ακύρωση του Εντάλματος, η οποία απορρίφθηκε με Απόφαση ημερ. 25.11.2024.

 

        Μετά την κατάσχεση των τεκμηρίων με το Δεύτερο Ένταλμα, η Εφεσίβλητη αποτάθηκε στις 14.10.2024 στο Επαρχιακό Δικαστήριο με Αίτημα για Κατακράτηση Τεκμηρίων (εφεξής η «Αίτηση»). Όπως καταγράφεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση, στο πλαίσιο της έρευνας που έγινε με το Δεύτερο Ένταλμα η Εφεσίβλητη εξήγαγε σε μορφή «live image» τον Κεντρικό Υπολογιστή, τον Γενικό  Εξυπηρετητή, τους  υπολογιστές οκτώ υπαλλήλων της Εφεσείουσας 1 και τον υπολογιστή της Εφεσείουσας 2 ούτως ώστε να μην παραληφθεί αυτούσιος ο εξοπλισμός (μηχανήματα, υπολογιστές κ.λπ) και έτσι να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη συνέχιση των εργασιών του δικηγορικού γραφείου. Το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε αυθημερόν Διάταγμα για κατακράτηση τους για περίοδο τριών μηνών, το οποίο και αποτελεί το αντικείμενο της υπό εκδίκαση Έφεσης. Ειδικότερα (μετά την απόσυρση των Λόγων Έφεσης 2 και 3) οι Εφεσείουσες προβάλλουν τη θέση πως η μη επισύναψη στην Αίτηση της απόφασης για έκδοση του Δεύτερου Εντάλματος, στην οποία απόφαση τέθηκαν οι όροι εκτέλεσης της έρευνας, οδηγεί στο ότι το Διάταγμα για Κατακράτηση των Τεκμηρίων εκδόθηκε σε ελλιπή βάση (Λόγος Έφεσης 1) και ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα, κατά τρόπο δυσανάλογο με τον επιδιωκόμενο σκοπό της Αίτησης, ενέκρινε την κατακράτηση της ολότητας των κατασχεθέντων αντικειμένων λόγω της μη απόδειξης επαρκούς διασύνδεσης μεταξύ των και των κατ' ισχυρισμό διαγραφέντων αρχείων που η Εφεσίβλητη είχε αιτηθεί με το Δεύτερο Ένταλμα να εντοπίσει (Λόγος Έφεσης 4).

 

        Για σκοπούς κατάληξης επί των πιο πάνω καθίσταται απαραίτητη η εξέταση της εμβέλειας της εξουσίας Δικαστηρίου κατά την έκδοση διατάγματος κατακράτησης τεκμηρίων. Όπως επεξηγήθηκε στην απόφαση Concrete Mix Ltd v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 360:

 

«Οι διατάξεις που αφορούν την κατάσχεση και κράτηση αντικειμένων (για ανακριτικούς και αποδεικτικούς σκοπούς) είναι ταξινομημένες με χρονολογική σειρά η οποία αντανακλά τα τρία ξεχωριστά στάδια που οριοθετούνται και ρυθμίζονται από το νόμο. Το άρθρο 27 διέπει την εξουσία για την κατάσχεση αντικειμένων. Αυτά μπορεί να κατασχεθούν κατά την εκτέλεση εντάλματος ερεύνης εφόσο η εξέτασή τους κρίνεται αναγκαία για τους σκοπούς της αστυνομικής έρευνας. Η κατάσχεση αντικειμένου, βάσει του άρθρ. 27, παρέχει μόνο περιορισμένο δικαίωμα κράτησης, μέχρι την παρουσίασή του, το συντομότερο δυνατό, ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 32 (1) του νόμου. Κριτής της αναγκαιότητας της περαιτέρω κράτησης του αντικειμένου για τους σκοπούς των ανακρίσεων και μελλοντικής ποινικής διαδικασίας, είναι το Δικαστήριο. Οι πρόνοιες του άρθρ. 32 (1) παρέχουν διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να διατάξει την κράτηση και φύλαξη κατασχεθέντος αντικειμένου από τις αστυνομικές Αρχές μέχρι και την αποπεράτωση ποινικής διαδικασίας η οποία ήθελε προκύψει από τις αστυνομικές έρευνες.

 

......

 

Οι διατάξεις του άρθρ. 32 (1) παρέχουν εξουσία στο Δικαστήριο να διατάξει την κράτηση και φύλαξη αντικειμένων από τις αστυνομικές Αρχές, που κατασχέθηκαν βάσει του άρθρ. 27 για καθορισμένο χρονικό διάστημα ή μέχρι την αποπεράτωση ποινικής διαδικασίας η οποία ήθελε προκύψει από τις ανακρίσεις. Η εξουσία η οποία παρέχεται από το άρθρο 32 (3) για αποδέσμευση των αντικειμένων από την αστυνομική φύλαξη, συναρτάται άμεσα με την προσαγωγή του υπόπτου στο Δικαστήριο με τη διατύπωση κατηγορίας εναντίον του. Η πρόσαψη κατηγορίας οριοθετεί το τρίτο στάδιο της διαδικασίας για την κράτηση κατασχεθέντων αντικειμένων. Το εδάφιο 3 του άρθρ. 32 του νόμου, παρέχει εξουσία για επιστροφή του αντικειμένου στον κάτοχο ή ιδιοκτήτη του, νοουμένου ότι η κράτηση και φύλαξή του δεν απαιτείται για τους σκοπούς της εγερθείσας ποινικής δίωξης».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Εν πρώτοις τονίζουμε ότι η παρούσα διαδικασία δεν μπορεί σε καμμιά περίπτωση να εκληφθεί ότι αφορά ή να επεκταθεί σε έλεγχο της νομιμότητας του Δεύτερου Εντάλματος Έρευνας, πράγμα το οποίο ήδη έγινε αρμοδίως στο πλαίσιο της Πολ. Αίτ. 186/24 (πιο πάνω).

       

        Είναι ορθή η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για την Εφεσίβλητη ότι ως επί το πλείστον η Νομολογία στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος για τις Εφεσείουσες αφορούσε σε διαδικασίες για ακύρωση ενταλμάτων έρευνας και όχι διαδικασίες αιτήσεων για κατακράτηση των τεκμηρίων που κατασχέθηκαν δυνάμει τέτοιας έρευνας. Από την άλλη δεν μπορεί παρά να προβληματίσει η επισήμανση στην εν λόγω Νομολογία της ανάγκης όπως τίθενται ασφαλιστικές δικλείδες σε εντάλματα έρευνας τα οποία ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα τη διείσδυση στο δικηγορικό, ή άλλο, απόρρητο (βλ. Αναφορικά με την αίτηση των Ανδρέας Δημητριάδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε. κ.ά, Πολ. Αίτ. 186/21, ημερ. 1.11.2021, ECLI:CY:AD:2021:D491 και Αναφορικά με την αίτηση των Αντώνης Ανδρέου & Σία Δ.Ε.Π.Ε. κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 1 Α.Α.Δ. 2560). Εκείνο το οποίο προβάλλει από τα επιχειρήματα του κ. Στεφάνου στην προκειμένη περίπτωση είναι η εισήγηση ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την εξέταση της Αίτησης θα έπρεπε να εξετάσει και το εάν τηρήθηκαν όντως από την Εφεσίβλητη οι ασφαλιστικές δικλείδες και το κατά πόσο τα τεκμήρια που παραλήφθηκαν είναι εκείνα για τα οποία δόθηκε το ένταλμα έρευνας και μόνο.

 

        Διαφαίνεται διασύνδεση του επιχειρήματος αυτού με την εξέταση του τρόπου εκτέλεσης εντάλματος έρευνας από μέρους της Αστυνομίας, με αποτέλεσμα να εγείρεται προβληματισμός ως προς το ποιο είναι το στάδιο κατά το οποίο κάτι τέτοιο μπορεί να εξεταστεί. Εδώ προβάλλει και η βαρύτητα του επιχειρήματος των Εφεσειουσών, αφού θα συνιστούσε παράβαση δικαιωμάτων η μη ύπαρξη διαδικασίας για έλεγχο ενδεχόμενης υπέρβασης της εξουσίας της Αστυνομίας κατά την εκτέλεση ενός κατά τα άλλα νόμιμου εντάλματος έρευνας με την κατάσχεση πραγμάτων που είναι εκτός της επιτρεπόμενης εμβέλειας που καθορίζεται με την απόφαση για έκδοση του Εντάλματος.

 

        Μελετώντας τις αποφάσεις Αναφορικά με την αίτηση της Yiannoukas Medical Laboratories Ltd, Πολ. Αίτ. 117/19, ημερ. 21.10.2019, ECLI:CY:AD:2019:D432 και Αναφορικά με την αίτηση του Ευδόκα, Πολ. Έφ. 51/17, ημερ. 14.11.2018, ECLI:CY:AD:2018:A500 φαίνεται να παρέχεται η ευχέρεια στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά την εξέταση νομιμότητας του Εντάλματος Έρευνας στο πλαίσιο διαδικασίας Προνομιακού Εντάλματος, τουλάχιστον όσον αφορά στο κατά πόσο αυτό πληροί την αρχή της αναλογικότητας, να εξετάσει τόσο «.τον τρόπο έκδοσης του (εντάλματος), αλλά και εκτέλεσης».

 

        Εξουσία, φυσικά, για έλεγχο του κατά πόσο το υλικό που παραλήφθηκε, κατασχέθηκε σύμφωνα με τα όσα εξουσιοδοτήθηκε η Αστυνομία να παραλάβει, έχει και το Δικαστήριο που θα εκδικάσει την ουσία της υπόθεσης στο στάδιο που θα επιχειρηθεί κατάθεση των παραληφθέντων ως τεκμηρίων στη δίκη. Στην R (on the application of Business Energy Solutions) v. Preston Crown Court (2018) 4 All E.R. 1053 λέχθηκε ότι «.in considering appropriate relief in relation to the fruits of an unlawful warrant the Court will take into account the remedies available at trial and will do this even though at the point in time at which the issue of the unlawful warrant is being considered no formal charges have yet to be brought.».

 

        Συνεπώς οι Εφεσείουσες δεν αποστερούνται της πρόσβασης σε δικαστική θεραπεία, αφού είχαν δικαίωμα να εγείρουν την προβαλλόμενη  παραβίαση των ασφαλιστικών δικλείδων και των όρων για εκτέλεση του Δεύτερου Εντάλματος στο πλαίσιο της Πολ. Αίτ. 186/24. Διατηρούν δε το δικαίωμα να προβάλουν ένσταση στην κατάθεση των παραληφθέντων τεκμηρίων και στο πλαίσιο της δίκης επί της ουσίας. Περαιτέρω, διατηρούν δικαίωμα να υποβάλουν αίτημα για επιστροφή των κατασχεθέντων τεκμηρίων δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 32(3) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, το οποίο όμως γεννάται μετά την τυχόν έγερση κατηγοριών εναντίον τους (βλ. Concrete Mix (πιο πάνω) και Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Αίτ. 15/22, ημερ. 23.2.2022).

 

        Αντίθετα, η εξουσία του Δικαστηρίου στο στάδιο εξέτασης Αίτησης για Κατακράτηση Τεκμηρίων, όπως η επίδικη, είναι περιορισμένη. Υπενθυμίζουμε ότι ακόμα και η παράλειψη της Αστυνομίας να ακολουθήσει πιστά τη διαδικασία του Άρθρου 27(γ)(i) της Ποινικής Δικονομίας κρίθηκε ως απλή παρατυπία, η οποία δεν καθιστούσε παράνομη την προσκόμιση τους ως τεκμηρίων αργότερα στην ακρόαση (Μπίλλυς v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 5). Πρόκειται όμως ούτως ή άλλως για αυτοτελή διαδικασία η οποία, αν και άμεσα συνδεδεμένη με το ένταλμα έρευνας, εντούτοις έχει τη δική της αυτοτέλεια (C.T. Tobacco Ltd κ.ά. ν. Τμήματος Τελωνείων (2003) 2 Α.Α.Δ. 212). Όπως προκύπτει από τη Νομολογία στο πλαίσιο αίτησης αυτής της φύσης δεν είναι απαραίτητο να τεθεί χρόνος για την κατακράτηση των τεκμηρίων, ο οποίος μπορεί να διαταχθεί να είναι μέχρι την αποπεράτωση ποινικής διαδικασίας. Ούτε και είναι απαραίτητη η φυσική μεταφορά των αντικειμένων στο Δικαστήριο, αφού αρκεί η λεπτομερής περιγραφή τους στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση. Δεν είναι επιπλέον απαραίτητος ο ορισμός του διατάγματος ως επιστρεπτέου, το Δικαστήριο όμως διατηρεί το δικαίωμα να διατάξει στην κατάλληλη περίπτωση την επίδοση της Αίτησης (βλ. Ησαΐα κ.ά. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 669). Περιορισμένο είναι και το πλαίσιο παρέμβασης Εφετείου κατά την εκδίκαση Εφέσεων κατά Διαταγμάτων Κατακράτησης Τεκμηρίων.  Όπως λέχθηκε στην Λοϊζου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 247/18, ημερ. 2.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:B425:

 

«Εφόσον πρόκειται για άσκηση διακριτικής ευχέρειας, παρέμβαση του Εφετείου χωρεί, όπως πολύ πρόσφατα είχαμε την ευκαιρία να επαναλάβουμε (Στυλιανού ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση 267/2018, ημερ. 12.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:B399) μόνο στην περίπτωση που το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν λαμβάνει υπόψιν τις σωστές αρχές δικαίου ή παρεισφρύουν στην κρίση του γεγονότα άσχετα με τα επίδικα γεγονότα (Σχουρή ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 56), εφόσον σε τέτοια περίπτωση σκοπός δεν είναι η αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης με γνώμονα την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου (βλ. Μαυρομιχάλη ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση 62/2014, ημερ. 9.4.2014».

       

        Στην Απόφαση Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Αίτ. 15/22, (πιο πάνω) λέχθηκαν τα εξής, τα οποία μας βρίσκουν σύμφωνους:

 

«Σκοπός των διαδικασιών αναφορικά με την κατακράτηση τεκμηρίων είναι ο καθορισμός της τύχης των παραληφθέντων και κατασχεθέντων αντικειμένων και πραγμάτων πέραν της περιόδου που έπεται της έρευνας.

 

.......

 

Έχοντας κατά νου το πιο πάνω νομικό πλαίσιο και τις σχετικές διατάξεις, είναι φανερό ότι, στο πλαίσιο του Άρθρου 32(1) του Κεφ. 155, η μόνη εξουσία που παρέχεται στο Δικαστήριο είναι να διατάξει ή να μην διατάξει την κατακράτηση και φύλαξη αντικειμένων που κατασχέθηκαν από τις Αστυνομικές αρχές στη βάση του Άρθρου 27, για καθορισμένο χρονικό διάστημα ή μέχρι και την αποπεράτωση ποινικής διαδικασίας η οποία ήθελε προκύψει από τις αστυνομικές έρευνες και ανακρίσεις. Στο στάδιο αυτό το Δικαστήριο αναλαμβάνει αρμοδιότητα για το ζήτημα και ειδικά για την αναγκαιότητα της περαιτέρω κράτησης των κατασχεθέντων αντικειμένων, αφού προηγήθηκε η πρώτη φάση μέσω της κατάσχεσης κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας η οποία παρέχει, ως ήδη πιο πάνω επισημάνθηκε, περιορισμένο δικαίωμα κράτησης τους μέχρι την παρουσίαση τους, το συντομότερο δυνατόν ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεν παρέχεται, με βάση το Άρθρο 32(1) εξουσία στο Δικαστήριο να πράξει οτιδήποτε άλλο και σίγουρα δεν προκύπτει από το κείμενο του Νόμου, αλλά και την υπάρχουσα νομολογία, τέτοια εξουσία όπως το κατώτερο Δικαστήριο την αντιλήφθηκε, ήτοι για επιστροφή ή αποδέσμευση των αντικειμένων που κατασχέθηκαν που ήταν εν προκειμένω η Διαταγή του κατώτερου Δικαστηρίου. Τέτοια εξουσία, για επιστροφή, παρέχεται στο Δικαστήριο υπό τους όρους και προϋποθέσεις που τίθενται στο εδάφιο (3) του Άρθρου 32, ήτοι με την πρόσαψη κατηγορίας εναντίον προσώπων και εφόσον η κράτηση των τεκμηρίων δεν απαιτείται για σκοπούς της εγερθείσας ποινικής δίωξης».

 

        Κατ' επέκταση, στο πλαίσιο της υπό εξέταση Αίτησης το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να εξετάσει κατά πόσο τηρήθηκαν οι όροι εκτέλεσης της έρευνας που είχαν τεθεί με το Δεύτερο Ένταλμα. Αυτό οδηγεί στο ότι δεν ήταν και απαραίτητη η επισύναψη του Δεύτερου Εντάλματος στην Αίτηση.

 

        Όπως δε λέχθηκε και στην Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Αίτ. 10/22, ημερ. 17.2.2022, ECLI:CY:AD:2022:D71 σε σχέση με το τι εξουσίες έχει το Επαρχιακό Δικαστήριο κατά την εξέταση αίτησης ανανέωσης κατακράτησης τεκμηρίων:

 

«Από τα πιο πάνω τεθέντα προκύπτει σαφώς το ερώτημα κατά πόσον ήταν μέσα στις προβλεπόμενες εξουσίες του Δικαστή που επιλαμβάνεται αίτησης ανανέωσης κατακράτησης τεκμηρίων, να επιθεωρήσει τεκμήρια για να αποφανθεί εάν καλύπτονται από το δικηγορικό απόρρητο.

......

Συμφωνώντας με την πλευρά του Αιτητή θεωρώ ότι, όπως ερμηνεύεται το άρθρο από τη νομολογία, η εξουσία του Δικαστηρίου αναφορικά με το ζήτημα της κατακράτησης / ανανέωσης κατακράτησης τεκμηρίων είναι περιορισμένη στην ίδια την έκδοση ή μη διαταγής για κατακράτηση / ανανέωση τεκμηρίων κατασχεθέντων δυνάμει του άρθρου 27 «για καθορισμένο χρονικό διάστημα ή μέχρι την αποπεράτωση ποινικής διαδικασίας η οποία ήθελε προκύψει από τις ανακρίσεις» Δεν γίνεται στη διαδικασία αυτή ένας έλεγχος ή προέλεγχος της αποδεκτότητας της μαρτυρίας. Η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στην κατακράτηση ή στην ανανέωση αυτής σε συνάρτηση με τον έλεγχο ως προς τον χρονικό προσδιορισμό της ποινικής υπόθεσης. Δεν προκύπτει από το κείμενο του Νόμου και από την υπάρχουσα νομολογία τέτοια εξουσία όπως ο Επαρχιακός Δικαστής την αντιλήφθηκε. Δεν αντιλέγω ότι τα επιχειρήματα του κ. Στεφάνου έχουν δυναμισμό που βασίζονται σε μια ευρύτερη αντίληψη των πραγμάτων. Υπό αυτή την έννοια είναι άκρως ενδιαφέρουσες οι παραπομπές του στο Σύγγραμμα του Π. Πολυβίου Eντάλματα ΄Ερευνας και Κατάσχεση Πραγμάτων και σε σχετικές αποφάσεις ξένων και κυρίως Καναδικών Δικαστηρίων που παρέθεσε. (Βλ. Canadian Broadcasting Corporation v. Canada (Border Services Agency), 2021 NSPC 52, Canada (Attorney General) v. Federation of Law Societies of Canada, 2015 SCC 7, [2015]1 S.C.R. 401, Solicitor-Client Privilege of Things Seized (Re), 2019 BCSC91, Lavallee, Rackel & Heintz v. Canada (Attorney General); White, Ottenheimer & Baker v. Canada (Attorney General); R. v. Fink, [2002]3 S.C.R. 209, 2002 SCC61). Εξ όσων έχω αντιληφθεί, πρόκειται για εξειδικευμένες εξουσίες με βάση ειδικές πρόνοιες της αλλοδαπής Νομοθεσίας. Πλην όμως, ο ίδιος ο δικός μας Νόμος, όπως υφίσταται, δεν παρέχει τέτοια ευρεία εξουσία στον Επαρχιακό Δικαστή στη συγκεκριμένη διαδικασία. Η αντίληψη «επιθεώρησης» ή «προσκόμισης» ή «μεταφοράς» των τεκμηρίων για σκοπούς του άρθρου δεν σημαίνει - και δεν μπορεί να σημαίνει - ότι στην ουσία ο Δικαστής που ασκεί δικαιοδοσία εκ του άρθρου 32 θα αποφασίσει οτιδήποτε άλλο που να εκφεύγει της αναγκαιότητας να παραμείνουν ή μη ως τεκμήρια κατασχεθέντα, ως προς τον παράγοντα που αφορά το χρόνο έγερσης της ποινικής υπόθεσης. Εντάσσονται δε στο πλαίσιο εξέτασης και του άρθρου 32 περιορισμένα θέματα, ως εξηγήθηκαν στην Ησαΐα (ανωτέρω) τα οποία δεν συντρέχουν εν προκειμένω. Εξάλλου, όπως υποδεικνύεται στην Concrete Mix Ltd, ανωτέρω, η πρόσαψη της κατηγορίας οριοθετεί το στάδιο εκ του άρθρου 32(3), όπου το Δικαστήριο αποφασίζει - εφόσον ο,τιδήποτε κατασχέθηκε δεν απαιτείται πλέον για οποιαδήποτε ποινική υπόθεση - να διατάξει την επιστροφή του. Στην πράξη, εν προκειμένω, αυτό έχει εκθεμελιωθεί, αφού με βάση την επίδικη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, η επιστροφή ή μη (η οποία διαφαίνεται ως ενδεχόμενο) δεν αφορά την ποινική υπόθεση και τα στάδια της, αλλά στην ουσία την αξιολόγηση των τεκμηρίων.

 

Ευλόγως τίθεται το ερώτημα με ποια κριτήρια θα κριθεί το απόρρητο ή μη στα συγκεκριμένα κριτήρια εκτός του πλαισίου της δίκης».

 

        Το Δικαστήριο στην Πολ. Αίτ. 10/22 (πιο πάνω) συσχέτισε τις εξουσίες του Επαρχιακού Δικαστηρίου κατά την εξέταση αίτησης για κατακράτηση τεκμηρίων με το τί ήταν απαραίτητο να είχε αποκαλυφθεί από την Αστυνομία στο πλαίσιο της Αίτησης. Αυτό επίσης απαντά και στον Πρώτο Λόγο Έφεσης σε σχέση με τη μη επισύναψη της απόφασης για την έκδοση του Εντάλματος Έρευνας επί της Αίτησης, ο οποίος και δεν μπορεί να πετύχει, εφόσον, αντίθετα με τα όσα εισηγείται η πλευρά των Εφεσειουσών δεν εναπόκειτο στο Πρωτόδικο Δικαστήριο στο πλαίσιο της Αίτησης Κατακράτησης Τεκμηρίων «.να ελέγξει κατά πόσο τα κατασχεθέντα ήταν ακριβώς αυτό που προβλέπονται στο Άρθρο 27.» του Κεφ. 155. Συνεπώς η μη επισύναψη της απόφασης για έκδοση του Δεύτερου Εντάλματος ουδεμία συνέπεια είχε, ή θα μπορούσε να είχε, στην έκδοση του Διατάγματος Κατακράτησης.

 

        Με τον Τέταρτο Λόγο Έφεσης προβάλλεται η εισήγηση ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναιτιολόγητα δεν αξιολόγησε τη διασύνδεση μεταξύ της ολότητας των κατασχεθέντων δεδομένων και του επιδιωκόμενου σκοπού, όπως αυτός ορίστηκε στη βάση της Ενόρκου Δηλώσεως που συνόδευε την Αίτηση, και δυσανάλογα επέτρεψε την γενική κατακράτηση δεδομένων που αφορούσαν σε προνομιούχα επικοινωνία. Το επιχείρημα συνδέει με την αρχή της αναλογικότητας.

 

        Χρήσιμη θεωρούμε την παραπομπή στο πιο κάτω απόσπασμα από την Αντώνης Ανδρέου (πιο πάνω):

 

«Είναι γεγονός ότι με βάση τις αυθεντίες που αναφέρονται στη γραπτή αγόρευση της Δημοκρατίας, καθίσταται δυνατή η λήψη υλικού στο οποίο δυνατό να εμπεριέχεται το αναζητούμενο έγγραφο ή έγγραφα και ότι δεν υπάρχει απόλυτος κανόνας που να απαγορεύει στους διεξάγοντες την έρευνα αστυνομικούς από του να λάβουν αριθμό εγγράφων ή πραγμάτων ώστε να αφεθεί να γίνει η εξέταση και ο διαχωρισμός των μη απαραίτητων εγγράφων από τα απαραίτητα, σε μεταγενέστερο χρόνο. Εκείνο που υπαγορεύει η κοινή λογική κατά τις αποφάσεις είναι ότι δεν μπορεί να επιβαρύνεται το αστυνομικό όργανο κατά την έρευνα με την διαμετακόμιση ηλεκτρονικών μέσων και μηχανημάτων που να καθιστούν δυνατή την επί τόπου χρήση τους κατά το στάδιο της έρευνας. Ούτε ο αστυνομικός που διεξαγάγει την έρευνα στο υποστατικό μπορεί να θεωρήσει ως άνευ ετέρου ορθή την τοποθέτηση δικηγόρου ότι τα έγγραφα που αναζητούνται ή τα αρχεία που θα παραληφθούν από το αστυνομικό όργανο, υπόκεινται στην προστασία του δικηγορικού απορρήτου. Οι πιο πάνω θέσεις απορρέουν συνοπτικά από αποφάσεις όπως τις Faisaltex Ltd v. Chief Constable of Lancashire [2009] EWHC 799 (QB), R. V. Chesterfield Justices Ex p. Bramley [2000] 1 Cr. App. R. 486 και Servulo & Associados - Sociedade de Admogados, RL a.ο. v. Portugal υπόθ. αρ. 27013/10, ημερ. 3.9.2015, του ΕΔΑΔ».

 

        (βλ. και R (on the application of Business Energy Solutions Ltd) v Preston Crown Court (πιο πάνω)).

 

        Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσίβλητη εισηγήθηκε ότι είναι ακριβώς μέσα στα δικανικά αντίγραφα που δημιουργήθηκαν κατά την έρευνα στο γραφείο της Εφεσείουσας 1 που η Εφεσίβλητη θα προβεί σε αυτοματοποιημένη δικανική ανάλυση με τη χρήση των λέξεων κλειδιών  για τον εντοπισμό των διαγραφέντων αρχείων. Δεν μπορεί να παραγνωριστεί ότι εν προκειμένω η Εφεσίβλητη επιδιώκει την ανάκτηση αρχείων που ενδεχομένως να είχαν διαγραφεί από τον Κεντρικό Εξυπηρετητή της Εφεσείουσας 1. Η περίπτωση συνεπώς διαφοροποιείται από τις περιπτώσεις όπου αναζητείται ένα συγκεκριμένο υπάρχον έγγραφο.

 

        Τυγχάνουν εφαρμογής σε σχέση με τον Τέταρτο Λόγο Έφεσης τα όσα αναφέρονται και πιο πάνω στην παρούσα αναφορικά με την περιορισμένη εξουσία του Πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την εξέταση αίτησης για κατακράτηση τεκμηρίων, τα οποία και δεν θεωρούμε απαραίτητο να επαναλάβουμε. Έστω πλεονασματικά, όμως, παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στην Αναφορικά με την Αίτηση των Αρετή Χαριδήμου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, Πολ. Αίτ. 186/24 (πιο πάνω) το οποίο και πραγματεύεται ανάλογο επιχείρημα και τα οποία εφαρμόζονται κατ' αναλογία και στην παρούσα:

 

        «Οι Αιτητές υποστήριξαν ότι με δεδομένο ότι κατά την εκτέλεση του αρχικού Εντάλματος Έρευνας η Αστυνομία είχε τη δυνατότητα να πετύχει πρόσβαση στον Κεντρικό Εξυπηρετητή της Αιτήτριας αρ. 1 μέσω φορητού υπολογιστή και μέσω χρήσης λέξεων κλειδιών, να προσπαθήσει να εντοπίσει τα έγγραφα τα οποία αναζητούσε, δεν υπήρχε λόγος το Κατώτερο Δικαστήριο να εξουσιοδοτήσει την αντιγραφή, από μέρους της Αστυνομίας, του συνόλου των δεδομένων που βρίσκονταν στο Mail Server και Data Server του Κεντρικού Εξυπηρετητή και μεταφορά αυτών στο δικανικό εργαστήριο ηλεκτρονικών δεδομένων της Αστυνομίας. Όπως περαιτέρω υποστηρίχθηκε, το τι θα μπορούσε να κάνει το Κατώτερο Δικαστήριο, σεβόμενο την αρχή της αναλογικότητας, ήταν να εξουσιοδοτήσει την Αστυνομία να πετύχει πρόσβαση στον Κεντρικό Εξυπηρετητή της Αιτήτριας αρ. 1, να εντοπίσει και να αντιγράψει τα αρχεία τα οποία πιθανόν να είχαν διαγραφεί.

 

Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Mohammed, Πολιτική Έφεση Αρ. 279/2021, ημερ. 4/4/2022, ECLI:CY:AD:2022:A151, ECLI:CY:AD:2022:A151, αναφέρθηκαν σε σχέση με την αρχή της αναλογικότητας, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

 

«Η αρχή της αναλογικότητας έχει καθιερωθεί από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και εισήχθη στο δικό μας δικαιϊκό σύστημα, όπου τυγχάνει εφαρμογής, πέραν και επιπρόσθετα των νομοθετικών προϋποθέσεων, για τη συνδρομή του αναγκαίου συσχετισμού των πραγμάτων και αντικειμένων την κατάσχεση των οποίων επιθυμεί η Αστυνομία, του υπό διερεύνηση χώρου και την υπό εξέταση αξιόποινη πράξη.

 

Η συνήθης διατύπωση της εν λόγω αρχής είναι ότι ο περιορισμός στα ανθρώπινα δικαιώματα και ατομικές ελευθερίες είναι νόμιμες μόνον όταν έχει υιοθετηθεί στο πλαίσιο θεμιτού σκοπού, από τη μια και δεν είναι δυσανάλογος προς τον εν λόγω θεμιτό σκοπό, από την άλλη.»

 

Ο Δικαστής θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσο το ένταλμα ήταν απαραίτητο και πληροί την αρχή της αναλογικότητας τόσο όσον αφορά τον τρόπο έκδοσης του, αλλά και εκτέλεσης. (Βλ. R (Energy Financing Team Ltd) v. Bow Street Magistrates' Court [2006] 1 WLR 1316). Η αρχή της αναλογικότητας αφορά τόσο το σκοπό της έρευνας όσο και την εκτέλεση του εκδοθέντος εντάλματος.

 

Το κατά πόσο ένα ένταλμα έρευνας παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας είναι ζήτημα που άπτεται πρωτίστως των γεγονότων κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης. Ό,τι, συγκεκριμένα, εξετάζεται, στη βάση, βέβαια, πάντοτε, των περιστάσεων που περιβάλλουν την κάθε υπόθεση, προς το σκοπό διαπίστωσης ύπαρξης εφαρμογής της εν λόγω αρχής, είναι κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις της νομιμότητας, της καταλληλότητας και της αναγκαιότητας έκδοσης του υπό κρίση δικαστικού επεμβατικού μέτρου (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της Παπαδοπούλου, Πολιτική Αίτηση Αρ. 75/2018, ημερ. 24/4/2019, ECLI:CY:AD:2019:D164, ECLI:CY:AD:2019:D164).

 

Έχοντας κατά νου τη διαδικασία που περιγράφεται με λεπτομέρεια στον Όρκο ως προς την εξασφάλιση των ηλεκτρονικών δεδομένων που εξάχθηκαν με λέξεις κλειδιά κατά την αρχική έρευνα, που πιθανόν να είχαν διαγραφεί, είναι σαφές ότι, μέσω αυτής της διαδικασίας, τα δικανικά αντίγραφα που θα εξασφαλιστούν και στη συνέχεια θα τοποθετηθούν σε εξωτερικούς σκληρούς δίσκους, θα υποστούν αυτοματοποιημένης δικανικής ανάλυσης και εξαγωγής με λέξεις κλειδιά που χρησιμοποιήθηκαν κατά την πρώτη έρευνα χωρίς να επιθεωρηθούν ηλεκτρονικά δεδομένα. Με αυτό τον τρόπο και μέσω αυτής της διαδικασίας διασφαλίζεται ότι δεν θα εξαχθούν ηλεκτρονικά δεδομένα που δεν σχετίζονται με τις υπό διερεύνηση υποθέσεις. Επιπλέον, ρητά προνοείται η δυνατότητα παρουσίας εκπροσώπου του Δικηγορικού γραφείου της Αιτήτριας αρ. 1 κατά τη διαδικασία εισαγωγής των λέξεων κλειδιών.

 

        .......

 

Είναι προφανές ότι η πιο πάνω προσθήκη συναρτάται με την ανησυχία του Δικαστηρίου να ικανοποιήσει τις νομολογιακές προϋποθέσεις αναφορικά με το επαγγελματικό απόρρητο και την αρχή της αναλογικότητας, όπως εξηγήθηκε πιο πάνω (βλ. Klitzman, Klitzman and Gallagher v. Krut, United States Court of Appeals, 774 F.2d 955 (3d Cir. 1984), Kolesnichenko v. Russia, Application No. 19856/04, 9/4/2009, Golovan v. Ukraine, Appl. Νο. 41716/2006, 5/7/2012, Robathin v. Austria, Appl. No. 30457/2006, 3/7/2012 και Αναφορικά με την Αίτηση του Ευδόκα, Πολιτική Έφεση Αρ. 219/2015, 29/12/2016).

 

Με βάση τα πιο πάνω και τις ασφαλιστικές δικλείδες που υπήρχαν ως προς την σκοπούμενη έρευνα, δεν είναι αντιληπτό πώς παραβιάσθηκε η αρχή της αναλογικότητας (βλ. Αντώνης Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 1 Α.Α.Δ. 2560, 2587 και Αναφορικά με την Αίτηση των Λ. Ν. κ.ά., Αίτηση Αρ. 175/2023, ημερ. 13/3/2024). Η εξουσιοδότηση της Αστυνομίας ως προς το πρακτέο οριοθετείτο αυστηρά και με σαφήνεια. Υπήρχε, εν προκειμένω, σαφής και συγκεκριμένη εξουσιοδότηση. Να επαναφέρει τα δεδομένα που πιθανόν να διαγράφηκαν/αλλοιώθηκαν και δεν κατέστη δυνατόν να εντοπιστούν κατά την αρχική έρευνα, όπως αυτά προσδιορίζονταν στον Όρκο (ηλεκτρονικά δεδομένα που εξάχθηκαν με λέξεις κλειδιά κατά την αρχική έρευνα στις 5/4/2024), χωρίς να υπάρχει επιθεώρηση σε άλλα ηλεκτρονικά αρχεία που δεν σχετίζονται με τις υπό διερεύνηση υποθέσεις».

 

        Ούτε και ο Τέταρτος Λόγος Έφεσης μπορεί να πετύχει.

 

        Δραττόμαστε της ευκαιρίας να σημειώσουμε τη θέση του συνηγόρου πως εάν η έρευνα είχε γίνει επί τόπου με τη χρήση των λέξεων κλειδιών  θα το θεωρούσε ορθό. Το θέμα είχε ήδη τονιστεί από την Απόφαση Αντώνης Ανδρέου (πιο πάνω) όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Η ίδια η Αστυνομία οφείλει, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, αφενός να περιορίζει στο μέγιστο δυνατό βαθμό το εύρος του επιδιωκόμενου εντάλματος έρευνας και αφετέρου, πρέπει ταυτόχρονα να διενεργεί την επί τόπου έρευνα έχοντας μαζί της όλες τις απαραίτητες διευκολύνσεις, ώστε να αποφεύγεται η μετακίνηση ηλεκτρονικών μηχανημάτων και άλλων απαραίτητων για τη δικηγορική εργασία, εργαλείων. Δεν αρκεί, όπως εντοπίζει στην αγόρευση της η Δημοκρατία, η εκτέλεση του εντάλματος σε μη εργάσιμες ώρες εφόσον είναι εκ των προτέρων ήδη γνωστό στις αστυνομικές αρχές ότι η έρευνα αποσκοπεί σε αυτού του είδους παρέμβαση σε γραφείο, που λειτουργεί ως ζώσα επιχείρηση».

 

        Με δεδομένη την αυξημένη χρήση της τεχνολογίας η Αστυνομία οφείλει να προχωρήσει και αυτή με τη χρήση πιο προχωρημένων μεθόδων για εκτέλεση ενταλμάτων έρευνας που αφορούν σε στοιχεία από ηλεκτρονικούς υπολογιστές και άλλες παρόμοιες συσκευές.

 

        Η Έφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.

 

 

 

 

                                                                            Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                            Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                            Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο