ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 233/2018)

 

10 Ιανουαρίου, 2025

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΚΟΝΗΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

1.    ΑΝΝΑΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΘΑΝΟΥΣΗΣ ΟΥΡΑΝΙΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΛΕΥΤΕΡΗ ΣΥΖΥΓΟΥ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΛΑΜΠΡΟΥ

2.    ΡΙΤΑΣ (ΡΕΒΕΚΚΑΣ) ΜΙΧΑΗΛ ΛΑΜΠΡΗ

Εφεσείουσες/Εναγόμενες

 

και

1.    ΙΩΑΝΝΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΩΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΣ ΚΑΙ/Η ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΓΕΩΡΓΑΚΗ ΒΑΣΙΛΗ ΑΛΛΩΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

2.    ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΓΕΩΡΓΑΚΗ ΒΑΣΙΛΗ ΑΛΛΩΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ)

3.    ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΓΕΩΡΓΑΚΗ ΒΑΣΙΛΗ ΑΛΛΩΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ)

Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες

 

------------------------------

 

Χρ. Χατζηστερκώτης για Χριστόφορος Χατζηστερκώτης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τις εφεσείουσες.

Ε. Ανδρέου για Ανδρέου, Χατζηχριστοφής Δ.Ε.Π.Ε., για τους εφεσίβλητους.

 

-------------------------------

 

               ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Κονή, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΚΟΝΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας («το πρωτόδικο Δικαστήριο») ημερομηνίας 30/3/2018 με την οποία ακύρωσε την εγγραφή του επίδικου τεμαχίου επ' ονόματι της εναγομένης 1/εφεσείουσας 1 και κατ΄ επέκταση επ' ονόματι της εναγόμενης 2/εφεσείουσας 2 και διέταξε την εγγραφή αυτού επ' ονόματι του ενάγοντα 1/εφεσίβλητου 1 ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος Γεωργάκη (Γιωργάκη) Βασίλη. Η εφεσείουσα 1 στα πλαίσια της παρούσας έφεσης είναι η διαχειρίστρια της περιουσίας της αποβιωσάσης εναγομένης 1.

 

        Η ιδιοκτησία του επίδικου τεμαχίου, χωράφι με 3 χαρουπιές, με αρ. 453, Φ/Σχ. 55/12, τώρα με αριθμό εγγραφής  18661, το οποίο βρίσκεται στη Τοποθεσία Υψοπάμπουλος, έκτασης 9 δεκαρίων και 31τ.μ., Μερίδιο το όλον, στο χωριό Τόχνη της Επαρχίας Λάρνακας («το κτήμα»), είχε καταστεί μήλον της έριδος μεταξύ των διαδίκων.

 

        Το άνω κτήμα με τη γενική χωρομετρία που διεξήχθη στη Κύπρο την περίοδο 1917 - 1920 η οποία για το χωριό Τόχνη είχε ολοκληρωθεί στις 30/3/1920 είχε καταχωρηθεί επ' ονόματι του Γεωργάκη Βασίλη από την Καλαβασό με Σελίδα Μητρώου Φόρων (κατάστιχο) 1130. Το κτήμα βρίσκεται επί της οριογραμμής των χωριών Τόχνης και Καλαβασού, ευρισκόμενο όμως εντός της περιοχής Τόχνης.

 

        Το κτήμα παρέμεινε καταχωρημένο στο κτηματικό μητρώο (αλλά όχι εγγεγραμμένο επ' ονόματι του) ή άλλως πως φορολογούμενο επ' ονόματι του ως άνω Γεωργάκη Βασίλη μέχρις ότου αυτό ενεγράφη επ' ονόματι της εναγομένης 1/εφεσείουσας 1 μετά που υπέβαλε μαζί με την αδελφή της Ελένη Γεωργίου την Αίτηση Α 234/1999. Το κτήμα ενεγράφη επ' ονόματι της εφεσείουσας 1 την 30/10/1999 δυνάμει κληρονομιάς από τον πατέρα της Γιωργάκη Βασίλη και διανομής, της αδελφής της Ελένης αποποιούμενης του δικαιώματος της επ' αυτού. Στη συνέχεια την 4/4/2000 η εφεσείουσα 1 το μεταβίβασε δυνάμει δωρεάς επ' ονόματι της θυγατέρας της εφεσείουσας 2.

 

        Ο εφεσίβλητος 1 ως κληρονόμος ή και ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Γεωργάκη Βασίλη άλλως Γεώργιου Βασιλείου τέως από την Καλαβασό Λάρνακας, δυνάμει διατάγματος του Δικαστηρίου το οποίο εκδόθηκε την 5/3/2010 και των εφεσίβλητων 2 και 3 ως κληρονόμων του ως άνω Γεωργάκη Βασίλη επιδίωξαν μέσω αγωγής την ακύρωση της εγγραφής  του κτήματος επ' ονόματι αρχικά της εφεσείουσας 1 και εν συνεχεία της εφεσείουσας 2, ως επίσης την έκδοση αναγνωριστικής φύσεως διαταγμάτων των δικαιωμάτων του εφεσίβλητου 1 που ενεργούσε ως διαχειριστής της περιουσίας του ως άνω αποβιώσαντα.

 

        Οι εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν στην Έκθεση Απαίτησης ότι αυτοί είναι οι μοναδικοί κληρονόμοι της περιουσίας του αποβιώσαντος και επομένως και του κτήματος.

 

        Σύμφωνα με τους εφεσίβλητους ο ως άνω αποβιώσας άφησε ως νόμιμους κληρονόμους του τη θυγατέρα του Μαρία Γιωργάκη Βασίλη, η οποία απεβίωσε την 5/1/1968 χήρα και άτεκνη, αφήνοντας μοναδικό κληρονόμο της τον αδελφό της Κώστα Γιωργάκη Βασίλη ο οποίος απεβίωσε την 23/11/1989. Κατά τον θάνατο του, ο ως άνω Κώστας Γιωργάκη Βασίλη, άφησε κληρονόμους του: (α) τη σύζυγο του και πεθερά του εφεσίβλητου 1 Βαρβάρα Κώστα Γιωργάκη, η οποία απεβίωσε την 6/4/1990 αφήνοντας μοναδικούς κληρονόμους της τις δύο θυγατέρες της: (α) την Κυριακού Χαμπή η οποία απεβίωσε χήρα και άτεκνη την 25/1/2000 και (β) την Ελένη Κώστα Βασιλείου η οποία απεβίωσε την 23/2/2008 και άφησε ως κληρονόμους της το σύζυγο της, εφεσίβλητο 1, και τα δυο παιδιά τους, τους εφεσίβλητους 2 και 3 (Το γενεαλογικό τους δέντρο παρατίθεται ως Παράρτημα Α).

 

        Ισχυρίστηκαν περαιτέρω ότι η εφεσείουσα 1 γεννήθηκε την 7/1/1938 και είναι θυγατέρα του αποβιώσαντος Γιωρκάτζη Λευτέρη και της Κυριακούς Χριστοφή. Ο πατέρας της εφεσείουσας 1 απεβίωσε την 18/6/1942 και κατά τον χρόνο του θανάτου του μοναδικοί κληρονόμοι του ήταν τα παιδιά του, η εφεσείουσα 1 και η Έλλη (Ελένη) Γιωρκάτζη Λευτέρη η οποία απεβίωσε άγαμη και άτεκνη. Η εφεσείουσα 2 είναι θυγατέρα της εφεσείουσας 1 στην οποία η τελευταία μεταβίβασε το κτήμα (Το γενεαλογικό τους δέντρο παρατίθεται ως Παράρτημα Β).

 

        Αποτέλεσε επίσης ισχυρισμό των εφεσίβλητων ότι περί την 22/2/1999 η εφεσείουσα 1 μαζί με την αδελφή της Ελένη επισκέφθηκαν τον Μ.Ε.2, τότε Κοινοτάρχη του Κοινοτικού Συμβουλίου Τόχνης, και του παρουσιάστηκαν αναφερόμενες ψευδώς ότι είναι δήθεν θυγατέρες και οι μοναδικές κληρονόμοι του Γεωργάκη Βασίλη στον οποίο ήταν καταχωρημένο το κτήμα με Σελίδα Μητρώου Φόρων 1130 στην Τόχνη και παραθέτουν λεπτομέρειες δόλου ή και ψευδών παραστάσεων της εφεσείουσας 1.

 

        Σύμφωνα πάντα με τους εφεσίβλητους ο Μ.Ε.2, βασιζόμενος  στις προς αυτόν ψευδείς παραστάσεις και αναληθείς δηλώσεις της εφεσείουσας 1 ή και της αδελφής της Ελένης, εξέδωσε το πιστοποιητικό ημερομηνίας 22/2/1999 δυνάμει του οποίου η εφεσείουσα 1 εξασφάλισε την 30/10/1999 την εγγραφή του όλου μεριδίου του κτήματος επ' ονόματι της. Ακολούθως την 4/4/2000 η εφεσείουσα 1 μεταβίβασε το κτήμα δυνάμει δωρεάς στη θυγατέρα της - εφεσείουσα 2.  

 

        Ήταν περαιτέρω ισχυρισμός των εφεσίβλητων ότι ο εφεσίβλητος 1 ή και η σύζυγος του προέβησαν στα δέοντα για την εγγραφή του κτήματος επ' ονόματι της συζύγου του εφεσίβλητου 1, ως της μοναδικής τότε κληρονόμου του Γεωργάκη Βασίλη, όταν περί τον Σεπτέμβριο του έτους 2009 διαπίστωσαν ότι το κτήμα ήταν εγγεγραμμένο επ' ονόματι της εφεσείουσας 2 δυνάμει δωρεάς από τη μητέρα της εφεσείουσα 1 και ότι αυτή η εγγραφή και μεταβίβαση έγινε στη βάση ή και ήταν το αποτέλεσμα του πιο πάνω αναφερόμενου πιστοποιητικού ημερομηνίας 22/2/1999.

 

        Ακολούθησαν, σύμφωνα επίσης με τους εφεσίβλητους, διάφορα διαβήματα προς διάφορους εμπλεκόμενους με τον Μ.Ε.2 να ανακαλεί το πιστοποιητικό του ημερομηνίας 22/2/1999 και τον νέο Κοινοτάρχη Τόχνης να επιβεβαιώνει και να υιοθετεί την ανάκληση και απόσυρση του πιστοποιητικού. Όταν οι εφεσείουσες δεν συγκατατέθηκαν στη διόρθωση του λάθους που έγινε κατ' ισχυρισμό των εφεσίβλητων στο Κτηματολόγιο, οι τελευταίοι αποτάθηκαν στη βάση του άρθρου 61 του Κεφ. 224 στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο για διόρθωση του λάθους, διαδικασία που δεν προκρίθηκε από αυτό καθώς το ζήτημα έπρεπε να επιλυθεί μέσω Δικαστηρίου. Έτσι προχώρησαν στην καταχώρηση αγωγής αξιώνοντας διαφόρων μορφών αναγνωριστικές αποφάσεις ή και διατάγματα που αποσκοπούσαν στην ακύρωση της εγγραφής και μεταβίβασης του κτήματος επ' ονόματι της εφεσείουσας 1 αρχικά και ακολούθως επ' ονόματι της εφεσείουσας 2 και ακολούθως να αναγνωριστεί ότι το κτήμα αποτελεί μέρος της περιουσίας του  ως άνω αποβιώσαντος Γεωργάκη Βασίλη άλλως Γεώργιου Βασιλείου του οποίου μοναδικοί κληρονόμοι και δικαιούχοι εγγραφής του κτήματος είναι οι εφεσίβλητοι σε ίσα εξ αδιαιρέτου μερίδια και να διαταχθεί η μεταβίβαση και εγγραφή επ' ονόματι του εφεσίβλητου 1 ως διαχειριστή του ως άνω αποβιώσαντος  ή και δυνάμει κληρονομιάς επ' ονόματι των εφεσίβλητων  σε ίσα εξ αδιαιρέτου μερίδια ως κληρονόμων του εν λόγω αποβιώσαντα.

 

        Οι εφεσείουσες στην Υπεράσπιση τους πέραν της άρνησης των ισχυρισμών των εφεσίβλητων ότι ενήργησαν δόλια ή και ψευδώς διατείνονταν μεταξύ άλλων ότι:

 

        (α) ο πατέρας της εφεσείουσας 1 ονομαζόταν Γιωρκάτζης Λευτέρη άλλως Γιωργάκης Λευτέρης άλλως Γιωργάκης Βασίλη.  Το επώνυμο Βασίλη ήταν το επώνυμο της πρώτης συζύγου που είχε ο ως άνω Γιωρκάτζης ονόματι Χρυστάλλα Βασίλη. Την παλαιά ή και τότε εποχή ήταν πολύ εύκολο ή και συνηθιζόταν πολύ να λέγονταν οι άνθρωποι με διάφορα υποκοριστικά ή και ονόματα συγγενών τους ή και άλλως.  Αυτό έγινε και με τον πατέρα της εφεσείουσας 1 ο οποίος ήταν γνωστός και με τον επώνυμο Βασίλη από το όνομα της πρώτης συζύγου του.  (β) Ο πατέρας της εφεσείουσας 1 ήταν παντρεμένος με την Χρυστάλλα Βασίλη η οποία απεβίωσε στην Καλαβασό το έτος 1929 όταν ήταν ηλικίας 47 ετών. Με την Χρυστάλλα Βασίλη ο Γιωρκάτζης Λευτέρη Βασίλη δεν απέκτησε παιδιά. Μετά το θάνατο της Χρυστάλλας Βασίλη ο εν λόγω Γιωρκάτζης Λευτέρη ή Βασίλη είχε συνάψει δεύτερο γάμο με την Κυριακού Ττοφή και απέκτησαν δύο παιδιά ήτοι την εφεσείουσα 1 και την Έλλη (Ελένη) Γιωρκάτζη Λευτέρη. (γ) Ο πατέρας της εφεσείουσας 1 απεβίωσε στις 18/6/1942.  (δ) Ο πατέρας της εφεσείουσας 1 είχε περιουσία όπως και η Χρυστάλλα Βασίλη την οποία και κληρονόμησε και λόγω του ότι οι ίδιοι δεν είχαν αποκτήσει δικά τους παιδιά όλη την περιουσία τους την έλαβαν είτε η Κυριακού Ττοφή δηλαδή η δεύτερη σύζυγος του Γιωρκάτζη Λευτέρη Βασίλη ή και η εφεσείουσα 1 ή και η αδερφή της εφεσείουσας 1 η Έλλη (Ελένη) Γιωρκάτζη Λευτέρη ή και οι δύο μαζί.  (ε) Λόγω του ότι η Έλλη (Ελένη) Γιωρκάτζη Λευτέρη δεν παντρεύτηκε και δεν είχε αποκτήσει παιδιά τελικά η περιουσία κατέληξε στην εφεσείουσα 1 η οποία με τη σειρά της τη μεταβίβασε στην κόρη της εφεσείουσα 2.

 

        Άνευ βλάβης της πιο πάνω γενικής άρνησης τους ή και διαζευκτικά οι εφεσίβλητες πρόβαλαν μεταξύ άλλων ότι η εφεσείουσα 1 ουδέποτε παραπλάνησε σκόπιμα  ή και καθόλου τον Μ.Ε.2 για την έκδοση του επίδικου πιστοποιητικού ημερομηνίας 22/2/1999 ούτε απέκρυψε δολίως ότι η ίδια και η αδελφή της είναι θυγατέρες του Γιωρκάτζη Λευτέρη άλλως Γιωργάκη Λευτέρη άλλως Γιωργάκη Βασίλη, αντίθετα του ανέφεραν ότι ήταν οι μοναδικές κληρονόμοι του και ότι το εν λόγω πιστοποιητικό είναι ορθό και σε καμιά περίπτωση λανθασμένο και αναληθές. Ισχυρίστηκε επίσης ότι ουδέποτε ενέργησε δόλια ή και με ψευδείς παραστάσεις με σκοπό την απόσπαση ή και οικειοποίηση ή και εξασφάλιση με δόλο της εγγραφής του κτήματος στο όνομα της.  Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι η ίδια είχε υπό τη συνεχή αδιάληπτη και αδιαφιλονίκητη κατοχή της το κτήμα από 30 και πλέον έτη και ότι περί την 30/10/1999 το κτήμα ενεγράφη επ΄ ονόματι της εφεσίβλητης 1 και ότι η τελευταία την 4/4/2000 μεταβίβασε το όλο μερίδιο στο εν λόγω κτήμα δυνάμει δωρεάς στην εφεσίβλητη 2. 

 

        Οι εφεσείουσες ισχυρίστηκαν ακόμα ότι οι εφεσίβλητοι κωλύονταν δυνάμει εγγράφων ή και άλλως να προβάλουν ισχυρισμούς και αξιώσεις ως η Έκθεση Απαίτησης. Ανήγαγαν το πρόβλημα στη συνωνυμία ή και την ομοιότητα των ονομάτων ή και άλλως μεταξύ του Γεωργάκη Βασίλη ή άλλως Γεώργιου Βασιλείου και του πατέρα της εφεσείουσας 1 Γιωργάκη ή Γιωρκάτζη Λευτέρη επονομαζόμενου και Βασίλη ο οποίος είχε στη συνεχή και αδιάλειπτο κατοχή ή και κατείχε ανέκαθεν και συνεχώς το κτήμα και μετά το θάνατο του την 18/6/1942, το κατείχε η εφεσείουσα 1 μέχρι να το μεταβιβάσει στην εφεσείουσα 2. Διαζευκτικά ή και άλλως οι εφεσείουσες 1 και 2 συμπλήρωσαν από μόνες τους την περίοδο που χρειάζεται κατοχής ή και συμπλήρωσαν αυτή προσθέτοντας την δική τους κατοχή την περίοδο που το κτήμα κατεχόταν από τον πατέρα της εφεσείουσας 1. Το επίδικο κτήμα ήταν καταχωρημένο στο κτηματικό μητρώο επ΄ονόματι του Γεώργιου Βασιλείου και αυτός ήταν ο πατέρας της εφεσείουσας 1. Διαζευκτικά ή και άλλως σε περίπτωση που η καταχώρηση στα κτηματικά μητρώα του κτήματος δεν αναφερόταν στο όνομα του πατέρα της εφεσείουσας 1, αυτό οφειλόταν σε λάθος καταχώρηση λόγω της συνωνυμίας ή και ομοιότητας των ονομάτων μεταξύ του ονόματος του πατέρα της εφεσείουσας 1 και του προγόνου των εφεσίβλητων.  Διαζευκτικά και άνευ βλάβης της πιο πάνω θέσης, οι εφεσείουσες 1 και 2 σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο ακυρωνόταν η εγγραφή του κτήματος στο όνομα της εφεσείουσας 2 ζητούσαν εγγραφή του κτήματος στο όνομα τους καθότι το κατείχαν προσωπικά οι ίδιες ή και βάσει κληρονομικού δικαιώματος ή και δυνάμει εχθρικής κατοχής από το έτος 1942 μέχρι το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης. Ισχυρίστηκαν ότι οι εφεσίβλητοι  η και ο Γεωργάκης Βασίλη του οποίου είναι κληρονόμοι ουδέποτε κατείχαν το κτήμα είτε το καλλιεργούσαν ή και είχαν οποιαδήποτε σχέση με αυτό.   Για όλους τους πιο πάνω λόγους εξαιτούνταν την απόρριψη της αγωγής. 

 

        Οι εφεσείουσες με ανταπαίτηση τους αξίωναν αναγνωριστικά διατάγματα τα οποία να αναγνωρίζουν ως νόμιμη, έγκυρη και νομικά ορθή την μεταβίβαση του κτήματος στο όνομα της εφεσείουσας 1 και ακολούθως στο όνομα της εφεσείουσας 2  και που να αναγνωρίζουν την τελευταία ως την μόνη ιδιοκτήτρια του κτήματος είτε βάσει κληρονομικού δικαιώματος είτε δυνάμει εχθρικής κατοχής της ίδιας ή και της εφεσείουσας 1 ή και των δύο. 

 

        Οι εφεσίβλητοι στην Απάντηση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση αρνήθηκαν όλους τους ισχυρισμούς των εφεσειουσών στην Υπεράσπιση τους όπως και την αξίωση τους για έκδοση αναγνωριστικών διαταγμάτων στην Ανταπαίτηση τους. 

 

        Κατά την ακροαματική διαδικασία κατέθεσαν εκ μέρους των εφεσίβλητων 7 μάρτυρες, ενώ εκ μέρους των εφεσειουσών 9 μάρτυρες και κατά τη διάρκεια της παράθεσης της μαρτυρίας κατατέθηκαν ως τεκμήρια συνολικά 57 έγγραφα.

 

        Όλοι οι μάρτυρες που παρουσιάστηκαν εκ μέρους των εφεσίβλητων, μεταξύ των οποίων και ο εφεσίβλητος 1 (Μ.Ε.1), άφησαν καλή εντύπωση στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο αποδέχθηκε την μαρτυρία τους. Καλή εντύπωση άφησαν στο Δικαστήριο και οι Μ.Υ.4, Μ.Υ.5, Μ.Υ.6, Μ.Υ.7 και Μ.Υ.8 των οποίων η μαρτυρία επίσης έγινε αποδεκτή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο τη μαρτυρία των πιο πάνω μαρτύρων προέβηκε σε ανάλογα ευρήματα. Η μαρτυρία του Μ.Υ.2 θεωρήθηκε αόριστη και άσχετη με τα επίδικα γεγονότα. Η Μ.Υ.9, Πρωτοκολλητής Διαχειρίσεων Κληρονομιών στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, όταν ρωτήθηκε αν έγινε διαχείριση στο όνομα του Κώστα Βασίλη, πατέρα της Ελένης Κώστα Γεωργίου, αποβιωσάσης συζύγου του εφεσίβλητου 1, προβλήθηκε ένσταση η οποία έγινε δεκτή και έτσι εμποδίστηκε να καταθέσει περαιτέρω για τον σκοπό για τον οποίο κλητεύθηκε. Έτσι δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία εκ μέρους της. Τόσο η εφεσείουσα 1 (Μ.Υ.1) όσο και η εφεσείουσα 2 (Μ.Υ.3) άφησαν αρνητική εντύπωση στο Δικαστήριο το οποίο δεν αποδέχθηκε την μαρτυρία τους και την απέρριψε.

 

        Μετά την παράθεση της νομικής πτυχής που διέπει τα επίδικα θέματα, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε σύνοψη των ευρημάτων του και επικεντρώθηκε στα ακόλουθα τα οποία το οδήγησαν στην κατάληξη του επί των επιδίκων θεμάτων.  

     

        Α. Η εφεσείουσα 1 γεννήθηκε το 1938 και κατά τον χρόνο του θανάτου του πατέρα της το 1942 ήταν 4 ετών και έφυγε από την Κύπρο το έτος 1955 σε ηλικία 17 ετών. Η Χρυσταλλού Βασίλη (1η σύζυγος του πατέρα της)απεβίωσε περί το έτος 1929. Σύμφωνα με τα Τεκμήρια 46 και 56 το όνομα του πατέρα της Χρυσταλλούς ήταν Χαράλαμπος (Christallou Haralambos Vasili). Όλη η ακίνητη ιδιοκτησία που είχε στην Τόχνη ήταν σε εξ αδιαιρέτου μερίδια με άλλα πρόσωπα, ήτοι 4/16 μερίδια. Ο ισχυρισμός περί δήθεν αρχικής ιδιοκτησίας του κτήματος από τη Χρυστάλλα Βασίλη παρέμεινε ατεκμηρίωτος. Πέραν τούτου το έτος 1920 όταν συμπληρώθηκε η Γενική Χωρομετρία στην κοινότητα Τόχνης και αφού το κτήμα ήταν καταχωρημένο στον Γεωργάκη Βασίλη, ήταν καταχωρημένο σε αυτόν  τουλάχιστον από το έτος 1920, ενόσω ακόμα ζούσε η Χρυστάλλα Βασίλη (βλ. μαρτυρία Μ.Ε.7). Συνεπώς εάν ο ισχυρισμός των εφειουσών ήταν αληθής θα υπήρχε ως αρχική καταχώρηση στο όνομα της Χρυστάλλας Βασίλη και όχι στο όνομα Γεωργάκης Βασίλη. Ο 1ος καταχωρημένος ιδιοκτήτης του κτήματος ήταν ο Γεωργάκης Βασίλη και όχι ο Γιωργάκης Βασίλη δυνάμει κληρονομιάς ή δωρεάς από την Χρυστάλλα Βασίλη όπως ισχυρίστηκε η εφεσείουσα 1. Οι πρώτες αποδείξεις του Τεκμηρίου 54 για τα έτη 1938 και 1939 καταδεικνύουν ότι είχαν πληρωθεί οι φορολογίες του κτήματος ενόσω ακόμα ζούσε ο Γεωργάκης Βασίλη και ενόσω ακόμα ζούσε ο πατέρας της εφεσείουσας 1.

 

        Β.  Σύμφωνα με το παράρτημα Α1 του Τεκμηρίου 42, το κτήμα ενεγράφη επ' ονόματι της εφεσείουσας 1 την 30/10/1999 «μετά από κληρονομιά και διανομή με το Φάκελο Α 234/99» και εκδόθηκε τίτλος εγγραφής 0/18661. Ακολούθως η εφεσείουσα 1 μεταβίβασε το κτήμα, το όλο μερίδιο, με δωρεά στην εφεσείουσα 2 με βάση τη δήλωση μεταβίβασης Δ.1184/2000 το οποίο μέχρι και τον χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης ήταν εγγεγραμμένο επ' ονόματι της.

 

        Γ.  Η εφεσείουσα 1 πέτυχε την εγγραφή του ακινήτου επ' ονόματι της στη βάση του πιστοποιητικού ημερομηνίας 22/2/1999   (Τεκμήριο 6), το περιεχόμενο του οποίου  επαναλήφθηκε από τον Μ.Υ.4 στο Τεκμήριο 3 και ακολούθως στο Τεκμήριο 4. Δεν προέβηκε ο Μ.Υ.4 σε οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα για να εξακριβώσει την αλήθεια του περιεχομένου του πιστοποιητικού. Εάν ο Μ.Υ.4, όπως παραδέχθηκε, είχε υπόψη του τα δεδομένα που αφορούσαν το γενεαλογικό δέντρο του πατέρα της εφεσείουσας 1, όπως προκύπτουν από τα παραρτήματα του Τεκμηρίου 42, η απόφαση του δεν θα ήταν η ίδια.

 

        Δ. Η εφεσείουσα 1 πέτυχε εγγραφή του κτήματος δυνάμει κληρονομιάς από τον «πατέρα» της Γιωργάκη Βασίλη που ήταν ο καταχωρημένος ιδιοκτήτης του και διανομής, εφόσον η μοναδική αδελφή της και κληρονόμος Ελένη αποποιήθηκε του δικαιώματος της. Η εφεσείουσα 1 απέκτησε το κτήμα στη βάση της Αίτησης Α 234/88 αποκλειστικά και μόνο επειδή αυτή συνοδευόταν από το πιστοποιητικό ημερομηνίας 22/2/1999 του Μ.Ε.2 (Τεκμήριο 6), το οποίο ο Μ.Ε.2 απέσυρε ως μη αληθινό. Χωρίς το εν λόγω πιστοποιητικό δεν θα γινόταν δεκτή η ως άνω αίτηση.

 

        Ε. Ο Μ.Ε.2 μόλις ενημερώθηκε από τον Μ.Ε.3 για το γεγονός ότι η εφεσείουσα πέτυχε την επ' ονόματι της εγγραφή του κτήματος στη βάση του Τεκμηρίου 6, προέβη από μόνος του σε έρευνα τόσο στο Αρχείο Γεννήσεων και Θανάτου του Κ. Σ. Καλαβασού, τόπο καταγωγής των Γεωργάκη Βασίλη και Γιωρκάτζη Λευτέρη όπου διαπίστωσε ότι η εφεσείουσα 1 δεν ήταν κόρη του Γεωργάκη Βασίλη. Όπως διαπίστωσε ο Γεωργάκης Βασίλη, καταχωρημένος ιδιοκτήτης του κτήματος, απεβίωσε το έτος 1946 ενώ ο Γιωρκάτζης Λευτέρης, πατέρας της εφεσείουσας 1 απεβίωσε το έτος 1942. Ακολούθως προέβη σε ενέργειες και επιστολές προς το Κτηματολόγιο και προς τις εφεσείουσες (Τεκμήρια 16 - 19). Ο Μ.Ε.2 ρητά ανακάλεσε το Τεκμήριο 6  μετά από τις πιο πάνω διαπιστώσεις του αλλά  και της διαπίστωσης του ότι ο καταχωρημένος ιδιοκτήτης του κτήματος ήταν ο πρόγονος και παππούς της Ελένης Κώστα Βασιλείου, συζύγου του εφεσίβλητου 1. Οι πιο πάνω διαπιστώσεις του Μ.Ε.2 καθιστούσαν το Τεκμήριο 6 για ουσιαστικούς λόγους (πέραν από τυπικούς) ως άκυρο εξ υπαρχής.

 

        ΣΤ. Η εφεσείουσα 1 δεν «είναι κληρονόμος του καταχωρημένου σε εγγραφή προσώπου Γιωργάκη Βασίλη και ότι οι σημερινοί κληρονόμοι αυτού είναι οι ενάγοντες 1, 2 και 3. Οι μάρτυρες Μ.Ε.2, Μ.Ε.3 και Μ.Ε.7 επιβεβαίωσαν με τη μαρτυρία τους ότι το περιεχόμενο του πιστοποιητικού ημερ. 22.2.1999 (Τεκμ. 6)», ήταν λανθασμένο και αναληθές και κατ' επέκταση κατέστη εύρημα του Δικαστηρίου ότι η εγγραφή που έγινε επ' ονόματι της εφεσείουσας 1 βασιζόμενη σε αυτό το πιστοποιητικό, ήταν εξ' υπαρχής άκυρη και θα έπρεπε να ακυρωθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι συνεπεία του πιο πάνω γεγονότος, είχε εξουσία να διατάξει ακύρωση της εγγραφής του κτήματος επ' ονόματι της εφεσείουσας 1, να ακυρώσει την εγγραφή επ' ονόματι της εφεσείουσας 2 και να διατάξει την εγγραφή του κτήματος επ' ονόματι του εφεσίβλητου 1 ως διαχειριστή της περιουσίας του Γεωργάκη Βασίλη.

 

        Ζ.  Το Τεκμήριο 6 έπασχε από ακυρότητα εξ υπαρχής τόσο σε ότι αφορά τον τύπο όσο και το περιεχόμενο του. Κατά συνέπεια λανθασμένα προωθήθηκε η εξέταση της αίτησης της εφεσείουσας 1 για εγγραφή του κτήματος στη βάση αυτού και κατ' επέκταση λανθασμένα προέβη ο Μ.Υ.4 στην επιτόπια έρευνα, συμπλήρωση του Τεκμηρίου 3 και σύνταξη του Τεκμηρίου 4 και υπογραφή του από τον Κοινοτάρχη (Μ.Ε.2), με τελικές οδηγίες από τον αρμόδιο λειτουργό - ελεγκτή του Κτηματολογίου για εγγραφή του κτήματος.

 

        Η.  Οι εφεσίβλητοι απέδειξαν ότι την κατοχή του κτήματος δεν την είχε ούτε η εφεσείουσα 1 ούτε και ο πατέρας της, αλλά ο πρόγονος των εφεσίβλητων Γεωργάκης Βασίλης, ακολούθως ο γιος του Κώστας Γεωργίου και μετά η θυγατέρα του Ελένη Γεωργίου  και μετά τον θάνατο της οι εφεσίβλητοι δηλαδή ο σύζυγος και τα παιδιά της. Για πενήντα και πλέον χρόνια ο Γιωργάκης Βασίλη και ακολούθως οι απόγονοι του πλήρωναν το φόρο ακίνητης ιδιοκτησίας του κτήματος και όλα αυτά τα χρόνια ουδείς εμφανίστηκε να αμφισβητήσει ότι το κτήμα ανήκε σε άλλον. Η εγγραφή επ' ονόματι της εφεσείουσας 1 έγινε το έτος 1999 ενώ η τελευταία απόδειξη πληρωμής  ακίνητης ιδιοκτησίας φέρει χρονολογία 1989, δηλαδή 10 μόλις χρόνια προτού η εφεσείουσα 1 εξασφαλίσει την εγγραφή του. Μετά την εκλογή του προέδρου Βασιλείου το έτος 1988 το Τμήμα φορολογίας σταμάτησε να επισκέπτεται τις κοινότητες για είσπραξη του φόρου ακίνητης ιδιοκτησίας όπως έπραττε προηγουμένως. Ο Μ.Ε.2 καθ' όλη τη περίοδο που ήταν Κοινοτάρχης δεν εισέπραξε φόρο ακίνητης περιουσίας.

 

        Θ. Το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 6 στη βάση του οποίου η εφεσείουσα 1 πέτυχε την εγγραφή του κτήματος εξασφαλίστηκε κατόπιν δόλου και ψευδών παραστάσεων της εφεσείουσας 1και της αποβιώσασας αδελφής της και κατ' επέκταση ήταν εξ' υπαρχής άκυρο και χωρίς οποιαδήποτε αποδεικτική αξία ή νομική ισχύ. Πέραν τούτου το περιεχόμενο αυτού αποδείχθηκε ότι είναι αναληθές και άρα η εγγραφή που εξασφαλίστηκε βασιζόμενη στο περιεχόμενο του είναι άκυρη και συνεπεία αυτών η εγγραφή που πέτυχε η εφεσείουσα 1 καθίστατο εξ' υπαρχής άκυρη συμπαρασύροντας και την εγγραφή που ακολούθησε δυνάμει δωρεάς στην εφεσείουσα 2.

 

        Ακολούθως το πρωτόδικο ανέφερε:

 

«Το μόνο επίδικο ζήτημα που τίθεται προς εξέταση είναι το κατά πόσο ο καταχωρημένος ιδιοκτήτης του ακινήτου Γιωργάκης Βασίλη είναι πρόγονος των εναγόντων ή των εναγομένων. Είναι η εισήγηση της πλευράς των εναγόντων  με την οποία συμφωνώ, ότι τόσο η έγγραφη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου όσο και η μαρτυρία ιδιαίτερα των κ. Χριστόδουλου Σώζου (Μ.Ε.2), κ. Ιωάννη Βασιλείου (Μ.Ε.3) και της κας Βασιλικής Πάλμα (Μ.Ε.7), έχει αποδείξει, όχι μόνο στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων αλλά πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο Γιωργάκης Βασίλη, καταχωρημένος ιδιοκτήτης του ακινήτου, είναι ο πρόγονος των εναγόντων. Συνεπώς, όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Ελπινίκη Παναγή κ.α. ν. Παναγιώτη Κ. Παναγή υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Κύπρου Παναγή (2009) 1 ΑΑΔ 145, « Εκείνος που θα είχε καθηκόντως οποιοδήποτε δικαίωμα επί της περιουσίας του προς συλλογή και διανομή της θα ήταν ο διαχειριστής».  Γι΄αυτό και οι ενάγοντες αξιώνουν  σχετική αναγνωριστική απόφαση και διάταγμα δυνάμει του οποίου να διατάσσεται η εγγραφή και μεταβίβαση του ακινήτου επ' ονόματι του ενάγοντος 1 ως διαχειριστή της περιουσίας του Γιωργάκη Βασίλη, τέως από την Καλαβασό.  Περαιτέρω υπό το φως των ζητημάτων που εγέρθηκαν με την παρούσα αγωγή είναι  αναγκαίο όπως εκδοθεί δήλωση του Δικαστηρίου δυνάμει της οποίας να αναγνωρίζεται ότι οι κληρονόμοι του Γιωργάκη Βασίλη, καταχωρημένου ιδιοκτήτη του επίδικου ακινήτου είναι οι ενάγοντες, μοναδικοί κληρονόμοι της εγγονής του Ελένης Γεωργίου».

 

        Με βάση τα πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι απέδειξαν την υπόθεση τους και προχώρησε στην έκδοση αναγνωριστικών αποφάσεων ή και διαταγμάτων δυνάμει των οποίων αναγνωρίζεται ότι το Τεκμήριο 6 είναι λανθασμένο ή και εξ' υπαρχής άκυρο και στερείται νομικής ισχύος, η εγγραφή του κτήματος επ' ονόματι της εφεσείουσας 1 «εξασφαλίστηκε κατόπιν δόλου και/ή  ψευδών καταστάσεων  και/ή είναι άκυρη και στερείται νομικής ισχύος», ακυρώθηκε η εγγραφή και μεταβίβαση του κτήματος επ' ονόματι της εφεσείουσας 1 και επ' ονόματι της εφεσείουσας 2, το κτήμα αποτελεί μέρος της περιουσίας του Γεωργάκη Βασίλη άλλως Γεώργιου Βασιλείου, τέως από την Καλαβασό, οι μοναδικοί κληρονόμοι και δικαιούχοι εγγραφής του κτήματος είναι οι εφεσίβλητοι 1, 2 και 3 σε ίσα εξ' αδιαιρέτου μερίδια και διατάχθηκε η εγγραφή και μεταβίβαση του κτήματος επ' ονόματι του εφεσίβλητου 1 ως διαχειριστή της περιουσίας του ως άνω αποβιώσαντος, με έξοδα υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον των εφεσειουσών.  Η Ανταπαίτηση απορρίφθηκε χωρίς την επιδίκαση οποιωνδήποτε εξόδων εφόσον αυτή εκδικάστηκε στα πλαίσια της αγωγής.

 

        Οι εφεσείουσες προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση με 13 λόγους έφεσης.  Οι λόγοι έφεσης απαριθμούνται από 1 έως 9 και από 11 έως 14.

 

        Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε ή και παρέλειψε να εξετάσει τη θέση των εφεσειουσών ότι η έκδοση  του πιστοποιητικού της Χωρητικής Αρχής Τόχνης (Τεκμήριο 6) αποτελεί  διοικητική πράξη η οποία είχε εκδοθεί από την αρμόδια αρχή (Κοινοτικό Συμβούλιο Τόχνης) και δεν είχε δικαιοδοσία να το ακυρώσει. Είναι δημόσιο έγγραφο που περιέχει ευμενή διοικητική πράξη υπέρ των εφεσειόντων και δεν μπορεί να ανακληθεί ή και ακυρωθεί από Δικαστήριο που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία. Για να γίνει κάτι τέτοιο  ακολουθείται ειδική  διοικητική διαδικασία μέσω του Επάρχου ή και μέσω  Διοικητικού Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου έπρεπε να μην επιτραπεί  μαρτυρία που δόθηκε για το περιεχόμενο του, ούτε να αξιολογηθεί και να προβεί το πρωτόδικο Δικαστήριο σε ευρήματα που μόνο ένα Διοικητικό Δικαστήριο μπορούσε να προβεί (άρθρα 42(1) και 46(ιγ) του περί Κοινοτήτων Νόμου, Ν.86(Ι)/1999 όπως έχει τροποποιηθεί και άρθρο 82(1) του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ.224).

 

        Ο λόγος αυτός έφεσης είναι αβάσιμος.

 

        Η μελέτη του  περιεχομένου του άρθρου 82 του Κεφ. 2241 αποκαλύπτει ότι το Τεκμήριο 6 αποτελούσε πιστοποιητικό που είχε εξουσία να εκδώσει ο Κοινοτάρχης για σκοπούς προσαγωγής του στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο ως απόδειξη γεγονότος για ζήτημα που επηρέαζε ακίνητη ιδιοκτησία. Ο Κοινοτάρχης με βάση τη παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου μπορεί να προχωρήσει στην έκδοση πιστοποιητικού πιστοποιώντας γεγονός που είτε το γνωρίζει προσωπικά είτε βασίζεται σε πληροφορίες τρίτων. Δεν αποτελούσε απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου, δεν αποτελούσε διοικητική πράξη και δεν βοηθούν τη θέση των εφεσειουσών οι πρόνοιες των άρθρων 42(1)2 και 46(ιγ)3 του Ν.86(Ι)/1999.

 

        Όσον αφορά τη θέση των εφεσειουσών ότι δεν θα έπρεπε να επιτραπεί μαρτυρία για το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 6, να αξιολογηθεί και να προχωρήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο σε ευρήματα, αποκαλυπτικά είναι τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Σάουρος κ.ά. ν. Φιλίππου (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 209, 215, τα οποία παραθέτει  και το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 54 της απόφασης του:

 

«Ο λόγος έφεσης στηρίζεται στον ισχυρισμό των Εφεσειόντων, ότι το Δικαστήριο δεν έπρεπε να θέσει υπό αμφισβήτηση τα πιστοποιητικά της Χωρητικής Αρχής, αλλά θα έπρεπε να δεχθεί το περιεχόμενο τους ως αποδεικτικό στοιχείο των όσων αναφέρονταν σ' αυτά. Το πρωτόδικο δικαστήριο στη βάση των αποφασισθέντων στην Γιάλλουρου κ.ά. v. Μιχαηλίδη κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 31, έκρινε ότι το περιεχόμενο του πιστοποιητικού της Χωρητικής Αρχής αποτελούσε εξ ακοής μαρτυρία και στην απουσία οποιασδήποτε άλλης μαρτυρίας που να επιβεβαιώνει το περιεχόμενό του, δεν ήταν διατεθειμένο να του προσδώσει αποδειχτική βαρύτητα. Παρόλο που η Γιάλλουρου κ.ά. v. Μιχαηλίδη κ.ά., ανωτέρω, αποφασίστηκε πριν την τροποποίηση του περί Αποδείξεως Νόμου και την κατάργηση του κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας, ο λόγος της παραμένει ισχυρός, εφόσον η έμφαση τώρα, όπως ορθά υποδεικνύει και το πρωτόδικο δικαστήριο, είναι στην αποδεικτική αξία του περιεχομένου του πιστοποιητικού, αντί στο αποδεκτό της».

 

        Με βάση τα πιο πάνω ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

        

        Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε ή και δεν έλαβε υπόψη του ότι οι εφεσίβλητοι δεν μπορούσαν με βάση το επικαλούμενο κληρονομικό τους δικαίωμα και μόνο αυτό να επιτύχουν στην αγωγή τους σε καταχωρημένο και όχι εγγεγραμμένο κτήμα και να ακυρωθεί η εγγραφή από ή και έναντι εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη. Σύμφωνα με τις εφεσείουσες δεν μπορούσε να ακυρωθεί το κτήμα που ήταν  εγγεγραμμένο αρχικά επ' ονόματι της εφεσείουσας 1 και ακολούθως της ιδιοκτήτριας εφεσείουσας 2 μόνο με βάση ισχυριζόμενο κληρονομικό δικαίωμα επί καταχωρημένου κτήματος (άρθρο 49 του Κεφ. 224), κατά αντίθεση των αρχών δικαίου, νόμου και νομολογίας. Δηλαδή οι εφεσίβλητοι δεν βάσισαν τις αξιώσεις τους σε οποιοδήποτε δικό τους δικαίωμα π.χ. σε δική τους εχθρική κατοχή ή σε οποιοδήποτε άλλο νόμιμο ή νομικό τους δικαίωμα εκτός από ισχυριζόμενο κληρονομικό δικαίωμα επί καταχωρημένου κτήματος.

 

        Ο λόγος αυτός έφεσης είναι επίσης αβάσιμος.

 

       Όπως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στη σελίδα 60 της απόφασης του παραπέμποντας στην Παναγή κ.ά. ν. Παναγή (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 145 οι εφεσίβλητοι αξίωναν σχετική αναγνωριστική απόφαση και διάταγμα δυνάμει του οποίου να διατάσσεται η εγγραφή και μεταβίβαση του κτήματος επ' ονόματι του εφεσίβλητου 1 ως διαχειριστή της περιουσίας του Γεωργάκη Βασίλη. Η απόφαση Παναγή κ.ά. (ανωτέρω) αφορούσε εγγραφή μη εγγεγραμμένου αλλά απλώς φορολογούμενου κτήματος αποβιώσαντος, επ' ονόματι ενός εκ των κληρονόμων και με την αγωγή αξιώνετο ακύρωση της εγγραφής επειδή κατ' ισχυρισμόν, η εγγραφή εξασφαλίστηκε με δόλο, απάτη και ψευδείς παραστάσεις. Λέχθηκε ότι εκείνος που θα είχε καθηκόντως οποιοδήποτε δικαίωμα επί της περιουσίας του προς συλλογή και διανομή της ήταν ο διαχειριστής.  Η νομολογία την οποία επικαλείται η πλευρά των εφεσειόντων (Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 579, Hadjipetrou v. Petsoloukas (1985) 1 C.L.R. 83), δεν έχει εφαρμογή στη παρούσα περίπτωση αφού αφορά αξιώσεις για αναγνώριση δυνάμει εχθρικής κατοχής και την αναγκαιότητα συνένωσης όλων των προσώπων κατά των οποίων ασκήθηκε εχθρική κατοχή. Η Χριστοδούλου κ.ά. ν. Λοΐζου κ.ά. (2005) 1(Β) Α.Α.Δ.887 την οποία επίσης επικαλείται, αφορούσε περιουσιακά δικαιώματα αποβιώσαντος λόγω εχθρικής κατοχής. Λέχθηκε ότι εκτός από την περίπτωση μικρών περιουσιών, όπου εφαρμόζονται οι πρόνοιες του άρθρου 29 του περί Διαχειρίσεως Περιουσιών Νόμου Κεφ. 184, μόνο ο προσωπικός αντιπρόσωπος του αποβιώσαντος μπορεί να διεκδικήσει, δηλαδή ο διαχειριστής της περιουσίας του, όπως έχει αποφασιστεί στην Φιλίππου ν. Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ. 448, αρχή που υποστηρίζει την ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. επίσης (άρθρο 34(7)4 του Κεφ. 189, Emin v. Turkish Bank of Nicosia Ltd (1963) 2 C.L.R. 74, The Heirs of the late Theodora Panayi v. The Administrators of the Estate of the late Stylianos Georgi Mandrioti (1963) 2 C.L.R. 167).

 

        Τα όσα προνοούνται στο άρθρο 495 του Κεφ. 224 δεν έχουν εφαρμογή την παρούσα περίπτωση.

 

     Με βάση τα πιο πάνω ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.    

 

        Με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο οποίος συναφής με τον δεύτερο, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε ή και λανθασμένα προέβηκε σε αξιολόγηση ή και ευρήματα για μαρτυρία ή και η μαρτυρία του Μ.Ε.3 περί κατοχής του επίδικου κτήματος από τον πεθερό του Κώστα Βασιλείου και τους εφεσίβλητους, η οποία δεν ήταν δικογραφημένη κατά αντίθεση με τις αρχές δικαίου, νόμου και νομολογίας.  Υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε μαρτυρία του Μ.Ε.3 περί κατοχής του επίδικου κτήματος από τον πεθερό του και τους ίδιους τους κληρονόμους ενώ δεν ήταν δικογραφημένη θέση και έφθασε σε ευρήματα του ως άνω θέματος καθοριστικά για την τύχη της αγωγής με αποτέλεσμα να ακυρώσει την καθ΄ όλα νόμιμη εγγραφή του επίδικου κτήματος επ΄ ονόματι αρχικά της εφεσείουσας 1 και της εφεσείουσας 2.

 

        Ο λόγος αυτός έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει.

 

        Το μόνο επίδικο θέμα που τέθηκε προς εξέταση στο πρωτόδικο Δικαστήριο για να αποφασίσει ήταν το κατά πόσο ο καταχωρημένος ιδιοκτήτης του κτήματος Γεωργάκης Βασίλη και δικαιούχος εγγραφής του ήταν πρόγονος των εφεσιβλήτων ή των εφεσειόντων, κάτι που αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 60 της απόφασης του. Όπως δε τονίζει στη σελίδα 55, δεν εγέρθηκε ή τέθηκε οποιαδήποτε αμφισβήτηση ότι οι δικαιούχοι εγγραφής είναι οι κληρονόμοι του Γεωργάκη Βασίλη, του καταχωρημένου ιδιοκτήτη του κτήματος. Αποτέλεσε κοινή θέση ότι ο Γεωργάκης Βασίλη ήταν ο καταχωρημένος κάτοχος του κτήματος και δικαιούχος εγγραφής του.

 

        Στην παράγραφο 17 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης των εφεσειουσών, υπήρχε ισχυρισμός ότι σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο ακυρωνόταν η εγγραφή του κτήματος επ΄ ονόματι της εφεσείουσας 2 ζητείτο η εγγραφή του επ΄ ονόματι των εφεσειουσών καθότι «το κατέχουν προσωπικά οι ίδιες και/ή βάσει κληρονομικού δικαιώματος και/ή δυνάμει δικής τους εχθρικής κατοχής ήτοι από το έτος 1942 μέχρι και σήμερα». Ισχυρισμός περί συνεχούς αδιάλειπτης και αδιαφιλονίκητης κατοχής του κτήματος από 30 και πλέον έτη υπήρχε και στην παράγραφο 6(λ) της Υπεράσπισης.

 

        Οι εφεσίβλητοι στην Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση αρνήθηκαν τους πιο πάνω ισχυρισμούς και πρόβαλαν τους δικούς τους ισχυρισμούς περί κατοχής του κτήματος. Επομένως η θέση των εφεσειουσών ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε αξιολόγηση και ευρήματα περί κατοχής του κτήματος από τον πεθερό του Μ.Ε.3 και τους εφεσίβλητους δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, την στιγμή μάλιστα που οι ίδιοι οι εφεσείοντες πρόβαλαν την πιο πάνω θέση περί δικής τους εχθρικής κατοχής.

 

     Το ζήτημα της κατοχής του κτήματος αποτέλεσε ζήτημα προς εξέταση στα πλαίσια διερεύνησης των πραγματικών νόμιμων κληρονόμων του ως άνω αποβιώσαντος, που είχαν κληρονομικό δικαίωμα επί του κτήματος και της κατοχής αυτού στη βάση του δικαιώματος εγγραφής του κτήματος από τον αποβιώσαντα. 

 

        Με βάση τα πιο πάνω ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

        Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε ή και λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη του ότι ενώπιον του Δικαστηρίου δεν ήταν όλοι οι αναγκαίοι διάδικοι, πράγμα επιβεβλημένο και αναγκαίο κατ΄ αντίθεση με τις αρχές δικαίου, νόμου και νομολογίας.  Υποστηρίζεται ότι με τις αξιώσεις των εφεσίβλητων οι οποίες ζητούσαν ή και αξίωναν το επίδικο κτήμα να περιέλθει στη δική τους περιουσία χωρίς να μεσολαβήσει νομότυπα η προηγούμενη εγγραφή στα παιδιά του προγόνου τους Γεωργάκη Βασίλη, που ήταν η Μαρία Γεωργάκη Βασίλη και ο αδελφός της Κώστας Βασίλη,  πεθερός του εφεσίβλητου 1 οι οποίοι ή και οι περιουσίες των οποίων μέσω των διαχειριστών τους θα έπρεπε να καταστούν αναγκαίοι διάδικοι πράγμα που δεν έγινε (άρθρο 31(7) του Κεφ. 189), πράγμα που οι εφεσίβλητοι ουδέποτε το έπραξαν ήτοι να καταστήσουν τους ως άνω ή και τους διαχειριστές των ως άνω περιουσιών διαδίκους κατά παράβαση των αρχών δικαίου, νόμου και νομολογίας.           

 

        Ο λόγος αυτός έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει. 

 

        Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης ο εφεσίβλητος 1 ενήγαγε ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντα Γεωργάκη Βασίλη.  Ο εφεσίβλητος 1 ορίστηκε διαχειριστής της περιουσίας του δυνάμει διατάγματος που εκδόθηκε στις 5/3/2010 στην αίτηση Διαχείρισης 30/2010 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας.  Όπως αναφέρουμε και στα πλαίσια του δεύτερου λόγου έφεσης ορθά ο εφεσίβλητος 1 ως διαχειριστής της περιουσίας του ως άνω αποβιώσαντα και νόμιμου δικαιούχου αξίωνε την εγγραφή του κτήματος επ΄ ονόματι του.  Αποτέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Γεωργάκης Βασίλη καταχωρημένος ιδιοκτήτης του κτήματος είναι πρόγονος των εφεσίβλητων και ότι οι εφεσίβλητοι ήταν οι μοναδικοί κληρονόμοι του (βλ. Παράρτημα Α).  Στα πλαίσια της διαχείρισης της περιουσίας του ως άνω αποβιώσαντα, αυτή διανέμεται στους κληρονόμους του που είναι οι εφεσίβλητοι και επομένως δεν υπάρχει οποιοσδήποτε άλλος διάδικος που να επηρεάζεται ή να αποτελεί αναγκαίο διάδικο στην διαδικασία. 

 

        Η θέση των εφεσειουσών ότι χρειαζόταν να μεσολαβήσει η προηγούμενη εγγραφή στα αποβιώσαντα κατά τον επίδικο χρόνο παιδιά του Γεωργάκη Βασίλη δεν είναι ορθή, αφού κατά τον χρόνο θανάτου του Κώστα Γιωργάκη Βασίλη, η αδελφή του Μαρία είχε προαποβιώσει, χήρα και άτεκνη, αφήνοντας τον ως μοναδικό κληρονόμο του πατέρα τους. Η υπόθεση Παναγή κ.ά. ν. Παναγή (ανωτέρω) την οποία επικαλούνται, δεν υποστηρίζει τις θέσεις τους.  Όπως αναφέρουμε στα πλαίσια του δεύτερου λόγου έφεσης με αναφορά στην πιο πάνω υπόθεση, ορθά οι εφεσίβλητοι προώθησαν την αξίωση εγγραφής του κτήματος μέσω του διαχειριστή της περιουσίας του ως άνω αποβιώσαντος. Ούτε τα όσα λέχθηκαν στη  Μαραγκός ν. Πιέρου κ.ά. (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 676 βοηθούν τη θέση των εφεσειουσών αφού αφορούσε αγωγή για ακύρωση τιτλοποίησης κτημάτων επ' ονόματι των εναγόντων ως ιδιοκτητών δυνάμει εχθρικής κατοχής.

 

        Με βάση τα πιο πάνω ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

        Ο πέμπτος και ο έκτος λόγος έφεσης θα εξεταστούν μαζί λόγω συνάφειας. Με τον πέμπτο λόγο προβάλλεται το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ή και συνεπεία νομικής πλάνης ή και καθ΄ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του αποδέχθηκε έγγραφα δηλαδή 15 αποδείξεις (Τεκμήριο 54) ότι έχουν ηλικία όχι μικρότερη των 20 χρόνων ενεργοποιώντας το άρθρο 156 του περί αποδείξεως Νόμου,  Κεφ. 9 καθώς επίσης ότι τα ως  άνω έγγραφα είναι δημόσια έγγραφα τα οποία έχουν εκδοθεί από το Τμήμα Είσπραξης Φόρων, με βάση ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 10/6/2006 αλλά και στην προσβαλλόμενη τελική απόφαση του ημερομηνίας 30/3/2018 και επιβεβαίωσε τα ως άνω ευρήματα που διατύπωσε στις ως άνω αποφάσεις του. Υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε στο ως άνω εύρημα του και συγκεκριμένα δεν το απασχόλησε η ύπαρξη ή και η εξέταση των ζητημάτων που αφορούσαν την αυθεντικότητα των εγγράφων αποδείξεων (Τεκμήριο 54), ότι τα πιο πάνω έγγραφα έγιναν προς το σκοπό να αποτελέσουν δημόσια έγγραφα, ότι θα έπρεπε να ήταν για όλο το χρονικό διάστημα από την έκδοση τους μέχρι τον χρόνο εκδίκασης της αγωγής ανοιχτά για δημόσια επιθεώρηση από οποιοδήποτε πολίτη και θα έπρεπε να αποδειχθεί για ασφαλή φύλαξη τους ως δημοσίων εγγράφων ενώπιον του Δικαστηρίου. Περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέβλεψε ότι δεν έγινε οποιαδήποτε σύγκριση με βιβλία και κρατικά φορολογικά αρχεία ούτε υπήρχε οποιαδήποτε σφραγίδα κυβερνητικού τμήματος. Με την παράλειψη και λανθασμένη προσέγγιση του το πρωτόδικο Δικαστήριο όχι μόνο ανέτρεψε ή και κατάργησε το βάρος απόδειξης που είχαν οι εφεσίβλητοι να αποδείξουν την αυθεντικότητα των εγγράφων αυτών αλλά δρομολόγησε και την κατάληξη της υπόθεσης δεχόμενο ότι τούτα αποτελούν δημόσια έγγραφα και για την αλήθεια του περιεχομένου τους στερώντας καταλυτικά και απόλυτα από τις εφεσείουσες οποιαδήποτε προσπάθεια να αμφισβητήσουν την γνησιότητα των εγγράφων αυτών ή  να προσκομίσουν μαρτυρία.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει δώσει οποιαδήποτε σημασία στην μαρτυρία που δόθηκε επί του θέματος αυτού από τον Μ.Υ.6.  Με τον έκτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι  το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την έκδοση της ενδιάμεσης απόφασης ημερομηνίας 10/6/2006 αλλά και με την προσβαλλόμενη τελική απόφαση του και με το εύρημα του ότι τα ως άνω έγγραφα είναι δημόσια έγγραφα και αποδεχόμενο για την αλήθεια του περιεχομένου τους οι εφεσείουσες στερήθηκαν του δικαιώματος του στην βάση του άρθρου 26 του Κεφ. 9 να ζητήσουν την αντεξέταση των προσώπων που προέβηκαν στις αρχικές δηλώσεις και δεν κλήθηκαν ως μάρτυρες. 

 

        Οι λόγοι αυτοί έφεσης δεν μπορούν να επιτύχουν. 

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκανε δεκτή την κατάθεση τους ως έγγραφα που έχουν ηλικία  όχι μικρότερη των 20 ετών ως επίσης ως δημόσια έγγραφα για τα οποία δεν υπήρχε ανάγκη για προσκόμιση επιπρόσθετης μαρτυρίας για απόδειξη του περιεχομένου τους.

 

        Η πλευρά των εφεσειουσών είχε την ευκαιρία να προσκομίσει μαρτυρία σε σχέση με τις αποδείξεις, Τεκμήριο 54, και την αυθεντικότητα τους.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κάνει αναφορά στη σελίδα 50 της απόφασης του στη μαρτυρία του Μ.Υ.7 ο οποίος εργαζόταν στο τμήμα φορολογίας και κλήθηκε να σχολιάσει τις εν λόγω αποδείξεις.  Όπως τονίζει το πρωτόδικο Δικαστήριο από την μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα προέκυψε ότι οι αποδείξεις αυτές αφορούσαν πληρωμή κτηματικού φόρου και στις εν λόγω αποδείξεις διέκρινε τον αριθμό Σελίδας φόρων που ήταν η 1130 και ότι κατά την αντεξέταση του διευκρίνισε ότι η Σελίδα 1130 είναι το μητρώο φόρου του αντίστοιχου φορολογούμενου. Όπως υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο κάνοντας τη μαρτυρία του Μ.Υ.7 αποδεκτή:

 

«Ο μάρτυρας με τον απλοϊκό τρόπο που κατέθεσε δεν άφησε περιθώρια αμφισβήτησης των όσων είπε.  Η μαρτυρία του ήταν διαφωτιστική για την διαδικασία είσπραξης των φόρων ακίνητης περιουσίας από τα χωριά με τη μετάβαση εκεί των φοροεισπρακτόρων και επιβεβαιώνει ότι οι αποδείξεις του Τεκμηρίου 54 είναι αποδείξεις πληρωμής φόρων ακίνητης περιουσίας που αφορούν το επίδικο ακίνητο οι οποίες εκδίδονταν στο όνομα του Γιωργάκη Βασίλη και ήταν στην κατοχή των απογόνων του».

 

        Τα πιο πάνω καταδεικνύουν ότι το Δικαστήριο αποδέχθηκε το Τεκμήριο 54 και του έδωσε αποδεικτική αξία, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία του Μ.Υ.7, μάρτυρα που κλήθηκε από τις εφεσείουσες και επομένως τα παράπονα τους ότι αποστερήθηκαν του δικαιώματος να αμφισβητήσουν την γνησιότητα των αποδείξεων, Τεκμήριο 54, ή να προσκομίσουν μαρτυρία ή να ζητήσουν δυνάμει του άρθρου 26 του Κεφ. 9, αντεξέταση των προσώπων που συνέταξαν τις αποδείξεις, Τεκμήριο 54, στερούνται ερείσματος.  

       

        Η πλευρά των εφεσειουσών πέραν του Μ.Υ.7,τη μαρτυρία του οποίου το Δικαστήριο έλαβε δεόντως υπόψη, παρουσίασε και την Μ.Υ.6. Η μελέτη όμως των πρακτικών της διαδικασίας δεν αποκαλύπτει ότι η εν λόγω μάρτυρας αναφέρθηκε στις αποδείξεις, Τεκμήριο 54. Η Μ.Υ.6 ανάφερε ότι εργαζόταν στην Επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακας ως βοηθός επαρχιακός επόπτης και μεταξύ των περιοχών που επόπτευε ήταν και το χωριό Τόχνη. Η μάρτυρας ανέφερε ότι είχε στην κατοχή της φακέλους του Κοινοτικού Συμβουλίου Τόχνης και της υποδείχθηκε το Τεκμήριο 6 και έδωσε μαρτυρία σε σχέση με αυτό ως επίσης κατά την αντεξέταση της σε σχέση με τα Τεκμήρια 16 και 17. Δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε μαρτυρία σε σχέση με το Τεκμήριο 54 από την εν λόγω μάρτυρα. Πάντως το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία της Μ.Υ.6 πλην όμως έκρινε ότι αυτή δεν είχε οποιαδήποτε σημασία όσον αφορά τα επίδικα θέματα.

 

        Με βάση τα πιο πάνω οι σχετικές εισηγήσεις της πλευράς των εφεσειουσών δεν γίνονται δεκτές και ως εκ τούτου οι λόγοι έφεσης πέντε και έξι απορρίπτονται.  

 

        Με τον έβδομο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο χωρίς να υπάρχουν ειδικοί λόγοι ή και περιστάσεις έσφαλλε όταν εξέδωσε κατά την 10/6/2016 ενδιάμεση απόφαση με την οποία επέτρεψε την επανακλήτευση του Μ.Ε.3 ο οποίος κατέθεσε το Τεκμήριο 54 και το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε σε καταλυτικά ευρήματα υπέρ των εφεσιβλήτων και εξέδωσε τα προσβαλλόμενα στην τελική του απόφαση διατάγματα.  Προβάλλεται ότι με την εν λόγω ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου παραβιάστηκαν και παραβλάφτηκαν τα δικαιώματα των εφεσειουσών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε την επανακλήτευση του ΜΕ3 ο οποίος κατέθεσε αρχικά το 2014 και αφού οι εφεσίβλητοι είχαν κλείσει την υπόθεση τους και ενώ είχαν καταθέσει δύο μάρτυρες από πλευράς εφεσειουσών.

 

        Δεν συμμεριζόμαστε τις θέσεις της πλευράς των εφεσειόντων, οι οποίες χαρακτηρίζονται από γενικότητα και ασάφεια. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 10/6/2016 παραθέτει τη νομική βάση της αίτησης για επανακλήτευση (ημερομηνίας 22/1/2016), τα γεγονότα στα οποία στηριζόταν μέσω της ένορκης δήλωσης που τη συνόδευε και της συμπληρωματικής ένορκης  δήλωσης στην οποία προέβηκε ο ενόρκως δηλών, τους λόγους ένστασης και το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την ένσταση. Αφού παρέθεσε τη νομική πτυχή που διέπει το θέμα, προχώρησε στην εξέταση των λόγων ένστασης.

 

        Έκρινε ότι από τον ισχυρισμό του ενόρκως δηλούντα ότι η εξεύρεση των αποδείξεων που αποτέλεσαν τελικά το Τεκμήριο 54 μόλις τον Ιανουάριο του έτους 2016 και άμεσα ετοιμάστηκε η εν λόγω αίτηση, δεν προέκυπτε ολιγωρία, παρελκυστική τακτική ή κακοπιστία. Έκρινε ότι η εξεύρεση των εν λόγω αποδείξεων, που σχετίζονται με τα επίδικα θέματα, αποτελούσε ειδική περίσταση και περίπτωση όπου αν γινόταν η αίτηση αποδεκτή  με την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, αυτή θα λειτουργούσε προς το συμφέρον της δικαιοσύνης παρά το αντίθετο. Ανέφερε επίσης ότι δεν είχε καταδειχθεί ότι σε περίπτωση έγκρισης του αιτήματος η πλευρά των καθ' ων η αίτηση (εφεσειουσών) θα υποστεί οποιαδήποτε αδικία. Τουναντίον, το συμφέρον της δικαιοσύνης και η δίκαιη αντιμετώπιση της υπόθεσης επέβαλλε όπως επιτραπεί στην πλευρά των αιτητών (εφεσίβλητων) να εισαγάγει αυτή τη μαρτυρία. Υπέδειξε ότι η επανακλήτευση ενός μάρτυρα ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και ότι η ευχέρεια αυτή πρέπει να ασκείται δικαστικά με κύριο γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης. Παρέπεμψε στην Μιχαλάκης Κ. Δράκος & Σία ν. Αργυρίδη (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ.162 όπου λέχθηκε ότι:

 

«Τα συμφέροντα της δικαιοσύνης όπως προσδιορίζονται από τα γεγονότα της κρινόμενης υπόθεσης σε συσχετισμό με την φύση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου συνθέτουν τους παράγοντες που διέπουν την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου να επιτρέψει απόκλιση από τα θεσμικά πλαίσια της διαδικασίας».

 

        Παρέπεμψε επίσης στην Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (Αρ.1) (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 634, παραθέτοντας το ακόλουθο απόσπασμα:      

 

«Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η επανακλήτευση μάρτυρα ανήκει στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου.  Η εξουσία αυτή πρέπει να ασκείται δικαστικά και με κύριο γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης. Δικαιολογείται μόνο αν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις (βλ. Kaya Djafer v. Payker Kaya 24 C.L.R. 63, Electricity Authority of Cyprus v. Antonis Kipparis 24 C.L.R. 121, Homeros Th. Courtis and others v. Panos K. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180 και Savoullas v. Loucas (1979) 1 C.L.R. 336)».

 

        Κατέληξε ότι ήταν «προς το συμφέρον απονομής της δικαιοσύνης και κατάλληλη περίπτωση να δοθεί η ευκαιρία στην πλευρά των αιτητών» (εφεσίβλητων) να παρουσιάσει «τη μαρτυρία αυτή χωρίς να υπόκεινται σε οποιαδήποτε βλάβη τα δικαιώματα των καθ' ων η αίτηση» (εφεσίβλητων) «εφόσον με τη χρησιμοποίηση των κατάλληλων δικονομικών και αποδεικτικών δυνατοτήτων» κάθε τέτοιο ενδεχόμενο μπορούσε να αποκλειστεί.

 

        Διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε πλήρως και ορθά από τη νομολογία, εκτίμησε ορθά όλα τα σχετικά γεγονότα και κατέληξε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια αιτιολογημένα και εντός των ορίων της νομολογίας.

 

        Η πλευρά των εφεσειουσών πέραν από γενικές αναφορές και τοποθετήσεις δεν έχει υποδείξει οποιοδήποτε σημείο που να καταδεικνύει βάσιμα ότι η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε λανθασμένα με βάση τα στοιχεία και δεδομένα που είχε ενώπιον του (Agini v. Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος Α.Ε. (1999) 1(Α) ΑΑΔ 11, Παπόρη ν. Maskinfabriken «SIO» A/S, (1996) 1(B) AAΔ 1037).

 

        Όπως άλλωστε έχει λεχθεί στην Χαραλάμπους ν. K&T Andreou Ltd κ.ά. (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 1296:

 

«Το Εφετείο δεν υποκαθιστά το πρωτόδικο Δικαστήριο στην άσκηση διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο νόμος.  Όπως αναφέρει ο Πικής, Π. στην υπόθεση Milouca, "εφόσον η διακριτική ευχέρεια ασκείται με αναφορά στους παράγοντες που, κατά φυσιολογική συνέπεια, επενεργούν στην άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου, το Εφετείο δεν επεμβαίνει· δεν υποκαθιστά το πρωτόδικο Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο νόμος. Αυτή παραμένει στο Δικαστήριο (πρωτόδικο) στο οποίο εναποτίθεται. Είναι υπό το πρίσμα αυτής της πραγματικότητας που αναθεωρείται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου από το Εφετείο. (Βλ. Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 962)."

Το Ανώτατο Δικατήριο είναι πολύ προσεκτικό στο να επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας κατώτερου Δικαστηρίου. Επεμβαίνει μόνο στην απόφαση του εάν υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου ή αρχής δικαίου ή εάν η άσκηση της διακριτικής εξουσίας είναι καθαρά εσφαλμένη (Βλ. Νεάρχου (πιο πάνω) και Stylianou v. Stylianou (1988) 1 C.L.R. 529)».

 

        (βλ. επίσης Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 323, Κολάνη ν. Ταμπούρα (2009) 1(B) Α.Α.Δ. 1285).

 

        Όσον αφορά το στάδιο της διαδικασίας που επιτράπηκε η επανακλήτευση του μάρτυρα, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την παράθεση της νομικής πτυχής, ορθά υπέδειξε ότι το Δικαστήριο έχει εξουσία σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας είτε από μόνο του είτε κατόπιν αιτήματος ενός εκ των διαδίκων, επανακλήτευσης ενός μάρτυρα για περαιτέρω εξέταση ή αντεξέταση παραπέμποντας μεταξύ άλλων στην Savoullas v. Loucas (1979) 1 C.L.R. 336 και στα συγγράμματα «Το Δίκαιο της Απόδειξης (Μια Πρακτική Προσέγγιση) του Τάκη Ηλιάδη, σελίδα 237 και «Το Δίκαιο της Απόδειξης (Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές)», Έκδοση 2014, των Τάκη Ηλιάδη και Νικόλα Γ. Σάντη, σελίδα 738.

 

       Με βάση τα πιο πάνω ο έβδομος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

        Με τον όγδοο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ή και ευρισκόμενο σε νομική πλάνη δεν επέτρεψε να καταθέσει η Πρωτοκολλητής Διαχείρισης Κληρονομιών του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας τον φάκελο της διαχείρισης του Κώστα Βασίλη ή και στοιχεία από τον ως άνω φάκελο όταν κλήθηκε από την πλευρά των εφεσειουσών να καταθέσει ως μάρτυρας.  Η ως άνω μάρτυρας όταν ρωτήθηκε αν είχε γίνει διαχείριση του Κώστα Βασίλη, υιού του αποβιώσαντος Γεωργάκη Βασίλη υποβλήθηκε ένσταση από τους δικηγόρους των εφεσιβλήτων η οποία έγινε δεκτή και έτσι η ως άνω μάρτυρας εμποδίστηκε να καταθέσει έγγραφα από τον ως άνω φάκελο διαχείρισης που θα αποδείκνυε εάν στην διαχείριση του Κώστα Βασίλη είχε περιληφθεί το   κτήμα μιας και υπήρχε ισχυρισμός στην αγωγή ότι το κατείχε και το διαχειριζόταν δυνάμει κληρονομικού δικαιώματος ο Κώστας Βασίλη.

 

        Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να γίνει αποδεκτός. 

 

        Η ένσταση που εγέρθηκε εκ μέρους της πλευράς των εφεσιβλήτων αφορούσε το γεγονός ότι είχε καταθέσει ο Μ.Ε.3, είχε καταθέσει το γενεαλογικό δέντρο Τεκμήριο 33 (Παράρτημα Α) και η συγγένεια και το γενεαλογικό δέντρο δεν είχε αμφισβητηθεί. Περαιτέρω δεν υπήρχε δικογραφημένος ισχυρισμός περί εγκατάλειψης δικαιώματος εκ μέρους των εφεσίβλητων.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 5/5/2017 (σελίδα 581 των πρακτικών) έκρινε ότι η μαρτυρία που επιχειρείτο να κατατεθεί μέσω της Πρωτοκολλητού και η οποία αφορούσε τον Κώστα Γεωργίου Βασίλη δεν ήταν σχετική με τα γεγονότα της υπόθεσης και δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη για οποιαδήποτε αξιολόγηση σε μεταγενέστερο χρόνο.  Ο χρόνος που επιλέχθηκε για να παρουσιαστεί τέτοιου είδους μαρτυρία δεν ήταν ο κατάλληλος εφόσον είχε  καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου ο Μ.Ε.3 που φερόταν ως ο διαχειριστής στην εν λόγω διαχείριση και ο οποίος δεν ρωτήθηκε τα σχετικά για εκείνη την διαχείριση για όποια σημασία μπορούσαν να έχουν. 

 

        Κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα ορθά και σύμφωνα με τις επιταγές της νομολογίας. Αποδοχή της μαρτυρίας στον χρόνο που επιλέχθηκε αποστερούσε από τους εφεσίβλητους το δικαίωμα να δώσουν την δική τους εκδοχή και λόγους αναφορικά με τη διαχείριση του πιο πάνω προσώπου.  Όπως έχει λεχθεί στην Frederickou Schools Co. Ltd κ.ά. v. Αcuac Inc. (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1527:

 

«Η αντεξέταση των μαρτύρων είναι σημαντικό όπλο στη διεξαγωγή μιας δίκης. Από τη δικανική σκοπιά - και όχι την ηθική που στόχος είναι βασικά η εύρεση της αλήθειας και η αποκάλυψη του ψεύδους - πρωταρχικό αντικείμενο της είναι η αποδυνάμωση ή εκμηδένιση των δηλώσεων ενός μάρτυρα κατά την κύρια εξέταση, που στηρίζουν ή βοηθούν την υπόθεση του αντιδίκου. Είναι σχετική η ρήση του Lord Hanworth, M.R., την οποία αναφέρει, επιδοκιμάζοντας την, ο Sankey L.C., στην υπόθεση Mechanical and General Inventions Co. Ltd. and Lehwess v. Austin and the Austin Motor Co. [1935] A.C. 346 στη σελ. 359:

"Cross-examination is a powerful and valuable weapon for the purpose of testing the veracity of a witness and the accuracy and completeness of his story."

Yπάρχουν ωστόσο δύο κανόνες πρακτικής, που έχουν εμπεδωθεί προ πολλού στα δικαστήρια μας, οι οποίοι πρέπει απαρέγκλιτα να τηρούνται.  Ο πρώτος είναι ότι ο μάρτυρας πρέπει να αντεξετασθεί επί όλων των ουσιαστικών γεγονότων τα οποία αμφισβητούνται.  Διαφορετικά το δικαστήριο θεωρεί - και το εκλαμβάνει - ότι η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε.  Ο δεύτερος είναι ότι, κατά την αντεξέταση, τίθεται στο μάρτυρα η υπόθεση που θα στηθεί από τον αντίδικο.  Τέτοια αντεξέταση είναι προϋπόθεση για να κληθεί μαρτυρία που αντικρούει το μάρτυρα.

Σχετική είναι η υπόθεση Adidas v. Jonitexo Ltd. (1987) 1 C.L.R. 383, 384:

"Failure to put forward a pertinent aspect of the defence case to witnesses for the plaintiff is not necessarily fatal to its validity, but in the absence of a proper explanation of the omission, the Court may disregard it, because of the denial of a proper opportunity to the plaintiff to controvert it"».

 

        Από τη στιγμή που ο Μ.Ε.3 δεν αντεξετάστηκε σε σχέση με τη μαρτυρία που επιχειρείτο να προσαχθεί, η ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ήταν ορθή.  Με βάση τα πιο πάνω ο όγδοος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

        Με τον ένατο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά παράβαση των αρχών δικαίου ή και νομολογίας αναφορικά με την αξιολόγηση μαρτυρίας ή και λανθασμένα προέβηκε σε αξιολόγηση της μαρτυρίας ή και λανθασμένα δέχθηκε όλη την μαρτυρία των μαρτύρων από πλευράς εφεσίβλητων και ερμηνεύοντας την κατά τρόπο αντίθετο με τα όσα πραγματικά κατέθεσαν ή και μη λαμβάνοντας υπόψη τα λάθη, παραλείψεις ή και άλλως στην μαρτυρία τους και λανθασμένα απέρριψε ή και δεν έλαβε υπόψη την μαρτυρία των μαρτύρων των εφεσειουσών, αναιτιολόγητα και κατά παράβαση των αρχών αξιολόγησης της μαρτυρίας και μη λαμβάνοντας υπόψη και τα νομικά θέματα που αναφέρονται στους λόγους έφεσης 1 έως 8 ή και προβλήματα που είχε η υπόθεση των εφεσίβλητων και που εμπόδιζαν το πρωτόδικο Δικαστήριο να φθάσει σε ευρήματα επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων που κατέθεσαν. 

 

        Οι εφεσείουσες στο περίγραμμα αγόρευσης τους  υποδεικνύουν  σημεία ή και στοιχεία ή και ισχυρισμούς από την μαρτυρία των Μ.Ε.1, Μ.Ε.2, Μ.Ε.3 (εφεσίβλητος 1) και Μ.Ε.7 τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο  είτε δεν έλαβε υπόψη ή  και παρέβλεψε  είτε  λανθασμένα αποδέχθηκε κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας τους την οποία τελικά αποδέχθηκε. Το ίδιο πράττουν και σε σχέση με τη μαρτυρία των Μ.Υ.1(εφεσίβλητη 1), Μ.Υ.3 (εφεσίβλητη 2), Μ.Υ.4, Μ.Υ.6, Μ.Υ.7 και Μ.Υ.8 (οι εφεσείουσες απαριθμούν λανθασμένα τους μάρτυρες, πλην της Μ.Υ.1 αφού δεν λαμβάνουν υπόψη τους Μ.Υ.2 (Απόστολο Ιωάννου) και Μ.Υ.5 (Παντελή Χαραλάμπους). Υπενθυμίζουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την μαρτυρία των Μ.Υ.4, Μ.Υ.5, Μ.Υ.6, Μ.Υ.7 και Μ.Υ.8 ενώ δεν αποδέχθηκε την μαρτυρία των εφεσειουσών. Εν συνεχεία γίνεται αναφορά στην μαρτυρία όλων των μαρτύρων οι οποίοι κατάθεσαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα πλαίσια της υπόθεσης και γίνονται επιχειρήματα υπέρ των θέσεων των εφεσειουσών.

 

        Επισημαίνουμε καταρχάς ότι ο λόγος αυτός έφεσης αφορά την αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του και τα συνακόλουθα ευρήματα του. 

 

        Στη σχετικά πρόσφατη απόφαση μας Παπαλλής ν. Ζαχαρίου κ.ά. Πολ. Έφεση Αρ. 365/2018 ημερ. 29/3/2024 επαναλάβαμε τον νομολογιακό κανόνα ότι:

 

«το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας, η οποία αξιολόγηση αποτελεί τη συνισταμένη της κρίσης του Δικαστηρίου επί της ζώσας ενώπιόν του παρουσιασθείσας μαρτυρίας».

 

        Όπως έχει λεχθεί στις υποθέσεις Tekinder Pal κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:

 

«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων. (Δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275)».

 

Επέμβαση είναι δυνατή σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. Παραπέμπουμε στις αποφάσεις Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705)».

 

        Περαιτέρω υποδεικνύουμε τα όσα έχουν λεχθεί στην Χ΄ Μάρκου v. Widehorizon (Capital Market) Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 108:

 

«Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στα συμπεράσματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, καθώς και η διαπίστωση των πρωτογενών γεγονότων, ανάγονται στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο βρίσκεται σε προνομιακή θέση να εκτιμήσει τα θέματα τούτα. (Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321). Το Εφετείο δικαιολογείται να επεμβαίνει στις διαπιστώσεις αξιοπιστίας, μόνο εφόσον καταφαίνεται ότι εξ αντικειμένου αυτές είναι ανυπόστατες. (Καννάουρου κ.ά. v. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35, 39). Περαιτέρω, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί επέμβαση του Εφετείου εκεί όπου οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική και δεν δικαιολογούνται από τη δοθείσα μαρτυρία, ή όπου τα συμπεράσματα είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει αποδεχθεί το Δικαστήριο. (Βλ. επίσης Αυξεντίου v. Δίγκλη (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1367).»

 

        Κρίνουμε ότι ο λόγος αυτός έφεσης στερείται ερείσματος.

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 14 έως 52 της απόφασης του παραθέτει με περιεκτικότητα και επάρκεια την μαρτυρία όλων των μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιον του ως επίσης την αξιολόγηση τους που έγινε με προσοχή, σε συνάρτηση με τη δικογραφία, τα τεκμήρια και άλλη μαρτυρία που έκανε δεκτή. Εξήγησε με ευκρινή, κατανοητό και  πειστικό τρόπο γιατί έκανε αποδεκτή την μαρτυρία των περισσότερων μαρτύρων αλλά και γιατί δεν αποδέχθηκε την μαρτυρία της Μ.Υ.1 (εφεσείουσας 1) η οποία παρουσιάζεται και αξιολογείται στις σελίδες 34 έως 42 ως επίσης της Μ.Υ.3 (εφεσείουσας 2) στις σελίδες 43 έως 44 ενώ σχολίασε μια πτυχή από τη μαρτυρία και των δύο εφεσειουσών στις σελίδες 44 έως 46. Δεν εντοπίσαμε αντιφάσεις ή παλινδρομήσεις ή ανακολουθίες στη σκέψη του Δικαστηρίου. Ούτε εντοπίσαμε ευρήματα ή συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που να αντιστρατεύονται είτε τη κοινή  λογική είτε να είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα είτε να συγκρούονται με άλλη αποδεκτή μαρτυρία είτε να είναι προϊόν πλημμελούς αξιολόγησης είτε να μην υποστηρίζονται από μαρτυρία που έγινε αποδεκτή. Αντίθετα, τα ευρήματα και συμπεράσματα του ήταν εύλογα. Κατά συνέπεια αυτή η «γενική αναθεώρηση» της αξιολόγησης, των ευρημάτων και συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου που επιχειρείται από την πλευρά των εφεσειουσών, επί του συνόλου σχεδόν της μαρτυρίας ως επίσης οι σχετικές εισηγήσεις της, δεν γίνονται αποδεκτές.

     

        Η πλευρά των εφεσειόντων δεν έχει καταφέρει να καταδείξει ότι τα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένα (βλ. μεταξύ άλλων Χ' Μάρκου (ανωτέρω), T.J.S. Enterprises Ltd v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ.108, Πολάτογλου v. Μασούρα (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 150).

 

        Με βάση τα πιο πάνω ο ένατος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

        Η απόρριψη των λόγων έφεσης υπ' αρ. 1 έως 9 συμπαρασύρει τον ενδέκατο λόγο έφεσης όπου προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έχει αποδεχθεί ότι ο καταχωρημένος «ιδιοκτήτης» του  κτήματος δεν είναι ο πατέρας της εφεσείουσας 1 Λευτέρης Γιωρκάτζη αλλά ο Γεωργάκης Βασίλη, πατέρας του πεθερού του εφεσίβλητου 1 και ότι οι εφεσίβλητοι απόδειξαν την αδιάλειπτη και συνεχή κατοχή του κτήματος. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης η πλευρά των εφεσειουσών επικαλείται τους προηγούμενους λόγους έφεσης οι οποίοι, κατά τη θέση της, αποδεικνύουν το λάθος του Δικαστηρίου στο πιο πάνω εύρημα του.

 

        Με βάση τα πιο πάνω ο ενδέκατος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

        Η απόρριψη των λόγων έφεσης υπ' αρ. 1 έως 9 συμπαρασύρει επίσης τον δωδέκατο λόγο έφεσης όπου προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αυθαίρετα και αναιτιολόγητα εξέδωσε τις αναγνωριστικές αποφάσεις ή και διατάγματα δυνάμει των οποίων αναγνωρίζεται ότι το Τεκμήριο 6 είναι λανθασμένο ή και εξ' υπαρχής άκυρο και στερείται νομικής ισχύος, η εγγραφή του κτήματος επ' ονόματι της εφεσείουσας 1 «εξασφαλίστηκε κατόπιν δόλου και/ή  ψευδών καταστάσεων  και/ή είναι άκυρη και στερείται νομικής ισχύος», ακυρώθηκε η εγγραφή επ' ονόματι της εφεσείουσας 1 και επ' ονόματι της εφεσείουσας 2, το κτήμα αποτελεί μέρος της περιουσίας του Γεωργάκη Βασίλη άλλως Γεώργιου Βασιλείου, τέως από την Καλαβασό, οι μοναδικοί κληρονόμοι και δικαιούχοι εγγραφής του κτήματος είναι οι εφεσίβλητοι 1, 2 και 3 σε ίσα εξ' αδιαιρέτου μερίδια και διατάχθηκε η εγγραφή και μεταβίβαση του κτήματος επ' ονόματι του εφεσίβλητου 1 ως διαχειριστή της περιουσίας του ως άνω αποβιώσαντος. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης η πλευρά των εφεσειουσών αναφέρει ότι δεν προέκυπτε ή και δεν δικαιολογείτο από την προσκομισθείσα μαρτυρία αλλά και από τα όσα προβάλλονται στους προηγούμενους λόγους έφεσης η έκδοση των πιο πάνω αποφάσεων ή και διαταγμάτων.

 

        Παραπέμπουμε  στην υπόθεση Αντώνη κ.ά. ν. Παλαζή (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 1226  στην οποία αναφέρεται το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την ανάλυση της νομικής πτυχής που διέπει την παρούσα υπόθεση παραθέτοντας σχετικό απόσπασμα. Στην εν λόγω υπόθεση η εφεσείουσα 1/εναγόμενη 1 πέτυχε την εγγραφή ολόκληρου του κτήματος επ' ονόματι της αφού απέσπασε από τη χωρητική αρχή Κυπερούντας πιστοποιητικό κατοχής. Στη συνέχεια το μεταβίβασε στη θυγατέρα της εφεσείουσα 2/εναγόμενη 2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η εφεσίβλητη/ενάγουσα ήταν το πρόσωπο που δικαιούτο σε εγγραφή δυνάμει κατοχής του ½ μεριδίου του επίδικου κτήματος, το οποίο κατείχετο αδιαλείπτως από τον πατέρα της  και από το έτος 1971 από την ίδια. Η εφεσίβλητη υποστήριξε ότι η μεταβίβαση έγινε δόλια, κακόπιστα και με συμπαιγνία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο κατέληξε ότι ο κτηματολόγος που επισκέφθηκε την περιοχή ουσιαστικά εξαπατήθηκε από την εφεσείουσα 1, αλλά και από το λανθασμένο πιστοποιητικό που εξασφαλίστηκε από την τοπική χωρητική αρχή, ακύρωσε εγγραφή του κτήματος  επ' ονόματι της εφεσείουσας 1 και κατ' ακολουθία επ' ονόματι της εφεσείουσας 2. Το Δικαστήριο δεν διέταξε την εγγραφή του επίδικου κτήματος ή οποιουδήποτε μέρους του επ' ονόματι της εφεσίβλητης επειδή δεν είχε αποδειχθεί το μέρος του κτήματος που διεκδικούσε. Το εφετείο επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, αποφάσισε, μεταξύ άλλων ότι, ότι τα γεγονότα που είχαν σημασία ήταν ότι ο πατέρας της εφεσίβλητης καλλιεργούσε μέχρι το θάνατο του το επίδικο ακίνητο, το οποίο συνέχισε, μετά ταύτα, να κατέχει και καρπούται η εφεσίβλητη.

 

        Στην παρούσα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι η εφεσείουσα 1 δεν ήταν «κληρονόμος του καταχωρημένου σε εγγραφή προσώπου Γιωργάκη Βασίλη και ότι οι σημερινοί κληρονόμοι αυτού είναι οι ενάγοντες 1, 2 και 3» δηλαδή οι εφεσίβλητοι. Κατέληξε επίσης σε εύρημα ότι το περιεχόμενο του πιστοποιητικού, Τεκμήριο 6, στη βάση του οποίου η εφεσείουσα 1 πέτυχε την εγγραφή του κτήματος, εξασφαλίστηκε κατόπιν δόλου και ψευδών παραστάσεων της εφεσείουσας 1 και της αποβιώσασας αδελφής της και κατ' επέκταση ήταν εξ' υπαρχής άκυρο και χωρίς οποιαδήποτε αποδεικτική αξία ή νομική ισχύ. Το περιεχόμενο του αποδείχθηκε αναληθές και άρα η εγγραφή που εξασφαλίστηκε βασιζόμενη στο περιεχόμενο του ήταν άκυρη και συνεπεία αυτών η εγγραφή που πέτυχε η εφεσείουσα 1 καθίστατο εξ υπαρχής άκυρη συμπαρασύροντας και την εγγραφή που ακολούθησε δυνάμει δωρεάς στην εφεσείουσα 2. Συνεπώς, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην έκδοση των ως άνω αναγνωριστικών αποφάσεων και διαταγμάτων.

 

        Με βάση τα πιο πάνω ο δωδέκατος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

        Με τον δέκατο τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και άσχετα παραθέτοντας το γενεαλογικό δέντρο των οικογενειών των διαδίκων έφθασε στο λανθασμένο εύρημα ότι πρόκειται για δύο διαφορετικούς ανθρώπους και ότι σίγουρα το όνομα που ήταν καταχωρημένο στο βιβλίο φόρων της Κοινότητας Τόχνης στη σελίδα 1130 ήταν αυτό του προγόνου των εφεσίβλητων και όχι του προγόνου των εφεσειουσών. Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσειουσών ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απλοποίησε κατά τρόπο νομικά λανθασμένο και εκτροχίασε τη σωστή πορεία της υπόθεσης ή και αγνόησε την σωρεία νομικών θεμάτων και μαρτυρίας που αναφέρονται στους προηγούμενους λόγους έφεσης και μηδενίζοντας ή και μη λαμβάνοντας υπόψη τα πολύ σοβαρά θέματα που  προέκυπταν χωρίς να ασχοληθεί καθόλου με αυτά, κατέληξε στο αυθαίρετο συμπέρασμα ότι το  κτήμα ανήκει στο Γεωργάκη Βασίλη, πρόγονο των εφεσίβλητων.

 

        Τα όσα έχουν αναφερθεί κατά την εξέταση των λόγων έφεσης υπ' αρ. 1 έως 9 καταδεικνύουν ότι και αυτός ο λόγος έφεσης στερείται ερείσματος. Πέραν των πιο πάνω παραπέμπουμε  στη σελίδα 60 της εκκαλούμενης απόφασης όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι το μόνο επίδικο ζήτημα που τίθετο προς εξέταση ήταν το κατά πόσο ο καταχωρημένος ιδιοκτήτης του κτήματος Γεωργάκης Βασίλη είναι πρόγονος των εφεσίβλητων ή των εφεσειουσών και ότι τόσο η έγγραφη μαρτυρία όσο και η μαρτυρία ιδιαίτερα των Μ.Ε.2, Μ.Ε.3 (εφεσίβλητου 1) και Μ.Ε.7 απέδειξαν, «όχι μόνο στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων αλλά πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας» ότι ο ως άνω αποβιώσας είναι πρόγονος των εφεσίβλητων. Πέραν του γενεαλογικού δέντρου, σχετικές είναι και οι παράγραφοι Α έως Θ των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου οι οποίες καταδεικνύουν την συνέπεια και τη λογική της σκέψης του και την ορθότητα της κατάληξης του.

 

        Με βάση τα πιο πάνω ο δέκατος τρίτος λόγος απορρίπτεται.

 

        Απομένει ο δέκατος τέταρτος λόγος έφεσης όπου οι εφεσείουσες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απόρριψε την ανταπαίτηση των εφεσειουσών. Σύμφωνα με την πλευρά των εφεσειουσών υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αρκετή και ικανοποιητική μαρτυρία, σωρεία νομικών θεμάτων τα οποία προσδιορίζονται και αιτιολογούνται στους προηγούμενους λόγους έφεσης και το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να απορρίψει την αγωγή και να δεχθεί την ανταπαίτηση των εφεσειουσών.

 

        Τα όσα αναφέρουμε σχετικά κατά την εξέταση των προηγούμενων λόγων έφεσης είναι αρκετά για να οδηγήσουν τον λόγο αυτό έφεσης σε απόρριψη. Η απόρριψη της ανταπαίτησης ήταν το φυσικό και λογικό επακόλουθο της αποδοχής από το πρωτόδικο Δικαστήριο της εκδοχής των εφεσίβλητων και ταυτόχρονα της απορριψης αυτής των εφεσειουσών. Επιπρόσθετα από τα πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολιάζει στη σελίδα 55 της απόφασης του ότι στην παράγραφο 17 της Υπεράσπισης και ανταπαίτησης τους προβαλλόταν ισχυρισμός ότι  εάν για οποιοδήποτε λόγο ακυρωθεί η εγγραφή του κτήματος, τότε οι εφεσείουσες δικαιούνταν την εγγραφή του βάσει κληρονομικού δικαιώματος ή και δυνάμει δικής τους εχθρικής κατοχής. Ορθά όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο υποδεικνύει ότι οι εφεσείουσες δεν μπορούσαν να αξιώνουν την εγγραφή είτε δυνάμει κληρονομιάς είτε δυνάμει εχθρικής κατοχής παραθέτοντας το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Κραμβιάς κ.ά. ν. Θεοδοσίου (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 267, 273:

 

        «Ενυπάρχει στοιχείο αντινομίας στη διεκδίκηση του κτήματος από τους ίδιους ενάγοντες, ως περιουσία τους κληρονομικώ δικαιώματι, και, ταυτόχρονα, έστω διαζευκτικά, λόγω εχθρικής κατοχής του κτήματος, γεγονός που αντιστρατεύεται τα συμφέροντα τους ως κληρονόμων».

 

        Με βάση τα πιο πάνω ο δέκατος τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

        Συνεπεία των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €4000 έξοδα  πλέον Φ.Π.Α. υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον των εφεσειουσών.

 

                                                                    Α. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.

 

 

                                                                    Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

                           

                                                                    Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ "Α"

 

ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ (ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ)

 

ΓΙΩΡΓΑΚΗΣ ΒΑΣΙΛΗ, άλλως ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

τέως από την Καλαβασό (ΑΠΕΒΙΩΣΕ 30.8.1946)

----------------------------------------------------------------------------------------------------          

                                                                                                   

Μαρία Γιωργάκη Βασίλη (θυγατέρα)                  Κώστας Γιωργάκη Βασίλη ή Βασιλείου (υιός -

Απεβίωσε χήρα και άτεκνη 5.01.1968.              απεβίωσε 23.11.1989)

Άφησε μοναδικό κληρονόμο της      ----------------------------------------------------------------------τον αμφιθαλή αδελφό της                

τον αμφιθαλή αδελφό της   →                                                          ↓

Κώστα Γιωργάκη Βασίλη

                                                                                                                       

      Βαρβάρα Κώστα Γιωργάκη →    Κυριακού Χαμπή    Ελένη Κώστα Βασιλείου (θυγατέρα) -

      (σύζυγος Κώστα Γιωργάκη         (θυγατέρα /                σύζυγος Ιωάννη Βασιλείου -    

       Βασίλη - απεβίωσε                  χήρα & άτεκνη -         απεβίωσε 23.02.2008

       6.04.1990) άφησε                   απεβίωσε 25.01.2000)

       κληρονόμους της την              άφησε κληρονόμο της

      Κυριακού Χαμπή, θυγατέρα     την μοναδική αδελφή της

      και Ελένη Κώστα Βασιλείου      Ελένη Κώστα Βασιλείου,

                                          σύζυγο Ιωάννη Βασιλείου

                       __________________________________________________________________________                                                                           ↓

                                                                                      

Ιωάννης Βασιλείου                   Κων/νος Ι. Βασιλείου (υιός)      Γεώργιος Ι. Βασιλείου (υιός)               (σύζυγος) κληρονόμος της         κληρονόμος της                       κληρονόμος της

Ελένης Κ. Βασιλείου (Ενάγων 1) Ελένης Κ. Βασιλείου              Ελένης Κ. Βασιλείου

                                                 (Ενάγων 2)                            (Ενάγων 3)

 


 

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ "Β"

 

ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ (ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΩΝ)

 

ΓΙΩΡΚΑΤΖΗΣ ή ΓΙΩΡΓΑΚΗΣ ΛΕΥΤΕΡΗ, τέως από την Καλαβασό (ΑΠΕΒΙΩΣΕ 18.06.1942)

(Σύζυγος: Κυριακού Χριστοφή)

___________________________________________

                                                                    

                                   

Ουρανία Γεωργίου Λευτέρη (θυγατέρα)            Έλλη ή Ελένη Γιωρκάτζη Λευτέρη (θυγατέρα)

(σύζυγος Μιχαήλ Λάμπρου) (Εναγόμενη 1)         απεβίωσε κατά ή περί το 2000 άγαμη και άτεκνη.   Μοναδική της κληρονόμος η αδελφή της Ουρανία Γεωργίου Λευτέρη

 

 

 Σημείωση:  Η Ουρανία Γεωργίου Λευτέρη μεταβίβασε το κτήμα επ΄ ονόματι της θυγατέρας της Ρίτας (Ρεβέκκας) Μιχαήλ Λαμπρή  (εναγομένης 2)

 

 

 

 


 

1

    82.-(1) Κάθε πιστοποιητικό το οποίο απαιτείται από οποιοδήποτε νόμο ή έθιμο όπως προσαχθεί στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο ως απόδειξη γεγονότος που αφορά οποιοδήποτε ζήτημα το οποίο επηρεάζει οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία υπογράφεται και σφραγίζεται από τον κοινοτάρχη της ενορίας ή του χωριού όπου βρίσκεται η ιδιοκτησία:

Νοείται ότι όταν η προσαγωγή πιστοποιητικού του κοινοτάρχη της ενορίας ή του χωριού όπου βρίσκεται η ιδιοκτησία δεν είναι δυνατή ή πρακτικά κατορθωτή, ο Διευθυντής δύναται να δεχθεί αντί αυτού πιστοποιητικό οιουδήποτε άλλου κοινοτάρχη το οποίο ετοιμάστηκε όπως προνοείται στο εδάφιο αυτό.

(2) Η υπογραφή, σφραγίδα ή αποτύπωμα οποιουδήποτε προσώπου επί οποιουδήποτε εγγράφου το οποίο απαιτείται όπως προσκομιστεί ή προσαχθεί στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο σε σχέση με οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία δύναται να πιστοποιηθεί από τον κοινοτάρχη οποιουδήποτε, χωριού ή ενορίας και η πιστοποίηση αυτή διενεργείται με αναγραφή πιστοποιητικού επί του εγγράφου σε έναν από τους τύπους Α ή Β που εκτίθενται στον Τρίτο Πίνακα ή με παρόμοιο τρόπο και με επίθεση επί αυτού της υπογραφής και σφραγίδας του κοινοτάρχη:

Νοείται ότι κανένας κοινοτάρχης δεν πιστοποιεί οποιαδήποτε υπογραφή, σφραγίδα ή αποτύπωμα εκτός αν

(α) Η υπογραφή αυτή, σφραγίδα ή αποτύπωμα επιτίθεται επί του εγγράφου στην παρουσία του ή δηλώνεται σε αυτόν από το πρόσωπο που έθεσε αυτό ότι η υπογραφή, η σφραγίδα ή το αποτύπωμα είναι του ίδιου και ότι τέθηκε από τον ίδιο· και

(β) το πρόσωπο που υπογράφει, σφραγίζει ή θέτει το αποτύπωμα στό έγγραφο είναι προσωπικά γνωστό σε αυτόν ή η ταυτότητα του επιβεβαιώνεται από δύο πρόσωπα γνωστά σε αυτόν προσωπικά τα οποία υπογράφουν το έγγραφο ως μάρτυρες της υπογραφής, σφραγίδας ή αποτυπώματος του προσώπου που υπογράφει, σφραγίζει ή θέτει το αποτύπωμα στο έγγραφο.

(3) Όταν τα γεγονότα τα οποία θα πιστοποιηθούν δεν είναι προσωπικώς γνωστά στον κοινοτάρχη αλλά το πιστοποιητικό βασίζεται σε πληροφορίες και δηλώσεις τρίτων μερών, ο κοινοτάρχης διατυπώνει το πιστοποιητικό με τέτοιο τρόπο ώστε αυτό να καθιστά σαφές από μόνο του ότι βασίζεται σε πληροφορίες και να κατονομάζει τους πληροφοριοδότες, και αυτός δεν πιστοποιεί το πιστοποιητικό εκτός αν είναι ικανοποιημένος ότι οι πληροφοριοδότες αυτοί είναι εξ όσων κάλλιον γνωρίζει και πιστεύει πρόσωπα αξιόπιστα.

 

2

42.-(1) Αποτελεί καθήκον του κοινοτάρχη, ως προέδρου του Συμβουλίου, να μεριμνά για την τήρηση άρτιων και λεπτομερών πρακτικών, στα οποία να καταγράφονται επαρκώς αιτιολογημένες οι αποφάσεις του Συμβουλίου, σε περίπτωση δε κατά την οποία συγκεκριμένη απόφαση λήφθηκε κατά πλειοψηφία, καταγράφεται και η απόφαση της μειοψηφίας:

Νοείται ότι, τα πρακτικά δύναται να τηρούνται από πρόσωπο δεόντως εξουσιοδοτημένο για το σκοπό αυτόν από το Συμβούλιο.

 

3

46. Ο κοινοτάρχης έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

(ιγ) Εκτελεί γενικά όλα τα καθήκοντα ή τις εξουσίες που ανατίθενται ή επιβάλλονται σε αυτόν από τον παρόντα Νόμο ή από Κανονισμό που εκδίδεται δυνάμει του Νόμου αυτού ή οποιουδήποτε άλλο νόμου.

 

4

(7) Τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ άρθρoυ 29, για τoυς σκoπoύς λήψης δικαστικoύ μέτρoυ δυvάμει τoυ άρθρoυ αυτoύ, καvέvα πρόσωπo δεv δύvαται vα αvτιπρoσωπεύει τηv κληρovoμιά απoθαvόvτoς πρoσώπoυ εκτός από τov πρoσωπικό αvτιπρόσωπo.

 

5

49.-(1) Όταν υποβάλλεται αίτηση για την εγγραφή ακίνητης ιδιοκτησίας στο όνομα προσώπου το οποίο αξιώνει ότι δικαιούται σε αυτή και η ιδιοκτησία αυτή είναι εγγεγραμμένη στο όνομα προσώπου που απεβίωσε, ο Διευθυντής δύναται να εγγράψει την ιδιοκτησία στο όνομα του προσώπου που δικαιούται με τον τρόπο αυτό, με την προσαγωγή έγγραφης συναίνεσης των κληρονόμων του προσώπου στο όνομα του οποίου είναι εγγεγραμμένη η ιδιοκτησία δεόντως πιστοποιημένης:

Νοείται ότι όταν κατά τη γνώμη του Διευθυντή η συναίνεση αυτή παράλογα δεν παρέχεται ή είναι αδύνατο ή μη πρακτικό να εξασφαλιστεί, ο Διευθυντής δύναται, με δαπάνη του αιτητή, αντί της συναίνεσης αυτής να δημοσιεύει σε τέτοια εφημερίδα ως ήθελε θεωρήσει σκόπιμο και να αναρτήσει επίσης ειδοποίηση που περιλαμβάνει-

(α) Περιγραφή της ιδιοκτησίας ·

(β) το όνομα του προσώπου το οποίο είναι εγγεγραμμένο·

(γ) το όνομα του προσώπου που σκοπεύεται να εγγραφεί,

και να καλεί οποιοδήποτε πρόσωπο που έχει συμφέρον επί της ιδιοκτησίας όπως εντός εξήντα ημερών από την ημερομηνία της δημοσίευσης της ειδοποίησης αυτής δείξει λόγο γιατί η εγγραφή που σκοπεύεται δεν πρέπει να διενεργηθεί.

(2) Αν εντός της προαναφερόμενης περιόδου δεν υποβληθεί ένσταση κατά της σκοπούμενης εγγραφής, ο Διευθυντής δύναται, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), να προχωρήσει στην εγγραφή της ιδιοκτησίας ανάλογα.

(3) Αν εντός της προαναφερόμενης περιόδου υποβληθεί οποιαδήποτε ένσταση αλλά ο Διευθυντής έχει τη γνώμη ότι παρόλα αυτά η εγγραφή πρέπει να διενεργηθεί, αυτός δίνει ειδοποίηση για αυτό στον ενιστάμενο ο οποίος δύναται, εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία της ειδοποίησης αυτής να ζητήσει από το Δικαστήριο δήλωση ότι αυτός είναι το πρόσωπο που δικαιούται σε εγγραφή αντί του προσώπου που σκοπεύεται να εγγραφεί και δίνει στο Διευθυντή ειδοποίηση για την αίτηση του. Αν ο ενιστάμενος δεν ζητήσει με τον τρόπο αυτό, ο Διευθυντής δύναται να εγγράψει την ιδιοκτησία στο όνομα του προσώπου που δικαιούται σε αυτή.

(4) Όταν κληρονόμος του προσώπου στο όνομα του οποίου είναι εγγεγραμμένη η ιδιοκτησία απουσιάζει από την Κύπρο, καμιά εγγραφή την οποία ο Διευθυντής θεωρεί ως δυσμενή για τα συμφέροντα του απόντα δεν διενεργείται δυνάμει του άρθρου αυτού, εκτός αν παρήλθαν τριάντα έτη από την ημερομηνία του θανάτου του εγγεγραμμένου προσώπου.

 

6

15. Σε oπoιαδήπoτε διαδικασία, πoλιτική ή πoιvική, σε περίπτωση εγγράφoυ πoυ απoδεικvύεται ή πoυ φέρεται ότι έχει ηλικία όχι μικρότερη τωv είκoσι ετώv, υπάρχει τo ίδιo τεκμήριo τo oπoίo θα υπήρχε πριv από τηv έvαρξη της ισχύoς τoυ Νόμoυ αυτoύ σε περίπτωση εγγράφoυ τo oπoίo απoδείχτηκε ως παρόμoιoυ χαρακτήρα ή πoυ φέρεται ότι έχει ηλικία όχι μικρότερη τωv τριάvτα ετώv.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο