ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 212/2019)
9 Ιανουαρίου 2025
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
[ΚΟΝΗΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΥ ΦΩΤΙΟΥ
Εφεσείοντα/Εναγόμενου
και
ΣΩΤΗΡΟΥΛΛΑΣ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ
Εφεσίβλητης/Ενάγουσας
------------------------------
Φοίβος Ν. Χατζηϊωάννου για Α.Κ. Χατζηϊωάννου & Σία, για τον Εφεσείοντα.
Ελίνα Ευσταθίου για Γεώργιος Ν. Τσίκκος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
[Η ακρόαση διεκπεραιώθηκε χωρίς την παρουσία δικηγόρων, κατόπιν σχετικής παράκλησης που διαβιβάστηκε δυνάμει του περί Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης (Ηλεκτρονική Επικοινωνία) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2021]
-------------------------------
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Κονή, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΟΝΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού («το πρωτόδικο Δικαστήριο») ημερομηνίας 6/5/2019 με την οποία επιδίκασε υπέρ της εφεσίβλητης και σε βάρος του εφεσείοντος ποσόν €4.500 ως γενικές αποζημιώσεις πλέον €920 ως ειδικές αποζημιώσεις πλέον τόκους και έξοδα.
Στις 31/7/2010 έλαβε χώρα σε δρόμο στη Λεμεσό, τροχαίο ατύχημα μεταξύ του οχήματος που οδηγούσε η εφεσίβλητη και του οχήματος που οδηγούσε ο εφεσείων. Η εφεσίβλητη στο δικόγραφο της ισχυρίστηκε ότι το ατύχημα οφειλόταν αποκλειστικά στην αμέλεια ή και παράβαση των εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων του εφεσείοντος, του οποίου το όχημα, κτύπησε στο πίσω μέρος του οχήματος της εφεσίβλητης που προπορευόταν. Ισχυρίστηκε επίσης ότι από το ατύχημα τόσο η ίδια, η οποία τραυματίστηκε, όσο και το όχημα της υπέστησαν ζημιές και αξίωνε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις.
Ο εφεσείων στην Υπεράσπιση του αρνήθηκε ότι έφερε οποιαδήποτε ή και αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα και ισχυρίστηκε ότι αυτό οφειλόταν στην αποκλειστική ή και συντρέχουσα αμέλεια της εφεσίβλητης. Ισχυρίστηκε επίσης ότι η σύγκρουση των δύο οχημάτων ήταν ελαφρά και δεν προκλήθηκαν σημαντικές ζημιές. Αρνήθηκε τις ισχυριζόμενες σωματικές βλάβες της εφεσίβλητης υποστηρίζοντας ότι αυτές προϋπήρχαν ή και προήλθαν από άλλη αιτία ή και σε κάθε περίπτωση ήταν διογκωμένες.
Με την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας οι δικηγόροι των διαδίκων δήλωσαν ως παραδεκτά γεγονότα ότι την αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα την έφερε ο εφεσείων, ενώ όσον αφορά τις ειδικές αποζημιώσεις αυτές ανέρχονταν στο ποσό των €920.
Η ακροαματική διαδικασία συνεχίστηκε όσον αφορά τα υπόλοιπα επίδικα θέματα και στα πλαίσια αυτής η πλευρά της εφεσίβλητης παρουσίασε δύο μάρτυρες, την εφεσίβλητη (Μ.Ε.1) και τον Μ.Ε.2, ορθοπεδικό χειρούργο. Η πλευρά του εφεσείοντος δεν παρουσίασε μαρτυρία.
Η μαρτυρία της εφεσίβλητης επικεντρώθηκε στους τραυματισμούς που υπέστη συνεπεία του ατυχήματος και στα κατάλοιπα, που σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, είχαν παραμείνει. Η μαρτυρία της κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αποδεκτή και αξιόπιστη, με εξαίρεση το μέρος της που αφορούσε την ύπαρξη μόνιμων καταλοίπων. Ο Μ.Ε.2 κατέθεσε υπό την ιδιότητα του ιατρού, και το πρωτόδικο Δικαστήριο αντίκρυσε τη μαρτυρία του ως μαρτυρία εμπειρογνώμονα (Σπύρου ν. Παπαδόπουλου, Πολ. Έφεση Αρ. 29/12, ημερ. 2/4/2018). Κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο θετικός κατά τη μαρτυρία του και ότι μετέφερε αντικειμενικά και με ειλικρίνεια τα ευρήματα του από την εξέταση της εφεσίβλητης τα οποία τεκμηρίωσε επιστημονικά. Η μαρτυρία του έγινε αποδεκτή στην ολότητα της.
Με βάση τα πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε εύρημα ότι από το επίδικο ατύχημα η εφεσίβλητη υπέστη διάστρεμμα της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης τύπου whiplash, κάκωση δεξιού ώμου και κλειδικής χώρας δεξιά, κάκωση αριστερών κατωτέρων πλευρών και ελαφρά εγκεφαλική διάσειση. Έλαβε φαρμακευτική αγωγή η οποία συνίστατο σε παυσίπονα, αντιφλεγμονώδη και μυοχαλαρωτικά ενώ για κάποια χρονική περίοδο χρησιμοποίησε αυχενικό κολλάρο. Λόγω των τραυμάτων της έλαβε αναρρωτική άδεια μέχρι τις 30/9/2019.
Στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με τα επίδικα θέματα που απέμειναν να επιλυθούν, δηλαδή το ζήτημα των γενικών αποζημιώσεων και το ζήτημα του τόκου που θα επιδικαζόταν επί των αποζημιώσεων.
Αφού παρέθεσε τη σχετική νομική πτυχή και με παραπομπή σε νομολογία, κατέληξε ότι το ποσόν των €4.500 ήταν δίκαιο και εύλογο να επιδικαστεί ως γενικές αποζημιώσεις υπό τις περιστάσεις. Περαιτέρω, έκρινε ότι θα έπρεπε να επιδικαστούν τόκοι από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής.
Με βάση τα πιο πάνω προχώρησε στην έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης.
Ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με ένα και μοναδικό λόγο έφεσης. Προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο βάσει της μαρτυρίας που αποδέχθηκε, εσφαλμένα επιδίκασε €4.500 ως γενικές αποζημιώσεις, αντί να επιδικάσει πολύ χαμηλότερο ποσό. Προς υποστήριξη του λόγου έφεσης η πλευρά του εφεσείοντος αναφέρει ότι με βάση τους τραυματισμούς που υπέστηκε η εφεσίβλητη, οι οποίοι περιγράφονται πιο πάνω, το ποσό που επιδικάστηκε ήταν έκδηλα υπερβολικό και θα πρέπει να μειωθεί.
Μέσω του περιγράμματος αγόρευσης της, η πλευρά του εφεσείοντος υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έλαβε καθοδήγηση από την L.P. Transbeton Ltd v. Σταύρου κ.ά. (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 304 όπου ο εφεσίβλητος ήταν 37 ετών ενώ στην παρούσα υπόθεση η εφεσίβλητη ήταν 48 ετών κατά τον χρόνο του ατυχήματος. Εισηγείται ως καθοδηγητικές επί των γενικών αποζημιώσεων τις Δημητρίου ν. Ιωάννου κ.ά. (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 274 όπου για παρόμοιο κατά την άποψη της τραυματισμό επιδικάστηκε ποσό Λ.Κ.800,00 (€1.381,00) ως γενικές αποζημιώσεις, το οποίο επικυρώθηκε κατ' έφεση και Κωνσταντινίδης ν. Παπαμιλτιάδους κ.ά. (2007) 1(Β) Α.Α.Δ.733 όπου επιδικάστηκε στην εφεσίβλητη/ενάγουσα στην αγωγή 6110/99 ποσό Λ.Κ.1.000,00 (€1.726,00), το οποίο επίσης επικυρώθηκε κατ' έφεση. Είναι η θέση της με βάση την πιο πάνω νομολογία σε συνάρτηση με τα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα της κοινωνίας και της μη σοβαρότητας της υπόθεσης ότι θα έπρεπε να επιδικαστεί το ποσό των €2.000,00 ως γενικές αποζημιώσεις και ότι το ποσό που επιδικάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο να κριθεί ως έκδηλα υπερβολικό.
Αντίθετα η πλευρά της εφεσίβλητης υποστηρίζει την πρωτόδικη απόφαση και αναφέρει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έλαβε καθοδήγηση από τις L.P. Transbeton Ltd (ανωτέρω) και Νεοκλέους ν. Worley (2001) 1(A) A.A.Δ.652 ως επίσης ότι το ποσό των €4.500,00 που επιδικάστηκε ως γενικές αποζημιώσεις δεν είναι έκδηλα υπερβολικό ώστε να χωρεί επέμβαση του εφετείου. Η πλευρά της εφεσίβλητης παραπέμπει με την σειρά της σε σχετική νομολογία προς υποστήριξη των θέσεων της.
Αναφορικά με το ύψος του ποσού το οποίο επιδίκασε το δικαστήριο ως γενικές αποζημιώσεις, στην Ανδρέου v. Iacovou Brothers (Constructions) Ltd κ.ά. (2014) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2851 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα πρωτόδικα ευρήματα αναφορικά με το ύψος των γενικών αποζημιώσεων εκτός εάν πεισθεί είτε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε κάτω από λανθασμένη αντίληψη του νόμου είτε ότι το επιδικασθέν ποσό είναι τόσο υπερβολικό ή ανεπαρκές ούτως ώστε να καθίσταται παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων των οποίων ο ενάγων δικαιούται (Βλ. Σολομωνίδης ν. Ζεβλού κ.ά. (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 228)».
Έχουμε επίσης υπόψη μας ότι στην υπόθεση Lankuttis v. Nικόλα (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 1128 λέχθηκε ότι:
«Η πρόσφατη σταθερή νομολογία μας θέλει τις αποζημιώσεις για σωματική αναπηρία, φυσικό και ψυχικό πόνο να αυξάνονται εξελικτικά. Η τάση αυτή της νομολογίας δεν οφείλεται σε συναισθηματική απόκλιση προς τα θύματα. Βασίζεται στις πραγματικότητες της ζωής. Τα δικαστήρια έχουν επίγνωση της υψηλής αξίας που συνεχώς αποδίδεται από πολιτισμένες κοινωνίες στη σωματική ακεραιότητα και ψυχική υγεία του ατόμου μέλους της. Η πνευματική και σωματική υγεία συναποτελούν το προαπαιτούμενο στοιχείο για την καλή ποιότητα ζωής του ανθρώπου. Οι αποζημιώσεις, που εκφράζονται σε χρήμα, αποσκοπούν όσο είναι δυνατό με το υλικό τους στοιχείο να προσφέρουν κάποια ποιότητα ζωής στο θύμα, επαναφέροντας την, όσο είναι δυνατό, στην προ του δυστυχήματος κατάσταση. Γι΄ αυτό και οι αποζημιώσεις πρέπει να αντικατοπτρίζουν την αγοραστική αξία του χρήματος ώστε να προσεγγίζεται η εύλογη αποκατάσταση της ζημιάς».
Περαιτέρω στην Ανδρέου (ανωτέρω) λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά με την καθοδήγηση από τη νομολογία επί του ζητήματος του καθορισμού των γενικών αποζημιώσεων:
«Προηγούμενες αποφάσεις προσφέρουν μόνο βοηθητική καθοδήγηση στον καθορισμό του ορθού μέτρου αποζημίωσης στη βάση των ιδιαίτερων δεδομένων της ενώπιον του Δικαστηρίου υπόθεσης και δεν αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο υπό την έννοια της αρχής του stare decisis. Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η συνεχής μείωση της αξίας του χρήματος. Παράλληλα σημειώνουμε ότι η αυξητική τάση στις αποζημιώσεις ήταν αποτέλεσμα της ανάγκης εξισορρόπησης υπερβολικά χαμηλών αποζημιώσεων σε κατάλληλες περιπτώσεις και δεν τάσσεται ως χάρτης για αιτιολόγηση παροχής συνεχώς αυξανόμενων ποσών σε κάθε περίπτωση (Σπύρος Μελάς και Ελένη Λτδ ν. Πολίτη (2003) 1 Α.Α.Δ. 590)».
Κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας υπόψη τις σωματικές βλάβες τις οποίες υπέστη η εφεσίβλητη, αντίκρυσε το θέμα στη σωστή του διάσταση και ότι το ποσό των €4.500 το οποίο επιδίκασε προς όφελος της εφεσίβλητης ως γενικές αποζημιώσεις, δεν ήταν υπό τις περιστάσεις υπερβολικό.
Ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι τραυματισμοί στην L.P. Transbeton Ltd (ανωτέρω) ήταν παρόμοιοι με τους τραυματισμούς της εφεσίβλητης ως επίσης ως προς τη περίοδο απουσίας από την εργασία. Στην υπόθεση αυτή ο εφεσίβλητος 37 ετών, είχε υποστεί αιμάτωμα περιοφθαλμικά, εγκεφαλική διάσειση, διάστρεμμα της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης και ένεκα των εν λόγω τραυμάτων παρέμεινε εκτός εργασίας για δύο περίπου μήνες. Επικυρώθηκε κατ' έφεση το ποσό των €2.500,00 ως γενικές αποζημιώσεις. Η διαφορά ηλικίας των 11 ετών, η εφεσίβλητη στην παρούσα κατά τον χρόνο του τραυματισμού ήταν 48 ετών, δεν ήταν τέτοια που να διαφοροποιεί τα δεδομένα.
Η πλευρά του εφεσείοντος υποβαθμίζει τον τραυματισμό της εφεσίβλητης, τον πόνο και τη ταλαιπωρία που υπέστη. Η νομολογία στην οποία παραπέμπει αφορά ελαφρότερους τραυματισμούς. Στην Δημητρίου (ανωτέρω), ο εφεσείων, επαγγελματίας οδηγός λεωφορείου ηλικίας 60 ετών, υπέστη διάστρεμμα του αυχένα και της οσφυϊκής μοίρας και ως αποτέλεσμα των σωματικών τραυματισμών ταλαιπωρήθηκε, αισθανόμενος πόνο, ζάλη κεφαλαλγία για περίοδο 10 εβδομάδων. Το ποσόν των Λ.Κ.800 που επιδικάστηκε πρωτόδικα επικυρώθηκε κατ' έφεση αφού δεν κρίθηκε εύλογα ανεπαρκές. Όμως στην εν λόγω υπόθεση επιδικάστηκε κατ' έφεση επιπλέον ποσό Λ.Κ.4.000 ως γενικές αποζημιώσεις για νευρικό κλονισμό τον οποίο υπέστη, βιώνοντας μια άσχημη εμπειρία, ως αποτέλεσμα του ατυχήματος. Υπέστη δηλαδή ψυχικό τραύμα που εκδηλώθηκε με πονοκεφάλους, ζάλη, τάση για εμετό, αδυναμία συγκέντρωσης, ερεθιστικότητα, δύσκολη επέλευση του ύπνου, διαταραχές στον ύπνο που συνοδεύονταν από εφιάλτες, πρόωρη αφύπνιση, κατάθλιψη άγχος, και έντονες φοβίες στην τροχαία κίνηση και οδήγηση. Είναι εμφανές από τα πιο πάνω ότι η πιο πάνω υπόθεση δεν είναι κατάλληλη για να ληφθεί καθοδήγηση, αφού οι τραυματισμοί σ' αυτή, δεν προσομοιάζουν με αυτούς της εφεσίβλητης, ακόμη και για αυτούς που επιδικάστηκε ποσόν Λ.Κ.800 αφού η εφεσίβλητη στην παρούσα υπόθεση υπέστη περισσότερες κακώσεις. Η Κωνσταντινίδης (ανωτέρω) αφορά ελαφρύτερους τραυματισμούς όσον αφορά την ενάγουσα στην αγωγή 6110/99, αφού επιδικάστηκε ποσό Λ.Κ.1.000 ουσιαστικά για πόνο στον αυχένα (όχι διάστρεμμα όπως στη παρούσα υπόθεση), κεφαλαλγία και ζάλη για τα οποία έπαιρνε αρκετό καιρό φάρμακα (stemetils). Στην ίδια όμως υπόθεση, όπως ορθά παρατηρεί η πλευρά της εφεσίβλητης, στην εφεσίβλητη/ενάγουσα στην αγωγή 6109/99, η οποία ήταν 55 ετών κατά τον χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης πρωτόδικα και υπέστη κάταγμα της 5ης πλευράς δεξιά, διάστρεμμα της αυχενικής μοίρας και εγκεφαλική διάσειση, κρατήθηκε στο νοσοκομείο για δύο μέρες, ήταν κλινήρης με συνεχή ιατρική παρακολούθηση και φροντίδα και έφερε αυχενικό κολλάρο για τρεις μήνες συνεχώς, ενώ παρέμεινε εκτός εργασίας για δύο περίπου μήνες, τραυματισμοί που προσομοιάζουν με αυτούς της εφεσίβλητης, αν και σοβαρότεροι, επιδικάστηκε ποσό Λ.Κ.5.000 ως γενικές αποζημιώσεις, το οποίο επικυρώθηκε κατ' έφεση.
Ορθά επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του ότι πέρασε σημαντικό χρονικό διάστημα από την έκδοση των αποφάσεων οι οποίες αναφέρονται στην εκκαλούμενη απόφαση αναφορικά με το ζήτημα των γενικών αποζημιώσεων, γεγονός που προσμετρήθηκε στον υπολογισμό της αγοραστικής αξίας του χρήματος (βλ. Lankuttis και Ανδρέου (ανωτέρω)).
Με βάση τα πιο πάνω καταλήγουμε ότι δεν υπάρχει πεδίο επέμβασης του Εφετείου στην πρωτόδικη απόφαση και ο λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται.
Συνεπεία των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €1900 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.
ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.