ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 195/2019
σχ. με την 262/2019)
10 Ιανουαρίου, 2025
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
(1) Πολιτική Έφεση Αρ. 195/2019
M.C. MICHAEL DEVELOPMENTS LTD
Εφεσείουσα
και
ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΪΛΗΣ
Εφεσίβλητος
(2) Πολιτική Έφεση Αρ. 262/2019
ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΪΛΗΣ
Εφεσείοντας
και
M.C. MICHAEL DEVELOPMENTS LTD
Εφεσίβλητη
---------------------------
Για την Πολ. Έφεση 195/19:
Θεοδοσία Δρόσου (κα) και Βίας Παρπαρίνος για Λουκάς & Βίας Λ. Παρπαρίνος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.
Χριστάκης Ματθαίου, για τον Εφεσίβλητο.
Για την Πολ. Έφεση 262/19:
Χριστάκης Ματθαίου, για τον Εφεσείοντα.
Θεοδοσία Δρόσου (κα) και Βίας Παρπαρίνος για Λουκάς & Βίας Λ. Παρπαρίνος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
------------------------------
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια/εφεσείουσα στην Πολ. Έφεση 195/2019 (εφεξής η εφεσείουσα) καταχώρησε στις 3.9.2015 την Αίτηση Κ39/15 στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων Λευκωσίας, με την οποία διεκδικούσε €9.522,56 ως οφειλόμενα ενοίκια από τον καθ' ου η αίτηση/εφεσίβλητο στην Πολ. Έφεση 195/2019 (εφεξής ο εφεσίβλητος). Τα κατ' ισχυρισμόν οφειλόμενα ενοίκια αφορούσαν το κατάστημα Κ4 στο υποστατικό LEO COURT επί της Λεωφόρου Δημοσθένη Σεβέρη 22 στη Λευκωσία, το οποίο, η εφεσείουσα ενοικίασε στον εφεσίβλητο δυνάμει ενοικιαστηρίου εγγράφου ημερ.10.10.2005.
Η αρχική περίοδος ενοικίασης ήταν για δύο χρόνια, δηλαδή από 10.11.2005 - 9.10.2007, αλλά ο εφεσίβλητος παρέμεινε στο κατάστημα μετά τη λήξη της αρχικής περιόδου ενοικίασης και κατέστη έτσι θέσμιος ενοικιαστής συμφώνως του Νόμου. Ο εφεσίβλητος εγκατέλειψε τελικά το κατάστημα τον Δεκέμβρη του 2014, ενώ τα οφειλόμενα ενοίκια, κατά τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας, αφορούσαν την περίοδο από Ιανουάριο του 2012 μέχρι τέλος Δεκεμβρίου του 2014.
Ο εφεσίβλητος με την Απάντηση του αμφισβήτησε την υπό διεκδίκηση οφειλή, προβάλλοντας διάφορους ισχυρισμούς, όπως για παράδειγμα ότι ενοικιαστής του καταστήματος δεν ήταν ο ίδιος προσωπικά, αλλά η εταιρεία Sαvvinas DVD Store Ltd (εφεξής η Savvina), η οποία συστάθηκε λίγους μήνες μετά την υπογραφή του ενοικιαστηρίου εγγράφου, αντικατέστησε δυνάμει προφορικής συμφωνίας τον αρχικό ενοικιαστή και κατέβαλλε εκείνη, τα κατά καιρούς πληρωτέα ενοίκια. Άλλος ισχυρισμός του εφεσίβλητου ήταν ότι η εφεσείουσα ειδοποιήθηκε περί τον Μάρτιο του 2013 ότι η Savvina σκόπευε να εγκαταλείψει το κατάστημα, αλλά συγκατάνευσε [η εφεσείουσα] στο να παραμείνει στο κατάστημα η Savvina, χωρίς να καταβάλλει ενοίκια, μέχρι την εξεύρεση νέου ενοικιαστή. Παρά τη συνεννόηση αυτή, η Savvina κατέβαλλε ενοίκια μέχρι και τον Ιούλιο του 2023 και εν πάση περιπτώσει ουδέν ενοίκιο οφείλει ο εφεσίβλητος στην εφεσείουσα.
Η ακρόαση της υπόθεσης πρωτόδικα ήταν σύντομη με την κατάθεση ενός μόνο μάρτυρα από κάθε πλευρά. Εκ μέρους της εφεσείουσας κατάθεσε ο διευθυντής της Μιχάλης Μιχαήλ (ΜΑ1) και εκ μέρους του εφεσίβλητου, ο ίδιος προσωπικά (ΜΚ1). Κατατέθηκαν και διάφορα έγγραφα ως τεκμήρια 1-10.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνοντας ότι η μαρτυρία του ΜΑ1 επί του επίδικου ζητήματος της οφειλής ήταν «ελλιπής και/ή μη ικανοποιητική» και ότι ο μάρτυρας «δεν ήταν σε θέση να αποδείξει το ύψος της οφειλής και την περίοδο την οποία αυτή αφορούσε.» (σελ.7) απέρριψε την Αίτηση καθ' ότι η εφεσείουσα «δεν ικανοποίησε το βάρος απόδειξης το οποίο φέρει για την απόδειξη του ύψους των οφειλόμενων ενοικίων» (σελ.15). Την κρίση αυτή την επανέλαβε και στη σελ.16 της απόφασης του, σημειώνοντας ότι η εφεσείουσα «απέτυχε να ικανοποιήσει το βάρος απόδειξης το οποίο φέρει αναφορικά με το ύψος των καθυστερημένων και οφειλόμενων υπό του καθ' ου η αίτηση ενοικίων και την ακριβή περίοδο για την οποία αυτά οφείλονται».
Πέραν της πιο πάνω κατάληξης, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη και σε διάφορα άλλα ευρήματα και συμπεράσματα, ένα εκ των οποίων ήταν η απόρριψη των ισχυρισμών του εφεσίβλητου. Δεν δέχτηκε δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο μήτε τον ισχυρισμό περί αντικατάστασης του αρχικού ενοικιαστή-εφεσίβλητου από τη Savvina, μήτε τη υποτιθέμενη συναίνεση για άνευ ενοικίου κατοχή του καταστήματος από τον Μάρτιο του 2013 και εντεύθεν. Στη σελ.10 της εκκαλούμενης απόφασης υποδεικνύονται σχετικά τα ακόλουθα:
«Ελλείψει οποιασδήποτε άλλης, ενισχυτικής μαρτυρίας, δεν έχουμε πιστέψει τον Καθ' ου η Αίτηση ότι η εταιρεία του ειδοποίησε την Αιτήτρια εταιρεία πως θα παρέδιδε κατοχή και ότι είχαν καταλήξει τα μέρη σε κάποια προφορική συμφωνία. Περαιτέρω, δεν υπάρχει ενώπιον μας άλλη μαρτυρία σχετικά με συμφωνία του Καθ' ου η Αίτηση με την Αιτήτρια, ότι η εταιρεία του θα τον αντικαθιστούσε ως ενοικιαστή του επίδικου καταστήματος. Ο Καθ' ου η Αίτηση απέτυχε να αποδείξει τους ισχυρισμούς που πρόβαλε.»
Απορρίπτοντας την Αίτηση, έκρινε «υπό τις περιστάσεις ότι είναι ορθό και δίκαιο» η κάθε πλευρά να επωμισθεί τα έξοδα της.
Η προαναφερθείσα κατάληξη δεν άφησε καμία πλευρά ικανοποιημένη. Η εφεσείουσα με την Πολ. Έφεση 195/2019, με τέσσερεις λόγους έφεσης αρχικά, προσέβαλε την ουσία της κατάληξης, αλλά και τη διαταγή για τα έξοδα, ενώ ο εφεσίβλητος με την Πολ. Έφεση 262/2019, με ένα λόγο έφεσης προσέβαλε τη διαταγή για τα έξοδα.
Σε ό,τι αφορά την Πολ. Έφεση 195/2019, με την οποία θα ασχοληθούμε πρώτα, ο δεύτερος λόγος έφεσης στην πορεία αποσύρθηκε από την εφεσείουσα, με αποτέλεσμα να παραμένουν προς εξέταση οι λόγοι έφεσης 1, 3 και 4.
Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι η εφεσείουσα δεν ικανοποίησε το βάρος απόδειξης για την απόδειξη του ύψους των οφειλόμενων ενοικίων και εσφαλμένα δεν επιδίκασε το αξιούμενο ποσό ως οφειλόμενα ενοίκια. Ο τρίτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι η κατάσταση οφειλόμενων ενοικίων δεν δόθηκε στον καθ' ου η αίτηση και ο τέταρτος λόγος έφεσης - ως παρεπόμενος των προηγούμενων λόγων έφεσης - ότι, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επιδίκασε τα έξοδα υπέρ της εφεσείουσας.
Ως προκύπτει από τα πιο πάνω, με τον πρώτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε απόσειση του βάρους απόδειξης σε σχέση με το ύψος των οφειλόμενων ενοικίων. Η εφεσείουσα στην προσπάθεια της να τεκμηριώσει τη θέση της αυτή, παραθέτει, με αναφορά στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, (α) το πληρωτέο μηναίο ενοίκιο και (β) τα ενοίκια που κατά καιρούς καταβλήθηκαν από ή εκ μέρους του εφεσίβλητου. Στη συνέχεια, προβαίνοντας σε μαθηματικούς υπολογισμούς καταλήγει στο συμπέρασμα ότι παραμένει χρεωστικό υπόλοιπο για την επίδικη περίοδο (1.1.2012 - 31.12.2014) και κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν το επιδίκασε.
Η πρώτη μας παρατήρηση είναι ότι προκύπτει σημαντική απόκλιση, ανακολουθία, αλλά και σύγχυση, συγκρίνοντας την αιτιολογία του λόγου έφεσης αυτού ως παρατίθεται στο Εφετήριο και της αντίστοιχης επιχειρηματολογίας ως παρατίθεται στο Περίγραμμα Αγόρευσης της εφεσείουσας.
Στην αιτιολογία του λόγου έφεσης στο Εφετήριο, η εφεσείουσα, αφού προβαίνει σε διάφορους μαθηματικούς υπολογισμούς που άπτονται των καταβληθέντων ενοικίων για όλα τα χρόνια της ενοικίασης, στο σημείο Δ (σελ.4), καταλήγει στο συμπέρασμα ότι,
«Όλα τα πιο πάνω ποσά οφείλονται πάντοτε ως αποτέλεσμα των ευρημάτων του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Όλα τα πιο πάνω ποσά συμποσούμενα δίδουν ως οφειλόμενο συνολικό ποσό αυτό των ΕΥΡΩ 11.224.60.»
[η έμφαση και υπογράμμιση είναι της εφεσείουσας]
Στο Περίγραμμα Αγόρευσης γίνονται ανάλογοι μαθηματικοί υπολογισμοί με κατάληξη όμως αυτή τη φορά στη σελ.5, παρ.2 ότι,
«Εάν αφαιρεθεί το πιο πάνω ποσό των €12.233,60 από το ποσό των €13.224,60 που ήταν το συνολικό οφειλόμενο ποσό ενοικίων από 1/1/2012 μέχρι 31/12/2014 παραμένει προς όφελος των Εφεσειόντων το ποσό των €991,00.»
Καταλήγει δε στη σελ.6, παρ.1 με την εξής διεκδίκηση:
«Για όλους τους πιο πάνω λόγους είναι η εισήγηση μας ότι η πρωτόδικη απόφαση ανατραπεί και εκδοθεί απόφαση προς όφελος των Εφεσειόντων για το ποσό των €991,00».
Υπενθυμίζουμε ότι το αρχικώς διεκδικούμενο ποσό οφειλόμενων ενοικίων στην πρωτόδικη Αίτηση ήταν €9.522,56.
Η υποδειχθείσα ανωτέρω ανακολουθία, καταδεικνύει κατ' ουσία, την ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δηλαδή «ο ΜΑ1 δεν ήταν σε θέση να αποδείξει το ύψος της οφειλής και την περίοδο που αυτή αφορούσε, εφόσον η γνώση του επί του θέματος ήταν περιορισμένη» (σελ.7). Δηλαδή, το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπό τις περιστάσεις, έκρινε ότι ο ΜΑ1 δεν ήταν επαρκώς πληροφορημένος και ενήμερος, ώστε να καταθέσει ικανοποιητικά επί της υπό διεκδίκηση οφειλής.
Η ως άνω, μη εφεσιβληθείσα αξιολόγηση του ΜΑ1, οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο απολύτως δικαιολογημένο συμπέρασμα, ότι η εφεσείουσα δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης που επωμιζόταν για απόδειξη της οφειλής. Τούτο λόγω «ελλιπ[ούς] και/ή μη ικανοποιητικής μαρτυρίας». Από τη στιγμή που η μαρτυρία κρίθηκε ως τέτοια, δεν ετίθετο θέμα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ακροβατώντας, να επιχειρήσει μαθηματικούς υπολογισμούς για να καταλήξει σε συμπέρασμα για την όποια οφειλή, κάτι που ως καταδεικνύεται από το ανάλογο εγχείρημα των δικηγόρων της εφεσείουσας, κάθε άλλο παρά οδηγεί σε στέρεο και ασφαλές αποτέλεσμα.
Το βάρος απόδειξης είναι στους ώμους του εκάστοτε ενάγοντος να αποδείξει, στη βάση της αποδεχθείσας μαρτυρίας, ότι, η εκδοχή του επί ενός εκάστου των στοιχείων της απαίτησης, είναι πιο πιθανή παρά όχι (more probable than not) - βλ. Μαρσέλ κ.α. v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ 1858 και ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ v. CORAL FOODS κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 956.
Εν όψει των πιο πάνω ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη σελ.15 της εκκαλούμενης απόφασης, ότι:
«Η Κατάσταση Τεκμήριο 3, φαίνεται ότι εστάλη στον Καθ' ου η Αίτηση με την επιστολή της Αιτήτριας εταιρείας ημερομηνίας 12.12.2014 (Τεκμήριο 4). Ο Καθ' ου η Αίτηση αρνήθηκε λήψη της επιστολής και δεν υπάρχει ενώπιον μας ικανοποιητική μαρτυρία ότι αυτή του επιδόθηκε ή απεστάλη με ταχυδρομείο ώστε να τεκμαίρεται η λήψη της ή δόθηκε προσωπικά ή ότι, με κάποιο τρόπο, παραλήφθηκε.»
Είναι γεγονός ότι στην αντεξέταση του, ο ΜΑ1 ισχυρίστηκε ότι παρέδωσε προσωπικά την επιστολή (τεκμήριο 4) με επισυνημμένη προφανώς την κατάσταση λογαριασμού (τεκμήριο 3) στον εφεσίβλητο στον χώρο εργασίας, ήτοι το κυβερνητικό τυπογραφείο (σελ.17 πρακτικών ημερ.23.2.2018). Τη μαρτυρία αυτή τη μνημονεύει μάλιστα το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ.7 της απόφασης του. Συνεπώς, το προαναφερθέν συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δημιουργεί κάποια ερωτηματικά. Ενδεχομένως, με την αναφορά «δεν υπάρχει ενώπιον μας ικανοποιητική μαρτυρία», το πρωτόδικο Δικαστήριο να θέλει να καυτηριάσει το γεγονός ότι τον ισχυρισμό αυτό, τον έθεσε για πρώτη φορά στην αντεξέταση ο ΜΑ1. Εν πάση περιπτώσει, και εντελώς πεπλανημένη ή εσφαλμένη να είναι η αναφορά αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τούτο δεν οδηγεί σε ανατροπή της πρωτόδικης κατάληξης.
Είναι συνολικά τρεις οι επιστολές που φέρονται να απεστάλησαν στον εφεσίβλητο και αφορούσαν τα οφειλόμενα ενοίκια. Η πρώτη είναι η προαναφερθείσα. Η δεύτερη είναι η επιστολή ημερ.19.3.2015 (τεκμήριο 5) για την οποία και πάλι το πρωτόδικο Δικαστήριο κρίνει ότι δεν δόθηκε ικανοποιητική μαρτυρία για την αποστολή, επίδοση ή λήψη της. Η κατάληξη αυτή δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης. Η τρίτη επιστολή ημερ.16.6.2015 (τεκμήριο 6), όπως αναγνωρίζει το πρωτόδικο Δικαστήριο, επιδόθηκε στον εφεσίβλητο στις 24.6.2015 και έλαβε γνώση του περιεχομένου.
Με άλλα λόγια, το ζήτημα αυτό δεν φαίνεται να διαδραμάτισε κανένα απολύτως ρόλο στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είτε στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας του μάρτυρος, είτε στην εξαγωγή των ουσιωδών συμπερασμάτων της υπόθεσης. Καταγράφεται απλώς η αλληλουχία των γεγονότων, χωρίς επί του προκειμένου, να υπήρχε οποιαδήποτε πρακτική, αλλά και ουσιαστική σημασία. Συνεπώς, επαναλαμβάνουμε, ακόμα και αν υπήρξε πλάνη ή σφάλμα, τούτο δεν αντανάκλασε στην κατάληξη, η οποία παραμένει άθικτη και ορθή.
Ως εκ του συνόλου των ως άνω αναφερομένων, φαίνεται να είναι βάσιμος επί του περιεχομένου του ο λόγος έφεσης 3, αλλά τούτο δεν οδηγεί σε ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.
Τέλος, σε σχέση με τον λόγο έφεσης 4 που αφορά τη διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τα έξοδα, ως η ίδια η εφεσείουσα αναγνωρίζει, τελεί υπό την αίρεση της επιτυχίας των προηγούμενων λόγων έφεσης και της συνακόλουθης ανατροπής της πρωτόδικης απόφασης. Τέτοια ανατροπή δεν υπήρξε, γεγονός που συμπαρασύρει σε απόρριψη και αυτό τον λόγο έφεσης.
Ερχόμαστε στην Πολ. Έφεση 262/19 και τον μοναδικό λόγο έφεσης που εκεί παρατίθεται, ο οποίος, ως προαναφέραμε, αφορά τη διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου όπως η κάθε πλευρά επωμισθεί τα έξοδα της. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον λόγο έφεσης αυτό, το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι «υπό τις περιστάσεις» ήταν «ορθό και δίκαιο» όπως η κάθε πλευρά καταβάλει τα έξοδα της και ως εκ τούτου δεν επιδίκασε έξοδα προς όφελος του ιδίου και εναντίον της εφεσείουσας/αιτήτριας, δεδομένης της αποτυχίας και απόρριψης της Αίτησης της τελευταίας.
Το θέμα της επιδίκασης εξόδων εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου (βλ. άρθρο 43 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60), η οποία ασκείται δικαστικά και όχι αυθαίρετα, στη βάση [και] των καθιερωμένων νομολογιακών αρχών. Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου επιβεβαιώνεται και στους Νέους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023, όπου στο Μέρος 39.2 παρατίθενται οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη κατά την άσκηση αυτής της διακριτικής ευχέρειας.
Κατά κανόνα, τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα, εκτός αν υπάρχουν ειδικές περιστάσεις που να δικαιολογούν άλλη κατάληξη. Είχαμε πρόσφατα την ευκαιρία να πραγματευτούμε, παρόμοιου, όπως εδώ, θέματος εξόδων και να παραθέσουμε τις ισχύουσες νομολογιακές και άλλες αρχές, τις οποίες υιοθετούμε και επαναλαμβάνουμε (βλ. Ματθαίου v. Πασιουρτίδης Πολ. Έφεση 325/18, ημερ.15.11.2024).
Όπως προαναφέραμε, η διακριτική ευχέρεια που υπάρχει ασκείται δικαστικά. Τούτο εξυπακούει ότι όπου θα υπάρξει απόκλιση από τον γενικό κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα, θα πρέπει να παρατίθεται η σχετική αιτιολογία. Δεν αρκεί, όπως συνέβη στην υπό συζήτηση περίπτωση, να γίνεται αόριστη αναφορά σε «υπό τις περιστάσεις κρίνουμε ορθό και δίκαιο». Θα πρέπει να εξειδικεύονται οι επικληθείσες περιστάσεις και να γίνεται εξισορρόπηση αυτών με τους λοιπούς παράγοντες της δίκης που συνέτειναν στη δημιουργία των εξόδων της υπόθεσης. Έτσι επιτυγχάνεται η διαφάνεια, εξαλείφεται η καχυποψία περί αυθαιρεσίας και καθίσταται δυνατός ο εφετειακός έλεγχος.
Στην υπόθεση Θρασυβούλου v. Arto Estates Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 12 το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της εφεσίβλητης εναντίον της εφεσείουσας για την καταβολή μεσιτικής προμήθειας εναντίον της εφεσείουσας, καθ' ότι έκρινε την προσαχθείσα μαρτυρία από πλευράς εφεσίβλητης, ως αναξιόπιστη. Παρόλα ταύτα, δεν επιδίκασε τα έξοδα υπέρ της εφεσείουσας αναφέροντας απλώς, «λαμβάνοντας υπόψη όλα τα περιστατικά της υπόθεσης, δεν εκδίδω διαταγή για τα έξοδα»
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ανατρέποντας την πιο πάνω διαταγή και επιδικάζοντας τα έξοδα υπέρ της εφεσείουσας σημείωσε τα εξής:
«Είναι θεμελιωμένο ότι ο βασικός παράγοντας που διέπει την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα, είναι το αποτέλεσμα της δίκης. Θεωρείται ασύννομο ο δικαιωθείς διάδικος να επωμίζεται τα έξοδα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων του και εύλογο να τα επωμίζεται ο αποτυχών διάδικος, η αδικαιολόγητη προσφυγή του οποίου στο Δικαστήριο (όπως τεκμηριώνεται από το αποτέλεσμα) αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία των εξόδων. Κλασσικό παράδειγμα εξαίρεσης από τον κανόνα αποτελεί η περίπτωση επιτυχόντα διαδίκου ο οποίος συμβάλλει με το χειρισμό της υπόθεσής του στην αύξηση των εξόδων της δίκης· σ' εκείνη την περίπτωση δικαιολογείται ο μετριασμός της εφαρμογής του κανόνα (τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα) και η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, ώστε να αντανακλάται η συμβολή του επιτυχόντα διαδίκου στη διόγκωση των εξόδων. Δεν είναι όμως παραδεκτή η αποστέρηση των εξόδων του επιτυχόντα διαδίκου χωρίς αποχρώντα λόγο. Όπως τονίστηκε στη Georghios Ε. Glykys v. Ioannis Stylianou Ioannides (1959 - 60) 24 C.L.R. 220, η επίδειξη καλής προαίρεσης (kindness) από το δικαστήριο προς τον αποτυχόντα διάδικο προς μετριασμό αισθημάτων πικρίας του αποτυχόντα διαδίκου, δε συνιστά δικαστική άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.
Ακόμα όμως και αν εκληφθεί, ως η εισήγηση της πλευράς της εφεσείουσας (εφεσίβλητη στην Πολ. Έφεση 262/19), ότι η διαταγή του Δικαστηρίου σχετιζόταν με την αξιολόγηση του ΜΚ1 και τη συνακόλουθη κατάληξη ότι «απέτυχε να αποδείξει τους ισχυρισμούς που προέβαλε», πάλι δεν δικαιολογείτο η απόκλιση από τον γενικό κανόνα, αφού δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι με τη στάση που τήρησε και τους ισχυρισμούς που προώθησε ο ΜΚ1, συνέβαλε στη δημιουργία ή την αύξηση των εξόδων της δίκης. Η πλευρά της εφεσείουσας (εφεσίβλητη στην Πολ. Έφεση 262/19) είχε το βάρος να αποδείξει κάθε έκφανση της υπόθεσης της, με προεξάρχουσα την ύπαρξη και το ύψος της οφειλής, ανεξαρτήτως της όποιας στάσης θα τηρούσε ο εφεσίβλητος, και απέτυχε να το αποσείσει.
Στην υπόθεση SEE YOU TRAVEL LTD v. Χριστοφόρου Πολ. Έφεση 118/14 ημερ.28.5.2022, ECLI:CY:AD:2022:A129 στην οποία εύστοχα παραπέμπει ο ευπαίδευτος συνήγορος κ. Ματθαίου, ειπώθηκαν τα εξής:
«Υπό το πρίσμα των πιο πάνω αρχών και λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα της παρούσας περίπτωσης, κρίνουμε ότι η απόρριψη της μαρτυρίας του εναγόμενου - Εφεσίβλητου δεν ήταν παράγοντας που θα έπρεπε να οδηγήσει στην παράκαμψη του γενικού κανόνα της επιδίκασης εξόδων εις βάρος του αποτυχόντα διάδικου, ήτοι των εναγόντων - Εφεσειόντων, ως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορός τους. Ήταν η προώθηση δικαστικής διαδικασίας εκ μέρους τους που υποχρέωσε τον Εφεσίβλητο να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο, με όλες τις συνέπειες που αυτό ενείχε ως προς την πρόκληση εξόδων για τον ίδιο.»
Εν όψει των πιο πάνω, ο λόγος έφεσης της Πολ. Έφεσης 262/2019 γίνεται δεκτός.
Συνοψίζοντας, η Πολ. Έφεση 195/2019 αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η Πολ. Έφεση 262/2019 επιτυγχάνει και η πρωτόδικη διαταγή εξόδων παραμερίζεται και αντικαθίσταται με την εξής διαταγή:
«τα έξοδα όπως θα υπολογισθούν από τη γραμματέα/πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ του καθ' ου η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας»
Επιδικάζονται €1.900 έξοδα πλέον ΦΠΑ, υπέρ του εφεσίβλητου στην Πολ. Έφεση 195/2019 (εφεσείοντα στην Πολ. Έφεση 262/2019) και εναντίον του εφεσείοντα στην Πολ. Έφεση 195/2019 (εφεσίβλητου στην Πολ. Έφεση 262/2019). Διευκρινίζεται ότι λόγω του γεγονότος ότι οι εφέσεις ακούστηκαν μαζί, ακολούθησαν κοινή διαδικαστική πορεία στο Εφετείο, περιλαμβανομένης και της έκδοσης μιας ενιαίας απόφασης για επίλυση των εγειρόμενων θεμάτων, ένα σετ εξόδων έχει επιδικασθεί (βλ. Μέρος 1. Καν.1-5, Μέρος 39 Καν.1 και 2 και Μέρος 41. Καν. 4 (2) (ε) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023).
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.