ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 184/2019)
14 Ιανουαρίου, 2025
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ΧΩΜΑΤΕΝΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ
ΕΛΕΓΚΩΣ ΚΥΠΡΟΥ ΧΩΜΑΤΕΝΟΥ
Εφεσείοντα/Ενάγοντα
και
1. ΤΑΚΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗ
2. ΣΠΥΡΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΜΑΛΑΚΟΥΤΑ
Εφεσίβλητων/Εναγόμενων
------------------------------
Αναστάσιος Ζ. Μυλωνάς για Αναστάσιος Μυλωνάς & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Δρ. Ανδρέας Π. Ποιητής για Δρ. Ανδρέας Π. Ποιητής & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
-------------------------------
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί
από τον Κονή, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΟΝΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας («το πρωτόδικο Δικαστήριο») ημερομηνίας 18/3/2019 με την οποία απέρριψε την αγωγή 1764/2012 με έξοδα υπέρ των εφεσίβλητων/εναγομένων και σε βάρος του εφεσείοντα/ενάγοντα.
Σύμφωνα με τις δικογραφημένες θέσεις του ο εφεσείων ήταν ο διαχειριστής της περιουσίας της αποβιώσασας Ελέγκως Κύπρου Χωματένου («ΕΚΧ»), δυνάμει διατάγματος του Ε.Δ. Λάρνακας στο πλαίσιο αίτησης διαχείρισης. Η ρηθείσα ΕΚΧ ήταν θυγατέρα του Μιχάλη Παπαδόπουλου («ΜΠ») και μια εκ των κληρονόμων του. Κατά την 28/4/1976 το Ε.Δ. Λάρνακας, στο πλαίσιο αίτησης διαχείρισης, διόρισε τον εκάστοτε Επίσημο Παραλήπτη ως τον μόνο διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος ΜΠ, υπό την ιδιότητα του ως Παραλήπτη της περιουσίας του Αγισήλαου Παπαδόπουλου («ΑΠ»), ο οποίος βρισκόταν σε πτώχευση και ήταν ένας εκ των κληρονόμων του αποβιώσαντος ΜΠ. Κατά την 28/4/1976 ο εφεσίβλητος 1 εκτελούσε καθήκοντα Επίσημου Παραλήπτη και υπό την ιδιότητα του αυτή είχε τη διαχείριση της περιουσίας του πτωχεύσαντα ΑΠ και παράλληλα ανέλαβε τη διαχείριση της περιουσίας του αποβιώσαντος ΜΠ. Κατά τον Απρίλιο του έτους 1984 ο ΑΠ αποκαταστάθηκε από την πτώχευση κατόπιν διατάγματος του Ε.Δ. Λάρνακας με αποτέλεσμα ο Επίσημος Παραλήπτης και συνεπώς ο ασκών τότε τα καθήκοντα τούτα εφεσίβλητος 1, να παύσει να διαχειρίζεται την περιουσία του ΑΠ. Περαιτέρω, με τα πιο πάνω ο εφεσίβλητος 1 κατά τον ίδιο χρόνο έπαυσε αυτοδικαίως να είναι διαχειριστής της περιουσίας του ΜΠ με βάση το πιο πάνω διάταγμα. Διαζευκτικά με τα πιο πάνω, ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι ο εφεσίβλητος 1 κατά το έτος 1989 αφυπηρέτησε από τη θέση του Επίσημου Παραλήπτη με αποτέλεσμα να παύσει να είναι διαχειριστής της περιουσίας του ΜΠ, του οποίου τη διαχείριση είχε αναλάβει ο εκάστοτε Επίσημος Παραλήπτης και όχι προσωπικά ο εφεσίβλητος 1. Παρόλα αυτά, ο εφεσίβλητος 1 συνέχισε να παρουσιάζεται και να ενεργεί παράνομα ως διαχειριστής της περιουσίας του ΜΠ.
Έχοντας τα πιο πάνω υπόψη, ήταν η θέση του εφεσείοντα ότι τα τρία επίδικα κτήματα που ο εφεσίβλητος 1 πώλησε ή και μεταβίβασε στον εφεσίβλητο 2 το έτος 1997 και τα οποία ανήκαν στην κληρονομιά του ΜΠ, έγιναν καθ' υπέρβαση του περί «Διαχειρίσεως και Κληρονομιών Νόμου» ή και καθ' υπέρβαση των δικαιωμάτων του διαχειριστή ή και χωρίς την εξουσιοδότηση ή και τη γνώση των κληρονόμων του ΜΠ ή και χωρίς άδεια του Δικαστηρίου. Περαιτέρω ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι τα τρία κτήματα είχαν μεγαλύτερη έκταση από όση παρουσιάστηκε ότι είχαν κατά την πώληση και απέδιδε στους εφεσίβλητους 1 και 2 δόλο ή και αμέλεια και επιπρόσθετα στον εφεσίβλητο 1 παράβαση των εκ του Νόμου απορρεόντων καθηκόντων του, παραθέτοντας σχετικές λεπτομέρειες.
Συνεπεία των πιο πάνω, ήταν η θέση του εφεσείοντα ότι η περιουσία του αποβιώσαντος ΜΠ είχε υποστεί απώλειες ή και ζημιές ύψους €8.534 για το λόγο ότι τα ως άνω κτήματα πωλήθηκαν σε τιμή χαμηλότερη της αγοραίας καθότι ο εφεσίβλητος 1 τα πώλησε στον εφεσίβλητο 2 με βάση λανθασμένους τίτλους που παρουσίαζαν τα κτήματα με μικρότερη έκταση από την πραγματική.
Με βάση τα πιο πάνω ο εφεσείων αξίωνε δήλωση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος 1 δεν είχε δικαίωμα υπό την προσωπική του ιδιότητα να ενεργεί ως διαχειριστής του αποβιώσαντα ΜΠ, δήλωση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος 1 έπαυσε αυτοδικαίως να είναι παραλήπτης της περιουσίας του ΑΠ και συνάμα έπαυσε να κατέχει τη θέση του ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος ΜΠ. Διαζευκτικώς με τα πιο πάνω, δήλωση του Δικαστηρίου ότι αφού ο εφεσίβλητος 1 έπαυσε ή και αφυπηρέτησε από τη θέση του Επίσημου Παραλήπτη το έτος 1989, συνάμα έπαυσε αυτοδικαίως να είναι διαχειριστής της περιουσίας του ΜΠ. Περαιτέρω αξίωνε διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διορίζεται ο εφεσείων ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που το Δικαστήριο θα έκρινε, διαχειριστή της περιουσίας του ΜΠ, διάταγμα ακύρωσης των μεταβιβάσεων των τριών κτημάτων επ' ονόματι του εφεσίβλητου 2 και οποιωνδήποτε άλλων προσώπων μεταβιβάστηκαν μεταγενέστερα αυτά και, διαζευκτικά, σε περίπτωση μη ακυρώσεως των ως άνω μεταβιβάσεων, αποζημιώσεις εναντίον των εφεσίβλητων 1 και 2 «διά ζημία προκληθείσα στην περιουσία του Μιχάλη Παπαδόπουλου και/ή διά παραβίαση του Νόμου Περί Διαχειρίσεων Περιουσίας».
Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν ξεχωριστές Υπερασπίσεις στις οποίες πρόβαλλαν ουσιαστικά τους ίδιους ισχυρισμούς.
Μετά το τέλος της προσκόμισης μαρτυρίας, οι εφεσίβλητοι μέσω της τελικής τους γραπτής αγόρευσης, υποστήριξαν ότι η αγωγή δεν μπορούσε να επιτύχει με κανένα τρόπο αφού δεν ευρίσκονταν ενώπιον του Δικαστηρίου οι αναγκαίοι διάδικοι. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι παρόλο που το ζήτημα αυτό δεν τέθηκε σε προηγούμενο στάδιο ούτε εγέρθηκε μέσω των δικογράφων, επρόκειτο για θέμα που μπορούσε να εξεταστεί αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, παραπέμποντας κατ' αναλογία στις υποθέσεις Korkut ή Perihan ν. Γεωργίου κ.ά. (Αρ.1) (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1213 και Αλεξάνδρου ν. Edward (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2387.
Εν συνεχεία το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση του θέματος αναφέροντας τα ακόλουθα:
«Εκ της μαρτυρίας προκύπτει πως η αποβιώσασα ΕΚΧ, μητέρα του ενάγοντα, ήταν ένα εκ των 6 παιδιών και κληρονόμων του αποβιώσαντος ΜΠ. Ο ενάγοντας είναι ο διαχειριστής της ΕΚΧ.
Ο εναγόμενος 1, ως διαχειριστής της περιουσίας του ΜΠ έχει κλείσει τη διαχείριση (υπ' αρ. [ ]) με τελικούς λογαριασμούς.
Ανεξάρτητα δε των θέσεων που προβάλλονται από τις 2 πλευρές ή και τον ενάγοντα, ο εναγόμενος 1 ενήργησε μέχρι την κατάθεση των τελικών λογαριασμών χωρίς να εκδοθεί ποτέ προηγουμένως οιονδήποτε διάταγμα που να του απαγορεύει να ενεργεί ως διαχειριστής ή που να τον παύει ή αντικαθιστά.
Με την έκθεση απαίτησης του, ως εμφαίνεται και ανωτέρω, ο ενάγοντας ζητά δήλωση του Δικαστηρίου ότι ο εναγόμενος 1 δεν έχει δικαίωμα υπό την προσωπική του ιδιότητα να ενεργεί ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος ΜΠ, διάταγμα με το οποίο να διορίζεται ο ίδιος ή άλλο πρόσωπο ως διαχειριστής της περιουσίας του ΜΠ και διάταγμα ακύρωσης των μεταβιβάσεων 3 κτημάτων επ' ονόματι του εναγόμενου 2 ή διαζευκτικά, σε περίπτωση μη ακυρώσεως των μεταβιβάσεων, αποζημιώσεις για τη ζημιά που προκλήθηκε στην περιουσία του ΜΠ.
Σε κάθε περίπτωση όμως θεωρώ πως η όποια απόφαση επί των ανωτέρω σαφώς επηρεάζει άμεσα τα δικαιώματα των λοιπών κληρονόμων οι οποίοι δεν είναι διάδικοι στην παρούσα. Δεν είναι όμως θεωρώ δυνατόν, υπό το φως και της Νομολογίας που αναφέρεται κατωτέρω, χωρίς αυτοί να αποτελέσουν μέρος της διαδικασίας και να ακουστούν, να αποφασιστούν τα πιο πάνω θέματα. Και δεν μπορεί ουδείς θεωρώ να ισχυριστεί πως η απόφαση ότι ο εναγόμενος 1 δεν ενεργούσε ουσιαστικά νόμιμα ή η ακύρωση των μεταβιβάσεων των τριών πιο πάνω κτημάτων δεν επηρεάζει άμεσα τα δικαιώματα των λοιπών κληρονόμων.
Ας σημειωθεί ότι με βάση τον εναγόμενο 1 η περιουσία του ΜΠ ήταν αρκετά μεγάλη. Αναφέρθηκε συγκεκριμένα κατά την αντεξέταση του σε κάποιο σημείο ότι υπήρχε ανάγκη διαχωρισμού, στα πλαίσια της διαχείρισης της περιουσίας του ΜΠ, περίπου 300 κτημάτων σε 6 ίσες μοίρες ίσης αξίας, χωρίς να αμφισβητηθεί. Είναι αντιληπτό λοιπόν ότι τυχόν έκδοση των διαταγμάτων που ζητούνται για τον διαχειριστή θα ανοίξει ουσιαστικά το δρόμο για ακύρωση όλων των πράξεων του διαχειριστή με αποτέλεσμα μια πολύ παλαιά διαχείριση, στα πλαίσια της οποίας έγινε ο διαμοιρασμός μιας μεγάλης περιουσίας και η οποία έχει κλείσει, να ξανανοίξει, με όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται για τους κληρονόμους ή τους κληρονόμους αυτών και χωρίς επαναλαμβάνεται να έχει δοθεί σε αυτούς η ευκαιρία να συμμετάσχουν στη διαδικασία και να εκθέσουν τις θέσεις τους. Είναι γι' αυτό θεωρώ που και οι ισχυρισμοί ή και θέσεις του ενάγοντα, ότι δηλαδή δεν λήφθηκε καμία άδεια ή εξουσιοδότηση από τους κληρονόμους για τις μεταβιβάσεις που έγιναν αλλά και ότι οι κληρονόμοι εξαπατήθηκαν, παρέμεινε μετέωρη».
Αφού αναφέρθηκε εκτεταμένα σε σχετική νομολογία, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν βρίσκονταν ενώπιον του όλοι οι αναγκαίοι διάδικοι και δεν μπορούσαν έτσι να αποφασιστούν όλα τα εγειρόμενα ζητήματα κατά τρόπο δίκαιο και αποτελεσματικό μεταξύ όλων των ενδιαφερομένων προσώπων και ότι η παράλειψη του εφεσείοντος να προσθέσει στην αγωγή όλους τους αναγκαίους διάδικους, ήταν μοιραία για την κατάληξη της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στην Πιττάρα κ.ά. ν. Χηράτη κ.ά. (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2312 όπου κρίθηκε ότι «η απουσία όλων των αναγκαίων διαδίκων στη διαδικασία είναι ελάττωμα θεμελιακό που σφραγίζει την τύχη της υπόθεσης».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αγνόησε τα όσα αποφασίστηκαν στην Αλεξάνδρου (ανωτέρω) αναφέροντας τα ακόλουθα:
«Παρεμβάλλω πως δεν μου διέφυγε η κατάληξη του Εφετείου στην Αλεξάνδρου πιο πάνω, όμως εδώ δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία ή στοιχεία αναφορικά με τους κληρονόμους του ΜΠ ή τους κληρονόμους αυτών. Εν πάση περιπτώσει να σημειωθεί πως στην προκειμένη περίπτωση παρά τη θέση των εναγόμενων στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας ουδέποτε η πλευρά του ενάγοντα που είχε την ευθύνη να παρουσιάσει την υπόθεση της παρουσία όλων των αναγκαίων διαδίκων υπέβαλε αίτημα για προσθήκη των αναγκαίων διαδίκων και έκανε την επιλογή της, που δεν ήταν άλλη από το να προχωρήσει την υπόθεση της μέχρι τέλους στην απουσία τους γνωρίζοντας τις συνέπειες (ή εν πάση περιπτώσει με εύλογη επιμέλεια θα μπορούσε να τις γνωρίζει)».
Συνεπεία των πιο πάνω προχώρησε στην απόρριψη της αγωγής.
Ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με δύο λόγους έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι μπορούσε αυτεπάγγελτα να εξετάσει τον ισχυρισμό ότι η αγωγή δεν μπορούσε να επιτύχει επειδή δεν βρίσκονταν ενώπιον του όλοι οι αναγκαίοι διάδικοι, χωρίς αυτός ο ισχυρισμός να δικογραφηθεί από τους εφεσίβλητους ή και να προωθηθεί κατά την ακροαματική διαδικασία. Σύμφωνα με τη πλευρά του εφεσείοντα το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε τη σχετική νομολογία επί του θέματος αυτού. Υποστήριξε μέσω του περιγράμματος αγόρευσης ότι δεν θα έπρεπε να γίνει εξέταση του θέματος αυτού χωρίς να δοθεί η δυνατότητα στον εφεσείοντα να απαντήσει επαρκώς και να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου σχετική μαρτυρία. Οι υποθέσεις Korkut ή Perihan και Αλεξάνδρου (ανωτέρω) υποστηρίζεται, δεν υιοθετούν θέση για μη αναγκαιότητα δικογράφησης ενός τέτοιου ζητήματος. Αντίθετα στην υπόθεση Αγρότου κ.ά. ν. Αγρότου (2016) 1(Β) 1325 αποφασίστηκε ότι το ζήτημα της συνένωσης όλων των αναγκαίων διαδίκων πρέπει να εγείρεται εγκαίρως και αμέσως μετά την καταχώρηση της Έκθεσης Απαίτησης με υποβολή σχετικής αίτησης για απόρριψη της αγωγής στα αρχικά στάδια, ώστε να μην αφεθεί η αγωγή να προχωρήσει σε εκδίκαση με αποτέλεσμα την κατασπατάληση δικαστικού χρόνου και εξόδων.
Με κάθε εκτίμηση, δε συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έλαβε υπόψη τα όσα λέχθηκαν στις Korkut ή Perihan και Αλεξάνδρου (ανωτέρω) εφαρμόζοντας τα κατ' αναλογία στην παρούσα υπόθεση. Στην Αλεξάνδρου (ανωτέρω), προέκυψε από τη μαρτυρία που προσφέρθηκε, ότι το επίδικο μέρος του κτήματος θα μπορούσε να διεκδικηθεί και από ένα τρίτο πρόσωπο το οποίο όμως δεν είχε προστεθεί ως αναγκαίος διάδικος/εναγόμενος στην αγωγή. Το ζήτημα της πιθανής αξίωσης του πιο πάνω προσώπου επί του επίδικου μέρους του διαφιλονικούμενου κτήματος δεν εγέρθηκε, στην πρωτόδικη διαδικασία, από τον εναγόμενο/εφεσίβλητο, αλλά από το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, απέρριψε την αγωγή. Το Εφετείο επιτρέποντας την έφεση και διατάσσοντας επανεκδίκαση, αποφάσισε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, θα έπρεπε να είχε ασκήσει από μόνο του, τη διακριτική εξουσία που του παρείχε η Δ.9 Θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (ως ίσχυαν τότε) και να είχε διατάξει την προσθήκη του πιο πάνω προσώπου ως συνεναγόμενου ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεν έκρινε όμως ως λανθασμένη την εξέταση του ζητήματος αυτεπάγγελτα από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Επομένως ορθά έλαβε καθοδήγηση το πρωτόδικο Δικαστήριο από την υπόθεση αυτή. Η Korkut ή Perihan πραγματεύεται τις πρόνοιες της Δ.9 Θ.10 και το βασικό κριτήριο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου ως επίσης το ζήτημα του «Φίλου του Δικαστηρίου» (amicus curiae). Δεν διαπιστώνουμε να καθοδηγήθηκε λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Είναι αλήθεια ότι στην Αγρότου κ.ά. (ανωτέρω) λέχθηκε ότι το ζήτημα της συνένωσης όλων των αναγκαίων διαδίκων πρέπει να εγείρεται εγκαίρως και αμέσως μετά την καταχώρηση της Έκθεσης Απαίτησης. Δεν έθεσε όμως κάποιο απαράβατο και άκαμπτο κανόνα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε καθοδήγηση από την απόφαση αυτή παραθέτοντας το πιο κάτω απόσπασμα:
«Αν έχουν συνενωθεί ή όχι στην αγωγή όλοι οι αναγκαίοι διάδικοι συναρτάται άμεσα με τα επίδικα θέματα όπως αυτά προσδιορίζονται στις έγγραφες προτάσεις (Παπαχριστοφόρου κ.ά. v. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 906, Χατζηδαυΐδ v. Χατζηδαυΐδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 1176, Γενικός Εισαγγελέας v. Χριστόπουλου (1994) 1 Α.Α.Δ. 479, Χριστοδούλου v. Χριστοδούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 579, Τιτσινίδης v. Ρεσιατ (1993) 1 Α.Α.Δ. 429, Οδυσσέως v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 1372). Στην Mepa Underwriting Management Ltd κ.ά. v. Αγροτικής Ανώνυμης Εταιρείας Γενικών Ασφαλίσεων (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 772 επανατονίστηκε η ευρεία διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες τροποποιήσεις ως προς τους διαδίκους, ώστε να καταστήσει δυνατή την αποτελεσματική εκδίκαση όλων των επίδικων θεμάτων. Η δε επιλογή των εναγομένων προσώπων σε μια αγωγή είναι δικαίωμα το οποίο ανήκει βασικά στον ενάγοντα (Οδυσσέως (ανωτέρω) και Supreme Court Practice, 1982, σ. 210)».
Στη Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (ανωτέρω) το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέφρασε ενδοιασμό ως προς το κατά πόσο το θέμα εχθρικής κατοχής θα μπορούσε να εξεταστεί στην απουσία της πρώην εναγόμενης 2 και μετά τον θάνατο της, των αντιπροσώπων της. Το Εφετείο εξέτασε ως πρώτο θέμα το κατά πόσο η αγωγή μπορούσε να προωθηθεί εν όψει της απουσίας, ως διαδίκου, του διαχειριστή της περιουσίας της πρώην εναγόμενης 2, που δεν είχε θιγεί άμεσα με την ειδοποίηση έφεσης. Αποφασίστηκε ότι η εξέταση θέματος κατ΄ ισχυρισμό εχθρικής κατοχής, δωρεάς ή προίκας δεν είναι δυνατή, όταν δεν είναι διάδικος το πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται η ουσία της αξίωσης, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν η πρώην εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια.
Είναι ορθή η επισήμανσή του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το ζήτημα της μη συνένωσης όλων των αναγκαίων διαδίκων προέκυψε από τις θέσεις των εφεσιβλήτων στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας, ήταν γνωστή δηλαδή η θέση των εφεσίβλητων και ως εκ τούτου ήταν λογικό να τεθεί και στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων. Επομένως η πλευρά του εφεσείοντα θα έπρεπε να μελετήσει το θέμα αυτό και να παραθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου τις θέσεις και τα επιχειρήματα της.
Πέραν των όσων αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, παραθέτουμε και εμείς ενδεικτικά μερικά αποσπάσματα από τα πρακτικά της διαδικασίας και ειδικότερα από την αντεξέταση του εφεσείοντα (Μ.Ε.1) που καταδεικνύουν ότι το ζήτημα προέκυψε από τη μαρτυρία, και μάλιστα στα αρχικά στάδια της δίκης.
«κος Ποιητής: Αυτά τα κτήματα που μίλησες και για τα οποία λες μέσα στην αγωγή σου ότι υπάρχει μια ζημιά που έγινε είναι ζημιά στην περιουσία του Μιχαήλ Παπαδόπουλου;
Μάρτυρας: Ναι.
Ε. Όχι στην περιουσία της Ελέγκως;
Α. Η Ελέγκω ζημιούται όταν ζημιωθεί η περιουσία του Παπαδόπουλου.
Ε. Η Ελέγκω όμως είναι κληρονόμος κατά το 1/6, έτσι;
Α. Ναι είναι κατά το 1/6 αλλά μπορεί να ενδιαφέρεται για όλη την περιουσία και δύναται ο κληρονόμος να στραφεί εναντίον του διαχειριστού.
Ε. Είχες δυσκολία να στραφείς έναντι των άλλων κληρονόμων για να δεις τη δική τους θέση; Για να είναι όλοι στην αγωγή—
Α. Οι άλλοι κληρονόμοι δεν είχαν σχέση μαζί μου και δεν μπορώ να κυνηγώ κανένα αλλά και οι ίδιοι είχαν κάμει ενέργειες εναντίον του Τάκη Χριστοδουλίδη για να βάλουν άλλο διαχειριστή. Υποβλήθηκε αίτηση και από αυτούς και είχαν και αυτοί παράπονο αλλά απέσυραν την αίτηση τους και έμεινα εγώ.
...................................
Κος Ποιητής: Να σου δείξω ένα άλλο έγγραφο που υπέγραψαν όλοι οι κληρονόμοι.
Μάρτυρας: Δεν το ενέκρινε η Ελέγκω.
Ε. Αυτές είναι οι υπογραφές των άλλων κληρονόμων;
Α. Δεν γνωρίζω, δεν ξέρω καλά τις υπογραφές τους.
Ε. Δεν είναι αυτοί οι κληρονόμοι;
Α. Ναι είναι αυτοί αλλά δεν ξέρω τις υπογραφές τους.
...................................
Ε. Ρώτησες τους άλλους κληρονόμους αν συμφωνούν με τη θέση τη δική σου;
Α. Είναι γεγονός ότι δεν τους ρώτησα αλλά είναι γεγονός όμως ότι οι ίδιοι είχαν προσπαθήσει και είχαν υποβάλει αίτηση.
Ε. Τους ρώτησες;
Α. Ήρθαν και μου είπαν θα κάμουν αίτηση να ρίξουν τον Χριστοδουλίδη.
Ε. Γιατί δεν σου υπόγραψαν ένα retainer και να κινήσουν και εκείνοι αγωγή;
Α. Μου ζήτησαν να διαχωριστεί ως πρόσωπο αντικαταστάτης.
Ε. Ενώ εσύ συμφωνούσες στον αντικαταστάτη; Στην αγωγή σου γράφεις αντικαταστάτης;
Α. Όχι.
....................................
Κος Ποιητής: Σου λέω ότι έχεις προσωπικές διαφορές με τον κύριο Τάκη Χριστοδουλίδη τον οποίον δεν συμπαθείς λόγω των ιδιοτροπιών σου.
Μάρτυρας: Αυτό είναι αστήρικτο διότι και οι άλλοι κληρονόμοι ζήτησαν αντικαταστάτη του και μπορεί να αποδειχτεί από τον φάκελο της διαχειρίσεως αυτό.»
Κρίνουμε επομένως, ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το ζήτημα που προέκυψε, δηλαδή σύμφωνα με τις επιταγές της νομολογίας εντόπισε τη σχετική μαρτυρία και την εξέτασε σε συνάρτηση με τις έγγραφες προτάσεις. Δεν εντοπίζουμε σφάλμα στον τρόπο με το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το όλο ζήτημα.
Με βάση τα πιο πάνω ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επί της ουσίας λανθασμένα απόρριψε την αγωγή διά τον λόγο ότι δεν ευρίσκοντο ενώπιον του Δικαστηρίου όλοι οι αναγκαίοι διάδικοι ή και ότι επηρεάζονταν δικαιώματα προσώπων που δεν βρίσκονταν ενώπιον του Δικαστηρίου. Η πλευρά του εφεσείοντος υποστηρίζει ότι οι θεραπείες που αναζητούσε ο εφεσείων με την αγωγή του δεν επηρέαζαν τα δικαιώματα άλλων κληρονόμων ή και άλλων προσώπων τα οποία δεν βρίσκονταν ενώπιον του Δικαστηρίου. Η αιτούμενη αποζημίωση του εφεσείοντος αφορούσε αποκλειστικά τη ζημιά στην περιουσία της αποβιωσάσης ΕΚΧ και δεν ήταν αναγκαία η παρουσία άλλων προσώπων ως διάδικοι για την εξέταση της αγωγής.
Είναι πρόδηλο ότι ο λόγος αυτός έφεσης στερείται ερείσματος.
Όπως ορθά υποδεικνύει η πλευρά των εφεσίβλητων, στην παράγραφο 8 της Έκθεσης Απαίτησης αναφέρεται ότι ο εφεσίβλητος 1 πώλησε ή και μεταβίβασε στον εφεσίβλητο 2 τα εν λόγω κτήματα, τα οποία ανήκαν στην κληρονομιά του ΜΠ «καθ' υπέρβαση του Περί διαχειρίσεως και Κληρονομιών Νόμου και/ή καθ' υπέρβαση των δικαιωμάτων του διαχειριστή και/ή χωρίς την εξουσιοδότηση και/ή τη γνώση των κληρονόμων» του ΜΠ. Περαιτέρω στην παράγραφο 9 αναφέρεται ότι ο εφεσίβλητος 1 ενήργησε χωρίς τη συγκατάθεση των κληρονόμων του αποβιώσαντα ΜΠ. Ακόμα στην παράγραφο 10 αναφέρονται λεπτομέρειες δόλου ή και αμέλειας ή και παράβασης των εκ του Νόμου καθηκόντων του εφεσίβλητου 1 και λεπτομέρειες δόλου ή και αμέλειας του εφεσίβλητου 2. Στις λεπτομέρειες που αφορούν τον εφεσίβλητο 1 αναφέρεται ότι πώλησε τα κτήματα σε τιμές χαμηλότερες των πραγματικών. Τα πιο πάνω καταδεικνύουν ότι επηρεάζονταν τα συμφέροντα όλων των κληρονόμων, των οποίων ήταν αναγκαία η παρουσία ως διαδίκων στην αγωγή. Δεν μπορούσαν να περιοριστούν οι θεραπείες σε αποζημίωση για το κληρονομικό μερίδιο της περιουσίας της ΕΚΧ ως εισηγείται η πλευρά του εφεσείοντος στο περίγραμμα αγόρευσης της.
Αποτελεί ακόμα θέση της πλευράς του εφεσείοντος στο περίγραμμα αγόρευσης της, ότι σε κάθε περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει το ίδιο την προσθήκη των αναγκαίων διαδίκων δυνάμει της Δ.9 Θ.10 σε περίπτωση που έκρινε ότι απουσίαζαν οι αναγκαίοι διάδικοι από τη διαδικασία επικαλούμενη την υπόθεση Αλεξάνδρου (ανωτέρω).
Η πιο πάνω θέση δεν καλύπτεται από τον λόγο έφεσης και ως εκ τούτου είναι απορριπτέα. Εν πάση περιπτώσει, όπως αναφέρουμε πιο πάνω, το ζήτημα αυτό απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο που κάνει σαφή αναφορά στην Αλεξάνδρου (ανωτέρω). Όπως ορθά εξηγεί, δεν υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία ή στοιχεία αναφορικά με τους κληρονόμους του ΜΠ ή τους κληρονόμους αυτών. Περαιτέρω υπέδειξε ότι η επιλογή των εναγόμενων προσώπων σε μια αγωγή είναι δικαίωμα που ανήκει βασικά στον ενάγοντα (βλ. Αγρότου κ.ά και Α. Οδυσσέως (ανωτέρω)).
Στη Γεωργιάδου ν. Γεωργιάδη (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1210 τονίστηκε ότι είναι νομολογιακά θεμελιωμένο ότι, σε αγωγές που έχουν ως αντικείμενο ακίνητη ιδιοκτησία, πρέπει να συνενώνονται, ως διάδικοι, όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, αλλιώτικα όλη η διαδικασία είναι θνησιγενής και άκυρη (βλ. επίσης Δημητρίου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (Αρ.2) (2014) 1(Β) Α.Α.Δ.1125).
Με βάση τα πιο πάνω ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Συνεπεία των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €1.900 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον του εφεσείοντος.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.