ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 17/2024)

 

21 Ιανουαρίου, 2025

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στές]

 

ΝΙΚΟΣ ΛΟΪΖΟΥ,

Εφεσείοντας,

v.

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΛΟΪΖΟΥ,

Εφεσίβλητη.

 

____________________

 

Α. Χατζηπαναγιώτου με κ. Π. Χατζηπαναγιώτου για κ.κ. Άριστ. Χατζηπαναγιώτου & Συνεργάτες, για τον Εφεσείοντα.

Καμία εμφάνιση, για την Εφεσίβλητη.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.:  Η εφεσίβλητη καταχώρισε, σε Οικογενειακό Δικαστήριο, - στο εξής το πρωτόδικο Δικαστήριο - αίτηση διαζυγίου και διάλυσης του γάμου της με τον εφεσείοντα.  Ο τελευταίος είχε καταχωρίσει υπεράσπιση (και στη συνέχεια τροποποιημένη υπεράσπιση).  Στη συνέχεια ο εφεσείοντας καταχώρισε αίτηση με την οποία ζήτησε την εκδίκαση προδικαστικού νομικού σημείου αναφορικά με την προβλεπόμενη, στο Άρθρο 3 του Ν. 22/1990, γνωστοποίηση προς τον αρμόδιο Επίσκοπο, την οποία απέστειλε η εφεσίβλητη.  Η θέση που προώθησε ο εφεσείοντας, επί της αίτησης του, ήταν πως η προαναφερόμενη γνωστοποίηση στάλθηκε σε κατά τόπο αναρμόδιο Επίσκοπο, ως εκ τούτου η διαδικασία λύσης του γάμου του, με την Εφεσίβλητη, ήταν θνησιγενής.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εν λόγω αίτηση, για τον λόγο ότι το επικαλούμενο, από τον εφεσείοντα, νομικό σημείο δεν είχε εγερθεί στο δικόγραφο - υπεράσπιση του, ως προνοούσε η Δ.27 Κ.1 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.  Εκρινε, ωστόσο, στη συνέχεια, ότι όφειλε να εξετάσει αυτεπάγγελτα το εγειρόμενο ζήτημα εφ' όσον αυτό σχετιζόταν, ως αναφέρει, με τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.  Κλήθηκαν, ως εκ τούτου, από το Δικαστήριο, και οι δύο πλευρές, οι οποίες τοποθετήθηκαν προφορικά, εκθέτοντας τις θέσεις τους για το θέμα.  Αφού, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έλαβε υπόψη του τα επιχειρήματα των δύο πλευρών κατέληξε πως:

 

«Όπως προκύπτει από τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου και τις Τυπικές διατάξεις των Ιερών Ακολουθιών της εκκλησίας της Κύπρου, οι οποίες έχουν καταχωρηθεί ως τεκμήριο 1 και 2 στην ένορκη δήλωση του Καθ' ου η αίτηση στην αίτηση ημερομηνίας 06/03/2023 και που βρίσκονται κατατεθειμένες στο φάκελο του δικαστηρίου και είναι ενώπιον και σε γνώση του Δικαστηρίου, δεδομένου του τόπου συνήθους διαμονής των διαδίκων, που κοινά παραδεκτός   ήταν                      η   οδός   [                    ]  25 στο [   ], αρμόδιος Επίσκοπος ήταν ο Επίσκοπος Ιεράς Μητροπόλεως Τριμυθούντος και όχι ο Μητροπολίτης Κιτίου. Όπως λοιπόν προκύπτει από την Έκθεση γεγονότων της αίτησης διαζυγίου, η Αιτήτρια απέστειλε την γνωστοποίηση στην Μητρόπολη Κιτίου και συνακόλουθα όχι στον κατά τόπο αρμόδιο Επίσκοπο που είναι ο Επίσκοπος Ιεράς Μητροπόλεως Τριμυθούντος.

 

Όπως εξηγείται μέσα από την νομολογία, παράλειψη αποστολής της γνωστοποίησης στον αρμόδιο Επίσκοπο έχει ως αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μην μπορεί να λάβει δικαστική γνώση για τη στάση που τηρεί η Εκκλησία πάνω στο θέμα (βλ. ανωτέρω Ζένιου ν Ζένιου) και αυτό σημαίνει ότι δεν προηγήθηκε η διαδικασία συνδιαλλαγής, η διεξαγωγή της οποίας, επιτακτικά προβλέπεται από το νόμο και συνακόλουθα η αίτηση διαζυγίου είναι πρόωρη (βλ. ανωτέρω Παπαπέτρου ν Παπαπέτρου).»

 

Κατ' επέκταση, η αίτηση διαζυγίου, που καταχώρισε η εφεσίβλητη, απορρίφθηκε, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως πρόωρη.  Ως προς το θέμα των εξόδων, το Δικαστήριο, έκρινε ότι «Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης και ασκώντας τη διακριτική μου ευχέρεια, κρίνω ορθό όπως κάθε πλευρά επωμιστεί τα έξοδά της».

 

Η προαναφερόμενη κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναφορικά με τα έξοδα, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.  Ο εφεσείοντας, με δύο λόγους έφεσης, θεωρεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια, καθ' ότι όφειλε να επιδικάσει στον εφεσείοντα τα έξοδα της διαδικασίας διαζυγίου, αφού αυτός ήταν ο επιτυχών διάδικος. Δεν εξήγησε δε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, γιατί δεν υιοθέτησε τον κανόνα επί της επιδίκασης εξόδων, ο οποίος επιβάλλει την επιδίκαση εξόδων στον επιτυχόντα διάδικο.

 

Η πλευρά της εφεσίβλητης αν και καταχώρισε περίγραμμα αγόρευσης, δεν εμφανίστηκε ενώπιον μας κατά την ημέρα της ακρόασης. 

 

Πριν εξετάσουμε την ουσία των λόγων έφεσης, οι οποίοι είναι συνδεδεμένοι μεταξύ τους, κρίνουμε χρήσιμο να παραπέμψουμε σε σχετική, επί του θέματος των εξόδων, νομολογία.

 

Στην υπόθεση Κωνσταντίνου και Άλλοι v. Εκδοτικής Εταιρείας Δημόκριτος Λτδ και Άλλου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1001, λέχθηκε ότι  «Ο γενικός κανόνας ως προς τα έξοδα είναι ότι ο διάδικος που κερδίζει δικαιούται και στα έξοδα του εκτός αν υπάρχουν ειδικοί λόγοι.».

 

Ομοίως, στην υπόθεση Μιχαηλίδου v. Μάρκου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1020, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Το θέμα των εξόδων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου η οποία όμως πρέπει να ασκείται δικαστικά και με βάση ορισμένα καθιερωμένα κριτήρια και όχι αυθαίρετα. Ο γενικός κανόνας είναι ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα εκτός αν υπάρχει κάποιος καλός λόγος για έκδοση διαφορετικής διαταγής, όπως για παράδειγμα ευθύνη του επιτυχόντα διαδίκου για την αδικαιολόγητη επιμήκυνση του χρόνου δίκης, νεοφανές νομικό σημείο κ.λ.π. (βλ. μεταξύ άλλων Talyon ν. Soteriou (1982) 1 C.L.R. 777, Γιαννάκης Φιλίππου ν. Έλενας Φιλίππου (1990) 1 Α.Α.Δ. 890, Κυριάκου ν. Φιλικής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ. (2000) 1 Α.Α.Δ. 416, Λοφίτη ν. Δημητρίου (2000) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1402 και Χρίστος Πασιαρδής ν. Αντωνία Θεοδοσίου, ανωτέρω).»

 

 

Περαιτέρω, στην υπόθεση Φιλίππου v. Φιλίππου (1990) 1 Α.Α.Δ. 890, ειπώθηκαν τα εξής:

 

«Σύμφωνα με τις πιο πάνω πρόνοιες παρέχεται στο Δικαστήριο ευρεία διακριτική εξουσία να εκδίδει διατάγματα σχετικά με έξοδα. Είναι καθιερωμένη πρακτική των Δικαστηρίων ότι συνήθως τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης εκτός εάν το Δικαστήριο ενασκώντας τη διακριτική του εξουσία και με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης κρίνει διαφορετικά. Η διακριτική όμως αυτή εξουσία πρέπει να ασκείται δικαστικά και κατά συνέπεια η άσκησή της υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο.»

 

Έχοντας υπόψη τα στοιχεία που βρίσκονται ενώπιον μας, καθίσταται εύκολα αντιληπτό ότι εφ' όσον το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση διαζυγίου, που καταχώρισε η εφεσίβλητη, ο εφεσείοντας ήταν επιτυχών διάδικος, συνεπώς κατά τον γενικό κανόνα που διέπει την επιδίκαση εξόδων, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να δώσει εξήγηση για την επιλογή του να μην του επιδικάσει έξοδα.

 

Κατ' επέκταση, προκύπτει ότι εφ' όσον δεν αναφέρεται, εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οποιοσδήποτε λόγος για την επιλογή στέρησης των εξόδων του εφεσείοντα, που ήταν ο επιτυχών διάδικος, προβάλλει ανεξήγητη η εν λόγω επιλογή, και δεν δύναται να ελεγχθεί ποιο σκεπτικό βρίσκεται πίσω από την μη επιδίκαση εξόδων.  Συνεπώς, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως προς τα έξοδα, κρίνεται αναιτιολόγητη και ο δεύτερος λόγος έφεσης βάσιμος.

 

Ό,τι παραμένει πλέον ενώπιον μας είναι ο πρώτος λόγος έφεσης με τον οποίο προωθείται η θέση πως η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι και λανθασμένη.  Φρονούμε πως ο εφεσείοντας έχει δίκαιο.  Εφ' όσον ήταν ο επιτυχών διάδικος δεν ήταν ορθό να μην του επιδικασθούν έξοδα.  Δεν εντοπίζουμε ειδικό λόγο για να δικαιολογηθεί η στέρηση των εξόδων του.  Κατ' επέκταση κρίνεται βάσιμος και ο δεύτερος λόγος έφεσης.    

 

Συνακόλουθα, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη, εκκαλούμενη, απόφαση παραμερίζεται.

 

Έχοντας αξιολογήσει όλες τις περιστάσεις που βρίσκονται ενώπιον μας, έχουμε καταλήξει ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης επιβάλλει όπως προχωρήσουμε στην εξέταση της ουσίας του θέματος, παρά σε διαταγή επανεκδίκασης τέτοιου ζητήματος, μετά πάροδο 5 σχεδόν ετών από την καταχώριση της αίτησης διαζυγίου.  Προς αυτή την κατεύθυνση έχουμε συνυπολογίσει τα πιο κάτω:

 

1.  Την πρόνοια του Άρθρου 25(3) του Ν. 14/1960, με την οποία, μεταξύ άλλων, είναι επιτρεπτό, για το Εφετείο, να μην «δεσμεύεται υπό oιασδήπoτε απoφάσεως περί πραγματικώv γεγovότωv τoυ εκδικάσαvτoς δικαστηρίoυ και θα έχη εξoυσίαv vα αvαθεωρή τας πρoσαχθείσας απoδείξεις, vα συvάγη τα ίδια αυτoύ συμπεράσματα, vα ακoύη.  και δύvαται vα δώση oιαvδήπoτε απόφασιv ή vα εκδώση oιovδήπoτε διάταγμα τo oπoίov αι περιστάσεις της υπoθέσεως δικαιoλoγoύv...».

 

2.  Την πρόνοια του Μέρους 41.12(1) των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023, όπου προβλέπεται ότι «Σε σχέση με έφεση το Εφετείο έχει όλες τις εξουσίες του κατώτερου Δικαστηρίου».

 

3.  Το γεγονός ότι υφίσταται, σε ικανοποιητικό βαθμό, ενώπιον μας, το υπόβαθρο ώστε να αποφασίσουμε το θέμα των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας, καθ' ότι το ζήτημα των εξόδων είναι, ως προκύπτει, καθαρά νομικό, και δεν χρειάζεται η προσαγωγή μαρτυρίας.

 

4.  Οι διάδικοι είχαν θέσει πρωτόδικα τις θέσεις τους επί των θεμάτων της απόρριψης ή μη της αίτησης διαζυγίου.

 

5.  Τυχόν διαταγή επανεξέτασης των εξόδων, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν θα εξυπηρετούσε ούτε το δημόσιο συμφέρον, αλλά ούτε και τον πρωταρχικό σκοπό, ως αυτός προσδιορίζεται στο Μέρος 1.2(1)(2) των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023.

 

Στο πνεύμα της σχετικής νομολογίας, και αφού έχουμε λάβει υπόψη μας ότι, αφενός, ο εφεσείοντας ήταν επιτυχών διάδικος, και το θέμα, έστω ότι εξετάστηκε αυτεπάγγελτα, αναδείχθηκε κατόπιν δικής του, προηγούμενης, έγερσης, όχι βέβαια με τον κατάλληλο τρόπο, αφού δεν το ήγειρε στο δικόγραφο του, εξ ου και είχε απορριφθεί, με έξοδα εναντίον του και  ορθά, προγενέστερα, η αίτηση του για εκδίκαση του υπό συζήτηση θέματος προδικαστικά, δεν θεωρούμε ότι υπάρχει ειδικός λόγος να αποστερηθεί τα έξοδα του από τη διαδικασία στην οποία κλήθηκε να εμπλακεί και η οποία ήταν εξ αρχής θνησιγενής.  Ως εκ τούτου, ασκώντας τη διακριτική μας ευχέρεια, επιδικάζουμε τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας - αίτησης διαζυγίου - προς όφελος του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λάρνακας και θα εγκριθούν από αρμόδιο Δικαστή του ίδιου Δικαστηρίου.

 

Επιδικάζονται, προς όφελος του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης, έξοδα έφεσης για το ποσό των €2.500,00  πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

 

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο