ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 167/2019)
22 Ιανουαρίου 2025
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]
ΕΛΕΝΗ ΛΟΪΖΟΥ,
Εφεσείουσα
v.
ΜΙΧΑΛΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Εφεσίβλητου
Ε. Αποστολίδου (κα) για Κώστας Τσιρίδης & Σία ΔΕΠΕ για Εφεσείουσα
Σ. Χριστοφόρου (κα) για Λουκάς Π. Λουκά ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητο
[Η ακρόαση διεκπεραιώθηκε χωρίς την παρουσία δικηγόρων, κατόπιν σχετικής παράκλησης που διαβιβάστηκε δυνάμει του περί Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης Κανονισμού του 2021]
------------------------
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ: Στις 21.1.2010, επεσυνέβη τροχαίο δυστύχημα στο οποίο ενεπλάκησαν τα οχήματα των εφεσείουσας και εφεσίβλητου. Το όχημα του εφεσίβλητου οδηγείτο, από τον ίδιο, επί κύριας οδού και της εφεσείουσας, από την ίδια, επί παρόδου στην αριστερή πλευρά, ως προς την κατεύθυνση του εφεσίβλητου. Η σύγκρουση των δύο οχημάτων έγινε στη συμβολή των οδών, εντός της λωρίδας που οδηγούσε ο εφεσίβλητος, κατά την προσπάθεια της εφεσείουσας να διασταυρώσει την κύρια οδό προς την απέναντι πάροδο. Από το ατύχημα, ο εφεσίβλητος υπέστη τραυματισμούς και με αγωγή του, αποδίδοντας αποκλειστική ευθύνη στην εφεσείουσα, αναζήτησε αποζημιώσεις. Κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα είχε η εφεσείουσα. Απέδωσε δε, στον εφεσίβλητο, ποσό €868,26, ως ειδικές αποζημιώσεις, με τον εκάστοτε νόμιμο τόκο από 21.1.10 (ημερομηνία ατυχήματος) μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, μειωμένο, όμως, κατά το ήμισυ και με πλήρη νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης μέχρι εξόφλησης, €30.000.-, ως γενικές αποζημιώσεις, με τον εκάστοτε νόμιμο τόκο από 13.10.11 (ημερομηνία καταχώρησης Έκθεσης Απαίτησης) μέχρι εξόφλησης, €30.000.-, ως απώλεια μελλοντικών απολαβών, με τον εκάστοτε νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης μέχρι εξόφλησης και έξοδα στην ανάλογη κλίμακα.
Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν άφησε ικανοποιημένη την εφεσείουσα, η οποία καταχώρισε την παρούσα έφεση, προσβάλλοντας την στη βάση δώδεκα λόγων έφεσης.
Έχουμε μελετήσει διεξοδικά τους εγειρόμενους λόγους έφεσης, την αιτιολογία αυτών και την επιχειρηματολογία της πλευράς της εφεσείουσας, αλλά και την αντίθετη επιχειρηματολογία της πλευράς του εφεσίβλητου, ο οποίος υπεραμύνεται της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης.
Κρίνουμε ορθό να ασχοληθούμε πρώτα με τον όγδοο λόγο έφεσης, ο οποίος αφορά θέμα δικογράφησης ισχυρισμών. Αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι λανθασμένα έλαβε υπόψη τη μαρτυρία που δόθηκε περί επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του εφεσίβλητου συνεπεία του ατυχήματος και λανθασμένα έκρινε, στη σελίδα 27 της απόφασης του, ότι αυτή η επιδείνωση καλύπτετο από τα δικόγραφα, αφού τέτοια θέση δεν δικογραφείτο.
Είναι χρήσιμο να λεχθεί ότι, αναφορικά με τους τραυματισμούς που ο εφεσίβλητος υπέστη, κατέστη παραδεκτό το περιεχόμενο ιατρικού πιστοποιητικού, το οποίο κατατέθηκε από τον εφεσίβλητο ως Τεκμήριο και του οποίου ο συντάξας ιατρός δεν κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου. Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής παρέθεσε αυτούσιο το περιεχόμενο του εν λόγω ιατρικού πιστοποιητικού:
«Κύριος xxxx Χριστοδούλου, ετών 50, από τη Λάρνακα τώρα στη Λεμεσό.
Ιστορικό: Ο εν λόγω ασθενής έχει τραυματισθεί σε τροχαίο ατύχημα στις 22/1/2010.
Μεταφέρθηκε αμέσως στο Νοσοκομείο Λεμεσού όπου, αφού έγιναν όλες οι απαραίτητες εξετάσεις, εισήχθη στο νοσοκομείο για παρακολούθηση. Από τις εξετάσεις διαπιστώθησαν τα εξής: Ο ασθενής παραπονείτο για επώδυνο περιορισμό των κινήσεων του αυχένα και υπήρχε αίσθημα αιμωδίας άνω και κάτω άκρων. Παραπονείτο για ζάλη, ναυτία και λόγω αυτών των ενοχλημάτων παρέμεινε για νοσηλεία.
Κατά τη διάρκεια της εισαγωγής του στο νοσοκομείο έγινε αξονική τομογραφία αυχενικής μοίρας σπονδυλικής στήλης, καθώς και όλες οι εξετάσεις και χειρουργική εξέταση για έλεγχο εσωτερικής αιμορραγίας, χωρίς όμως παθολογικό εύρημα. Επίσης δεν διαπιστώθηκε νευρολογική βλάβη από το περιφερικό νευρικό σύστημα, ούτε από το κεντρικό νευρικό σύστημα.
Κατά την παραμονή του στο νοσοκομείο λόγω της ναυτίας και της ζάλης, επανεξετάστηκε από χειρούργους ξανά, οι οποίοι συνέστησαν συμπληρωματικό έλεγχο με αξονική τομογραφία αυχένα η οποία δεν έδειξε κατάγματα ή βλάβη στον εγκέφαλο ή αιμορραγία και συνέστησαν συντηρητική αγωγή. Εξήλθε του νοσοκομείου αφού πήρε τις κατάλληλες οδηγίες, στις 25/1/2010 με ακινητοποίηση του αυχένα με μαλακό κολάρο.
Εξέτασα τον εν λόγω ασθενή στις 27/1/2010 για συνέχιση της θεραπείας του. Ο ασθενής έχει ακινητοποιημένο τον αυχένα με μαλακό κολάρο. Υπάρχουν εκδορές και αιματώματα στην περιοχή του μετώπου αριστερά και από την εξέταση διαπιστούται επώδυνος περιορισμός των κινήσεων του αυχένα και ο ασθενής παραπονείται για ζάλη και κεφαλαλγία, πόνο στη μέση με ισχιαλγία αριστερά.
Έγινε έλεγχος των αξονικών τομογραφιών και των ακτινογραφιών, οι οποίες δεν έδειξαν κατάγματα, εξαρθρήματα ή συμπτώματα εγκεφαλικής αιμορραγίας. Επίσης, δεν υπήρχαν νευρολογικά συμπτώματα ούτε από το περιφερικό ούτε από το κεντρικό νευρικό σύστημα.
Εδόθησαν τα κατάλληλα φάρμακα και εξήλθε της κλινικής παρακολουθούμενος ως εξωτερικός ασθενής. Λόγω μη ικανοποιητικής βελτίωσης της κατάστασής του συνεστήθη και ένα εντατικό πρόγραμμα φυσικοθεραπείας, το οποίο άρχισε την 1/2/2010 στο Νοσοκομείο Λεμεσού και έκανε συνολικά 15 επισκέψεις.
Παρακολουθείτο συχνά στα εξωτερικά ιατρεία της κλινικής μας. Εξακολουθούσε ο ασθενής να παραπονείται για πόνο στον αυχένα, για μουδιάσματα στα χέρια, για πόνο στη μέση και ισχιαλγία αριστερά.
Μετά τη φυσικοθεραπεία η κατάστασή του βελτιώθηκε σημαντικά, αλλά εξακολουθούσε να έχει ενοχλήματα τόσο στη μέση όσο και στον αυχένα. Το κολάρο αφαιρέθηκε σταδιακά ένα μήνα μετά το ατύχημα και ο ασθενής είχε άδεια αποχής από την εργασία του μέχρι 31/3/2010.
Εξέτασα τον εν λόγω ασθενή στις 23/7/2010 για συγγραφή αυτού του πιστοποιητικού. Υπάρχει ακόμη πόνος στις ακραίες κινήσεις του αυχένα καθώς και στις ακραίες κινήσεις της οσφύος. Υπάρχει ακόμη ισχιαλγία αριστερά. Ο ασθενής παραπονείται κατά διαστήματα για μούδιασμα στα χέρια μετά από κόπωση, υγρασία και αλλαγή του καιρού, και πόνο στον αυχένα και στη μέση ο οποίος επιτείνεται όταν κουράζεται και με την υγρασία και αλλαγή του καιρού.
Συνεχίζει να παίρνει παυσίπονα κατά διαστήματα.
Γνώμη - Πρόγνωση: Ο τραυματισμός του εν λόγω ασθενούς ήτο αποτέλεσμα του τροχαίου ατυχήματος.
Έχει υποστεί θλάση αυχένα, θλάση οσφύος, έχει ακινητοποιήσει τον αυχένα με μαλακό κολάρο, έχει κάνει φυσικοθεραπεία, έχει πάρει πάρα πολλά φάρμακα.
Σήμερα η κατάστασή του έχει βελτιωθεί πάρα πολύ, εξακολουθεί όμως να έχει ενοχλήματα μετά από κόπωση, υγρασία και αλλαγή του καιρού. Τα ενοχλήματα αυτά αναμένεται να μειωθούν στο μέλλον.»
Περαιτέρω, τέθηκε μαρτυρία αναφορικά με την εξέλιξη της υγείας του εφεσίβλητου στην οποία περιλαμβανόταν και αναφορά σε προϋπάρχουσα νόσο του εφεσίβλητου. Πέραν της αυτούσιας παράθεσης του περιεχομένου ιατρικού πιστοποιητικού ιατρού που δεν κλήθηκε να καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου, μαρτυρία δόθηκε από ιατρό (ΜΕ 3), τη μαρτυρία του οποίου το πρωτόδικο Δικαστήριο συνόψισε ως εξής:
«Ο μάρτυρας, νευροχειρούργος στο Γενικό Νοσοκομείο Λ/σιας, υιοθέτησε το ιατρικό πιστοποιητικό που συνέταξε στις 12/09/16 (Τεκ.10) σε σχέση με τον ενάγοντα, το περιεχόμενο του οποίου συνοψίζω:
«Εκ των τηρουμένων στοιχείων του νοσοκομείου . βεβαιούται ότι ο ως άνω επισκέπτεται τα τακτικά ιατρεία της Νευροχειρουργικής. Ο ασθενής παραπονείται για έντονες αυχεναλγίες με επέκταση υπινιακά προκαλώντας του κεφαλαλγίες, εμβοές, ίλιγγο, ζάλη, παρουσιάζει επώδυνη δυσκαμψία αυχένα, αιμωδίες άνω άκρων κυρίως των δακτύλων και ενίοτε αίσθημα καύσου. Κρίσεις αυχεναλγίας, βραχιαλγίας με επεισόδια έλλειψης αυτοσυγκέντρωσης και ζάλης τον καθηλώνουν στο κρεβάτι για μέρες περιορίζοντας έτσι την καθημερινή του δραστηριότητα στο ελάχιστον. Αυτό συμβαίνει κυρίως μετά από σωματική καταπόνηση, παρατεταμένη ορθοστασία ή αντίστοιχα γραφειακή εργασία και μακράν οδήγηση. Επί κοπώσεως παρουσιάζει επίσης αστάθεια βάδισης σύμπτωμα που παραπέμπει σε αρχόμενη αυχενική μυελοπάθεια.».
Γίνεται επίσης αναφορά στο πιστοποιητικό σε διαπιστώσεις επώδυνης δυσκαμψίας αυχένος με περιορισμό στην κινητικότητα και στο εύρος κίνησης της ΑΜΣΣ καθ' όλους τους άξονες λόγω σπασμού μαλακών μορίων αυχένα, επίπολής υπαισθησίας, έκπτωση μυϊκής ισχύος δεξιού άνω άκρου, αστάθεια στάσεως και βάδισης, εκφυλιστικές αλλοιώσεις υπό μορφή σπονδυλοαρθροίτιδας, σκληρυντικών αλλοιώσεων στις τελικές πλάκες των σπονδύλων, οστεοφυτικών σχηματισμών και υπερτροφικών αλλοιώσεων στις διασπονδυλικές αρθρώσεις που στο σύνολο τους προκαλούν στενώσεις στα πλάγια τρήματα και στον κεντρικό σωλήνα.
Όπως καταλήγει στο πιστοποιητικό του ο μάρτυρας και πρόσθεσε κατά την ακρόαση, «η κλινική εικόνα του (ενάγοντα) είναι πλήρως αιτιολογημένη και εμπίπτει στα πλαίσια αυχενικής σπονδύλωσης που σίγουρα πυροδότησε και επιδείνωσε την νευρολογική κατάσταση του ο προαναφερόμενος τραυματισμός. Στον ασθενή έχει ήδη συσταθεί χειρουργική επέμβαση (διπλή επέμβαση και σπονδυλοδεσία). Ως εκ τούτου είναι ιατρικά ενδεδειγμένο όπως ο ασθενής μην υποβάλλεται σε οποιασδήποτε φύσεως σωματική καταπόνηση. Τυχόν καταπόνηση της ΑΜΣΣ μπορεί να προκαλέσει τραγικές και μόνιμες νευρολογικές βλάβες».
Κατά τη μαρτυρία του ο μάρτυρας διευκρίνισε ότι τον ενάγοντα τον εξέτασε έξι χρόνια μετά το ατύχημα και δεν είχε κανένα λόγο να αμφισβητήσει τα ευρήματα και τις διαπιστώσεις που κατέγραψε ο Δρ. Σεργίου όταν εκείνος εξέτασε τον ενάγοντα.
Αφού διαχώρισε τα υποκειμενικά συμπτώματα που αφορούν στα παράπονα ενός ασθενή από το ιατρικά ευρήματα που προκύπτουν κατόπιν αντικειμενικής νευρολογικής εξέτασης, ο μάρτυρας ανέφερε ότι εν τη απουσία σαφούς κατάγματος, υπεξαρθρήματος ή οξείας ρήξης μεσοσπονδύλιου δίσκου, «δεν μπορεί κανένας στον κόσμο να αποδείξει» αν τα προβλήματα του ενάγοντα που διαπιστώθηκαν το 2016 είναι τραυματικής ή εκφυλιστικής αιτιολογίας. Παρά ταύτα, εφόσον στην περίπτωση του ενάγοντα υπήρχε σίγουρα χρόνια εκφυλιστική νόσος και μάλιστα μέτριας προς βαριάς μορφής εκφύλιση και ο ενάγοντας ισχυρίστηκε ότι πριν το ατύχημα δεν παρουσίαζε έντονη συμπτωματολογία, τότε αυτός, ο μάρτυρας δηλαδή, ήταν ως ιατρός υπόχρεος να θεωρήσει και να εκλάβει την τότε κλινική εικόνα του ενάγοντα ως επιδείνωση ή επιτάχυνση ή πυροδότηση μετατραυματικής αιτιολογίας. Διευκρίνισε όμως κατά την αντεξέταση του ότι η σπονδύλωση είναι μια χρόνια και εξελισσόμενη νόσος η οποία είναι άγνωστο πότε και αν θα εκδηλώσει πρόβλημα και κανείς δεν μπορεί να ξέρει πότε και αν θα εξελισσόταν ως πρόβλημα στην περίπτωση του ενάγοντα. Πρόσθετα τούτου, ανέφερε ο μάρτυρας, ο ίδιος δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ούτε και σε ποιο βαθμό ο τραυματισμός του ενάγοντα από το ατύχημα επηρέασε την εξέλιξη της χρόνιας νόσου του ή ακόμα και αν όντως την επηρέασε.
Ανέφερε τέλος ο μάρτυρας ότι το 2016 που εξέτασε τον ενάγοντα η κατάσταση του δεν κρίθηκε ως τέτοιας επείγουσας φύσης που να επέβαλλε, το 2016 τουλάχιστο, άμεση χειρουργική επέμβαση αφού θα μπορούσε ως πρώτο στάδιο η κατάσταση να επιχειρηθεί να αντιμετωπιστεί με συντηρητική θεραπεία όπως π.χ φυσιοθεραπείες, τουλάχιστο για να καθυστερήσει η εξέλιξη της νόσου. Αν μετά από αυτή τη θεραπεία δεν παρατηρείτο ικανοποιητική ανταπόκριση τότε η χειρουργική επέμβαση θα ήταν το επόμενο βήμα. Όταν εξέτασε τον ενάγοντα πριν ένα με ενάμιση χρόνο και έξι, ο μάρτυρας ανέφερε ότι διαπίστωσε ότι ο τελευταίος δεν είχε κάνει τέτοιες φυσιοθεραπείες και αν και του τις σύστησε, δεν γνωρίζει αν τελικά έγιναν.»
Η πλευρά της εφεσείουσας βασίζεται, επί του προκειμένου, στο ότι στην αποδεκτή από το Δικαστήριο μαρτυρία υπήρχε αναφορά για συμπτώματα ήπιου αυχενικού συνδρόμου προ του ατυχήματος, επομένως η μαρτυρία της επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του εφεσίβλητου δεν ενέπιπτε στις δικογραφημένες θέσεις του ότι πριν το ατύχημα ήταν υγιής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και αποφάσισε το εν λόγω ζήτημα ως ακολούθως:
«Προέχει εδώ η εξέταση της εισήγησης της κας Αποστολίδου ότι το δικόγραφο του ενάγοντα και ειδικότερα ο ισχυρισμός που εκεί προβάλλεται ότι ο τελευταίος πριν το ατύχημα «ήτο υγιής» δεν καλύπτει ούτε και συνάδει με την πιο πάνω μαρτυρία και τον ισχυρισμό του τελευταίου περί επιδείνωσης ή πυροδότησης μιας προϋπάρχουσας ιατρικής κατάστασης. Απάντηση όμως στην πιο πάνω εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου δίνει το πιο κάτω απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση ΛΑΖΑΡΟΣ ΧΑΤΖΗΦΟΡΑΔΟΣ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ, ν. ΛΟΥΚΑ, ECLI:CY:AD:2019:D43, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 48/2013, 15/2/2019, ECLI:CY:AD:2019:D43:
Ο εφεσίβλητος, όπως διαφάνηκε από την προσαχθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, η οποία έγινε δεκτή, πριν το ατύχημα, είχε κάποια προβλήματα σε σχέση με τη σπονδυλική του στήλη, καθώς, επίσης, σε σχέση με την ψυχική του υγεία. Είναι, επίσης, γεγονός πως δεν υπήρξε δικογράφηση των εν λόγω προβλημάτων στην έκθεση απαιτήσεως. Βέβαια, σημειώνεται πως η κατάσταση όσον αφορά στις εκφυλιστικές αλλοιώσεις στην οσφυϊκή μοίρα ήταν ασυμπτωματική και, ως εκ τούτου, αυτή δεν ήταν γνωστή· διαπιστώθηκε κατά τις εξετάσεις που έγιναν ως αποτέλεσμα του ατυχήματος. ΄Οσον αφορά την ψυχολογική του κατάσταση, τούτη ήταν μεν γνωστή, αντιμετωπιζόταν, όμως, κατά τρόπο αποτελεσματικό. Αποτελεί δε αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι καμιά από τις δύο καταστάσεις, ανωτέρω, δεν τον εμπόδιζε από το να διάγει φυσιολογική ζωή και να εργάζεται στην υπηρεσία των εφεσειόντων, ασκώντας, κανονικά και χωρίς οποιοδήποτε πρόβλημα, τα καθήκοντα που απαιτούσε η εργασία του. Είναι, λοιπόν, πασιφανές ότι, υπό αυτήν την έννοια, ο εφεσίβλητος, στην παράγραφο 1 της έκθεσης απαιτήσεώς του, ισχυρίστηκε ότι η υγεία του «βρισκόταν σε εξαιρετική κατάσταση και δεν αντιμετώπιζε οιονδήποτε πρόβλημα οιασδήποτε μορφής». Η κατάσταση, όμως, της υγείας του άλλαξε, άρδην, μετά το ατύχημα και συνεπεία αυτού. Στην παράγραφο 7 του εν λόγω δικογράφου, αναφέρονται, με λεπτομέρεια, οι τραυματισμοί και, γενικά, οι συνέπειες που προκάλεσε στον εφεσίβλητο το ατύχημα. Το Δικαστήριο δε, με αναφορά στο χρόνο μετά το ατύχημα, διαπίστωσε ότι: «... υπήρξε κοινό έδαφος από την προσαχθείσα μαρτυρία τόσο από πλευράς Ενάγοντα όσο και από πλευράς Υπεράσπισης ότι δεν μπορεί πλέον ο Ενάγοντας να ασκεί την εργασία που ασκούσε προηγουμένως και γενικά να ασχοληθεί με χειρωνακτικής φύσεως εργασία».
Η ευπαίδευτη Πρόεδρος, με δεδομένη την πιο πάνω δικογραφημένη θέση του εφεσίβλητου και τα διαπιστωθέντα, σχετικά, από την αποδεχθείσα μαρτυρία, προκειμένου να απαντήσει στην εισήγηση ότι δεν υπήρχε δικογράφηση της προγενέστερης κατάστασης της υγείας του εφεσίβλητου, αναφέρθηκε, συγκεκριμένα, στην υπόθεση Αριστείδου ν. Παυλίδου (1999) 1 Α.Α.Δ. 2153. Τα γεγονότα της εν λόγω υπόθεσης είναι πολύ παρόμοια με αυτά της παρούσας. Εκεί, με συγκεκριμένο λόγο έφεσης, προσβλήθηκε, ως λανθασμένο, το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η δισκοπάθεια, την οποία η εφεσίβλητη ανέπτυξε μετά το επίδικο τροχαίο δυστύχημα, ήταν αποτέλεσμα παλαιότερου τραύματος, το οποίο αυτή είχε υποστεί στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης. Η παρατήρηση του Εφετείου, στη σελίδα 2156, που είναι σχετική με το εδώ υπό εξέταση θέμα, ήταν πως: «Αν ... ο εφεσίβλητος εννοεί ότι η δισκοπάθεια που εκδηλώθηκε μετά το δυστύχημα είχε τις ρίζες της στον τραυματισμό της εφεσίβλητης το 1989, τότε σαφώς ισχύει η αρχή του ότι ο αδικοπραγών ευθύνεται για την επιδείνωση υφιστάμενης κατάστασης». Προς υποστήριξη της πιο πάνω αναφοράς, παρέπεμψε στις υποθέσεις Athina Symeonidou v. Phivos Michaelides (1969) 1 C.L.R. 394, Michalakis Paraskevopoullos v. Georghios Georghiou (1970) 1 C.L.R. 116, Nicos Pattichis v. Charalambos Zenonos (1975) 1 C.L.R. 343 και Sayers v. Perrin [1966] Q.L.R. 89. Στην παρούσα περίπτωση, η Πρόεδρος εξέτασε την πιο πάνω αρχή υπό το φως των δικογραφημένων θέσεων, ανωτέρω, του εφεσίβλητου και των γεγονότων της ενώπιόν της υπόθεσης. Την εφάρμοσε δε ορθά και στο πλαίσιο της δικογραφίας, ώστε δεν αφήνεται περιθώριο επέμβασης από το Δικαστήριο τούτο.»
Όπως και στην πιο πάνω υπόθεση έτσι και στην παρούσα, δεν αμφισβητείται ότι έξι περίπου μήνες πριν το ατύχημα ο ενάγοντας εργαζόταν ως οικοδόμος, εργασία την οποία εκτελούσε για πολλά χρόνια προηγουμένως. Η προσκομισθείσα ιατρική μαρτυρία δε, φέρει τον ενάγοντα προ του ατυχήματος να «παρουσίαζε ελαφρύ αυχενικό σύνδρομο αλλά εργαζόταν κανονικά και εκτελούσε βαρεά χειρωνακτικά καθήκοντα.» (βλ. Τεκ. 8). Η θέση δε που του υπεβλήθη κατά την αντεξέταση του από την υπεράσπιση ότι είναι λόγω αυτής της προϋπάρχουσας κατάστασης που τερματίστηκε η εργοδότηση του το 2009, θέση την οποία ο ενάγοντας απέρριψε, δεν υποστηρίχτηκε από μαρτυρία και παρέμεινε απλά ως μια υποβολή από την υπεράσπιση. Πρόσθετα τούτου όμως, ο ενάγοντας, τροποποιώντας το δικόγραφο του στις 19/06/17, πρόσθεσε ως λεπτομέρεια ζημιών που υπέστη από το ατύχημα, μεταξύ άλλων τις «εκφυλιστικές αλλοιώσεις υπό μορφή σπονδυλαρθρίτιδας» (έμφαση δική μου). Υπό αυτά τα δεδομένα συνεπώς και κατ' εφαρμογή του λόγου των Λουκά και Παυλίδου ανωτέρω, κρίνω ότι το δικόγραφο του ενάγοντα καλύπτει την επί του προκειμένου εκδοχή του. Άλλο βέβαια θέμα είναι το αν αυτή έχει αποδειχθεί με αξιόπιστη μαρτυρία, θέμα το οποίο προχωρώ να εξετάσω.»
Είναι ορθή τόσο η προσέγγιση όσο και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του εν λόγω θέματος. Από το δικόγραφο της Υπεράσπισης προκύπτει ότι οι λεπτομέρειες σωματικών βλαβών που ο εφεσίβλητος ισχυριζόταν στην Έκθεση Απαίτησης του, οι οποίες περιλάμβαναν τους τραυματισμούς αλλά και την κατάσταση του μετά από πάροδο χρόνου, αμφισβητούνταν, μεταξύ άλλων, ως προϋπάρχουσες του ατυχήματος. Αυτή τη θέση, ο εφεσίβλητος απέρριψε στην Απάντηση του. Η νομολογία στην οποία παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο καλύπτει πλήρως το ζήτημα και σε συνδυασμό με την ευρύτερη αξιολόγηση της μαρτυρίας και κατάληξη σε συμπεράσματα επί των γεγονότων από το Δικαστήριο (βλ. κατωτέρω), στερεί τον υπό εξέταση λόγο έφεσης από οποιοδήποτε έρεισμα.
Συνεπώς, ο όγδοος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ως συναφείς, η πλευρά της εφεσείουσας αναπτύσσει παράλληλα τους λόγους έφεσης 2, 3 και 4. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι από τις 15.10.2010 και μέχρι σήμερα, τα ενοχλήματα που δημιουργούσαν οι τραυματισμοί του εφεσίβλητου δεν υποχώρησαν και η κατάσταση της υγείας του χειροτέρευσε εφόσον οι εν λόγω τραυματισμοί του πυροδότησαν και επιδείνωσαν ένα προϋπάρχον ήπιο προς σοβαρό αυχενικό σύνδρομο, το οποίο πριν το ατύχημα δεν επηρέαζε με οποιονδήποτε τρόπο τη φυσιολογική ζωή και εργασία του εφεσίβλητου ως οικοδόμος, είναι λανθασμένο και/ή αδικαιολόγητο και/ή δεν υποστηρίζεται και/ή έρχεται σε σύγκρουση με τη δοθείσα μαρτυρία η οποία, εν πάση περιπτώσει δεν αξιολογήθηκε ορθά. Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα σοβαρά προβλήματα τα οποία δημιουργήθηκαν στον εφεσίβλητο οφείλονται στο ατύχημα. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται ως λανθασμένη, αδικαιολόγητη και αναιτιολόγητη η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα σημερινά προβλήματα και η κατάσταση της υγείας του εφεσίβλητου οφείλονται και/ή συνδέονται με το επίδικο ατύχημα και/ή τους τραυματισμούς που αυτός υπέστη σ' αυτό. Συναφή θεωρούμε και τον πρώτο λόγο έφεσης, με τον οποίο αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο σφάλμα στην κρίση του αναφορικά με την μαρτυρία του ΜΕ 3 σε σχέση με την επίδραση του τραυματισμού του εφεσίβλητου στη νευρολογική του σημερινή κατάσταση.
Η συνάφεια των θεμάτων που προβάλλονται με τους εγειρόμενους λόγους έφεσης 1, 2, 3 και 4 είναι όντως τέτοια που μας επιτρέπει την παράλληλη εξέταση τους, μέσω της ενιαίας ουσιαστικής εξέτασης της πρωτόδικης απόφασης και κρίσης.
Αναδεικνύονται, συναφώς, από την πλευρά της εφεσείουσας, το περιεχόμενο του ιατρικού πιστοποιητικού το οποίο κατέστη παραδεκτό και το οποίο αναφέρεται σε βελτίωση της κατάστασης του εφεσίβλητου, τοποθετήσεις του ΜΕ 3 ότι δεν μπορεί να γνωρίζει ακόμη και αν ο τραυματισμός επηρέασε την εξέλιξη της χρόνιας νόσου, το ότι ο ιατρός που συνέταξε το έτερο ιατρικό πιστοποιητικό (Τεκμήριο 8) με το οποίο συνδέεται η εξέλιξη της υγείας του εφεσίβλητου με τους τραυματισμούς του, δεν κατέθεσε στο Δικαστήριο και άλλα συναφή. Έχουμε την άποψη ότι επαρκώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε και ανέλυσε κάθε τι σχετικό. Παραθέτουμε, αυτούσιο, εκτενές σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
«Παρά το ότι ο Δρ. Βιολάρης δεν κλήθηκε να καταθέσει σχετικά με το ιατρικό πιστοποιητικό που εξέδωσε στις 02/03/15 (Τεκ. 8), εντούτοις, τα όσα εκεί αναφέρονται από τον εν λόγω ιατρό κυλούν ουσιαστικά πάνω στις ίδιες γραμμές με αυτά που κατέγραψε και υποστήριξε με τη μαρτυρία του ο ΜΕ3. Επί αυτής της μαρτυρίας παρατηρώ τα εξής:
Κατά πρώτο, και οι δύο ιατροί αναφέρονται στις ιατρικές εξετάσεις που υπεβλήθη ο ενάγοντας από την ημέρα που νοσηλεύθηκε στο νοσοκομείο λόγω του τραυματισμού του κατά το επίδικο ατύχημα (22/01/10) μέχρι και την ημέρα που αυτοί τον εξέτασαν και συνέταξαν τα σχετικά πιστοποιητικά τους. Το ότι όντως έγιναν ιατρικές εξετάσεις ως αναφέρουν οι δύο ιατροί, επιβεβαιώνεται από τα Τεκ. 6 και 9 τα οποία συνιστούν πιστοποιητικά τέτοιων εξετάσεων ημερ. 15/06/11 και 16/01/14.
Κατά δεύτερο, τα όσα οι εν λόγω ιατροί καταγράφουν ως συνεχή ενοχλήματα του ενάγοντα από το ατύχημα μέχρι και την έκδοση του κάθε πιστοποιητικού και κυρίως ότι ο τελευταίος υποφέρει από επώδυνη κίνηση του αυχένα και της οσφύος, ισχιαλγία και μούδιασμα στα χέρια, είναι τα ίδια με τα ενοχλήματα που κατέγραψε ο Δρ. Σεργίου στο δικό του πιστοποιητικό ημερ. 15/10/10, το οποίο κατέστη παραδεκτό από την Υπεράσπιση για την αλήθεια του περιεχομένου του και στο οποίο αναφέρεται ότι οι εν λόγω ενοχλήσεις εξακολουθούσαν τότε να υφίστανται αν και αναμενόταν στο μέλλον να μειωθούν.
Κατά τρίτο, η σημερινή κατάσταση της υγείας του ενάγοντα όπως αυτή διαπιστώνεται από το ΜΕ3 συνίσταται σε:
«.επώδυνη δυσκαμψία αυχένος με περιορισμό στην κινητικότητα και στο εύρος κίνησης της ΑΜΣΣ καθ' όλους τους άξονες λόγω σπασμού μαλακών μορίων αυχένα, επιπολής υπαισθησίας Α5 - Α6 - Α7 ριζών άμφω, έκπτωση μυϊκής ισχύος δεξιού άνω άκρου (4/5) σε δικέφαλο και τρικέφαλο, αστάθεια στάσεως και βάδισης, σημείο Romberg-+, εκφυλιστικές αλλοιώσεις υπό μορφή σπονδυλοαρθροίτιδας, σκληρυντικών αλλοιώσεων στις τελικές πλάκες των σπονδύλων, οστεοφυτικών σχηματισμών, KMΔ-ΣΣ και υπερτροφικών αλλοιώσεων στις διασπονδυλικές αρθρώσεις (Facet), που στο σύνολό τους προκαλούν στενώσεις στα πλάγια τρήματα και στον κεντρικό σωλήνα. Στο διάστημα Α5/6 + Α7/Θ1 οι προβολές των Μ.Δ. προκαλούν εξάλειψη του υπαραχνοειδούς χώρου και υποσυμαινόμενο εντύπωμα επί του Ν.Μ..ως εκ τούτου είναι ιατρικά ενδεδειγμένο όπως ο ασθενής να μην υποβάλλεται σε οποιασδήποτε φύσεως σωματική καταπόνηση (εφόσον) μπορεί να προκαλέσει τραγικές και μόνιμες νευρολογικές βλάβες»
Οι πιο διαπιστώσεις του ΜΕ3 ως προς τη σημερινή κατάσταση της υγείας του ενάγοντα, διαπιστώσεις για τις οποίες ο μάρτυρας παραπέμπει στα αποτελέσματα των εξετάσεων των Τεκ. 6 και 9 και οι οποίες είναι οι ίδιες με τις διαπιστώσεις στις οποίες προβαίνει ο Δρ. Βιολάρης στο δικό του πιστοποιητικό, δεν αντικρούστηκαν από πλευράς Υπεράσπισης με ιατρική μαρτυρία ίσης βαρύτητας και αυτό παρά το ότι ο ενάγοντας, όπως διαφάνηκε κατά την αντεξέταση του, εξετάστηκε και από ιατρό της ασφάλειας της εναγόμενης πριν την ακρόαση. Αυτό που αμφισβήτησε η Υπεράσπιση, ήταν τη σύνδεση που ο ΜΕ3 αλλά και ο Δρ. Βιολάρης έκαμαν, μεταξύ της σημερινής κατάστασης της υγείας του ενάγοντα και των τραυματισμών του από το ατύχημα.
Επιχείρησε δε η Υπεράσπιση κατά την αντεξέταση του ΜΕ3 να υποδείξει το ασυμβίβαστο της σοβαρής εικόνας που παρουσίαζε ο ενάγοντας έξι χρόνια μετά το ατύχημα όταν τον εξέτασε ο ΜΕ3, με την παραδεκτή εικόνα που διαπίστωσε ο Δρ. Σεργίου όταν τον εξέτασε εννέα μήνες μετά το ατύχημα, σύμφωνα με την οποία ο τελευταίος παρουσίαζε σημαντική βελτίωση και τα ενοχλήματα του αναμένετο να μειωθούν στο μέλλον. Θέση της Υπεράσπισης ήταν ότι εφόσον δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία ως προς το τι έλαβε χώρα στο μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των δύο φαινομενικά αντίθετων πιστοποιητικών και λαμβανομένης υπόψη της θέσης του ΜΕ3 ότι ο τρόπος ζωής ενός προσώπου δυνατό να επιβαρύνει την κατάσταση της υγείας του, δεν μπορεί να εξαχθεί με ασφάλεια το συμπέρασμα του ΜΕ3 ότι η επιδείνωση ή πυροδότηση της προϋπάρχουσας πάθησης του ενάγοντα οφείλετο στον τραυματισμό του από το ατύχημα.
Επί αυτού του θέματος ο ΜΕ3 έκαμε αναφορά στις όσες ιατρικές εξελίξεις έλαβαν χώρα σε σχέση με τον ενάγοντα από το ατύχημα μέχρι την ημέρα που τον εξέτασε και ισχυρίστηκε ότι με βάση αυτό το ιστορικό είναι ιατρικά αποδεκτό και επιβεβλημένο να αναγνωρισθεί ότι ο συγκεκριμένος τραυματισμός στον αυχένα του ενάγοντα, πυροδότησε ή επιτάχυνε την προϋπάρχουσα μέτρια προς βαριά μορφή εκφύλισης του αυχένα του, εφόσον πριν το ατύχημα δεν υπήρχε οποιαδήποτε ένδειξη εκδήλωσης συμπτωματολογίας από την εν λόγω πάθηση.
Δεν παραγνωρίζω εδώ ότι κατά την αντεξέταση του ΜΕ3 ο τελευταίος ανέφερε ότι είναι άγνωστο πότε και πώς η συγκεκριμένη προϋπάρχουσα πάθηση του ενάγοντα θα εξελισσόταν ή πότε, πώς και αν δύναται η εν λόγω πάθηση να επηρεαστεί από ένα τραυματισμό της φύσης του τραυματισμού που υπέστη ο ενάγοντας στον αυχένα. Παρά ταύτα, ουδέποτε ο ΜΕ3 αναίρεσε τη βασική του ιατρική θέση ότι ο συγκεκριμένος τραυματισμός του αυχένα του ενάγοντα «σίγουρα επιδείνωσε τη νευρολογική κατάσταση του», θέση για την οποία ο μάρτυρας όχι μόνο ήταν κατηγορηματικός από την αρχή μέχρι τέλους της μαρτυρίας του, αλλά μάλιστα προχώρησε και την εξήγησε χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα δύο σωλήνες νερού, μία καινούρια και μία μεταχειρισμένη η οποία μάλιστα έχει στενέψει από άλατα, οι οποίες δύο σωλήνες όταν κτυπηθούν πάνω σε ένα τοίχο, το ερώτημα είναι ποια θα πάθει βλάβη, εννοώντας προφανώς ότι είναι πιο πιθανόν να πάθει βλάβη η δεύτερη. Ανέφερε βέβαια ο ΜΕ3 ότι ο τρόπος ζωής ενός προσώπου δύναται να επιβαρύνει την όλη κατάσταση του και ότι στον κάθε ασθενή η πάθηση εξελίσσεται διαφορετικά οπόταν είναι αδύνατο να γνωρίζει κάποιος από προηγουμένως πώς και πότε θα υπάρξει τέτοια επιδείνωση. Σίγουρα όμως, ανέφερε ο μάρτυρας, εν τη απουσία ύπαρξης κατάγματος ή υπεξαθρήματος ή οξείας ρήξης μεσοσπονδύλιου δίσκου, τραύματα που δεν είχε υποστεί ο ενάγοντας, η εμφάνιση συμπτωματολογίας σε μια προϋπάρχουσα πάθηση όπως αυτή του ενάγοντα, ιδιαίτερα μετά από τραυματισμό των νεύρων του αυχένα, της φύσης δηλαδή του τραυματισμού που υπέστη ο ενάγοντας, επιβάλλεται να αποδοθεί και αυτό είναι ιατρικά αναγνωρισμένο, στον εν λόγω τραυματισμό.
Αυτή η συγκεκριμένη ιατρικά αποδεκτή εξήγηση που έδωσε ο μάρτυρας ως προς τον λόγο που δύναται να συνδεθεί ο τραυματισμός του αυχένα του ενάγοντα από το ατύχημα με τα σημερινά του προβλήματα, εξήγηση που έδωσε και ο ιδιώτης νευροχειρούργος Δρ. Βιολάρης, ένα χρόνο προηγουμένως με το δικό του πιστοποιητικό, ουδέποτε αντικρούστηκε με οποιαδήποτε αντίθετη ιατρική μαρτυρία από πλευράς Υπεράσπισης και αυτό παρά το ότι, όπως ανέφερα ανωτέρω, η τελευταία υπέβαλε τον ενάγοντα σε εξέταση και από δικό της νευροχειρούργο.
Στη βάση των πιο πάνω, η θέση του ενάγοντα ότι παρά την σημαντική βελτίωση που παρατήρησε ο Δρ. Σεργίου το 2010, εντούτοις φαίνεται ότι τα προβλήματα του τελικά δεν υποχώρησαν ως αρχικά εκτιμήθηκε αλλά τελικά επιδεινώθηκαν, δεν κρίνεται αντιφατική αλλά βρίσκει και λογικό και ιατρικό έρεισμα.
Αποδέχομαι συνεπώς την επί του προκειμένου εκδοχή του ενάγοντα καθώς επίσης και τη μαρτυρία του ΜΕ3 ως αξιόπιστη και ειδικότερα αποδέχομαι τη θέση τους ως προς το πώς εξελίχτηκε η υγεία του ενάγοντα από το ατύχημα μέχρι σήμερα καθώς επίσης και το ιατρικό συμπέρασμα του ΜΕ3 ότι η σημερινή κατάσταση της υγείας του πρώτου οφείλεται στον τραυματισμό που αυτός υπέστη κατά το επίδικο ατύχημα.»
Αναφορικά με το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και, κατ' επέκταση των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι καλώς γνωστή η νομολογία ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει, κατά κανόνα, στην αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει και να εξετάσει τη μαρτυρία ενώπιον του στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα. Επέμβαση στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογείται όταν αυτά αντιστρατεύονται τη λογική ή έρχονται σε σύγκρουση με την αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία ή η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική, ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων (Γιάλλουρος v. Ψύλλου (2009) 1 ΑΑΔ 1552, Μάρκαρη v. Παρασκευά (2012) 1(Β) ΑΑΔ 1493, Μιχαήλ v. Λαπίθη κ.ά., ECLI:CY:AD:2018:A13, Πολιτική Έφεση 336/2011, ημερομηνίας 12.01.2018), ECLI:CY:AD:2018:A13.
Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στο πλαίσιο της μελέτης μας, έχουμε ανατρέξει και στα πρακτικά της υπόθεσης, χωρίς να εντοπίζουμε οποιαδήποτε παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Είναι γεγονός ότι ο ΜΕ 3 εξήγησε πλήρως τις θέσεις του και γιατί, με βάση τα δεδομένα της συγκεκριμένης περίπτωσης, αν και ουδέποτε μπορεί να υπάρξει βεβαιότητα ως προς το κατά πόσο πρόκειται για εκφυλιστική ή τραυματική αιτιολογία, ήταν υποχρεωμένος να θεωρήσει την κλινική εικόνα του εφεσίβλητου ως επιδείνωση, επιτάχυνση ή και ακόμη και πυροδότηση αυτής της κλινικής εικόνας μετατραυματικά. Επομένως δεν προκύπτει αντίφαση από την τελευταία τοποθέτηση του, κατά την αντεξέταση, όταν συμφώνησε ότι δεν μπορεί να γνωρίζει τον βαθμό ή αν ο τραυματισμός επηρέασε την εξέλιξη. Ξεκάθαρα, η επιστημονική άποψη που είχε ενώπιον του το Δικαστήριο, η οποία ήταν η μόνη, χωρίς αντίλογο, απέληγε στην αποδοχή της πιθανολόγησης στην οποία παρέπεμπε η ιατρική μαρτυρία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη όλα όσα σχετίζονται με το ζήτημα και, εντός των ορίων του δικαστικού του έργου, κατέληξε στα ως άνω συμπεράσματα του τόσο ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας, όσο και ως προς τα ευρήματα γεγονότων. Τα δε ευρήματα του ουδόλως αντιστρατεύονται τη λογική, ούτε συγκρούονται με αποδεκτή από το Δικαστήριο μαρτυρία, την οποία άλλωστε λεπτομερώς παρέθεσε.
Ενόψει των πιο πάνω, αβάσιμους κρίνουμε του λόγους έφεσης 1, 2, 3 και 4, τους οποίους και απορρίπτουμε.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη, για σκοπούς καθορισμού του ποσού των γενικών αποζημιώσεων, τα έξοδα και την ταλαιπωρία μιας ενδεχόμενης μελλοντικής χειρουργικής επέμβασης, καθορίζοντας το εν λόγω ποσό στο, εν πάση περιπτώσει , ψηλό ποσό των €30.000.-.
Είναι γεγονός ότι η ανάλυση του στοιχείου της μελλοντικής επέμβασης, στην πρωτόδικη απόφαση, είναι λυτή. Περισσότερο φαίνεται να παίρνει τη μορφή αναφοράς, εφόσον τα δεδομένα της υπόθεσης επί τούτου, περιορίζονταν στα όσα ο ΜΕ 3 είχε θέσει στη μαρτυρία του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε τις σχετικές αναφορές, στην απόφαση του (βλ. απόσπασμα μαρτυρίας ΜΕ 3). Από τη μαρτυρία προκύπτει ότι το ενδεχόμενο χειρουργικής επέμβασης παρέμενε, ως είπε ο ΜΕ 3 (σελίδα 75 των πρακτικών), με βάση τη χρονιότητα της κατάστασης εάν και εφόσον δεν θα είχε την προβλεπόμενη ικανοποιητική ανταπόκριση στη συντηρητική θεραπεία που προτάθηκε στον εφεσίβλητο. Επομένως, από τη στιγμή που έγινε αποδεκτό ότι ο τραυματισμός του εφεσίβλητου από το ατύχημα συνδεόταν με την εξέλιξη της κατάστασης της υγείας του, δεν μπορεί να κριθεί λανθασμένη η αποδοχή της ύπαρξης ενδεχομένου μελλοντικής επέμβασης, η οποία ούτως ή άλλως επιφέρει κάποιον πόνο και ταλαιπωρία, και η λήψη αυτού του ενδεχομένου υπόψη κατά τον καθορισμό του ποσού των γενικών αποζημιώσεων. Έστω, λοιπόν, και χωρίς συγκεκριμενοποίηση ποσού, που καλό είναι να καθορίζεται, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί, τα ποσά και τα στοιχεία που αφορούν την προκειμένη περίπτωση, κρίνουμε ότι δεν δικαιολογούν παρέμβαση μας. Στη βάση αυτή, ο πέμπτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Οι έκτος και έβδομος λόγοι έφεσης αφορούν την επιδίκαση, προς όφελος του εφεσιβλήτου, ποσού αποζημίωσης για απώλεια μελλοντικών απολαβών. Ο έκτος λόγος έφεσης αποδίδει, στο πρωτόδικο Δικαστήριο, σφάλμα στην κρίση ότι ο εφεσίβλητος δικαιούται σε τέτοια αποζημίωση, ενώ ο έβδομος λόγος έφεσης, στην κρίση για εισόδημα €1.000.- μηνιαίως και απόδοση αυτού παρά την κατά 75% ανικανότητα για λόγους που δεν αφορούσαν το ατύχημα.
Επί του προκειμένου, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι λόγω της προκληθείσας επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του, ο εφεσίβλητος δεν μπορούσε να ασκήσει τις χειρωνακτικές εργασίες που απαιτεί το επάγγελμα του οικοδόμου, το οποίο ήταν η πηγή εισοδήματος του. Ως, περαιτέρω, εξήγησε στην απόφασή του:
«Λαμβανομένου υπόψη ότι ο ενάγοντας έχει αποδείξει ότι η ζημιά του συνίσταται σε σημαντικό περιορισμό των μελλοντικών εισοδημάτων του λόγω των οξέων προβλημάτων του, κρίνω ότι δικαιούται σε ανάλογη αποζημίωση (βλ. μεταξύ άλλων A PANAGIDES CONTRACTING LTD ανωτέρω, Νικολάου Βαρβάρα ν. Στέλιου Στυλιανού και Άλλης, (2011) 1 Α.Α.Δ. 1727, Καρδανάς κ.ά. v. Καραμούζη (ανωτέρω) και Θεοφάνους κ.ά. v. Κουρουκλά κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 528).. Η μη αποδοχή όμως του συγκεκριμένου ποσού των €1400 που ισχυρίστηκε ο ενάγοντας ότι είναι το μηνιαίο του εισόδημα, δεν επιτρέπει τη χρήση συγκεκριμένου τρόπου υπολογισμού απώλειας μελλοντικών εισοδημάτων και δη της μεθόδου του πολλαπλασιαστή και του πολλαπλασιαστέου. Η εν λόγω απώλεια όμως μπορεί να αποδοθεί με ένα κατ' αποκοπή ποσό ως μέρος των γενικών αποζημιώσεων. Για τον υπολογισμό του εν λόγω ποσού, δύναται θεωρώ να χρησιμοποιηθεί το πιστοποιητικό των Κ.Α. (Τεκ.3) και αυτό καθαρά ώστε να βοηθηθεί το Δικαστήριο να διαμορφώσει εντύπωση ως προς το τι συνιστά ένα εύλογο μηνιαίο εισόδημα για έναν οικοδόμο και όχι βέβαια για να καθορίσει τα συγκεκριμένα εισοδήματα του ενάγοντα, τα οποία, ως έχω ήδη αναφέρει, δεν αποδείχτηκαν στον απαιτούμενο βαθμό (βλ. A PANAGIDES CONTRACTING LTD ανωτέρω).
Σύμφωνα λοιπόν με το εν λόγω Τεκμήριο 3, όταν ο ενάγοντας εργαζόταν ως μισθωτός οικοδόμος έξι μήνες πριν το ατύχημα, λάμβανε μέσο όρο μισθού περί τα €1100 μηνιαίως. Αν από το εν λόγω ποσό αφαιρεθούν οι σχετικές φορολογικές υποχρεώσεις που ένας τέτοιος οικοδόμος έχει (Κ.Α, φόρος, συνεισφορές σε δημόσια ταμεία κλπ βλ. Xριστοδούλου Aνδρέας ν. Θεοδώρας Aγαθοκλέους (1997) 1 ΑΑΔ 396), το καθαρό εισόδημα δεν θα υπερβαίνει τα €1000, ποσό το οποίο κρίνεται ότι συνιστά, ενδεικτικά, ένα εύλογο εισόδημα οικοδόμου για σκοπούς υπολογισμού του κατ' αποκοπή ποσού σε σχέση με την απώλεια μελλοντικών απολαβών του ενάγοντα.
Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω συνεπώς, τη φύση των τραυματισμών του ενάγοντα και την εξέλιξη της υγείας του, την σημερινή του ηλικία, ήτοι 59 ετών, ότι έχει ένα ανήλικο παιδί, ότι πριν το ατύχημα εργάζετο αποκλειστικά ως οικοδόμος, ότι λόγω των τραυμάτων του δεν μπορεί να εκτελεί την εν λόγω εργασία και ότι από 12/5/2011 λαμβάνει μηνιαίως περί τα €360 σύνταξη από τις Κ.Α, κρίνω ως δίκαια κατ' αποκοπή αποζημίωση σε σχέση με την μελλοντική απώλεια απολαβών του, το ποσό των €30.000.»
Η αποδοχή της κατάστασης που ο εφεσίβλητος αντιμετώπιζε ως επακόλουθο των τραυματισμών του από το ατύχημα, θεωρούμε ότι καθιστούσε δικαιολογημένη και αναπόφευκτη την κρίση περί δικαιώματος σε τέτοιας φύσης αποζημίωση. Η δε προσέγγιση και κατάληξη στο υπό κρίση ποσό, ως ανωτέρω παρατίθεται, παρουσιάζεται καθ' όλα θεμιτή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη τα σχετικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένου και του ποσού που ο εφεσίβλητος λάμβανε για την ανικανότητα του για εργασία, κατέληξε στο πιο πάνω ποσό. Δεν εντοπίζουμε σφάλμα, ούτε θεωρούμε ότι το ποσό είναι τέτοιο που να επιβάλλει ή να επιτρέπει επέμβαση μας.
Οι λόγοι έφεσης 6 και 7 απορρίπτονται.
Με τον ενδέκατο λόγο έφεσης προσβάλλεται, ως λανθασμένη και/ή αναιτιολόγητη η από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου ως αξιόπιστης. Πέραν των όσων ανωτέρω αναφέρονται και αναλύονται ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και την κατάληξη του σε ευρήματα, προκύπτει ότι και επί της εκδοχής του εφεσίβλητου αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες το ατύχημα συνέβη, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιορίστηκε σε απλή παράθεση αποσπασματικών τοποθετήσεων του εφεσίβλητου, αλλά προέβηκε σε ανάλυση και αξιολόγηση των εκδοχών μέσω αντιπαραβολής των δεδομένων ενώπιον του. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, το πρωτόδικο Δικαστήριο πέτυχε να καταλήξει σε απόφαση των ουσιαστικών επιδίκων σημείων, αναφορικά με τις συνθήκες της σύγκρουσης, αποδεχόμενο ότι τα ενώπιον του στοιχεία επιβεβαίωναν την εκδοχή του εφεσίβλητου, την οποία και αποδέχτηκε. Στο πλαίσιο αυτό, καθίσταται αντιληπτό τι αποδέχτηκε το Δικαστήριο και το λόγο γι' αυτήν την αποδοχή, χωρίς να αποκτούν ουσιαστική σημασία επιμέρους τοποθετήσεις των μαρτύρων. Υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, δεν θεωρούμε ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ελέγχονται με οποιονδήποτε τρόπο ως αποτέλεσμα ελλιπούς αξιολόγησης ή αιτιολόγησης. Άλλωστε, όπως έχει νομολογιακά τονιστεί, η απόφαση του Δικαστηρίου θα πρέπει να κρίνεται ως ενιαίο σύνολο (Kanika Hotels Plc v. Χρυσάνθου, Πολιτική Έφεση Αρ. 305/2015, ημερομηνίας 11.01.2024).
Ο ενδέκατος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον έννατο λόγο έφεσης αποδίδεται, στο πρωτόδικο Δικαστήριο, σφάλμα στο εύρημα του ότι το ατύχημα επεσυνέβη όταν η εφεσείουσα εισήλθε από την οδό Μαραθώνος στον κύριο δρόμο περί τα 3 μ. εντός της λωρίδας που οδηγούσε ο εφεσίβλητος, ενώ, με τον συναφή δέκατο λόγο έφεσης, προσβάλλεται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα ήταν εξ ολοκλήρου υπεύθυνη για το ατύχημα.
Σε συνέχεια των όσων αναλύονται ανωτέρω σε σχέση με τον ενδέκατο λόγο έφεσης, θα πρέπει να λεχθεί ότι το ουσιώδες, επί του προκειμένου και υπό τας περιστάσεις του συγκεκριμένου ατυχήματος, δεν είναι η ακριβής απόσταση του σημείου σύγκρουσης εντός της λωρίδας που οδηγούσε ο εφεσίβλητος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε τα ευρήματα του, καταλήγοντας ότι «Το επίδικο ατύχημα επεσυνέβη όταν η εναγόμενη εισήλθε από την οδό Μαραθώνος στον κύριο δρόμο περί τα 3μ. εντός της λωρίδας που οδηγούσε ο ενάγοντας, χωρίς να σταματήσει είτε στο αλτ είτε πριν το σημείο που η πάροδος και ο κύριος δρόμος εφάπτονται. Από την πάροδο προς τον κύριο δρόμο και αντίστροφα υπήρχε αρκετή ορατότητα και αμφότεροι ενάγοντας και εναγόμενη μπορούσαν να αντιληφθούν την ύπαρξη ο ένας του άλλου. Η είσοδος όμως της εναγόμενης στον κύριο δρόμο με τον τρόπο που ανέφερα, ήτοι χωρίς να σταματήσει καθόλου, έλαβε χώρα όταν η απόσταση της από τον ενάγοντα ήταν πολύ μικρή και σε κάθε περίπτωση όχι μεγαλύτερη από 1,50μ., με αποτέλεσμα σύγκρουση να καταστεί αναπόφευκτη και να μην υπάρχει περιθώριο αντίδρασης είτε από την ίδια είτε από τον ενάγοντα.». Υπό αυτά τα δεδομένα, είναι αντιληπτή η επουσιώδης σημασία του συγκεκριμένου σημείου, ώστε να αποτελέσει βάσιμο λόγο έφεσης προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.
Ως προς το ζήτημα της ευθύνης, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε τα ακόλουθα:
«Ως προς το θέμα της επιμελούς οδήγησης και της δέουσας παρατηρητικότητας που εύλογα αναμένεται να επιδεικνύεται από οδηγούς, άκρως κατατοπιστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την Κυριάκου Παύλου ν. Ανδρέα Παπακυπριανού (2000) 1 ΑΑΔ 974:
«. έχει νομολογηθεί ότι το καθήκον για επιμελή οδήγηση δεν επεκτείνεται στη λήψη προληπτικών μέτρων έναντι της πιθανότητας εκδήλωσης αμέλειας εκ μέρους άλλων οδηγών. Ο νουνεχής οδηγός μπορεί εύλογα να υποθέσει ότι όπως ο ίδιος έτσι και άλλοι οδηγοί θα εκπληρώσουν το καθήκον επιμέλειας έναντι του ιδίου και άλλων οδηγών (Βλ. Varnakides v. Police (1969) 2 C.L.R. 1, Νικολαΐδης κ.α. ν. Κλεοβούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 422, 428, Κυριάκου κ.α. ν. Κανάρη, Πολιτική ΄Εφεση 8907/5.11.97).
Σε σχέση με τον οδηγό οχήματος που οδηγεί κατά μήκος κύριου δρόμου, έχει νομολογηθεί ότι, δεν χρειάζεται, εκτός αν υπάρχουν συνθήκες τέτοιες που να προδιαθέτουν για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, να προβλέψει ότι άλλος οδηγός θα μπεί από πάροδο στον κύριο δρόμο, χωρίς πρώτα να σταματήσει και να βεβαιωθεί ότι είναι ασφαλές να το πράξει (Βλ. Varnakides v. Papamichael and Another (1970) 1 C.L.R. 367 και Χατζηγιάννη ν. Κουμάση κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 150, 154). Δεν έχει καθήκον να λάβει εξαιρετικές προφυλάξεις εκτός εάν είχε οποιαδήποτε προειδοποίηση ή ένδειξη ότι άλλος οδηγός που χρησιμοποιεί το δρόμο θα εισέρχετο στον κύριο δρόμο από πάροδο χωρίς να σταματήσει στη συμβολή των δύο δρόμων και να βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλές να προχωρήσει (Βλ. Τουλουπή ν. Λαμπασκή, Πολιτική ΄Εφεση 9605/23.9.97, Σοφοκλέους ν. Χαριλάου, Πολιτική ΄Εφεση 9761/22.9.98).
΄Εχουμε υπόψη μας ότι ο Καν. 58(1) (κγ) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 επιβάλλει στους οδηγούς την υποχρέωση να ανακόπτουν ταχύτητα εις ασφαλές όριον "κατά την διασταύρωσιν". Ωστόσο αυτή η υποχρέωση πρέπει να εξετάζεται σε συνάρτηση με τα καθήκοντα και υποχρεώσεις του οδηγού του κύριου δρόμου και τις περιστάσεις και συνθήκες της συγκεκριμένης υπόθεσης..
Αναφορικά με τη δέουσα παρατηρητικότητα (proper lookout) με την εκκαλούμενη απόφαση το πρωτόδικο δικαστήριο εναπόθεσε υποχρέωση στον εφεσείοντα να τηρεί δέουσα και συνεχή παρατηρητικότητα εντός της παρόδου Κοτσιάτη. ΄Εχουμε ήδη υποδείξει ότι οι οδηγοί του κύριου δρόμου δεν υπέχουν τέτοια υποχρέωση εκτός αν συντρέχουν οι ενδείξεις που υποδεικνύονται πιο πάνω. Και εδώ δεν υπήρχαν τέτοιες ενδείξεις. Το πρωτόδικο δικαστήριο εναπόθεσε, επίσης, υποχρέωση στον εφεσείοντα να τηρεί τη δέουσα παρατηρητικότητα για να αντιληφθεί το όχημα του εφεσίβλητου. Αυτή η θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου εναποθέτει υποχρέωση στον προπορευόμενο οδηγό να ελέγχει συνέχεια την τροχαία που τον ακολουθεί. Δεν υφίσταται τέτοια απόλυτη υποχρέωση. Είναι μεν αλήθεια ότι η υποχρέωση τήρησης δέουσας παρατηρητικότητας βαρύνει τους οδηγούς πάντοτε και υπό όλας τας περιστάσεις (βλ. Constantinou v. Katsouris and Another (1975) 1 C.L.R. 188, 192). Ωστόσο αυτή η υποχρέωση πρέπει να κρίνεται υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της κάθε περίπτωσης και των οδικών συνθηκών κάτω από τις οποίες βρίσκεται ένας οδηγός....»
Σε υποθέσεις όπως οι Τσαχίδης v. Bίκη (2012) 1 Α.Α.Δ. 2731, Meemanage v. Αναστασίου κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 59, Καραλούκας v. Πάρπα (1998) 1 Α.Α.Δ. 767, Παπέτας v. Ανδρέου κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 2152, Ζίκκου v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 18 και ΑΡΙΣΤΟΥ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ ν. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ, ECLI:CY:AD:2016:A16, Πολιτική Έφεση Αρ. 346/2010, 15/1/2016, οι οποίες πραγματεύτηκαν την ευθύνη οδηγών που συγκρούστηκαν σε κύριο δρόμο κατά την προσπάθεια του ενός εξ' αυτών να εισέλθει σε κύριο δρόμο από πάροδο και στις οποίες κρίθηκε ότι τα εκεί συγκεκριμένα δεδομένα δικαιολογούσαν άλλοτε πλήρη απαλλαγή του οδηγού που εξέρχετο από την πάροδο και άλλοτε την απόδοση ευθύνης και στον οδηγό του κύριου δρόμου, καθοριστικό στοιχείο για την εν λόγω κατάληξη αποτέλεσε η διαπίστωση ότι ο οδηγός που εξέρχετο από την πάροδο είχε πάρει τα ενδεικνυόμενα και εύλογα μέτρα προς προστασία άλλων διακινουμένων στον κύριο δρόμο έναντι προβλεπτών κινδύνων και δεν επηρέασε σημαντικά ή καθόλου την αποτελεσματικότητα του οδηγού που οδηγούσε στον κύριο δρόμο για να λάβει δυναμική αντίδραση ώστε να αποφύγει την σύγκρουση.
Υποθέσεις όμως όπως είναι η Ιωαννίδου v. Γιάννη (1990) 1 Α.Α.Δ. 213, όπου τονίστηκε η πάγια υποχρέωση των οδηγών αυτοκινήτων που προσεγγίζουν την κύρια οδό να μην παρεμβάλουν εμπόδια στην πορεία των αυτοκινήτων επί της κυρίας οδού και ότι κάθε παρέμβαση στο δικαίωμα αυτό συνιστά παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας, κρίθηκε ότι η εκεί οδηγός που εξέρχετο από την πάροδο, έφερε αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα εφόσον εισήλθε στον κύριο δρόμο όταν την χώριζε μικρή μόνον απόσταση από το όχημα που οδηγείτο στον κύριο δρόμο, πράξη η οποία κατέστησε την σύγκρουση αναπόφευκτη. Μάλιστα δε, σε εκείνη την περίπτωση η οδηγός είχε σταματήσει στο αλτ πριν την συμβολή και η σύγκρουση έγινε περί τα 5μ. (16 πόδια) από την συμβολή των δυο οδών, στοιχείο που κατά το Εφετείο υποδηλούσε ότι η σύγκρουση έγινε σε ελάχιστη απόσταση και χρόνο μετά την είσοδο του οχήματος της στην λεωφόρο.
Εφαρμόζοντας συνεπώς όλες τις πιο πάνω αρχές στα ευρήματα που έχω καταλήξει ανωτέρω και λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη ότι συνεπεία του τρόπου με τον οποίο η εναγόμενη εισήλθε στον κύριο δρόμο, όταν και έγινε για πρώτη φορά αντιληπτή η εν λόγω πρόθεση της και ότι η σύγκρουση έγινε σε ελάχιστη απόσταση και χρόνο μετά την είσοδο του οχήματος της στην λεωφόρο, πράξη η οποία κατέστησε την σύγκρουση αναπόφευκτη αφού δεν άφησε κανένα ουσιαστικό περιθώριο στον ενάγοντα για να λάβει δυναμική αντίδραση ώστε να αποφύγει την σύγκρουση, κρίνω ότι αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα φέρει η εναγόμενη.»
Δεν εντοπίζουμε σφάλμα στην πρωτόδικη κρίση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά ενέταξε τα από μέρους του ευρήματα επί των γεγονότων στο ως άνω νομικό πλαίσιο. Η κρίση του, υπό τα δεδομένα της προκείμενης περίπτωσης κρίνεται επιτρεπτή, χωρίς να παρέχεται πεδίο επέμβασης μας.
Οι λόγοι έφεσης 9 και 10 απορρίπτονται.
Με τον δωδέκατο λόγο έφεσης, προσβάλλεται, ως λανθασμένο, το επιδικασθέν ποσό των €30.000.- ως γενικές αποζημιώσεις.
Παρά το ότι στην αιτιολογία του λόγου έφεσης, το επιδικασθέν ποσό προσβάλλεται ως υπερβολικά ψηλό, ως προκύπτει από το περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας, ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης τελικώς προωθήθηκε ώστε να βασίζεται στα όσα αφορούν τους προηγούμενους λόγους έφεσης. Με το επιχείρημα ότι το ποσό είναι λανθασμένο εφόσον αποδόθηκαν αποζημιώσεις για προβλήματα που δεν προκλήθηκαν από το ατύχημα.
Πέραν του ότι κάτι τέτοιο δεν είναι επιτρεπτό, επί τέτοιας βάσης, καθίσταται εμφανές ότι το αποτέλεσμα των υπολοίπων λόγων έφεσης συμπαρασύρει και τον υπό εξέταση λόγο. Εφόσον δε, θέση περί υπερβολικά ψηλού ποσού δεν προωθήθηκε, ελλείπει αναγκαιότητα περαιτέρω ενασχόλησης με το θέμα.
Ο λόγος έφεσης 12 απορρίπτεται.
Έπεται των ως άνω ότι η παρούσα έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσείουσας €3.000.-, πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, ως έξοδα της παρούσας έφεσης.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.