ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


 

ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 152/2023)

 

14 Ιανουαρίου, 2025

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

HENRIA TCHABON TCHIOUNDJE

                                                                                                             Εφεσείων,

v.

 

 ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

MEΣΩ YΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

                                                                                                         Εφεσίβλητης.

 

--------------------

 

 Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για Ν. ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.ΕΠ.Ε., για Εφεσείoντα.

--------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.

-----------------------------

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.: Mε την παρούσα έφεση, ο Εφεσείων εφεσιβάλλει την (ενδιάμεση) απόφαση ημερ. 6.11.2023, διά της οποίας το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε μονομερή του αίτηση ημερ. 9.10.2023 για επαναφορά της Προσφυγής Aρ. 1406/2022, η οποία καταχωρίστηκε λόγω της εκ του πρωτόδικου Δικαστηρίου απόρριψης της Προσφυγής στις 6.10.2023 για το λόγο της μη καταχώρησης αγόρευσης από πλευράς του, και συνεπώς, μη προώθησης της Προσφυγής.

 

Τα συναφή επίδικα γεγονότα έχουν ως εξής:

 

Στις 15.3.2022, ο Εφεσείων καταχώρησε την Προσφυγή κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει την αίτηση διεθνούς προστασίας αυτού.

 

Μετά από την καταχώρηση ένστασης από πλευράς της Εφεσίβλητης (πρωτόδικα, η Καθ'ης η αίτηση), το πρωτόδικο Δικαστήριο ενέκρινε στις 20.9.2022 αίτηση του Εφεσείοντα για τροποποίηση της Αίτησης ακύρωσης.  Κατά την ίδια ημερομηνία, δόθηκαν οδηγίες στους διάδικους για καταχώρηση αγορεύσεων, με πρώτη τη γραπτή αγόρευση του Εφεσείοντα η οποία (κατά το δικαστικό πρακτικό) έπρεπε να καταχωριστεί μέχρι την 4.11.2022[1] και υπόκειτο σε ρήτρα απόρριψης.  Ταυτόχρονα, η υπόθεση ορίστηκε για διευκρινίσεις στις 6.2.2023.

 

Στις 6.2.2023, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε αίτημα συνήγορου του Εφεσείοντα για παράταση του χρόνου καταχώρισης της γραπτής του αγόρευσης μέχρι την 28.2.2023 η οποία προθεσμία (κατά το δικαστικό πρακτικό) υπόκειτο και πάλι σε ρήτρα απόρριψης.  Κατά προέκταση, δόθηκε νέα ημερομηνία και για την καταχώρηση της γραπτής αγόρευσης της Εφεσίβλητης και η υπόθεση επαναορίστηκε για διευκρινίσεις στις 4.4.2023.

 

Προφανώς και πάλι λόγω μη ανταπόκρισης των συνήγορων του Εφεσείοντα στις οδηγίες του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στη δικάσιμο της 4.4.2023 (με παρόντα συνήγορο του Εφεσείοντα) το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε οδηγίες όπως η γραπτή του αγόρευση καταχωριστεί την επομένη (υπό ρήτρα απόρριψης, κατά το δικαστικό πρακτικό), δίνοντας κατά συνέπεια νέα προθεσμία για την καταχώρηση της γραπτής αγόρευσης της Εφεσίβλητης και επαναορίζοντας την υπόθεση για διευκρινίσεις στις 16.6.2023 (τελικώς, με οδηγίες του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι διευκρινίσεις διεξήχθηκαν στις 14.6.2024).

 

Κατά τις εν λόγω διευκρινίσεις, το πρωτόδικο Δικαστήριο (προφανώς, και πάλι λόγω της μη ανταπόκρισης των συνηγόρων του Εφεσείοντα στις πρότερες οδηγίες του) έδωσε (στην παρουσία συνήγορου του Εφεσείοντα) 10 μέρες παράταση (υποκείμενη -κατά το δικαστικό πρακτικό- σε ρήτρα απόρριψης) για την καταχώρηση της γραπτής του αγόρευσης και νέες προθεσμίες για τις λοιπές αγορεύσεις, ορίζοντας τις διευκρινίσεις στις 6.10.2023.

 

Κατά το δικαστικό πρακτικό για τη δικάσιμο της 6.10.2023 και ως αναφέρεται στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση, συνήγορος του Εφεσείοντα εμφανίστηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου επικαλούμενη φόρτο εργασίας και ζητώντας την άδεια να καταχωρίσει εντός της ημέρας γραπτή αγόρευση.  Όμως, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε απόρριψη της Προσφυγής λόγω μη προώθησής της (παρότι η Εφεσίβλητη δεν ενέστη στο αίτημα παράτασης του Εφεσείοντα).

 

Την 10.10.2023, ο Εφεσείων καταχώρησε αίτηση επαναφοράς, ζητώντας άδεια για καταχώρηση της γραπτής αγόρευσης η οποία επισυναπτόταν στη συναφή ένορκη δήλωση.  Στην ένορκη δήλωση (παράγραφος 8) αναγνωρίζεται ότι οι συνήγοροι του Εφεσείοντα δεν προειδοποίησαν (λόγω φόρτου εργασίας και πιεστικών συνθηκών) προ της τελευταίας δικασίμου της 6.10.2023 το πρωτόδικο Δικαστήριο για το ότι και πάλι θα χρειαζόταν να ζητήσουν (διήμερη) παράταση της προθεσμίας καταχώρησης της γραπτής του αγόρευσης.

 

Η ένορκη δήλωση (παράγραφος 9) επίσης καταλογίζει την προκύψασα καθυστέρηση (από πλευράς των συνήγορων του Εφεσείοντα) στο φόρτο εργασίας, στα αυστηρά και σύντομα χρονοδιαγράμματα τα οποία θέτει το πρωτόδικο Δικαστήριο με ρήτρες απόρριψης, στην υποστελέχωση του δικηγορικού γραφείου και στην γλωσσική δυσχέρεια επικοινωνίας των συνήγορων με τον (γαλλόφωνο) Εφεσείοντα.

 

Η ένορκη δήλωση τονίζει ότι η απόρριψη της αίτησης επαναφοράς θα συνεπάγεται την (σε βάρος του Εφεσείοντα) παράβαση τόσο της αρχής της μη επαναπροώθησης (παράγραφοι 12-14) όσο και της πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, τονίζοντας την αδικία του να τιμωρηθεί ο Εφεσείων εξ υπαιτιότητας του συνήγορού του (παράγραφος 15) όπως και το τάχιστο της καταχώρησης της αίτησης επαναφοράς (παράγραφος 16).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση επαναφοράς με το εξής σκεπτικό:

«14.          Υπό το φως των ανωτέρω κανονιστικών διατάξεων και της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου επισημαίνω τα εξής. Είναι αξιοσημείωτη η σπουδή με την οποία η συνήγορος του Αιτητή έσπευσε να καταχωρίσει την παρούσα αίτηση μετά την απόρριψη της προσφυγής του Αιτητή λόγω μη προώθησης. Πλην όμως, η συνεχής παράλειψη συμμόρφωσης με τις οδηγίες του Δικαστηρίου για καταχώριση της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή έπληξε τα θεμέλια της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας σε τέτοιο βαθμό ώστε η επίκληση απλώς φόρτου εργασίας ως λόγου μη καταχώρισης της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή,  να μην είναι ικανή να δικαιολογήσει την εν λόγω σοβαρή συνεχιζόμενη παράλειψη. Ανατρέχοντας στο ιστορικό της διαδικασίας, από τις 8.7.2022 που καταχωρίστηκε η Ένσταση της Δημοκρατίας και 20.9.2022, που εκδόθηκε το διάταγμα τροποποίησης του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας, μέχρι και τις 6.10.2023, ημερομηνία κατά την οποία η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις για τρίτη φορά, ο Αιτητής δεν είχε καταχωρίσει τη γραπτή του αγόρευση. Την ημέρα δε των διευκρινίσεων, για ακόμα μία φορά ο Αιτητής δε συμμορφώθηκε με τις οδηγίες του Δικαστηρίου, χωρίς μάλιστα να ενημερώσει προηγουμένως σχετικά το Δικαστήριο.

15.          Το γεγονός ότι η παρούσα διαδικασία αφορά σε αιτητή ασύλου δεν μπορεί να διαφοροποιήσει την κρίση του Δικαστηρίου εν προκειμένω. Το άρθρο 46 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 201 [sic] , σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (στο εξής: Οδηγία 2013/32/ΕΕ), το οποίο θεσπίζει το δικαίωμα σε πραγματική προσφυγή, ενσωματώνεται στην εσωτερική έννομη τάξη κυρίως με το Άρθρο 146 του Συντάγματος και το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως (Αρ. 2) του 2023, διατάξεις οι οποίες είναι άμεσα εφαρμοστέες εν προκειμένω και καλύπτονται από το τεκμήριο της ορθής εναρμόνισης [Βλ. Α.Ε. αρ. 156/2012, Μustafa Haghilo, 27.2.2018 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Το άρθρο 46 της Οδηγίας 2013/32, κατ' εφαρμογή της αρχής της δικονομικής αυτονομίας των κρατών-μελών, δεν προβλέπει συγκεκριμένες προθεσμίες άσκησης του εν λόγω ενδίκου μέσου ούτε και προθεσμίες για τη διαδικασία εξέτασης του εν λόγω ενδίκου μέσου. Το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, όπως σημειώθηκε στην Εύης Δρουσιώτης (βλ. ανωτέρω), κατοχυρώνεται στο Άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. και το Άρθρου [sic] 30 του Συντάγματος, ακόμα και όταν αφορά σε αιτούντες άσυλο, δεν είναι απεριόριστο, αρκεί οι περιορισμοί που τίθενται ως απόρροια της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών να είναι εύλογοι και να μην θίγουν την αποτελεσματικότητα του ενδίκου μέσου της προσφυγής (Βλ. Απόφαση του Δικαστηρίου της Ε.Ε., στη υπόθεση C-406/18, PG, ημερ. 19.3.2020, ECLI:EU:C:2020:216, σκέψεις 24 έως 37). Ειδικότερα, το δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να επανανοίξει μια υπόθεση εκεί όπου η συμπεριφορά του διαδίκου είναι τέτοια που πλήττει τα θεμέλια της δικαιοσύνης. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην παρούσα υπόθεση, ενώ ο Κανονισμός 6 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως τροποποιήθηκε, προβλέπει τριάντα (30) ημέρες για την καταχώριση γραπτής αγόρευσης του Αιτητή, δόθηκε από το Δικαστήριο έντεκα φορές περισσότερος χρόνος, επιδεικνύοντας τη μέγιστη ανοχή δεδομένου του αντικειμένου της διαδικασίας και των περιστάσεων της υπόθεσης.

 

16.          Στην παρούσα υπόθεση, δεν έχουν προβληθεί τέτοιοι ισχυρισμοί που να  δικαιολογούν την κατ' επανάληψη παράλειψη της συνηγόρου του Αιτητή να συμμορφωθεί με τις οδηγίες του Δικαστηρίου. Αντίθετα, η στάση του Αιτητή θίγει τη δικαστική διαδικασία και ισοδυναμεί  εν τοις πράγμασι με εγκατάλειψη της προσφυγής.».

 

Κατά τον πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγο έφεσης, οι οποίοι συμπλέκονται, εσφαλμένα, αναιτιολόγητα και σε παράβαση της νομολογίας το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση επαναφοράς, καθότι ουδέποτε ο Εφεσείων εκδήλωσε πρόθεση εγκατάλειψης της Προσφυγής του.  Tέτοια πρόθεση δεν στοιχειοθετείται άνευ ετέρου από την παράλειψη συμμόρφωσης με τις δικαστικές οδηγίες για καταχώρηση της γραπτής αγόρευσης.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε ότι οι συνήγοροι του Εφεσείοντα εμφανίστηκαν σε όλες τις δικάσιμους εξηγώντας την καθυστέρηση, όπως και την αμεσότητα  στην καταχώρηση της αίτησης επαναφοράς και το γεγονός ότι αυτή επισύναπτε πλέον το σχέδιο της γραπτής αγόρευσης.

 

Κατά τον τέταρτο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει -με βάση τους εφαρμοστέους δικονομικούς κανόνες- την εξουσία απόρριψης προσφυγής λόγω μη τήρησης προθεσμίας για την (εκ του αιτητή διεθνούς προστασίας) καταχώρηση γραπτής αγόρευσης, εκτός και εάν κριθεί ότι δεν προωθείται και προειδοποιηθεί ο διάδικος περί της πρόθεσης του Δικαστηρίου να απορρίψει.

 

Κατά τον πέμπτο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέβη την Αρχή της αναλογικότητας  χωρίς να εξισορροπήσει τα εμπλεκόμενα συμφέροντα που είναι, αφενός, η διασφάλιση της ταχείας απονομής της δικαιοσύνης και, αφετέρου, το δικαίωμα του Αιτητή σε άσυλο και η προστασία του από την επαναπροώθηση, αποστερώντας του έτσι την πρόσβαση στη Δικαιοσύνη και ενεργώντας κατά του συμφέροντος αυτής.

Κατά τη λογική τάξη πραγμάτων, θα εξετάσουμε πρώτα τον τέταρτο λόγο έφεσης ο οποίος αμφισβητεί την εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την Προσφυγή για τον λόγο που το έπραξε.

 

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 6(α) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 ως τροποποιήθηκαν (εφεξής «ο Διαδικαστικός Κανονισμός του 2019»), ο αιτητής/προσφεύγων θα καταχωρεί τη γραπτή του αγόρευση εντός 30 ημερών από την καταχώρηση της ένστασης των καθ'ων η αίτηση, υπό την αίρεση διαφορετικών οδηγιών του Δικαστηρίου.

 

Η διατύπωση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής υποχρεούται να συμμορφώνεται με την προθεσμία στην οποία υπόκειται για καταχώρηση της γραπτής αγόρευσής του (της τριακονταήμερης ή άλλης την οποία διατάσσει το πρωτόδικο Δικαστήριο).

 

Η προβλεπόμενη στον Κανονισμό 6(β) του Διαδικαστικού Κανονισμού του 2019 ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ορίσει την υπόθεση για ακρόαση, διατάσσοντας τους διάδικους να αγορεύσουν μόνο προφορικώς (αναλόγως της πολυπλοκότητας των εγειρόμενων στην προσφυγή νομικών και πραγματικών ζητημάτων), ουδόλως αναιρεί την υποχρέωση του αιτητή να καταχωρίσει την γραπτή του αγόρευση εντός της προθεσμίας που τον δεσμεύει, άπαξ και το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφασίσει την ενώπιόν του καταχώρηση γραπτών αγορεύσεων (και  να μην ασκήσει, συνεπώς, την ευχέρεια του Κανονισμού 6(β)).

 

Ομοίως, ούτε το γεγονός ότι ο Κανονισμός 3(γ) του Διαδικαστικού Κανονισμού του 2019 ρητά προβλέπει την απόρριψη (μη εμπροθέσμως επιδοθείσας) προσφυγής ως εγκαταλειφθείσας (εκτός αν άλλως ήθελε ορίσει το πρωτόδικο Δικαστήριο) σημαίνει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δύναται να απορρίψει προσφυγή ως εγκαταλειφθείσα ένεκα άλλης δικονομικής παράβασης από πλευράς του αιτητή/προσφεύγοντα.

 

Περαιτέρω, ο Κανονισμός 2 του Διαδικαστικού Κανονισμού του 2019 καθιστά (τηρουμένων των αναλογιών) εφαρμοστέο στην ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δίκη (εκτός αν το πρωτόδικο Δικαστήριο άλλως ορίσει) τον Διαδικαστικό Κανονισμό του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 (εφεξής «ο Διαδικαστικός Κανονισμός του 1962») και τους περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικούς Κανονισμούς (Αρ.1) του 2015 (εφεξής «ο Διαδικαστικός Κανονισμός του 2015»), με τις αναγκαίες τροποποιήσεις/προσθήκες τις οποίες αναφέρει ο ίδιος ο Διαδικαστικός Κανονισμός του 2019 και κατ' ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές.

 

Εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο εφαρμόζει τον Διαδικαστικό Κανονισμό του 1962 εκτός αν ο Διαδικαστικός Κανονισμός του 2019 έχει ειδική πρόνοια (που δεν έχει, εν προκειμένω), έχει την εξουσία που ανέκαθεν είχε -βάσει του ίδιου δικονομικού πλαισίου- το αναθεωρητικής δικαιοδοσίας Δικαστήριο να απορρίπτει προσφυγή ως εγκαταλειφθείσα, λόγω της εκπρόθεσμης καταχώρησης γραπτής αγόρευσης από πλευράς του προσφεύγοντα.

 

Συναφώς, υπομνύεται ότι ο Κανονισμός 18 του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962 καθιστά εφαρμοστέους (τηρουμένων των αναλογιών και εφόσον οι περιστάσεις το επιτρέπουν) τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας (εφεξής «οι Θεσμοί») που ίσχυαν κατά την ημερομηνία έκδοσης του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962 «εκτός εάν άλλως προβλέπεται εις τον παρόντα Κανονισμόν ή εκτός το Δικαστήριον ή Δικαστής άλλως ήθελεν ορίσει».

 

Η δε Διαταγή 26, Θ. 13(2) των Θεσμών επιτρέπει στο Δικαστήριο να απορρίψει την αγωγή ελλείψει προώθησης.

 

Στην Rousos v. Republic (1985) 3 CLR 119 (η οποία έτυχε αναφοράς στη μεταγενέστερη Σταυρινάκης ν. Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 40) κρίθηκε ότι, όταν προσφυγή απορρίπτεται ελλείψει προώθησης, τότε το ορθό δικονομικό διάβημα είναι η υποβολή αίτησης επαναφοράς στο πρωτόδικο Δικαστήριο και όχι η έφεση κατά της απορριπτικής δικαστικής απόφασης.

 

Στην Ελεύθερο Εργατικό Σωματείο Μεταφορών και Γεωργίας ΣΕΚ Λεμεσού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 4853,  η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάνθηκε τα εξής, σε σχέση τόσο με την δικαστική εξουσία απόρριψης προσφυγής λόγω μη προώθησης, ένεκα της μη εμπρόθεσμης καταχώρησης γραπτής αγόρευσης, όσο και με την αίτηση επαναφοράς:

 

«Το μονομελές Δικαστήριο, όπως είναι καθαρό από το πρακτικό που έχει προεκτεθεί, παρέτεινε το χρόνο καταχώρισης γραπτής αγόρευσης για δέκα μέρες και πρόσθεσε: "If they fail to file an address, the case will be dismissed as  abandoned".

Οι αιτητές παρέλειψαν να καταχωρίσουν τη γραπτή αγόρευσή τους και, ως εκ τούτου, η υπόθεση θεωρείται ότι εγκαταλείφθηκε. Αυτό είναι πλήρης παραίτηση από την προσφυγή, η οποία επίσημα καταγράφτηκε από το Δικαστήριο. Η παραίτηση αυτή και το πρακτικό του Δικαστηρίου τερματίζουν την ύπαρξη της προσφυγής.

Η προσφυγή, μετά τη λήξη της δεκαήμερης προθεσμίας που έταξε το δικαστήριο, έπαυσε να είναι ζώσα και η διαδικασία τερματίστηκε.  Η παράδοση, μετά τον τερματισμό της διαδικασίας, στο Πρωτοκολλητείο ενός εγγράφου τιτλοφορούμενου «Γραπτή Αγόρευση» καμία επιρροή δεν ασκεί στην υπόθεση.

Δικαστική πράξη για τον τερματισμό της προσφυγής είναι το πρακτικό που έχουμε παραθέσει.

Προσφυγή που εγκαταλείφθηκε ή απορρίφθηκε μπορεί να επαναφερθεί όπως η αστική αγωγή.

Οι περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί, τηρουμένων των αναλογιών, ισχύουν, εκτός εάν άλλωσπως προβλέπεται από ειδικούς κανονισμούς του Ανωτάτου Συνταγματικού ή του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Η προσέγγιση του Δικαστηρίου σε αίτημα για επαναφορά προσφυγής που απορρίφθηκε γιατί είχε εγκαταλειφθεί είναι σύμφωνη με τις αρχές που διέπουν την ακύρωση απόφασης που εκδίδεται σε αστικές υποθέσεις. Στην περίπτωση, όμως των προσφυγών, η προθεσμία υποβολής αίτησης για επαναφορά, που προβλέπεται από τους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς, δεν εφαρμόζεται. Η αίτηση για επαναφορά πρέπει να γίνεται μέσα σε εύλογα σύντομο χρόνο. Ο εύλογα σύντομος χρόνος κρίνεται από το δικαστήριο με βάση τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.».

 

Στην Σταυρινάκης ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου παρέπεμψε στην Υπόθεση Αρ. 540/2012 Matanes ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 30.11.2012 (στην οποία απορρίφθηκε αίτηση επαναφοράς παρά τη σύντομη καταχώρησή της μετά την απόρριψή της εκεί προσφυγής, λόγω αδιαφορίας στη δικαστική διαδικασία και εγκατάλειψη της Προσφυγής, ένεκα της μη καταχώρησης γραπτής αγόρευσης και μη εμφάνισης του συνηγόρου του προσφεύγοντα αιτητή ασύλου κατά τις διευκρινίσεις) για να σημειώσει ότι οι αιτήσεις επαναφοράς αντιμετωπίζονται πάντοτε με αυστηρότητα. 

 

Στην παράγραφο 29 του περιγράμματός του, ο Εφεσείων επικαλείται δικαστική πρακτική, κατά την οποία το Δικαστήριο προειδοποιεί τους διάδικους περί πρόθεσης απόρριψης λόγω μη προώθησης και ότι «Θα μπορούσε το πρωτόδικο Δικαστήριο να θέσει ρήτρα απόρριψης σε κάποιο στάδιο λόγω της καθυστέρησης καταχώρησης της γραπτής αγόρευσης ή έστω να προειδοποιήση [sic] για πιθανότητα απόρριψης σε περίπτωση έγκαιρης καταχώρησης της γραπτής αγόρευσης εκ μέρους του Εφεσείοντα/Αιτητή.».

 

Ως προς τούτο, εγκύπτοντας στα δικαστικά πρακτικά, τα οποία συνιστούν το μόνο αυθεντικό οδηγό ως προς τη διεξαγωγή της δικαστικής διαδικασίας (Πολιτική Έφεση Αρ. 315/2014 Ερωτοκρίτου (υπό την ιδιότητα της ως διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντος Ι.  Ερωτοκρίτου) ν. Κιτρομηλίδη (υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος Χ. Κιτρομηλίδη) κ.ά., απόφαση ημερ. 30.10.2024) και τα οποία δεν δύνανται να αμφισβητηθούν ενώπιον του Εφετείου ως προς την ορθότητά τους (Πολιτική Έφεση Αρ. 188/2010 Μαυρουδής ν. GLOBAL CONSOLIDATED RESOURCES LTD απόφαση ημερ. 4.6.2015), παρατηρούμε τα εξής:

 

Σύμφωνα με το πρακτικό για τη δικάσιμο της 6.10.2023,  η συνήγορος του Εφεσείοντα ήταν παρούσα, οπότε είχε την  ευκαιρία να ακουστεί πριν το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίψει την Προσφυγή και -κατά την εφεσιβαλλόμενη απόφαση- όντως ακούστηκε αφού ζήτησε για μια φορά ακόμα παράταση της προθεσμίας, χωρίς να προειδοποιήσει εκ των προτέρων το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι και πάλι δεν θα ήταν έτοιμη.  Ο Εφεσείων προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο οφείλει -βάσει δικαστικής πρακτικής- να προειδοποιεί τους συνήγορους περί της πρόθεσής του να απορρίψει προσφυγή, χωρίς όμως να διευκρινίζει ποιος δικονομικός κανόνας ή νομολογία συνιστά τη βάση τέτοιας πρακτικής. Πέραν τούτου, παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έπραξε κατ' επανάληψη το ελάχιστο το οποίο ο Εφεσείων προτείνει στο περίγραμμμά του, δηλαδή (κατά τα δικαστικά πρακτικά) όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο όριζε προθεσμία για την καταχώρηση γραπτής αγόρευσης από πλευράς του Εφεσείοντα, αυτή η προθεσμία συνοδευόταν πάντοτε από ρήτρα απόρριψης.

 

Εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε στον Εφεσείοντα οδηγίες για εμπρόθεσμη καταχώρηση της γραπτής αγόρευσής του υπό ρήτρα απόρριψης (και δη κατ' επανάληψη) και οι οδηγίες δεν ακολουθήθηκαν, η Ελεύθερο Εργατικό Σωματείο Μεταφορών και Γεωργίας ΣΕΚ Λεμεσού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) δεικνύει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε την εξουσία να θεωρήσει άνευ ετέρου την Προσφυγή ως εγκαταλειφθείσα και είχε εξουσία να την απορρίψει για αυτό τον λόγο.

 

Όσον αφορά την εξέταση της αίτησης επαναφοράς, συνυπολογίζεται ο χρόνος καταχώρησής της και, εν προκειμένω, η επίδικη αίτηση επαναφοράς καταχωρίστηκε στις 10.10.2023, μόλις 4 ημέρες μετά από την απόρριψη της Προσφυγής στις 6.10.2023, δηλαδή με σπουδή όπως ρητά αναγνωρίζεται στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση (παράγραφος 14).

Πλην όμως, συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το έγκαιρο της καταχώρησης της αίτησης επαναφοράς δεν είναι ο μόνος παράγοντας ο οποίος λαμβάνεται υπόψη κατά την επιδίκασή της, ώστε να δύναται να λεχθεί ότι έγκαιρη αίτηση επαναφοράς εγκρίνεται άνευ ετέρου.

 

Σημαντικός, κατά τη γνώμη μας, παράγοντας (ως δεικνύει και η Matanes ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω) είναι και η όλη στάση του προσφεύγοντα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, μέσω των συνηγόρων του οι οποίοι τον αντιπροσωπεύουν και εκφράζουν (με συνέπεια και να τον δεσμεύουν: Πολιτική Έφεση Αρ. 284/2014 Παπαντωνίου ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (πρώην Cyprus Popular Bank Public Co Ltd και Marfin Popular Bank Public Co. Ltd, απόφαση ημερ. 16.1.2023· Πολιτική Έφεση Αρ. 353/2018 Τ & Μ Οικονόμου & Υιός Λτδ κ.ά. ν. Scy Sac Limited, απόφαση ημερ. 28.3.2024).

 

Καταρχήν, αφού η δίκη εκκινείται από τον ίδιο τον προσφεύγοντα διά καταχώρησης της προσφυγής του, έχει το πλεονέκτημα να γνωρίζει εκ των προτέρων τους λόγους ακύρωσης τους οποίους προωθεί και συνεπώς υπέχει την υποχρέωση να προωθεί την υπόθεσή του με την δέουσα επιμέλεια, ώστε να τυγχάνουν σεβασμού τόσο τα δικονομικά δικαιώματα των λοιπών διαδίκων ως προς την υπέρ τους έγκαιρη απονομή της Δικαιοσύνης όσο και ο πολύτιμος δικαστικός χρόνος ο οποίος εξ ορισμού δεν είναι αποκλειστικά αφιερωμένος στη συγκεκριμένη προσφυγή.

 

Όσον αφορά ιδιαίτερα το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο Διαδικαστικός Κανονισμός του 2019 θέτει ως κανόνα την καταχώρηση της αγόρευσης του αιτητή/προσφεύγοντα εντός 30 ημερών από την καταχώρηση της ένστασης της καθ' ης η αίτηση.

 

Aφού ο δικονομικός νομοθέτης όρισε την τριακονταήμερη προθεσμία ως κανόνα, αυτή αναμένεται κανονικώς να θεωρείται επαρκής και να τηρείται, όπερ εμμέσως πλην σαφώς σημαίνει ότι ο συνήγορος του προσφεύγοντα δεν μπορεί να παραβαίνει αυτή την προθεσμία απλά επικαλούμενος φόρτο εργασίας.

 

Συνάγεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα εδύνατο να δώσει μόνο προθεσμία 30 ημερών στους συνήγορους του Εφεσείοντα για την καταχώρηση γραπτής αγόρευσης.

 

Αντ' αυτού, το πρωτόδικο Δικαστήριο χορήγησε προθεσμία από τις 20.9.2022 και ανέμενε τους συνήγορους του Εφεσείοντα να την τηρήσουν μέχρι την 6.10.2023, παρατείνοντας την προθεσμία 3 φορές και προεκτείνοντάς την πέραν του έτους, με αποτέλεσμα να του χορηγηθεί πολλαπλάσιος χρόνος από την κανονική προθεσμία.

 

Παράλληλα, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγκάστηκε να μεταβάλει το πρόγραμμά του, μεταθέτοντας τη δικάσιμο των διευκρινίσεων τρεις φορές, προς όφελος του Εφεσείοντα.

 

Μάλιστα δε, στην τελευταία δικάσιμο της 6.10.2023, οι συνήγοροι του Εφεσείοντα επέδειξαν και πάλι ανετοιμότητα, χωρίς καν να ενημερώσουν εκ των προτέρων το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Με όλο το σεβασμό προς τους συνήγορους του Εφεσείοντα, μια τέτοια στάση δεν δικαιολογείται κατ' επίκληση φόρτου εργασίας και άνευ ετέρου.

 

Μήτε συμφωνούμε με τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ευθύνεται καθ' οιονδήποτε τρόπο επειδή έδινε οδηγίες για την καταχώρηση των γραπτών αγορεύσεων όλων των διαδίκων, ορίζοντας ταυτόχρονα τη δικάσιμο των διευκρινίσεων.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει εξουσία να δίνει τέτοιες σωρευτικές οδηγίες, βασιζόμενο στην αναντίλεκτη υποχρέωση των διάδικων να τηρούν τις οδηγίες του (Πολιτική Έφεση Αρ. Ε205/2017, Al Nwili v. Maremonte Investments Ltd, απόφαση ημερ. 9.1.2024) εκτός αν το πείσουν εκ των υστέρων να τις μεταβάλει.

 

Οδηγίες που -όπως υποδείχθηκε- τελούσαν πάντοτε υπό ρήτρα απόρριψης της τυχόν εκπρόθεσμα καταχωρημένης αγόρευσης από πλευράς του Εφεσείοντα.

Πέραν αυτού, τα αιτήματα των συνήγορων του Εφεσείοντα για παράταση της προθεσμίας καταχώρησης γραπτής αγόρευσης αλλά και αυτή καθ' αυτή η επίδικη αίτηση επαναφοράς συνεπάγονταν τον επαναορισμό των διευκρινίσεων, οπότε θεωρούμε ότι είναι διαφωτιστική η νομολογία ως προς την απόρριψη αίτησης για αναβολή ακρόασης.

 

Κατά τη νομολογία, το Άρθρο 30 του Συντάγματος, το οποίο διασφαλίζει το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη, δεν εγγυάται στον διάδικο δικαίωμα συνεχών αναβολών (Δημητριάδου ν. Κυπριανίδη (2014) 1 Α.Α.Δ. 883· Πολιτική Έφεση Αρ. Ε205/2017 Al Nwili ν. Maremonte Investments Ltd, ανωτέρω).

 

Κατά κανόνα, οι αναβολές ακροάσεων είναι ανεπιθύμητες και πρέπει κατά το δυνατό να αποφεύγονται, αφού οι καθυστερήσεις θέτουν σε κίνδυνο το σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης και πλήττουν την αποτελεσματικότητά της (Πολιτική Έφεση Αρ. Ε98/2014, Mazur ν. Jacob, απόφαση ημερ. 16.7.2019· Πολιτική Έφεση Αρ. 398/2014 Zelmanov ν. Kώστα, απόφαση ημερ. 24.6.2022), δεδομένου ότι οι Δικαστές ασκούν δημόσιο καθήκον έναντι ολόκληρης της κοινωνίας (Πολιτική Έφεση Αρ. Ε87/2013 Παπακοκκίνου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 20.12.2023).

 

 

Στην πρόσφατη Πολιτική Έφεση Αρ. 45/2016 Thomas Kyriacou & Co (LAND PROPERTY DEVELOPERS LTD) v. Delvin a.o., απόφαση ημερ. 2.12.2024, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέφρασε τα εξής:

 

«Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του                Δικαστηρίου για αναβολή ακρόασης είναι καλά εδραιωμένες και από     μακρού χρόνου αποκρυσταλλωμένες από τη νομολογία του Ανωτάτου                      Δικαστηρίου.

 

 

Η απόφαση για αναβολή ακρόασης εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος την υπόθεση Δικαστηρίου, η οποία ασκείται δικαστικά στη βάση των δεδομένων της κάθε υπόθεσης σε συνάρτηση πάντοτε με τους λόγους επί των οποίων το αίτημα εδράζεται.  Το αίτημα αναβολής θα      πρέπει να εξετάζεται μέσα στο πλαίσιο αφενός του δικαιώματος του          διαδίκου να ακουσθεί και της συνταγματικής επιταγής για τη συμπλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας καλείται να εξισορροπήσει τα εκατέρωθεν δικαιώματα των διαδίκων και της απόδοσης δικαιοσύνης σε εύλογο χρόνο. Προεξάρχον κριτήριο στην άσκηση της περί ου ο λόγος διακριτικής ευχέρειας, αποτελεί η αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης. Οι παράμετροι του κατ' έφεση δικαστικού ελέγχου της διακριτικής ευχέρειας όσον αφορά το θέμα της αναβολής έχουν, και       αυτοί, σαφώς καθορισθεί στη νομολογία. Δεν αναθεωρείται, εκτός όπου διαπιστώνεται πως ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχει ο νόμος, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς       παράγοντες, ή οδηγεί σε πασιφανή αδικία εις βάρος του διάδικου[1].          Επίσης το Εφετείο δεν επεμβαίνει έστω και αν το ίδιο θα μπορούσε        πρωτόδικα να είχε ενεργήσει διαφορετικά.

 

    [.]

Θα ήταν άτοπο, και βεβαίως ανεπίτρεπτο, να θεωρείται ότι διάδικοι και    μάρτυρες μπορούν να ρυθμίζουν τη διαδικασία του Δικαστηρίου ανάλογα με το δικό τους πρόγραμμα. Τα Δικαστήρια δεν αναβάλλουν τις υποθέσεις για να διευκολύνουν τους δικηγόρους. Δεν πρέπει, δε, να λησμονείται ότι η  ακρόαση των δικαστικών υποθέσεων κατά τον ορισθέντα χρόνο             συναρτάται άμεσα με την εύρυθμη απονομή της δικαιοσύνης, παράγοντας μείζονος  σημασίας για την εκπλήρωση της δικαστικής αποστολής.

 [.]

Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω δεν διαπιστώνουμε ότι υπήρξε, εν      προκειμένω, εσφαλμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας, αλλά ούτε και διαφωνούμε με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Όπως έχει      τονισθεί στην υπόθεση Τσουλόφτας v. Μιχαήλ (Αρ.2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 228, «Η εσφαλμένη εντύπωση ότι οποιοσδήποτε διάδικος μπορεί να θεωρεί ως δεδομένο ότι τα Δικαστήρια είναι υπόχρεα να αναβάλουν την υπόθεση του για να ικανοποιούνται οι προσωπικές του διευθετήσεις και επιθυμίες, πρέπει να εξαληφθεί. Η ταχεία απονομή της δικαιοσύνης και ο έλεγχος των                  διαδικασιών για πραγμάτωση του στόχου αυτού, είναι στην τελευταία              ανάλυση ευθύνη των Δικαστηρίων και η διακριτική εξουσία τους πρέπει να      ασκείται με στόχο τη διατήρηση μιας ισορροπίας μεταξύ του                      καθιερωμένου δικαιώματος της εκδίκασης υποθέσεων εντός ευλόγου            χρονικού διαστήματος και του δικαιώματος ενός διαδίκου να ακουστεί.» ».

 

 

 

 

 

Ως προς την ενώπιόν μας επίδικη αίτηση επαναφοράς, αυτή                        απορρίφθηκε διότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η συνεχής          παράλειψη συμμόρφωσης με τις δικαστικές οδηγίες έπληξε τα                  θεμέλια της δικαστικής διαδικασίας, ισοδυναμώντας εν τοις  πράγμασι με εγκατάλειψη της Προσφυγής (παράγραφοι 14 και 16 εφεσιβαλλόμενης     απόφασης).

 

 

Συναφής προς την πρωτόδικη κρίση είναι η νομολογία κατά την  οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο δύναται να αρνηθεί να επανανοίξει υπόθεση, εάν η συμπεριφορά διάδικου πλήττει τα θεμέλια απονομής της δικαιοσύνης λόγω (μεταξύ άλλων) εμφανούς καταφρόνησης της δικαστικής                  διαδικασίας (Ψαράς ν. Γιάγκου (2015) 1 Α.Α.Δ.1103).

 

 

Στη βάση της άνωθεν νομολογίας, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εδύνατο να μην επιτρέψει την καταχώρηση γραπτής αγόρευσης από      πλευράς του Εφεσείοντα,  υπό το φως του χειρισμού της υπόθεσης του Εφεσείοντα από τους συνήγορούς του ενώπιον του πρωτόδικου                    Δικαστηρίου.

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε περισσότερο από επαρκή χρόνο στους συνήγορους του Εφεσείοντα να καταχωρήσουν γραπτή αγόρευση αλλά δεν το έπραξαν, ούτε και  κατά την τελευταία δικάσιμο της 6.10.2023 για διευκρινίσεις την είχαν έτοιμη προς  καταχώριση ή δήλωσαν ετοιμότητα  να  αγορεύσουν τουλάχιστον προφορικά.

 

 

Βεβαίως, δεν μπορεί να αγνοηθεί η ειδική δικαιοδοσία την οποία το      πρωτόδικο Δικαστήριο ασκεί.  Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο ασκεί επί της προσβαλλόμενης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου έλεγχο ορθότητας/ουσίας βάσει του Άρθρου 11(3) και (4) των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου         Διεθνούς Προστασίας Νόμων, το οποίο Άρθρο ενσωματώνει (μεταξύ     άλλων) το Άρθρο 46.3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του              καθεστώτος διεθνούς προστασίας (εφεξής «η Οδηγία 2013/32/ΕΕ»).

 

 

Ως δεικνύει η τρίτη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, η εν λόγω Οδηγία συνιστά εφαρμοστικό μέτρο της Αρχής της μη επαναπροώθησης, προβλέποντας ένδικη προστασία διά της          παραγράφου 3 του Άρθρου 46,  κατά την οποία  παράγραφο το αρμόδιο εθνικό Δικαστήριο (εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο) εξετάζει    πλήρως και ex nunc το σύνολο των πραγματικών και νομικών ζητημάτων, προβαίνοντας σε εξαντλητική εξέταση, τόσο ως προς την ανάγκη παροχής διεθνούς  προστασίας όσο και ως προς τις διαδικαστικές πτυχές τέτοιας αίτησης (απόφαση Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης -εφεξής «το ΔΕΕ»- ημερ. 4.10.2024 στην Υπόθεση C-406/22 CV, σκέψεις 85-90).

 

 

Παράλληλα, η παράγραφος 11 του ως άνω Άρθρου 46 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν, στην εθνική νομοθεσία τους, όρους σύμφωνα με τους οποίους να μπορεί να τεκμαίρεται  ότι ο αιτητής           διεθνούς προστασίας (και προσφεύγων ενώπιον του αρμόδιου εθνικού      Δικαστηρίου) ανακάλεσε σιωπηρά ή παραιτήθηκε από την προσφυγή του καθώς και τους κανόνες για τη διαδικασία που ακολουθείται σε αυτές τις                    περιπτώσεις.

 

 

Όπως κάθε διάταξη του παράγωγου δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η παράγραφος 11 του ως άνω Άρθρου 46 καλύπτεται από τεκμήριο          νομιμότητας και κατά προέκταση καλύπτεται και από τεκμήριο             συμβατότητας με τα -αυξημένης ισχύος- Άρθρα 4 και 18 (που               διασφαλίζουν την Αρχή της μη επαναπροώθησης) και το Άρθρο 47 (που διασφαλίζει την πρόσβαση στη Δικαιοσύνη) του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ο οποίος έχει, βάσει του       Άρθρου 6.1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και το Άρθρο 78 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (που     διασφαλίζει την Aρχή της μη επαναπροώθησης και συνιστά εξουσιοδοτικό Άρθρο για την έκδοση της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ).

 

 

Ενόψει των ανωτέρω, το Άρθρο 46.11 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ             επιτρέπει την εφαρμογή των προαναφερόμενων ημεδαπών δικονομικών διατάξεων (ως ερμηνεύονται νομολογιακά) προς απόρριψη προσφυγής λόγω μη προώθησης.

 

 

Σημειώνεται ότι η εκτέλεση απόφασης (της Υπηρεσίας Ασύλου, εν          προκειμένω) για απόρριψη αίτησης διεθνούς προστασίας δεν έχει             αφ' εαυτής ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση του αιτητή από τη                Δημοκρατία και είναι έτσι καταρχήν συμβατή με την Αρχή της μη              επαναπροώθησης και το προρρηθέν Άρθρο 47 του Χάρτη των              Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (απόφαση ΔΕΕ ημερ. 19.6.2018 στην Υπόθεση C-181/16 Gnandi, σκέψη 55), αφού η απομάκρυνσή του υλοποιείται με μεταγενέστερη διοικητική πράξη, ήτοι το διάταγμα απέλασης/απόφασης επιστροφής.  Θεωρούμε ότι                 κατ' αναλογία το ίδιο ισχύει και για τη δικαστική απόφαση με την οποία απορρίπτεται δικαστική προσφυγή του αιτητή διεθνούς προστασίας ή/και η υπ' αυτού υποβληθείσα αίτηση επαναφοράς.

 

 

Ενόψει των ανωτέρω, κρίνουμε ότι -κατά την απόρριψη της Προσφυγής και της αίτησης επαναφοράς- το πρωτόδικο Δικαστήριο κινήθηκε εντός του εύρους των εξουσιών του, χωρίς να εντοπίζουμε περιθώριο                  παρέμβασής μας.

 

 

Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:

 

Αποτυγχάνει η έφεση άνευ διαταγής για έξοδα.

 

 

                                                         Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. 

 

                                                        Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                        Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 



[1] Προφανώς εκ παραδρομής, η εφεσιβαλλόμενη απόφαση αναφέρει την 4.12.2022 ως ημερομηνία καταχώρησης.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο