ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 143/2023)
28 Ιανουαρίου, 2025
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
IFEANYI CHUKWU GERRARD AGUOHA
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ
Εφεσίβλητης.
--------------------
E. Θεμιστοκλέους (κα), για Δ. Α. ΠΑΥΛΙΔΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.ΕΠ.Ε., για Εφεσείοντα.
Φ. Χριστοφίδης, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.: O Eφεσείων (Νιγηριανής καταγωγής) υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, υποβαλλόμενος σε συνέντευξη από την Υπηρεσία Ασύλου στο πλαίσιο εξέτασής της. Εν συνεχεία, η αίτηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε στη βάση ενδοϋπηρεσιακής έκθεσης και συναφούς εισήγησης, η δε απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου κοινοποιήθηκε στον Εφεσείοντα.
Συγκεκριμένα, η Υπηρεσία Ασύλου έκρινε τον Εφεσείοντα αναξιόπιστο σε σχέση με τον ισχυρισμό του ότι υπείχε φόβο δίωξης από τις νιγηριανές αρχές όσο και από τον πατριό του, λόγω της δολοφονίας του ετεροθαλούς αδελφού την οποία ο Εφεσείων διέπραξε.
Επίσης, η Υπηρεσία Ασύλου έκρινε ότι η επιστροφή του Εφεσείοντα στη Νιγηρία θα ήταν ασφαλής, καθότι δεν παρατηρείτο υψηλής έντασης αδιάκριτη βία στους τόπους συνήθους διαμονής του.
Ο Εφεσείων προσέβαλε την απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου διά της Προσφυγής Αρ. 7297/2022, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε διά της εφεσιβαλλόμενης απόφασής του ημερ. 27.10.2023, με το ακόλουθο σκεπτικό:
Πρώτον, η Υπηρεσία Ασύλου χορήγησε στον Εφεσείοντα τις εκ των περί Προσφύγων Νόμων διαδικαστικές εγγυήσεις (περιλαμβανομένων αυτών που προβλέπονται στα Άρθρα 13Α και 18), κατά τρόπο που του επέτρεψε να προβάλει τις θέσεις του στο πλαίσιο της συνέντευξης προς υποστήριξη της αίτησης διεθνούς προστασίας αυτού.
Δεύτερον, η προσβαλλόμενη απορριπτική απόφαση ήταν προϊόν επαρκούς έρευνας και δεόντως αιτιολογημένη, επισημαίνοντας ότι ο Εφεσείων δεν παρουσίασε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου πρόσθετα στοιχεία ή μαρτυρία ώστε να θεραπεύσει τις αντιφάσεις και ελλείψεις βάσει των οποίων κρίθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου ως αναξιόπιστος και για τις οποίες είχε ενημερωθεί.
Στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του για έλεγχο ορθότητας/ουσίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο όχι μόνο υιοθέτησε τη διοικητική κρίση, αλλά και επεσήμανε ότι υπήρχε και πρόσθετος λόγος για απόρριψη του ισχυρισμού του Εφεσείοντα περί δίωξής του από τις νιγηριανές αρχές.
Συγκεκριμένα, πέραν του ότι η εμπλοκή των νιγηριανών αρχών θα συνιστούσε νόμιμη διερεύνηση αξιόποινης πράξης (της δολοφονίας) η οποία διαπράχθηκε από τον Εφεσείοντα, δεν υφίστατο εκκρεμούσα ποινική διαδικασία εναντίον του, καθότι η οικογένειά του δολοφονηθέντος απέσυρε τις κατηγορίες εναντίον του με αποτέλεσμα οι νιγηριανές αρχές να μην τον καταζητούν πλέον.
Τέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο διερεύνησε τη γενική κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή τελευταίας διαμονής του Εφεσείοντα και διαπίστωσε ότι δεν συντρέχει κίνδυνος που να ανατρέπει το τεκμήριο ασφαλούς χώρας το οποίο θεσμοθετήθηκε από το περί ασφαλών χωρών καταγωγής διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών (η κανονιστική διοικητική πράξη 166/2023) το οποίο εκδόθηκε δυνάμει του Άρθρου 13Βτρις των περί Προσφύγων Νόμων.
Με τον ένα και μόνο λόγο έφεσής του, ο Εφεσείων προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν του χορήγησε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας καθότι παρατηρούνται περιστατικά ασφαλείας και η ζωή του βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο, βάσει των γεγονότων που εξιστόρησε κατά την προσωπική του συνέντευξη.
Ο λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους:
Ο Εφεσείων, καταρχάς, επικαλείται την συμπληρωματική προστασία στη βάση του Άρθρου 19(2)(γ) των περί Προσφύγων Νόμων το οποίο ομιλεί -σε συνδυασμό με το Άρθρο 19(1) των ίδιων Νόμων- για πραγματικό κίνδυνο σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερική ένοπλης σύρραξης.
Δεδομένου ότι-
(α) το Εφετείο δεν διενεργεί έλεγχο ορθότητας/ουσίας όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο και, συνεπώς, δεν υποκαθιστά την κρίση της Υπηρεσίας Ασύλου ή του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τη δική του (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 64/2023 Ο.Ε. ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 18.7.2024) και
(β) δεν τίθεται εν αμφιβόλω η πρωτόδικη κρίση με ισχυρισμούς που παρατίθενται άνευ ετέρου στο περίγραμμα του Εφεσείοντα (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 47/2021 Miah ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 25.9.2024), δεν εντοπίζουμε περιθώριο παρέμβασής μας προς ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης σε σχέση με το προρρηθέν Άρθρο 19(2)(γ).
Τέτοια παρέμβαση θα ενδείκνυτο μόνο αν ο Εφεσείων απεδείκνυε πιθανότητα ουσιώδους πλάνης από πλευράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 3/2022 Jallow ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 30.9.2024) και αυτό δεν επιτυγχάνεται εν προκειμένω.
Συγκεκριμένα, ο Εφεσείων δεν έπεισε για το ότι ισχύουν στην περίπτωσή του όλες οι σωρευτικές προϋποθέσεις εφαρμογής του Άρθρου 19(2)(γ) των περί Προσφύγων Νόμων, ιδίως ενόψει του (μαχητού) τεκμηρίου ασφαλούς χώρας καταγωγής το οποίο θεσμοθετεί για τη Νιγηρία η κανονιστική διοικητική πράξη 166/2023.
Η εκ του Εφεσείοντα επίκληση έκθεσης για τη Νιγηρία του 2019 (παλαιότερης δηλαδή της κανονιστικής διοικητικής πράξης 166/2023) ή η υπ' αυτού παράθεση ατεκμηρίωτων ισχυρισμών για την κατάσταση στη Νιγηρία δεν βοηθούν την υπόθεσή του.
Όσον αφορά το Άρθρο 19(2)(β) των περί Προσφύγων Νόμων, το οποίο ο Εφεσείων επίσης επικαλείται, αυτό αναγνωρίζει ως σοβαρή βλάβη (για την οποία το Άρθρο 19(1) των περί Προσφύγων Νόμων προβλέπει την αναγνώριση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, σε περίπτωση αντιμετώπισης πραγματικού κινδύνου τέτοιας βλάβης) τα βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή διεθνούς προστασίας στη χώρα καταγωγής του.
Ο αυτουργός της επιλήψιμης συμπεριφοράς η οποία αναφέρεται στο άνωθεν Άρθρο 19(2)(β) μπορεί να είναι οι κρατικές αρχές ή/και ιδιώτες, περιλαμβανομένης της οικογένειας/κοινότητας του αιτητή διεθνούς προστασίας (απόφαση ημερ. 16.1.2024 του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Υπόθεση C-621/21 WS, σκέψεις 75-76).
Ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ότι η απειλή κατά της ζωής εμπίπτει, όχι μόνο στο πεδίο εφαρμογής των παραγράφων (α) και (γ) του Άρθρου 19(2) των περί Προσφύγων Νόμων αλλά και της παραγράφου (β) του ιδίου Άρθρου, παρατηρούμε ότι ο Εφεσείων επικαλείται συναφώς ότι κινδυνεύει να δολοφονηθεί από τον πατριό του (ως αντίποινα για την δολοφονία την οποία ο ίδιος διέπραξε) αν επιστρέψει στη Νιγηρία.
Πλην όμως, η εξιστόρησή του ως προς τούτο κρίθηκε αναξιόπιστη δις (πρώτα από την Υπηρεσία Ασύλου και εν συνεχεία από το πρωτόδικο Δικαστήριο) χωρίς -ως προαναφέρθηκε- να χωρεί εφετειακή παρέμβαση στην απουσία πιθανότητας ουσιώδης πλάνης, που δεν στοιχειοθετείται απλά και μόνο επειδή ο Εφεσείων εμμένει σ' αυτή του την εξιστόρηση στο πλαίσιο του περιγράμματός του.
Επιπροσθέτως, κρίνουμε εύλογη την πρωτόδικη κρίση περί του ότι, αν ο Εφεσείων επιστρέψει στην Abuja (τόπο τελευταίας διαμονής του), είναι απίθανο ο πατριός του να τον εντοπίσει σε πληθυσμό 4 περίπου εκατομμυρίων. Συν τοις άλλοις, ο Εφεσείων δεν τεκμηρίωσε γιατί θα ήταν αναποτελεσματική η καταφυγή του στις νιγηριανές αρχές προς προστασία του από τέτοιο ενδεχόμενο κίνδυνο.
Τέλος, παρατηρούμε ότι -ενώ ο Εφεσείων δήλωσε στη συνέντευξή του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου ότι φοβάται πως οι νιγηριανές αρχές θα τον καταδικάσουν σε θάνατο για τον φόνο τον οποίο διέπραξε (Ερυθρά 16 και 20 οικείου διοικητικού φακέλου)- δεν επικαλείται στο ενώπιόν μας περίγραμμά του το συναφές Άρθρο 19(2)(α) των περί Προσφύγων Νόμων (το οποίο κατηγοριοποιεί, ως σοβαρή βλάβη, τη θανατική ποινή ή εκτέλεση) και δηλώνει πως οι κατηγορίες εναντίον του αποσύρθηκαν και δεν έχει εκδοθεί ένταλμα σύλληψης.
Ενόψει των ανωτέρω, κρίνουμε ότι δεν στοιχειοθετείται η επίκληση του Άρθρου 19(2)(β) ούτε όσον αφορά την στάση των νιγηριανών αρχών έναντι του Εφεσείοντα,
Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:
Η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζεται το ποσό των 2000 ευρώ, ως κατ' έφεση έξοδα, υπέρ της Εφεσίβλητης και κατά του Εφεσείοντα.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.