ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


 

ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 141/2023)

 

28 Ιανουαρίου, 2025

 

              [ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

JOHN MBI EBOT

                                                                                Εφεσείων,                                      

                                                                  v.

 

               ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

 

                                                                                                                   Εφεσίβλητης.

 

--------------------

Χ. Κανέλα (κα), για ΑΝΔΡΕΟΥ & ΠΟΣΝΑΚΙΔΗΣ Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα.

Α. Αναστασιάδη (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.

--------------------

 

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την υποφαινόμενη.

-----------------------------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ημερομηνίας 26/10/2023 στην Προσφυγή Αρ. 1170/2023, με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 17/03/2023, η οποία απέρριψε την αίτηση του Εφεσείοντα για διεθνή προστασία.

 

Τα πραγματικά γεγονότα της περίπτωσης είναι σε συντομία τα ακόλουθα:

 

Ο Εφεσείων κατάγεται από το Καμερούν και στις 28/05/2021 υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας.  Μετά το πέρας της συνέντευξης που πραγματοποιήθηκε στις 15/03/2021, η αίτησή του απερρίφθη στις 31/03/2023, ημερομηνία κατά την οποία ο Εφεσείων ενημερώθηκε σχετικά.  Ο Εφεσείων στη συνέχεια προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, το οποίο επικύρωσε την πιο πάνω απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

 

 

Η πρωτόδικη Απόφαση βάλλεται με τρεις Λόγους Έφεσης.

 

Ισχυρίζεται ο Εφεσείων, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «λανθασμένα και αυθαίρετα δεν εξέτασε ουσιαστικά, κατά πόσο υπήρξε παράβαση από τους λόγους προσφυγής για έλλειψη επαρκούς και/ή δέουσας έρευνας ή/και αιτιολόγησης αναφορικά με την αξιολόγηση της περίπτωσης του Αιτητή, από τους Καθ'ων η Αίτηση».  Το εσφαλμένο της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, «ότι οι Καθ'ων η Αίτηση δεν τελούσαν υπό πλάνη περί τα πράγματα κατά την ώρα εξέτασης της αίτησης του Εφεσείοντος καθώς και την απόρριψη της αίτησης του ως πρόσφυγας Διεθνούς Προστασίας» αποτελεί το αντικείμενο του Λόγου Έφεσης Αρ.2.  Με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 3 προβάλλει ο Εφεσείων, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι «ήτο οικονομικός μετανάστης και ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας».

 

Επιχειρηματολογώντας ο Εφεσείων για την ορθότητα των θέσεών του σε σχέση με τους προαναφερθέντες Λόγους Έφεσης, οι οποίοι λόγω της συνάφειάς τους θα τύχουν κοινής εξέτασης, υπέδειξε τα ακόλουθα:

 

Ότι παραβιάστηκαν οι διαδικασίες εξέτασης αιτήσεων ασύλου, ότι δεν εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο αν η Εφεσίβλητη παραβίασε τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ σε σχέση με τον πραγματικό κίνδυνο παραβίασης των δικαιωμάτων του, ότι δεν έγινε σε εξατομικευμένη βάση η αξιολόγηση των πραγματικών γεγονότων και περιστατικών σύμφωνα με το Άρθρο 4 της Οδηγίας 2004/83/ΕΚ και της Οδηγίας 2005/85/ΕΚ και γενικά ότι ενώ ο Εφεσείων είχε προβάλει ισχυρισμούς που αφορούσαν το δικαίωμα της ζωής, αυτοί δεν έτυχαν ενδελεχούς και εξονυχιστικής εξέτασης.  Σε σχέση με τη συνέντευξη, ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι καθοδηγήθηκε σε ερωτήσεις που αφορούσαν οικονομικά ζητήματα, καθιστώντας πάσχουσα την κατάληξη περί μη υπαγωγής του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας και αντίθετα ανάδειξής του ως οικονομικού μετανάστη.

 

Απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα, η Εφεσίβλητη αντιτείνει ότι απαραδέκτως προωθούνται θέσεις τις οποίες ο Εφεσείων δεν προέβαλε πρωτόδικα και εν πάση περιπτώσει, ο Εφεσείων απέτυχε να συγκεκριμενοποιήσει και τεκμηριώσει τα όσα προβάλλει.  Το δε πρωτόδικο Δικαστήριο αφού προέβη το ίδιο σε ανεξάρτητη έρευνα, επικύρωσε την απόφαση της Εφεσίβλητης ως καθόλα νόμιμης.

 

Έχουμε εξετάσει τις εκατέρωθεν θέσεις.  Επιλαμβανόμενο το πρωτόδικο Δικαστήριο των λόγων ακύρωσης που ο Εφεσείων προέβαλε, υπέδειξε την γενικότητα και αοριστία με την οποία αυτοί προβλήθηκαν, σημειώνοντας τα ακόλουθα:

«Είναι δε ευδιάκριτο ότι οι νομικοί ισχυρισμοί του Αιτητή είναι με γενικότητα που προβάλλονται τόσο στο δικόγραφο της προσφυγής της (του) όσο και με την γραπτή αγόρευση του.

Όσον αφορά δε τους νομικούς ισχυρισμούς που προωθούνται με την γραπτή αγόρευση του Αιτητή, παρατηρώ ότι και αυτοί, όπως αναφέρεται και ανωτέρω, εγείρονται με γενικότητα και αοριστία, δεδομένου ότι ελλείπει η οποιαδήποτε υπαγωγή στα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, καθώς και η οποιαδήποτε επί της ουσίας τεκμηρίωση και διασαφήνιση του θεμελίου επί του οποίου οι εν λόγω ισχυρισμοί στηρίζονται. Κατ' επέκταση, ενόψει των ανωτέρω, οι νομικοί ισχυρισμοί που προβάλλονται με την αίτηση και την γραπτή αγόρευση του Αιτητή δεν μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο λόγω της γενικότητας και της αοριστίας με την οποία προωθούνται και ως εκ τούτου απορρίπτονται στο σύνολό τους.»

 

 

Παρατηρούμε ότι κατά τον ίδιο γενικό τρόπο προβάλλονται από τον Εφεσείοντα και οι Λόγοι Έφεσης, αφού δεν συγκεκριμενοποιείται ποιό πραγματικό γεγονός και ποιές περιστάσεις έπρεπε να αξιολογηθούν επί εξατομικευμένης βάσης, που κατ' ισχυρισμό δεν έχουν αξιολογηθεί, είτε από τη διοίκηση κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης είτε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά τον έλεγχο της νομιμότητας και ουσίας που άσκησε. 

 

Είναι πάγια η θέση της νομολογίας, ότι ισχυρισμοί που προβάλλονται πρέπει να συνοδεύονται με εκείνα τα στοιχεία και γεγονότα τα οποία θα εφοδιάζουν το Δικαστήριο με το απαραίτητο υλικό που θα επέτρεπε την εξέταση της νομιμότητας της διοικητικής απόφασης (βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598).

Παρατηρούμε επίσης ότι, στους λόγους ακύρωσης στο δικόγραφο της Προσφυγής, δεν περιλαμβάνονται λόγοι σχετικοί, είτε με την παράβαση του Άρθρου 3 της ΕΣΔΑ είτε των Οδηγιών 2004/83/ΕΚ και 2005/85/ΕΚ, που γι' αυτό απαραδέκτως προωθούνται με την παρούσα Έφεση.

 

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά τις διαπιστώσεις του περί γενικότητας και αοριστίας των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης και της γραπτής αγόρευσης του Εφεσείοντα, προχώρησε στην εξέταση της περίπτωσης του Εφεσείοντα και αφού αναφέρθηκε στα ευρήματα της Υπηρεσίας Ασύλου, κατέληξε ως ακολούθως:

 

«Από το σύνολο των στοιχείων που έχω ενώπιον μου, διαπιστώνω ότι ορθώς η Υπηρεσία Ασύλου έκρινε τον Αιτητή ως αναξιόπιστο. Πράγματι, οι ισχυρισμοί του ήταν σε μεγάλό βαθμό αντιφατικοί και γενικόλογοι και δεν διέπονταν από τον ενδεδειγμένο βαθμό σαφήνειας και επάρκειας λεπτομερειών ώστε να προκύπτει η βιωματική φύση των εμπειριών του.

Ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό περί της δίωξής του από τις αρχές της χώρας του, παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να προβεί σε λεπτομερή καταγραφή των όσων σχετίζονται με την σύλληψή του, όπως πότε ακριβώς συλλήφθηκε καθώς και περιγραφή των περιστάσεων της σύλληψης και κράτησής του. Τα όσα ανέφερε συνιστούν μια γενικόλογή και ασαφή εξιστόρηση του συμβάντος χωρίς στοιχεία και λεπτομέρειες που εύλογα αναμένει κανείς από άτομα που έχουν προσωπικές βιωματικές εμπειρίες. Επίσης, εντοπίζονται ασυνέπειες στα λεγόμενα του αιτητή ως προς την χρονική αλληλουχία ορισμένων γεγονότων, όπως για το τι ακριβώς έκανε μετά την αποφυλάκισή του, ενώ όταν του ζητήθηκε να αποσαφηνίσει τις αντιφάσεις του δεν αντεπεξήλθε με επιτυχία. Επίσης, στην συνέντευξή του ανέφερε ότι μετά το περιστατικό της σύλληψής του, ουδέποτε είχε άλλη επαφή με τον στρατό ή την αστυνομία, καθότι ήταν φανερό ότι καμία ανάμιξη δεν είχε με τους Ambazonians, δεν συμμετείχε σε καμία αποσχιστική δραστηριότητα και δεν συνέδραμε τους αποσχιστές με οποιονδήποτε τρόπο. Αυτό άλλωστε επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι η αστυνομία τον άφησε ελεύθερο μετά την σύλληψή του. Συνεπώς, δεν εξηγείται με τρόπο επεξηγηματικό και ευλογοφανές το γιατί ισχυρίζεται ότι η αστυνομία τον καταδιώκει και μάλιστα με ένταλμα σύλληψης. Δεν παρουσίασε κανενός είδους περιστατικό που να δικαιολογεί αυτήν την εξέλιξη και η ιστορία που αφηγήθηκε έχει πολλά αφηγηματικά κενά. Επίσης, χαρακτηριστική είναι και αναντιστοιχία μεταξύ της αίτησης και της συνέντευξης όσο αφορά στο τι ακριβώς ήθελε η αστυνομία από αυτόν. Στην αίτησή του δήλωσε ότι η αστυνομία ζήτησε να τους δώσει τα ονόματα των αποσχιστών που τον αποκαλούσαν κατάσκοπό. Ωστόσο, αυτό είναι αδύνατον να συνέβη αφού με βάση τα στοιχεία της συνέντευξης οι αποσχιστές τον πλησίασαν μετά την απελευθέρωσή του από την αστυνομία, συνεπώς δεν εξηγείται πως η αστυνομία γνώριζε ότι κάποιοι τον αποκαλούσαν κατάσκοπο. Η αφήγηση στερείται ευλογοφάνειας και ο Αιτητής, παρότι του ζητήθηκε να προβεί σε επεξηγήσεις, περιορίστηκε στο να δηλώσει ότι μάλλον επρόκειτο για δικό του λάθος κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης. Τέλος, σχετικά με το ένταλμα σύλληψης, παρατηρούνται ομοίως ασυνέπειες ως προς την αλληλουχία των γεγονότων. Το ένταλμα φαίνεται να εκδόθηκε στις 15/02/2020 και ο Αιτητής δήλωσε πως από τότε μέχρι 27/03/2020 κρυβόταν. Ωστόσο, σε προηγούμενο σημείο είχε υποστηρίξει ότι 8 μήνες πριν την αναχώρηση του από την χώρα εξακολουθούσε να εργάζεται στο τυπογραφείο του θείου του. Ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να αποτυπώσει με σαφήνεια τα γεγονότα του ισχυρισμού του, γεγονός που αφαίρεσε από αυτόν την απαιτούμενη εσωτερική αξιοπιστία.».

 

 

Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε αυτοτελή έρευνα για τον έλεγχο του εντάλματος σύλληψης στο οποίο ο Εφεσείων είχε αναφερθεί ως υποστηρικτικό των ισχυρισμών του περί δίωξης και από πληροφορίες που περισυνέλεξε (Κώδικας Ποινικής Δικονομίας του Καμερούν 2005/2007, Camerlex.com, βάση δικαστικών δεδομένων στο Καμερούν κ.ά.), κατέληξε στο συμπέρασμα της ορθότητας του ευρήματος της Εφεσίβλητης, ότι το έγγραφο φέρει τυπογραφικά λάθη που δημιουργούν αμφιβολίες, σε συνδυασμό και με την προσωπική συνέντευξη του Εφεσείοντα, η οποία ήταν ενισχυτική του πιο πάνω συμπεράσματος.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα περί απειλών που δέχτηκε από αυτονομιστές, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε «ασάφειες και ανακρίβειες που αφορούν την απαιτούμενη αξιοπιστία» στο πρόσωπο του και ενδεικτικά επεσήμανε ότι ο Εφεσείων δεν ήταν σε θέση να παραθέσει με χρονική συνέπεια την αλληλουχία των συμβάντων σε σχέση με το πότε και πού αυτός προσεγγίστηκε από τους αυτονομιστές.  Σημείωσε επίσης την αντίφαση, την οποία ο Εφεσείων παραδέχτηκε ότι οφείλεται σε δικό του σφάλμα, σε σχέση με τον τόπο προέλευσης των αποσχιστών.

 

Από το σύνολο δε των ενώπιόν του στοιχείων, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν προκύπτει περίπτωση υπαγωγής του Εφεσείοντα σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας βάσει του Άρθρου 19(2)(α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου.  Εξετάζοντας ακολούθως την ενδεχόμενη υπαγωγή του Εφεσείοντα στο Άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου και αφού παρέθεσε σύγχρονες πληροφορίες σχετικές με τη χώρα καταγωγής του Εφεσείοντα (υποσημειώσεις στην πρωτόδικη Απόφαση), το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως ακολούθως:

 

«Ως εκ των ανωτέρω, συμπεραίνεται ότι οι ένοπλες συγκρούσεις στο Καμερούν δεν έχουν φτάσει σε σημείο που να στοχοποιούνται αδιακρίτως άμαχοι πολίτες μόνο και μόνο λόγω της παρουσίας τους στην Αγγλόφωνη Περιοχή, και συγκεκριμένα στη Νοτιοδυτική Περιφέρεια της χώρας. Λαμβάνοντας υπόψη την απουσία προσωπικών υποκειμενικών εξατομικευμένων στοιχείων στο προφίλ του Αιτητή, η αξιολόγηση του κινδύνου επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, γίνεται στη βάση της κατάστασης ασφαλείας στην περιοχή όπου αναμένεται να επιστρέψει. Λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα δεδομένα όσον αφορά την κατάσταση ασφαλείας στην Νοτιοδυτική Περιφέρεια του Καμερούν, καθώς και τη φθίνουσα τάση της έντασης των περιστατικών στην εν λόγω περιφέρεια που είναι ως αποτέλεσμα της Αγγλόφωνης Κρίσης στη χώρα, συνάγεται εύλογα και με ασφάλεια το συμπέρασμα ότι η φύση και η έκταση της κρίσης μαζί με το ατομικό προφίλ του Αιτητή δεν συνιστούν την ύπαρξη ουσιωδών λόγων να πιστεύεται ότι θα κινδυνεύσει ως άμαχος πολίτης σε περίπτωση επιστροφής στην περιοχή του, η κατάσταση της οποίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κατάσταση αδιάκριτης βίας, κατά την έννοια του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του Νόμου, εναπόκειται στον Αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση του για διεθνή προστασία και εν προκειμένω ο Αιτητής με  τα όσα δήλωσε στη  συνέντευξη του και που αναφέρθηκαν πιο πάνω και καταγράφονται στην έκθεση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας, ουδόλως τον εντάσσουν στις περιπτώσεις της αναγκαιότητας παροχής του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας.

Ως εκ τούτου ορθά δεν του χορηγήθηκε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2).

Μετά από προσεκτική εξέταση των όσων ο Αιτητής ισχυρίστηκε με την υποβολή της αίτησης του για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθώς και τα όσα ισχυρίστηκε κατά τη συνέντευξη του διαπιστώνω ότι ορθά η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση(ς) καταλήγει ότι ο Αιτητής δεν αντιμετώπιζε οποιουδήποτε είδους δίωξη στη χώρα της (του) και ότι η περίπτωσή της (του) δεν πληρούσε τις υπό του Νόμου προβλεπόμενες προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα ή της συμπληρωματικής προστασίας. Η έρευνα που είχε προηγηθεί ήταν επαρκής και είχαν συλλεχθεί και διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία σε συνάρτηση πάντα με τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει ο Αιτητής, όπως αναλύεται ανωτέρω.».

 

Σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. Παπαδόπουλος ν. Χριστοφόρου (2002) 1 Α.Α.Δ. 2004, Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ 236) δικαιολογείται η εφετειακή επέμβαση σε πραγματικά ευρήματα, συμπεράσματα και ευρήματα αξιοπιστίας μαρτύρων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όταν τα ευρήματα αυτά είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει αποδεχθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Σε τελική δε ανάλυση αν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στα ευρήματα που κατέληξε, δεν χωρεί επέμβαση από το Εφετείο, το οποίο, υπενθυμίζουμε, σε αντίθεση με το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν είναι δικαστήριο εξέτασης της ουσίας, αλλά μόνο της νομιμότητας της επίδικης απόφασης.

 

Εφόσον ο Εφεσείων, ο οποίος είχε το βάρος απόδειξης της αξίωσης του να του παραχωρηθεί το καθεστώς διεθνούς προστασίας, δεν ανέφερε οτιδήποτε που να τεκμηριώνει την αίτησή του για διεθνή προστασία και δεν υπέβαλε οτιδήποτε ικανό να οδηγήσει σε αμφισβήτηση τις διαπιστώσεις της Υπηρεσίας Ασύλου, δεν απέδειξε αλλά ούτε πιθανολόγησε ότι η Υπηρεσία υπέπεσε σε πλάνη σε σχέση με τα πραγματικά δεδομένα της περίπτωσης, δεν χωρεί εφετειακή παρέμβαση. 

 

Κατά συνέπεια, ορθά κατά τη διενέργεια του ελέγχου ορθότητας το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε το υλικό, το οποίο είχε ενώπιόν του και που το οδήγησε σε κρίση της ορθότητας των διαπιστώσεων της Υπηρεσίας Ασύλου.  Πρόσθετα, τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν δικής του αξιολόγησης στα πλαίσια της ενώπιόν του διαδικασίας, κρίνονται εύλογα κατά τρόπο που δεν αφήνεται περιθώριο για εφετειακή παρέμβαση. 

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.  Επιδικάζονται €2000 έξοδα εναντίον του Εφεσείοντα και υπέρ της Εφεσίβλητης.

 

 

 

                                         Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. 

                                                                                   

                                          Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                           Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο