ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

16 Δεκεμβρίου 2024

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΡΟΕΔΡΟΣ]

[ΤΟΥΜΑΖΗ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, ΔΙΚΑΣΤΕΣ]

                             

 

Πολιτική Έφεση αρ. Ε41/2019

(Ως τροποποιήθηκε δυνάμει διαταγής του Εφετείου ημ. 27.5.2024)

ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

Εφεσείουσα/Ενάγουσα

v.

ALTRAD BABCOK LIMITED

 Εφεσίβλητης/Εναγόμενης 2

                            

 

Πολιτική Έφεση αρ. Ε42/2019

ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

Εφεσείουσα/Ενάγουσα

v.

HSB ENGINEERING INSURANCE LIMITED

 Εφεσίβλητης/Εναγόμενης 1

Εμφανίσεις για την Ε41/2019:

Για την εφεσείουσα: κ. Δημήτρης Κρονίδης για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε.

Για την εφεσίβλητη: κ. Γιώργος Τσαρδελλής και κ. Κρίτωνας Διονυσίου για Ηλίας Νεοκλέους & Σία Δ.Ε.Π.Ε.

Εμφανίσεις για την Ε42/2019:

Για την εφεσείουσα: κ. Δημήτρης Κρονίδης για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε.

Για την εφεσίβλητη: κ. Κώστας Φιλίππου για Χατζηαναστασίου, Ιωαννίδης Δ.Ε.Π.Ε.

               

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Οι δύο υπό κρίση εφέσεις ακούστηκαν μαζί αφού έχουν ως κοινό αντικείμενο, τις αιτήσεις για παραμερισμό των διαταγμάτων σφράγισης και επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος στις εφεσίβλητες, που ήταν οι εναγόμενες 1 και 2 στην πρωτόδικη διαδικασία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις 30.1.2019, εκδίκασε τις εν λόγω αιτήσεις και την ίδια μέρα εξέδωσε από έδρας (ex tempore) δύο ενδιάμεσες αποφάσεις, στις οποίες θα αναφερθούμε πιο κάτω και οι οποίες  είναι το αντικείμενο των υπό κρίση εφέσεων. Κρίθηκε πρωτοδίκως ότι υπήρξε μη αποκάλυψη από την ενάγουσα, της ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας των Αγγλικών Δικαστηρίων στο ασφαλιστικό συμβόλαιο, το οποίο αποτελούσε κατά τις εναγόμενες, το βασικό αντικείμενο της αγωγής.

Για να γίνουν κατανοητά τα επίδικα θέματα της παρούσας υπόθεσης, θεωρούμε ότι είναι αναγκαίο να προβούμε σε μια συνοπτική αναφορά στο ιστορικό της πρωτόδικης διαδικασίας.

Η εφεσείουσα καταχώρησε στις 9.3.2018 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, Γενικώς Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα στην αγωγή 626/2018. Είχε προηγηθεί στις 10.1.2018, η εξασφάλιση διατάγματος σφράγισης του κλητηρίου εντάλματος στο πλαίσιο της Γενικής Αίτησης 646/2017 αφού οι δύο εφεσίβλητες - εναγόμενες, έχουν έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο.

Σύμφωνα με τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η εναγομένη 2 ήταν κατά τους ουσιώδεις χρόνους εταιρεία εγγεγραμμένη στο Ηνωμένο Βασίλειο και ασχολείτο μεταξύ άλλων με τον σχεδιασμό και την κατασκευή ηλεκτροπαραγωγών σταθμών. Η εναγομένη 1 είναι ασφαλιστική εταιρεία που εδρεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο. Είναι παραδεκτό από όλες τις πλευρές ότι η εναγομένη 2 διατηρεί ασφαλιστική κάλυψη με την εναγομένη 1, επί όλων των κινδύνων για το σύνολο των υπό εκτέλεση έργων που αναλαμβάνει. Είναι επίσης παραδεκτό ότι η εφεσείουσα ΑΗΚ και η εναγομένη 2, υπέγραψαν συμφωνία στις 20.6.2008 που αφορούσε Δημόσιο Διαγωνισμό για το έργο με τίτλο «Τροποποιήσεις του συστήματος καύσης στους Λέβητες 1 και 2 στον Σταθμό Παραγωγής Ηλεκτρικής Ενέργειας του Βασιλικού».

Σύμφωνα με την ενάγουσα, η εναγομένη 2 κατά παράβαση του συμβατικού χρονοδιαγράμματος, προχώρησε στην εκτέλεση των έργων με παρατεταμένη καθυστέρηση, με αποτέλεσμα να μην πραγματοποιηθεί ποτέ η ολοκλήρωση των εργασιών και παράδοση του έργου εντός των συμφωνημένων προθεσμιών. Ακολούθως, με την έκρηξη στην Ναυτική μονάδα στο Μαρί στις 11.7.2011 που είχε ως αποτέλεσμα την ολοκληρωτική καταστροφή του γειτνιάζοντος Ηλεκτροπαραγωγού Σταθμού της εφεσείουσας, προκλήθηκε αναπόφευκτα η άμεση διακοπή των εργασιών επί του έργου. Ακολούθως, η εναγομένη 2 τερμάτισε στις 9.11.2011 το επίδικο συμβόλαιο, επικαλούμενη λόγους ανωτέρας βίας (force majeure).

Η εφεσείουσα με την υπό κρίση αγωγή της, επιζητούσε σύμφωνα με το κλητήριο ένταλμα, δηλωτική απόφαση που να κηρύττει ως παράνομο τον τερματισμό από την εναγομένη 2 της επίδικης κατασκευαστικής συμφωνίας. Αιτείτο επίσης από τις δύο εναγόμενες, γενικές και ειδικές αποζημιώσεις ύψους €5.078.565 για παράβαση του κατασκευαστικού καθώς και του ασφαλιστικού συμβολαίου.

Μετά την καταχώρηση της αγωγής, η εφεσείουσα πέτυχε στις 22.3.2018, την έκδοση διατάγματος για επίδοση του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας στις εναγόμενες - εφεσίβλητες. Μετά την επίδοση, οι εφεσίβλητες καταχώρησαν σημειώματα εμφάνισης υπό διαμαρτυρία.

Ακολούθως, η εναγομένη 2 καταχώρησε αίτηση παραμερισμού του διατάγματος σφράγισης αλλά και του διατάγματος επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας. Η εναγομένη 1 καταχώρησε επίσης αίτηση για ακύρωση μόνο του διατάγματος επίδοσης. Υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων από τις εναγόμενες ότι κατά τα στάδια σφράγισης και επίδοσης του κλητηρίου δεν έγινε από την εφεσείουσα, αποκάλυψη της αποκλειστικής ρήτρας δικαιοδοσίας των Αγγλικών Δικαστηρίων που περιέχετο στο επίδικο ασφαλιστικό συμβόλαιο. Με τις δύο αιτήσεις, επιζητείτο επίσης η απόρριψη της αγωγής, λόγω έλλειψης αρμοδιότητας εκδίκασης της από τα Κυπριακά Δικαστήρια. Επί του προκειμένου, αμφότερες οι εναγόμενες πέραν της ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας, επικαλέστηκαν επιπλέον τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό ΕΕ1215/12, σύμφωνα με τον οποίο τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους - μέλους, ενάγονται ενώπιον των Δικαστηρίων αυτού του κράτους - μέλους. Συνεπώς, οι εναγόμενες - εφεσίβλητες ισχυρίστηκαν ότι έχοντας την έδρα τους στο Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσαν να εναχθούν μόνον εκεί.

Η εφεσείουσα καταχώρησε ενστάσεις και στις δύο αιτήσεις. Στους λόγους ένστασης, αναφέρει μεταξύ άλλων ότι όλα όσα έλαβαν χώρα στο μονομερές στάδιο, ήταν δικονομικά και ουσιαστικά ορθά. Ειδικότερα, η εφεσείουσα απέρριψε τους ισχυρισμούς για απόκρυψη ουσιαστικών στοιχείων κατά την μονομερή έκδοση των διαταγμάτων σφράγισης και επίδοσης του κλητηρίου. Ισχυρίστηκε ότι το κατασκευαστικό συμβόλαιο μεταξύ της ενάγουσας και της εναγομένης 2, προέβλεπε την εκτέλεση του έργου στην Κύπρο και ως εκ τούτου εφαρμοστέο δίκαιο, είναι το Κυπριακό. Το ασφαλιστικό συμβόλαιο με την εναγομένη 1 και στο οποίο τόσο η ενάγουσα όσο και η εναγομένη 2 είναι συλλογικά συνασφαλισμένοι, αποτελεί ξεχωριστή βάση αγωγής μόνο εναντίον της εναγομένης 1 και δεν αφορά τις συμβατικές υποχρεώσεις της εναγομένης 2 έναντι της ενάγουσας.

Λέχθηκε ειδικά στην ένορκη δήλωση της ένστασης στην αίτηση της εναγομένης 1, ότι ανεξάρτητα από τη ρήτρα δικαιοδοσίας στο ασφαλιστικό συμβόλαιο και με δεδομένο ότι το κατασκευαστικό συμβόλαιο με την εναγομένη 2 διέπεται από το κυπριακό δίκαιο, τα Δικαστήρια της Κύπρου αποτελούν το φυσικό φορέα ευκολίας και το κατάλληλο βήμα εκδίκασης της αγωγής. Ως εκ τούτου δεν θα ήταν ορθό το Δικαστήριο να αναστείλει την αγωγή εναντίον της εναγομένης 1 και να συνεχίσει η διαδικασία εναντίον της εναγομένης 2 αφού αυτό αναπόφευκτα, θα προκαλούσε παράλληλες διαδικασίες σε διαφορετικά Δικαστήρια εντός και εκτός δικαιοδοσίας, με πιθανές συγκρουόμενες αποφάσεις και πολλαπλά δικαστικά και δικηγορικά έξοδα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο άκουσε μαζί τις δύο αιτήσεις στις 30.1.2019, και εξέδωσε την ίδια ημέρα από έδρας (ex tempore) δύο ξεχωριστές αποφάσεις, μια για κάθε αίτηση. Σημείωσε ότι παρά το ότι και οι δύο πλευρές αποδέχονται την ύπαρξη της εν λόγω ρήτρας δικαιοδοσίας, εντούτοις διαφωνούν ως προς την εμβέλεια και την σημασία της. Στην συνέχεια με τις πιο πάνω αποφάσεις του, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε τα επίδικα διατάγματα. Στήριξε το σκεπτικό του, στο ότι αποδείχθηκε η μη ρητή αποκάλυψη της ρήτρας δικαιοδοσίας που περιέχεται στο ασφαλιστικό συμβόλαιο, στο πλαίσιο της αίτησης για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας και ειδικότερα στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση της Ντορίνας Παπαδοπούλου, ημερομηνίας 9.3.2018. Σημειώνεται ότι το ασφαλιστικό συμβόλαιο κατατέθηκε ως τεκμήριο 4, στην εν λόγω ένορκη δήλωση της κας Παπαδοπούλου που υποστήριζε την αίτηση για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας. Να σημειωθεί επίσης ότι ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν τέθηκε μαρτυρία ως προς το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που υποστήριζε την αίτηση για σφράγιση του κλητηρίου, ώστε να είναι σε θέση να διαπιστώσει αν υπήρξε απόκρυψη της ρήτρας δικαιοδοσίας και από αυτό το μονομερές αρχικό στάδιο. Η μόνη μαρτυρία που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς την μη αποκάλυψη, ήταν η πιο πάνω ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας. Το μόνο στοιχείο που σχετιζόταν με την ένορκη δήλωση της αίτησης για σφράγιση του κλητηρίου, ήταν η θέση των εφεσιβλήτων ότι «φαίνεται» να υπήρχε μη αποκάλυψη και στην μονομερή διαδικασία σφράγισης του κλητηρίου. Πρόκειται όμως για εικασία και όχι μαρτυρία που θα μπορούσε το πρωτόδικο Δικαστήριο να λάβει υπόψη. 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του επί της αίτησης της εναγομένης 2, τονίζει στο καταληκτικό στάδιο αναφερόμενο στην εν λόγω ένορκη δήλωση (τεκμ. 4), τα εξής:

«Υπήρχε εδώ υποχρέωση της ενάγουσας η ρητή αναφορά στην ένορκη δήλωση των όσων αναφέρονται στα ζητήματα αποκλειστικής δικαιοδοσίας στο τεκμήριο 1 (τεκμήριο 4 στην ένορκη δήλωση που συνόδευε το μονομερές αίτημα). ...............................

Η απόληξη μου περί μη ουσιώδους αποκάλυψης στο ex parte στάδιο συμπαρασύρει καθετί άλλο. Τα διατάγματα ακυρώνονται Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των εναγομένων 2/αιτητών  εναντίον της ενάγουσας/καθ' ης η αίτηση ως τούτα θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο στο τέλος της υπόθεσης.»

Στην συνέχεια και αναφορικά με την αίτηση της εναγομένης 1 που όπως προαναφέρθηκε αφορούσε το διάταγμα επίδοσης στο εξωτερικό και όχι το διάταγμα σφράγισης, το πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθέτησε το σκεπτικό της πιο πάνω απόφασης για την εναγομένη 2, καταλήγοντας ως εξής:

« Υπήρξε εν προκειμένω μη αποκάλυψη ουσιώδους γεγονότος, ως περιγράφεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση και ως κρίθηκε στην προηγούμενη ενδιάμεση απόφαση - την οποία και καθιστώ συναφώς ως αναπόσπαστο μέρος του εκτυλισσόμενου σκεπτικού - τούτων κατ' αναλογίαν εφαρμοζόμενων. Καμία από τις εναπομείνασες ενστάσεις χρειάζεται να κριθεί ως εκ της καταλυτικότητας του μη αποκαλυφθέντος γεγονότος και του εξανδραποδισμού όσων ακολουθούν. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των εναγομένων 1 / αιτητών και εναντίον της ενάγουσας / καθ' ης η αίτηση όπως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο στο τέλος της υπόθεσης.»

Σημειώνεται ότι με την αίτηση της, η εναγομένη 1 ζητούσε και διαγραφή της αγωγής λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας χωρίς όμως να γίνεται στην πρωτόδικη απόφαση κάποια αναφορά στο εν λόγω αίτημα. Το ίδιο έγινε και στην αίτηση της εναγομένης 2. Ωστόσο όπως προκύπτει από τον πρωτόδικο φάκελο, ταυτόχρονα με τις δύο πιο πάνω ενδιάμεσες αποφάσεις, η αγωγή ορίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο εκ νέου για οδηγίες χωρίς να εξεταστεί αίτημα ή να δοθεί οποιοδήποτε διάταγμα για διαγραφή της αγωγής λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας.

Η εφεσείουσα καταχώρησε τις υπό κρίση δύο εφέσεις, υποστηρίζοντας ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η ρήτρα δικαιοδοσίας στο ασφαλιστικό συμβόλαιο ήταν τέτοιας σημασίας ουσιώδες γεγονός, το οποίο δεν αποκαλύφθηκε. Σημειώνεται δε ότι το ασφαλιστικό συμβόλαιο επισυνάφθηκε ως τεκμήριο 4 στην ένορκη δήλωση που υποστήριξε την μονομερή αίτηση για επίδοση του κλητηρίου εκτός δικαιοδοσίας. Αυτή η επισύναψη, ήταν κατά την εφεσείουσα αρκετή ώστε να μην δικαιολογείται το πρωτόδικο εύρημα περί μη αποκάλυψης.

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση της εφεσείουσας. Όπως παρατηρήθηκε στην υπόθεση Harvardskiy Prumyslovy Hold A.S. v. Daventree Resources Ltd κ.ά (2008) 1 Α.Α.Δ. 801:

«Σε μονομερείς αιτήσεις (ex parte applications) το Δικαστήριο πρέπει να βρίσκεται σε θέση να αξιολογεί όλα τα στοιχεία που μπορούν να επηρεάσουν τη λήψη μιας απόφασης και μέσα σε αυτά τα πλαίσια δεν έχει άλλη επιλογή παρά να βασίζεται στο περιεχόμενο των δηλώσεων του δικηγόρου και το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων του Αιτητή. Έτσι προκύπτει η ανάγκη της πλήρους αποκάλυψης γεγονότων». 

Υιοθετώντας για τους σκοπούς της παρούσας, την επισήμανση αυτή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, προσθέτουμε ότι τα πρωτόδικα Δικαστήρια σε αιτήσεις της εξεταζόμενης φύσης, όχι μόνο δεν έχουν άλλη επιλογή αλλά ούτε και την πολυτέλεια να διεξέλθουν το περιεχόμενο των πολυάριθμων εγγράφων που συνήθως συνοδεύουν μια μονομερή αίτηση για ενδιάμεση παρεμπίπτουσα θεραπεία. Κατά συνέπεια σε τέτοιες περιπτώσεις θα πρέπει να επισύρεται από τους συνηγόρους η προσοχή του Δικαστηρίου σε καθετί που περιέχεται στα έγγραφα αυτά και τα οποία δυνατόν να επηρεάσουν τη λήψη της απόφασης του. Σχετικές είναι κατ' αναλογία οι υποθέσεις Demstar Ltd v. Zim Israel Navigation Co Ltd κ.ά (1996) 1 Α.Α.Δ. 597 και Ιnterpartemental Concer "Uralmetrom" v. Besumo Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 557, από τις οποίες προκύπτει εμμέσως πλην σαφώς ότι η αναφορά σε ένα ουσιώδες θέμα, πρέπει να γίνεται στην ένορκο δήλωση της αίτησης και όχι να απαντάται στα τεκμήρια που την συνοδεύουν και τα οποία πολλές φορές είναι ογκωδέστατα.

Ως εκ των πιο πάνω, θεωρούμε ότι δεν ήταν αρκετή για σκοπούς αποκάλυψης, η παράθεση του ασφαλιστικού συμβολαίου ως τεκμήριο 4, στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την μονομερή αίτηση για επίδοση στο εξωτερικό. Η εφεσείουσα όφειλε να αναφερθεί ειδικά στην εν λόγω ένορκη δήλωση στην ρήτρα αποκλειστικής δικαιοδοσίας που εμπεριέχεται στο ασφαλιστικό συμβόλαιο και να δώσει την ερμηνεία της ως προς αυτή και γιατί κατά την άποψη της δεν επηρεάζει την δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων. Η παράλειψη της να πράξει κάτι τέτοιο, συνιστά απόκρυψη ουσιαστικού γεγονότος που δικαιολογεί σύμφωνα με την νομολογία, την ακύρωση του μονομερώς εκδοθέντος διατάγματος επίδοσης στο εξωτερικό.

Το επόμενο ζήτημα που θα μας απασχολήσει, είναι η εμβέλεια της πρωτόδικης απόφασης. Κατά πόσον δηλαδή κρίθηκε ότι η απόκρυψη αφορά μόνο την μονομερή διαδικασία της έκδοσης διατάγματος για επίδοση στο εξωτερικό ή αν επεκτείνεται και στην μονομερή διαδικασία σφράγισης του κλητηρίου. Στην πρώτη περίπτωση, το αποτέλεσμα θα είναι ότι ακυρώθηκε μόνο η επίδοση στο εξωτερικό ενώ στην δεύτερη, ακυρώνεται το σύνολο της αγωγής.

Φαίνεται να υπάρχει μια σύγχυση ως προς το ζήτημα αυτό. Στην ειδοποίηση έφεσης αναφέρεται ότι η έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης με την οποία ακυρώθηκαν και τα δύο διατάγματα, τόσο αυτό της σφράγισης του κλητηρίου όσο και αυτό της επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας. Υποστηρίζεται μάλιστα από την εφεσείουσα ότι εσφαλμένα το διάταγμα σφράγισης ακυρώθηκε για λόγους μη αποκάλυψης, αφού ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν τέθηκε η ένορκη δήλωση της αίτησης σφράγισης ώστε να είναι σε θέση να αποφανθεί ότι δεν έγινε αποκάλυψη ουσιαστικών γεγονότων και στο στάδιο σφράγισης του κλητηρίου.

Εντούτοις, στο περίγραμμα αγόρευσης του συνηγόρου για την εφεσείουσα, παρά το ότι αρχικά γίνεται αναφορά σε ακύρωση και του διατάγματος σφράγισης, στην συνέχεια αναφέρεται στην παράγραφο 4.4 ότι:

«καταδεικνύεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο πιθανόν να μην είχε την πρόθεση να ακυρώσει το διάταγμα σφράγισης αφού αυτό θα σήμαινε και το τέλος της αγωγής, αλλά να ακυρώσει μόνο το διάταγμα επίδοσης».

Η εν λόγω αναφορά έγινε από τον συνήγορο με παραπομπή στην διαταγή για πληρωμή των εξόδων των αιτήσεων στο τέλος της υπόθεσης και στο γεγονός ότι δεν υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστή, η ένορκη δήλωση της αίτησης σφράγισης. Αναφέρεται επίσης στην παράγραφο 4.5. του περιγράμματος αγόρευσης του συνηγόρου της εφεσείουσας ότι το συμπέρασμα αυτό, συνάγεται και από το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όρισε μεταγενέστερα την αγωγή για οδηγίες, στις 20.2.2019, 6.3.2019 και 5.4.2019 αντίστοιχα. Αναφορά γίνεται και στο σκεπτικό της απόφασης, το οποίο παραπέμπει σε μη αποκάλυψη που εντοπίζεται στην ένορκη δήλωση της αίτησης για επίδοση στο εξωτερικό χωρίς να κάνει καμία μνεία για μη αποκάλυψη, στην αίτηση σφράγισης του κλητηρίου. Ούτε θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο αφού η ένορκη δήλωση της αίτησης σφράγισης δεν τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Ο συνήγορος της εφεσείουσας στην προφορική του αγόρευση ενώπιον μας, επανέλαβε ότι στα πλαίσια των επίδικων αιτήσεων δεν τέθηκε το πραγματικό υπόβαθρο γεγονότων που να επιτρέπει στο Δικαστήριο την ακύρωση του διατάγματος σφράγισης. Για αυτό και για τον ίδιο είναι δεδομένο ότι είναι εσφαλμένη, η όποια διαταγή για ακύρωση του διατάγματος σφράγισης. Εντούτοις με την απόφαση και την μετέπειτα πορεία της υπόθεσης δεν ήταν κατά τον συνήγορο ξεκάθαρο, ποια διατάγματα ακυρώθηκαν. Μάλιστα σε σχετική ερώτηση του Εφετείου, ο συνήγορος απάντησε ότι ο λόγος που δεν προχώρησε με νέα αίτηση για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, ήταν ακριβώς η σύγχυση για το αν είχε ακυρωθεί ή όχι και το διάταγμα σφράγισης.

Από την άλλη, οι συνήγοροι για τις εφεσίβλητες ισχυρίστηκαν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στις αποφάσεις του, χρησιμοποιεί την  φράση «τα διατάγματα ακυρώνονται». Οι αιτήσεις αφορούσαν και τα δύο διατάγματα. Ως εκ τούτου, είναι σαφές κατά τις εφεσίβλητες ότι το Δικαστήριο εννοούσε τόσο το διάταγμα για επίδοση στο εξωτερικό, όσο και το διάταγμα για σφράγιση του κλητηρίου. Με την ακύρωση δε της σφράγισης, η αγωγή πλέον δεν υφίστατο.

Οι εφεσίβλητες ισχυρίστηκαν ότι εκ παραδρομής, η αγωγή ορίστηκε στην συνέχεια για οδηγίες. Σε απάντηση στον ισχυρισμό ότι δεν υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου η ένορκη δήλωση της αίτησης για σφράγιση και ως εκ τούτου δεν υπήρχε μαρτυρία για μη αποκάλυψη στο στάδιο εκείνο, οι εφεσίβλητες παρέπεμψαν στην παράγραφο 9 της ένορκης δήλωσης της αίτησης της εφεσίβλητης 2. Σε αυτήν, αναφέρεται ότι η μη αποκάλυψη που εντοπίζεται στην αίτηση για επίδοση στο εξωτερικό, «φαίνεται» να ισχύει και για την αίτηση για σφράγιση του κλητηρίου. Ισχυρισμό που εν πάση περιπτώσει σύμφωνα με τις εφεσίβλητες, δεν αμφισβήτησε η εφεσείουσα. Ήταν η θέση των εφεσιβλήτων ότι η μόνη επέμβαση που θα μπορούσε να κάνει το Εφετείο, είναι να ακυρώσει τον μετέπειτα ορισμό της αγωγής για οδηγίες που έγινε εκ παραδρομής αφού είναι εμφανές ότι εγκρίθηκε πρωτοδίκως και η αίτηση για ακύρωση της σφράγισης του κλητηρίου και ως εκ τούτου, η αγωγή δεν υφίσταται πλέον. Λέχθηκε περαιτέρω ότι το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εκ παραδρομής δεν απέρριψε την αγωγή μετά την ακύρωση της σφράγισης, δεν σημαίνει ότι πρέπει να πετύχουν οι εφέσεις. Ζητήθηκε δε από τους συνηγόρους των εφεσιβλήτων όπως το Εφετείο ασκήσει τις εξουσίες που του παρέχει το Άρθρο 25 (3) του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 και παραμερίσει το ίδιο την αγωγή.

Έχουμε μελετήσει με προσοχή την πιο πάνω επιχειρηματολογία των συνηγόρων αλλά και το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης και την μετέπειτα πορεία της υπόθεσης μετά την έκδοση των υπό κρίση αποφάσεων, όπως αυτή προκύπτει από τον πρωτόδικο φάκελο.

Είναι κατά την κρίση μας εμφανές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε αποκλειστικά με τις θέσεις για μη αποκάλυψη της ρήτρας δικαιοδοσίας από την εφεσείουσα, μόνο στο στάδιο της μονομερούς διαδικασίας για την άδεια επίδοσης στο εξωτερικό. Δεν θα μπορούσε δε να πράξει διαφορετικά αφού δεν τέθηκε ενώπιον του μαρτυρία ως προς την ένορκη δήλωση που υποστήριξε το μονομερές αίτημα για σφράγιση του κλητηρίου. Ούτε μπορούσε το Δικαστήριο να προβεί σε εικασίες για το ότι δεν έγινε αποκάλυψη και στο στάδιο σφράγισης του κλητηρίου, όπως εισηγούνται οι εφεσίβλητες. Εν πάση περιπτώσει, στις υπό κρίση αποφάσεις του, το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολογεί την θέση του για μη αποκάλυψη, με παραπομπή μόνο στην ένορκη δήλωση της αίτησης για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας. Καμία αναφορά δεν γίνεται στην μονομερή αίτηση για σφράγιση του κλητηρίου και σε μη αποκάλυψη ουσιαστικών γεγονότων, στην ένορκη δήλωση που την συνοδεύει.

Επιπλέον, μελέτη των επίδικων αποφάσεων και της μετέπειτα διαδικασίας, καταδεικνύει ότι με τις αποφάσεις ακυρώθηκαν μόνο τα διατάγματα επίδοσης και όχι το διάταγμα σφράγισης του κλητηρίου, κάτι που θα σήμαινε και το τέλος της αγωγής. Η πιο πάνω θέση, επιβεβαιώνεται από την κατάληξη των ίδιων των ενδιάμεσων αποφάσεων. Εάν η πρόθεση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν να ακυρώσει και την σφράγιση του κλητηρίου και να απορρίψει έτσι την αγωγή, θα το ανέφερε ρητά και δεν θα όριζε την υπόθεση για οδηγίες, αμέσως μετά τις ενδιάμεσες αποφάσεις. Είναι μάλιστα ενδεικτικό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, διέταξε όπως η πληρωμή των εξόδων των αιτήσεων τα οποία επεδίκασε εναντίον της εφεσείουσας, γίνει στο τέλος της υπόθεσης. Εννοώντας βέβαια το τέλος της διαδικασίας της αγωγής, η οποία προφανώς εξακολουθούσε να είναι εν ζωή. Να σημειωθεί επίσης ότι όπως θα αναφέρουμε στην συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη μετέπειτα σε απόρριψη της αγωγής, όχι για λόγους έλλειψης δικαιοδοσίας όπως ζητήθηκε με τις επίδικες αιτήσεις, αλλά λόγω μη προώθησης της από την ενάγουσα. Γεγονός που σημαίνει ότι με τις επίδικες αποφάσεις δεν απορρίφθηκε η αγωγή, κάτι που θα ήταν αναπόφευκτο αν παραμεριζόταν η σφράγιση του κλητηρίου. 

Προκύπτει από όλα τα πιο πάνω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, στις υπό κρίση ενδιάμεσες αποφάσεις που δόθηκαν από έδρας (ex tempore), επιλήφθηκε και αποφάσισε μόνο τα αιτήματα για ακύρωση της επίδοσης στο εξωτερικό για αμφότερες τις εφεσίβλητες. Είναι εμφανές ότι δεν εξέτασε το αίτημα της  εφεσίβλητης - εναγομένης 1 με το οποίο ζητούσε επιπλέον και την ακύρωση του διατάγματος σφράγισης του κλητηρίου. Δεν εξέτασε επίσης το αίτημα και των δύο εναγομένων για παραμερισμό (strike out) της αγωγής λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, δυνάμει του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1215/2012.

Όπως έχει προαναφερθεί, ταυτόχρονα με την έκδοση των υπό κρίση αποφάσεων, η υπόθεση ορίστηκε για οδηγίες. Συγκεκριμένα ορίστηκε στις 20.2.2019, 6.3.2019, 5.4.2019 και 31.5.2019. Να επαναλάβουμε εδώ ότι ο συνήγορος της εφεσείουσας στο περίγραμμα αγόρευσης του αλλά και ενώπιον μας, ισχυρίστηκε ότι μετά από κάποιο σημείο, ο φάκελος της υπόθεσης χάθηκε και η αγωγή δεν προχώρησε περαιτέρω. Από μελέτη όμως του πρωτόδικου φακέλου τον οποίον διεξήλθαμε, προκύπτει ότι στις 31.5.2019, ήτοι την τελευταία ημέρα που η αγωγή ήταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου για οδηγίες, ο φάκελος τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστή, ο οποίος απέρριψε την αγωγή λόγω μη προώθησης της,  αφού κανένας συνήγορος δεν εμφανίστηκε στο Δικαστήριο την συγκεκριμένη ημέρα. Σημειώνεται ότι την προηγούμενη ημερομηνία στις 5.4.2019 όπου η υπόθεση ορίστηκε εκ νέου στις 31.5.2019 για οδηγίες, ο συνήγορος της ενάγουσας - εφεσείουσας, ήταν παρών και έλαβε γνώση για την νέα ημερομηνία που ήταν η 31.5.2019.

Επειδή προφανώς η απόρριψη της αγωγής δεν ήταν γνωστή στους συνηγόρους, οι οποίοι έμειναν με την εντύπωση ότι χάθηκε ο φάκελος, τους καλέσαμε εκ νέου προκειμένου να ακούσουμε τις απόψεις τους για το ποια θα πρέπει να είναι η πορεία των εφέσεων.

Ο συνήγορος της εφεσείουσας δήλωσε έκπληξη για το γεγονός αυτό, αναφέροντας ότι η τελευταία εντύπωση που είχε, είναι ότι χάθηκε ο φάκελος και για αυτό τον ειδοποίησαν από το Πρωτοκολλητείο να μην εμφανιστεί στις 31.5.2019. Οι συνήγοροι για τους εφεσιβλήτους, επίσης δήλωσαν άγνοια για το γεγονός της απόρριψης της αγωγής.

Μετά την εξέλιξη αυτή, ο συνήγορος της εφεσείουσας ζήτησε από το Εφετείο να προχωρήσει στην εκδίκαση της έφεσης, επιμένοντας στο αίτημα για ακύρωση των εκδοθέντων διαταγμάτων, με τα οποία παραμερίστηκε η σφράγιση και επίδοση του κλητηρίου. Ήταν η θέση του ότι από την στιγμή που με την πρωτόδικη απόφαση ακυρώθηκε έστω και λανθασμένα η σφράγιση του κλητηρίου, η αγωγή δεν υφίστατο από εκείνο το στάδιο. Ως εκ τούτου, οι διαδικασίες που ακολούθησαν τις επίδικες ενδιάμεσες αποφάσεις, είναι άκυρες και χωρίς κανένα νομικό αποτέλεσμα και για αυτόν τον λόγο, μας ζήτησε να μην τις λάβουμε υπόψη. Σε αυτές συμπεριλαμβάνεται και η διαταγή για απόρριψη της αγωγής λόγω μη προώθησης ημ. 31.5.2019. Δεν θα μπορούσε κατά τον συνήγορο να απορριφθεί η αγωγή λόγω μη προώθησης, η οποία δεν υφίστατο μετά την έστω και λανθασμένη απόφαση για ακύρωση της σφράγισης του κλητηρίου. Επέμενε δε ότι η θέση της εφεσείουσας είναι ότι με τις επίδικες αποφάσεις παραμερίστηκε και η σφράγιση του κλητηρίου. Παρέπεμψε επί του προκειμένου  στο περίγραμμα αγόρευσης του αλλά και στην ειδοποίηση έφεσης  με την οποία αμφισβητείται ως λανθασμένη, η πρωτόδικη διαταγή για ακύρωση της σφράγισης του κλητηρίου.   

Με όλο το σέβας δεν συμφωνούμε με τον συνήγορο για την εφεσείουσα. Εν πρώτοις,  η πιο πάνω θέση αντιφάσκει με τους προηγούμενους ισχυρισμούς του συνηγόρου ότι με τις επίδικες αποφάσεις δεν είναι ξεκάθαρο αν ακυρώθηκε και το διάταγμα σφράγισης, πλην του διατάγματος επίδοσης. Επιπλέον όπως έχουμε προαναφέρει, προκύπτει με σαφήνεια ότι οι πρωτόδικες αποφάσεις αναφέρονται στην ακύρωση μόνο του διατάγματος επίδοσης. Είναι σαφές για τους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τα αιτητικά που αφορούσαν και την ακύρωση του διατάγματος σφράγισης αλλά και την απόρριψη της αγωγής λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας. Για αυτό και διέταξε τα έξοδα να καταβληθούν στο τέλος της υπόθεσης και όρισε την αγωγή για οδηγίες. Είναι δε ενδεικτικό ότι ο συνήγορος της εφεσείουσας εμφανίστηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε διάφορες ημερομηνίες μετά την έκδοση των υπό κρίση αποφάσεων, χωρίς να αναφερθεί οτιδήποτε για παραμερισμό του συνόλου της αγωγής.

Είναι σαφές ότι η μετέπειτα απόρριψη της αγωγής από το πρωτόδικο Δικαστήριο λόγω μη εμφάνισης των συνηγόρων, ασκήθηκε στο πλαίσιο της διακριτικής του ευχέρειας. Το Εφετείο δεν δύναται στο πλαίσιο των υπό κρίση εφέσεων να παρέμβει και να ανατρέψει την εν λόγω απόφαση όπως εισηγείται ο συνήγορος της εφεσείουσας αφού πέραν του ότι η αγωγή ήταν εν ζωή, επιπλέον δεν έχουμε ενώπιον μας έφεση εναντίον της διαταγής για απόρριψη της αγωγής λόγω μη προώθησης της.

Έχουμε ενόψει των πιο πάνω προβληματιστεί ως προς την πορεία της έφεσης υπό το δεδομένο ότι η αγωγή δεν βρίσκεται πλέον εν ζωή, λόγω απόρριψης της από το πρωτόδικο Δικαστήριο στις 31.5.2019. Κρίνουμε για τους λόγους που θα εξηγήσουμε στην συνέχεια, ότι η παρούσα έφεση κατέστη άνευ αντικειμένου μετά την απόρριψη της αγωγής από το πρωτόδικο Δικαστήριο στις 31.5.2019.

Στην πολύ πρόσφατη απόφαση μας Alpha Panareti Public Limited κα ν. Alpha Bank Cyprus Ltd, Πολ. Έφεση Ε22/2024 ημ. 26.11.24, ασχοληθήκαμε με το ζήτημα της έφεσης που καθίσταται άνευ αντικειμένου, τονίζοντας τα εξής:

«Η εξουσία για απόρριψη μιας έφεσης που καθίσταται άνευ αντικειμένου, στηρίζεται στην νομολογιακή αρχή ότι τα Δικαστήρια δεν δικάζουν επί ματαίω ούτε αποφαίνονται ακαδημαϊκά για νομικά ζητήματα που δεν επηρεάζουν τις νομικές σχέσεις των διαδίκων (βλ. μεταξύ άλλων Victor Makushin (2013) 1 Α.Α.Δ. 2144, Τudor (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1176, Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 2055. Σχετικό είναι το πιο κάτω χαρακτηριστικό απόσπασμα από την υπόθεση Τudor (ανωτέρω):

«Τα Δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω, ούτε επιλύουν ακαδημαϊκά ζητήματα, ούτε και προχωρούν σε επίλυση διαφορών οι οποίες είτε έχουν εκλείψει, είτε λόγω μεταβολής των συνθηκών, η επίλυση τους δεν θα κατέληγε σε οποιοδήποτε πρακτικό αποτέλεσμα.»

Έγινε επίσης παραπομπή στην απόφαση Τudor (ανωτέρω), στην υπόθεση Αναφορικά με την Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ 2055, όπου κρίθηκε ότι έφεση που είχε ασκηθεί εναντίον απόφασης με την οποία απορρίφθηκε ενδιάμεση αίτηση αναστολής της διαδικασίας διάλυσης εταιρείας, παρέμεινε άνευ αντικειμένου εφόσον στην κυρίως αίτηση, είχε στο μεταξύ εκδοθεί διάταγμα διάλυσης και εκκαθάρισης της εταιρείας, απόφαση που κατέστη τελεσίδικη εφόσον δεν ασκήθηκε έφεση εναντίον της. Λέχθηκαν συγκεκριμένα τα πιο κάτω στην εν λόγω απόφαση Λούκος:

"Το θέμα καθίσταται ως εκ τούτου ακαδημαϊκό γιατί δεν θα έχει καμιά συνέπεια για τους διαδίκους. Το Εφετείο ασχολείται μόνο με την ουσιαστική επίλυση διαφοράς μεταξύ των διαδίκων η οποία υφίσταται κατά την έκδοση της απόφασής του."

Αναφορά έγινε και στην πολύ πρόσφατη Χατζησωφρονίου v. Gordian Holdings Ltd Αρ. Αίτησης 4/2023, 21/11/2024, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο στο πλαίσιο της τριτοβάθμιας του δικαιοδοσίας, δυνάμει του Άρθρου 9(3)(γ) του Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου 33/1964, ανέτρεψε απόφαση του Εφετείου το οποίο έκρινε ότι ήταν άνευ αντικειμένου έφεση κατά απορριπτικής απόφασης, σε αίτηση που αποσκοπούσε σε παραμερισμό σκοπούμενου πλειστηριασμού ακινήτου, στη βάση ειδοποιήσεως κατά τον Τύπο ΙΑ του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου 9/1965. Χωρίς να αμφισβητηθεί η εξουσία του Εφετείου να απορρίψει έφεση που καθίσταται άνευ αντικειμένου, κρίθηκε ότι για να ασκηθεί αυτή η εξουσία θα πρέπει να αποδειχθεί ότι ο εφεσείων δεν θα έχει κανένα όφελος από τυχόν επιτυχία της έφεσης. Το Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα γεγονότα της υπόθεσης Χατζησωφρονίου (ανωτέρω), διαφοροποιούνται από αυτά της υπόθεσης  Μαυρονικόλα ν. Φοινιώτη κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1659 όπου η έφεση ήταν χωρίς αντικείμενο αφού τυχόν επιτυχία της δεν θα είχε κανένα πρακτικό όφελος για τον εφεσείοντα. Κρίθηκε συναφώς στην Χατζησωφρονίου (ανωτέρω) ότι ο εφεσείων θα είχε πρακτικό όφελος από την επιτυχία της έφεσης με αποτέλεσμα αυτή να μην καθίσταται άνευ αντικειμένου.

Εξέταση του συνόλου της πιο πάνω νομολογίας, καταδεικνύει ότι το κατά πόσον μία έφεση καθίσταται άνευ αντικειμένου, εξαρτάται από τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Το ουσιώδες στοιχείο σε κάθε περίπτωση, είναι το κατά πόσον η έφεση σε περίπτωση επιτυχίας της, θα μπορούσε να έχει πρακτική σημασία και όφελος για τον διάδικο που επιδιώκει θεραπεία. Όταν ο εφεσείων ανεξαρτήτως της αλλαγής των συνθηκών της υπόθεσης, θα έχει πρακτικό όφελος από την επιτυχία της έφεσης, αυτή δεν καθίσταται άνευ αντικειμένου. Από την άλλη, στην περίπτωση που λόγω αλλαγής των συνθηκών ο εφεσείων δεν θα έχει κανένα όφελος από την επιτυχία της έφεσης, τότε αναπόφευκτα η έφεση καθίσταται άνευ αντικειμένου.

Στην παρούσα περίπτωση, είναι σαφές ότι ακόμη και να πετύχουν οι υπό κρίση εφέσεις, δεν θα μπορούσε να αναβιώσει η αγωγή. Η εφεσείουσα δεν θα είχε κανένα όφελος σε περίπτωση επιτυχίας των εφέσεων, αφού η αγωγή στο πλαίσιο της οποίας έχουν εκδοθεί οι πρωτόδικες ενδιάμεσες αποφάσεις δεν υφίσταται πλέον. Ούτε βέβαια το Εφετείο θα μπορούσε αυτεπάγγελτα να εξετάσει και αναθεωρήσει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την αγωγή λόγω μη προώθησης αφού δεν έχει καταχωρηθεί έφεση εναντίον της εν λόγω απόφασης.

Ενόψει όλων των πιο πάνω, οι εφέσεις απορρίπτονται. Δεν εκδίδεται καμία διαταγή για έξοδα λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπόθεσης.

 

 

 

Αλ. Παναγιώτου, Π.                  Μ. Τουμαζή, Δ.                     Ι. Στυλιανίδου, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο