ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Αρ. 94/2023)

 

10 Δεκεμβρίου, 2024

 

     [ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

MANANDHAR SANIT

                                                                                                           Εφεσείων,

v.

 

 ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠHΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

 

                                                                                                          Εφεσίβλητης.

 

 --------------------

 Α. Ιωαννίδη (κα), για Γ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε, για Εφεσείοντα.

Κ. Μιχαηλίδου (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.

                                                --------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.

--------------------

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.: O Εφεσείων, καταγωγής από το Νεπάλ, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας (εφεξής, «η αίτηση»), στο πλαίσιο της οποίας υποβλήθηκε σε συνέντευξη από λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (εφεξής, «ο ΟΕΕΑ») ο οποίος εισηγήθηκε στην Υπηρεσία Ασύλου  την απόρριψη της αίτησης.  Υιοθετώντας την εισήγηση, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική της αίτησης απόφαση, την οποία ο Εφεσείων προσέβαλε διά της Προσφυγής Αρ. 7659/2021.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Προσφυγή διά της εφεσιβαλλόμενης απόφασής του ημερ. 12.7.2023, με το εξής σκεπτικό:

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και απέρριψε τον λόγο ακύρωσης περί ελλιπούς έρευνας από πλευράς της Υπηρεσίας Ασύλου, συμφωνώντας με την τελευταία ως προς το ότι ο Εφεσείων είναι οικονομικός μετανάστης που δεν χρήζει διεθνούς προστασίας.

 

 

 

Τα συναφή πρωτόδικα ευρήματα ήταν τα εξής:

«Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην έκθεση του λειτουργού του Ο.Ε.Ε.Α. αλλά και όπως διαφαίνονται από τον Διοικητικό φάκελό που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων και δεν αμφισβητούνται, ο Αιτητής είναι ενήλικας από το Νεπάλ. Με την αίτησή του για διεθνή προστασία προέβαλε ότι ο λόγος που τον ώθησε να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του ήταν η φτωχή κυβέρνηση ("poor government") η ανάγκη του να διαφύγει στο εξωτερικό για να σώσει την ζωή του (βλ. ερ. 1-3 του δ.φ.).

[.]

Ως προς τους κατ' ιδίαν λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής προέβαλε κατ' εξοχήν οικονομικούς λόγους που άπτονται κυρίως της επιθυμίας του για περαιτέρω εκπαίδευση και εργασία καθώς και λόγους σχετικούς με την δυσαρέσκειά του απέναντι στο πολιτικό σύστημα της χώρας του. Πιο αναλυτικά, αναφορικά με τον πρώτο λόγο ο Αιτητής προέβαλε ότι ενόσω βρισκόταν στην χώρα του αναζητούσε κολλέγια στο εξωτερικό για να συνεχίσει τις μεταπτυχιακές σπουδές του και ήρθε στην Δημοκρατία με άδεια φοίτησης σε ιδιωτικό αμερικανικό κολέγιο για να παρακολουθήσει σπουδές στον τομέα της «Διοίκησης Επιχειρήσεων». Ωστόσο, λόγω του ότι δεν έμεινε ευχαριστημένος αποφάσισε να διακόψει τις σπουδές του δύο χρόνια αργότερα (ερ. 38, 3x και 40 δ.φ.). Περαιτέρω, ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως αιτήθηκε άσυλο και για τον πρόσθετο λόγο ότι ήταν απογοητευμένος από την πολιτική κατάσταση στην χώρα του. Ζητηθείς όπως αναπτύξει την επιχειρηματολογία του για τον εν λόγω ισχυρισμό, ο Αιτητής προέβαλε ότι παρότι αγαπά την χώρα του δεν υπάρχει τίποτα που μπορεί να κάνει εκεί. Μάλιστα, παρέθεσε και ένα περιστατικό αντιμετώπισης που δέχτηκε από έναν αστυνομικό κατά το οποίο τον σταμάτησαν στον δρόμο για έλεγχο και κατόπιν τον οδήγησαν σε αστυνομικό τμήμα και αφού του μίλησαν με τρόπο προσβλητικό του αφαίρεσαν και την άδεια οδήγησης. Ο Αιτητής δήλωσε αγανακτισμένος από την συμπεριφορά των αρχών ενώ εξέφρασε και τον φόβο ότι εάν υψώσει την φωνή του κινδυνεύει με φυλάκιση (ερ. 38, 3x-5x δ.φ.). Ακόμα, ο Αιτητής αναφέρθηκε και στην ανάγκη του για οικονομικούς πόρους και εργασία στην Δημοκρατία, ώστε αφενός να νομιμοποιήσει την παραμονή του μετά την λήξη της άδειας φοίτησής του και αφετέρου να στηρίξει οικονομικά τόσο την οικογένειά του στο Νεπάλ όσο και την σύντροφό μαζί με το εννέα μηνών παιδί του στην Δημοκρατία. Για  τον σκοπό αυτό εργάζεται ως αποστολέας και επιχείρησε να αποκτήσει άδεια εργασίας (ερ. 37, 3x-6x και 41, 2x δ.φ.). Ερωτηθείς αν θα ήταν σε θέση να επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του και να αναζητήσει εργασία εκεί, απάντησε αρνητικά ισχυριζόμενος ότι είναι ήδη 29 ετών και δεν υπάρχουν προοπτικές καριέρας στο Νεπάλ (ερ. 36, 1x δ.φ.). Τέλος, ο Αιτητής αναφέρθηκε και στην απροθυμία του όπως επιστρέψει στο Νεπάλ εξαιτίας του λόγου ότι η σύντροφός του στην Κύπρο ανήκει σε διαφορετική κάστα και φοβάται ότι δεν θα γίνει αποδεκτή από την κοινωνία ή τους γονείς του. Επί τη βάση των ανωτέρω ισχυρισμών η Υπηρεσία Ασύλου σχημάτισε την απόφασή της αξιολογώντας μόνο τους ισχυρισμούς περί της ταυτότητας και της χώρας καταγωγής του Αιτητή, τους οποίους και έκανε δεκτούς στο σύνολό τους ως αξιόπιστους. Ακολούθως, μετά από εξατομικευμένη εξέταση του αιτήματός του, όλα τα συναφή στοιχεία που άπτονται του αιτήματός του και τους λόγους που εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του, η Υπηρεσία διαπίστωσε πως δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι σε περίπτωση που ο Αιτητής επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Κρίθηκε δε ότι η επιστροφή στην χώρα του είναι δυνατή και δεν υπάρχουν εύλογοι να γίνει αποδεκτό ότι η περαιτέρω παραμονή του εκτός αυτής είναι δικαιολογημένη. Ενόψει των ανωτέρω είναι κατάληξη των Καθ' ων ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση προσφυγικού καθεστώτος, σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Ομοίως, κατόπιν έρευνας σε εξωτερικές πηγές κρίθηκε ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις για την απόδοση καθεστώτος επικουρικής προστασίας κατά το άρθρο 19 (2) (α-γ) του ίδιου Νόμου.

[.]

Όπως ξεκάθαρα προκύπτει από τα λεχθέντα κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο Αιτητής δήλωσε με σαφήνεια ότι ο κύριος λόγος που αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία ήταν για να σπουδάσει ενώ, κατόπιν, έχοντας χάσει το ενδιαφέρον του στις σπουδές παραδέχθηκε ότι ήθελε να παραμείνει για να εργαστεί προκειμένου να έχει ένα καλύτερο μέλλον. Σε ερώτηση ποιες θα είναι οι συνέπειες επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ανέφερε ότι ανησυχεί για το επαγγελματικό μέλλον του γιού του αλλά και του δικού του, ενώ δεν έκανε καμία αναφορά σε οποιοδήποτε άλλο δυνητικό κίνδυνο για τη ζωή του. Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, στα οποία είχε τη δυνατότητα και τον χρόνο να απαντήσει και να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία του. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία. Οι ισχυρισμοί αυτοί που επικαλείται δεν θα μπορούσαν να τον εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6 (Ι)/2000. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι αρκετοί ούτε για να του χορηγηθεί το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Η δε αναφορά ότι σε περίπτωση που επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του, οι γονείς του αλλά και η κοινωνία δεν θα εγκρίνουν την σχέση του με την σύντροφό του στην Κύπρο λόγω του ότι η τελευταία ανήκει σε διαφορετική κάστα, κρίνεται ως πασίδηλα ασαφής και γενικόλογος και ως εκ τούτου ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης. Ούτε κατά το στάδιο της συνέντευξης αλλά πολλώ μάλλον ούτε και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας δεν επιχείρησε ο Αιτητής, παρότι είχε τα δικονομικά μέσα να το πράξει, να αποσαφηνίσει και να θεμελιώσει τον εν λόγω ισχυρισμό, προβάλλοντας πληροφορίες για την κάστα της συντρόφου του και τις κοινωνικό-ιδεολογικές αντιλήψεις της δικής του κάστας. Αντιθέτως, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι ο Αιτητής δεν δήλωσε ότι ανήκει σε κάποια συγκεκριμένη κάστα ή εθνοτική ομάδα (βλ. σχετικό χωρίο επί της αίτησης κενό). Ελλείψει περαιτέρω στοιχείων δεν υπάρχουν λόγοι να πιστεύεται ότι ο Αιτητής ή η σύντροφός του θα υποστούν πράξεις που ισοδυναμούν με δίωξη λόγω φυλής ή θρησκευτικών πεποιθήσεων ή ένταξης σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα. Η δε απλή αποδοκιμασία των επιλογών του Αιτητή εκ μέρους της οικογένειάς του δεν αρκεί για να θεμελιώσει πράξη «δίωξης».

Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον τους. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ο Αιτητής δεν επικαλέστηκε εναντίον του οποιαδήποτε διάκριση ή δίωξη από οποιοδήποτε φορέα που να τον εμποδίζει να διαμείνει και να εργαστεί στη χώρα καταγωγής του.

Η γενική αξιοπιστία του Αιτητή κρίθηκε μεν ικανοποιητική, πλην όμως, οι ισχυρισμοί του δεν μπορούν να υπαχθούν στις πρόνοιες του Νόμου για την παραχώρηση διεθνούς προστασίας. Οι ισχυρισμοί του Αιτητή, οι οποίοι στο σύνολό τους περιστρέφονται γύρω από την απροθυμία του να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του για οικονομικούς λόγους, δεν στοιχειοθετούν λόγο υπαγωγής στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα.

[.]

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης, αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη.

[.]

Επίσης, συμπληρωματικά των ως άνω καταλήξεων συν-αξιολογείται και το γεγονός της υπέρμετρης καθυστέρησής υποβολής του αιτήματος για παραχώρηση διεθνούς προστασίας. Στην εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή κατά την προβολή λόγων δυνάμενων να τον υπαγάγουν στο καθεστώς διεθνούς προστασίας και που συνέτρεχαν κατά τον χρόνο διαφυγής από την χώρα καταγωγής, συνεκτιμάται και ο υποκειμενικός παράγοντας της προσπάθειας του Αιτητή να βοηθήσει τον κριτή του αιτήματος. Κρίσιμο, εν προκειμένω, είναι μεταξύ άλλων το κατά πόσον η αίτηση ασύλου υποβλήθηκε κατά το δυνατόν αμελλητί, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 12 5 στοιχείο δ) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση). Σε περιπτώσεις όπου η αίτηση ασύλου υποβλήθηκε ενόσω είχε προηγηθεί διοικητική ενέργεια έναντι της οποίας η αίτηση ασύλου μπορεί να αποτελέσει άμυνα (π.χ. σύλληψη προς απέλαση, σύλληψη λόγω εντάλματος έκδοσης ή λήξη προηγούμενης άδειας διαμονής, όπως στην περίπτωση του Αιτητή), η αδράνεια του Αιτητή όπως ζητήσει εγκαίρως προστασία από την χώρα υποδοχής αποτελεί δείκτη έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας στους προβαλλόμενους λόγους δίωξης. Εν προκειμένω, ο Αιτητής εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του τον Φεβρουάριο του 2017, και παρότι εισήλθε στην Δημοκρατία τον ίδιο μήνα, υπέβαλε αίτηση δύο χρόνια αργότερα, ήτοι τον Απρίλιο του 2019 και ενόσω, όπως δηλώνει, είχε προηγουμένως λήξει η άδεια διαμονής/φοίτησής του.

Για την πληρότητα της έρευνας και παρότι δεν προβλήθηκαν από τον Αιτητή ισχυρισμοί που θα μπορούσαν να τον εντάξουν στις διατάξεις περί συμπληρωματικής προστασίας, το Δικαστήριο αξιολόγησε την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του Αιτητή ανατρέχοντας σε έγκυρες βάσεις δεδομένων αναφορικά με τα καταγεγραμμένα περιστατικά ασφαλείας. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία από την βάση δεδομένων ACLED ("The Armed Conflict Location & Event Data Project")[1], κατά το διάστημα μεταξύ 30/06/2022 έως 30/06/2023 στην επαρχία Bagmati του Nepal[2], όπου βρίσκεται η πόλη και πρωτεύουσα της χώρας, Kathmandu[3], τόπος γέννησης και προηγούμενης συνήθους διαμονής του Αιτητή, καταγράφηκαν συνολικά 97 περιστατικά βίας που οδήγησαν συνολικά στην απώλεια μιας (1) ανθρώπινης ζωής. Πιο αναλυτικά, από τα εν λόγω περιστατικά 3 συνίσταντο σε περιστατικά βίας κατά πολιτών (με 0 απώλειες ζωών) και 84 σε εξεγέρσεις/ταραχές (με 1 απώλεια ζωής). Ο εξαιρετικά χαμηλός αριθμός των συμβάντων -σε συνδυασμό με την έκταση (20,300 km²) και τον αριθμό του πληθυσμού στη εν λόγω επαρχία (6,116,866 το έτος 2021[4]) δεικνύει ότι στον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του Αιτητή δεν λαμβάνουν χώρα συνθήκες αδιάκριτης βίας υπό τη μορφή εσωτερικής ενόπλου συρράξεως που θα μπορούσαν να θέσουν τη ζωή του Αιτητή σε κίνδυνο από μόνη την παρουσία του στην επαρχία αυτή.

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/ 2000, με την ΚΔΠ 202/2022 αλλά και πιο πρόσφατα με την Κ.Δ.Π. 166/2023 (ημερ. 26/05/2023), καθόρισε τη χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νεπάλ), ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης, σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή, η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.».

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο Εφεσείων καταλογίζει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα έκρινε επαρκή τη διοικητκή έρευνα, αφού η Υπηρεσία Ασύλου δεν εξέτασε τους ισχυρισμούς του για την επικρατούσα πολιτική κατάσταση στο Νεπάλ.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους:

 

Για να στοιχειοθετηθεί έλλειμμα στη διοικητική έρευνα η οποία προπαρασκεύασε  την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη, ο προσφεύγων έχει το βάρος να αποδείξει τον συναφή λόγο ακύρωσης τον οποίον προβάλλει, καταδεικνύοντας τι έπρεπε να ερευνηθεί και δεν ερευνήθηκε, ώστε να άρει επιτυχώς το τεκμήριο επάρκειας το οποίο καλύπτει την διεξαχθείσα διοικητική έρευνα, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι ο αιτητής διεθνούς προστασίας έχει το βάρος να τεκμηριώσει  την αίτησή του (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 61/2022 Nyemb ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερομηνίας 30.10.2024).

 

Δεδομένου ότι η διεθνής προστασία χορηγείται σε πρόσωπο το οποίο αντιμετωπίζει στη χώρα καταγωγής του είτε βάσιμο φόβο δίωξης (Άρθρο 3 των περί Προσφύγων Νόμων) είτε πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης (Άρθρο 19 των περί Προσφύγων Νόμων), κρίνουμε ότι δεν επαρκούσε η (άνευ ετέρου) απλή αναφορά του Εφεσείοντα στην επικρατούσα πολιτική κατάσταση στο Νεπάλ για να είχε υποβάλει την Υπηρεσία Ασύλου σε υποχρέωση διεξαγωγής έρευνας ως προς το συγκεκριμένο θέμα, καθότι -από μόνη της αυτή η αναφορά- δεν επαρκεί για να στοιχειοθετήσει τα κριτήρια του προρρηθέντος Άρθρου 3 ή 19 των περί Προσφύγων Νόμων ώστε να δικαιολογείται η παροχή διεθνούς προστασίας στον Εφεσείοντα.  Κατά τη νομολογία (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 5/2023, M.M.R. ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 1.10.2023), η Υπηρεσία Ασύλου ή το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν οφείλει να διεξαγάγει δέουσα έρευνα όταν ο αιτητής διεθνούς προστασίας δεν τεκμηριώνει κίνδυνο και, εν προκειμένω, οι τοποθετήσεις του Εφεσείοντα ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου (μέσω της αίτησης ή της συνέντευξης) ευλόγως δεν έγειραν ανάγκη εξέτασης της πολιτικής κατάστασης.

 

Αυτό που ερευνήθηκε και εξετάστηκε είναι ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Νεπάλ (από τον λειτουργό του ΟΕΕΑ, ως δεικνύει η εισηγητική του έκθεση)  και η κατάσταση ασφάλειας στον τόπο πρότερης συνήθους διαμονής του Εφεσείοντα στο Νεπάλ (από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο πλαίσιο ελέγχου ουσίας/ορθότητας) που όντως συναρτώνται με τα κριτήρια του Άρθρου 3 ή 19 των περί Προσφύγων Νόμων ως προς την παροχή διεθνούς προστασίας.  Επιπρόσθετα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών καθόρισε (διά της Κανονιστικής Διοικητικής Πράξης 166/2023) το Νεπάλ ως ασφαλή χώρα καταγωγής  προσμετρώντας -μεταξύ άλλων- το δημοκρατικό σύστημα και τις γενικές πολιτικές συνθήκες.

 

Συνάγεται ότι στερείται ερείσματος η θέση του Εφεσείοντα πως η απόρριψη της αίτησής του είναι απότοκο ελλιπούς έρευνας.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, ο Εφεσείων προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως δεν πληροί τις προυποθέσεις για να του χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής  λόγους:

 

Λαμβάνοντας υπόψη την πρωτόδικη κρίση, η οποία παρατίθεται αυτούσια πιο πάνω, κρίνουμε ότι εύλογα και αιτιολογημένα το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο Εφεσείων είναι οικονομικός μετανάστης που δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας.

 

Ως υποδείχθηκε πιο πάνω, εναπόκειτο στον Εφεσείοντα να τεκμηριώσει την αίτησή του και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι ισχυρισμοί του Εφεσείοντα δεν ήταν επαρκείς ως προς τούτο.  Επειδή η Υπηρεσία Ασύλου εξετάζει εξατομικευμένα έκαστη αίτηση διεθνούς προστασίας, δεν αναιρείται η υποχρέωση του αιτητή να τεκμηριώσει την αίτησή του ούτε η δυνατότητα της Υπηρεσίας Ασύλου ή του πρωτόδικου Δικαστηρίου να την κρίνει αβάσιμη, το δε Εφετείο δεν παρεμβαίνει εκτός αν ο προσφεύγων καταδείξει νομικό σφάλμα (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 64/2023 Ο.Ε. ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 18.7.2024), που δεν παρατηρείται εν προκειμένω.

 

Στο περίγραμμά του, ο Εφεσείων προβάλλει ότι ισχυρίστηκε πως η ζωή του τελεί σε κίνδυνο λόγω των θρησκευτικών του πεποιθήσεων που δεν συνάδουν με τις πεποιθήσεις της τότε νεπαλέζικης κυβέρνησης, θεωρώντας ότι αυτός ο ισχυρισμός αγνοήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Κατόπιν ερώτησής μας κατά την ενώπιόν μας ακρόαση, η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Εφεσείοντα μας παρέπεμψε στις δηλώσεις του τελευταίου (κατά τη συνέντευξή του από λειτουργό του ΟΕΕΑ) περί της πολιτικής κατάστασης και της επικρατούσας διαφθοράς στο Νεπάλ.  Με κάθε όμως σεβασμό, εκτιμούμε ότι οι τότε δηλώσεις του Εφεσείοντα δεν απηχούν ή συνταυτίζονται με τον προρρηθέντα ισχυρισμό του για αντιμετώπιση κινδύνου ένεκα θρησκευτικών πεποιθήσεων.

 

Συνεπώς, διαπιστώνουμε ότι τέτοιος ισχυρισμός δεν προβλήθηκε από τον Εφεσείοντα στο πλαίσιο της εξέτασης της αίτησής του από την Υπηρεσία Ασύλου ή στο πλαίσιο εκδίκασης της Προσφυγής του από το πρωτόδικο Δικαστήριο, οπότε και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Εφετείο το οποίο δεν συνιστά Δικαστήριο ελέγχου ουσίας της διοικητικής ή της πρωτόδικης απόφασης (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 65/2023 Εjikeme ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 29.11.2024) αλλά μόνο νομιμότητας (βλ. Άρθρο 13 του Ν.73(Ι)/2018).

 

Κατά τον τρίτο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αναιτιολόγητα έκρινε ότι ο Εφεσείων δεν χρήζει αναγνώρισης ως πρόσφυγας, παρερμηνεύοντας το συναφές Άρθρο 3 των περί Προσφύγων Νόμων και παραγνωρίζοντας το Άρθρο 14 των ίδιων Νόμων.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους:

 

Ως κρίθηκε στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου έφεσης, είναι εύλογη και αιτιολογημένη η πρωτόδικη κρίση ως προς το ότι ο Εφεσείων είναι οικονομικός μετανάστης ο οποίος δεν πληροί τις προϋποθέσεις του Άρθρου 3 των περί Προσφύγων Νόμων για να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας ενώ και η επίκληση, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν κατά την εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης, είναι απαραδέκτως όψιμη.

 

Κατά τη νομολογία, όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο ομογνωμεί (άνευ διαπιστωθέντος από το Εφετείο νομικού σφάλματος) με τη Διοίκηση πως ο αιτητής διεθνούς προστασίας δεν χρήζει διεθνή προστασία βάσει του Άρθρου 3 ή 19 των περί Προσφύγων Νόμων, παρέλκει η οποιαδήποτε παραπομπή στο Άρθρο 14 των ίδιων Νόμων (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 3/2022 Jallow ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 30.9.2024) το οποίο Άρθρο 14 προβλέπει ότι ο φόβος ή ο κίνδυνος δίωξης δύναται να εδράζεται επί γεγονότων μεταγενέστερων από την αναχώρηση του αιτητή διεθνούς προστασίας από τη χώρα καταγωγής του.

 

Σημειώνεται, τέλος, ότι, ούτε στον δικογραφημένο τρίτο λόγο έφεσης, ούτε στο περίγραμμά του, ο Εφεσείων αναφέρει συγκεκριμένα μεταγενέστερα γεγονότα τα οποία κατ' ισχυρισμό αγνοήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, οπότε αποτυγχάνει να αμφισβητήσει την ορθότητα των πρωτόδικων ευρημάτων.

 

Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:

Η έφεση απορρίπτεται.

 

Επιδικάζεται το ποσό των 2000 ευρώ, ως κατ΄έφεση έξοδα, υπέρ της Εφεσίβλητης και κατά του Εφεσείοντα.

 

 

                                                         Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.    

               

                                                          Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                          Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.



[1] ACLED Dashboard ("The Armed Conflict Location & Event Data Project"), περιστατικά ασφαλείας στην περιφέρεια Bagmati του Νεπάλ για το χρονικό διάστημα από 30/06/2022 έως 30/06/2023 στον σύνδεσμο https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard. Σημ: Τα στοιχεία είναι προσβάσιμα κατόπιν χειροκίνητης υποβολής των δεδομένων αναζήτησης (π.χ. region βλ. South Asia/Nepal/Bagmati Region. (Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/07/2023).

[2] Google maps, Nepal, Bagmati Province, η γεωγραφική τοποθεσία στον ακόλουθο σύνδεσμο: https://www.google.com/maps/place/Bagmati+Province,+Nepal/@27.6489256,83.9259213,8z/data=!3m1!4b1!4m6!3m5!1s0x39eae2aff36f02ff:0x449ae95e88092811!8m2!3d27.6624958!4d85.4375574!16s%2Fg%2F11c 2r6g8xy?entry=ttu (Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 04/07/2023).

[3] Google maps, Nepal, Bagmati Province, Kathmandu, η γεωγραφική τοποθεσία στον ακόλουθο σύνδεσμο: https://www.google.com/maps/place/Kathmandu+44600,+Nepal/@27.8004484,85.2131228,10.23z/data=!4m6!3m5!1s0x39eb198a307baabf:0xb5137c1bf18db1ea!8m2!3d27.7172453!4d85.3239605!16zL20vMDRjeDU?e ntry=ttu (Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/07/2023).

[4] City population, Nepal, Bagmati Province https://www.citypopulation.de/en/nepal/admin/3__bagmati/ (Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/07/2023).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο