ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 51/2022)
19 Δεκεμβρίου 2024
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ABDI ABDI
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ MEΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ
Εφεσίβλητης.
---------------------
A. Νεοφύτου, για Α. ΝΕΟΦΥΤΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.ΕΠ.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Ρ. Χαραλάμπους (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
----------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την υποφαινόμενη.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕYΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: H παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ημερομηνίας 10/10/2022 στην Προσφυγή Αρ. 1096/2017, με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 26/05/2017, η οποία απέρριψε το αίτημα του Εφεσείοντα για διεθνή προστασία.
Τα γεγονότα της περίπτωσης συνοψίζονται ως ακολούθως:
Ο Εφεσείων, Σομαλός υπήκοος, υπέβαλε στις 11/03/2016 αίτηση για διεθνή προστασία ως ασυνόδευτος ανήλικος. Στις 20/05/2016 διεξήχθη συνέντευξη προσδιορισμού της ηλικίας του, μετά την ολοκλήρωση της οποίας επιβεβαιώθηκε ότι πρόκειται για ανήλικο.
Σημειώνεται ότι κατόπιν επιθυμίας του Εφεσείοντα υπεβλήθη αίτημά του για οικογενειακή επανένωσή του ενώπιον των αρμοδίων Νορβηγικών αρχών, αίτημα το οποίο απερρίφθη.
Στις 16/05/2017 διεξήχθη συνέντευξη από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, στην παρουσία διερμηνέα και εκπροσώπου από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας και στις 17/05/2017 υπεβλήθη προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισήγηση για απόρριψη του αιτήματος του Εφεσείοντα για παροχή διεθνούς προστασίας, η οποία εγκρίθηκε στις 18/05/2017. Ο Εφεσείων ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή ημερομηνίας 26/05/2017.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τους προβληθέντες λόγους ακύρωσης, έκρινε πάσχουσα τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης λόγω πλημμελειών από μέρους της Εφεσίβλητης κατά τη διάρκεια της συνέντευξης. Στη συνέχεια προχώρησε στην εξέταση της ουσίας του αιτήματος του Εφεσείοντα, στη βάση των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν του, λαμβάνοντας υπόψη την μεταβολή των προσωπικών συνθηκών του Εφεσείοντα, ήτοι ότι ενηλικιώθηκε, σε συνάρτηση με την ικανότητα του να εργαστεί και να φροντίσει τον εαυτό του. Κατέληξε δε, ότι με βάση τα ενώπιόν του στοιχεία δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις, τόσο του Άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(1)/2000) για αναγνώριση στον Εφεσείοντα του καθεστώτος του πρόσφυγα όσο και του Άρθρου 19(2) του Νόμου ως δικαιούχου συμπληρωματικής προστασίας.
Ο Εφεσείων βάλλει κατά της πρωτόδικης Απόφασης με δύο Λόγους Έφεσης:
Με τον πρώτο Λόγο Έφεσης, ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του σχετικού Νόμου για αναγνώριση του ως πρόσφυγα και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε αιτιολογημένο συμπέρασμα σε σχέση με την παρελθούσα δίωξη του. Με τον δεύτερο Λόγο Έφεσης, ο Εφεσείων προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι, υπό το φως των διεθνών πηγών πληροφόρησης και των δεδομένων της περίπτωσης, μπορεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του να εγκατασταθεί στην πόλη Mogadishu και κατ' επέκταση εσφαλμένα έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν στοιχειοθετείται ανάγκη να παραχωρηθεί στον Εφεσείοντα το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Koινή συνισταμένη των δύο προβαλλόμενων Λόγων Έφεσης αποτελεί η κατ' ισχυρισμόν απουσία εκτίμησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο των πραγματικών περιστατικών της περίπτωσης του Εφεσείοντα και των προσωπικών του περιστάσεων, σε συνδυασμό με τις πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του. Είναι γι' αυτό που οι δύο Λόγοι Έφεσης θα τύχουν κοινής εξέτασης.
Όπως έχει αναφερθεί, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έκρινε πάσχουσα τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Εφεσείων κατά τον χρόνο εξέτασης της αίτησής του από την Υπηρεσία Ασύλου ήταν ανήλικος, προχώρησε σε έλεγχο της ουσίας του αιτήματος του Εφεσείοντα, αντιμετωπίζοντάς τον πλέον ως ενήλικα, λόγω της μεταβολής των προσωπικών του συνθηκών.
Σημείωσε δε τα ακόλουθα:
«Ωστόσο σήμερα, το Δικαστήριο καλείται να αξιολογήσει κατά πόσο με τα ενώπιον του στοιχεία και προσωπικά χαρακτηριστικά του Αιτητή και την σημερινή κατάσταση ασφαλείας στην χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου για αναγνώρισή του ως πρόσφυγα ή εναλλακτικά κατά πόσο πληροί τις προϋποθέσεις του Άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου για αναγνώρισή του ως δικαιούχου συμπληρωματικής προστασίας.
Στα πλαίσια της ex nunc εξέτασης που οφείλει να προβαίνει το Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν μπορεί από τη μια το Δικαστήριο να λαμβάνει υπόψιν νέα στοιχεία ως προς τη χώρα καταγωγής και τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή αλλά από την άλλη να αγνοεί την μεταβολή των προσωπικών συνθηκών του Αιτητή ήτοι την σημερινή του ηλικία την ικανότητα του να εργαστεί και να φροντίσει τον εαυτό του ως ενήλικας . Η αποδοχή τέτοιας θέσης θα συνιστούσε επιλεκτική συμπεριφορά του Δικαστηρίου και σε κάθε περίπτωση αντίθετη προς την απαίτηση για εξατομικευμένη εξέταση του Αιτήματος του Αιτητή για αναγνώρισή του ως πρόσφυγα ή εναλλακτικά ως δικαιούχου συμπληρωματικής προστασίας.
[.]
Επί της ουσίας ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι αυτός έχει βάσιμο φόβο δίωξης λόγω του ότι μπορεί να εξαναγκαστεί σε στρατολόγηση από την ΑΙ Shabab ελλείψει υποστηρικτικού δικτύου στην χώρα καταγωγής του.»
Όπως αναφέρεται, το πρωτόδικο Δικαστήριο «μελέτησε τις πηγές τις οποίες προσήγαγε ο Αιτητής προς υποστήριξη του αιτήματός του, προέβη σε έρευνα σε πρόσφατες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή». Ειδικότερα για την πόλη Jowhar, περιοχή συνήθους διαμονής του Εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε τα εξής:
«.. η κατάσταση στην περιοχή Jowhar της επαρχίας Middle Shabelle σύμφωνα με πρόσφατες πηγές πληροφόρησης και εφαρμόζοντας το σκεπτικό του ΔΕΕ στην υπόθεση Elgafaji (ανωτέρω) υποδεικνύει ότι ο βαθμός της αδιάκριτης άσκησης βίας που χαρακτηρίζει την περιοχή Jowhar, τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή, αλλά και γενικότερα την επαρχία Middle Shabelle έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό ώστε η απλή παρουσία στην εν λόγω περιοχή να θέτει τον Αιτητή σε κίνδυνο.».
Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο ο Εφεσείων θα μπορούσε να μετεγκατασταθεί στη Mogadishu και αναφερόμενο στα ευρήματα των πηγών πληροφόρησής του, κατέληξε ότι δεν στοιχειοθετείται ανάγκη να παραχωρηθεί στον Εφεσείοντα το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, το προβλεπόμενο στο Άρθρο 19(2) του σχετικού Νόμου.
Κατά την ενώπιόν μας διαδικασία, ο Εφεσείων ισχυρίστηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν φαίνεται να έλαβε υπόψη ότι αυτός δεν είχε επαρκές υποστηρικτικό δίκτυο στην περιοχή της Mogadishu, καθότι δεν έχει συγγενικούς δεσμούς στην περιοχή, καθώς επίσης και ότι είναι μέλος μειονοτικής φυλής, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει αυξημένο κίνδυνο να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Προβάλλει επίσης, ότι σύμφωνα με ακριβείς και επίκαιρες πληροφορίες, όπως η πρόσφατη έκθεση του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (πρώην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο) με τίτλο «Country Guidance Somalia, June 2022»), η προϋπόθεση για ύπαρξη προστασίας στη Mogadishu ικανοποιείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, αφού ληφθούν υπόψη οι προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος.
Παραπέμπει επίσης έκθεση της Ύπατης Αρμοστείας Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες με τίτλο «International Protection Considerations with Regard to People Fleeing Somalia, September 2022», σύμφωνα με την οποία, η δυνατότητα για εσωτερική μετεγκατάσταση στη πόλη Mogadishu δεν είναι γενικά διαθέσιμη και υπογραμμίζει ότι, όταν γίνεται αξιολόγηση περί δυνατότητας για εσωτερική μετεγκατάσταση, το βάρος απόδειξης το φέρει o κριτής του αιτήματος ασύλου.
Στην πρωτόδικη Απόφαση σημειώθηκε ότι οι ισχυρισμοί του Εφεσείοντα, όπως προκύπτουν από την αίτησή του, τις συνεντεύξεις και την ένορκη δήλωση επί της αίτησής του για προσαγωγή μαρτυρίας ημερομηνίας 13/3/2020, αίτηση η οποία έγινε αποδεκτή με ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 31/12/2020, συνοψίζοντας ως εξής:
Ο Εφεσείων, ο οποίος ήταν ανήλικος πριν την αναχώρησή του από τη Σομαλία, διέμενε με τον πατέρα του και τη μητριά του στην πόλη Jowhar και όπως ισχυρίζεται, υπέστη κακοποίηση από τη μητριά του και τον αδελφό της, προκειμένου να τον στρατολογήσουν στην τρομοκρατική οργάνωση Al Shabaab. Στην Mogadishu διέμενε η μητέρα του σε φιλικό σπίτι μαζί με τη μητέρα της και τον αδελφό της (γιαγιά και θείος του Εφεσείοντα από την πλευρά της μητέρας του) οι οποίοι είναι τυφλοί. Όπως έχει πληροφορηθεί από τη θεία του (αδελφή της μητέρας του) η οποία ζει στο Noρβηγία, η μητέρα του απεβίωσε τον Ιούλιο του 2017 και ο πατέρας του τον Ιανουάριο του 2019. Ο δε θείος του (αδελφός του πατέρα του) που τον βοήθησε να φύγει από τη χώρα, δολοφονήθηκε από την οργάνωση Al Shabaab.
Ιδιαίτερα για τους δεσμούς του με τη γιαγιά και το θείο του, από την πλευρά της μητέρας του, που διαμένουν στη Mogadishu, ο Εφεσείων αναφέρει στην παράγραφο 11 της ένορκης του δήλωσης ημερομηνίας 13/3/2020 (επί της αίτησής του για προσαγωγή μαρτυρίας-ανωτέρω), ότι δεν τους έχει γνωρίσει ποτέ και όπως έχει πληροφορηθεί από τη θεία του που ζει στη Νορβηγία, δεν έχουν δικό τους σπίτι, είναι μεγάλοι σε ηλικία και τυφλοί, δεν μπορούν να εργαστούν και εξαρτώνται πλήρως για την επιβίωσή τους από τη βοήθεια των γειτόνων τους. Aναφέρει επίσης ο Εφεσείων στην παράγραφο 15 της ένορκης του δήλωσης ημερομηνίας 13/3/2020, ότι δεν πήγε ποτέ σχολείο στη Σομαλία και ο πατέρας του τον δίδασκε από το σπίτι.
Αναφορικά με τη φυλή Shekhal, στην οποία ανήκει ο Εφεσείων, όπως αναφέρει στην παράγραφο 6 στην ένορκη του δήλωση, αυτή είναι αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο (σελίδα13 της πρωτόδικης Απόφασης), ότι κατατάσσεται στις μειονοτικές φυλές της Σομαλίας και ότι σύμφωνα με πηγές πληροφόρησης «Η ένταξη στη Al-Shabaab παρατηρείται ότι είναι πιο συχνό φαινόμενο σε άτομα που ανήκουν σε μειονοτικές φυλές λόγω της εξασφάλισης που τους παρέχει για τη βελτίωση της κοινωνικής τους κατάστασης».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας το ενδεχόμενο μετεγκατάστασης του Εφεσείοντα στην Mogadishu, αναφέρθηκε στις Κατευθυντήριες Οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ και σημείωσε τα ακόλουθα:
«Λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τις Κατευθυντήριες Οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες με τίτλο «Η Δυνατότητα Εγκα.άστ^σης σε άλλη Περιοχή της Χώρας Καταγωγής» στα πλαίσια του άρθρου 1 A (2) της Σύμβασης του 1951 και / ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων» γίνεται δεκτό ότι: «η έννοια της δυνατότητας εγκατάστασης σε άλλη περιοχή της χώρας καταγωγής αναφέρεται σε γεωγραφικά ορισμένη περιοχή της χώρας, όπου δεν υπάρχει κίνδυνος βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης και όπου, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, εύλογα αναμένεται ότι ο αϊτών άσυλο θα μπορούσε να διάγει σ' αυτήν φυσιολογική ζωή».[13]
Στο παρακάτω μέρος της απόφασης εξετάζεται το ενδεχόμενο εσωτερικής μετεγκατάστασης στην πόλη Mogadishu, καθότι είναι από τις περιοχές που ελέγχει η νόμιμη κυβέρνηση στη χώρα ενώ ο Αιτητής διαθέτει στην περιοχή μέλη της οικογένειάς του (θείο και γιαγιά από την πλευρά της μητέρας του), ενώ υπάρχει εύκολη και άμεση πρόσβαση αεροπορικώς.».
Αφού δε αναφέρθηκε στις πηγές πληροφόρησης του κατέληξε ότι:
«Δεν παρατηρούνται επομένως τα ίδια επίπεδα γενικευμένης βίας στο Μογκαντίσου, παρά τις συχνές στοχευμένες επιθέσεις ενάντια σε υψηλού προφίλ στόχους.
Υπό το φως των διεθνών πηγών πληροφόρησης και τα δεδομένα που έχω ενώπιον μου αναφορικά με τις ειδικότερες συνθήκες και δεδομένα που αφορούν στον Αιτητή κρίνω ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, μπορεί να εγκατασταθεί στην πόλη Mogadishu, καθότι είναι περιοχή που ελέγχει η νόμιμη κυβέρνηση στη χώρα, υπάρχει εύκολη και άμεση πρόσβαση αεροπορικώς και ο Αιτητής διαθέτει στην περιοχή μέλη της οικογένειάς του (θείο και γιαγιά από την πλευρά της μητέρας του). Αναφορικά με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του ήτοι η μητέρα και ο πατέρας του και ο θείος του από την πλευρά του πατέρα του, παρόλο ότι ο Αιτητής δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να καταδεικνύει το θάνατο τους κρίνω ότι δεν είναι καθοριστικό στοιχείο για να αποφασίσει το Δικαστήριο την έγκριση του αιτήματος του για διεθνή προστασία. Συνεπώς, δεν στοιχειοθετείται ανάγκη να του παραχωρηθεί ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας για ένα από τους λόγους που παρατίθενται στο άρθρο 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου.».
Έχοντας σκιαγραφήσει τα δεδομένα της περίπτωσης, θεωρούμε ότι αυτό που πρέπει να εξεταστεί, είναι το κατά πόσο οι επίκαιρες πληροφορίες από έγκυρες πηγές που ο Εφεσείων προσκόμισε κατά την ενώπιόν μας διαδικασία, θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και κατ' επέκταση να πιθανολογήσουν το ενδεχόμενο πλάνης από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την αξιολόγηση των συνθηκών, προκειμένου να αποφασισθεί αν ο Εφεσείων διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη.
Σύμφωνα με το Άρθρο 12Γ(3) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(Ι)/2000), κατά την εξέταση της δυνατότητας εσωτερικής μετεγκατάστασης αιτητή ο οποίος έχει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας «λαμβάνει υπόψη τις περιστάσεις που επικρατούν στο εν λόγω τμήμα της χώρας και τις προσωπικές περιστάσεις». Για τον σκοπό αυτό «λαμβάνονται υπόψη ακριβείς και επίκαιρες πληροφορίες από σχετικές πηγές, όπως την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες και την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία υποστήριξης για το Άσυλο».
Κατ' ανάλογη εφαρμογή, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, το οποίο εξετάζει την ουσία του αιτήματος αιτούντος για διεθνή προστασία μέσα στα πλαίσια άσκησης του ελέγχου της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, λαμβάνει υπόψη ή οφείλει να λαμβάνει υπόψη ακριβείς και επίκαιρες πληροφορίες από σχετικές πηγές για τις περιστάσεις που επικρατούν στο τμήμα της χώρας στο οποίο θα μετεγκατασταθεί ο αιτών διεθνή προστασία.
Εν προκειμένω, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του δεδομένα για την πόλη Mogadishu από έγκυρες και ακριβείς πηγές πληροφόρησης. Πλην όμως, ο Εφεσείων έθεσε ενώπιόν μας εξίσου ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες σε σχέση με αυτές που έλαβε υπόψη το πρωτόδικο Δικαστήριο, από έγκυρες πηγές πληροφόρησης, δεδομένα τα οποία δεν θα μπορούσαν να αγνοηθούν αφού τέθηκαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου για σκοπούς υποβοήθησης του έργου του και δεν οδηγούν σε εισαγωγή μαρτυρίας, ως η θέση της Εφεσίβλητης.
Σχετικό επ' αυτού είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στη Χριστιάνα Δημητρίου κ.ά. και Λεωνίδας Λεωνίδου, Εφέσεις κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 107/19 κ.ά., ημερομηνίας 23/10/2024:
«Προδικαστική ένσταση ότι η καθ΄ ης η αίτηση επιδιώκει, την προσαγωγή μαρτυρίας παρακάμπτοντας την ορθή δικονομική διαδικασία.
Ήταν η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή, στο πλαίσιο της Ε.Δ.Δ. 112/19, ότι η καθ' ης η αίτηση[8] επιδιώκει, μέσω του περιγράμματος αγόρευσης της, να προσαγάγει κατά τρόπο δικονομικά απαράδεκτο μαρτυρία.
Στο περίγραμμα αγόρευσης της καθ΄ ης η αίτηση πράγματι επισυνάφθηκαν συνολικά τρία έγγραφα τα οποία σχετίζονται με την αναπλήρωση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Μεταφορών, με τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, από 18.7.2016 - 2.7.2016. Ειδικότερα [.]
Τα όσα επισυνάφθηκαν στο περίγραμμα αγόρευσης της καθ΄ ης η αίτηση δεν οδηγούν σε εισαγωγή νέας μαρτυρίας, ως εισηγήθηκε ο συνήγορος του αιτητή, αλλά τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου για σκοπούς υποβοήθησης του έργου του. Ως αναφέρθηκε, η αναπλήρωση του πιο πάνω Διευθυντή προκύπτει από τα στοιχεία των φακέλων που τέθηκαν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου στα πλαίσια της έφεσης.».
Σημειώνουμε ότι το υλικό που έχει προσκομιστεί από τον Εφεσείοντα, το οποίο έχει αντληθεί από έγκυρες και επίκαιρες πηγές πληροφόρησης, δεν θα μπορούσε να αγνοηθεί, αφού ενδεχομένως να μπορεί να θεμελιώσει πλάνη στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο ενδέχεται να κατέληξε υπό εσφαλμένη αντίληψη για τις περιστάσεις που ισχύουν στην Mogadishu. Σύμφωνα με τη νομολογία, η οποία είναι κατ' αναλογία σχετική (βλ. Γιάννος Παναγιωτάκης ν. κ.ά. (2017) 3 Α.Α.Δ.397),
«Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι ακόμη και η πιθανολόγηση της ορθότητας ισχυρισμού περί εσφαλμένου πραγματικού βάθρου της προσβαλλόμενης πράξης, όπως και η απλή θεμελίωση ενδεχομένου πλάνης, αρκεί για να ακυρωθεί αυτή και να εξεταστεί το θέμα από το αρμόδιο διοικητικό όργανο πάνω στην ορθή πραγματική του βάση απαλλαγμένο από τις πλημμέλειες που εντοπίστηκαν».
Εστιάζουμε ιδιαιτέρως στην παραπομπή από τον Εφεσείοντα στην έκθεση του Οργανισμού της Ευρωπαικής Ένωσης για το Άσυλο, με τίτλο «Country Guidance Somalia, June 2022» και της έκθεσης της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες με τίτλο «Ιnternational Protection Considerations with Regard to People Fleeing Somalia September 2022», οι οποίες εκδόθηκαν πριν την εφεσιβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με τις οποίες η μετεγκατάσταση ακόμα και ενήλικα (ως ήταν ο Εφεσείων κατά το χρόνο έκδοσης της εφεσιβαλλόμενης απόφασης) στη Mogadishu συνεπαγόταν κίνδυνο, εκτός εξαιρέσεων. Στη βάση αυτού, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τις πιο πάνω πηγές και συνεπώς δεν υπολόγισε όλες τις διαθέσιμες παραμέτρους (κατά τον έλεγχο ουσίας τον οποίο διεξήγαγε) ως προς τον κίνδυνο τον οποίο θα αντιμετώπιζε ο Εφεσείων σε περίπτωση μετεγκατάστασής του στη Mogadishu, με αποτέλεσμα να είναι ορατό το ενδεχόμενο πλάνης, ως υποδείχθηκε.
Πρόσθετα, δεν φαίνεται να διερευνήθηκαν με επάρκεια οι προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντα, όπως αυτές έχουν περιγραφεί ανωτέρω ως προς την επάρκεια του υποστηρικτικού δικτύου, σε συνάρτηση με το κατά πόσο ο Εφεσείων με τη μετεγκατάστασή του στη Mogadishu εύλογα αναμένεται ότι θα μπορούσε να διάγει φυσιολογική ζωή, όπως προνοείται στις Κατευθυντήριες Οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο επικαλέστηκε (ανωτέρω).
Ειδικότερα, το πρωτόδικο Δικαστήριο ως δικαστήριο ελέγχου ουσίας κατά τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 11(3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου 2018 (Ν. 73(Ι)/2018), αναμένεται να προβεί σε επανεξέταση της υπόθεσης στη βάση δεδομένων (που αφορούν τον Εφεσείοντα προσωπικά ή/και την χώρα καταγωγής του) που είναι επίκαιρα σε σχέση με την ημερομηνία έκδοσης της επικείμενης απόφασής του.
Για τους πιο πάνω λόγους, η Έφεση γίνεται αποδεκτή. Η πρωτόδικη απόφαση, υπό το φως των όσων έχουν λεχθεί, παραμερίζεται. Επιστρέφεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο θα εξετάσει την περίπτωση υπό τα πιο πάνω δεδομένα.
Επιδικάζονται €3000 (επιπλέον Φ.Π.Α.) υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον της Εφεσίβλητης.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.