ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 5/2024)

 

12 Δεκεμβρίου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ

Εφεσείων

v.

 

ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΛΛΙΠΟΛΙΤΗ

Εφεσιβλήτου

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 6/2024)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ

Εφεσείων

v.

 

ΧΧΧ

Εφεσίβλητης

------------------------------------------------------

 

Α. Ματθαίου (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα

Α. Κλαΐδη (κα), για τον Εφεσίβλητο στην Ποινική Έφεση 5/2024

Α. Κληρίδης, για την Εφεσίβλητη στην Ποινική Έφεση 6/2024

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

 Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Με δύο εφέσεις και τέσσερεις λόγους έφεσης στην καθεμιά ο Εφεσείων Γενικός Εισαγγελέας προσβάλλει ως έκδηλα ανεπαρκείς και ή ως αποτέλεσμα σφάλματος αρχής τις ποινές φυλάκισης τις οποίες επέβαλε στους Εφεσίβλητους το Κακουργοδικείο Λευκωσίας, με ψηλότερη αυτή των τριών ετών στον καθένα, κατόπιν παραδοχής τους σε αδικήματα παιδικής πορνογραφίας. Οι Εφεσίβλητοι, πρωτοδίκως Κατηγορούμενος 1 και Κατηγορούμενη 2, αντιμετώπιζαν τέσσερεις κατηγορίες έκαστος κατά παράβαση σχετικών άρθρων του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Ν.91(I)/2014 (εφεξής «ο Νόμος»).

 

        Ειδικότερα, ο Κατηγορούμενος 1 παραδέχθηκε τις κατηγορίες 6, 7, 11, 15 και συγκεκριμένα ότι κατά το 2022:

 

·          Απέκτησε υλικό παιδικής πορνογραφίας με απεικονιζόμενα παιδιά κάτω των 13 ετών, ήτοι δύο αρχεία εικόνας με απεικονιζόμενη την 5χρονη θυγατέρα της Κατηγορούμενης 2 και ένα αρχείο εικόνας με απεικονιζόμενο άλλο κορίτσι, κάτω των 13 ετών, εξ Ελλάδος (κατηγορία 6).

·          Απέκτησε υλικό παιδικής πορνογραφίας, ήτοι επτά αρχεία εικόνων, στα οποία απεικονίζεται η άλλη θυγατέρα της Κατηγορούμενης 2, ηλικίας 15 ετών (κατηγορία 7).

·          Κατείχε υλικό παιδικής πορνογραφίας με απεικονιζόμενα παιδιά κάτω των 13 ετών, ήτοι οκτώ αρχεία εικόνων της 5χρονης θυγατέρας της Κατηγορούμενης 2 και 13 αρχεία εικόνων άλλου κοριτσιού κάτω των 13 ετών εξ Ελλάδος (κατηγορία 11).

·          Υποκίνησε την Κατηγορούμενη 2 να παραγάγει υλικό παιδικής πορνογραφίας με απεικονιζόμενο παιδί κάτω των 13 ετών, ήτοι 10 αρχεία εικόνων της 5χρονης θυγατέρας της (κατηγορία 15).

 

        Η Κατηγορούμενη 2 παραδέχθηκε τις κατηγορίες 3, 4, 9, 10 και συγκεκριμένα ότι κατά το 2022:

 

·          Παρήγαγε υλικό παιδικής πορνογραφίας με απεικονιζόμενο παιδί κάτω των 13 ετών, ήτοι 19 αρχεία εικόνων με απεικονιζόμενη την 5χρονη θυγατέρα της (κατηγορία 3).

·          Παρήγαγε υλικό παιδικής πορνογραφίας, ήτοι 21 αρχεία εικόνων με απεικονιζόμενη την 15χρονη θυγατέρα της (κατηγορία 4).

·          Παρείχε στον Κατηγορούμενο 1 υλικό παιδικής πορνογραφίας, ήτοι επτά αρχεία εικόνων με απεικονιζόμενη την 15χρονη θυγατέρα της (κατηγορία 9).

·          Παρείχε στον Κατηγορούμενο 1 υλικό παιδικής πορνογραφίας, ήτοι 10 αρχεία εικόνων, με απεικονιζόμενη την 5χρονη θυγατέρα της (κατηγορία 10).

 

        Τα εκτεθέντα ενώπιον του Κακουργοδικείου γεγονότα έχουν ως εξής:

 

«Ο κατηγορούμενος 1, διαμένει με τη σύζυγο του και το ανήλικο παιδί τους σε διαμέρισμα, το οποίο βρίσκεται πολύ κοντά από το διαμέρισμα στο οποίο διαμένει η κατηγορούμενη 2 με τον σύζυγο της και τις δύο ανήλικες θυγατέρες της, .., γεννηθείσα την ./9/2016 και ., γεννηθείσα την ./5/2007. Κατά τον ουσιώδη χρόνο, οι κατηγορούμενοι 1 και 2 είχαν φιλικές οικογενειακές σχέσεις και παράλληλα διατηρούσαν εξωσυζυγικό δεσμό μεταξύ τους.

 

Κατά το έτος 2022 ο κατηγορούμενος 1 ζητούσε από την κατηγορούμενη 2 να παράξει υλικό παιδικής πορνογραφίας, δηλαδή να φωτογραφίζει γυμνή τη θυγατέρα της ., ηλικίας 5 ετών κατά τον επίδικο χρόνο, και να του αποστέλλει τις εν λόγω φωτογραφίες στον λογαριασμό που διατηρούσε στην πλατφόρμα κοινωνική δικτύωσης Facebook/Messenger με το ψευδές όνομα «.». Η κατηγορούμενη 2, ανταποκρινόμενη θετικά, φωτογράφισε σε διάφορες περιπτώσεις την πεντάχρονη θυγατέρα της ενώ αυτή ξάπλωνε γυμνή, εστιάζοντας κυρίως στα οπίσθια της και σε κάποιες περιπτώσεις στα γεννητικά της όργανα. Παράλληλα, σε διάφορες περιπτώσεις κατά το έτος 2022, η κατηγορούμενη 2 φωτογράφισε γυμνή ή ημίγυμνη τη θυγατέρα της ., ηλικίας 15 ετών κατά τον επίδικο χρόνο, ενώ αυτή κοιμόταν, εστιάζοντας στα οπίσθια και το στήθος της. Ειδικότερα, κατά τον Ιούλιο του 2022 η κατηγορούμενη 2, κατόπιν προτροπής του κατηγορούμενου 1, έλαβε 10 φωτογραφίες της . (5χρονης) ως ανωτέρω, τις οποίες απέστειλε στον κατηγορούμενο 1 μέσω της πλατφόρμας κοινωνικής δικτύωσης και ανταλλαγής μηνυμάτων Facebook/Messenger. Περαιτέρω του απέστειλε 7 φωτογραφίες της . (15χρονης), στις οποίες παρουσιαζόταν γυμνή από τη μέση και πάνω και οι οποίες εστιάζονταν στο στήθος της.

 

Μεταξύ Ιουνίου και Ιουλίου 2022, η κατηγορούμενη 2, με τη χρήση του κινητού της τηλεφώνου, έλαβε συνολικά 19 φωτογραφίες της . (5χρονης) και 21 φωτογραφίες της . (15χρονης) στις οποίες παρουσιάζονταν να ξαπλώνουν εντελώς γυμνές, είτε γυμνές από τη μέση και πάνω, είτε να φορούν τα εσώρουχα τους και να εστιάζονται στα γεννητικά όργανα, στο στήθος και τα οπίσθια. Ως διαπιστώθηκε από τη δικανική εξέταση, η κατηγορούμενη 2 διέγραψε τις εν λόγω φωτογραφίες μεταξύ των ημερομηνιών 3/7/2022 και 29/7/2022.

 

Κατά τη συνομιλία που είχαν μεταξύ τους οι κατηγορούμενoι 1 και 2, μέσω της πλατφόρμας ανταλλαγής μηνυμάτων Messenger, ο κατηγορούμενος 1 εξέφρασε στην κατηγορούμενη 2 τις σεξουαλικές φαντασιώσεις που είχε με τις ανήλικες θυγατέρες της, ενώ και οι δύο έλεγαν ότι τους αρέσει να τις βλέπουν γυμνές και να προβαίνουν σε σεξουαλικές δραστηριότητες μεταξύ τους ή και με τις ανήλικες. Ειδικότερα όταν ο κατηγορούμενος 1 λάμβανε φωτογραφίες των δύο ανήλικων κοριτσιών από την κατηγορούμενη 2, σε κάποια από τα μηνύματα του προς την κατηγορούμενη 2 είπε τα ακόλουθα:

 

·          «Θα ήθελες να χύσω στις βυζάρες της μεγάλης ή στο κωλάκι της μικρής?»

·          «Πόσο πολύ σε καβλώνει η ιδέα του να με βλέπεις να χύνω την κόρη σου?»

·          «Θα με άφηνες να αγγίξω το κολάκι της»

·          «Κοιτάω τα κολάκια τους». «Σκέφτομαι να τον τρίβω επάνω τους», «Να φτύνω και να γαμάω τη χαραμάδα τους»

·          «Άμα έρθω στη θάλασσα μαζί σας θα το βγάλω να τον παίζω μπροστά στα παιδιά σου»

·          «Και τα παιδιά σου θέλω να τα χύνω», «Το απαιτώ»

·          «Λιώνεις να τινάζεται το καυτό σπέρμα μου για τα παιδάκια σου»

·          «Σε τρελαίνει να τον παίζω ενώ κοιτάω τις φώτος που βγάζεις κρυφά για εμένα?»

·          «Το σκεφτόσουν όταν έβγαζες φώτο τις βυζάρες της κόρης σου?»

            Η Κατηγορούμενη 2 ανταποκρινόταν στα πιο πάνω μηνύματα και σε κάποια από τα μηνύματα της προς τον κατηγορούμενο 1 έγραψε «Σε παρακαλώ να τον παίζεις για τα παιδιά μου που σου στέλνω».»

 

        Η υπόθεση εξιχνιάστηκε μετά από σχετική πληροφόρηση της Europol προς την Αστυνομία Κύπρου στις 17.2.22, την εκτέλεση εντάλματος έρευνας στην οικία του Κατηγορούμενου 1 στις 25.7.22, την κατάσχεση πέντε κινητών, δύο USB, δύο φορητών υπολογιστών και τις δικανικές εξετάσεις που ακολούθησαν. Από αυτές τις εξετάσεις, στην κατοχή του Κατηγορούμενου 1 εντοπίστηκαν (i) 10 αρχεία εικόνας τα οποία απεικονίζουν την 5χρονη να ξαπλώνει εντελώς γυμνή σε κρεβάτι, οι δε φωτογραφίες αυτές εστιάζουν στα οπίσθια και στα γεννητικά όργανα της ανήλικης, (ii) 7 αρχεία φωτογραφίας στα οποία απεικονίζεται γυμνή από τη μέση και πάνω η 15χρονη, με τις φωτογραφίες να εστιάζουν στο στήθος της, (iii) 13 αρχεία εικόνας της ανήλικης κάτω των 13 ετών εξ Ελλάδος να είναι είτε εντελώς γυμνή είτε να φορά το εσώρουχό της, με τις φωτογραφίες να απεικονίζουν είτε τα οπίσθια της είτε τα γεννητικά της όργανα.

 

        Από τις συνομιλίες που είχαν εντοπιστεί ταυτοποιήθηκε και ο λογαριασμός (messenger) της Κατηγορούμενης 2. Από δικανική εξέταση του κινητού της εντοπίστηκαν οι 19 εικόνες της 5χρονης θυγατέρας της και οι 21 εικόνες της 15χρονης (κατηγορίες 3, 4).

 

        Από την επιθεώρηση του εν λόγω υλικού προκύπτουν όσα κατέγραψε το Κακουργοδικείο σε άλλο σημείο και έχουν ως εξής:

 

«Στα αρχεία απεικονίζονται, είτε εντελώς γυμνά τα παιδιά κάτω των 13 ετών, είτε φορώντας μόνο το εσώρουχο τους, εστιάζοντας στην περίπτωση της ανήλικης ... (5χρονης) άλλοτε στα γεννητικά της όργανα, άλλοτε στα οπίσθια και στο στήθος της και στην περίπτωση της ανήλικης από την Ελλάδα, εστιάζοντας στα οπίσθια της ενώ αυτή κοιμόταν. Επίσης σημειώνουμε ότι σε ένα αρχείο όπου απεικονίζεται η ανήλικη ... (5χρονη) είναι ξύπνια, εντελώς γυμνή, ξαπλωμένη με ανοιχτό και διπλωμένο το ένα της πόδι. Στα αρχεία όπου απεικονίζεται η ανήλικη ... (15χρονη), είναι γυμνή από τη μέση και πάνω φορώντας μόνο το εσώρουχο της εστιάζοντας άλλοτε στα οπίσθια της και άλλοτε στο στήθος της. Πρόκειται αναμφίβολα για υλικό αισχρού περιεχομένου και η χρήση του για ικανοποίηση σεξουαλικών ορέξεων μόνο αισθήματα απέχθειας και αποστροφής μπορεί να προκαλέσει στο μέσο συνετό άνθρωπο».

 

Λόγοι Έφεσης

 

        Ως έχουμε ήδη αναφέρει ο Εφεσείων προσβάλλει όλες τις ποινές ως έκδηλα ανεπαρκείς και ή ως αποτέλεσμα σφάλματος αρχής. Η αιτιολογία είναι ταυτόσημη για όλους τους λόγους έφεσης και κατά βάσιν είναι η ίδια στις δύο εφέσεις. Βασικά ο Εφεσείων εισηγείται ότι δεν έχουν ληφθεί δεόντως υπ' όψιν η σοβαρότητα των αδικημάτων, η παρατηρούμενη έξαρση στη διάπραξή τους, η ανάγκη για αποτρεπτικές ποινές, καθώς και ότι δεν δόθηκε η δέουσα βαρύτητα στους επιβαρυντικούς παράγοντες ενώ αντίθετα δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στους ελαφρυντικούς παράγοντες, με αποτέλεσμα να εξασθενεί η αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου και να δίδονται λανθασμένα μηνύματα στους παραβάτες.

 

        Είναι καλώς γνωστή η αρχή ότι το καθήκον επιμέτρησης της ποινής βαρύνει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει με σκοπό να επαναλάβει τη διεργασία σκέψης η οποία πρωτοδίκως έχει συντελεστεί και να επιβάλει την ποινή η οποία θα φαινόταν ορθή στα ίδια τα μέλη του Εφετείου (Ντεκερμετζιάν v. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 1378). Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση S.J.L. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 129/2021 κ.ά., ημερ. 27.10.22:

 

«Το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται εάν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής».

 

        Συνάγεται επίσης από τη νομολογία μας ότι η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο το οποίο οριοθετεί η νομολογία για παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525).

 

        Τονίζεται επίσης ότι οι παλαιότερες αποφάσεις ασφαλώς παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής, πλην όμως δεν έχουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα τον οποίο ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου και τούτο επειδή η ποινή η οποία επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων της και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη (βλ. Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1, Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 61/20 κ.ά. ημερ. 14.7.22, ECLI:CY:AD:2022:B304).

 

        Όσον αφορά την κρινόμενη περίπτωση δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία ότι τα αδικήματα ήταν σοβαρά και ότι απαιτούντο αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές. Αυτό ήταν συνέπεια των προβλεπόμενων στον Νόμο ποινών, της παρατηρούμενης έξαρσης στη διάπραξη τέτοιων αδικημάτων και στις ιδιαίτερες έως πρωτόγνωρες και αποκρουστικές συνθήκες, οι οποίες περιβάλλουν τη διάπραξή τους.

 

        Αποτελεί κοινό υπόβαθρο στην παρούσα ότι με βάση την κατάταξη που είχε γίνει στην αγγλική υπόθεση R v. Oliver a.o. (2003) 2 Cr. App. R. 64, το επίμαχο παιδικό πορνογραφικό υλικό ενέπιπτε, από πλευράς σοβαρότητας, στο χαμηλότερο επίπεδο, ήτοι στο «Επίπεδο 1», αφού αφορά απεικονίσεις ερωτικών παραστάσεων ανηλίκων χωρίς σεξουαλική πράξη. Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Εφεσιβλήτων προσέδωσαν ιδιαίτερη σημασία στο στοιχείο αυτό. Ήταν όμως επί τούτου ορθή η καθοδήγηση του Κακουργοδικείου από την υπόθεση Δημοκρατία v. Χατζηαθανασίου, Ποιν. Έφ. 20/2021, ημερ. 19.10.21 περί του ότι «...υπάρχουν διαφορές στην Κύπρο σε σχέση με τα ισχύοντα στην Αγγλία λόγω διαφορετικών προνοιών ως προς τις προβλεπόμενες ποινές». Στη βάση όσων εξηγήθηκαν εκεί η διαφορά έγκειται στο ότι ο ημεδαπός Νομοθέτης έχει προνοήσει την ύψιστη των ποινών, για τις περιπτώσεις που τα επηρεαζόμενα θύματα πορνογραφίας είναι παιδιά κάτω των 13 ετών.

 

        Εννοείται λοιπόν πως τα σοβαρότερα και για τους δύο Κατηγορούμενους ήταν τα αδικήματα τα οποία αφορούσαν πορνογραφικό υλικό με απεικονιζόμενο παιδί το οποίο ήταν μικρότερο των 13 ετών. Τέτοια ήταν, για τον Κατηγορούμενο 1 τα αδικήματα της υποκίνησης για παραγωγή, της απόκτησης, καθώς και της κατοχής τέτοιου υλικού (κατηγορίες 15, 6, 11 αντιστοίχως) και για την Κατηγορούμενη 2 τα αδικήματα της παραγωγής και της παροχής τέτοιου υλικού (κατηγορίες 3, 10 αντιστοίχως). Για τα αδικήματα αυτά, το Άρθρο 8(6) του Νόμου προνοεί ποινή φυλάκισης δια βίου. Είναι δε ευκόλως αντιληπτή και έχει τη σημασία της, η βούληση του Νομοθέτη όπως, στις περιπτώσεις εμπλοκής με πορνογραφικό υλικό που αφορά μικρά παιδιά κάτω των 13 ετών, μη υπάρχει οποιαδήποτε κλιμακωτή ποινική μεταχείριση, ήτοι να μην υπάρχει διακύμανση στις ποινές αναλόγως του κατά πόσον η εμπλοκή αφορά την παραγωγή, την παροχή ή την απόκτηση τέτοιου υλικού.

 

        Η πιο πάνω διευκρίνιση γίνεται σε αντιδιαστολή με τα υπόλοιπα αδικήματα, ήτοι της παραγωγής, παροχής και απόκτησης υλικού με απεικονιζόμενα παιδιά μεγαλύτερα των 13 ετών (κατηγορίες 4, 9, 7), για τα οποία ο Νόμος προνοεί ποινές φυλάκισης 20, 15 και 10 ετών αντίστοιχα. Αποδίδοντας βέβαια και πάλι μεγαλύτερη απαξία διαδοχικά, κατά πρώτον στον δράστη ο οποίος έχει πρόσβαση στο παιδί και προβαίνει στην παραγωγή, εν συνεχεία στον διακινητή του υλικού και τέλος στον κάτοχο του. Υπενθυμίζουμε ότι, λαμβανομένων υπ' όψιν όλων των περιστάσεων της κάθε υπόθεσης, η ποινή η οποία επιβάλλεται στις σοβαρότερες εκ των κατηγοριών τις οποίες αντιμετωπίζει κάποιος, αντανακλά ουσιαστικά το μέτρο κρίσης του Δικαστηρίου (Τραλαλάς v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 323).

 

        Το Κακουργοδικείο επεσήμανε ορθώς την ανάγκη για επιβολή αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών, λόγω και της έξαρσης που παρατηρείται σε παρόμοιας φύσης αδικήματα. Ανάγκη βέβαια, η οποία έχει προ καιρού διατυπωθεί και σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με ιδιαίτερη μάλιστα έμφαση, ενδεικτική και αυτή, της αμείωτης δυστυχώς έντασης του φαινομένου. Στη Γενικός Εισαγγελέας v. Niland, Ποιν. Έφ. 18/2017, ημερ. 14.2.18, ECLI:CY:AD:2018:B79, είχε τονιστεί πως η εισαγωγή αυστηρότερων ποινών προέκυψε ως επιτακτική, αφού τέτοιας φύσεως αδικήματα βρίσκονται σε έξαρση και επιφέρουν ολέθριες συνέπειες, καθώς και ότι:

 

«Η αναχαίτηση των υπό αναφορά εγκληματικών συμπεριφορών, απότοκο των οποίων είναι η σύνθλιψη του ψυχικού κόσμου των παιδιών, ο εξευτελισμός της προσωπικότητας των οποίων συνεχίζει με την προβολή του εν λόγω πορνογραφικού υλικού, καθιστά αδήριτη ανάγκη την καταφυγή των Δικαστηρίων σε επιβολή αποτρεπτικών ποινών».

 

        Λίγο αργότερα στη Γενικός Εισαγγελέας v. Νικολάου, Ποιν. Έφ. 185/2016, ημερ. 20.3.18, ECLI:CY:AD:2018:B118 λέχθηκε ότι:

 

«Άλλωστε, όπως μπορέσαμε να διαγνώσουμε από τις υποθέσεις που τίθενται ενώπιον των κυπριακών δικαστηρίων, αυτή ‑ ας μας επιτραπεί ο όρος ‑ η διαδικτυακή διαστροφή στρεφόμενη άμεσα και καίρια εναντίον του παιδιού και της αθωότητας του, εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους και τα Δικαστήρια πρέπει να αντιμετωπίσουν το έγκλημα αυτής της μορφής με ποινές που πρέπει να έχουν έντονα τον αποτρεπτικό χαρακτήρα.  Αυτή η ανάγκη δεν ήταν τόσο προεξάρχουσα όταν τέτοια αδικήματα ήταν σπάνια και σίγουρα όχι της σοβαρότητας με την οποία πλέον εμφανίζονται.

Από τη στιγμή που διαπιστώνεται ‑ δυστυχώς ‑ με τέτοιους ρυθμούς αύξηση των εγκλημάτων αυτής της φύσεως, οι ποινές θα πρέπει ανάλογα να αντιμετωπίσουν ‑ και να αναχαιτίσουν κατά το δυνατό ‑ το φαινόμενο».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Ακόμα πιο χαρακτηριστικά ήταν τα όσα είχαν αναφερθεί στην Clarson v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 38/2022, ημερ. 27.10.22, ECLI:CY:AD:2022:B411, που έχουν ως εξής:

 

        «Οι υποθέσεις αυτής της φύσεως και γενικά οι υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων και μάλιστα με θύματα παιδιά δεν βρίσκονται μόνο σε έξαρση, δεν αποτελούν απλώς αδικήματα που δεσπόζουν στο εγκληματικό στερέωμα της Κύπρου, αλλά έχουν πλέον εξελιχθεί σε πρωτοφανή μάστιγα.

 

        Η κατάσταση αυτή δημιουργεί υποχρέωση στα δικαστήρια για επιβολή ιδιαίτερα αποτρεπτικών και συνεπώς αυστηρών ποινών, με αποτέλεσμα οι προσωπικές περιστάσεις να είναι δευτερεύουσας και η εξατομίκευση της ποινής, όσο επιβεβλημένη κι αν είναι, να μην έχει αποφασιστικό ρόλο.

 

        Ό,τι έχει σημαίνουσα σημασία είναι η προστασία των παιδιών και των θεμελιακών τους δικαιωμάτων από εγκλήματα αυτής της φύσης, τα οποία συνθλίβουν τον ψυχικό τους κόσμο και εξευτελίζουν την προσωπικότητα τους».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Θα συμφωνήσουμε με τις ενώπιον μας εισηγήσεις ότι άλλες υποθέσεις τις οποίες παρέθεσε το Κακουργοδικείο δεν μπορούσαν εκ των πραγμάτων να παράσχουν ιδιαίτερη καθοδήγηση εν όψει των διαφορετικών γεγονότων τους. Επρόκειτο μεν για υποθέσεις στις οποίες οι σοβαρότερες των κατηγοριών αφορούσαν πορνογραφικό υλικό με παιδιά κάτω των 13 ετών και στις οποίες είχαν επικυρωθεί ή επιβληθεί κατ΄ έφεσιν ποινές από 3,5 μέχρι 7 έτη, πλην όμως αφορούσαν πολύ περισσότερα αρχεία και μάλιστα χειρότερης μορφής από πλευράς κατάταξης σε επίπεδα [Γενικός Εισαγγελέας v. Tvardovskyi, Ποιν. Έφ. 95/17, ημερ. 26.3.18, Γενικός Εισαγγελέας ν. Niland (ανωτέρω), Γενικός Εισαγγελέας v. Νικολάου (ανωτέρω), Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 45/2019, ημερ 3.7.20, Robinson v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 229/2019, ημερ. 14.12.20, Liu v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 109/22, ημερ. 4.4.23, ECLI:CY:AD:2023:B170, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 165/2019, ημερ. 20.5.21, ECLI:CY:AD:2021:B195, Δημοκρατίας ν. Κουφού, Ποιν. Έφ. 94/2019, ημερ. 20.7.21, ECLI:CY:AD:2021:B333, Δημοκρατία ν. Χατζηαθανασίου (ανωτέρω)].

 

        Σε αντίθεση με τις πιο πάνω υποθέσεις όμως, η επίσης αναφερθείσα από το Κακουργοδικείο, υπόθεση Alan v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 149/2020, ημερ. 26.11.21 μπορούσε να παράσχει βοήθεια όσον αφορά το μέτρο τιμωρίας. Στην εν λόγω υπόθεση είχαν εντοπιστεί στο κινητό του εφεσείοντος 52 αρχεία εικόνας και 20 αρχεία βίντεο με παιδιά άνω των 13 ετών (κατηγορίες 1, 3), αλλά και τέσσερα αρχεία εικόνας παιδικού πορνογραφικού υλικού με παιδιά κάτω των 13 ετών (κατηγορία 2). Τιμωρήθηκε με συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δύο ετών στις κατηγορίες 1 και 3 και ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών στην κατηγορία 2. Το Ανώτατο Δικαστήριο μείωσε την τελευταία αυτή ποινή σε τρία έτη και έχουν τη σημασία τους τα εξής λεχθέντα:

 

        «Εν προκειμένω, ο εφεσείων βρισκόταν σε μία καθόλα νόμιμη ιστοσελίδα, στην οποία τέθηκε κακόβουλα το πορνογραφικό υλικό και όταν το εντόπισε, το αποθήκευσε στο τηλέφωνό του για μια μικρή σχετικά χρονική περίοδο, από 28.10.18 - 20.11.2018, και μετά το διέγραψε. Είναι, λοιπόν, σαφές από τα γεγονότα αυτά ότι ο τρόπος που ο εφεσείων εντόπισε το υλικό στο διαδίκτυο διαφέρει από τις συνήθεις περιπτώσεις τέτοιων υποθέσεων όπου ο κατηγορούμενος επιδιώκει να εξεύρει ένα τέτοιο υλικό, ούτε βεβαίως πλήρωσε για να το λάβει. Επρόκειτο δε για ένα πολύ μικρό αρχείο σε σύγκριση με τις άλλες υποθέσεις που τίθενται ενώπιον των Δικαστηρίων, το οποίο, σε όση έκταση αφορά την κατηγορία 2 στην οποία επιβλήθηκε η μεγαλύτερη ποινή, αυτή των 4 χρόνων, αφορούσε 4 αρχεία εικόνας τα οποία απεικονίζουν παιδιά κάτω των 13 ετών και εμπίπτουν στο επίπεδο 1. Το γεγονός ότι μετά την εξεύρεση του υλικού ο εφεσείων το αποθήκευσε, είναι ασφαλώς επιλήψιμο και σε αυτό συνίσταται η διάπραξη των αδικημάτων. Όπως δε αναφέρθηκε από το Κακουργιοδικείο, με αναφορά σε νομολογία, τέτοιου είδους αδικήματα, ως εκ της φύσης τους, είναι σοβαρά. Παραβιάζουν τα δικαιώματα αθώων παιδιών ιδιαίτερα αυτών κάτω των 13 ετών. Συνεπώς, η επιβολή στερητικής της ελευθερίας ποινής είναι αναπόφευκτη».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Είναι κατά την άποψη μας εμφανές ότι τα γεγονότα στην παρούσα περίπτωση είναι πολύ σοβαρότερα από εκείνα της υπόθεσης Alan (ανωτέρω), για λόγους που εξηγούνται κατωτέρω.

 

        Κατ΄ αρχάς στην παρούσα περίπτωση ο Κατηγορούμενος 1 ήταν πρόσωπο με βεβαρυμένο μητρώο και μάλιστα για παρόμοια αδικήματα. Ειδικότερα, στις 21.11.18 είχε τιμωρηθεί στην υπόθεση υπ΄ αρ. 9084/17 με 18μηνη φυλάκιση όχι μόνο για κατοχή παιδικής πορνογραφίας αλλά και για διανομή της, αδικήματα που είχαν διαπραχθεί μεταξύ 1.11.15 έως 12.9.16. Σε εκείνη την υπόθεση είχε ληφθεί υπ΄ όψιν και άλλη, η υπ΄ αρ. 8833/17, η οποία αφορούσε και πάλι αδικήματα παιδικής πορνογραφίας, τα οποία είχε διαπράξει στις 26.7.16. Υπενθυμίζουμε πως η ύπαρξη προηγούμενης καταδίκης συνιστά και επιβαρυντική περίσταση με βάση το Άρθρο 19(ζ) του Νόμου. Το στοιχείο αυτό διέλαθε την προσοχή του Κακουργοδικείου υπό την έννοια ότι αναφέρθηκε μεν στο θέμα αλλά εκλαμβάνοντας την περίπτωση απλώς ως μια συνήθη περίπτωση που η προηγούμενη εγκληματική συμπεριφορά «οδηγεί στον περιορισμό του βαθμού επιείκειας που μπορεί να επιδειχθεί σε αυτόν».

 

        Πρόκειται για περίπτωση στην οποία ο Νομοθέτης επέλεξε όπως το στοιχείο της προηγούμενης καταδίκης «στο παρελθόν για αδικήματα του ίδιου τύπου» λαμβάνεται υπ΄ όψιν ως επιβαρυντική περίσταση. Έχουμε την άποψη ότι κάτι τέτοιο εξ ορισμού ανατρέχει στις «περιστάσεις» διάπραξης του αδικήματος, επιβαρύνοντας τις και καθιστώντας τις ακόμα σοβαρότερες και δη τουλάχιστον σοβαρότερες εν συγκρίσει με τη διάπραξη του ίδιου αδικήματος από πρόσωπο με λευκό μητρώο. Αυτό ήταν το ορθό πλαίσιο συζήτησης του εν λόγω επιβαρυντικού παράγοντα (ήτοι ότι κάποιος επανέλαβε του ίδιου τύπου αδίκημα) και όχι μια απλή παράθεση των αρχών για την έκταση της επιείκειας και τον περιορισμό της σε σχέση με πρόσωπο που γενικά βαρύνεται με προηγούμενη καταδίκη.

 

        Άλλη ουσιώδης διαφορά με την υπόθεση Alan (ανωτέρω), είναι ότι η παρούσα είναι περίπτωση στην οποία ο Κατηγορούμενος 1 επεδίωκε να εξεύρει παιδικό πορνογραφικό υλικό. Μάλιστα όχι μόνον οποιοδήποτε τυχαίο τέτοιο υλικό. Αποτελούσε μέρος των εκτεθέντων γεγονότων πως διαμένοντας ο ίδιος κοντά στον χώρο διαμονής της Κατηγορούμενης 2 και έχοντας φιλικές οικογενειακές σχέσεις και παράλληλα εξωσυζυγικό δεσμό μαζί της, άρχισε να ζητά από την ίδια να παραγάγει υλικό παιδικής πορνογραφίας με θύματα ειδικά τις θυγατέρες της και να τού αποστέλλει σχετικές φωτογραφίες. Είναι δε θέμα κοινής λογικής πως στα πλαίσια των σχέσεων που είχε αναπτύξει με την Κατηγορούμενη 2, ο ίδιος γνώριζε εκ των προτέρων τα δύο ανήλικα θύματα του (δεδομένου ότι ζητούσε γυμνές φωτογραφίες τους). Η υποκίνηση αυτή εκ μέρους του Κατηγορούμενου 1 συνιστούσε συμμετοχή στην παραγωγή του πορνογραφικού υλικού από την Κατηγορούμενη 2.

 

        Τα όσα αποτρόπαια ο Κατηγορούμενος 1 κατέγραφε στα γραπτά μηνύματα του προς την Κατηγορούμενη 2 επιβεβαιώνουν τα πιο πάνω αλλά παράλληλα αναδεικνύουν και την τεράστια ευθύνη της ίδιας ως προς τα όσα έγιναν. Από αυτής της πλευράς συμφωνούμε ότι η περίπτωση είναι όχι μόνο πρωτόγνωρη αλλά και σοκαριστική για τα κυπριακά δεδομένα. Στις πολιτισμένες κοινωνίες ευλόγως αναμένεται ότι οι γονείς ή οι κηδεμόνες είναι αυτοί οι οποίοι πρωτίστως φροντίζουν και προστατεύουν τα παιδιά τους, με αυταπάρνηση και θυσίες, από κάθε λογής κινδύνους προερχόμενους από επίδοξους τρίτους εγκληματίες. Οι διάφορες Συμβάσεις και Νόμοι λειτουργούν ως αρωγοί των γονέων στη φροντίδα και προστασία των παιδιών τους. Η οικογένεια και το σπιτικό ενός μικρού παιδιού θα έπρεπε να είναι ο χώρος στον οποίο θα έχει, θα αισθάνεται και θα απολαμβάνει τη μέγιστη ασφάλεια και φροντίδα. Στην παρούσα περίπτωση τα πράγματα, υπ΄ ευθύνη της Κατηγορούμενης 2, δυστυχώς δεν λειτούργησαν έτσι. Τα όσα ανέφερε το Κακουργοδικείο ήταν τα ελάχιστα που θα μπορούσαν να λεχθούν και έχουν ως εξής:

 

        «Εξετάζοντας τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων σημειώνουμε εξ΄ (sic) αρχής την απαράδεκτη και ειδεχθή συμπεριφορά της κατηγορούμενης 2, η οποία για να ικανοποιήσει τόσο τις δικές της σεξουαλικές φαντασιώσεις όσο και αυτές του κατηγορούμενου 1 προέβηκε στην παραγωγή και παροχή υλικού παιδικής πορνογραφίας χρησιμοποιώντας τα ίδια της τα παιδιά. Ως ιδιαίτερα επιβαρυντικό στοιχείο, θεωρούμε το γεγονός ότι η κατηγορούμενη 2 είναι η μητέρα των δύο ανήλικων θυμάτων της παρούσας υπόθεσης. Η κατηγορούμενη 2, αντί να ενεργεί ως προστάτης των παιδιών της, ως θα έπραττε κάθε ορθά σκεπτόμενη μητέρα και να τρομάζει στην ιδέα τα παιδιά της να βρεθούν στα διαδικτυακά δίκτυα των παιδόφιλων που παραμονεύουν παντού, η ίδια τα εκμεταλλεύτηκε και τα εξέθεσε σε αυτόν τον κίνδυνο. Μόνο άνθρωποι με διεστραμμένο ψυχισμό θα μπορούσαν να επιδείξουν τέτοιου είδους συμπεριφορά και ιδιαίτερα προς τα ίδια τα παιδιά τους».

 

        Ασφαλώς δεν συμφωνούμε με την εισήγηση ότι συνιστά ελαφρυντικό παράγοντα το γεγονός ότι το πορνογραφικό φωτογραφικό υλικό είχε εξασφαλιστεί ενόσω τα παιδιά κοιμούνταν. Άλλωστε το ίδιο το Άρθρο 19 στο εδ.(β) θεωρεί επιβαρυντικό παράγοντα την ευάλωτη θέση ενός παιδιού και ως τέτοια ορίζεται εκεί τόσο η σωματική ανικανότητα όσο και η διανοητική ανικανότητα. Δεν εισηγούμαστε ότι ίσχυε κάποια από αυτές τις δύο καταστάσεις εν τη εννοία του Νόμου. Πλην όμως δεν μπορούμε και να δεχθούμε ότι το να εκμεταλλεύεται μια μητέρα την ώρα που κοιμούνται οι κόρες της για να τις φωτογραφίσει γυμνές, είναι δυνατόν να λειτουργήσει και υπέρ της ίδιας ή άλλου συνεργού της ως ελαφρυντικό. Το ανάποδο θα λέγαμε, αφενός λόγω της εκμετάλλευσης, από την ίδια τους τη μάνα, της ώρας που θεωρητικά ευρίσκονται στον πιο ασφαλή χώρο για ένα παιδί και αφετέρου λόγω της αδυναμίας των ανηλίκων (εν υπνώσει) να αντιδράσουν σε οτιδήποτε ύποπτο θα μπορούσαν να αντιληφθούν. Αυτά, πέραν του ότι παρέχοντας τέτοιο υλικό σε έναν τρίτο είναι αδύνατο να γνωρίζει κάποιος τους όποιους πιθανούς κινδύνους από την κατοχή, διακίνηση και διάδοση του υλικού στο μέλλον, με εξίσου ανυπολόγιστες συνέπειες ή κινδύνους για κάποιο παιδί.

 

        Το τελευταίο ζήτημα άπτεται και αυτό της μη εξειδικευμένης συζήτησης για τις τυχόν «επιβαρυντικές περιστάσεις», όπως αυτές ορίζονται στο Άρθρο 19 του Νόμου. Αυτό το οποίο παρατηρούμε είναι ότι όχι μόνο δεν εξετάστηκαν οι τυχόν οριζόμενες στον Νόμο επιβαρυντικές περιστάσεις με αναφορά στο εν λόγω άρθρο (π.χ. η τυχόν δια της υποκίνησης κατάχρηση θέσης εμπιστοσύνης ή επιρροής εν τη εννοία του εδ.(γ) σε συνδυασμό με τον αντίστοιχο ορισμό στο Άρθρο 2, ο οποίος περιλαμβάνει και τη σχέση του θύτη με τον κηδεμόνα του παιδιού) αλλά τουναντίον συνεκτιμήθηκε προς όφελος των Κατηγορούμενων η απουσία των επιβαρυντικών περιστάσεων υπό τα εδ.(α), (β), (ε), (στ), (η) και ειδικά για τον Κατηγορούμενο 1 η απουσία του παράγοντα υπό το εδ.(γ). Μεταξύ άλλων δηλαδή θεωρήθηκαν ελαφρυντικά το ότι δεν κινδύνευσε η ζωή των ανηλίκων, δεν χρησιμοποιήθηκε βία, τα αδικήματα δεν διεπράχθησαν στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης και ότι το αδίκημα δεν διεπράχθη από δημόσιο λειτουργό.

 

        Όπως έχουμε αναφέρει πιο πριν δεν θεωρούμε ότι αυτός είναι ο ορθός τρόπος εφαρμογής του Άρθρου 19, το οποίο περιορίζεται στη διερεύνηση του κατά πόσον το αδίκημα διεπράχθη υπό επιβαρυντικές περιστάσεις και η σημασία του έγκειται στη διαπίστωση κατά πόσον κάποια από αυτές συντρέχει στη δεδομένη περίπτωση. Εννοείται πάντοτε ότι κάθε ποινή επιβάλλεται στη βάση των γεγονότων τα οποία συνθέτουν τη διάπραξη ενός αδικήματος, πλην όμως το ότι απεφεύχθη η διάπραξη χειρότερης μορφής αδικήματος δεν συνιστά ελαφρυντικό παράγοντα για το αδίκημα το οποίο εν τέλει έχει διαπραχθεί.

 

        Καταληκτικά, το ερώτημα είναι παρόμοιο με το τεθέν στην υπόθεση Niland (ανωτέρω), ήτοι κατά πόσον παρατηρείται δυσαρμονία μεταξύ των αρχών και των ποινών οι οποίες τελικά έχουν επιβληθεί. Η απάντηση είναι καταφατική. Έχουμε την άποψη πως επιβάλλετο, υπό το φως όλων των περιστάσεων η πρόσδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στις ποινές. Οι επιβληθείσες ποινές δεν αντικατοπτρίζουν ούτε το στοιχείο της σοβαρότητας στη βάση των προβλεπόμενων ποινών ούτε το στοιχείο της αποτροπής.

 

        Οι ποινές κρίνονται ως έκδηλα ανεπαρκείς. Λαμβάνοντας υπ΄ όψιν όλα τα ανωτέρω, οι πρωτοδίκως επιβληθείσες ποινές ακυρώνονται και αντικαθίστανται με τις ακόλουθες:

 

        Σε σχέση με τον Κατηγορούμενο 1:

 

        Στις κατηγορίες 6, 11 και 15 οι ποινές αυξάνονται σε 4 έτη φυλάκισης σε κάθε κατηγορία.

 

        Στην κατηγορία 7 η ποινή αυξάνεται σε 2 έτη.

 

        Οι ποινές να συντρέχουν.

 

        Σε σχέση με την Κατηγορούμενη 2:

 

        Στις κατηγορίες 3 και 10 οι ποινές αυξάνονται σε 4 έτη σε κάθε κατηγορία.

 

        Στην κατηγορία 4 η ποινή αυξάνεται σε 3 έτη.

 

        Στην κατηγορία 9 η ποινή αυξάνεται σε 2,5 έτη.

 

        Οι ποινές να συντρέχουν.

 

 

 

                                                                    Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                    Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                    Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο