ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 46/2021)
18 Δεκεμβρίου, 2024
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΚΟΛΩΝΑΣ
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσίβλητης.
-------------------
Κ. Πατσαλίδου (κα), δικηγόρος για ΜΑΡΚΙΔΗ, ΜΑΡΚΙΔΗ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για τον Εφεσείοντα.
Μ. Κυπριανού (κα), δικηγόρος, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσίβλητη.
Χριστάκης Θ. Χριστάκη, για ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ Θ. ΧΡΙΣΤΑΚΗ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόρος για ενδιαφερόμενα μέρη Κ. Χρ. Ιντζέγιαννης, Α. Καηλίδης, Μ. Χατζηπέτρου και Γ. Φελλάς.
-------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ..
-------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Η εκκαλούμενη απόφαση ημερομηνίας 30.3.2021 στην Προσφυγή Αρ. 885/2015 έχει προϊστορία. Συγκεκριμένα, η επίδικη σ' αυτήν-και ενώπιον μας- διοικητική απόφαση, συνιστά προϊόν επανεξέτασης, κατόπιν της ακυρωτικής (για τις Προσφυγές Αρ. 423/2011 και 517/2011) απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 6.2.2015 στις συνεκδικασθείσες Προσφυγές Αρ. 261/2011, 423/2011 και 517/2011 (η Προσφυγή Αρ. 423/2011 είχε ασκηθεί από τον εδώ Εφεσείοντα). Με τις πιο πάνω Προσφυγές προσβαλλόταν η προαγωγή συγκεκριμένων πέντε ενδιαφερόμενων μερών, κατ' αποκλεισμό των εκεί αιτητών ως μη προάξιμων, ήτοι ως μη κατέχοντων τα αναγκαία προσόντα του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας, για τη θέση Ανώτερου Τεχνικού. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην Προσφυγή Αρ. 261/2011 κ.ά. (ανωτέρω), αφού, πρώτα, εξέτασε και απέρριψε προδικαστική ένσταση περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος, κρίνοντας ότι, «Όπως έχει νομολογηθεί, από τη στιγμή που αμφισβητείται σοβαρά η εκτίμηση της Διοίκησης αναφορικά με τα προσόντα ενός αιτητή - όπως συμβαίνει στην παρούσα - το θέμα καθίσταται επίδικο και συναφές με την ουσία της υπόθεσης και ο αιτητής διατηρεί το έννομο συμφέρον του να επιδιώξει την αναθεώρηση της (βλ. Ζαχαρουδιού κ.ά. v. Δημοκρατίας (1989) 3 (Ε) Α.Α.Δ. 3130, Χρυσοστόμου κ.ά., v. Kωνσταντινίδου κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 13).» προχώρησε να καθορίσει το πλαίσιο της περαιτέρω εξέτασης του, αναφέροντας ότι «. είναι πρόδηλο ότι προέχει η εξέταση του ουσιαστικού ζητήματος της μη συμπερίληψης των αιτητών των προσφυγών 423/11 και 517/11- Κολώνα και Γιάννακα - στους προσοντούχους υποψηφίους και το ζήτημα κατά πόσο κατείχαν ή όχι το προαναφερθέν προσόν θα αποφασιστεί στη βάση των στοιχείων που περιέχονται στους διοικητικούς φακέλους.». Ακολούθως, το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση του στην Προσφυγή Αρ. 261/2011 κ.ά. παράθεσε το ιστορικό και τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, ως εξής:
«Από την εξέταση των διοικητικών φακέλων διαπιστώνεται ότι όλοι οι διάδικοι είχαν διορισθεί στη μόνιμη θέση Τεχνικού (Μηχανολογίας/Ηλεκτρολογίας/Ηλεκτρονικής Τηλεπικοιν./Δομικών) στις 16.8.93, με μόνη διαφορά την ειδικότητα τους. Συγκεκριμένα, ο αιτητής Κόλωνας και τα ΕΜ Προκοπίου και Φελλάς είχαν ειδικότητα στη Μηχανολογία, ο αιτητής Γιάννακας στην Ηλεκτρολογία, ενώ ο αιτητής Κοσιάρης και τα ΕΜ Χατζηπέτρου, Καηλίδης και Ιντζιέγιαννης στην Ηλεκτρονική Τηλεπικοινωνιών. Τώρα, σύμφωνα με τους όρους υπηρεσίας της προαναφερθείσας θέσης, ο μισθός καθορίστηκε πάνω στη βάση των συνδυασμένων κλιμάκων Α2 -Α5 ενώ η θέση ήταν συνδυασμένη και με τη θέση Τεχνικού Α΄ (Κλίμακας Α7). Αργότερα, με τον περί Προϋπολογισμού (Τροποποιητικό) Νόμο του 1996 (Ν. 8(ΙΙ)/96), η πιο πάνω θέση Τεχνικού (Κλ. Α2-Α5) αντικαταστάθηκε, από 16.2.96, με τη θέση Τεχνικού (Κλίμακες Α2-Α5-Α7), ενώ από τις 17.7.09 η θέση Τεχνικού (Κλ. Α2-Α5-Α7(ii)) που κατείχαν τότε οι αιτητές, μετονομάστηκε σε θέση Τεχνικού Μηχανικού (Κλ. Α5 (2η βαθμίδα), Α7 και Α8(i)), σύμφωνα με τον περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμο (Αρ.4) του 2009 (Ν.53(ΙΙ)/2009).
Έχοντας προσδιορίσει το ιστορικό του διορισμού των αιτητών των δύο προσφυγών και την πορεία τους στη δημόσια υπηρεσία, επισημαίνεται πως για πλήρωση των επίδικων Θέσεων η ΕΔΥ είχε ενώπιον της δύο καταλόγους που της είχαν κοινοποιηθεί από τον Διευθυντή. Σ΄ αυτούς, σύμφωνα με τη συνοδευτική επιστολή του Διευθυντή, φαινόταν και η ημερομηνία ένταξης του τεχνικού προσωπικού του Υπουργείου στην Κλίμακα Α7. Ο πρώτος από τους εν λόγω καταλόγους φέρει τον τίτλο «κατάλογος τεχνικών μηχανικών αποφοίτων τριετούς μεταλυκειακού κύκλου σπουδών του Υπουργείου Άμυνας» και περιέχει 54 ονόματα, συμπεριλαμβανομένων των αιτητών Κολώνα και Γιάννακα για τους οποίους αναφέρεται ως ημερομηνία ένταξης στην Κλίμακα Α7 η 16.2.96. Στο δεύτερο, που τιτλοφορείται ως «κατάλογος τεχνικών του Υπουργείου Άμυνας που δεν κατέχουν προσόντα τριετούς μεταλυκειακού κύκλου σπουδών», συμπεριλαμβάνονται τα ονόματα 14 υπαλλήλων, μεταξύ των οποίων και αυτά των ενδιαφερομένων μερών και του αιτητή Κοσιάρη. Στη συνέχεια η ΕΔΥ, χωρίς να δώσει κάποια εξήγηση, κατάρτισε ένα δικό της «κατάλογο αξιολόγησης υποψηφίων για προαγωγή» στον οποίον συμπεριέλαβε μόνο 10 ονόματα τεχνικών (Κλίμακα: Α2-Α5-Α7+2) από το δεύτερο κατάλογο, για τους οποίους σημείωσε ότι ήταν προάξιμοι «καθώς συμπλήρωσαν πριν από τον ουσιώδη χρόνο την απαιτούμενη από το Σχέδιο Υπηρεσίας της εν λόγω θέσης δεκαπενταετή τουλάχιστο συνολική υπηρεσία στη θέση Τεχνικού ή/και στις προηγούμενες θέσεις Τεχνικού 1ης και 2ης Τάξης, από την οποία πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στην Κλίμακα Α7».»
Ακολούθησε η κρίση του Ανώτατου Δικαστηρίου, με βάση τα υπ' αυτού προαναφερθέντα (με δικές μας υπογραμμίσεις):
Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι το παράπονο των αιτητών για τη μη συμπερίληψη τους στους προάξιμους υποψηφίους είναι, καθώς φαίνεται, βάσιμο. Η μετονομασία της θέσης τους σε Τεχνικό Μηχανικό το 2009 δεν εξαφάνισε την προγενέστερη μακρόχρονη υπηρεσία τους στη θέση Τεχνικού, η οποία (συνολικά) υπερέβαινε την προβλεπόμενη δεκαπενταετία του Σχεδίου Υπηρεσίας, δεδομένης της ημερομηνίας του πρώτου διορισμού τους στη θέση Τεχνικού. Σύμφωνα δε με τα στοιχεία του φακέλου, αλλά και του καταλόγου του Υπουργείου, οι αιτητές πληρούσαν και το δεύτερο σκέλος των απαιτήσεων της παραγράφου (1), αυτό της πενταετούς τουλάχιστον υπηρεσίας στην κλίμακα Α7 αφού είχαν τοποθετηθεί σε αυτήν στις 16.2.96.
Κάτω από αυτά τα δεδομένα και λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του Σχεδίου Υπηρεσίας, καταλήγω ότι η μη συμπερίληψη των αιτητών στους προάξιμους υποψηφίους καθίσταται αναιτιολόγητη και το ενδεχόμενο να λειτούργησε μέσα σε συνθήκες πλάνης η ΕΔΥ, αναδύεται απολύτως ορατό. Σύμφωνα δε με την κρατούσα επί του θέματος νομολογία, η πιθανολόγηση της ορθότητας ισχυρισμού περί εσφαλμένου πραγματικού βάθρου της προσβαλλόμενης πράξης αρκεί για να ακυρωθεί αυτή και να επανεξεταστεί το θέμα από το αρμόδιο διοικητικό όργανο (βλ. Κωνσταντίνου v. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228, Ιορδάνου v. E.Δ.Υ. (1997) 3 Α.Α.Δ. 250). Όσο δε αφορά τις εξηγήσεις που δίδονται στην αγόρευση των καθ' ων η αίτηση για δημιουργία δύο δομών στο Υπουργείο Άμυνας, με βάση την οποίαν οι αιτητές δικαιούνταν να διεκδικήσουν μόνο τη θέση Τεχνικού Μηχανικού 1ης Τάξης και όχι αυτήν του Ανώτερου Τεχνικού βάσει και των ακαδημαϊκών προσόντων τους, εκτός του ότι δεν έχουν έρεισμα στα πρακτικά, αποτελούν απλούς και αόριστους ισχυρισμούς που προβάλλονται από τη δικηγόρο του διοικητικού οργάνου, σε μια προσπάθεια συμπλήρωσης, εκ των υστέρων, της ελλείπουσας αιτιολογίας και συνεπώς δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη στη διαδικασία εξέτασης της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Όπως σχετικά έχει νομολογηθεί, στα πλαίσια της ακυρωτικής δίκης το περιεχόμενο των δικογράφων και οι γραπτές αγορεύσεις δεν συνιστούν αιτιολογία, η οποία θα πρέπει να δίδεται κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης της διοικητικής απόφασης. (βλ. J.M.C. Polytrade v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 294, Αχιλλέως v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 565, Φράγκου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Επιπρόσθετα ο διαχωρισμός με βάση τους δύο καταλόγους του Υπουργείου Άμυνας, σε Τεχνικούς Μηχανικούς απόφοιτους τριετούς μεταλυκειακού κύκλου σπουδών και σε Τεχνικούς που δεν κατείχαν το συγκεκριμένο προσόν και οι οποίοι τελικά θεωρήθηκαν, σε αντίθεση με τους πρώτους, ως προάξιμοι, δεν έχει έρεισμα στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης του Ανώτερου Τεχνικού και συνιστά εξωγενές στοιχείο το οποίο παρεισέφρησε στην επίδικη απόφαση καθιστώντας την τρωτή. Και αυτό, αφού η λήψη υπόψη εξωγενών, ασχέτων ή μη ουσιωδών παραγόντων, συνιστά πλημμελή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης και καθιστά την απόφαση της αντίθετη προς το Νόμο, με αποτέλεσμα να οδηγεί στην ακύρωση της γιατί λήφθηκε καθ' υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας (βλ. Δημοκρατία κ.ά. v. Παπαχριστοδούλου κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 329, Κυπριακή Δημοκρατία v. Κούμα (2006) 3 Α.Α.Δ. 467).
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω είναι σαφές πως η υπό αναφορά κρίση της ΕΔΥ σε σχέση με τους προσοντούχους υποψηφίους, ανατρέχει στη ρίζα της διαδικασίας και καθιστά αχρείαστη την εξέταση των υπολοίπων ζητημάτων, κάτι που προδιαγράφει και την τύχη των προσφυγών.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται και για σκοπούς έκδοσης απόφασης εκδίδεται διάταγμα αποσυνένωσης των προσφυγών. Οι προσφυγές αρ.423/11 και 517/11 επιτυγχάνουν, αποτέλεσμα που αφήνει χωρίς αντικείμενο την προσφυγή αρ.261/11 του αιτητή Κοσιάρη, η οποία θα πρέπει να απορριφθεί.»
Η Εφεσίβλητη Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας αποφάσισε την επανεξέταση της ακυρωθείσας με την απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 261/2011 κ.ά. (ανωτέρω) απόφασης προαγωγής των ενδιαφερόμενων μερών, υπό το φως των ευρημάτων της πιο πάνω δικαστικής απόφασης. Η απόφαση και η αιτιολογία της για το κρίσιμο ζήτημα της συμπερίληψης ή μη (και) του εδώ Εφεσείοντα στους προσοντούχους υποψηφίους για την επίδικη θέση παρατέθηκε και στην (εκκαλούμενη) πρωτόδικη απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 885/2015 και είναι η ακόλουθη:
««Η Επιτροπή παρατήρησε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε στην εν λόγω ακυρωτική απόφαση που αφορά τις Συνεκδικασθείσες Προσφυγές με αρ. 423/11 (Γιαννάκη Κολώνα εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας) και 517/11 (Κωνσταντίνου Γιαννακά εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας), αφού διαπίστωσε - αποσπασματικά - ότι: «Κάτω από αυτά τα δεδομένα και λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του Σχεδίου Υπηρεσίας, καταλήγω ότι η μη συμπερίληψη των αιτητών στους προάξιμους υποψηφίους καθίσταται αναιτιολόγητη και το ενδεχόμενο να λειτούργησε μέσα σε συνθήκες πλάνης η ΕΔΥ, αναδύεται απολύτως ορατό.»
Η Επιτροπή, προτού προβεί στην επανεξέταση της διαδικασίας, προέβη σε ενδελεχή μελέτη όλων των ενώπιόν της δεδομένων.
Κατ' αρχάς, παρατήρησε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 35(1) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως (Αρ. 2) του 2014, που αφορά τη διαδικασία πλήρωσης θέσεων Προαγωγής: «.. κενή θέση Προαγωγής πληρούται χωρίς δημοσίευση με την προαγωγή υπαλλήλου που υπηρετεί στην αμέσως κατώτερη τάξη ή θέση του συγκεκριμένου κλάδου ή υποδιαίρεσης της δημόσιας υπηρεσίας.» Σε σχέση με την εν λόγω παρατήρηση, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό του 2010 (που ήταν σε ισχύ κατά τον ουσιώδη χρόνο), η αμέσως κατώτερη θέση της υπό πλήρωση θέσης, δηλαδή του Ανώτερου Τεχνικού, είναι η θέση του Τεχνικού.
[.]
Ιδιαίτερα, σ' ό,τι αφορά τους Αιτητές Κολώνα και Γιαννακά, οι οποίοι δεν περιλήφθηκαν στον εν λόγω κατάλογο, η Επιτροπή παρατήρησε ότι αυτοί, κατά τον ουσιώδη χρόνο, κατείχαν τη θέση Τεχνικού Μηχανικού και όχι Τεχνικού, όπως απαιτεί το Σχέδιο Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης. Περαιτέρω, η Επιτροπή παρατήρησε ότι οι εν λόγω Αιτητές κατείχαν αρχικά τη θέση Τεχνικού (ο μεν Κολώνας στην ειδικότητα της Μηχανολογίας και ο δε Γιαννακάς στην ειδικότητα της Ηλεκτρολογίας) από 16.8.1993, η οποία όμως θέση μετονομάστηκε από 17.7.2009 (πολύ πριν δηλαδή από την ημερομηνία που τέθηκε σε ισχύ το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης του Ανώτερου Τεχνικού, ήτοι 23.4.2010) σε θέση Τεχνικού Μηχανικού με τον περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμό Ν. Αρ. 53(ΙΙ)/2009. Επομένως, εφόσον η απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης για υπηρεσία στη θέση Τεχνικού ανάγεται σε ενεστώτα χρόνο, δηλαδή στο χρόνο που το Σχέδιο Υπηρεσίας τέθηκε σε ισχύ και που οι εν λόγω μετονομασίες είχαν ήδη προηγηθεί, καθίσταται σαφές ότι οι εν λόγω Αιτητές δεν ήταν δυνατόν να θεωρηθούν ως δικαιούχοι υποψήφιοι. Η Επιτροπή, κατά τη μελέτη του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης Ανώτερου Τεχνικού, παρατήρησε, επίσης, ότι, αν η πρόθεση του νομοθέτη ήταν να περιλάβει ως δικαιούχους και υποψηφίους που, κατά την ημερομηνία ισχύος του εν λόγω Σχεδίου Υπηρεσίας, κατείχαν τη θέση Τεχνικού Μηχανικού ή/και παλαιότερα τη θέση (Τεχνικού), θα καταγραφόταν διαφορετικό λεκτικό.
Παρενθετικά, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να παρατηρήσει ότι, σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό του 2010, η αμέσως κατώτερη θέση του Τεχνικού Μηχανικού, 1ης Τάξης, είναι η θέση του Τεχνικού Μηχανικού (θέση την οποία κατέχουν στον ουσιώδη χρόνο οι Αιτητές). Το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Τεχνικού Μηχανικού, 1ης Τάξης, τέθηκε σε ισχύ στις 23.4.2010 (δηλαδή την ίδια μέρα με το Σχέδιο Υπηρεσίας του Ανώτερου Τεχνικού) και απαιτεί: «(α) δεκαπενταετή τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Τεχνικού Μηχανικού, από την οποία πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στην Κλίμακα Α7, ή (β) δεκαπενταετή τουλάχιστον συνολική υπηρεσία στη θέση Τεχνικού Μηχανικού και στις προηγούμενες θέσεις Τεχνικού ή/και Τεχνικού 1ης και 2ης Τάξης στο Υπουργείο Άμυνας ή/και Τεχνικού ή/και Τεχνικού 1ης και 2ης Τάξης (Μηχανολογίας) στο Τμήμα Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών, από την οποία πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στην Κλίμακα Α7». Επομένως, σύμφωνα και με τις πρόνοιες του άρθρου 35(1) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως (Αρ. 2) του 2014, οι Αιτητές, οι οποίοι κατά την έγκριση του εν λόγω Σχεδίου Υπηρεσίας κατείχαν τη θέση Τεχνικού Μηχανικού, είναι δικαιούχοι υποψήφιοι για τη θέση Τεχνικού Μηχανικού, 1ης Τάξης.
Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αποφάσισε ότι, σύμφωνα με όλα τα ενώπιόν της στοιχεία και με βάση την πιο πάνω ερμηνεία που δόθηκε για το Σχέδιο Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήτοι 4.6.2010, 12 υπάλληλοι κατείχαν τη θέση Τεχνικού (σε διάφορες ειδικότητες) και κρίθηκαν ως δικαιούχοι υποψήφιοι, εκ των οποίων οι δέκα πρώτοι υποψήφιοι (α/α 1-10) πληρούν τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας και, επομένως, κρίθηκαν ως προσοντούχοι δικαιούχοι υποψήφιοι.»
Τελικώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Προσφυγή Αρ. 885/2015 με την εξής αιτιολογία:
«Με βάση το πιο πάνω απόσπασμα, θεωρώ ότι η προδικαστική ένσταση που εγείρουν τα ενδιαφερόμενα μέρη σε σχέση με την ανεπιφύλακτη αποδοχή από τον αιτητή της μετονομασίας της θέσης του και της κατάταξής του σε άλλη δομή της υπηρεσίας, ευσταθεί. Όπως ορθά υποδεικνύουν τα ενδιαφερόμενα μέρη, ο αιτητής δεν μπορεί να επωφελείται και των δύο υπηρεσιακών δομών θεωρώντας ότι μπορεί να είναι υποψήφιος σε προαγωγή τόσο για την επίδικη θέση όσο και για τη θέση Τεχνικού Μηχανικού 1ης τάξης. Η μη έγκαιρη αμφισβήτηση της υπηρεσιακής δομής με αποτέλεσμα να θεωρείται προσοντούχος μόνο για συγκεκριμένη θέση προαγωγής και όχι για όλες, στερεί τον αιτητή από το έννομό του συμφέρον να στρέφεται κατά της επίδικης πράξης.
Συνεπώς, η προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει και η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη.»
Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε Έφεση από τον αποτυχόντα προσφεύγοντα και Αντέφεση εκ μέρους τεσσάρων εκ των ενδιαφερόμενων μερών.
Με την Έφεση ο Εφεσείων βάλλει, με τρεις λόγους Έφεσης, εναντίον της ορθότητας της πρωτόδικης δικαστικής κρίσης, ως ακολούθως (τονισμός και ορθογραφία είναι του κειμένου):
Η απόφαση και / ή κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου (πιο κάτω το «Δικαστήριο») ότι ο Εφεσείων / Αιτητής (πιο κάτω ο «Εφεσείων») στερείται εννόμου συμφέροντος να στρέφεται κατά της προσβαλλόμενης με την Προσφυγή πράξης (πιο κάτω η «Πράξη») κάνοντας δεκτή τη σχετική προδικαστική ένσταση που εγέρθηκε από πλευράς των Ενδιαφερομένων Μερών (πιο κάτω τα «ΕΜ» είναι νομικά και / ή πραγματικά εσφαλμένη και / ή πεπλανημένη.
Άνευ επηρεασμού και / ή επιπροσθέτως του Πρώτου Λόγου Έφεσης, το Δικαστήριο εσφαλμένα και / ή πεπλανημένα έκρινε ότι η (εν πάση περιπτώσει, εσφαλμένη) κατάληξη των Εφεσίβλητων / Καθ' ων η Αίτηση (πιο κάτω οι «Εφεσίβλητοι») ότι ο Εφεσείων δεν ήταν προσοντούχος, οδηγεί σε έλλειψη εννόμου συμφέροντος από πλευράς του.
ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Άνευ επηρεασμού και / ή επιπροσθέτως του Πρώτου και Δεύτερου Λόγου Έφεσης, η απόφαση του Δικαστηρίου να εξετάσει την προδικαστική ένσταση των ΕΜ περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος, συνεπεία της δήθεν ανεπιφύλακτης αποδοχής της μετονομασίας της Θέσης από τον Εφεσείοντα, είναι νομικά εσφαλμένα (sic) και /ή πεπλανημένη.»
Με την Αντέφεση προβάλλονται δύο λόγοι Αντέφεσης, οι εξής (τονισμός και ορθογραφία είναι του κειμένου):
«Πρώτος Λόγος
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν εξέτασε την πρώτη προδικαστική ένσταση των ενδιαφερομένων μερών ότι ο Αιτητής δεν δικαιούται, με βάση τα άρθρα 28(1)(γ) και 35(1) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/90, προαγωγής στην επίδικη θέση και συνεπώς στερείται εννόμου συμφέροντος στην καταχώρηση και προώθηση της παρούσας προσφυγής.
Δεύτερος Λόγος
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν εξέτασε την τρίτη προδικαστική ένσταση των ενδιαφερομένων μερών ότι ο Αιτητής δεν κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου υπηρεσίας ως απαιτεί το άρθρο 35(2)(β) του Ν. 1/90 και συνεπώς στερείται του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος προσβολής των επίδικων προαγωγών.»
Εξετάσαμε τα εγειρόμενα ζητήματα σωρευτικά, υπό το φως των όσων εμπεριέχονται στα ενώπιον μας έγγραφα, στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης και στην πρωτόδικη απόφαση. Δεν είναι, κρίνουμε, αναγκαία, πέραν των όσων απαιτούνται για τις ανάγκες έκδοσης της απόφασης μας, η παράθεση ενός εκάστου των επιχειρημάτων των πλευρών, τα οποία έχουμε εξετάσει προσεκτικά (βλ., σχετικά, απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ενεργούντος ως τριτοβάθμιου, ημερομηνίας 21.2.2024 στην Αίτηση Αρ. 9/23).
Ο Εφεσείων δικαίως παραπονείται. Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του (βλ. ανωτέρω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση) έκρινε ότι ο Εφεσείων στερείται εννόμου συμφέροντος, αποδεχόμενο την σχετική προδικαστική ένσταση που ήγειρε με την πρωτόδικη γραπτή αγόρευση της η Εφεσίβλητη, σε σχέση με την ανεπιφύλακτη αποδοχή και/ ή μη έγκαιρη αμφισβήτηση από τον Εφεσείοντα της μετονομασίας της θέσης του και της κατάταξής του σε άλλη δομή της υπηρεσίας.
Η κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είναι ορθή. Η μετονομασία της εν λόγω θέσης και η εξ αυτής κατάταξη σε άλλη δομή της υπηρεσίας επήλθε δια νομοθετικής και όχι εκτελεστής πράξης. Έπεται και ότι, ο Εφεσείων καμία δυνατότητα δεν είχε σε προγενέστερο στάδιο να προσβάλει (επιτυχώς) δικαστικώς αυτή την ενέργεια, η οποία θα απαιτούσε προηγουμένως την παραγωγή συγκεκριμένης εκτελεστής διοικητικής πράξης, όπως η εδώ επίδικη ή, ορθότερα, η προηγούμενη αυτής που ακυρώθηκε. Ούτε, βέβαια, τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου οποιοδήποτε άλλο συγκεκριμένο στοιχείο, το οποίο να συνηγορεί ως προς την ανεπιφύλακτη αποδοχή εκ μέρους του Εφεσείοντα της εν λόγω νομοθετικής ρύθμισης. Ως λέχθηκε, χαρακτηριστικά, στην απόφαση ημερομηνίας 10.1.2018 στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 193/12 Δημοκρατία v. Κοσιάρη κ.ά. ακριβώς για την μετονομασία της ίδιας θέσης, με δικούς μας τονισμούς:
«Η πρωτόδικη προσφυγή του εφεσίβλητου Θ. Κοσιάρη επιδίωκε την ακύρωση της απόφασης αγνώστου ημερομηνίας των εφεσειόντων-καθ΄ ων η αίτηση, να μην περιλάβουν και ή να αποκλείσουν τον αιτητή από τον κατάλογο των Τεχνικών κλίμακα Α2, Α5, Α7(ii) στο Υπουργείο Άμυνας που κατείχαν προσόν τουλάχιστον τριετούς μεταλυκειακού κύκλου σπουδών με σκοπό την αναβάθμιση των κλιμάκων των θέσεων τους, με αποτέλεσμα ο αιτητής-εφεσίβλητος να μην περιληφθεί στις 57 θέσεις Τεχνικού στις κλίμακες που καταγράφηκαν προηγουμένως που μετονομάσθηκαν σε θέση Τεχνικού Μηχανικού, κλίμακα Α5 (2η βαθμίδα), Α7 και Α8(i), με τον περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμο (Αρ.4) του 2009. Ζητείτο επίσης ότι η παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας των εφεσειόντων να προωθήσουν αναβάθμιση της θέσης του αιτητή ως άλλοι 57 συνάδελφοι του Τεχνικοί, ήταν παράνομη και άκυρη. Όπως επίσης ήταν άκυρη και η παράλειψη να προβούν οι εφεσείοντες σε εφαρμογή της μετονομασίας και αναβάθμισης των μισθολογικών κλιμάκων της θέσης του αιτητή ώστε από Τεχνικός, να καταστεί Τεχνικός Μηχανικός.
Η πιο πάνω προσφυγή η υπ΄ αρ. 1653/2009, συνεκδικάστηκε με την παρόμοια υπόθεση 1674/2009 του Στ. Τουμάζου, λόγω κοινών νομικών και πραγματικών δεδομένων. Οι εφεσείοντες ήγειραν προδικαστική ένσταση στην προώθηση των προσφυγών στο ότι οι προσφυγές δεν προσέβαλλαν εκτελεστή διοικητική πράξη στο πλαίσιο του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Στο πλαίσιο της συζήτησης της έφεσης ήγειραν και το ζήτημα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την προϋπόθεση του παραδεκτού των προσφυγών, ζήτημα δημοσίας τάξεως που μπορούσε να κριθεί και από την Ολομέλεια, με δεδομένο ότι οι προσφυγές καταχωρήθηκαν στις 9.12.2009, ενώ η αναβάθμιση έγινε με το Νόμο αρ. 53(ΙΙ)/2009, ο οποίος δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 17.7.2009.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τις προσφυγές και εξέδωσε απόφαση ως η παράγραφος Α του αιτητικού πλέον έξοδα, απορρίπτοντας, κατά το σκεπτικό του, την εγερθείσα προδικαστική ένσταση ότι με τις προσφυγές δεν προσβάλλετο εκτελεστή διοικητική πράξη.
.......
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά την ορθότητα της απόφασης του πρωτοδίκου Δικαστηρίου να απορρίψει την προδικαστική ένσταση περί μη εκτελεστής διοικητικής πράξης. Ο λόγος είναι βάσιμος διότι κατά πάγια νομολογία, η δημιουργία, η μετονομασία ή η αναβάθμιση θέσεων στη δημόσια υπηρεσία αφορά πρωτίστως και παραπέμπει στον νομοθέτη. Η παραγωγή νόμου δεν εμπίπτει και δεν σχετίζεται με εκτελεστή διοικητική πράξη από συγκεκριμένο διοικητικό όργανο. Εναπόκειται στη Βουλή των Αντιπροσώπων να διαμορφώσει το οργανόγραμμα των διαφόρων θέσεων στη βάση βεβαίως των προτάσεων της εκτελεστικής εξουσίας, ψηφίζοντας και τον αναγκαίο προϋπολογισμό...
...Η μετονομασία θέσεων προερχόμενη από νομοθετική ρύθμιση δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο αναθεωρητικού ελέγχου διότι είναι γενικού περιεχομένου, απευθυνόμενη προς τους επηρεαζόμενους με γενικότητα και δεν εξατομικεύει αναφορά σε πρόσωπα. Όπως και στις κανονιστικές διοικητικές πράξεις, τίθεται ένα γενικό πλαίσιο που δεν δημιουργεί από μόνο του ατομικές διοικητικές πράξεις, (Αλέκτωρ Φαρμακευτική Λτδ ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 250).
Δεν εναπόκειτο στους εφεσείοντες να προωθήσουν οτιδήποτε προς αναβάθμιση και της θέσης που κατείχαν οι εφεσίβλητοι ως ζητείτο με τις προσφυγές. Τέτοια θετική ενέργεια δεν επιβαλλόταν ούτε από τον επίδικο περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμο, ούτε από τις γενικές αρχές δικαίου, (Γρηγορίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 733). Και βεβαίως, η πρωταρχική θεραπεία περί αποκλεισμού των εφεσιβλήτων από τις νέες θέσεις προϋπόθετε διοικητική απόφαση που εδώ δεν παρήχθηκε. Οι εφεσείοντες ενήργησαν στη βάση νομοθετικής επιταγής. Στην ουσία οι εφεσίβλητοι επιδίωξαν την εφαρμογή της νέας νομοθετικής ρύθμισης και για τα πρόσωπα τους, ανεξαρτήτως προσόντων.
Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ΄ έφεση υπέρ της εφεσείουσας Δημοκρατίας και εναντίον των εφεσιβλήτων όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.»
Ούτε η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «ο αιτητής δεν μπορεί να επωφελείται και των δύο υπηρεσιακών δομών θεωρώντας ότι μπορεί να είναι υποψήφιος σε προαγωγή τόσο για την επίδικη θέση όσο και για τη θέση Τεχνικού Μηχανικού 1ης τάξης», είναι, άνευ ετέρου, ορθή, χωρίς το πρωτόδικο Δικαστήριο να έχει ενασχοληθεί προηγουμένως με την εμβέλεια του παραχθέντος δεδικασμένου στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 6.2.2015 στις συνεκδικασθείσες Προσφυγές Αρ. 261/2011, 423/2011 και 517/2011 (υπενθυμίζουμε, ότι η Προσφυγή Αρ. 423/2011 είχε ασκηθεί από τον εδώ Εφεσείοντα), η οποία δεν εφεσιβλήθηκε ή, εν πάση περιπτώσει, η έφεση εναντίον της αποσύρθηκε. Και εναρμονισμένη να είναι η εν λόγω κρίση του με υφιστάμενη νομολογία επί του θέματος, όφειλε, δηλαδή, το πρωτόδικο Δικαστήριο πρώτα να διερευνήσει, κατά πόσο το δεσμευτικό (βλ. Άρθρο 146.5 του Συντάγματος) δεδικασμένο στην προαναφερόμενη απόφαση στις συνεκδικασθείσες Προσφυγές Αρ. 261/2011, 423/2011 και 517/2011 καθιστούσε τον Εφεσείοντα ως έχοντα έννομο συμφέρον. Άρα, με βάση τα ανωτέρω, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος του Εφεσείοντα στηρίζεται σε εσφαλμένη αιτιολογία. Και τέλος, το πιο πάνω ζήτημα, όφειλε, εν πάση περιπτώσει, να είχε κριθεί ως ζήτημα ουσίας και όχι ως προδικαστικό, αφού, ως ορθά υποδείχθηκε και στις συνεκδικασθείσες Προσφυγές Αρ. 261/2011, 423/2011 και 517/2011 «Οπως έχει νομολογηθεί, από τη στιγμή που αμφισβητείται σοβαρά η εκτίμηση της Διοίκησης αναφορικά με τα προσόντα ενός αιτητή - όπως συμβαίνει στην παρούσα - το θέμα καθίσταται επίδικο και συναφές με την ουσία της υπόθεσης και ο αιτητής διατηρεί το έννομο συμφέρον του να επιδιώξει την αναθεώρηση της (βλ. Ζαχαρουδιού κ.ά. v. Δημοκρατίας (1989) 3 (Ε) Α.Α.Δ. 3130, Χρυσοστόμου κ.ά., v. Kωνσταντινίδου κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 13).».
Αν και το πιο πάνω εύρημα μας σφραγίζει το αποτέλεσμα της Έφεσης, σκόπιμο, ωστόσο, θα ήταν να σημειωθούν και τα εξής, ενόψει και της Αντέφεσης, αλλά και προς υποβοήθηση του έργου του πρωτόδικου Δικαστηρίου: Ως προαναφέρθηκε, η επίδικη διοικητική πράξη είναι προϊόν επανεξέτασης και συγκεκριμένα, αποτέλεσμα της δικαστικής (ακυρωτικής) κρίσης στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 6.2.2015 στις συνεκδικασθείσες Προσφυγές Αρ. 261/2011, 423/2011 και 517/2011.
Συνεπώς, πρωταρχικό έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την επανεξέταση του θέματος είναι η έκφραση κρίσης επί των όσων η Εφεσίβλητη Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ανέφερε (βλ. ανωτέρω απόσπασμα από την απόφαση της) σε σχέση με το πως εξέλαβε η ίδια την εμβέλεια της προαναφερθείσας δικαστικής απόφασης και ποιο δεδικασμένο έχει παραχθεί από αυτή.
Πρόσθετα, καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στα πλαίσια της ίδιας εξέτασης, είναι και η έκφραση κρίσης επί της θέσης της Εφεσίβλητης, αλλά και των ενδιαφερομένων μερών (τόσο πρωτόδικα, όσο και με την Αντέφεση τους) ότι, κατ' ουσία (και κατ' ισχυρισμό τους, χωρίς επηρεασμό του δεδικασμένου που έχει ήδη παραχθεί), ο Εφεσείων και πάλιν δεν μπορεί να θεωρηθεί προσοντούχος, λόγω του ότι κάτι τέτοιο θα προσέκρουε με τα Άρθρα 35(1) και 28(1)(γ) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν.1/90, διότι δεν κατείχε την - προηγούμενη της επίδικης - θέση του Τεχνικού, κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Για τους λόγους που επεξηγήθηκαν ανωτέρω, τόσο η Έφεση, όσο και η Αντέφεση επιτυγχάνουν στην ολότητα των λόγων Εφέσεως και Αντεφέσεως. Η πρωτόδικη κρίση παραμερίζεται. Η προσφυγή επιστρέφεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο για έκδοση νέας απόφασης, στα πλαίσια των ανωτέρω αποφασισθέντων.
Επιδικάζονται έξοδα ύψους €3000 επιπλέον Φ.Π.Α. εναντίον της Εφεσίβλητης και υπέρ του Εφεσείοντα. Καμία διαταγή για έξοδα, όσον αφορά την Αντέφεση, η οποία ασκήθηκε από τα πρωτοδίκως ενδιαφερόμενα μέρη.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.