ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


 

 

ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 40/2022)

 

20 Δεκεμβρίου, 2024

 

        [ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

 

                                                                                                                    Εφεσείουσα,

v.

 

SAID ABDULLE

 

                                                                                                                   Εφεσίβλητου.

 

--------------------

 

K. Παπαδοπούλου(κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για        Εφεσείουσα.

Ν. Χαραλαμπίδου για  Ν. ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ Δ.Ε.Π.Ε, για Εφεσίβλητο.

 

--------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα  δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.

-----------------------------

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.:  Σύμφωνα με τα πρωτόδικα ευρήματα, ο (Σομαλικής καταγωγής) Εφεσίβλητος υπέβαλε περί την 31.10.2018 αίτηση διεθνούς προστασίας (εφεξής «η αίτηση») στην οποία δήλωσε την 7.6.2003 ως ημερομηνία γέννησής του. 

 

Προφανώς ένεκα αυτού, η Υπηρεσία Ασύλου, αφενός, του χορήγησε (την προβλεπόμενη στο Άρθρο 8(1)(β) των περί Προσφύγων Νόμων) βεβαίωση υποβολής αίτησης (εφεξής «η βεβαίωση») στην οποία αναγραφόταν η 7.6.2003 ως η ημερομηνία γέννησής του και, αφετέρου, άρχισε τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης μεταχειριζόμενη τoν Εφεσίβλητο ως ασυνόδευτο ανήλικο.

 

Στις 25.1.2019, ο Εφεσίβλητος υποβλήθηκε από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου σε συνέντευξη, στην παρουσία της εκπροσώπου/κηδεμόνα του από πλευράς των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας (η οποία ενεργεί στη βάση του Άρθρου 10 των περί Προσφύγων Νόμων, εφεξής «η εκπρόσωπος»).  Η συνέντευξη διεξήχθη για ζητήματα που άπτονται της εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) Αριθ. 604/2013[1] και της οικογενειακής επανένωσης του Εφεσίβλητου με την αδελφή του στη Σουηδία, αλλά και για τον σκοπό προσδιορισμού της ηλικίας του.

 

Κατά τη συνέντευξη, η λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ζήτησε από τον Εφεσίβλητο να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις ώστε να προσδιοριστεί η ηλικία του, καθότι θεώρησε ότι αυτός δεν προσήγαγε σχετικά έγγραφα ως προς τούτο και υπέπεσε σε συναφείς αντιφάσεις κατά την εξιστόρησή του.  Η λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου του επεξήγησε ότι -αν οι εξετάσεις καταδείξουν ότι είναι ενήλικας- οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας θα παύσουν να ενεργούν ως εκπρόσωπός του, θα μετακινηθεί από την τότε διαμονή του και θα τερματιστεί η διαδικασία οικογενειακής επανένωσης με την αδελφή του στη Σουηδία.  Ο Εφεσίβλητος και η εκπρόσωπός του έδωσαν τη συγκατάθεσή τους για την παραπομπή του πρώτου στις προρρηθείσες ιατρικές εξετάσεις.

 

Στις 29.1.2019, υποβλήθηκε στην Υπηρεσία Ασύλου μεταφρασμένο αντίτυπο του πιστοποιητικού γέννησης του Εφεσείοντα.

 

Στις 19.2.2019, η Υπηρεσία Ασύλου έλαβε επιστολή από το Τμήμα Οδοντιατρικών Υπηρεσιών η οποία την ενημέρωνε για την υποβολή του Εφεσίβλητου σε κλινικές και ακτινολογικές εξετάσεις περί την 1.2.2019, με σκοπό τον προσδιορισμό της ηλικίας του και εσώκλειε ιατρική έκθεση στην οποία διατυπωνόταν το συμπέρασμα ότι επρόκειτο περί ενήλικου.

 

Στις 25.2.2019, η Υπηρεσία Ασύλου -λαμβάνοντας υπόψη τα ιατρικά πορίσματα- αποφάσισε όπως ο Εφεσίβλητος θεωρηθεί πλέον ως ενήλικας κατά την λοιπή διαδικασία εξέτασης της αίτησής του.  Οπότε την επομένη (26.2.2019), αφενός, του κοινοποίησε και επεξήγησε αυτή την απόφαση στην παρουσία της εκπροσώπου του και του διερμηνέα και, αφετέρου, ακύρωσε την μέχρι τότε βεβαίωση και εξέδωσε στον  Εφεσίβλητο νέα βεβαίωση η οποία αναφέρει ως ημερομηνία γέννησής του την 1.1.2001, με προφανές αποτέλεσμα ο Εφεσίβλητος να θεωρείται από την Υπηρεσία Ασύλου πλέον ως άνω των 18 ετών και συνεπώς ως ενήλικας (αφού το Άρθρο 2(1) των περί Προσφύγων Νόμων ορίζει ως «ανήλικο» τον υπήκοο τρίτης χώρας ή ανιθαγενή ηλικίας κάτω των 18 ετών).

Ο Εφεσίβλητος αντέδρασε καταχωρώντας την Προσφυγή Αρ. 698/2019, με το δικόγραφο της οποίας αιτείται τις εξής θεραπείες:

 

 

« Α.

Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου, ότι η απόφαση των Καθ'ων η Αίτηση ημερομηνίας 26/2/2019 (Παράρτημα 1), ήτοι βεβαίωση υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας, η οποία δόθηκε στον Αιτητή την ίδια ημέρα και στην οποία σημειώνεται ως ημερομηνία γεννήσεώς του η 1/1/2001, καθώς και οποιαδήποτε ενδιάμεση ή προπαρασκευστική πράξη που οδήγησε σε αυτή, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

Β.

Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η μη αναγνώριση του Αιτητή ως ασυνόδευτου ανήλικου καθώς και οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν από τους Καθ'ων η αίτηση ή/και οποιεσδήποτε άλλες αρχές  της Δημοκρατίας για σκοπούς προσδιορισμού της ηλικίας του είναι παράνομες, άκυρες και στερημένες οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

Γ.

Οποιαδήποτε άλλη/ή και περαιτέρω θεραπεία το Σεβαστό Δικαστήριο κρίνει εύλογη και κατάλληλη υπό τις περιστάσεις.

Δ.

Έξοδα πλέον Φ.Π.Α.».

 

Στη δε παράγραφο 9 των γεγονότων του δικόγραφου της Προσφυγής αναφέρονται τα εξής:

«9.

Περίπου ένα μήνα μετά την ως άνω συνέντευξή του πληροφορήθηκε από το Hope for Children ότι η Υπηρεσία Ασύλου έλαβε απόφαση σχετικά με την ηλικία του και κλήθηκε να μεταβεί επιτόπου στην Υπηρεσία.  Αυτό έπραξε στις 26/2/2015 [sic] όταν και πληροφορήθηκε προφορικά ότι σύμφωνα με τις ιατρικές εξετάσεις ήταν πάνω από 18 χρονών ενώ, του δόθηκε τότε δεύτερη βεβαίωση υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας, η οποία ανέφερε πλέον ως ημερομηνία γέννησής του την αυθαίρετη ημερομηνία 1/1/2001 (προσβαλλόμενη απόφαση) και του ζητήθηκε να παραδώσει την αρχική βεβαίως [sic] υποβολής αίτησης ασύλου με την πραγματική ημερομηνία γέννησής του.  Δεν του δόθηκε οποιοδήποτε από τα έγγραφα/αποτελέσματα εξετάσεων ή άλλα έγγραφα που αφορούσαν στην απόφαση προσδιορισμού της ηλικίας του, όπως ζήτησε.  Πληροφορήθηκε επίσης ότι δεν έχει δικαίωμα σε οικογενειακή επανένωση επειδή δεν είναι ανήλικος.  Ως αποτέλεσμα, ο Αιτητής προσβάλλει τη μοναδική απόφαση που τέθηκε υπόψη του σε ό,τι αφορά το καθοριστικό για την παραμονή και το αίτημα ασύλου του θέμα του προσδιορισμού της ηλικίας του, δηλαδή τη χορήγηση σε αυτόν της προαναφερθείσας βεβαίωσης (Παράρτημα 1) και της προφορικής απόφασης που του ανακοινώθηκε ότι αυτός δεν είναι ανήλικος.».

 

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την εφεσιβαλλόμενη απόφασή του ημερ. 7.7.2022, αποδέχτηκε την Προσφυγή ακυρώνοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, με το εξής σκεπτικό: 

 

Η προσβλητέα πράξη ήταν αυτή στη βάση της οποίας κρίθηκε ότι είναι ενήλικας (παράγραφος 47 εφεσιβαλλόμενης απόφασης), ήτοι το πόρισμα και η τελική κρίση ημερ. 25.2.2019 ως προς τον προσδιορισμό ηλικίας, η οποία κοινοποιήθηκε στον Εφεσίβλητο στις 26.2.2019 (παράγραφος 54 και 56 εφεσιβαλλόμενης απόφασης), οπότε έπρεπε να εξεταστεί κατά πόσο αυτή είναι αυτοτελής διοικητική πράξη παράγουσα έννομα αποτελέσματα ώστε να δύναται να προσβληθεί μέσω προσφυγής.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω πράξη μπορεί να προσβληθεί αυτοτελώς ως εκτελεστή διοικητική πράξη (παράγραφος 54 εφεσιβαλλόμενης απόφασης), σε αντίθεση με τη βεβαίωση η οποία συνιστά προπαρασκευαστική (της αίτησης)  πράξη και βεβαιωτική (ως προς την καταγραφόμενη ημερομηνία γέννησης του Εφεσίβλητου) της απόφασης επί του πορίσματος προσδιορισμού ηλικίας (παράγραφος 57 εφεσιβαλλόμενης απόφασης).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολόγησε την άνωθεν κρίση του ως εξής:

(α) δεν υπάρχει ειδική εθνική διάταξη που να καθορίζει ότι το πόρισμα περί της ανηλικότητας ή μη του αιτητή συνεξετάζεται στο πλαίσιο προσφυγής κατά της απόφασης επί της αίτησης (παράγραφος 54 εφεσιβαλλόμενης απόφασης)·

(β) αυτή η κατάληξη συνάδει με την αρχή του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού που διαρρέει τους περί Προσφύγων Νόμους (παράγραφος 54 εφεσιβαλλόμενης απόφασης)·

(γ) ο ανήλικος αιτητής υπέχει ενισχυμένες διαδικαστικές εγγυήσεις και δικαιώματα (έναντι των ενήλικων αιτητών) δυνάμει των περί Προσφύγων Νόμων και του Κανονισμού (ΕΕ) Αριθ. 604/2013 (το Άρθρο 6 του Κανονισμού καθιστά υποχρεωτική τη συνεργασία των κρατών μελών για την άμεση εξέταση της δυνατότητας επανένωσης του ανήλικου με την οικογένειά του) και γενικότερα δυνάμει του εφαρμοστέου δικαίου, με αποτέλεσμα ο (προσδιορισθείς ως ενήλικας) αιτητής να αποστερείται τούτα (παράγραφοι 52 και 53 εφεσιβαλλόμενης απόφασης)·

(δ) αν η απόφαση περί ανηλικότητας ή μη του αιτητή δεν προσβαλλόταν αυτοτελώς, ο αιτητής θα στερείτο της δυνατότητας άμεσης αμφισβήτησής της, με αποτέλεσμα -έλλειψη κάποιας άλλης εγγύησης- να ελλοχεύει ο κίνδυνος όπως ο ανήλικος αιτητής (ο οποίος παράνομα προσδιορίστηκε ως ενήλικας) διαμένει για σημαντικό χρονικό διάστημα σε υποδομές ενηλίκων μέχρι την έκδοση της τελικής απόφασης επί της αίτησης, χωρίς να μπορεί να αμφισβητήσει την κρίση επί της διαδικασίας προσδιορισμού ηλικίας του στο μεταξύ (παράγραφος 54 εφεσιβαλλόμενης απόφασης).

 

Αφότου έκρινε την Προσφυγή ως παραδεκτή, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιλαμβάνεται σε αυτές τις οποίες το Άρθρο 11(4) των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων (εφεξής «ο Νόμος 73(Ι) του 2018») υπαγάγει σε δικαστικό έλεγχο ουσίας/ορθότητας, οπότε αποφάσισε να ασκήσει έλεγχο νομιμότητας βάσει του Άρθρου 11(2) του Νόμου 73(Ι) του 2018 και του Άρθρου 146 του Συντάγματος (παράγραφος 69 εφεσιβαλλόμενης απόφασης).

Στο πλαίσιο αυτού του ελέγχου νομιμότητας, το πρωτόδικο Δικαστήριο διέγνωσε διαδικαστικές πλημμέλειες κατά τη διαδικασία της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου να προχωρήσει σε ιατρικές εξετάσεις για τον προσδιορισμό της ηλικίας του Εφεσίβλητου, οι οποίες πλημμέλειες στοιχειοθετούσαν παράβαση του Άρθρου 10(1Α) και (1Ζ) των περί Προσφύγων Νόμων (παράγραφος 99 εφεσιβαλλόμενης απόφασης) όπως και πλάνη ως προς το κατά πόσο οι ιατρικές εξετάσεις όντως δείκνυαν ότι ο Εφεσίβλητος ήταν ενήλικας κατά την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησής του (31.10.2018) (παράγραφος 101 εφεσιβαλλόμενης απόφασης).  Ημερομηνία, η οποία είναι αυτή που έχει καθοριστική σημασία προκειμένου να εκτιμηθεί η ηλικία όσον αφορά την εφαρμογή των συναφών με την οικογενειακή επανένωση διατάξεων (παράγραφος 100 εφεσιβαλλόμενης απόφασης).

 

Ενόψει του ακυρωτικού της αποτελέσματος, η Εφεσείουσα (πρωτόδικα η Καθ' ης η Αίτηση) προβάλλει την εφεσιβαλλόμενη απόφαση ως εσφαλμένη με σειρά λόγων έφεσης, οι δύο πρώτοι εκ των οποίων αφορούν το παραδεκτό της Προσφυγής, ενώ οι λοιποί πέντε το (κατ' ισχυρισμόν) σφαλερό της πρωτόδικης κρίσης στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο διεξήγαγε.

 

Εφόσον το παραδεκτό της Προσφυγής είναι θέμα δικαιοδοτικό, θα μας απασχολήσουν καταρχάς οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης, καθότι η τυχόν επιτυχή τους έκβαση συνεπάγεται -άνευ ετέρου- τον παραμερισμό της πρωτόδικης κρίσης, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί οτιδήποτε άλλο.

 

Κατά τον πρώτο λόγο έφεσης, η Προσφυγή προσέβαλλε μόνο την (επανεκδοθείσα) βεβαίωση ημερ. 26.2.2019, οπότε εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τη νομιμότητα και ακύρωσε (ως παράνομη) τη διοικητική κρίση βάσει της οποίας ο Εφεσίβλητος προσδιορίστηκε ως ενήλικας.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται, διότι το δικόγραφο της Προσφυγής δεν ζητεί μόνο την ακύρωση της επανεκδοθείσας βεβαίωσης (διά της αιτούμενης θεραπείας Α)  αλλά και την ακύρωση της μη αναγνώρισης του Εφεσίβλητου ως ασυνόδευτου ανηλίκου (διά της αιτούμενης θεραπείας Β).

 

 Παρότι η επίδικη διοικητική απόφαση ημερ. 25.2.2019 ήταν όπως ο Εφεσίβλητος θεωρηθεί (εφεξής) ως ενήλικας και, συνεπώς, δεν φέρει τη διατύπωση «σε μη αναγνώριση του Αιτητή ως ασυνόδευτου ανήλικου», η οποία αναφέρεται στην αιτούμενη θεραπεία Β, προφανώς το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε αυτήν την αιτούμενη θεραπεία ως προς την προσβαλλόμενη πράξη (ως δικαιούται: Θ. Τσάτσου Αίτησις Ακυρώσεως, 3η Έκδοση, υπό τον τίτλο «Η Προδικασία», παράγραφος 173) και (εύλογα, θεωρούμε) κατέληξε ότι δι' αυτής προσβάλλεται η προρρηθείσα διοικητική απόφαση ημερ. 25.2.2019 (παράγραφοι 47 και 56 εφεσιβαλλόμενης απόφασης).

 

Κατά τον δεύτερο λόγο έφεσης, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το πόρισμα περί ανηλικότητας μπορεί να προσβληθεί αυτοτελώς ως εκτελεστή διοικητική πράξη. 

 

Κρίνουμε ότι ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι βάσιμος και, συνεπώς, επιτυγχάνει, για τους εξής λόγους:

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι η επανεκδοθείσα βεβαίωση δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη (παράγραφος 57 εφεσιβαλλόμενης απόφασης), απορρίπτοντας έτσι -εμμέσως πλην σαφώς- την αιτούμενη θεραπεία Α του δικογράφου της Προσφυγής.

 

Εν συνεχεία, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε -εμμέσως πλην σαφώς- την αιτούμενη θεραπεία Β της Προσφυγής, καταλήγοντας ότι μπορεί να προσβληθεί αυτοτελώς (ως εκτελεστή διοικητική πράξη) το διοικητικό πόρισμα ημερ. 25.2.2019 ως προς την ηλικία του Εφεσίβλητου, το οποίο του κοινοποιήθηκε στις 26.2.2019 (παράγραφος 56 εφεσιβαλλόμενης απόφασης).

 

Ο οικείος διοικητικός φάκελος καταδεικνύει την ύπαρξη ενδοϋπηρεσιακού σημειώματος ημερ. 25.2.2019 (ερυθρά 111-110) διά του οποίου η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγήθηκε -με βάση τις ιατρικές εξετάσεις- όπως ο Εφεσίβλητος θεωρηθεί ως ενήλικας καθ' όλη τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης, εισήγηση η οποία έγινε χειρόγραφα αποδεκτή (από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, σύμφωνα με το μαχητό τεκμήριο κανονικότητας).  Επίσης, παρατίθεται πρακτικό ημερ. 26.2.2019 κατά το οποίο η προρρηθείσα λειτουργός -παρουσία της εκπροσώπου του Εφεσίβλητου και του διερμηνέα- ενημέρωσε τον Εφεσίβλητο για το ότι, βάσει των ιατρικών εξετάσεων, δεν μπορεί να θεωρείται ως ενήλικας.

 

Το εγειρόμενο, λοιπόν, ερώτημα είναι κατά πόσο η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου να θεωρεί από 26.2.2019 τον Εφεσίβλητο ως ενήλικα είναι αυτοτελώς προσβαλλόμενη διοικητική πράξη (ως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο) ή όχι.

 

Αν η διά προσφυγής προσβαλλόμενη απόφαση ή πράξη αναφέρεται στο Άρθρο 11(4) του Νόμου 73(Ι) του 2018, πρέπει να θεωρείται άνευ ετέρου ως (αυτοτελώς προσβαλλόμενη) εκτελεστή διοικητική πράξη, για τον σκοπό της ορθής εφαρμογής του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Αν όμως, η διά προσφυγής προσβαλλόμενη απόφαση ή πράξη δεν αναφέρεται στο Άρθρο 11(4) του Νόμου 73(Ι) του 2018, το πρωτόδικο Δικαστήριο καθηκόντως οφείλει να εξετάσει κατά πόσο είναι (αυτοτελώς προσβαλλόμενη) εκτελεστή διοικητική πράξη η οποία υπάγεται στη δικαιοδοσία του ως περιγραφόμενη στο Άρθρο 11(2) του ίδιου Νόμου, ώστε να την υποβάλει σε δικαστικό έλεγχο νομιμότητας βάσει του Άρθρου 11(1) του ιδίου Νόμου, το οποίο προβλέπει ότι ο δικαστής του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκεί τις εξουσίες που ανατίθενται στο πρωτόδικο Δικαστήριο από το Σύνταγμα, τον Νόμο 73(Ι) του 2018 και από οποιοδήποτε άλλο εκάστοτε σε ισχύ νόμο, με αποτέλεσμα ο δικαστής να ασκεί και την πρωτοβάθμια δικαιοδοσία ελέγχου νομιμότητας την οποία το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος απονέμει σε Διοικητικό Δικαστήριο.

 

Εν προκειμένω, κρίνουμε ότι ορθά, καταρχάς, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε (παράγραφος 69 εφεσιβαλλόμενης απόφασης) πως η επίδικη προσβαλλόμενη απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου (με την οποία κατέληξε πως ο Εφεσείων είναι ενήλικας) δεν εμπίπτει στις πράξεις ή αποφάσεις που αναφέρονται στο Άρθρο 11(4) του Νόμου 73(Ι) του 2018 και που -ως προαναφέρθηκε- η (αυτοτελώς προσβαλλόμενη) εκτελεστότητά τους τεκμαίρεται νομοθετικώς αμαχητί.  Έπεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο καθηκόντως εξέτασε την εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Σε απόκλιση όμως από το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνουμε ότι τέτοια διοικητική απόφαση προδήλως δεν είναι αυτοτελής, αλλά ενδιάμεση προπαρασκευαστική, ήτοι πράξη που εκδίδεται σε συνάρτηση με την έκδοση επικείμενης εκτελεστής πράξης την οποία προπαρασκευάζει χωρίς να επιφέρει αυτοτελώς άμεσα έννομα αποτελέσματα έναντι του διοικούμενου (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικράτειας 1929-1959, σελ.239).

Εξ αντιδιαστολής, πράξη είναι εκτελεστή όταν παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι του διοικούμενου χωρίς να χρειάζεται καμία άλλη διαδικασία, διοικητική ή δικαστική (Απόστολος Γέροντας κ.ά. Διοικητικό Δίκαιο, Ε΄Έκδοση 2022, σελ.193), χαρακτηριστικό που δεν συναντάται στην κατηγοριοποίηση του αιτητή διεθνούς προστασίας ως ενήλικα διότι -από μόνη της και άνευ ετέρου- αυτή η κατηγοριοποίηση δεν τον επηρεάζει άμεσα καθ'  οιοδήποτε τρόπο, όπερ σημαίνει, κατ' αντανάκλαση, ότι δεν προσβάλλει ευθέως το έννομο του συμφέρον ως απαιτεί το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος.

 

Ως προς την προπαρασκευαστική φύση της κατηγοριοποίησης του Εφεσίβλητου ως ενήλικα από την Υπηρεσία Ασύλου, είναι ενδεικτική η εν προκειμένω προσβαλλόμενη απόφαση η οποία λήφθηκε διά της εκ του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου αποδοχής ενδοϋπηρεσιακής εισήγησης όπως ο Εφεσίβλητος θεωρείται ενήλικας «καθ'  όλη τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης».

 

Ως ενδιάμεση προπαρασκευαστική πράξη, η διοικητική απόφανση ως προς το ανήλικο ή μη αιτητή διεθνούς προστασίας απορροφάται από την τελική απόφαση την οποία προπαρασκευάζει (όπως, για παράδειγμα, την τελική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επί της αίτησης διεθνούς προστασίας) και μπορεί να (συν)ελεχθεί από το αναθεωρητικής δικαιοδοσίας Δικαστήριο μόνο στο πλαίσιο προσφυγής η οποία προσβάλλει την τελική (εκτελεστή διοικητική) απόφαση (Φάκας ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 714).

 

Aκόμα και όταν η  έκδοση της τελικής απόφασης ή πράξης εκκρεμεί, η ενδιάμεση απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ως προς το ενήλικο ή μη του αιτητή κρίνουμε ότι δεν παράγει έννομα αποτελέσματα δυνάμενα να προσβληθούν αυτοτελώς, αλλά δρα μόνο προπαρασκευαστικά στο πλαίσιο έκδοσης τελικών αποφάσεων ή πράξεων που είναι οι αυτοτελώς προσβαλλόμενες και μαζί τους μπορεί να συνελεχθεί δικαστικώς η εκ της Υπηρεσίας Ασύλου κατηγοριοποίηση ή μη του αιτητή ως ανήλικου.

 

Για παράδειγμα, αν εστιάσουμε (όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην παράγραφο 54 της εφεσιβαλλόμενης απόφασης) στην εκ της Διοίκησης κατηγοριοποίηση αιτητή διεθνούς προστασίας ως ενήλικα και την συνεπαγόμενη αποστέρησή του από την προνομιακή στέγαση την οποία θα εδικαιούτο ως ανήλικος κατά το Άρθρο 10(2Β) των περί Προσφύγων Νόμων (το οποίο ενσωματώνει το Άρθρο 24.2 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ[2]) τέτοια στέγαση συνιστά διοικητική απόφαση περί των συνθηκών υποδοχής του αιτητή[3], η οποία απόφαση προσβάλλεται αυτοτελώς σύμφωνα με το εδάφιο (3) του Άρθρου 11 του Νόμου 73(Ι) του 2018 καθότι αυτή αναφέρεται έμμεσως στην παράγραφο (α) του εδαφίου (4) του ίδιου Άρθρου 11.

 

Συνεπώς, αιτητής διεθνούς προστασίας ο οποίος θεωρεί ότι παράνομα κατηγοριοποιήθηκε από τη Διοίκηση ως ενήλικας με αποτέλεσμα να στερείται της προνομιακής στέγασης την οποία το Άρθρο 10(2Β) των περί Προσφύγων Νόμων επιφυλάσσει μόνο για τους (ασυνόδευτους) ανήλικους αιτητές, μπορεί να προσβάλει (μέσω προσφυγής ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου) τη διοικητική απόφαση με την οποία του παρέχεται στέγαση διαφορετική από αυτήν την οποία προβλέπει το άνωθεν Άρθρο 10(2Β), στο πλαίσιο της οποίας προσφυγής μπορεί να συνελεχθεί το νόμιμο της (προπαρασκευαστικής) ενδιάμεσης διοικητικής απόφασης του να κατηγοριοποιηθεί ως ενήλικας, οπότε δύναται να παραθέσει λόγους ακύρωσης και κατ' αυτής της τελευταίας προπαρασκευαστικής διοικητικής κρίσης.  Και εξυπακούεται ότι δύναται να αιτηθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο ταχεία εκδίκαση της προσφυγής, προς διασκέδαση των ανησυχιών τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει στην παράγραφο 54 της εφεσιβαλλόμενης απόφασης.

 

Πέραν του ότι η προσβαλλόμενη κατηγοριοποίηση του Εφεσίβλητου ως ενήλικα δεν είναι αυτοτελώς προσβαλλόμενη εκτελεστή διοικητική πράξη σύμφωνα με τις νομολογιακές αρχές του κυπριακού δικαίου, παρατηρούμε ότι αυτό το συμπέρασμα είναι συμβατό με τις διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας οι οποίες απορρέουν από την ιδιότητά της ως κράτους μέλους τόσο του Συμβουλίου της Ευρώπης όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Ως ενδεικτικά αναφέρει η παράγραφος 181 της συναφούς έκθεσης του Συμβουλίου της Ευρώπης («Age assessment: Council of Europe Member States» policies, procedures and practices respectful of children's rights in the context of migration, 2017) στην οποία ο Εφεσίβλητος παραπέμπει με το περίγραμμά του (με δική μας υπογράμμιση):

«181. The right to appeal applies either directly to the age assessment decision or to the asylum decision or to the asylum application, where age assessment procedures are an integral part for seeking international protection.».

 

Επίσης, το εγχειρίδιο με τίτλο «EASO Practical Guide on Age Assesment, 2nd Edition 2018», στο οποίο παραπέμπει η Εφεσείουσα, υιοθετεί την ίδια προσέγγιση παραθέτοντας στη σελ.36 τα εξής (με δική μας υπογράμμιση):

«Right to effective remedy

In the event of a negative decision (discordant with the claimed age), the authorities should explain the reasons for the decision and inform the applicant about how it can be challenged.  As the childhood/adulthood of the applicant may influence how the international protection procedure is conducted (prioritisation, safeguards, etc.), a decision on the age assessment should be issued separately from and prior to the decision on international protection.  If there is no separate right to appeal against the result of the age assessment decision itself, the opportunity to challenge the outcome through judicial review or as part of the consideration of the overall protection claim should be available.  The individual should have access to a representative or to legal support to assist him or her in the process.  When issuing the separate decision, the information on how to challenge it should be provided free or charge an according to the level of understanding of the applicant.  The applicant should have the opportunity to have his or her views heard at this point.»

 

Ενόψει των ανωτέρω, εντοπίζουμε, με κάθε σεβασμό, σφάλμα στην πρωτόδικη προσέγγιση του να θεωρηθεί η Προσφυγή δικονομικά παραδεκτή, ως βάλλουσα κατά εκτελεστής διοικητικής πράξης, αυτοτελώς προσβαλλόμενης.

 

Σε αντίθεση με την πρωτόδικη κρίση, έχουμε την άποψη πως το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να απορρίψει την ενώπιόν του Προσφυγή ως βάλλουσα κατά μη εκτελεστών διοικητικών πράξεων και ως, κατά προέκταση, δικονομικά απαράδεκτη.

 

Ενόψει της επιτυχίας του δεύτερου λόγου έφεσης, παρέλκει η από πλευράς μας εξέταση των λοιπών λόγων έφεσης.

 

Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:

Η έφεση επιτυγχάνει και παραμερίζεται η εφεσιβαλλόμενη απόφαση ημερ. 7.7.2022 (περιλαμβανομένης της διαταγής για έξοδα) επί της Προσφυγής Αρ. 698/2019.

 

Επιδικάζεται το ποσό των 3200 ευρώ, ως πρωτόδικα και κατ' έφεση έξοδα, υπέρ της Εφεσείουσας και κατά του Εφεσίβλητου

 

 

                                        Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

                             

                                        Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                         Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] Κανονισμός (ΕΕ) Αριθ. 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (Επίσημη Εφημερίδα L180,29.6.2013,σελ.31).

 

[2] Οδηγία 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, L180, 29.6.2013, σελ. 96).

[3] Σχετικός είναι ο ορισμός του όρου «συνθήκες υποδοχής» στο Άρθρο 2(1) των περί Προσφύγων Νόμων όπως και το Άρθρο 2(2) του Νόμου 73(Ι) του 2018 το οποίο υιοθετεί -για τη δική του ορολογία- τις έννοιες που αποδίδουν στην ορολογία αυτή οι περί Δικαστηρίων Νόμοι ή οι περί Προσφύγων Νόμοι, ανάλογα με την περίπτωση και εφόσον ο ίδιος ο Νόμος 73(Ι) του 2018 δεν αποδίδει σε αυτήν την ορολογία διαφορετική έννοια.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο