ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 35/2023)
5 Δεκεμβρίου, 2024
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
GLORIA LUBANGAMU
Εφεσείουσα,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ
Εφεσίβλητης.
--------------------
Φ. Βρυωνίδης, για ΝΙΚΟΛΑ ΘΩΜΑ Δ.Ε.Π.Ε, για Εφεσείουσα.
Ε. Ιωάννου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την υποφαινόμενη.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ημερομηνίας 23/3/2023 στην Προσφυγή Αρ. 1720/22, με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 1/3/2022, η οποία απέρριψε το αίτημα της Εφεσείουσας για διεθνή προστασία.
Τα πραγματικά γεγονότα της περίπτωσης είναι σε συντομία τα ακόλουθα:
Η Εφεσείουσα κατάγεται από το Κονγκό και στις 11/11/2020 υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 22/02/2022 πραγματοποιήθηκε στις Κεντρικές Φυλακές, όπου η Εφεσείουσα εξέτιε ποινή φυλάκισης 10 μηνών για το αδίκημα της πλαστογραφίας, συνέντευξη. Ακολούθησε η απόρριψη της αίτησης της Εφεσείουσας με απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 02/03/2022, την οποία η Εφεσείουσα προσέβαλε με προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, το οποίο επικύρωσε την πιο πάνω απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.
Η Εφεσείουσα βάλλει κατά της πρωτόδικης Απόφασης με τρεις Λόγους Έφεσης.
Με τον Πρώτο Λόγο Έφεσης, η Εφεσείουσα προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε σε ευρήματα τα οποία έρχονται σε αντίθεση με το ενώπιόν του υλικό και/ή τον διοικητικό φάκελο και βασίστηκε σε υποκειμενικές εκτιμήσεις χωρίς να ληφθεί υπόψη ότι σύμφωνα με την ΚΔΠ 225/21 ημερομηνίας 26/05/2021, η χώρα προέλευσης της Εφεσείουσας δεν περιλαμβάνεται στις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας στη βάση του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, ως τροποποιήθηκε μέχρι τον ουσιώδη χρόνο.
Η απόρριψη του ισχυρισμού της Εφεσείουσας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη από αναρμόδιο και/ή μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, αποτελεί τον Δεύτερο Λόγο Έφεσης.
Με τον Τρίτο Λόγο Έφεσης, η Εφεσείουσα διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τις αρχές της διακριτικής εξουσίας που πρέπει να έχει ένα διοικητικό όργανο και κατέληξε με την απόφασή του να παραβιάζει το δικαίωμα της Εφεσείουσας για δικαστική προστασία, αφού στην προκείμενη περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη χωρίς επαρκή έρευνα.
Εξετάζοντας κατά λογική προτεραιότητα τον Δεύτερο Λόγο Έφεσης που άπτεται της αρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση παρατηρούμε τα εξής:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τον συναφή ισχυρισμό της Εφεσείουσας ανέφερε τα εξής:
«Ο ισχυρισμός ότι η απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο πρόσωπο δεν ευσταθεί καθώς η έγκριση της εισήγησης αποτελεί την απόφαση που ο Αιτητής δεν αμφισβητεί εξάλλου ότι ορθά λαμβάνεται από τον εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιο λειτουργό να λαμβάνει αποφάσεις επί των εισηγήσεων των αρμοδίων λειτουργών. Συνεπώς ο εν λόγω ισχυρισμός δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Ως προς τον ισχυρισμό του συνηγόρου της Αιτήτριας ότι ο Προϊστάμενος θα πρέπει να αποφασίζει και όχι να απλώς να εγκρίνει τις εισηγήσεις του λειτουργού δεν ευσταθεί και απορρίπτεται. Σχετική επί τούτου είναι και η απόφαση στην Υπόθεση Αρ. 1360/2015 ημερ. 28 Φεβρουαρίου 2019 Τuong -και- Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του Υπουργού Εσωτερικών του Διοικητικού Δικαστηρίου όπου ο Έντιμος Δ. Γ. Σεραφείμ αναφέρει τα εξής :«Ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε, στις 14.9.2015, την εισήγηση του λειτουργού (βλ. Τεκμήριο 1, αρ. 42 εκεί σφραγίδα με την φράση «Υπηρεσία Ασύλου Η εισήγηση σας για απόρριψη της αίτησης ασύλου εγκρίνεται», και χειρογράφως υπογραφή και ημερομηνία), υιοθετώντας με αυτό τον τρόπο και την αιτιολογία της εισήγησης του λειτουργού πλέον ως δική του, κάτι επιτρεπτό από τη νομολογία, σύμφωνα με την οποία η υιοθέτηση έκθεσης καθιστά την αιτιολογία της τελευταίας μέρος της απόφασης (βλ. Κατσούρα ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1728 Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας (1929-1959), σελ. 193)».
Η Εφεσείουσα αμφισβητεί την πιο πάνω κρίση και ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας δεν διεξάγει έλεγχο ουσίας αλλά μόνο ακυρωτικό έλεγχο και έτσι δεν πληροί τις προϋποθέσεις αποτελεσματικού ελέγχου. Προβάλλει δε τη θέση ότι στη βάση του Άρθρου 13(2)(δ) του Νόμου 73(1)/2018, αρμόδιος για να λάβει την απόφαση ήταν ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου και η υπογραφή και μόνο ότι εγκρίνει, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκής έρευνα και αιτιολογία.
Έχουμε εξετάσει τις προβαλλόμενες θέσεις.
Καταρχάς η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας καθορίζεται από το Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(Ι)/2018 ως τροποποιήθηκε), στη βάση των προνοιών του οποίου, «ο έλεγχος που ασκεί το Δικαστήριο δεν περιορίζεται στη διακρίβωση της νομιμότητας της απόφασης ή της πράξης αλλά επεκτείνεται και στην εξέταση της ορθότητας της υπόθεσης» (βλ. απόφαση Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Δ/ντη Υπηρεσίας Ασύλου ν. Gurdhian Singh, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 26/2024, ημερομηνίας 10/09/2024).
Συνεπώς δεν ευσταθούν τα όσα περί του αντιθέτου προβάλλει η Εφεσείουσα.
Σε σχέση με το ζήτημα της αρμοδιότητας, η Εφεσείουσα είχε αναφέρει στη γραπτή της αγόρευση ότι «δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι ο Υπουργός Εσωτερικών ενέκρινε την άσκηση των καθηκόντων του Προϊσταμένου από οποιονδήποτε άλλο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου». Κατά συνέπεια τα όσα επικαλείται σε σχέση με το ζήτημα της εξουσιοδότησης δεν εγείρονται μετ' εννόμου συμφέροντος (βλ. Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 9/2019 Δημοκρατία ν. Σπύρου κ.ά., απόφαση ημερομηνίας 13/12/2023).
Ανεξαρτήτως όμως αυτού, σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του Άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν.6(Ι)/2000 ως τροποποιήθηκε), ο όρος «Προϊστάμενος περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου». Δεν έχει υποδειχθεί οτιδήποτε από την Εφεσείουσα ικανό να ανατρέψει το τεκμήριο της κανονικότητας και ιδιαιτέρως, ότι δεν έχει εξουσιοδοτηθεί ο συγκεκριμένος αρμόδιος λειτουργός από τον Υπουργό για να εκτελέσει τα καθήκοντα του Προϊσταμένου. Αντίθετα, η Εφεσείουσα στη γραπτή της αγόρευση δεν αμφισβήτησε το γεγονός αυτό.
Κατά συνέπεια, απορρίπτεται ο Δεύτερος Λόγος Έφεσης.
Οι υπόλοιποι λόγοι Έφεσης λόγω της συνάφειάς τους θα τύχουν κοινής εξέτασης.
Εξετάζοντας την περίπτωση της Εφεσείουσας και τα όσα αυτή προέβαλε κατά την ενώπιόν του διαδικασία, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στα στοιχεία του φακέλου της Εφεσείουσας και κατέγραψε τα όσα η Εφεσείουσα ανέφερε στην αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου κατά τη συνέντευξη που διεξήχθη στις 22/02/2022.
Όπως αναφέρεται, το μέρος του αιτήματος της Εφεσείουσας σχετικά με τις διώξεις που δέχτηκε από τη θεία της δεν έγινε αποδεκτό, καθότι εντοπίστηκαν αντιφάσεις. Γίνονται δε συγκεκριμένες αναφορές ως ακολούθως:
«Συγκεκριμένα κατά την διάρκεια της συνέντευξης της η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι ο μοναδικός λόγος που εγκατέλειψε την χώρα της ήταν οι απειλές και οι επιθέσεις που δέχτηκε η ίδια και τα αδέρφια της από τη θεία της για πώληση της κτηματικής γης των γονιών τους που βρισκόταν στη περιοχή Avenue Kisanta in Quardier της περιοχής ΥοΙο Nord, και ότι η θεία της πλήρωνε μια τρομοκρατική οργάνωση ονόματι Κuluna για να ασκούν δίωξη εναντίον τους.
Η Αιτήτρια αρχικά ανάφερε πως ο λόγος που διέμεναν στη θεία ήταν επειδή οι γονείς της εγκατέλειψαν την χώρα της το έτος 2004 για πολιτικούς λόγους. Ωστόσο, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκής και ικανοποιητικές πληροφορίες σε σχέση με την εμπλοκή του πατέρα της στα πολιτικά.
Περαιτέρω ανέφερε πως η ίδια και τα αδέρφια της από το έτος 2004 διέμεναν με την αδερφή του πατέρα τους τη θεία τους. Η θεία τους ενάμισι χρόνο μετά εξέφρασε την επιθυμία προς τα μεγαλύτερα αδέρφια της Αιτήτριας για να πωληθεί η οικία του αδερφού της και η ίδια να μοιραστεί τα χρήματα από την πώληση με τα παιδιά του αδερφού της. Ωστόσο, τα αδέρφια αρνήθηκαν να πωληθεί η κτηματική γη του πατέρα τους με αποτέλεσμα να αρχίσουν να δέχονται λεκτικές απειλές από τη θεία τους. Το έτος 2007 αποφάσισαν να ενοικιάσουν ένα υποστατικό στη περιοχή Bagata Avenue, ΥοΙο Nord. Έφυγαν από την οικία της θείας τους για να μην δέχονται πλέον από την ίδια απειλές. Η θεία τους από το έτος 2008 άρχισε να ασκεί λεκτική βία και προσέλαβε μία ομάδα ατόμων για να τους κτυπάει και να τους απειλεί λεκτικά.
Όταν ρωτήθηκε πως είναι δυνατόν να δεχόταν απειλές από το έτος 2007 μέχρι το 2020 αλλά να εξακολουθούσε η ίδια και τα αδέρφια της να διαμένει στην ίδια περιοχή με τη θεία της, η ίδια ανάφερε πως η περιοχή ΥοΙο Nord είναι μεγάλη σε έκταση και πως η τιμή του ενοικίου ήταν ικανοποιητική σε σχέση με άλλες περιοχές.
Ενώ αρχικά ανάφερε πως η ίδια και τα αδέρφια της δέχονταν καθημερινά λεκτικές απειλές καθώς και σωματική βία από τη τρομοκρατική οργάνωση Kuluna η οποία πληρωνόταν από τη θεία της στη συνέχεια υπέπεσε σε αντιφάσεις. Συγκεκριμένα δήλωσε πως ο λόγος που δεν μετακόμισαν σε διαφορετική περιοχή ήταν επειδή δεν δέχονταν απειλές συνέχεια για δώδεκα έτη αλλά μπορεί να δέχονταν απειλές μία φορά και μετά να σταματούσαν για ένα χρόνο και μετά να ξαναδέχονταν απειλές. Όταν της ανάφερε η λειτουργός για την αντίφαση που εντοπίστηκε στα λεγόμενα της και της δόθηκε η ευκαιρία να εξηγήσει η ίδια δεν σχολίασε την παρατήρηση της λειτουργού και απλά ανάφερε πως δέχονταν δίωξη κάποιες φορές και όχι συνέχεια.
Επιπλέον, κατά την διάρκεια της συνέντευξης η Αιτήτρια ανάφερε πως κατέφυγαν στις αρχές το έτος 2019 αλλά στη συνέχεια της συνέντευξης υπέπεσε σε αντιφάσεις δηλώνοντας πως κατέφυγαν αρκετές φορές στις αρχές της χώρας της. Όταν της υποδείχθηκε η αντίφαση που εντοπίστηκε στα λεγόμενα της και της δόθηκε η ευκαιρία να εξηγήσει η ίδια αρχικά αρνήθηκε τους αρχικούς της ισχυρισμούς με αποτέλεσμα η λειτουργός να τις διαβάσει τους ισχυρισμούς της. Η Αιτήτρια δεν έδωσε ικανοποιητική απάντηση αναφέροντας συγκεκριμένα πως κατέφυγαν στις αρχές πριν το έτος 2015 αλλά δεν θυμάται πότε γιατί κατέφυγαν στις αρχές αρκετές φορές.
Η Αιτήτρια αναφέρθηκε σε ένα περιστατικό όπου τον Σεπτέμβριο του 2020 η οργάνωση Kuluna κατέστρεψε το υποστατικό που διέμενε η ίδια, τα αδέρφια της, η γυναίκα του μεγαλύτερου αδερφού της και η μικρή τους κόρη. Οι Kuluna απήγαγαν τα αδέρφια της και τότε η ίδια και η σύζυγος του μεγαλύτερού αδερφού της κατέφυγαν στις αρχές για να αναφέρουν το περιστατικό. Στη συνέχεια μαζί με τον αδερφό της τον μικρό κατέφυγαν στο καταφύγιο της εκκλησίας και ζήτησαν βοήθεια από το φίλο του πατέρα της που ήταν πάντα παρόν στη ζωή τους. Ο φίλος του πατέρα της τους κάλυψε και στους τρεις τα έξοδα του εισιτήριου για τα ταξιδέψουν στην Κύπρο. Όταν της έγινε αναφορά ποιος είναι ο λόγος που δεν σκέφτηκαν την επιλογή της μετεγκατάστασής η ίδια ανάφερε πως ήταν πιο εύκολο να ταξιδέψουν στο εξωτερικό παρά να μεταγκατασταθούν σε άλλο μέρος γιατί ίσως υπήρχε πιθανότητα να τους απαγάγουν όπως έγινε με τα μεγαλύτερα της αδέρφια.
Η Αιτήτρια περαιτέρω ισχυρίστηκε πως η θεία της η οποία εργαζόταν στο τομέα της ραπτικής είχε σχέσεις με μισθοφόρους όπως οι Kuluna για 12 χρόνια. Όταν της έγινε αναφορά πως μία γυναίκα είχε την οικονομική άνεση να πληρώνει για τόσα χρόνια μισθοφόρους για να τους εκδικηθεί τότε η ίδια ισχυρίστηκε πως η θεία της είχε ακόμα τέσσερα υποστατικά πίσω από την οικία της τα οποία τα ενοικίαζε. Επιπλέον η Αιτήτρια ανάφερε πως η θεία της ασκούσε εναντίον τους μαγεία με αποτέλεσμα η ίδια και τα αδέρφια της να αρρωσταίνουν χωρίς λόγο και η σύζυγός του αδερφού της να χάσει το παιδί της όταν ήταν έγκυος. Μία γυναίκα η οποία έχει τη δύναμη να ασκεί μαγεία προς άλλα άτομα γιατί να μπει στη διαδικασία να πληρώνει μισθοφόρους για δώδεκα έτη για να εκδικηθεί τα παιδιά του αδερφού της. οι ισχυρισμοί της ΑΔΠ δεν παρουσιάζουν την απαιτούμενη ευλογοφάνεια.
Επισημάνθηκε στην Αιτήτρια πως ακόμα και αν ισχυρίζεται πως κινδύνευε η ίδια και τα αδέρφια της, εξακολουθούσε να διαμένει στην ίδια περιοχή με το φορέα δίωξης της για χρονικό διάστημα 12 χρόνια στα οποία δεχόταν συνεχόμενη δίωξη. Σε αυτή τη παρατήρηση η Αιτήτρια ανέφερε πως η δίωξη της ήταν παροδική και δεν ήταν συνεχιζόμενη. Η περιοχή Bagata Avenue, ΥοΙο Nord, απέχει μόνο 2 λεπτά από τη περιοχή Nioki Avenue στην οποία διέμενε η θεία τους (Π.Β. ερυθ. ερυθ. 60-61). Από τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας απουσιάζει το στοιχείο της ευλογοφάνειας.
Η αρμόδια λειτουργός δεν προχώρησε σε έρευνα σχετικά με την εξωτερική αξιοπιστία καθότι όπως ανέφερε στην εισήγησή της δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την ανάλυση των δεδομένων γιατί τα λεγόμενα της αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός της.».
Σε σχέση με την ασφάλεια στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε τα ακόλουθα:
«Ως προς τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στο Yolo Nord, Kinshasa, όπου αναμένεται να επιστρέψει η Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, έρευνα που έγινε από το Δικαστήριο σε επικαιροποιημένες εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, δεν προκύπτουν περιστατικά στην περιοχή. Συγκεκριμένα, η πιο πρόσφατη αναφορά του ACLED για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, με διάστημα αναφοράς Δεκέμβριο 2022, το μοναδικό περιστατικό ασφαλείας στην Kinshasa καταγράφεται την 28 Δεκεμβρίου 2022 και αναφέρει ότι: «Additionally, DRC military forces arrested four civilians in Kinshasa on 28 December, including a Rwandan civilian and another Rwandan military officer, over suspicion of espionage»[1]
Σε Query Response της EASO, για την περίοδο μεταξύ 1 Ιανουαρίου μέχρι 30 Ιουνίου 2020 για την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa, αναφέρονται αστικές συμμορίες νεαρών, οι Kuluna, και σημειώνεται το νέο κύμα της δραστηριότητάς τους από το 2020. Περεταίρω, η ίδια έκθεση, παραπέμπει σε στατιστικά του ACLED για την περιοχή και αναφέρει ότι στην Kinshasa καταγράφηκαν 13 περιστατικά ασφαλείας κατά την περίοδο αναφοράς μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2020 και 9 Ιουλίου 2021, 3 εκ των οποίων κωδικοποιούνται ως διαμάχες και 10 ως περιστατικά βίας έναντι πολιτών, ενώ αναφέρει ότι το International Crisis Group's Crisis Watch δεν κατέγραψε απώλεια αμάχων σε περιστατικά ασφαλείας στην Kinshasa για την εν λόγω περίοδο αναφοράς[2].
Σε άλλο Query Response της EASO σχετικά με την ''Επιχείρηση Likofi'' η Κυβέρνηση του Κόγκο για να αντιμετωπίσει αυτή τη συμμορία, οργάνωσε επιχειρίσεις ονόματι Likofi'' από το 2013 και μέχρι το 2018. Στην έκθεση αυτή αναφέρεται ότι η συμμορία Kuluna έκανε εμφάνιση το 2000 και αποτελείται από νεαρά άτομα, συγκεκριμένα: «mostly teenage boys and young men in organized criminal gangs of about 10 to 20 members' who are 'known to carry machetes, broken bottles, or knives, and to threaten or exact violence to extort money, jewellery, mobile phones, and other valuables'. Although the phenomenon was originally limited to the poorest districts of Kinshasa, such as Yolo, Limete, Matete and Makala Kinshasa, it gradually expanded to the rest of the capital, as well as to other cities»[3].
Σύμφωνα με ανάλυση της EASO του Οκτώβρη του 2022 για την «Κοινωνικοοικονομική Κατάσταση Στην Kinshasa» αναφέρεται πως η γενική κατάσταση ασφαλείας στη Λαϊκή δημοκρατία του Κόγκο επηρεάζεται από τις διαμάχες μεταξύ των Ενόπλων Δυνάμεων της Δημοκρατίας του Κόγκο και των Παράνομων Ενόπλων Δυνάμεων στην ανατολική περιφέρεια. Η κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa από το 2000 αυξάνεται η εγκληματικότητα λόγω των συμμοριών, της φτώχειας και της μη επιβολής του νόμου. Σύμφωνα με το Global Initiative against Transnational Organized Crime (GITOC) οι Kuluna επιτίθονται σε ξένους που περνούν από τις περιοχές τους όμως είναι απίθανο (unlikely) να επιτεθούν σε κατοίκους[4].
Με βάση όλα τα πιο πάνω, τα στοιχεία στο φάκελο και τις περιστάσεις της Αιτήτριας δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι σε περίπτωση που επιστρέψει στην Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Από τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς της Αιτήτριας διαφαίνεται ότι στο πρόσωπο της δεν συντρέχουν εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης για ένα από τους λόγους που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου του 2000.
Παράλληλα, από τα παραπάνω και δεδομένου ότι δεν επιβεβαιώθηκε δικαιολογημένος φόβος δίωξης, καθώς επίσης και κίνδυνος η Αιτήτρια να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, κρίνεται ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 19 (1) του Περί Προσφύγων Νόμου του 2000 και του άρθρου 2 (στ) του Qualification Directive, επειδή δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 19 (2), (α), (β), (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου του 2000 και του άρθρου 15 (α), (β), (γ) του Qualification Directive αντίστοιχα.
Συμπληρωματική προστασία, δίδεται όταν ο αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα ιθαγένειας του. Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης, ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας ή να υπάρχει απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλής σύγκρουσης ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Συνεπώς ορθά η Υπηρεσία Ασύλου έκρινε εύλογη τη θέση περί μη απόδειξης εκ μέρους της Αιτήτριας ότι θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής της στην Λαϊκή Δημοκρατία του Κόγκο σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως προσδιορίζεται στο άρθρο 19 (2). Τα όσα δήλωσε στη συνέντευξη της και που αναφέρθηκαν πιο πάνω, ουδόλως την ενέτασσαν στις περιπτώσεις της αναγκαιότητας παροχής του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας. Δεν υπήρχε επομένως οποιοσδήποτε λόγος για ιδιαίτερη αιτιολογία ή για περαιτέρω εξέταση ή έρευνα των δεδομένων της Αιτήτριας.
Ούτε εξάλλου, προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής της Αιτήτριας, στην περιοχή Yolo Nord στην Kinshasa, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι αυτή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας της και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94 Elgafaji, σκέψη 43].
Μετά από προσεκτική εξέταση των όσων η Αιτήτρια ισχυρίστηκε κατά την διάρκεια της συνέντευξης της, διαπιστώνω ότι, αυτή δεν αντιμετώπιζε οποιουδήποτε είδους δίωξη στη χώρα της και ότι η περίπτωσή της δεν πληρούσε τις υπό του Νόμου προβλεπόμενες προϋποθέσεις για αναγνώριση της καθεστώτος του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.»
Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε σφάλμα στις αναφορές και κρίσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, έτσι ώστε να παρίσταται ανάγκη εφετειακής παρέμβασης. Εφόσον η Εφεσείουσα, η οποία είχε το βάρος απόδειξης της αξίωσης της να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας, δεν ανέφερε οτιδήποτε που να τεκμηριώνει την αίτησή της για διεθνή προστασία και δεν υπέβαλε οτιδήποτε ικανό να οδηγήσει σε αμφισβήτηση τις διαπιστώσεις της Υπηρεσίας Ασύλου, δεν απέδειξε αλλά ούτε πιθανολόγησε ότι η Υπηρεσία υπέπεσε σε πλάνη σε σχέση με τα πραγματικά δεδομένα της περίπτωσης, δεν χωρεί εφετειακή παρέμβαση.
Το γεγονός ότι η χώρα καταγωγής της Εφεσείουσας δεν περιλαμβάνεται στην ΚΔΠ 225/21 στις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας, δεν σημαίνει ότι αυτό από μόνο του οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Εφεσείουσα αντιμετωπίζει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της σ' αυτήν. Τα όσα η Εφεσείουσα επικαλείται σε σχέση με το ζήτημα αυτό περιορίζονται σε απλές αναφορές για την κατάσταση στη χώρα καταγωγής της, χωρίς να συνιστούν μαρτυρία, η οποία να θέτει σε αμφισβήτηση τα ευρήματα είτε της Υπηρεσίας Ασύλου είτε του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Κατά συνέπεια, ορθά κατά τη διενέργεια του ελέγχου ορθότητας το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε το υλικό, το οποίο είχε ενώπιόν του και που το οδήγησε σε κρίση της ορθότητας των διαπιστώσεων της Υπηρεσίας Ασύλου. Πρόσθετα, τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν δικής του αξιολόγησης στα πλαίσια της ενώπιόν του διαδικασίας, κρίνονται εύλογα κατά τρόπο που δεν αφήνεται περιθώριο για εφετειακή παρέμβαση. Η δε εφεσιβαλλόμενη απόφαση κρίνεται ως δεόντως αιτιολογημένη.
Για τους πιο πάνω λόγους, η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Επιδικάζονται €2.000 εναντίον της Εφεσείουσας και υπέρ της Εφεσίβλητης.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.