ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 339/2018)
16 Δεκεμβρίου 2024
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στες]
ΣΩΤΗΡΗΣ (ΑΚΗΣ) ΠΑΠΑΣΑΒΒΑ,
Εφεσείων
v.
1. Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
2. ΤΑΚΗ ΚΟΥΝΝΑΦΗ,
Εφεσιβλήτων
Χρ. Χριστάκη για Χριστάκη Θ. Χριστάκη ΔΕΠΕ για Εφεσείοντα
Μ. Χριστοδούλου (κα) για Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητους 1
------------------------
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ: Η παρούσα έφεση παραμένει μόνο εναντίον των εφεσιβλήτων 1. Λόγω του ότι ο εφεσίβλητος 2 απεβίωσε, η πλευρά του εφεσείοντα απέσυρε την έφεση εναντίον του.
Αντικείμενο της παρούσας έφεσης αποτελεί η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας να απορρίψει την εγειρόμενη από τον εφεσείοντα αγωγή, εναντίον των εφεσιβλήτων, για δυσφήμιση του με το δημοσίευμα τους, στην εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος», ημερομηνίας 6.6.2010, με τίτλο «ΔΕΝ ΑΥΤΟΕΞΑΙΡΕΘΗΚΕ ΩΣ ΟΦΕΙΛΕ ΝΑ ΠΡΑΞΕΙ. Θα τρίζουν τα κόκκαλα του Α. Μάνεση». Με την αγωγή του, ο εφεσείων ζητούσε την απόδοση σ' αυτόν γενικών αποζημιώσεων, καθώς επίσης τιμωρητικών και επαυξημένων αποζημιώσεων. Ζητούσε, ταυτόχρονα, απαγορευτικό διάταγμα επαναδυσφήμισης του, ως ανωτέρω, και αποζημίωση για παραβίαση ανθρωπίνων και/ή νομικών και/ή συνταγματικών δικαιωμάτων του, συνεπεία του δημοσιεύματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι απέδειξαν τις δύο υπερασπίσεις που ήγειραν και, κατά συνέπεια, απέρριψε την αγωγή. Επρόκειτο για τις υπερασπίσεις του προνομίου υπό επιφύλαξη και του εντίμου σχολίου.
Ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με επτά λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε και/ή εξέτασε και/ή αξιολόγησε πλημμελώς και/ή λανθασμένα και/ή αντινομικά τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 2 και εσφαλμένα και αναιτιολόγητα έκρινε αυτόν ως μάρτυρα της αλήθειας. Ο δεύτερος λόγος έφεσης αποδίδει στο πρωτόδικο Δικαστήριο ανάλογα σφάλματα αναφορικά με την αξιολόγηση του εφεσείοντα, κρίνοντας ότι αυτός δεν ήταν μάρτυρας της αλήθειας.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί, ρητά, σε εύρημα ως προς το κατά πόσον το επίδικο δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό ή όχι και παρέλειψε να καταγράψει και/ή προβεί σε εύρημα ως προς την έννοια των λέξεων και φράσεων που χρησιμοποιούνται στο επίδικο δημοσίευμα, ενώ, με τον τέταρτο λόγο έφεσης, αποδίδεται, στο πρωτόδικο Δικαστήριο, σφάλμα για το ότι δεν εξέτασε κατά πόσον οι εγερθείσες, από τους εφεσίβλητους, υπερασπίσεις του προνομίου υπό επιφύλαξη και του εντίμου σχολίου τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις δυσφημιστικές αναφορές που περιέχονται στο δημοσίευμα.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το επίδικο δημοσίευμα έγινε καλόπιστα και/ή ότι ο εφεσείων δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης ότι η δημοσίευση δεν έγινε καλή τη πίστει και/ή ότι ούτε κάτι τέτοιο προέκυπτε από τη μαρτυρία, ενώ ο έκτος λόγος έφεσης προσβάλλει την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στο επίδικο δημοσίευμα εφαρμόζεται η υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη.
Με τον έβδομο λόγο έφεσης, προσβάλλεται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εναγόμενοι απέδειξαν την υπεράσπιση του εντίμου σχολίου επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος.
Χρήσιμη είναι η παράθεση, αυτούσιου, του υπό κρίση δημοσιεύματος:
«ΔΕΝ ΑΥΤΟΕΞΑΙΡΕΘΗΚΕ ΩΣ ΟΦΕΙΛΕ ΝΑ ΠΡΑΞΕΙ Θα τρίζουν τα κόκαλα του Α. Μάνεση»
Μέχρι τη στιγμή που σύρονται οι γραμμές αυτές δεν έχει κοινοποιηθεί πόρισμα της Εισαγγελίας για την «έφοδο στο Χριστόφιας watch» (κατά την κυβερνητική εφημερίδα) παρόλον που ενώπιον του Ανωτάτου έχουν παρουσιαστεί όλα τα στοιχεία της (παράνομα) στοχευμένης αστυνομικής επιδρομής στην οικία του δικηγόρου Ξ. Ξενοφώντος και την κατάσχεση των ηλεκτρονικών υπολογιστών του ιδίου και της συζύγου του.
Εντούτοις, από την αρχή της εβδομάδας υποβαλλόταν ότι η Εισαγγελία αποφάσισε (και θα κοινοποιήσει την Παρασκευή) την ποινική δίωξη (την προαποφασισμένη από την Αστυνομία κατά του διαχειριστή του «μπλογκ» δικηγόρου, αφού δεν εντοπίστηκε ο ανώνυμος συγγραφέας του επίδικου δημοσιεύματος) με... εφεύρημα του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα ότι «ναι μεν δεν αποτελεί απειλή κατά της ζωής, αλλά αποτελεί... ρατσιστική ύβρη»! Ακόμη και αν είναι φανερό ότι ο Γενικός Εισαγγελέας λόγω της αρχικής του δήλωσης επιδίωξε να μείνει ανεπηρέαστος αναθέτοντας στον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα γνωμάτευση, ο ίδιος ο Άκης Παπασάββας θα έπρεπε να αυτοεξαιρεθεί, αφού:
α) Την επανεγκατάστασή του στην Εισαγγελία την οφείλει στον Πρόεδρο Χριστόφια και το «Χριστόφιας watch» διώκεται ως το αυστηρό «παρατηρητήριο της πολιτικής Χριστόφια» από το κομματικό Γραφείο Επαγρύπνησης, και ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του «συντεταγμένο όργανο» κάλυψης του Δ. Χριστόφια.
β) Δεν μπορεί να είναι κριτής... ύβρεων ένας... διακεκριμένος υβριστής (για έτη καθυβρίζοντας τον - τότε - πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον -τότε- προϊστάμενο του Γενικό Εισαγγελέα σαν «ανομιμοποίητους κουστωδούς» με χίλια άλλα επίθετα).
Είναι βέβαιο ότι θα τρίζουν τα κόκαλα του αείμνηστου Αριστόβουλου Μάνεση, που συχνά καπηλεύεται ο Α. Παπασάββας.»
Έχουμε μελετήσει διεξοδικά τους εγειρόμενους λόγους έφεσης, την αιτιολογία αυτών και την επιχειρηματολογία της πλευράς του εφεσείοντα, αλλά και την αντίθετη επιχειρηματολογία της πλευράς των εφεσιβλήτων 1, οι οποίοι υπεραμύνονται της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης.
Κρίνουμε ορθό να ασχοληθούμε πρώτα με τον τρίτο λόγο έφεσης. Δε μας βρίσκουν σύμφωνους οι εισηγήσεις της πλευράς του εφεσείοντα αναφορικά με το εύρημα ως προς το κατά πόσον το επίδικο δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό ή όχι και την καταγραφή και/ή εύρημα ως προς την έννοια των λέξεων και φράσεων που χρησιμοποιούνται στο επίδικο δημοσίευμα Είναι προφανές ότι για να έχουν εξεταστεί οι υπερασπίσεις του προνομίου υπό επιφύλαξη και του εντίμου σχολίου επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος, προϋποτίθετο η διαπίστωση ότι το δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό. Άλλωστε, αυτό κατέστη παραδεκτό από τους εφεσίβλητους, έστω, ως καταγράφει το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην αγόρευσή τους. Επομένως, παρά τη μη ρητή αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί τούτου, εμφανώς, το δημοσίευμα κρίθηκε δυσφημιστικό. Είναι δε σαφές ότι και η νομολογία την οποία η πλευρά του εφεσείοντα επικαλείται επί του προκειμένου, παραπέμπει στην αναγκαιότητα διαπίστωσης αν το δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό προτού το Δικαστήριο προβεί σε οτιδήποτε άλλο, όπως η εξέταση ύπαρξης οποιασδήποτε υπεράσπισης. Δεν γίνεται αναφορά σε κάτι περαιτέρω. Ούτε διαπιστώνεται ότι το βάσιμο ή μη των εγερθέντων υπερασπίσεων εξαρτάτο από τις δυσφημιστικές έννοιες του δημοσιεύματος.
Δεν θεωρούμε ότι υφίσταται έρεισμα στον τρίτο λόγο έφεσης, ο οποίος και απορρίπτεται.
Η συνάφεια των θεμάτων που προβάλλονται με τους εγειρόμενους λόγους έφεσης 1, 5, 6 και 7 είναι τέτοια, ως διαφαίνεται από το τι ακολουθεί, που μας επιτρέπει την παράλληλη εξέταση τους, μέσω της ενιαίας ουσιαστικής εξέτασης της πρωτόδικης απόφασης και κρίσης.
Αναφορικά με το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας του εφεσίβλητου 2, ως μάρτυρα υπεράσπισης, και, κατ' επέκταση των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι καλώς γνωστή η νομολογία ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει, κατά κανόνα, στην αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει και να εξετάσει τη μαρτυρία ενώπιον του στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα. Επέμβαση στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογείται όταν αυτά αντιστρατεύονται τη λογική ή έρχονται σε σύγκρουση με την αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία ή η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική, ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων (Γιάλλουρος v. Ψύλλου (2009) 1 ΑΑΔ 1552, Μάρκαρη v. Παρασκευά (2012) 1(Β) ΑΑΔ 1493, Μιχαήλ v. Λαπίθη κ.ά., ECLI:CY:AD:2018:A13, Πολιτική Έφεση 336/2011, ημερομηνίας 12.01.2018), ECLI:CY:AD:2018:A13.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη συγγραφή της απόφασης του, επέλεξε να αξιολογήσει τους μάρτυρες μέσα από μια συλλογιστική παράθεσης θέσεων, παραδεκτών γεγονότων και ισχυρισμών τους, καταλήγοντας ως προς την αξιοπιστία τους. Είναι χρήσιμο να τεθεί αυτούσιο ενδεικτικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
« Ο μοναδικός μάρτυρας υπεράσπισης, Εναγόμενος 2, που είναι και ο συντάκτης του επίδικου δημοσιεύματος αναφέρθηκε στη μαρτυρία του στα γεγονότα αυτά και ακολούθως είπε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας στις 7.5.2010 δήλωσε ότι ο ίδιος αμφιβάλλει εάν προκύπτουν οποιαδήποτε ποινικά αδικήματα εναντίον του κ. Ξενοφώντος ή άλλου προσώπου. Οι ενέργειες της Αστυνομίας σχετικά με την υπόθεση christofias - watch ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων από την κοινή γνώμη και τα ΜΜΕ. Η υπόθεση αυτή αποτέλεσε και το αντικείμενο κοινοβουλευτικών συζητήσεων. Το ιστολόγιο αυτό προέβαλε έντονες θέσεις και απόψεις εναντίον της τότε Κυβέρνησης και του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας Δημήτρη Χριστόφια. Το συγκεκριμένο ιστολόγιο σχολιάστηκε από τον Γενικό Γραμματέα του ΑΚΕΛ στα πλαίσια της κοινοβουλευτικής συζήτησης του κρατικού προϋπολογισμού στις 15/12/09 ως «ενθάρρυνση φυσικής εξόντωσης του Προέδρου».
Σε νέα συνέντευξη του ο Γενικός Εισαγγελέας στις 30/05/10 στην εφημερίδα Φιλελεύθερος επιβεβαίωσε τη θέση του ότι δεν υπήρχε απειλή για τη ζωή του και ότι θα μελετήσει το φάκελο της υπόθεσης και όλο το υλικό που την αφορά για να αποφασίσει εάν υπάρχει ή όχι αδίκημα.
Από τις αρχές της εβδομάδας πριν το επίδικο δημοσίευμα υπήρχαν οι πληροφορίες ότι επρόκειτο να ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του κ. Ξενοφώντος. Ακολούθησε η αναφορά ενώπιον της Βουλής από δικηγόρο της νομικής υπηρεσίας, στον Βουλευτή κ. Νικόλα Παπαδόπουλο σε σχετικό ερώτημα του, ότι δεν υπήρχε όντως απειλή κατά της ζωής στο όλο θέμα με το ως άνω ιστολόγιο αλλά, υπήρχε αδίκημα ρατσιστικής ύβρης. Tο αδίκημα της ρατσιστικής ύβρης ουδέποτε είχε μέχρι τότε αναφερθεί είτε από την Αστυνομία είτε από το Γενικό Εισαγγελέα και ούτε αποτελούσε το αντικείμενο του παραπόνου του κ. Δρουσιώτη.
Ο ίδιος ο μάρτυρας είχε επικοινωνήσει με τον τότε Γενικό Εισαγγελέα Πέτρο Κληρίδη για να δει που βρίσκεται το ζήτημα με την διερεύνηση της υπόθεσης. Το ερώτημα του στον κ. Πέτρο Κληρίδη ήτο γιατί προχωρά η υπόθεση εναντίον του κ. Ξενοφώντος και μάλιστα τώρα προστίθεται και θέμα ρατσιστικής ύβρης ενώ υπάρχουν όλα τα πιο πάνω δεδομένα αλλά και δήλωση του ιδίου του κ. Κληρίδη πως δεν υπήρχε αδίκημα. Η απάντηση του κ. Κληρίδη ήταν σαφής. Του είπε «γιατί με ρωτάς εμένα, ρώτα τον Παπασάββα που είναι και φίλος του Χριστόφια.» Ανάλογες πληροφορίες είχε και ο αστυνομικός συντάκτης του Φιλελευθέρου κ. Μιχάλης Χατζηβασίλης.
Η σύμφωνα με τις πληροφορίες εμπλοκή του Ενάγοντα δημιουργούσε εύλογη ανησυχία εφόσον δεν είχε τα εχέγγυα αμεροληψίας για να εξετάσει την υπόθεση εναντίον του κ. Ξενοφώντος λόγω της σχέσης του Ενάγοντα με τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Δημήτρη Χριστόφια (το ιστολόγιο Christofias Watch αυτοαποκαλείτο ως το παρατηρητήριο για τη διακυβέρνηση Χριστόφια) αλλά και εν όψει του γεγονότος ότι ο ίδιος ο Ενάγοντας είχε στο παρελθόν προβεί σε υβριστικές αναφορές εναντίον διαφόρων προσώπων και δεν μπορούσε να εξετάσει ακριβοδίκαια το κατά πόσο είχε διαπραχθεί το ποινικό αδίκημα της εξύβρισης.
Είναι στη βάση της πιο πάνω πληροφόρησης που προχώρησε στη σύνταξη και δημοσίευση του επίδικου δημοσιεύματος. Ήταν καθήκον του ως δημοσιογράφος από τη στιγμή που είχε αυτή την πληροφόρηση να προχωρήσει στη δημοσίευση των πληροφοριών των οποίων είχε και να προβεί σε σχολιασμό επί της εν λόγω πληροφόρησης. Είναι η θέση του ότι είχε καθήκον να ενημερώσει το κοινό, να σχολιάσει και να διατυπώσει γνώμη και άποψη, για όλα τα ως άνω τα οποία και είχαν περιέλθει στην αντίληψη του. Δεν ήταν δυνατό να μην ενημερωθεί το κοινό για ένα τέτοιο θέμα το οποίο αφορά τους πάντες δηλαδή, ο τρόπος λειτουργίας της ποινικής εξουσίας του κράτους εφόσον, εάν δεν σχολιάζεται ή κριτικάρεται ή κυρίως δημοσιεύονται πληροφορίες για ένα τέτοιο συμβάν, ουσιαστικά δίνεται «λευκή επιταγή» στο κράτος και στους όποιους θεσμούς να ενεργούν όπως θέλουν με τρόπους και πρακτικές που δεν συνάδουν με τη λειτουργία ενός κράτους δικαίου.»
Συνεχίζοντας με παράθεση των θέσεων του μάρτυρα αναφορικά με τη σχέση του εφεσείοντα με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας αλλά και το ότι θεωρείται, ο ίδιος ο εφεσείων, υβριστής, εξηγώντας τη θέση για εύλογο σχόλιο, κατέληξε στα εξής:
«Βρίσκω ότι τα πιο πάνω γεγονότα που εξέθεσε ο Εναγόμενος 2 στην μαρτυρία του είναι αληθή, έχουν μια λογική σειρά, δεν κλονίστηκε η μαρτυρία του κατά την αντεξέταση, ούτε βρίσκω να υπάρχει οποιαδήποτε αντίφαση στα όσα έχει αναφέρει ο μάρτυρας τόσο στο στάδιο της κυρίας εξέτασης όσο και στο στάδιο της αντεξέτασης. Βρίσκω ότι ο Εναγόμενος 2 είναι μάρτυρας της αλήθειας. Η μαρτυρία του ελέγχεται και από την έγγραφη μαρτυρία, που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου με τα κατατεθέντα τεκμήρια στην υπόθεση. To ίδιο δεν μπορώ να πω για τον Ενάγοντα ο οποίος δεν απαντούσε ευθέως στις ερωτήσεις του δικηγόρου στο στάδιο της αντεξέτασης. Σε κάποιες περιπτώσεις απέφευγε να απαντήσει ευθέως. Μερικά παραδείγματα είναι ο χαρακτηρισμός Γενικού Εισαγγελέα ως «βοηθό καλαθοεργοδότη» όπου απέφευγε να κατονομάσει το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνετο ο χαρακτηρισμός αυτός και στον επικείμενο διορισμό του Ρίκκου Ερωτοκρίτου στη θέση Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα όπου αφού έκαμε τα διάφορα σχόλια απέφευγε να κατονομάσει το συγκεκριμένο πρόσωπο. Ενώ μέσα από τα συγγράμματά του φαινόταν η δυνατή φιλία που υπήρχε μεταξύ αυτού και του Προέδρου Χριστόφια προσπαθούσε αυτή τη δυνατή φιλία να την αποδυναμώσει για να αποδείξει ότι δεν υπήρχε προκατάληψη και ότι δεν είναι απαραίτητο όπου υπάρχει φιλία να υπάρχει και προκατάληψη. Επίσης σε ερώτηση κατά πόσο ενώ ήταν πολέμιος του σχεδίου Ανάν και κατέκρινε γι΄ αυτό τον Τάσσο Παπαδόπουλο και Γλαύκο Κληρίδη, ενώ για τον Δημήτρη Χριστόφια ο οποίος έκαμε κάποιες υποχωρήσεις στο κυπριακό, δεν τον κατέκρινε, απέφυγε να απαντήσει και είπε ότι ο Δημήτρης Χριστόφιας ήταν το μοναδικό πολιτικό πρόσωπο που είπε δημόσια το mea culpa για την αποδοχή της επιδιαιτησίας. Επίσης όσον αφορά την υπόθεση «Μαρί» και την Επιτροπή για την οικονομία υποστήριξε τον Δημήτρη Χριστόφια και κατέκρινε τον Γεώργιο Πική και Πόλυ Πολυβίου χωρίς να πει οτιδήποτε εναντίον του Δημήτρη Χριστόφια και ασφαλώς ούτε του έκαμε οποιαδήποτε νομική κριτική.
Με βάση τα πιο πάνω γεγονότα ο Εναγόμενος 2 προχώρησε στην σύνταξη του επίδικου δημοσιεύματος»
Είναι σημαντικό, υπό τας περιστάσεις, να υπάρξει μία κατ' αρχήν ανάλυση του επίδικου δημοσιεύματος, ως προς το περιεχόμενο του. Είναι προφανές ότι το ουσιαστικό γεγονός, το οποίο δίδει έρεισμα στο δημοσίευμα, είναι η ανάθεση στον εφεσείοντα γνωμάτευσης για το υπό συζήτηση θέμα. Ως είναι διατυπωμένο, στο σύνολο του, το επίδικο δημοσίευμα, αυτή η ανάθεση επέτρεψε την εμπλοκή του εφεσείοντα. Είναι ως αποτέλεσμα που τίθεται το θέμα της αναγκαιότητας αυτοεξαίρεσης και, παράλληλα, το θέμα ότι εφηύρε αδίκημα, με τα οποία έρχονται να συνδεθούν οι λόγοι για τους οποίους ο συντάκτης του δημοσιεύματος θεωρούσε ότι ο εφεσείων όφειλε να αυτοεξαιρεθεί. Με άλλα λόγια, αν δεν ανατίθετο γνωμάτευση στον εφεσείοντα, δεν φαίνεται στο δημοσίευμα να προβάλλεται λόγος αυτοεξαίρεσης. Αυτά, επί του προκειμένου, επί του παρόντος.
Όμως, διαπιστώνεται ότι το τι ουσιαστικά εξετάζεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι απλά εμπλοκή του εφεσείοντα, ως ο εφεσίβλητος 2 εξήγησε. Μπορεί, βεβαίως, να λεχθεί ότι η ουσία της αναγκαιότητας αυτοεξαίρεσης παραμένει αναλλοίωτη είτε επρόκειτο για ανάθεση, είτε για αυτόβουλη εμπλοκή, όμως το ζήτημα παραμένει ουσιαστικό σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Από τη στιγμή που ο συντάκτης του δημοσιεύματος επέλεξε να αποτυπώσει τέτοια ανάθεση ως πραγματικό γεγονός, προφανώς για να αναδείξει την υποχρέωση του εφεσείοντα να αυτοεξαιρεθεί, τότε όφειλε να εκπληρώσει όλα όσα αφορούσαν αυτήν καθ' αυτήν την παράθεση γεγονότων.
Φυσικά, η ορθότητα του γεγονότος τέθηκε εν αμφιβόλω από τον ίδιο τον μάρτυρα, αφού προκύπτει, από τα λεγόμενα του, ότι η αναφερόμενη ανάθεση αποτελούσε δικό του συμπέρασμα. Σημαντικό, επίσης, στοιχείο στη μαρτυρία, θεωρούμε, την ξεκάθαρη θέση του μάρτυρα ότι ο εφεσείων, ως εμπλεκόμενος, αποτέλεσε αντικείμενο των πληροφοριών μόλις την Παρασκευή και όχι από την αρχή της εβδομάδας. Όταν, μάλιστα, μίλησε με τον Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος τον παρέπεμψε στον εφεσείοντα. Διαφορετικά, και πάλι, φαίνεται να παρουσιάζεται η εικόνα πραγμάτων στο δημοσίευμα, όπου η αναφορά για υποβολή δίωξης με εφεύρημα του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα παραμπέμπει στην αρχή της εβδομάδας.
Διαπιστώνεται ότι αυτά δεν απασχόλησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο αρκέστηκε στην καταγραφή του συμπεράσματος περί αποδοχής των λεγομένων του εφεσίβλητου 2 ως αληθή. Ακόμη και αυτή η αναφορά για κοινοποίηση της δίωξης την Παρασκευή, που δεν έγινε, θα έπρεπε, φρονούμε, να απασχολήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της εν λόγω μαρτυρίας. Συνεπώς, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως προς την αξιολόγηση, προβάλλει ακροσφαλής, μη έχοντας αιτιολογηθεί δεόντως, με ανάλογη επίδραση στα ευρήματα του.
Η σημασία των ανωτέρω είναι ουσιαστική ως προς την υπόθεση και την εξέταση του κατά πόσον το δημοσίευμα έγινε καλή τη πίστει και ικανοποιούνταν οι προβαλλόμενες υπερασπίσεις.
Υπενθυμίζεται ότι, στην προκειμένη περίπτωση, δεν έχει νόημα αποσπασματική εξέταση κάθε αναφοράς και κρίση της αυτόνομα. Το όλο δημοσίευμα αποκτούσε νόημα ως ενιαίο σύνολο. Δεν επρόκειτο για δημοσίευμα με αντικείμενο το πως ο εφεσείων διορίστηκε ή αν ήταν συντεταγμένο όργανο του Προέδρου της Δημοκρατίας, ή αν ήταν υβριστής ή αν ήταν αντιδημοκράτης. Το θέμα του δημοσιεύματος, το οποίο κρίθηκε ως δημοσίου ενδιαφέροντος, ήταν το ότι του ανατέθηκε εμπλοκή και ενεπλάκη χωρίς να αυτοεξαιρεθεί, ως όφειλε για τους λόγους που προβάλλονται. Αν δεν του ανατίθετο γνωμάτευση και να εμπλέκετο, δεν θα υπήρχε δημοσίευμα.
Τόσο η υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη (Άρθρο 21 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148), όσο του εντίμου σχολίου για θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος (Άρθρο 19(β) του Κεφ. 148) προϋποθέτει ότι η δημοσίευση έγινε καλή τη πίστει. Σύμφωνα με το Άρθρο 21(2) του ιδίου νόμου «(2) Η δημoσίευση δυσφημηστικoύ δημoσιεύματoς δεv θεωρείται ότι έγιvε καλή τη πίστει από πρόσωπo εvτός της έvvoιας τoυ εδαφίoυ (1), τoυ άρθρoυ αυτoύ, αv καταδειχθεί ότι- (α) Τo δημoσίευμα ήταv αvαληθές, και αυτός δεv πίστευε αυτό ως αληθές͘ ή (β) τo δημoσίευμα ήταv αvαληθές, και αυτός πρoέβηκε στη δημoσίευση χωρίς vα καταβάλει εύλoγη φρovτίδα για τηv εξακρίβωση τoυ αληθoύς ή τoυ αvαληθoύς αυτoύ͘ ή (γ) πρoβαίvovτας στη δημoσίευση, εvήργησε με σκoπό βλάβης τoυ πρoσώπoυ πoυ δυσφημείται σε βαθμό σημαvτικά μεγαλύτερo ή κατά τρόπo σημαvτικά διαφoρετικό τoυ εύλoγα αvαγκαίoυ για τo κoιvό συμφέρov ή για τηv πρoστασία τoυ ιδιωτικoύ δικαιώματoς ή συμφέρovτoς σε σχέση με τo oπoίo αξιώvει πρovόμιo.»
Παράλληλα, ουσιαστικής σημασίας, στην προκειμένη υπόθεση, παρέμενε η εκπλήρωση του καθήκοντος υπέυθυνης δημοσιογραφίας. Ως λέχθηκε στην ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,κ.α. ν. ΑΛΩΝΕΥΤΗ, (2002) 1 ΑΑΔ 1863:
«Στη Reynolds v. Times Newspapers [1999] 4 All ER 609, το δημοσίευμα για πολιτικό άτομο δε θεωρήθηκε προνομιούχο, εφόσον έλειπε το στοιχείο της ισορροπημένης παρουσίασης των γεγονότων, προκύπτουσας από την παράλειψη της εφημερίδας να δημοσιεύσει τις εξηγήσεις που έδωσε ο ενάγων για το αντικείμενο της δημοσίευσης. Αποτελεί καθήκον του τύπου να αναζητά τις απόψεις του υποκειμένου δυσφημιστικού δημοσιεύματος, ως μέτρο ελέγχου της αλήθειας και της ακρίβειας του περιεχομένου του και, παράλληλα, να προβάλλει την αντίθετη εκδοχή σε σχέση με το αντικείμενο του δημοσιεύματος.»
Και παρακάτω,
«Η καλή πίστη, από την οποία πρέπει να διακατέχεται ο γράφων, αναιρείται όταν αυτός αδιαφορεί για την αλήθεια των γραφομένων και παραλείπει να πάρει εύλογα μέτρα για την εξακρίβωσή της.»
Σχετικό είναι και το κάτωθι απόσπασμα από την ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΑΡΚΤΙΝΟΣ» ΛΤΔ ν. ΑΓΓΕΛΙΔΗ, ECLI:CY:AD:2020:D449, Πολιτική Έφεση 315/2013, ημερομηνίας 3.12.2020, ECLI:CY:AD:2020:D449:
«Σε σχέση με την εγειρόμενη υπεράσπιση του προνομίου υπό αίρεση (άρθρο 21 του Κεφ.148) το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφερόμενο στο σύνολο των δημοσιευμάτων που είχε κρίνει ως δυσφημιστικά, σημείωσε ότι είχαν στηριχτεί σε «γεγονότα» τα οποία δεν είχαν επαληθευτεί. Παρέπεμψε στη Phileleftheros Public Company Ltd κ.ά. v. Χριστοδούλου (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1763, 1776) όπου αναφέρθηκε ότι η υπεύθυνη δημοσιογραφία απαιτεί είτε επαλήθευση των στοιχείων, είτε συγγραφή του δημοσιεύματος με τέτοιο τρόπο που να εξυπηρετείται το δημόσιο ενδιαφέρον στο θέμα που πραγματεύεται, χωρίς όμως να γίνεται αναφορά σε γεγονότα που, όχι μόνο δεν έχουν επαληθευθεί πλήρως, αλλά και δεν είναι απολύτως αναγκαία για την προβολή του θέματος στη γενικότητά του.Είχε ακόμα εκεί σημειωθεί με αναφορά στην απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Alithia Publishing Company Ltd and Constantinidesv .Cypru, Appl.No. 17550/03, ημερ. 22.5.2008, ότι ακόμα και αν ληφθεί υπόψη το δημόσιο ενδιαφέρον στο θέμα και ότι σε τέτοιες περιπτώσεις η τάση της νομολογίας είναι να μην περιορίζει χωρίς λόγο το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και του τύπου, έναντι του οποιουδήποτε ιδιωτικού συμφέροντος, εντούτοις η υποχρέωση για υπεύθυνη δημοσιογραφία και επαλήθευση των γεγονότων μετά από εύλογη έρευνα, δεν ατονεί. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την υπεράσπιση του προνομίου υπό αίρεση σε σχέση με το πρώτο δημοσίευμα ήταν ορθή εφόσον το ζήτημα του οικονομικού οφέλους του Ενάγοντα από τις προσφυγές και ειδικά τις προσφυγές της Εκκλησίας δεν διερευνήθηκε (άρθρο 21(2)(β) του Κεφ.148). Επομένως και ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.»
Στην παρούσα περίπτωση, οι όλες συνθήκες που ο ίδιος ο εφεσίβλητος 2 περιέγραψε στο Δικαστήριο αναφορικά με την πληροφόρηση του, επέβαλλαν σ' αυτόν το καθήκον να διερευνήσει αν όντως υπήρξε ανάθεση στον εφεσείοντα και αν όντως ενεπλάκη (εξ αφορμής της αναφοράς που ανέφερε ότι προέβηκε ο Γενικός Εισαγγελέας). Ήταν πολύ απλό για τον ίδιο να αναζητούσε επιβεβαίωση των σκέψεων του περί ανάθεσης, από τον ίδιο τον Γενικό Εισαγγελέα, ως προς το τι εννοούσε με την αναφορά του και σίγουρα από τον εφεσείοντα ως προς το ποια ήταν η θέση του. Η διερεύνηση αναπόφευκτα θα οδηγούσε στη διαπίστωση του αν όντως υπήρχε πραγματικό υπόβαθρο για το δημοσίευμα ή και ακόμη τη διαπίστωση των συνθηκών για τις οποίες έγινε η παραπομπή του Γενικού Εισαγγελέα στον εφεσείοντα και, ενδεχομένως διαφορετικό, πιο ισορροπημένο περιεχόμενο του δημοσιεύματος.
Ούτε αυτά τα θέματα φαίνεται να απασχόλησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αποτέλεσμα της προσέγγισης και κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ότι ακροσφαλής κρίνεται και η διαπίστωση του περί ύπαρξης εύλογης φροντίδας για την εξακρίβωση του αληθούς του δημοσιεύματος. Προκύπτει ότι η κατάληξη για ύπαρξη καλής πίστης ήταν εσφαλμένη, κάτι που ανατρέπει, υπό οποιαδήποτε δεδομένα το ενδεχόμενο επιτυχίας οποιασδήποτε από τις εγειρόμενες υπερασπίσεις, τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι είχαν αποδειχθεί.
Η έφεση θα πρέπει να επιτύχει, χωρίς να καθίσταται απαραίτητο να ασχοληθούμε με τον δεύτερο και τέταρτο λόγο έφεσης ή οτιδήποτε άλλο. Η αγωγή θα έπρεπε να επιτύχει ενόψει του ότι, ως ήταν άλλωστε αποδεκτό, επρόκειτο για δυσφημιστικό δημοσίευμα.
Υπό τα δεδομένα και περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, κρίνουμε ότι το Εφετείο είναι σε θέση να εξετάσει το ζήτημα των αποζημιώσεων. Στην ΓΕΩΡΓΙΟΥ ν. ΦΙΛΙΠΠΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση 260/2015, ημερομηνίας 11.9.2024, λέχθηκε ότι:
«Θεωρούμε διαφωτιστική την ανάλυση του ζητήματος από την παρόμοια φύσης υπόθεση Α.Ι. κ.ά. v. Π.Φ. κ.ά, Πολ. Έφεση Αρ. 283/2012, ημερ. 27.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:D402, ECLI:CY:AD:2019:D402, η οποία αφορούσε αγωγή του ΑΙ και της εταιρείας T.A.S. εναντίον των ίδιων Εφεσίβλητων για τις ίδιες δηλώσεις τους και στην οποία έγινε παραπομπή από τον Εφεσείοντα. Παραπέμπουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:
«Στο δίκαιο της δυσφήμισης ο προσδιορισμός του ύψους των αποζημιώσεων είναι θέμα πολύπλοκο και γίνεται με βάση τη συνεκτίμηση διαφόρων παραμέτρων. Παρά την ιδιομορφία που καλύπτει τις περιπτώσεις υποθέσεων λιβέλου, εφαρμόζονται οι γενικές αρχές για τον καθορισμό αποζημιώσεων που υιοθετούνται σε όλες τις υποθέσεις αστικών αδικημάτων. Ως θέμα αρχής η αποζημίωση πρέπει να είναι δίκαιη και εύλογη. Δίκαιη υπό την έννοια να αποκαθιστά, ουσιαστικά, το θύμα της δυσφήμισης, στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό, με μέτρο αποκατάστασης το χρήμα. Να βρίσκει δε, ως εύλογη, αντικειμενικό έρεισμα στον κοινωνικό χώρο (Λουκαϊδης κ.α. ν. Εκδοτική Εταιρεία Αλήθεια Λτδ κ.α. (2003) 1 Α.Α.Δ. 22). Οι παράγοντες που επηρεάζουν το ύψος των αποζημιώσεων συναρτώνται, μεταξύ άλλων, από τη θέση του ενάγοντα στην κοινωνία, την έκταση και μορφή του δημοσιεύματος και τη γενικότερη συμπεριφορά του εναγομένου πριν και μετά τη δυσφήμιση, τον τρόπο διεξαγωγής της Υπεράσπισης, την τυχόν απολογία, το στάδιο που αυτή δίδεται και την επανάληψη της δυσφήμισης. Ο ενάγοντας δικαιούται σε αποζημιώσεις στις περιπτώσεις γραπτής δυσφήμισης, ασχέτως αν έχει αποδείξει ή όχι πραγματική ζημιά. Η νομολογία των Κυπριακών Δικαστηρίων ακολουθεί τα τελευταία χρόνια μια σταθερά αυξητική τάση στην απόδοση αποζημιώσεων - όπως συμβαίνει και με τις αγωγές για σωματικές βλάβες - ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι το αντικείμενο της δικαστικής προστασίας είναι η προσωπικότητα και η αξία του ανθρώπου (Ηνωμένοι Δημοσιογράφοι Δίας Λτδ κ.α. ν. Σταύρου Ναθαναήλ (1993) 1 Α.Α.Δ. 893, Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.α. ν. Αλωνεύτης (2002) 1 Α.Α.Δ. 1864. Στην υπόθεση Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ ν. Νικολάου (1993) 1 Α.Α.Δ. 285, εντοπίζεται ότι το μέτρο των αποζημιώσεων συναρτάται με τη φύση, το χαρακτήρα και την έκταση της προσβολής της υπόληψης του ανθρώπου.»»
Στην παρούσα υπόθεση, αποδόθηκε στον εφεσείοντα, ο οποίος ήταν ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, ότι εφηύρε αδίκημα για να διωχθεί πρόσωπο, ενώ δεν αυτοεξαιρέθηκε όταν του ανατέθηκε εμπλοκή του στη διερεύνηση της συγκεκριμένης υπόθεσης. Μέσω του τι προβάλλετο ως λόγοι εξαίρεσης, του αποδόθηκε εύνοια στον διορισμό του στη θέση του από τον φίλο του, τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, του οποίου αυτός αποτελούσε συντεταγμένο όργανο, καθώς επίσης ότι ήταν, ο ίδιος υβριστής. Τέλος, του αποδόθηκε ότι καπηλευόταν τον συνταγματολόγο Αριστόβουλο Μάνεση.
Λαμβάνοντας υπόψη τις ως άνω αναφερόμενες στη νομολογία παραμέτρους, ως εφαρμόζονται στην υπό κρίση υπόθεση, με βάση τα όσα τέθηκαν πρωτοδίκως, κρίνουμε ως εύλογη αποζημίωση το ποσό των €20.000.- Δεν κρίνουμε ότι θα μπορούσε να είναι επιτυχής οποιαδήποτε άλλη εγειρόμενη στην αγωγή θεραπεία. Δεν προκύπτουν συνθήκες τέτοιες που να επέτρεπαν είτε έκδοση του ζητούμενου διατάγματος είτε απόδοση τιμωρητικών/επαυξημένων αποζημιώσεων ή άλλως πως.
Επομένως, η Έφεση επιτυγχάνει αναφορικά με τους λόγους 1, 5, 6 και 7. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων 1 για το ποσό των €20.000.-.
Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων 1, ως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή στην ανάλογη κλίμακα και εγκριθούν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει.
Επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων 1 €2.500.-, πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, ως έξοδα της παρούσας έφεσης.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.