ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Έφεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης Αρ. 3/24)
iJustice

12 Δεκεμβρίου, 2024

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
[ΚΟΝΗΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

      ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ, ΩΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΡΧΗ

Εφεσείοντας

ΚΑΙ 

 
VIACHESLAV NOVIKOV

Εφεσίβλητος

-----------------------------

 

Ε. Νικολάου (κα) εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους εφεσείοντες.

Θ. Αθανασίου για Θανάσης Μ. Αθανασίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον εφεσίβλητο.

Εφεσίβλητος, παρών.

 

          ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η   Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες καταχώρισαν την παρούσα έφεση στις 20/11/2024 εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, εκδοθείσας στις 15/11/2024, με την οποία δεν επετράπη η εκτέλεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης («ΕΕΣ») που έχει εκδώσει η Λιθουανία αναφορικά με τον εφεσίβλητο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι είναι ενδεχόμενο εάν ο εφεσίβλητος παραδοθεί στη Λιθουανία, αυτός να εκτεθεί σε σοβαρό κίνδυνο, είτε να υποστεί σε βασανιστήρια, είτε σε άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση με αποτέλεσμα να παραβιαστούν θεμελιώδη δικαιώματα του.

 

Υπενθυμίζεται ότι εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση ο  περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμος του 2004, Ν. 133(I)/2004 («ο Νόμος»), ο οποίος θεσπίστηκε για σκοπούς εναρμόνισης με σχετικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το δε Άρθρο 2(2) του Νόμου αντανακλά το Άρθρο 1 παράγραφο 3 της Απόφασης-Πλαίσιο, το οποίο προβλέπει ότι αυτή δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως κατοχυρώνονται στα Άρθρα 2 και 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση («ΣΕΕ»). Με το εν λόγω Άρθρο 6 δίδεται νομικό κύρος στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («o Χάρτης»).

 

Το Άρθρο 2(2) του Νόμου προβλέπει ότι:

 

«Σε κάθε περίπτωση, ο εκζητούμενος δεν εκδίδεται σε κράτος όπου διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου ή να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση.»

 

 

Αμέσως πριν την ακρόαση της έφεσης, οι εφεσείοντες καταχώρισαν αίτηση δια κλήσεως με την οποία αιτούνται άδεια για προσκόμιση μαρτυρίας ενώπιον του Εφετείου, η οποία, όπως υποστηρίζουν, αφορά το επίδικο, στο πλαίσιο της έφεσης, ζήτημα των συνθηκών κράτησης του εφεσιβλήτου στη Λιθουανία και τον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα ενώπιον του στοιχεία, προέβη στην ως άνω περιγραφόμενη τελική του κατάληξη.

 

Η εν λόγω μαρτυρία αποτελεί αλληλογραφία μεταξύ Αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας και Αρχών της Λιθουανίας που άρχισε στις 21/11/2024 και συμπληρώθηκε στις  3/12/2024, αναφορικά με τις ενδεχόμενες συνθήκες κράτησης του εφεσιβλήτου.

 

Ο εφεσίβλητος καταχώρισε ένσταση. Eν όψει του ότι βάσει του Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών, τίθενται προθεσμίες για έκδοση δικαστικής απόφασης σε σχέση με ΕΕΣ, καθώς επίσης προβλέπεται στον Νόμο ότι η διαδικασία εκτέλεσης του, διεξάγεται χωρίς καθυστέρηση, το Εφετείο προέβη σε ακρόαση της υπό κρίση αίτησης κατά προτεραιότητα.

 

Θεωρούμε στο σημείο αυτό σημαντικό να παραθέσουμε συνοπτικά τους λόγους έφεσης με τους οποίους η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων υποστηρίζει ότι συνδέεται  η εν λόγω μαρτυρία. Με την έφεση προβάλλεται, μεταξύ άλλων, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε το πιο κάτω Άρθρο 21(2) του Νόμου, με το οποίο μεταφέρθηκαν στην εθνική νομοθεσία οι πρόνοιες του Άρθρου 15(2) της Απόφασης-Πλαίσιο:

 

«(2) Αν η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος κρίνει ότι οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος δεν αρκούν, ώστε να της επιτρέψουν να αποφασίσει για την παράδοση, ζητεί, μέσω της Κεντρικής Αρχής, την κατεπείγουσα προσκόμιση των απαραίτητων συμπληρωματικών στοιχείων, ιδίως σε σχέση με τα άρθρα 4 και 13 έως 15 του παρόντος Νόμου και μπορεί να τάξει προθεσμία για την παραλαβή τους, λαμβάνοντας υπόψη την υποχρέωση τήρησης των προθεσμιών που ορίζονται στο άρθρο 23 του παρόντος Νόμου.»

 

Το αντίστοιχο, πανομοιότυπο Άρθρο της Απόφασης-Πλαίσιο, έχει τύχει ερμηνείας από το ΔΕΕ στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις Pál Aranyosi (C-404/215) και Robert Căldăraru (C-659/15), 5/4/2016,  όπου λέχθηκαν τα εξής σχετικά, στις σκέψεις 91-95:

 

«91. Παρά ταύτα, η διαπίστωση της ύπαρξης πραγματικού κινδύνου απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης λόγω των γενικών συνθηκών κράτησης στο κράτος μέλος έκδοσης δεν δύναται να έχει αυτομάτως ως αποτέλεσμα την άρνηση εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

 

92.    Πράγματι, εφόσον διαπιστωθεί η ύπαρξη τέτοιου κινδύνου, πρέπει, στη συνέχεια, η δικαστική αρχή εκτέλεσης να εκτιμήσει, συγκεκριμένα και με ακρίβεια, αν συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι να θεωρηθεί ότι ο ενδιαφερόμενος θα διατρέξει τον κίνδυνο αυτό λόγω των προβλεπόμενων συνθηκών κράτησής του στο κράτος μέλος έκδοσης.

 

93.    Πράγματι, η ύπαρξη και μόνον στοιχείων που μαρτυρούν πλημμέλειες είτε συστημικές ή γενικευμένες είτε επηρεάζουσες ορισμένες ομάδες προσώπων ή ακόμη ορισμένα κέντρα κράτησης όσον αφορά τις συνθήκες κράτησης στο κράτος μέλος έκδοσης δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκην ότι, σε συγκεκριμένη περίπτωση, ο ενδιαφερόμενος θα υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση σε περίπτωση παράδοσής του στις αρχές του εν λόγω κράτους μέλους.

 

94.    Κατά συνέπεια, προκειμένου να διασφαλισθεί ο σεβασμός του άρθρου 4 του Χάρτη στη συγκεκριμένη περίπτωση του ατόμου εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, η δικαστική αρχή εκτέλεσης, η οποία έχει στη διάθεσή της στοιχεία αντικειμενικά, αξιόπιστα, συγκεκριμένα και δεόντως ενημερωμένα τα οποία μαρτυρούν την ύπαρξη τέτοιων πλημμελειών, οφείλει να εξακριβώσει αν, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι να θεωρηθεί ότι, κατόπιν της παράδοσής του στο κράτος μέλος έκδοσης, το εν λόγω άτομο θα διατρέξει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί στο ως άνω κράτος μέλος απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, κατά την έννοια του άρθρου αυτού.

 

95. Προς τον σκοπό αυτό, η εν λόγω αρχή οφείλει, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου, να ζητήσει από τη δικαστική αρχή του κράτους μέλους έκδοσης την κατεπείγουσα προσκόμιση κάθε αναγκαίας συμπληρωματικής πληροφορίας όσον αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες πρόκειται να κρατηθεί ο ενδιαφερόμενος στο εν λόγω κράτος μέλος.»

 

(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)

 

Περαιτέρω και ουσιωδώς, στις εν λόγω αποφάσεις, το ΔΕΕ, κατέληξε ως ακολούθως στη σκέψη 104:

 

«Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων συνάγεται ότι πρέπει να δοθεί στα υποβληθέντα ερωτήματα η απάντηση ότι τα άρθρα 1, παράγραφος 3, 5 και 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου έχουν την έννοια ότι, εφόσον υπάρχουν αντικειμενικά, αξιόπιστα, συγκεκριμένα και δεόντως ενημερωμένα στοιχεία τα οποία μαρτυρούν την ύπαρξη είτε συστημικών ή γενικευμένων πλημμελειών είτε πλημμελειών που επηρεάζουν ορισμένες ομάδες προσώπων ή ακόμη ορισμένα κέντρα κράτησης όσον αφορά τις συνθήκες κράτησης στο κράτος μέλος έκδοσης, η δικαστική αρχή εκτέλεσης οφείλει να εκτιμήσει, συγκεκριμένα και με ακρίβεια, αν συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης με σκοπό την άσκηση ποινικών διώξεων ή την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής θα διατρέξει, λόγω των συνθηκών κράτησής του στο κράτος μέλος έκδοσης, πραγματικό κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης, κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη, σε περίπτωση παράδοσής του στο εν λόγω κράτος μέλος. Προς τον σκοπό αυτό, οφείλει να ζητήσει την προσκόμιση συμπληρωματικών πληροφοριών από την δικαστική αρχή έκδοσης, η οποία, αφού λάβει, εφόσον παραστεί ανάγκη, τη συνδρομή της κεντρικής αρχής ή μιας εκ των κεντρικών αρχών του κράτους μέλους έκδοσης, κατά την έννοια του άρθρου 7 της αποφάσεως-πλαισίου, οφείλει να διαβιβάσει τις πληροφορίες αυτές εντός της προθεσμίας που τάσσεται σε τέτοιο αίτημα. Η δικαστική αρχή εκτέλεσης οφείλει να αναβάλει την απόφασή της περί της παράδοσης του οικείου προσώπου έως ότου παραλάβει τις συμπληρωματικές πληροφορίες βάσει των οποίων μπορεί να αποκλείσει την ύπαρξη ενός τέτοιου κινδύνου. Εάν η ύπαρξη τέτοιου κινδύνου δεν μπορεί να αποκλειστεί εντός εύλογης προθεσμίας, η εν λόγω αρχή οφείλει να αποφασίσει εάν πρέπει να θέσει τέρμα στη διαδικασία παράδοσης.»

 

 

(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)

 

Με την εμπεριστατωμένη και εύστοχη αγόρευσή της, η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων, υποστήριξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αγνοώντας τη σχετική νομολογία του ΔΕΕ, δεν συμμορφώθηκε με την Απόφαση-Πλαίσιο. Εισηγείται δε,  ότι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως δοθεί άδεια για καταχώριση της εν λόγω συμπληρωματικής μαρτυρίας ενώπιον του Εφετείου, ώστε να υπάρχει πλήρης συμμόρφωση της Κύπρου με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις  πιο πάνω πρόνοιες του δικαίου της ΕΕ.

 

Επισημαίνουμε σχετικά ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε στην απόφασή του ότι η πλευρά των εφεσειόντων δεν παρουσίασε έγκαιρα οποιοδήποτε άλλο μάρτυρα για να αντικρούσει την ήδη αρχική θέση της υπεράσπισης για την κατάσταση στις Λιθουανικές φυλακές, παρά μόνο ζήτησε από το δικαστήριο να το πράξει. Περαιτέρω, με αναφορά στη διαδικασία που ακολουθήθηκε ενώπιον του, και τη μαρτυρία που προσκομίστηκε από τους εφεσείοντες  (όπως αυτή τους διαβιβάστηκε από πλευράς των Αρχών της Λιθουανίας) κατά την ακρόαση της υπόθεσης, θεώρησε αυτή γενική και αόριστη καθώς και στερεοτυπική. Εν τέλει  κατέληξε ως εξής: «.δεν θεωρώ ότι το ίδιο το δικαστήριο έπρεπε να υποβάλει εκ νέου το ίδιο, αίτημα στις Λιθουανικές Αρχές

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσιβλήτου υποστήριξε με αναφορά στην απόφαση Pelov v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 226/2016, ημερ. 20/10/2020, ECLI:CY:AD:2020:B360, ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Ιδιαίτερα, τόνισε ότι η μαρτυρία ήταν αντικειμενικά διαθέσιμη κατά το στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας και εντούτοις, παρά τη δική του παρότρυνση προς τον μάρτυρα των εφεσειόντων όπως τέτοια μαρτυρία προσκομιστεί, η πλευρά των εφεσειόντων υπέβαλε ένσταση στην προσκόμισή της. Πράγματι, σύμφωνα με τη νομολογία, η παράμετρος αυτή είναι σημαντική, εκτός βεβαίως, όπως υποδείχθηκε και στην ίδια την Pelov, αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, οπότε η αίτηση δύναται να εγκριθεί.

 

Εν προκειμένω, θεωρούμε υψίστης σημασίας το ότι η εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ αποτελεί υποχρέωση του κάθε δικαστηρίου των χωρών μελών. Εφόσον η εν λόγω μαρτυρία σχετίζεται με διάγνωση του κατά πόσον εφαρμόστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο το δίκαιο της ΕΕ,  και εφόσον το Εφετείο, οφείλει το ίδιο να εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης, είναι  θεωρούμε σημαντικό όπως τεθεί ενώπιον του η πλήρης εικόνα των ζητημάτων που καλείται να εξετάσει, νομικών και πραγματικών. Εν όψει τούτου, υφίστανται, κατά την άποψή μας, εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν την προσκόμιση της εν λόγω μαρτυρίας, ώστε το  Εφετείο να διαμορφώσει σφαιρική εικόνα ως προς την ορθή και πλήρη εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ.

 

Πέραν της πιο πάνω γενικής διαπίστωσης, στην απόφαση ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. ARTHUR PETROV, Πολιτική Έφεση αρ. 32/2024, ημερ. 8/4/2024, με παραπομπή στην υπόθεση Κονναρή v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ.184/2019, 16/7/2020, ECLI:CY:AD:2020:B248, αναφερθήκαμε στις παραμέτρους που εξετάζονται σε αιτήσεις ως η παρούσα. Εξετάζοντας τις, κρίνουμε ότι η εν λόγω μαρτυρία, προερχόμενη από τη Δικαστική Αρχή Έκδοσης του ΕΕΣ της Λιθουανίας, εμφανίζεται αξιόπιστη και σχετική με επίδικα στην έφεση ζητήματα, εφόσον σε αυτή καταγράφονται οι θέσεις της σχετικά με τις συνθήκες κράτησης που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο εφεσίβλητος. Η δε παρουσίαση της εν λόγω μαρτυρίας, πιθανόν να έχει σημαντική επίδραση επί της ουσίας της έφεσης.

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω, κρίνουμε ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης εξυπηρετείται με την παροχή άδειας ως η αίτηση.

 

Εκδίδεται Διάταγμα βάσει του Μέρους 41.13 (2) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 όπως κατατεθούν ως επισυναπτόμενα τεκμήρια σε ένορκη δήλωση εκ μέρους των εφεσειόντων-αιτητών, τα έγγραφα που αναφέρονται στην υπό κρίση αίτηση, εντός 2 (δύο ημερών) από σήμερα.

 

Τα έξοδα της παρούσας αίτησης επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσιβλήτου, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

                                                                    ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.

 

                                                                    Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

                                                                    Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο