ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 279/2024)
11 Δεκεμβρίου 2024
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ
ΛΕΥΚΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Εφεσείων
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
(Ποινική Έφεση Αρ.: 282/2024)
ΡΟΜΠΕΡΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ
Εφεσείων
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
(Ποινική Έφεση Αρ.: 283/2024)
ΡΟΜΠΕΡΤΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
Εφεσείων
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑
Η. Στεφάνου για Ηλίας Α. Στεφάνου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση 279/24
Σ. Χριστοδούλου, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση 282/24
Ν. Χριστοδουλίδου (κα), για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση 283/24
Α. Τιμοθέου (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Πική, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η διαταγή κράτησης των Εφεσειόντων 1, 2 και 3 (κατά σειρά των εφέσεων) με απόφαση του Ε.Δ. Λεμεσού ημερομηνίας 8.11.2024, κατόπιν παραπομπής τους σε απευθείας δίκη ενώπιον Κακουργοδικείου. Η κράτηση τους διατάχθηκε λόγω των κινδύνων φυγοδικίας και διάπραξης νέων αδικημάτων. Οι Εφεσείοντες συγκατηγορούνται με άλλα δυο πρόσωπα τα οποία δεν εφεσίβαλαν την εν λόγω διαταγή κράτησης. Όλοι οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν από κοινού κατηγορίες αφορώσες (α) συνωμοσία για παράνομη κατοχή κοκαΐνης βάρους 84,55 γραμμαρίων και κάνναβης συνολικού βάρους 8 κιλών και 295,62 γραμμαρίων, (β) παράνομη κατοχή (3.8.2024) και κατοχή με σκοπό την προμήθεια των εν λόγω ποσοτήτων, (γ) νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ποσού €5.890. Επίσης, υπάρχουν ξεχωριστές κατηγορίες (i) εναντίον του Εφεσείοντος 1, για κάπνισμα από φυτό κάνναβης και παράνομη κατοχή κάνναβης βάρους 4 γραμμαρίων, (ii) εναντίον του Εφεσείοντος 2, για παράνομη κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια 128 γραμμαρίων ρητίνης κάνναβης, κατοχή 5 γραμμαρίων φυτού κάνναβης, κατοχή κοκαΐνης βάρους 1 γραμμαρίου και χρήση κοκαΐνης, (iii) εναντίον του Εφεσείοντος 3, για κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια κάνναβης 36 γραμμαρίων, και κάπνισμα από φυτό κάνναβης.
Τα γεγονότα της υπόθεσης αναφέρονται στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν θεωρούμε αναγκαία τη λεπτομερή τους επανάληψη. Πολύ συνοπτικά αναφέρουμε ότι οι ποσότητες ναρκωτικών υπό στοιχείο (α) ανωτέρω, ανευρέθηκαν σε έρευνα της Αστυνομίας στις 3.8.2024, σε διαμέρισμα το οποίο ενοικίαζε ο κατηγορούμενος 2, ευρισκόμενες σε ντουλάπι δωματίου σε διάφορες συσκευασίες. Ανευρέθηκε επίσης ηλεκτρονική ζυγαριά ακριβείας και χρηματικό ποσό €1.520. Η έρευνα διενεργήθηκε βάσει δικαστικού εντάλματος, μετά από ανακοπή, έρευνα και εντοπισμό ναρκωτικών στην κατοχή του κατηγορούμενου 1, κάτω από την πολυκατοικία στην οποία ευρίσκεται το εν λόγω διαμέρισμα. Στο ίδιο διαμέρισμα διέμενε και ο αδελφός του Εφεσείοντος 2, εναντίον του οποίου εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης και καταζητείται. Σε ακολουθήσασα έρευνα στην κατοικία του κατηγορούμενου 1 ανευρέθηκε το χρηματικό ποσό των €4.100. Οι ποσότητες ναρκωτικών που αναφέρονται στο υπό στοιχείο (β) ανωτέρω μαζί με ηλεκτρονική ζυγαριά ακριβείας εντοπίστηκαν στις 9.8.2024, σε αστυνομική έρευνα στο διαμέρισμα του Εφεσείοντος 2, ενώ οι ποσότητες που αναφέρονται στο υπό στοιχείο (γ) ανωτέρω, εντοπίστηκαν στις 22.10.2024, σε αστυνομική έρευνα στο διαμέρισμα του Εφεσείοντος 3. Οι Εφεσείοντες 2 και 3 δήλωσαν στην αστυνομία ότι είναι χρήστες ναρκωτικών ουσιών και ότι τα ναρκωτικά προορίζονταν για δική τους χρήση.
Οι μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών υπό στοιχείο (α) ανωτέρω ήταν συσκευασμένες σε σακούλια. Στο μαρτυρικό υλικό αναφέρεται ότι σε μερικές από τις συσκευασίες αυτές εντοπίστηκε γενετικό υλικό των τριών Εφεσειόντων. Συγκεκριμένα, γενετικό υλικό του Εφεσείοντος 1 συνδέθηκε με δυο συσκευασίες κάνναβης, έκαστη βάρους 990 γραμμαρίων. Συνδέθηκε επίσης το γενετικό του υλικό με πράσινο σακούλι σκουπιδιών το οποίο είχε στην κατοχή του ο κατηγορούμενος 1 κατά την ανακοπή του από την Αστυνομία, εντός του οποίου υπήρχε μια διαφανής συσκευασία, παρόμοια με αυτές που εντοπίστηκαν στο ντουλάπι του δωματίου, η οποία περιείχε νάιλον σακούλια, τεμάχια νάιλον σακουλιών με καφέ κολλητικές ταινίες και δυο μαύρα γάντια μιας χρήσης. Στην έκθεση του Ινστιτούτου Γενετικής σχετικά με τη σύνδεση του Εφεσείοντος 1 με τα πιο πάνω αντικείμενα, αναφέρεται ότι «δεν μπορεί να αποκλειστεί από δότης μέρους του μεικτού γενετικού υλικού που απομονώθηκε». Σε ανακριτική κατάθεση του στην αστυνομία ημερομηνίας 4.11.2024, ο Εφεσείοντας 1 αναφέρει (απάντηση 3): «Αναφορικά με την υπόθεση που με συλλάβατε, έχω ακούσει ότι εντοπίσατε το γενετικό μου υλικό σε σακούλια που περιείχαν κάνναβη όπως και σε σακούλα σκουπιδιών. Σε αυτό το παρόν στάδιο το μόνο που θέλω να πω είναι πως σε σακούλια που περιείχαν κάνναβη και σε σακούλα σκουπιδιών που περιείχε αυτά τα σακούλια εγώ έχω αγγίξει στο πλαίσιο της προσπάθειας μου να πάρω τη δόση μου από πρόσωπα που εμπλέκονται στην υπόθεση αυτή».
Το γενετικό υλικό του Εφεσείοντος 2, εντοπίστηκε σε δυο συσκευασίες κάνναβης, έκαστη βάρους 980 γραμμαρίων, ευρισκόμενες στο ίδιο ντουλάπι δωματίου ως οι προαναφερθείσες, καθώς και σε ναρκωτικά και ζυγαριά ακριβείας που ανευρέθηκαν κατά την έρευνα στο διαμέρισμα όπου διέμενε ο ίδιος. Το γενετικό υλικό του Εφεσείοντος 3, συνδέθηκε με μια νάιλον τσάντα ευρισκόμενη επίσης στο ίδιο ντουλάπι, η οποία περιείχε δυο διάφανη σακούλια με κάνναβη συνολικού βάρους 231,6 γραμμαρίων. Επίσης στο κινητό τηλέφωνο του κατηγορούμενου 1 εντοπίστηκε ανταλλαγή μηνυμάτων με τον Εφεσείοντα 3 σε διάφορες ημερομηνίες για τα οποία ο δεύτερος, σε κατάθεση του στην Αστυνομία (3.11.2024) αναφέρει ότι: το πρώτο μήνυμα ήταν για χόρτο δικής του χρήσης, τα μηνύματα ημερομηνίας 30.7.2024, αφορούσαν λεφτά τα οποία ο κατηγορούμενος 1 τον έστελνε να εισπράττει από διάφορα πρόσωπα, τα οποία ο ίδιος υποψιαζόταν ότι σχετίζονταν με ναρκωτικά, και το μήνυμα ημερομηνίας 1.8.2024 ήταν για λεφτά (€905) τα οποία μάζεψε για να δώσει στον κατηγορούμενο 1.
Οι Εφεσείοντες με σειρά λόγων έφεσης προσβάλλουν την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί της ύπαρξης κινδύνου φυγοδικίας και του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων. Έχουμε λάβει υπόψη όλα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μας με τους λόγους έφεσης και τις προφορικές αγορεύσεις των συνηγόρων των δυο πλευρών περιλαμβανομένων των διαγραμμάτων αγόρευσης, χωρίς να χρειάζεται να τα επαναλάβουμε, εκτός στον βαθμό και έκταση που κρίνουμε αναγκαίο.
(Ι) ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΦΥΓΟΔΙΚΙΑΣ
Πότε δικαιολογείται η κράτηση υποδίκου λόγω του κινδύνου φυγοδικίας αναφέρεται σε πληθώρα δικαστικών αποφάσεων. Οι αρχές της νομολογίας είναι τόσο καλά γνωστές που δεν θεωρούμε ότι χρειάζεται κάθε φορά να τις επαναλαμβάνουμε. Συνοψίζονται σε σειρά αποφάσεων του Εφετείου (βλέπε, μεταξύ άλλων, Γενικός Εισαγγελέας ν. Γ.Ν., Ποιν. Έφ. 145/23, ημερ. 21.7.2023, Στυλιανού ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 78/24, ημερ. 8.4.2024). Υπενθυμίζεται ότι το πεδίο επέμβασης του Εφετείου στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε θέματα κράτησης είναι περιορισμένο. Δεν εξαρτάται από την υποκειμενική κρίση των μελών του για την ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης. Το κριτήριο είναι καθαρά αντικειμενικό. Επέμβαση χωρεί μόνο σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι πρωτοδίκως η διακριτική εξουσία δεν ασκήθηκε δικαστικά ή παραγνωρίστηκαν καθιερωμένα νομολογιακά κριτήρια ή εμφιλοχώρησαν εξωγενή στοιχεία (βλ. Μαυρομιχάλης ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 256, Γενικός Εισαγγελέας ν. Bourel κ.ά., Ποιν. Έφ. 206/21 κ.ά.). Γενικά το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην άσκηση της εν λόγω διακριτικής εξουσίας εκτός για πολύ σοβαρούς λόγους και σε εξαιρετικές περιπτώσεις (βλ. Dydi v. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 103/20, ημερ. 3.9.2020, Σάρρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 81/23, ημερ. 10.5.2023).
Κατ' αρχάς να πούμε ότι και οι τρεις Εφεσείοντες προσβάλλουν ως σφάλμα αρχής το υπογραμμισμένο μέρος του κάτωθι αποσπάσματος της πρωτόδικης απόφασης, στη σελ. 13:
«H νομολογία επιβεβαιώνει ότι δεν είναι αναγκαίο να συντρέχουν και οι τρεις λόγοι, αρκεί ένας εξ αυτών να υπάρχει για να δικαιολογείται η κράτηση του ατόμου, ως εξαίρεση πάντοτε στο βασικό κανόνα ότι ένα άτομο δικαιούται να παραμένει ελεύθερο μέχρι τη δίκη του εκτός εάν συντρέχουν οι παράγοντες κράτησης του λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων κ.τ.λ. (βλ. Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 538, Σιακαλλή ν Δημοκρατίας (ανωτέρω))».
Η πιο πάνω διατύπωση είναι όντως ελλιπής. Όμως δεν μπορεί να ιδωθεί απομονωμένα από το υπόλοιπο μέρος της πρωτόδικης απόφασης, στο οποίο γίνεται λεπτομερής αναφορά όλων των σχετικών παραγόντων οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη και σταθμίζονται στην εκτίμηση του κινδύνου φυγοδικίας, με παραπομπή σε νομολογία. Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα αρχής στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Η βασική θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντος 1 πρωτοδίκως και ενώπιον μας, είναι ότι δεν πιθανολογείται εναντίον του καταδίκη για τις συσκευασίες ναρκωτικών που βρέθηκαν στο εν λόγω διαμέρισμα (και στο πράσινο σακούλι σκουπιδιών), καθότι το μαρτυρικό υλικό «στερείται αποδεικτικής δύναμης ή η δύναμη του είναι έκδηλα πτωχή» (βλ. Tasev v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 72/2016, ημερ. 25.6.2016). Το οποίο κατά την εισήγηση του προκύπτει ένεκα της αναφοράς στην έκθεση του Ινστιτούτου Γενετικής ότι «δεν μπορεί να αποκλειστεί από δότης του μικτού γενετικού υλικού που απομονώθηκε» από τις δυο συσκευασίες ναρκωτικών, καθιστώντας την εναντίον του μαρτυρία μη δυνάμενη να οδηγήσει σε καταδίκη.
Επιπρόσθετα εισηγήθηκε ότι η εναντίον του Εφεσείοντος 1 υπόθεση είναι έκδηλα πτωχή, λόγω της αναφοράς στην έκθεση ότι το γενετικό του υλικό υπήρχε στη Βάση Δεδομένων του Ινστιτούτου ένεκα προηγούμενης του καταδίκης για διαρρήξεις και συναφή αδικήματα, διαπραχθέντα στις 10.5.2021, ενώ τέτοια καταδίκη δεν προκύπτει από την αναφορά στο ποινικό του μητρώο πρωτοδίκως, στο πλαίσιο εξέτασης του κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων. Επίσης, στην έκθεση του Ινστιτούτου Γενετικής αναφέρεται ότι για σκοπούς παρουσίασης της υπόθεσης ενώπιον Δικαστηρίου, χρειάζεται να ληφθούν από τον Εφεσείοντα 1 εκ νέου παρειακά επιχρίσματα. Παρότι του λήφθηκε γενετικό υλικό με συγκατάθεση στο ανακριτικό στάδιο, εντούτοις δεν υπάρχει νέα έκθεση του Ινστιτούτου Γενετικής, η οποία να τον ταυτίζει με τις συγκεκριμένες συσκευασίες ναρκωτικών
Εν όψει των ανωτέρω, προσβάλλεται ως εσφαλμένη η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «δεν δύναται να εξετάσει ισχυρισμούς αναφορικά με την αποδεικτική αξία του γενετικού υλικού», με αποτέλεσμα να μη διαπιστώσει ότι η μαρτυρία εναντίον του Εφεσείοντος 1 στερείτο αποδεικτικής δύναμης και ήταν έκδηλα πτωχή.
Με κάθε σεβασμό δεν διαπιστώνουμε σφάλμα. Η πιο πάνω φράση δεν μπορεί να ιδωθεί απομονωμένα από το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του προκειμένου, το οποίο πέραν της έκθεσης του Ινστιτούτου Γενετικής, στην κατάληξη του για την ύπαρξη πιθανότητας καταδίκης, λαμβάνει υπόψη την προαναφερθείσα απάντηση του Εφεσείοντος 1 στην ανακριτική του κατάθεση, ότι έχει αγγίξει σε σακούλια που περιείχαν κάνναβη στο πλαίσιο της προσπάθειας του να πάρει τη δόση του. Ο ευπαίδευτος συνήγορος εισηγείται ότι η εν λόγω απάντηση στην όψη της αφορά μόνο την κατηγορία της χρήσης ελεγχόμενου φαρμάκου. Επ' αυτού δεν θα ήταν ορθό να εκφέρουμε οποιοδήποτε σχόλιο ή άποψη στο πλαίσιο εξέτασης της πιθανολόγησης καταδίκης για να μην προκαταλάβουμε ή επηρεάσουμε οτιδήποτε το οποίο ανάγεται στη δίκη (βλ. Τσεκούρα ν Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 32, Κοτσούδης κ.ά ν Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 131/20 κ.ά., ημερ. 20.8.2020, Στυλιανού ν Δημοκρατίας (ανωτέρω) Παναγή ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 152/24, ημερ. 25.6.2024). Αρκούμεθα να πούμε ότι στο σύνολο η εναντίον του μαρτυρία, κρινόμενη στην όψη της και μόνο, δεν είναι έκδηλα πτωχή σε βαθμό που να μην πιθανολογείται η καταδίκη.
Άλλο επιχείρημα είναι η αυτόβουλη παραμονή του Εφεσείοντος 1 στον χώρο των Δικαστηρίων για μια περίπου ώρα χωρίς να τελεί υπό κράτηση μέχρις ότου το Δικαστήριο επιληφθεί της υπόθεσης. Το ίδιο επιχείρημα προβάλλεται και από τους συνηγόρους των Εφεσειόντων 2 και 3. Όπως έχουμε υποδείξει στις υποθέσεις Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 143/24, ημερ. 27.6.2024, και Παπεττίδης ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 251/24, ημερ. 22.10.24, δεν θεωρούμε ότι η παραμονή στον χώρο των Δικαστηρίων αποτελεί υπό τις περιστάσεις παράγοντα ιδιαίτερης βαρύτητας ή σημασίας στη γενική αποτίμηση του κινδύνου φυγοδικίας.
Υπό το φως των ανωτέρω οι λόγοι έφεσης κατά του κινδύνου φυγοδικίας του Εφεσείοντος 1 απορρίπτονται ως αβάσιμοι.
Στρεφόμαστε τώρα στην εξέταση των λόγων έφεσης του Εφεσείοντος 2. Πολύ συνοπτικά οι θέσεις τις οποίες προβάλλει ο συνήγορος του είναι ότι πρωτοδίκως δεν λήφθηκαν δεόντως υπόψη τα ακόλουθα τα οποία σχετίζονται με την πιθανολόγηση καταδίκης: (i) ότι πριν δυο περίπου χρόνια συγκατοικούσε στο εν λόγω διαμέρισμα για 6-7 μήνες με τον κατηγορούμενο 2 και δυνατόν να ξέχασε αντικείμενα πάνω στα οποία ανευρέθηκε γενετικό του υλικό, (ii) η κατάθεση του κατηγορούμενου 1 στην οποία υπάρχει παραδοχή ότι τα ναρκωτικά που ανευρέθηκαν στο εν λόγω διαμέρισμα είναι δικά του, (iii) δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας που να τον συνδέει με τα εν λόγω ναρκωτικά πλην του μεικτού γενετικού υλικού του που σχετίζεται με δυο συσκευασίες περιέχουσες από 980 γραμμάρια κάνναβης έκαστη, (iv) στο ίδιο διαμέρισμα κατά τον επίδικο χρόνο συγκατοικούσε ο αδελφός του μαζί με τον κατηγορούμενο 2 και επομένως δεν υπάρχει εναντίον του μαρτυρία για την ύπαρξη συνωμοσίας ή ελέγχου των ναρκωτικών, (v) οι ποσότητες ναρκωτικών οι οποίες ανευρέθηκαν στο δικό του διαμέρισμα τις οποίες έχει ήδη παραδεχθεί στην κατάθεση του είναι σαφώς μικρότερες, το οποίο ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο φυγοδικίας. Όλα τα πιο πάνω αφορούν τα αντικειμενικά κριτήρια τα οποία λαμβάνονται υπ΄ όψιν στην εκτίμηση του κινδύνου φυγοδικίας.
Σε ό,τι δε αφορά τα υποκειμενικά κριτήρια, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εισηγείται ότι δεν δόθηκε η πρέπουσα σημασία (i) στους δεσμούς του πελάτη του με την Κύπρο, (ii) στο ότι από τις 3.8.2024 γνώριζε ότι ήταν ύποπτος για την υπόθεση και ο αδελφός του καταζητείτο από την αστυνομία, (iii) στο ότι στις 9.8.2024 που έγινε η αστυνομική έρευνα στο διαμέρισμα του παραδέχτηκε ότι οι ανευρεθείσες ποσότητες ναρκωτικών ήταν δικές του και έδωσε οικειοθελώς παρειακά επιχρίσματα, και (iv) στο ότι δεν φυγοδίκησε και παρέμεινε στη Κυπριακή Δημοκρατία μέχρι τη σύλληψη του στις 30.10.24.
Αρχίζοντας από την πιθανολόγηση καταδίκης, με κάθε σεβασμό δεν συμφωνούμε με τις πιο πάνω εισηγήσεις. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη το σύνολο του μαρτυρικού υλικού κρινόμενο στην όψη του. Η κατάληξη ότι υπάρχει πιθανότητα καταδίκης ήταν ευλόγως επιτρεπτή. Τα όσα ο ευπαίδευτος συνήγορος εισηγείται ως προς τη μειωμένη σημασία η οποία θα έπρεπε να προσδοθεί στη σύνδεση του Εφεσείοντος 2 με γενετικό υλικό σε συσκευασίες ναρκωτικών που ανευρέθηκαν στο ντουλάπι διαμερίσματος, επειδή κατ' ισχυρισμό δεν τεκμηριώνουν υπόθεση κατοχής ή ελέγχου των ναρκωτικών, αφορούν την ουσία της υπόθεσης. Δεν ενδείκνυται στο παρόν στάδιο να προβούμε σε οποιαδήποτε κρίση, συμπέρασμα ή σχολιασμό για την αποδεικτική αξία ή δύναμη του υπό αναφορά μαρτυρικού υλικού, για να μην προκαταλάβουμε ή επηρεάσουμε οτιδήποτε το οποίο φυσιολογικά ανάγεται στη δίκη.
Σε ό,τι δε αφορά τα υποκειμενικά κριτήρια θεωρούμε ότι αυτά λήφθηκαν δεόντως υπόψη και συνυπολογίστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο στις ορθές τους διαστάσεις. Ειδικότερα, στις 9.8.2024, που ο Εφεσείων 2 συνελήφθη για ποσότητες ναρκωτικών οι οποίες ανευρέθηκαν στο διαμέρισμα όπου διέμενε, δεν ήταν ύποπτος για τις μεγαλύτερες ποσότητες ναρκωτικών που εντοπίστηκαν στο ντουλάπι του εν λόγω διαμερίσματος. Εξ ου και την ημέρα εκείνη τού ελήφθη ανοικτή κατάθεση από την Αστυνομία στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης εναντίον του καταζητούμενου αδελφού του. Η σύλληψη και ανακριτική κατάθεση η οποία του ελήφθη στις 30.10.2024, ήταν κατόπιν σύνδεσης του με γενετικό υλικό το οποίο εντοπίστηκε σε ορισμένες από τις συσκευασίες των μεγαλύτερων ποσοτήτων ναρκωτικών.
Επομένως, με κάθε σεβασμό δεν συμφωνούμε με τη θέση ότι από τις 9.8.2024 ή προγενέστερα, ο Εφεσείων 2 γνώριζε ότι ήταν ύποπτος για όλες τις ποσότητες ναρκωτικών για τις οποίες κατηγορείται και δεν φυγοδίκησε. Είναι οι μεγαλύτερες ποσότητες ναρκωτικών που εντοπίστηκαν στο εν λόγω διαμέρισμα, με τις οποίες συνδέθηκε, ανερχόμενες σε δυο περίπου κιλά κάνναβης, οι οποίες προσδίδουν ιδιαίτερη σοβαρότητα στην υπόθεση την οποία αντιμετωπίζει, αυξάνοντας αντικειμενικά τον κίνδυνο φυγοδικίας. Το οποίο εν τέλει έκλινε την πλάστιγγα υπέρ της κράτησης, εφόσον η παρουσία στη δίκη δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί με κατάλληλους όρους εγγύησης. Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με βάση τα ενώπιον του στοιχεία. Συνακόλουθα οι λόγοι έφεσης του Εφεσείοντος 2 κατά του κινδύνου φυγοδικίας, απορρίπτονται ως αβάσιμοι.
Επόμενοι προς εξέταση είναι οι λόγοι έφεσης του Εφεσείοντα 3. Συνοπτικά η ευπαίδευτη συνήγορος του προβάλλει τις ακόλουθες θέσεις (i) ότι δεν εκτιμήθηκε στις ορθές του διαστάσεις το μαρτυρικό υλικό για σκοπούς πιθανολόγησης καταδίκης καθότι δεν υπήρχε ίχνος μαρτυρίας η οποία να τον συνδέει με τα ναρκωτικά στο υπό αναφορά διαμέρισμα πλην του μεικτού γενετικού του υλικού σε συσκευασία περιέχουσα 231,6 γραμμάρια κάνναβης, (ii) δεν υπάρχει εναντίον του μαρτυρία για συνωμοσία ή έλεγχο οποιασδήποτε ποσότητας ναρκωτικών που ανευρέθηκε στο διαμέρισμα, (iii) στα προαναφερθέντα μηνύματα τα οποία εντοπίστηκαν στο κινητό τηλέφωνο του κατηγορούμενου 1, δεν συνεκτιμήθηκαν οι αθωωτικές εξηγήσεις τις οποίες έδωσε στην ανακριτική του κατάθεση, (iv) δεν λήφθηκε υπόψη ότι η σχετικά μικρή ποσότητα ναρκωτικών η οποία εντοπίστηκε στο διαμέρισμα σε συνάρτηση με τα 231,6 γραμμάρια ναρκωτικών με τα οποία συνδέθηκε, δεν καθιστούν αντικειμενικά την εναντίον του υπόθεση τέτοιας σοβαρότητας ώστε ο κίνδυνος φυγοδικίας να μην μπορεί να αντιμετωπιστεί με κατάλληλους όρους εγγύησης.
Περιπλέον, προβάλλεται η θέση ότι γνώριζε τις εναντίον του υποψίες για την υπόθεση την οποία αντιμετωπίζει από την αρχή του ανακριτικού έργου (3.8.2024), και δεν φυγοδίκησε μέχρι που συνελήφθη στις 30.10.2024. Με κάθε σεβασμό δεν συμφωνούμε με τις πιο πάνω θέσεις. Σαφώς προκύπτει πιθανολόγηση καταδίκης εναντίον του Εφεσείοντος 3 με βάση το μαρτυρικό υλικό κρινόμενο στην όψη του, το οποίο δεόντως λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε μαζί με τους υποκειμενικούς παράγοντες στην εκτίμηση του κινδύνου φυγοδικίας. Εν σχέσει με την ποσότητα ναρκωτικών με την οποία συνδέθηκε, δεν μπορεί να παραγνωριστεί για σκοπούς εκτίμησης της πιθανότητας καταδίκης, ότι όλες οι ποσότητες ναρκωτικών (στις οποίες εντοπίστηκε και το γενετικό υλικό συγκατηγορούμενων του) βρίσκονταν στον ίδιο χώρο και δη στο ίδιο ντουλάπι δωματίου.
Σε ό,τι δε αφορά τα προαναφερθέντα μηνύματα, το επιχείρημα της συνηγόρου του απολήγει σε έκφραση γνώμης ή κρίσης ως προς την αποδεικτική αξία ή σημασία των απαντήσεων τις οποίες ο Εφεσείων 3 έδωσε στην κατάθεση του, το οποίο δεν μπορεί να εξεταστεί στο πλαίσιο της πιθανολόγησης καταδίκης για τους ίδιους λόγους που αναφέραμε προηγουμένως. Διαφωνούμε επίσης με την εισήγηση ότι ο Εφεσείοντας 3 γνώριζε από την αρχή του ανακριτικού έργου για την εναντίον του υπόθεση ως διαμορφώθηκε τελικώς. Κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από το μαρτυρικό υλικό. Την εναντίον του υπόθεση αφορώσα τη σύνδεση του με τα 231,6 γραμμάρια κάνναβης πληροφορήθηκε με τη σύλληψη και ανάκριση του στις 30.10.2024. Επομένως δεν ισχύουν τα όσα αναφέρθηκαν περί μη φυγοδικίας του στο μεσοδιάστημα.
Υπό το φως των ανωτέρω δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην προσέγγιση και εκτίμηση του κινδύνου φυγοδικίας με βάση το ενώπιον του μαρτυρικό υλικό, το οποίο να δικαιολογεί τη δική μας παρέμβαση. Συνακόλουθα οι λόγοι έφεσης του Εφεσείοντος 3 κατά του κινδύνου φυγοδικίας κρίνονται ως αβάσιμοι και απορρίπτονται.
(ΙΙ) ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΔΙΑΠΡΑΞΗΣ ΝΕΩΝ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε την ύπαρξη του κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων εναντίον ενός εκάστου των Εφεσειόντων ως ακολούθως: (α) εναντίον του Εφεσείοντος 1 επειδή βαρύνεται με μια προηγούμενη καταδίκη στην ποινική υπόθεση 16625/21 του Ε.Δ. Λεμεσού, αφορώσα αδικήματα μεταφοράς επιθετικού όπλου, οχλαγωγίας και παράνομης συνάθροισης, για την οποία του επιβλήθηκε χρηματική ποινή, (β) εναντίον του Εφεσείοντος 3 επειδή εναντίον του εκκρεμεί η ποινική υπόθεση 1360/24 του Ε.Δ. Λεμεσού, αφορώσα παράνομη κατοχή 12,19 γραμμαρίων φυτού κάνναβης, και (γ) εναντίον των Εφεσειόντων 2 και 3 λόγω των διαφορετικών ημερομηνιών διάπραξης αδικημάτων τα οποία τους καταλογίζονται βάσει του κατηγορητηρίου.
Με κάθε σεβασμό η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του προκειμένου υπήρξε εσφαλμένη. Το σφάλμα έγκειται στην εφαρμογή των νομολογιακών αρχών οι οποίες, μεταξύ άλλων, συνοψίζονται στην Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 271/23, ημερ. 24.1.2023. Όπως έχουμε υποδείξει στην Γενικού Εισαγγελέα ν. Γ.Ν. (ανωτέρω) «Το δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσο οποιαδήποτε προηγούμενη καταδίκη είναι συγκρίσιμη είτε στη φύση είτε στο βαθμό σοβαρότητας με τα υπό κατηγορία αδικήματα» (βλ. Clooth v. Belgium (1992) 14 E.H.R.R. 717, par. 40, Lyubimenko v. Russia (2009) ECHR App. 6270, 19.3.2009, par. 74, Human Rights and Criminal Justice 3rd edn., (2012) Ben Emmerson QC, Andrew Ashworth QC, Alison Macdonald etc., par. 8-44). Στο σύγγραμμα Law of the European Convention on Human Rights, 5th edn. (2023), Harris, O'Boyle and Warbrick, αναφέρεται στη σελ. 356 (Prevention of crime):
«In Matzenetter v Austria and subsequent case law the Court has held that detention of the applicant on the basis of the prevention of crime was compatible with Article 5(3). Accordingly public interest in the prevention of crime may justify detention on remand where there are good reasons to believe that the accused, if released, will commit an offence or offences of the same serious kind with which he is already charged".
[Ιδία υπογράμμιση]
Το ίδιο κριτήριο εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις όπου ο κίνδυνος διάπραξης νέων αδικημάτων προκύπτει από άλλη ποινική υπόθεση ή υποθέσεις οι οποίες εκκρεμούν εναντίον του κατηγορούμενου ως προκύπτει μέσα από τη νομολογία.
Στην Κωνσταντίνου (ανωτέρω) επισημαίνεται ότι «σε κατάλληλες περιπτώσεις συμπεράσματα για την τάση ή ροπή ενός κατηγορούμενου δύνανται να εξαχθούν ακόμα και στη βάση του μαρτυρικού υλικού (το οποίο ευρίσκεται ενώπιον του εκδικάζοντος Δικαστηρίου) για τη συγκεκριμένη υπόθεση, όπως ήταν οι υποθέσεις Κωνσταντινίδη ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Χριστούδια ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 689, καθώς και η υπόθεση του ΕΔΑΔ Matznetter v. Austria (1969) App. 2178/64». Διαφωτιστική επί τούτου είναι η Παναγή ν. Αστυνομίας (ανωτέρω) όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Ιδιαίτερα σχετική εν όψει της φερόμενης εγκληματικής δράσης του Εφεσείοντος με βάση το μαρτυρικό υλικό κρινόμενο στην όψη του, είναι η υπόθεση Matznetter (ανωτέρω), όπου εν σχέσει με την πιθανότητα διάπραξης άλλου αδικήματος τα Αυστριακά δικαστήρια έλαβαν υπόψη την «πολύ παρατεταμένη συνέχιση των αξιόμεμπτων πράξεων του κατηγορουμένου, την πελώρια έκταση της ζημιάς που είχαν υποστεί τα θύματα, την πονηριά του κατηγορουμένου και το γεγονός ότι η πείρα και μεγάλη δεξιότητα του κατηγορουμένου το καθιστούσαν εύκολο για τον ίδιο να επαναλάβει τις παράνομες δραστηριότητες του». [βλ. Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω), Χριστούδια ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 689]. Σχετική είναι και η απόφαση του ΕΔΑΔ στην Assenov v. Bulgaria, Αίτηση Αρ. 24760/94, ημερ. 28.10.98, όπου κρίθηκε εύλογος και δικαιολογημένος ο φόβος των εθνικών αρχών να φοβούνται ότι ο προσφεύγων θα τελούσε και άλλα αδικήματα ενόψει της εναντίον του δίωξης για 16 διαρρήξεις και ληστείες (βλ. Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, του Λίνου-Αλέξανδρου Σισιλιάνου, 2η έκδοση, (2016), σελ. 204, παρ. 126)».
Στην Παναγή, ο κίνδυνος διάπραξης νέων αδικημάτων κρίθηκε δικαιολογημένος ένεκα του πολύ μεγάλου αριθμού αδικημάτων διαρρήξεων και κλοπών που περιλαμβάνονταν στο κατηγορητήριο, εκτεινόμενες σε δυο Επαρχίες της Κύπρου, σε διαφορετικούς χρόνους, κατά διαφορετικών ατόμων, καλύπτοντας χρονική περίοδο 3,5 ετών, με την φερόμενη κλοπιμαία περιουσία να ξεπερνά το €1,4 εκατομμύριο, το οποίο κατεδείκνυε εμφανή τάση και ροπή του Εφεσείοντος προς το έγκλημα. Το κατηγορητήριο περιελάμβανε 33 ποινικούς φακέλους της Αστυνομίας, με σύνολο 135 κατηγορίες.
Στρεφόμαστε τώρα στην πρωτόδικη απόφαση. Το προαναφερθέν αδίκημα για το οποίο τιμωρήθηκε ο Εφεσείων 1 με την επιβολή χρηματικού προστίμου είναι ήσσονος σοβαρότητας σε σχέση με την υπόθεση την οποία αντιμετωπίζει και επομένως δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη. Το ίδιο ισχύει και για την άλλη ποινική υπόθεση η οποία εκκρεμεί εναντίον του Εφεσείοντος 3, για κατοχή 12,9 γραμμαρίων κάνναβης. Αναφορικά με τα αδικήματα τα οποία οι Εφεσείοντες 2 και 3 αντιμετωπίζουν βάσει του κατηγορητηρίου δεν χρειάζεται να πούμε πολλά πέραν του ότι σε καμία περίπτωση δεν αποκαλύπτουν τέτοιας έκτασης παρατεταμένη εγκληματική δράση και συμπεριφορά, αποκαλύπτουσα κίνδυνο επαναδιάπραξης αδικημάτων ανάλογης σοβαρότητας.
Υπό το φως των ανωτέρω οι εφέσεις και των τριών Εφεσειόντων κατά της διαταγής κράτησης για τον κίνδυνο διάπραξης νέων αδικημάτων επιτυγχάνουν. Η κράτηση στη βάση του κινδύνου αυτού ακυρώνεται.
Όλες οι Εφέσεις κατά της διαταγής κράτησης για τον κίνδυνο φυγοδικίας απορρίπτονται. Οι Εφεσείοντες παραμένουν υπό κράτηση στη βάση του κινδύνου αυτού.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.