ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ.: 260/2024)

 

16 Δεκεμβρίου 2024

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

ΙΩΣΗΦ ΙΩΣΗΦ

Εφεσείων

v

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

‑‑‑‑‑‑‑-------------‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑-----


Α. Δημητρίου με Μ. Καούλλα, Β. Ακάμα, Α. Γεωργίου και Α. Δημητρίου, για τον Εφεσείοντα

Χ. Κυθραιώτου (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Παπαδοπούλου, Δ.


Α Π Ο Φ Α Σ Η

        ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Στις 6.7.2024 ο Εφεσείων (Κατηγορούμενος 1) παραπέμφθηκε μαζί με άλλα πρόσωπα σε απευθείας δίκη ενώπιον του Κακουργοδικείου Λευκωσίας για αριθμό αδικημάτων που περιλάμβαναν και κατηγορία για φόνο εκ προμελέτης. Στη διαδικασία παραπομπής ο Εφεσείων είχε επιφυλάξει το δικαίωμα να ενστεί στο αίτημα για κράτηση του μέχρι τη δίκη ενώπιον του Κακουργοδικείου. Το παραπέμπον Δικαστήριο κατέληξε ότι υφίστατο κίνδυνος φυγοδικίας, κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων και κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων και διέταξε την κράτηση όλων των κατηγορουμένων. Η πιο πάνω απόφαση εφεσιβλήθηκε μόνο από τον Κατηγορούμενο 2 και στις 10.9.2024 εξεδόθη απόφαση στην Chamount ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 178/24, αναφορά στην οποία θα γίνει πιο κάτω στην παρούσα.

 

        Στις 11.9.2024 ενώπιον του Κακουργοδικείου ζητήθηκε και πάλι η κράτηση όλων των κατηγορουμένων στη βάση του κινδύνου φυγοδικίας και του κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων. Το Κακουργοδικείο εξέδωσε απόφαση επί του αιτήματος στις 12.9.2024 εγκρίνοντας την κράτηση και για τους δύο λόγους. Η εν λόγω απόφαση δεν εφεσιβλήθηκε.

 

        Κατόπιν αιτήματος για παροχή λεπτομερειών εκ μέρους του Εφεσείοντα, η Κατηγορούσα Αρχή απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στο περιεχόμενο του οποίου θα γίνει αναφορά πιο κάτω. Ακολούθως, στις 22.10.2024 ο Εφεσείων απάντησε μη παραδοχή στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει, ενώ οι Κατηγορούμενοι 3, 4 και 5 παραδέχτηκαν τις κατηγορίες. Ο Κατηγορούμενος 6 είχε ήδη παραδεχτεί ενοχή σε προγενέστερο στάδιο. Ακολούθως, ο Εφεσείων προέβαλε ένσταση στην κράτηση του με την εισήγηση ότι υπήρχαν διαφοροποιητικά δεδομένα. Το Κακουργοδικείο, με απόφαση που εξεδόθη αυθημερόν, απέρριψε τη θέση του Εφεσείοντος, καταλήγοντας ότι δεν είχαν μεταβληθεί τα δεδομένα επί των οποίων στηρίχθηκε η απόφαση ημερ. 12.9.2024.

 

        Η Απόφαση αυτή ημερ. 22.10.2024 προσβάλλεται με έξι Λόγους Έφεσης, ήτοι ότι το Κακουργοδικείο: (α) Παραβίασε βασική αρχή δικαίου αποφασίζοντας ότι το μόνο μαρτυρικό υλικό που μπορούσε να λάβει υπόψη ήταν αυτό που η Κατηγορούσα Αρχή είχε πρόθεση να χρησιμοποιήσει και δεν περιορίστηκε σε εξ όψεως αντικειμενική θεώρηση της ενώπιον του μαρτυρίας (Λόγοι Έφεσης 1 και 5), (β) Δεν στάθμισε ορθά το γεγονός ότι η ενώπιον του μαρτυρία είχε διαφοροποιηθεί ουσιωδώς από τις 12.9.2024 (Λόγος Έφεσης 2), (γ) Εσφαλμένα αποφάσισε ότι υφίστατο κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων παρά την παρουσίαση νέων δεδομένων (Λόγος Έφεσης 3), (δ) Δεν αιτιολόγησε τη μη επιλογή εναλλακτικών όρων αντί κράτησης (Λόγος Έφεσης 4), και (ε) Ενήργησε κατά τρόπο που επηρέασε τη δίκαιη διεξαγωγή της δίκης (Λόγος Έφεσης 6).

 

Λόγοι Έφεσης 2 και 3

 

        Εν όψει του ότι προηγήθηκε η έκδοση άλλων αποφάσεων για το ζήτημα της κράτησης, κρίνουμε χρήσιμο να εξετάσουμε πρώτα τους Λόγους Έφεσης 2 και 3 ώστε να υπάρξει κατάληξη επί του κατά πόσον

τέθηκαν όντως ενώπιον του Κακουργοδικείου διαφοροποιητικά στοιχεία. Όπως λέχθηκε στην Ζορπάς ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 103/24, ημερ. 3.6.2024 οι διαπιστώσεις ενός Δικαστηρίου για γεγονότα που άπτονται της κράτησης και δεν είναι μεταβλητά δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας (βλ. και Ψύλλας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 3) (2002) 2 Α.Α.Δ. 388). Το ζήτημα τέθηκε ως ακολούθως στην υπόθεση D.R.M. v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 138/2023, ημερ. 30.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:B233

 

«Με δεδομένο ότι η εκκαλούμενη Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δόθηκε στο πλαίσιο εξέτασης ενστάσεως σε επαναλαμβανόμενο αίτημα κράτησης του Εφεσείοντα, είναι σημαντικό να υπενθυμίσουμε ότι η νομολογία καθορίζει ότι, μετά από την πρώτη διαταγή του Δικαστηρίου για κράτηση, το Δικαστήριο εξετάζει το θέμα της περαιτέρω κράτησης όχι εξ υπαρχής, αλλά μόνο με αναφορά σε οποιαδήποτε νέα δεδομένα ήθελαν προκύψει και τα οποία ενδεχομένως να διαφοροποιούσαν την κρίση του επί του θέματος της κράτησης και όχι με αναφορά σε δεδομένα τα οποία υφίσταντο ευθύς εξαρχής (Δημητρίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 416, Μαυρομιχάλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 165/2020 και 166/2020, ημερ. 22/10/2020 και S.M. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 75/2021, ημερ. 6/7/2021, ECLI:CY:AD:2021:B299)».

 

        Ο Εφεσείων εισηγείται ότι τέτοια διαφοροποιητικά στοιχεία αποτελούσαν, αφενός, η παροχή λεπτομερειών σε σχέση με την εμπλοκή του ιδίου στο αδίκημα του φόνου εκ προμελέτης και, αφετέρου, οι ομολογίες των Κατηγορουμένων 3, 4 και 5.

 

        Όσον αφορά στις παρασχεθείσες λεπτομέρειες, αυτές είχαν ως εξής:

 

«Αναφορικά με την 1η κατηγορία (ήτοι το αδίκημα του φόνου εκ προμελέτης): Ο Κατηγορούμενος 1 συμμετείχε στη διάπραξη του, δηλαδή παρακίνησε, συμβούλευσε και προήγαγε τον Κατηγορούμενο 5 να διαπράξει το εν λόγω αδίκημα.

 

Αναφορικά με τις υπόλοιπες κατηγορίες που αντιμετωπίζει (κατηγορία 2 έως 6), ο Κατηγορούμενος 1 κατηγορείται ότι διέπραξε τα εν λόγω αδικήματα, υπό την έννοια ότι η διάπραξη αυτών ήταν πιθανή συνέπεια της επιδίωξης του παράνομου κοινού σκοπού, ήτοι της φόνευσης του θύματος».

       

          Εν πρώτοις αναφέρουμε ότι οι λεπτομέρειες δεν αποτελούν μαρτυρικό υλικό, αλλά δίδονται με σκοπό την παροχή στον κατηγορούμενο ικανοποιητικής ενημέρωσης σχετικά με ό,τι η Κατηγορούσα Αρχή προτίθεται να αποδείξει ώστε να γνωρίζει την υπόθεση που αντιμετωπίζει (βλ. Ιωσηφίδης (Ππαϊλα) ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 204).

 

        Κατ' επέκταση, η παροχή των λεπτομερειών στην υπό εξέταση περίπτωση θα αποτελούσε διαφοροποιητικό στοιχείο μόνο εάν, ιδωμένες σε συνάρτηση με το υφιστάμενο μαρτυρικό υλικό, μετέβαλλαν ουσιωδώς την υφή της υπόθεσης που αντιμετωπίζει ο Εφεσείων και συνακόλουθα την πιθανότητα καταδίκης.

 

        Κάτι τέτοιο δεν υφίσταται εν προκειμένω. Αφενός, η Κατηγορία 1 στηρίζεται και στο Άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154. Αφετέρου, εξ αρχής το μαρτυρικό υλικό έδειχνε τον Κατηγορούμενο 5 ως τον φυσικό αυτουργό. Στην κατάθεση του ο Κατηγορούμενος 6 (Κυανούν 630), για τον οποίο μετά την παραδοχή του δηλώθηκε ότι θα κληθεί ως μάρτυρας κατηγορίας, είχε δηλώσει πως ο Κατηγορούμενος 5 τού είχε πει ότι ο λόγος που παρακολουθούσαν το θύμα ήταν επειδή υπήρξαν στη σχέση του με τον Εφεσείοντα απειλές, ο οποίος μαζί με άλλους συγκατηγορούμενους του «θέλουν να τον καθαρίσουμε, δηλαδή να τον σκοτώσουμε». Υπήρχε επίσης μαρτυρία, την οποία καταγράφει το Κακουργοδικείο στην απόφαση του ημερ. 12.9.2024, ότι ο Εφεσείων είχε διαφορές με το θύμα, ότι τον ήθελε να «φύγει από τη μέση», ότι τον απειλούσε, καθώς και για συναντήσεις που είχε με άλλους συγκατηγορούμενους προς τον σκοπό θανάτωσης του θύματος.

       

        Ορθή, συναφώς, κρίνεται η κατάληξη του Κακουργοδικείου ότι οι λεπτομέρειες που δόθηκαν δεν μπορούσαν να κριθούν ως νέο δεδομένο, αλλά αποτελούσαν απλώς διευκρίνιση των κατηγοριών που αντιμετωπίζει ο Εφεσείων.

 

        Όσον αφορά στις ομολογίες των Κατηγορουμένων 3, 4 και 5 το Κακουργοδικείο κατέληξε πως το υπόβαθρο της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής δεν μεταβλήθηκε από αυτό που ήταν ενώπιον του στις 12.9.2024. Πράγματι, μελέτη της αγόρευσης του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Εφεσείοντα καταδεικνύει ότι η εισήγηση του πως οι προαναφερόμενες ομολογίες συνιστούν διαφοροποιητικό γεγονός  εδράζεται ουσιαστικά στο ότι το περιεχόμενο αυτών καταρρίπτει την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής. Η εξέταση της θέσης αυτής, όμως, προϋποθέτει αξιολόγηση μαρτυρίας, έργο που δεν έχει θέση στο στάδιο πιθανολόγησης καταδίκης για σκοπούς κράτησης.

 

        Όπως λέχθηκε στην Θεοχάρους ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 217/24, ημερ. 22.10.2024:

 

«Δεν θα συμφωνήσουμε με τις πιο πάνω εισηγήσεις της Υπεράσπισης. Δεν ήταν καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο παρόν στάδιο ούτε να ελέγξει την αξιοπιστία μαρτύρων ούτε να καταλήξει σε συμπεράσματα ή οριστικές απαντήσεις. Το έργο του ήταν να εξετάσει κατά πόσον υπάρχει ενδεχόμενο, ήτοι πιθανότητα καταδίκης (Μαλά v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135, Γιωργαλλίδης v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 526). Θα πρέπει, ίσως εκ του περισσού, να διευκρινίσουμε πως κατά την κοινή λογική, η αναφορά σε «πιθανότητα» δεν εξισούται ασφαλώς με «βεβαιότητα» καταδίκης, από την οποία και αντιδιαστέλλεται. Εξ ορισμού λοιπόν δεν είναι δυνατόν να γίνεται λόγος περί παραβίασης του τεκμηρίου της αθωότητας. Ορθώς στο παρόν στάδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο περιορίστηκε στην όψη του μαρτυρικού υλικού, χωρίς να υπεισέλθει στη βασιμότητα της εκδοχής του κάθε μάρτυρος ή των πιθανών υπερασπίσεων του Εφεσείοντος (βλ. M.S.Α. v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 200/22, ημερ. 19.9.22, ECLI:CY:AD:2022:B362), πράγμα το οποίο θα προκαταλάμβανε ή επηρέαζε θέματα τα οποία φυσιολογικά ανάγονται στη δίκη».

 

        Ομοίως στην Γεωργίου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 163/24, ημερ. 26.7.2024 επικροτήθηκε η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να λάβει υπόψη το σύνολο του μαρτυρικού υλικού, επισημαίνοντας ότι στο πλαίσιο της συγκεκριμένης διαδικασίας, δεν δύναται να εξετάσει «ισχυρισμούς αναφορικά με την αλληλοσυγκρουόμενη εκδοχή των καταθέσεων εντός του» μαρτυρικού υλικού.

 

        Η υπόθεση Dydi κ.ά. v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 103/20 κ.ά., ημερ. 3.9.2020 αφορούσε περίπτωση, όπως και η υπό κρίση, όπου υπήρχε προηγούμενη απόφαση του Κακουργοδικείου η οποία και είχε επικυρωθεί κατ' έφεση. Μετά από την επικύρωση, μάρτυρας κατηγορίας με ένορκη δήλωση απέσυρε την προηγούμενη του κατάθεση. Τονίστηκε κατ' έφεση πως εν όψει των πιο πάνω τα μόνα ερωτήματα που το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε να αποφασίσει ήταν το νέο στοιχείο της απόσυρσης της κατάθεσης και του χρόνου που μεσολαβούσε μέχρι την επόμενη δικάσιμο «εφόσον όλα τα υπόλοιπα ζητήματα είχαν καλυφθεί στην προηγούμενη απόφαση και δεν ήταν λογικό να επαναξιολογηθούν».

 

        Το μαρτυρικό υλικό επί του οποίου είχε στηριχθεί το Κακουργοδικείο στις 12.9.2024 για να κρίνει ότι υπήρχε πιθανότητα καταδίκης δεν είχε μεταβληθεί. Δεδομένου ότι το υλικό εκείνο εξακολουθούσε να υφίσταται, έπεται πως το γεγονός ότι άλλα άτομα έδωσαν μεταγενέστερα καταθέσεις στις οποίες προβάλλουν αντίθετη εκδοχή από αυτήν στην οποία στηρίζεται η Κατηγορούσα Αρχή δεν αποτελεί τέτοιο διαφοροποιητικό γεγονός που να δικαιολογούσε την εξέταση του ζητήματος της κράτησης του Εφεσείοντα εξ υπαρχής.

 

        Τα ίδια ισχύουν και όσον αφορά στο ζήτημα επηρεασμού μαρτύρων. Στην απόφαση ημερ. 12.9.2024 το Κακουργοδικείο είχε ήδη ενώπιον του την ανάκληση της μαρτυρίας, τόσο του Rami όσο και της Quamar. Ενώπιον του υπήρχε επίσης το γεγονός ότι η Quamar είχε προβεί σε υποβολή παραπόνου εναντίον της Αστυνομίας. Το γεγονός ότι τώρα τα πιο πάνω τέθηκαν ενώπιον του Κακουργοδικείου με τη μορφή ενόρκου δηλώσεως δεν διαφοροποιούσε το ότι τα ίδια θέματα είχαν ήδη ληφθεί υπόψη από τις 12.9.2024. Συμφωνούμε επί του σημείου αυτού με τα λεχθέντα από το Κακουργοδικείο τα οποία και παραθέτουμε:

 

«Οι καταγγελίες που έκανε η Quamar, είχαν τεθεί υπόψη μας, επομένως ήταν ζήτημα το οποίο είχε τεθεί, έστω και σε γενικές γραμμές. Η μεταγενέστερη ένορκη δήλωση που έχει κάνει ο πρώην μάρτυρας Rami, επίσης δεν αναιρεί ούτε μεταβάλλει το δεδομένο της αναίρεσης της αρχικής κατάθεσης του ως αυτή κρίθηκε πρωτόδικα και κατ' έφεση. Άλλωστε αυτό που εξετάστηκε είναι η πιθανότητα επηρεασμού άλλων προσώπων. Επίσης το γεγονός ότι ο Rami και η Quamar δεν είναι Μάρτυρες Κατηγορίας είχε ληφθεί υπόψη μας στις 12/9/2024. Κρίνουμε ως εκ τούτου, ότι η ύπαρξη της ένορκης δήλωσης του και η έγγραφη καταγγελία που έχει στο μεταξύ αποκτηθεί υπό τη μορφή εγγράφου από πλευράς Υπεράσπισης, δεν αποτελούν νέα δεδομένα προς αξιολόγηση».

 

        Οι Λόγοι Έφεσης 2 και 3 δεν ευσταθούν.

 

Λόγοι Έφεσης 1 και 5

 

        Με τους Λόγους Έφεσης 1 και 5 προσβάλλεται ο τρόπος χειρισμού του μαρτυρικού υλικού από μέρους του Κακουργοδικείου, αφού η πλευρά του Εφεσείοντα μέμφεται το Πρωτόδικο Δικαστήριο πως έλαβε υπόψη για σκοπούς εξέτασης του αιτήματος κράτησης μόνο το μαρτυρικό υλικό που είχε πρόθεση να χρησιμοποιήσει η Κατηγορούσα Αρχή, αγνοώντας την προσδοκία αθώωσης του.

 

        Παρόμοιο ζήτημα εξετάστηκε πρόσφατα στην υπόθεση Παπεττίδης ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 251/24, ημερ. 22.10.2024, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Ούτε διαπιστώνουμε σφάλμα στον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε το Πρωτόδικο Δικαστήριο την «ένορκη δήλωση» στην οποία είχε προβεί ο Μ.Κ.15 και στην οποία ο τελευταίος ανέφερε ότι ο Εφεσείων δεν γνώριζε οτιδήποτε. Όπως είναι νομολογημένο, στο στάδιο αυτό δεν εξετάζεται η προσδοκία του κατηγορούμενου για αθώωση του, αφού κάτι τέτοιο ανάγεται στη δίκη (βλ. Οικονομίδης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 492). Έπεται πως η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου ότι «το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεωρώντας τη μαρτυρία περιστατική του Κατηγορούμενου, καμία μα καμία αναφορά δεν έκανε στην πιθανότητα αθώωσης του.» δεν είναι ορθή, ούτε καταδεικνύει κάποιο εσφαλμένο χειρισμό από μέρους του Πρωτόδικου Δικαστηρίου».

 

        Ορθά το Κακουργοδικείο κατέγραψε πως οι ομολογίες των Κατηγορουμένων 3, 4 και 5 δεν αποτελούσαν μέρος της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής αλλά απλώς τη δική τους εκδοχή, και ότι αυτό που ζητείτο από μέρους των Κατηγορουμένων ήταν η αξιολόγηση της μαρτυρίας. Όπως λέχθηκε και πολύ πρόσφατα στην υπόθεση Lesko ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 257/24, ημερ. 10.12.2024:

 

«Αυτή ακριβώς είναι η ουσία της πάγιας νομολογημένης αρχής ότι το Δικαστήριο σε αυτό το στάδιο εξετάζει το μαρτυρικό υλικό στην όψη του, με μόνο σκοπό να ελέγξει το ενδεχόμενο καταδίκης, χωρίς δηλαδή να εξετάζει θέματα αποδεκτότητας μαρτυρίας ή αξιοπιστίας μαρτύρων ή πιθανές υπερασπίσεις και χωρίς συμπεράσματα ή οριστικές απαντήσεις σε ερωτήματα (Μαλά ν Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135, Γιωργαλλίδης ν Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 526.

 

        (βλ. και Μαυρομιχάλης ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 165/20, ημερ. 22.10.2020, ECLI:CY:AD:2020:B369).

 

        Ούτε και υπάρχει παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας με την διεργασία που καθιερώθηκε από τη Νομολογία για την εξέταση της πιθανολόγησης καταδίκης. Τα Δικαστήρια σε τέτοια περίπτωση εξετάζουν το μαρτυρικό υλικό ώστε, σε συνάρτηση με τους λοιπούς παράγοντες, να μπορέσει να υπάρξει κατάληξη επί του κατά πόσο υπάρχει κίνδυνος φυγοδικίας κατηγορούμενου και σε καμία περίπτωση το υλικό δεν εξετάζεται με σκοπό κατάληξης επί της ενοχής αυτού. Ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο το υλικό εξετάζεται στην όψη του και δεν επιτρέπεται η αξιολόγηση του. (Βλ. και Θεοχάρους ν. Αστυνομίας, (πιο πάνω)).

 

        Μέσα στα ενδεικνυόμενα πλαίσια υπήρξε και η εξέταση του μαρτυρικού υλικού από το Κακουργοδικείο και δεν διαπιστώνουμε να προέβη σε οποιαδήποτε ευρήματα ή συμπεράσματα ως εισηγείται η πλευρά του Εφεσείοντος.

 

        Οι Λόγοι Έφεσης 1 και 5 δεν μπορούν να πετύχουν.

 

Λόγος Έφεσης 4

 

        Ο Εφεσείων προβάλλει τη θέση πως το Κακουργοδικείο δεν αιτιολόγησε τον λόγο μη επιλογής εναλλακτικών όρων αντί της κράτησης του Εφεσείοντα. Σημειώνεται ότι το θέμα του χρόνου δεν είχε τεθεί ενώπιον του Κακουργοδικείου.

 

        Όπως είναι νομολογημένο, ισχυρισμοί ή επιχειρήματα που δεν εγέρθηκαν δεόντως για να τύχουν εξέτασης πρωτόδικα δεν μπορούν να εγερθούν ενώπιον του Εφετείου (βλ. Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 288, Moleskis Trading Limited v. Melpomeni Hotel Apartments Ltd (2011) 2 Α.Α.Δ. 365, Γεωργιάδη ν. Πιερέττη, Πολ. Έφ. 146/21, ημερ. 16.4.2024, κ.ά.). Παρά ταύτα, εν όψει του Άρθρου 5(3) της ΕΣΔΑ, η επιμήκυνση του χρόνου κράτησης είναι παράγοντας που δύναται να εξεταστεί κατ' έφεση ασχέτως εάν το θέμα ηγέρθη πρωτόδικα, για να διαφανεί κατά πόσον το συνολικό διάστημα κράτησης ξεπερνά το ευλόγως επιτρεπτό υπό τις περιστάσεις (βλ. Κρασοπούλης ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 450). Ωσαύτως οφείλει να πράττει και το πρωτόδικο Δικαστήριο κάθε φορά που επιμηκύνεται ο χρόνος κράτησης, ο οποίος αποτελεί εξ αντικειμένου νέο γεγονός το οποίο χρήζει αποτίμησης (βλ. Ψύλλας ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 388).

 

        Η υπόθεση παραπέμφθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο στο Κακουργοδικείο στις 5.7.2024, και το Κακουργοδικείο της επιλήφθηκε για πρώτη φορά στις 12.9.2024. Είναι δε τώρα ορισμένη για ακρόαση στις 17.12.2024. Έχοντας υπόψη και τη σοβαρότητα της υπόθεσης δεν θεωρούμε ότι ο χρόνος που διέρρευσε είναι υπερβολικός.

 

        Στη βάση όλων των ανωτέρω η Έφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.

 

 

 

                                                                            Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                            Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                            Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο