ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 259/2024)
17 Δεκεμβρίου 2024
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
EWA IZABELA KUENZEL
Εφεσείουσα
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
‑‑‑‑‑‑‑-------------‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑-----
Σ. Αργυρού, για την Εφεσείουσα
Χ. Κυθραιώτου (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Παπαδοπούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η Εφεσείουσα παραπέμφθηκε στις 19.7.2024 σε απευθείας δίκη ενώπιον του Κακουργοδικείου Λευκωσίας για συνολικά 44 Κατηγορίες, εκ των οποίων 24 κατηγορίες για το αδίκημα της δόλιας συναλλαγής σε ακίνητη περιουσία που ανήκει σε άλλον κατά παράβαση του Άρθρου 303Α του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (Κατηγορίες 1 έως 24), μία κατηγορία νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες κατά παράβαση του Άρθρου 4 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Ν.188(Ι)/2007 (Κατηγορία 25), 18 κατηγορίες παράνομης νομής και χρήσης γης κατά παράβαση του Άρθρου 281 του Π.Κ. (Κατηγορίες 26 - 43) και μία κατηγορία παράνομης κατοχής γης κατά παράβαση του Άρθρου 281 του Π.Κ. (Κατηγορία 44). Την ίδια μέρα εγκρίθηκε αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής (εφεξής «Κ.Α.») όπως η Εφεσείουσα παραμείνει υπό κράτηση λόγω κινδύνου φυγοδικίας. Η εν λόγω απόφαση επικυρώθηκε κατ' έφεση με την Kuenzel v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 186/24, ημερ. 24.7.2024.
Εν όψει των θέσεων που προβάλλονται στην Έφεση και ειδικότερα επειδή αποτελεί ουσιαστικό σημείο της παρούσας διαδικασίας το κατά πόσο ηγέρθησαν διαφοροποιητικά στοιχεία που δικαιολογούσαν επανεξέταση του ζητήματος κράτησης, κρίνεται απαραίτητη μία σύνοψη του ιστορικού της υπόθεσης όσον αφορά μόνο στο ζήτημα αυτό.
Κατά την πρώτη εμφάνιση της Εφεσείουσας ενώπιον του Κακουργοδικείου στις 17.9.2024 η υπόθεση ορίστηκε για τις 2.10.2024 για απάντηση. Σε αίτημα από μέρους της Κ.Α. όπως η Εφεσείουσα παραμείνει υπό κράτηση ο ευπαίδευτος συνήγορος γι' αυτήν ανέφερε πως υπάρχει μεταβολή στις προσωπικές συνθήκες, αλλά επεφύλαξε το δικαίωμα να το εγείρει κατά την επόμενη δικάσιμο. Στις 2.10.2024 και πάλι επεφύλαξε το δικαίωμα του να εγείρει τα διαφοροποιητικά στοιχεία, αφού λόγω ελλείψεως μεταφραστή η υπόθεση παρέμεινε για τις 3.10.2024. Το ίδιο δε έπραξε και στις 3.10.2024. Όταν στις 8.10.2024 επανέλαβε την επιφύλαξη, το Κακουργοδικείο προέβη σε εισήγηση όπως υποβληθεί γραπτή αίτηση στην οποία να τίθενται τα δεδομένα που κατά τη θέση της Εφεσείουσας είχαν διαφοροποιηθεί.
Με την Αίτηση ημερ. 11.10.2024 προβλήθηκαν τα εξής ως διαφοροποιητικά δεδομένα:
(α) Υπήρξε πρόταση για κατάθεση αυξημένου ποσού σε μετρητά ως εγγύηση και για υπογραφή σε αστυνομικό σταθμό του τόπου διαμονής της Εφεσείουσας στη Γερμανία.
(β) Προσκομίστηκαν επιστολές του Δημάρχου της περιοχής που η Εφεσείουσα διαμένει στη Γερμανία, από τον Σύνδεσμο Κτηματομεσιτών της ίδιας περιοχής και επιστολή από ασφαλιστική εταιρεία η οποία εγγυάτο την Εφεσείουσα μέχρι ποσού €300.000 σε μετρητά. Επιπλέον προσκομίστηκε βεβαίωση για τα πτυχία που αυτή κατέχει.
(γ) Επισυνάφθηκε ιατρικό πιστοποιητικό από Νοσοκομείο στο Dusseldorf αναφορικά με τον κ. Wladislaw Roz, σε σχέση με τον οποίο αποτελεί θέση της Εφεσείουσας πως είναι θείος της, ότι τον φρόντιζε και πρόσεχε μέχρι τη σύλληψη της ενώ έκτοτε τον φροντίζει κάποια γειτόνισσα του.
Θέση της Κ.Α. όπως προβλήθηκε στην Ένσταση της αποτέλεσε πως τα όσα τέθηκαν δεν μπορούν να διαφοροποιήσουν τον ήδη κριθέντα κίνδυνο φυγοδικίας, οι δε προσωπικές συνθήκες ακόμη και αν γίνουν δεκτές ως αληθείς δεν μπορούν να υπερφαλαγγίσουν το δημόσιο συμφέρον και την αποφυγή του κινδύνου φυγοδικίας.
Το Κακουργοδικείο με την Απόφαση ημερ. 17.10.2024 έκρινε πως
τα όσα παρατέθηκαν δεν αποτελούσαν νέα δεδομένα, αλλά δεδομένα που υφίσταντο ευθύς εξαρχής. Η κατάληξη αυτή προσβάλλεται με τον Πρώτο Λόγο Έφεσης.
Όπως αναφέρθηκε στην Ζορπάς ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 103/24, ημερ. 3.6.2024, οι διαπιστώσεις ενός Δικαστηρίου για γεγονότα που άπτονται της κράτησης και δεν είναι μεταβλητά δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας (βλ. και Ψύλλας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 3) (2002) 2 Α.Α.Δ. 388). Παραθέτουμε απόσπασμα από την υπόθεση D.R.M. v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 138/2023, ημερ. 30.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:B233 όπου λέχθηκαν τα πιο κάτω:
«Με δεδομένο ότι η εκκαλούμενη Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δόθηκε στο πλαίσιο εξέτασης ενστάσεως σε επαναλαμβανόμενο αίτημα κράτησης του Εφεσείοντα, είναι σημαντικό να υπενθυμίσουμε ότι η νομολογία καθορίζει ότι, μετά από την πρώτη διαταγή του Δικαστηρίου για κράτηση, το Δικαστήριο εξετάζει το θέμα της περαιτέρω κράτησης όχι εξ υπαρχής, αλλά μόνο με αναφορά σε οποιαδήποτε νέα δεδομένα ήθελαν προκύψει και τα οποία ενδεχομένως να διαφοροποιούσαν την κρίση του επί του θέματος της κράτησης και όχι με αναφορά σε δεδομένα τα οποία υφίσταντο ευθύς εξαρχής (Δημητρίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 416, Μαυρομιχάλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 165/2020 και 166/2020, ημερ. 22/10/2020 και S.M. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 75/2021, ημερ. 6/7/2021, ECLI:CY:AD:2021:B299)».
(βλ. και Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 260/24, ημερ. 16.12.2024).
Αναφορικά με την εισήγηση για παροχή αυξημένου ποσού εγγύησης, λέμε απερίφραστα πως τούτο δεν συνιστά διαφοροποιητικό δεδομένο, ούτε και θα μπορούσε να θεωρηθεί ως τέτοιο. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επισήμανε ότι η εξέταση του ποιοι είναι οι κατάλληλοι όροι γίνεται μόνο αφού προηγηθεί κατάληξη ότι η παρουσία κατηγορούμενου για να δικαστεί μπορεί να διασφαλιστεί με όρους. Όπως λέχθηκε στην Γενικός Εισαγγελέας ν. S.B., Ποιν. Έφ. 174/23, ημερ. 16.8.2023:
«Όπως προκύπτει, το Δικαστήριο θα πρέπει πρώτα να κρίνει με βάση τις αρχές της Κυπριακής Νομοθεσίας και Νομολογίας κατά πόσο η παρουσία του κατηγορούμενου στη δίκη μπορεί να διασφαλιστεί με όρους. Μόνο αφού υπάρξει θετική κατάληξη επί του ερωτήματος αυτού μπορεί το Δικαστήριο να προχωρήσει στην εξέταση του ποιοι είναι πλέον οι κατάλληλοι όροι».
Στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον το Κακουργοδικείο έκρινε ότι υφίστατο κίνδυνος φυγοδικίας που δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί με όρους, η εισήγηση από μέρους της Εφεσείουσας για παροχή αυξημένης εγγύησης δεν μπορούσε να οδηγήσει σε κάποια άλλη κατάληξη. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η πρόταση από ασφαλιστική εταιρεία να εγγυηθεί το ποσό που εισηγείται να καταθέσει η Εφεσείουσα.
Μελετώντας τα πρακτικά των αιτημάτων κράτησης που προηγήθηκαν, διαπιστώνεται ότι στις 19.7.2024 το μόνο που τέθηκε ήταν η γενική εισήγηση πως «η κράτηση της θα διέλυε την ίδια, την επιχείρηση της και την οικογένεια της». Στο πλαίσιο της ακρόασης της πρώτης έφεσης της Εφεσείουσας [Ποιν. Έφ. 186/24, (ανωτέρω)] λέχθηκε αρχικά ότι η Εφεσείουσα υποστηρίζει οικονομικά τους γονείς της, ενώ μετέπειτα λέχθηκε ότι οι γονείς της έχουν αποβιώσει και αυτούς που βοηθά είναι τον ανάπηρο αδελφό της και τον ανάπηρο γιο της. Κρίθηκε ότι τα πιο πάνω δεν αποτελούσαν τέτοιους παράγοντες που να αποτρέπουν τον κίνδυνο φυγοδικίας ή να υπερφαλαγγίζουν το δημόσιο συμφέρον. Με την Αίτηση ημερ. 11.10.2024 τέθηκε πως η Εφεσείουσα πριν τη σύλληψη της φρόντιζε ένα θείο της, ενώ στην ακρόαση ενώπιον του Κακουργοδικείου τέθηκε ότι πέραν του θείου φροντίζει και τον ανάπηρο γιο της ξαδέλφης της.
Εν πρώτοις θα πρέπει να σημειωθεί ότι, από τα όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση, προκύπτει πως το γεγονός της φροντίδας του θείου από την Εφεσείουσα ήταν κάτι που αυτή θα γνώριζε από την πρώτη φορά που εξετάστηκε ζήτημα κράτησης, αφού ισχυρίζεται ότι τον φρόντιζε προ της συλλήψεως της, αλλά δεν το προέβαλε. Υπό αυτή την έννοια δεν αποτελεί διαφοροποιητικό γεγονός, αλλά απλώς ένα γεγονός το οποίο υφίστατο εξαρχής και το οποίο η πλευρά της Εφεσείουσας επέλεξε να μην θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου.
Έστω, όμως, και αν επρόκειτο για παρερμηνεία από το Δικαστήριο ως προς το πρόσωπο που η Εφεσείουσα φροντίζει (ως εισηγείται ο κ. Αργυρού), συμφωνούμε με τα όσα κατέγραψε το Κακουργοδικείο, ήτοι ότι:
«Ενώπιον του Εφετείου τέθηκε ότι είχε και τη φροντίδα μέλους της οικογένειας έστω και αν όπως φαίνεται από το πρακτικό δεν ήταν ξεκάθαρο εάν ήταν θείος ή αδελφός ή ποιο ακριβώς ήταν το μέλος της οικογένειας. Σημασία έχει ότι τέθηκε. Τα δεδομένα αυτά υφίσταντο δηλαδή κατά τον χρόνο παραπομπής. Λήφθηκαν υπόψη και το παραπέμψαν Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν υπερφαλαγγιζόταν η σοβαρότητα του αδικήματος. Το Εφετείο επικύρωσε την απόφαση».
Υποστηρίζεται εκ μέρους της Εφεσείουσας ότι εσφαλμένα δεν είχε οποιαδήποτε βαρύτητα η προσκόμιση εγγράφων που είχαν τη μορφή συστατικών επιστολών, με την περαιτέρω εισήγηση πως το Δικαστήριο θα έπρεπε από το περιεχόμενο αυτών να καθησυχαστεί για «το ποιόν» της Εφεσείουσας. Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση, όπως προβάλλεται. Το έργο του Δικαστηρίου όταν εξετάζει αίτημα κράτησης είναι να εξετάσει κατά πόσον οι υποκειμενικοί παράγοντες που αφορούν στο συγκεκριμένο άτομο είναι τέτοιοι που, συνεκτιμώμενοι με τα αντικειμενικά κριτήρια, εξουδετερώνουν τον κίνδυνο φυγοδικίας. Εννοείται, αλλά και προκύπτει από την πρώτη έφεση, ότι αυτή είναι εξέταση η οποία έχει ήδη διενεργηθεί κατά το αρχικό αίτημα κράτησης και μάλιστα έχει επικυρωθεί από το Εφετείο. Άλλωστε και τα προβαλλόμενα στις συστατικές επιστολές στοιχεία χαρακτήρος είναι στοιχεία τα οποία υφίσταντο και κατά το αρχικό αίτημα, ασχέτως αν δεν προωθήθηκαν με επιστολές από τότε.
Εν πάση περιπτώσει οι προαναφερόμενες συστατικές επιστολές δεν διαφοροποιούν τη διαπίστωση ότι οι δεσμοί της Εφεσείουσας με την Κύπρο είναι ανύπαρκτοι, αφού οι δεσμοί με τις Κατεχόμενες περιοχές όπου οι Αρχές της Δημοκρατίας δεν μπορούν να ασκήσουν τις νόμιμες εξουσίες τους, δεν εξαλείφουν τον κίνδυνο φυγοδικίας [Kuenzel, (πιο πάνω)].
Με τον Δεύτερο Λόγο Έφεσης η Εφεσείουσα ισχυρίζεται πως το Κακουργοδικείο εσφαλμένα δεν συνυπολόγισε στην απόφαση του τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Υπεράσπιση για προετοιμασία ενόψει της «εξαιρετικής δυσκολίας» να εξευρεθεί ικανός μεταφραστής από τα Γερμανικά στα Ελληνικά. Το ζήτημα το προβάλλει σε συνάρτηση με το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.
Στη διαδικασία ενώπιον του Κακουργοδικείου το ζήτημα του μεταφραστή είχε τεθεί μόνο υπό την έννοια ότι, λόγω καθυστέρησης αυτού να προσέλθει στο Δικαστήριο, δεν είχε την ευκαιρία ο συνήγορος να συνεννοηθεί με την Εφεσείουσα. Σε κανένα στάδιο δεν τέθηκε ζήτημα περί «εξαιρετικής δυσκολίας» στην προετοιμασία της υπεράσπισης. Κάτι τέτοιο τέθηκε για πρώτη φορά ενώπιον μας με τον εξής τρόπο:
«Το πρόβλημα είναι ότι εγώ δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτούς τους διερμηνείς που χρησιμοποιούν στο Δικαστήριο για να μπορέσω να προβώ σε ετοιμασία της υπεράσπισης της κατηγορούμενης στις Φυλακές γιατί είναι οι διερμηνείς που έρχονται ενώπιον του Δικαστηρίου και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθούν από τη Υπεράσπιση. Θεώρησα ορθό αυτό το γεγονός να το θέσω ενώπιον του σεβαστού Δικαστηρίου ως δεύτερο λόγο έφεσης, αφού άπτεται και στο θέμα της δίκαιης δίκης έτσι ώστε το σεβαστό σας Δικαστήριο να ακούσει τον προβληματισμό της κατηγορούμενης και να αποφασίσει αναλόγως».
Όπως είναι νομολογημένο, ισχυρισμοί ή επιχειρήματα που δεν εγέρθηκαν δεόντως για να τύχουν εξέτασης πρωτόδικα δεν μπορούν να εγερθούν ενώπιον του Εφετείου (βλ. Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 288, Moleskis Trading Limited κ.ά. v. Melpomeni Hotel Apartments Ltd (2011) 2 Α.Α.Δ. 365, Γεωργιάδη ν. Πιερέττη, Πολ. Έφ. 146/21, ημερ. 16.4.2024). Εφόσον δεν τέθηκε ενώπιον του Κακουργοδικείου δεν μπορεί προφανώς να αποδίδεται σε αυτό σφάλμα στο ότι δεν το εξέτασε.
Παρά ταύτα, αφού προβάλλεται ζήτημα παραβίασης της ΕΣΔΑ κρίνουμε ορθό να προχωρήσουμε να το εξετάσουμε.
Με κάθε σεβασμό παρατηρούμε ότι η θέση του συνηγόρου της Εφεσείουσας τέθηκε γενικά και αόριστα. Ιδιαίτερα αφού ο ίδιος δήλωσε ότι στις δικασίμους παρίστανται και άτομα από τη Γερμανική Πρεσβεία τα οποία παρακολουθούν την ορθότητα της μετάφρασης. Δεν έχει τεθεί ενώπιον μας οτιδήποτε το οποίο να συνιστά ανυπέρβλητη δυσκολία ή κώλυμα στην εξεύρεση μεταφραστή στη Γερμανική γλώσσα για σκοπούς προετοιμασίας της Υπεράσπισης. Ούτε έχει καταδειχθεί οποιαδήποτε άρνηση της Διεύθυνσης των Κεντρικών Φυλακών να παρασχεθούν στην Εφεσείουσα οι απαραίτητες διευκολύνσεις για σκοπούς προετοιμασίας της Υπεράσπισης. Τυγχάνουν κατ' αναλογίαν εφαρμογής τα λεχθέντα στην Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, τα οποία και παραθέτουμε:
«Το άρθρο 6(3)(β) της Σύμβασης ομιλεί για "ευκολίας". Αναμένουμε πως οι αρμόδιες αρχές, εφαρμόζοντας αυτό το άρθρο, θα διαθέσουν το χρόνο και τις αναγκαίες ευκολίες προς προετοιμασία της υπεράσπισης του εφεσείοντος. Στο στάδιο της εξέτασης του ζητήματος της κράτησης ή μη του κατηγορουμένου και χωρίς να είχε προηγηθεί άρνηση των αρμοδίων αρχών για παραχώρηση των διευκολύνσεων που είχε ζητήσει η υπεράπιση, από μόνες τους οι ιδιάζουσες συνθήκες προετοιμασίας της υπεράσπισης δεν μπορούσαν να διαδραματίσουν τον αποφασιστικό ρόλο που εισηγείται η υπεράσπιση. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος εφέσεως δεν ευσταθεί».
[Ιδία υπογράμμιση]
Θα πρέπει όμως καθηκόντως να υποδείξουμε ότι όλα όσα απασχολούν τον συνήγορο Υπεράσπισης ρυθμίζονται πλέον πλήρως από τον περί του Δικαιώματος σε Διερμηνεία και Μετάφραση κατά την Ποινική Διαδικασία Ν.18(Ι)/2014 και ιδίως το Άρθρο 4(3) το οποίο αφορά ακριβώς τη διασφάλιση δίκαιης δίκης. Θα μπορούσε δε με κατάλληλη εισήγηση να θέσει το αίτημα του στην αρμόδια κατά τον Νόμο Αρχή, δηλαδή στο εκδικάζον Κακουργοδικείο.
Αναμένεται δε πως οι αρμόδιες Αρχές θα παρέχουν στην Εφεσείουσα τις αναγκαίες ευκολίες όσον αφορά στη μετάφραση από τη Γερμανική στην Ελληνική και αντίστροφα για σκοπούς προετοιμασίας της υπεράσπισης της.
Στη βάση όλων των ανωτέρω η Έφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.