ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 257/2024)
10 Δεκεμβρίου 2024
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ZOLTANNE LESKO
Εφεσείουσα
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
(Ποινική Έφεση Αρ.: 258/2024)
MELINDA LADANYI
Εφεσείουσα
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑
Ρ. Μαππουρίδης με Λ. Μαππουρίδου (κα) για Ρίκκος Μαππουρίδης & Συνεργάτες, για την Εφεσείουσα στην Ποιν. Εφ. 257/24
Κ. Χριστοφόρου, για την Εφεσείουσα στην Ποιν. Εφ. 258/24
Ε. Κωνσταντίνου (κα) με Ν. Γρηγορίου (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Με δύο λόγους έφεσης έκαστη, οι Εφεσείουσες, Κατηγορούμενες 1 και 2 πρωτοδίκως, προσβάλλουν τη διαταγή του Ε.Δ. Λευκωσίας για την προφυλάκισή τους επί τη βάσει του κινδύνου φυγοδικίας μέχρι εμφάνισής τους στο Κακουργοδικείο στις 12.12.24. Αντιμετωπίζουν από κοινού 60 κατηγορίες, οι οποίες αφορούν συνωμοσίες (Π.Κ. 371, 372, 302), δόλιες συναλλαγές σε σχέση με ακίνητη περιουσία άλλων (Π.Κ. 303Α), παράνομη νομή και χρήση γης άλλων (Π.Κ. 281) και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (Ν.188(I)/07). Η αναφερόμενη στις λεπτομέρειες ακίνητη ιδιοκτησία αφορά κατεχόμενες από τον Τουρκικό στρατό περιουσίες, ευρισκόμενες στις κατεχόμενες περιοχές Αμμοχώστου (Ακανθού) και Κερύνειας (Άγιο Αμβρόσιο, Καλογραία).
Ο πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι τα αδικήματα είναι πράγματι σοβαρά, ότι σε περίπτωση καταδίκης οι επιβληθησόμενες ποινές αναμένεται να είναι αυστηρές και ότι η μαρτυρία κατεδείκνυε πιθανότητα καταδίκης. Συνεκτιμώντας την ύπαρξη δεσμών τόσο με τη Δημοκρατία στην οποία διαμένουν όσο και με την Ουγγαρία από την οποία κατάγονται, καθώς και κάποια σύνδεση με τις Κατεχόμενες περιοχές, «μικρού βαθμού έστω», κατέληξε ότι οι δεσμοί τους με τη Δημοκρατία δεν είναι τέτοιοι ώστε να μπορούν να λειτουργήσουν ως ικανό αντιστάθμισμα έναντι του κινδύνου φυγοδικίας υπό οποιουσδήποτε όρους, οπότε διέταξε την κράτησή τους.
Οι λόγοι έφεσης στις δύο εφέσεις είναι πανομοιότυποι. Διαφέρει μόνον η αιτιολογία σε κάποια σημεία. Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη αξιολόγηση των νομολογιακών αρχών χωρίς να αιτιολογήσει την απόκλιση από τη θεμελιακή αρχή ότι κατά κανόνα ο υπόδικος παραμένει ελεύθερος. Με τον δεύτερο λόγο υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα και προέβη σε λανθασμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των Εφεσειουσών (Έγγραφα 89, 93), καταλήγοντας ότι η μαρτυρία ήταν επαρκώς ισχυρή για πιθανολόγηση καταδίκης.
Είναι αυτονόητο ότι ως θέμα λογικής σειράς προέχει η εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης. Προτού το πράξουμε υπενθυμίζουμε ότι ο κίνδυνος φυγοδικίας εξετάζεται σε συνάρτηση αφενός με (i) τη σοβαρότητα του αδικήματος, (ii) την αυστηρότητα της τυχόν επιβληθησόμενης ποινής και (iii) την πιθανότητα καταδίκης (αντικειμενικά στοιχεία) και αφετέρου με άλλα σχετικά δεδομένα που αφορούν τον εκάστοτε κατηγορούμενο (υποκειμενικά στοιχεία). Παραπέμπουμε ενδεικτικά στις υποθέσεις Γενικού Εισαγγελέα v. Γ.Ν., Ποιν. Έφ. 145/23, ημερ. 21.7.23 και Θεοχάρους κ.ά. v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48.
Καθηκόντως επίσης υπενθυμίζουμε πως η εξουσία ρύθμισης της εμφάνισης ενός υποδίκου κατά τη δίκη του εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ότι η άσκηση της εξουσίας αυτής δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνο αν διαπιστωθεί ότι αυτή η εξουσία δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό είτε διότι παρεισέφρησαν εξωγενή στοιχεία είτε επειδή παραγνωρίστηκαν προαπαιτούμενα νομολογιακά κριτήρια (Γενικός Εισαγγελέας v. Bourel κ.ά., Ποιν. Έφ. 206/21 κ.ά., ημερ. 28.12.21).
Δεύτερος Λόγος Έφεσης ‑ (Πιθανότητα Καταδίκης)
Η κρινόμενη υπόθεση αφορά την ανέγερση οικιστικών μονάδων από τη φερόμενη ως ιδρυθείσα και εδρεύουσα στο παράνομο καθεστώς των Κατεχομένων εταιρεία Cyprus Constructions Califorian Trading Ltd, σε εννέα τουριστικά συγκροτήματα στις προαναφερθείσες Κατεχόμενες περιοχές. Εξαιρουμένων των κατηγοριών για συνωμοσίες και για νομιμοποίηση εσόδων (κατηγορίες 1, 2, 3 και 60), οι υπόλοιπες 56 κατηγορίες ανά ζεύγη αφορούν 28 εγγεγραμμένους ιδιοκτήτες των επηρεαζομένων τεμαχίων ή μεριδίων σε αυτά. Το αρμόδιο Κτηματολογικό Τμήμα έχει εκτιμήσει πως η σημερινή αξία των επηρεαζόμενων γαιών είναι συνολικά €58.505.300 (Φάκελος 1, Κυανούν 22). Στις Εφεσείουσες αποδίδεται αφενός, σε σχέση με τις δόλιες συναλλαγές (Π.Κ. 303Α), ότι διαφήμισαν ή άλλως πως προώθησαν προς πώληση ακίνητη περιουσία που ανήκει σε άλλους ενόσω γνώριζαν ή υπό τις περιστάσεις έπρεπε εύλογα να γνωρίζουν ότι δεν είχαν τη συγκατάθεση των εγγεγραμμένων ιδιοκτητών και αφετέρου, σε σχέση με την παράνομη νομή και χρήση (Π.Κ. 281), ότι νέμονταν και χρησιμοποιούσαν γη εγγεγραμμένη επ' ονόματι άλλων χωρίς τη συναίνεσή τους. Η μαρτυρία, όπως τη συνόψισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν ότι:
«Η πρώτη Κατηγορούμενη με τις ανακριτικές της καταθέσεις ημερομηνίας 3/10/2024 (έγγραφο 89) και 8/10/2024 (έγγραφο 112), επιβεβαιώνει ότι τα τελευταία 3 χρόνια βοηθά κάποιον φίλο της με το όνομα Salih Kayim, ιδιοκτήτη της εταιρείας «Cyprus Construction Company» η οποία ασχολείται με ανάπτυξη γης στις κατεχόμενες περιοχές. Για τη διαφήμιση και προώθηση των ακινήτων της συγκεκριμένης εταιρείας χρησιμοποιεί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης Facebook, Instagram και Tik Tok και την ιστοσελίδα www.othon.properties η οποία ανήκει σ' αυτήν. Στις αναρτήσεις και διαφημίσεις της, εντοπίστηκαν οι αναπτύξεις που αναφέρονται ανωτέρω. Στις καταθέσεις της ανέφερε περαιτέρω ότι ο Salih Kayim την ενημέρωσε ότι τα συγκεκριμένα συγκροτήματα ανεγέρθηκαν σε γη που ανήκε στο παρελθόν σε ελληνοκύπριους, η οποία έχει ανταλλαγεί το 1974 και δεν αποτελεί πλέον περιουσία τους. Η ίδια δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει αν ο ισχυρισμός αυτός ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Παραδέχεται επίσης ότι παρέπεμπε πελάτες στην πιο πάνω εταιρεία, οι οποίοι αγόραζαν ακίνητα από τις πιο πάνω αναφερόμενες αναπτύξεις, λειτουργώντας στην ουσία σαν κτηματομεσίτρια. Ισχυρίστηκε πάντως ότι παρά το ότι συμφώνησε να λάβει προμήθεια για τις πιο πάνω αγορές, μέχρι στιγμής δεν έλαβε οποιαδήποτε χρήματα. Παραδέχτηκε επίσης ότι αγόρασε και η ίδια ακίνητο στις πιο πάνω αναπτύξεις, για το οποίο κατέβαλε ήδη κάποιο ποσό έναντι του τιμήματος πώλησης. Αναγνώρισε σημειωματάριο που ανευρέθηκε στην κατοχή της, στο οποίο αναγράφει με χειρόγραφες σημειώσεις (που μεταφράστηκαν στα ελληνικά): «Πουλάω πολλά διαμερίσματα, παίρνω πολλή προμήθεια και από αυτά τα χρήματα μπορώ να βοηθήσω την οικογένεια μου. Έχω χρήματα στην άκρη, έχω μερικά διαμερίσματα που μου εξασφαλίζουν τακτικό εισόδημα». Γι' αυτές τις χειρόγραφες σημειώσεις ανάφερε ότι είναι καταγραφή της λίστας των ευχών της, κάτι που συνηθίζει να κάνει κάθε εβδομάδα. Ως προς τη δεύτερη Κατηγορούμενη αναφέρει ότι τη συνάντησε μια φορά 2 μήνες προηγουμένως στα γραφεία της εταιρείας Cyprus Construction, όπου η Κατηγορούμενη 2 έλαβε από αυτή διαφημιστικό υλικό για προώθηση των αναπτύξεων της συγκεκριμένης εταιρείας.
Στρέφομαι τώρα στη δεύτερη Κατηγορούμενη. Με την ανακριτική της κατάθεση ημερομηνίας 3/10/2024 (έγγραφο 93) παραδέχεται ότι είναι δικός της ο λογαριασμός «Melinda Linda» στον οποίο υπήρχαν αναρτήσεις με διαφημίσεις και προωθητικό υλικό σε σχέση με τις αναπτύξεις που αναφέρονται πιο πάνω. Όπως ανέφερε είχε λάβει μια πληροφορία ότι υπήρξε συμφωνία ανάμεσα σε Κύπρο, Ελλάδα και Τουρκία και πλέον νόμιμα ανεγέρθηκαν οι πιο πάνω αναφερόμενες αναπτύξεις, αφού οι ελληνοκύπριοι ιδιοκτήτες πήραν γη στην «Ελληνική Κύπρο». Αν γνώριζε ότι ήταν παράνομο δεν θα προχωρούσε με ανάρτηση του διαφημιστικού υλικού στο facebook. Σε έρευνα του κινητού της τηλεφώνου ανευρέθηκαν φωτογραφίες από γραφειακό χώρο, με διάφορα πρόσωπα να κάθονται γύρω από ένα τραπέζι και στο βάθος να εμφανίζεται πίνακας προβολής (projector) στον οποίο προβάλλονταν αναπτύξεις της εταιρείας Cyprus Properties. Ανάμεσα στα πρόσωπα που κάθονταν στο τραπέζι ήταν και η Κατηγορούμενη 1».
Η αιτιολογία του δεύτερου λόγου έφεσης είναι και αυτή βασικά όμοια στις δύο εφέσεις, με εξαίρεση κάποια επιμέρους σημεία τα οποία δεν διαφοροποιούν την ουσία. Ουσιαστικά και οι δύο Εφεσείουσες προβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε αναιτιολόγητα στο ότι υπήρχε πιθανότητα καταδίκης ενώ το μαρτυρικό υλικό δεν τις συνέδεε στον βαθμό που απαιτείται για σκοπούς κράτησης. Ειδικότερα υποστηρίζουν, η μεν Κατηγορούμενη 1 ότι η μαρτυρία δεν τη συνέδεε «με τη γνώση της σύνδεσης των συγκεκριμένων ακινήτων με Ελληνοκυπριακές περιουσίες», η δε Κατηγορούμενη 2 ότι η μαρτυρία δεν τη συνέδεε «στο κατά πόσο γνώριζε για το καθεστώς ιδιοκτησίας των συγκεκριμένων ακινήτων και το εάν αφορούσαν Ελληνοκυπριακές περιουσίες». Σε σχέση με το ίδιο σημείο (της γνώσης) συνεχίζουν προβάλλοντας, η μεν Κατηγορούμενη 1 ότι ενώ υπάρχουν καταθέσεις των αρχικών ιδιοκτητών πως εντός των περιουσιών τους υπήρξαν αναπτύξεις, εντούτοις δεν παρουσιάστηκαν καταθέσεις που να δείχνουν τη γνώση της ίδιας κατά την ώρα της διαφήμισης για το γεγονός αυτό, η δε Κατηγορούμενη 2 ότι δεν υπάρχει καμμιά κατάθεση είτε από ιδιοκτήτη είτε από αγοραστή που να συνδέει την ίδια με τις κατηγορίες.
Σε σχέση με την απαιτούμενη αυτή γνώση, επισημαίνουμε ότι τα όσα περιέχονται στις λεπτομέρειες των σοβαρότερων κατηγοριών, ήτοι αυτών που αφορούν δόλιες συναλλαγές, είναι απλή αναπαραγωγή του σχετικού Άρθρου 303Α(3) του Π.Κ., το οποίο προνοεί πως για τους σκοπούς του εν λόγω άρθρου, πρόσωπο ενεργεί με σκοπό την καταδολίευση εάν προβαίνει σε κάποια από τις αξιόποινες εκεί πράξεις «ενώ γνωρίζει ή, υπό τις περιστάσεις, έπρεπε εύλογα να γνωρίζει, ότι δεν έχει τη συγκατάθεση του εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη της ακίνητης περιουσίας». Περαιτέρω, ενδεχομένως, κατά την τελική κρίση της υπόθεσης, να έχει τη σημασία της και η πρόβλεψη στο εδ. (6) του ιδίου άρθρου, ότι η υπεράσπιση της «καλή τη πίστει αξίωσης δικαιώματος» (Π.Κ. 8) δεν εφαρμόζεται σε διώξεις για δόλιες συναλλαγές του Π.Κ. 303Α.
Εξαιτίας του ότι οι ίδιες εισηγήσεις (περί έλλειψης γνώσης) είχαν έντονα υποβληθεί και πρωτοδίκως, δεν προκαλεί καμμιά εντύπωση η ορθή υπόμνηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι, σύμφωνα με την υπόθεση Χριστοδουλίδης v. Αστυνομίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 49, η ύπαρξη της απαραίτητης γνώσης συνήθως δεν είναι δεκτική άμεσης απόδειξης αλλά δυνατόν να συμπεραίνεται και κατά κανόνα αναδύεται μέσα από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.
Η ουσία βέβαια ήταν η αμέσως επόμενη πρωτόδικη επισήμανση, ήτοι ότι το έργο του Δικαστηρίου σε ένα τέτοιο στάδιο δεν είναι να καταλήξει σε εύρημα περί ύπαρξης γνώσης αλλά αρκεί να καταδειχθεί ότι η ισχύς του μαρτυρικού υλικού είναι τέτοια που ενδέχεται να οδηγήσει κατά την ακρόαση σε διαπίστωση ότι υπήρχε το απαιτούμενο στοιχείο γνώσης κατά την εξεταζόμενη συμπεριφορά. Δηλαδή είτε ότι γνώριζαν είτε ότι υπό τις περιστάσεις έπρεπε ευλόγως να γνωρίζουν πως δεν είχαν τη συγκατάθεση των ιδιοκτητών. Αυτή ακριβώς είναι η ουσία της πάγιας νομολογημένης αρχής ότι το Δικαστήριο σε αυτό το στάδιο εξετάζει το μαρτυρικό υλικό στην όψη του, με μόνο σκοπό να ελέγξει το ενδεχόμενο καταδίκης, χωρίς δηλαδή να εξετάζει θέματα αποδεκτότητας μαρτυρίας ή αξιοπιστίας μαρτύρων ή πιθανές υπερασπίσεις και χωρίς συμπεράσματα ή οριστικές απαντήσεις σε ερωτήματα (Μαλά v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135, Γιωργαλλίδης ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 526).
Υπό αυτές τις ρητές επιφυλάξεις, εξηγήσεις και υποδείξεις, οι οποίες σαφώς υπήρξαν στην πρωτόδικη απόφαση, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε μαρτυρία, διαπίστωσε γεγονότα, εξήγαγε συμπεράσματα ή ερμήνευσε δηλώσεις, όπως κατά κόρον τού αποδίδεται από τις Εφεσείουσες στα πλαίσια του δεύτερου λόγου έφεσης. Είναι γεγονός ότι ενδεχομένως να παρεισέφρησαν κάποιες ατυχείς εκφράσεις (π.χ. «αντικειμενικά να λεχθεί», «τέτοια στοιχεία προκύπτουν»), πλην όμως σε καμμιά περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατέληξε σε οποιαδήποτε ευρήματα ή οριστικά συμπεράσματα επί του μαρτυρικού υλικού. Όπως είχαμε αναφέρει στην Τζιοβάννη κ.ά. v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 252/23 κ.ά., ημερ. 18.1.24, «.είναι ορθότερο και επιθυμητό να γίνεται μια συνοπτική αναφορά σε κάποια βασικά στοιχεία μαρτυρίας που υπάρχουν και θέτουν το υπόβαθρο της πιθανολόγησης». Κρίνουμε πως τα όσα κατέγραψε ο πρωτόδικος Δικαστής ήταν εντός αυτού του πλαισίου και συνιστούν μια συνοπτική σταχυολόγηση τέτοιων βασικών στοιχείων από το ογκώδες μαρτυρικό υλικό.
Εν ολίγοις, αυτό το οποίο ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ότι και σε σχέση με τη γνώση υπήρχαν περιστάσεις και στοιχεία μαρτυρίας στη βάση των οποίων πιθανολογείτο η καταδίκη. Τα στοιχεία αυτά ήταν: (i) Το ότι διαμένουν στις ελεύθερες περιοχές, η μεν Κατηγορούμενη 1 για 16 έτη, η δε Κατηγορούμενη 2 για 15 έτη, σε συνδυασμό με το πασίδηλο γεγονός της ύπαρξης του Κυπριακού προβλήματος λόγω της Εισβολής του 1974, μέρος του οποίου είναι τόσο η παράνομη στέρηση περιουσιών όσο και η παράνομη εκμετάλλευσή τους υπό τη στήριξη στρατιωτικών δυνάμεων της Τουρκίας και (ii) Οι δηλώσεις των ιδίων των Εφεσειουσών για πληροφόρηση της οποίας έτυχαν και οι δύο από τρίτους ότι η γη παλαιότερα ανήκε σε Έλληνες της Κύπρου και ότι είχε ανταλλαγεί, ήτοι η μεν Κατηγορούμενη 1 από τον ιδιοκτήτη της Cyprus Constructions, η δε Κατηγορούμενη 2 από άλλο φιλικό της πρόσωπο.
Η προαναφερθείσα διακριτή εισήγηση του συνηγόρου της Κατηγορούμενης 1 πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπ' όψιν τους δικούς του ισχυρισμούς περί του ότι ήταν αδύνατο στην πελάτιδα του, με τις γνώσεις και τα μέσα που είχε, να εντοπίσει κατά πόσον οι επίδικες περιουσίες ανήκαν προ του 1974 σε Έλληνες της Κύπρου εκφεύγει των σχετικών νομολογιακών αρχών. Αυτό επειδή με μια τέτοια εισήγηση ζητείται από το Δικαστήριο να πράξει ακριβώς εκείνο το οποίο είναι ανεπίτρεπτο και δη να αξιολογήσει και καταλήξει στο οριστικό συμπέρασμα ότι ήταν αδύνατο να γνωρίζει η Κατηγορούμενη 1. Το έργο του Δικαστηρίου ήταν να ελέγξει στην όψη του πράγματος εάν υπήρχε πιθανότητα καταδίκης και, έχοντας απαντήσει καταφατικά σε αυτό, ήταν αυτονόητη και η απάντηση στην πιο πάνω εισήγηση του κ. Μαππουρίδη.
Στη βάση των πιο πάνω συμφωνούμε με την πρωτόδικη κατάληξη ότι με την υφιστάμενη μαρτυρία πιθανολογείται η καταδίκη. Ο δεύτερος λόγος έφεσης υπόκειται σε απόρριψη.
Πρώτος Λόγος Έφεσης (Υποκειμενικά Στοιχεία)
Σε σχέση με την Κατηγορούμενη 1 το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι είναι 61 ετών, κατάγεται από την Ουγγαρία και τα τελευταία 16 χρόνια διαμένει μόνιμα στη Δημοκρατία, στο χωριό Πύλα. Είναι παντρεμένη, έχει δύο κόρες και τρία εγγόνια. Ασκεί το επάγγελμα της αισθητικού από το 2009 μέχρι σήμερα. Μια από τις κόρες της διαμένει μόνιμα στην Κύπρο και είναι παντρεμένη με δύο παιδιά. Η άλλη της κόρη διαμένει στην Ουγγαρία. Αναφορικά με την Κατηγορούμενη 2 κατέγραψε ότι είναι ηλικίας 53 ετών, κατάγεται επίσης από την Ουγγαρία και τα τελευταία 15 χρόνια διαμένει μόνιμα στη Δημοκρατία, στο χωριό Ορόκλινη. Συζεί με τον σύντροφό της ο οποίος είναι Άγγλος. Έχει ένα γιο 26 ετών, ο οποίος επίσης διαμένει μόνιμα στην Κύπρο. Το διαμέρισμα στο οποίο διαμένουν είναι ιδιοκτησίας του συμβίου της. Ασκεί το επάγγελμα της κομμώτριας.
Κατά το στάδιο των αγορεύσεων ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου συνιστούσε κοινό υπόβαθρο ότι και οι δύο Κατηγορούμενες έχουν δεσμούς με τη Δημοκρατία, πράγμα το οποίο και ορθώς σημείωσε στην απόφασή του. Παρομοίως όμως, ορθώς σημείωσε και το ότι δεσμούς διατηρούν και με τη χώρα καταγωγής τους, υποδεικνύοντας ότι εξάλλου και οι δύο είχαν συλληφθεί στο αεροδρόμιο κατά την επιστροφή τους από την Ουγγαρία. Ας σημειωθεί πως το γεγονός των επισκέψεων τους στην Ουγγαρία δεν αμφισβητείται στα πλαίσια των αγορεύσεων ενώπιόν μας ενώ ειδικά για την Κατηγορούμενη 1 εξηγείται ότι σε κάποιες περιπτώσεις επισκέπτεται την Ουγγαρία για να δει τη δεύτερη της κόρη, η οποία διαμένει εκεί.
Εν πρώτοις θα πρέπει να πούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθώς, παραθέτοντας προς τούτο σύνοψη των σχετικών αρχών από την υπόθεση Στυλιανού v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 78/2024, ημερ. 8.4.24. Στην παρούσα, το μεγαλύτερο μέρος της αιτιολογίας του πρώτου λόγου έφεσης αφορά την εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε άλλους εναλλακτικούς τρόπους διασφάλισης της παρουσίας τους στη δίκη. Το παράπονο αυτό δεν ευσταθεί. Όλες οι σχετικές εισηγήσεις είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ασφαλώς αυτές ήταν υπ' όψιν του κατά τη δικαστική διεργασία λήψης της απόφασής του, η οποία ως θέμα λογικής συνέπειας είχε ως αντικείμενο την κρίση για κράτηση ή απόλυση υπό όρους. Όπως είχε λεχθεί στην υπόθεση Νικήτα κ.ά. v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 54 οι λόγοι για τους οποίους διατάχθηκε η κράτηση, η οποία σχετίζεται με την απονομή της δικαιοσύνης, ουσιαστικά συνιστούν και την αιτιολογία της μη απόλυσης επί εγγυήσει ή υπό άλλους όρους. Σε σχέση με τους διάφορους όρους για τους οποίους έχουν υποβληθεί εισηγήσεις, πρέπει να πούμε ότι η οικονομική δυνατότητα ενός ατόμου για παροχή εγγυήσεων δεν επενεργεί απαρέγκλιτα ως ασπίδα για την υπερφαλάγγιση της σοβαρότητας των αδικημάτων τα οποία αντιμετωπίζει, ούτως ώστε να αποδυναμώνεται ο κίνδυνος φυγοδικίας (Memic κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 81/2019 κ.ά, ημερ. 16.7.19, Diab v. Γενικός Εισαγγελέας, Ποιν. Έφ. Ε151/19, ημερ. 13.8.19).
Άλλη εισήγηση αναφέρεται στο ότι η πρωτόδικη κρίση ήταν εσφαλμένη δεδομένου ότι ευρίσκεται σε ισχύ ο Νόμος για την έκδοση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής στην περίπτωση που οι Εφεσείουσες κατέφευγαν στην Ουγγαρία. Θα πρέπει και εδώ να διευκρινίσουμε ότι δεν έχει οποτεδήποτε καθιερωθεί τέτοιος κανόνας ή αρχή, ήτοι ότι όταν υπάρχει δυνατότητα μελλοντικής έκδοσης εντάλματος σύλληψης δεν διατάσσεται κράτηση, ακόμα δηλαδή και αν πληρούνται οι πάγιες νομολογιακές προϋποθέσεις. Άλλωστε εάν υπήρχε τέτοιος κανόνας ή αρχή, θα έπρεπε πρωτίστως να τυγχάνει εφαρμογής καθημερινά από τα Δικαστήρια και να μην έχουν την εξουσία να διατάσσουν ποτέ κράτηση, δεδομένου ότι έχουν την εξουσία έκδοσης ενταλμάτων σύλληψης σε όλες τις περιπτώσεις απουσίας κατηγορούμενου, στα πλαίσια του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί η δυνατότητα έκδοσης εντάλματος σύλληψης να προβάλλεται βάσιμα ως αφ' εαυτής λόγος ακύρωσης της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία διετάχθη η κράτηση.
Περαιτέρω οι Εφεσείουσες, με αναφορά στη Θεοδωρίδης κ.ά. v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 139 αφήνουν να νοηθεί ότι υπήρξε δυσμενής διάκριση στο πρόσωπό τους εξ αφορμής του ότι δεν κατάγονται από την Κύπρο. Δεν εντοπίζουμε να έχει λεχθεί οτιδήποτε σχετικό από το Δικαστήριο και πολύ περισσότερο να υπήρξε τέτοια διάκριση. Αντιθέτως διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε τις Εφεσείουσες ως πρόσωπα τα οποία «έχουν δεσμούς με τη Δημοκρατία», προσθέτοντας το αυτονόητο, ότι δεν παραγνωρίζεται πως «δεσμούς διατηρούν και με την Ουγγαρία, που είναι η χώρα καταγωγής τους».
Αισθανόμαστε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε την περίπτωση ισότιμα, όπως θα έπραττε και σε κάθε άλλη περίπτωση ημεδαπού ο οποίος ετύγχαινε να διατηρεί δεσμούς και με άλλη χώρα. Έδωσε την πρέπουσα σημασία στο γεγονός ότι διαμένουν οικογενειακώς και εργάζονται στην Κύπρο από 15ετίας. Δεν πρέπει δε να λησμονείται πως ακόμα και στις περιπτώσεις ημεδαπού ο οποίος διαμένει στην Κύπρο, έχοντας εδώ το κέντρο των οικονομικών και οικογενειακών του δραστηριοτήτων, το γεγονός αυτό λαμβάνεται μεν υπ' όψιν αλλά δεν σημαίνει πως αφήνεται άνευ ετέρου ελεύθερος (Βύρωνος v. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 454), δηλαδή ακόμα και εάν δεν διατηρεί δεσμούς με άλλη χώρα. Δεν εντοπίζουμε κανένα στοιχείο το οποίο να τείνει έστω να δείξει διάκριση λόγω καταγωγής.
Παράλληλα, αισθανόμαστε πως ήταν πολύ φειδωλό και προσεκτικό το Δικαστήριο στην εκτίμηση της σύνδεσης των Εφεσειουσών με τα Κατεχόμενα εδάφη της Δημοκρατίας. Τη χαρακτήρισε ως «μικρού βαθμού» ενώ το υλικό που είχε ενώπιόν του αναφερόταν όχι μόνο στη διαφημιστική προώθηση πωλήσεων ακινήτων στα Κατεχόμενα διαμέσου των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης και του διαδικτύου αλλά και στη διά ζώσης συνεργασία με νομικά ή φυσικά πρόσωπα που εδρεύουν εκεί, σε συναντήσεις στα Κατεχόμενα και σε υπογραφή συμβάσεων στις οποίες ορίζονται ως αρμόδια για την επίλυση τυχόν διαφορών τα φερόμενα ως «δικαστήρια» των Κατεχομένων (Φάκελος 2, Κυανούν 92, Φάκελος 3, Κυανούν 103). Γενικά από το όλο πλέγμα των πιο πάνω φερόμενων σχέσεων και διασυνδέσεων αναδύετο ουσιώδους βαθμού σύνδεση και οικειότητα, η οποία καθιστούσε την καταφυγή στα Κατεχόμενα ως μια υπαρκτή και ελκυστική επιλογή προς αποφυγή της δικαστικής διαδικασίας στα νόμιμα Δικαστήρια της Δημοκρατίας.
Υπό τις περιστάσεις αυτές δεν συμφωνούμε ότι έσφαλε σε οποιοδήποτε σημείο ο πρωτόδικος Δικαστής. Έλαβε υπ' όψιν του όλες τις προσωπικές περιστάσεις, τις συνεκτίμησε με τη σοβαρότητα της υπόθεσης και έκρινε, ορθώς κατά τη γνώμη μας, ότι αυτές δεν ήταν ικανές να εξουδετερώσουν τον κίνδυνο φυγοδικίας, ο οποίος είναι υπαρκτός.
Στη βάση όλων των πιο πάνω οι εφέσεις απορρίπτονται.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.