ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ.: 203/2022)

 

10 Δεκεμβρίου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΝΤΟΥΡΗΣ

Εφεσείων

 

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Γ. Πολυχρόνης για Γιάννης Πολυχρόνης Δ.Ε.Π.Ε. και Λ. Νεοφύτου για Τ. Τιμοθέου & Λ. Νεοφύτου, για τον Εφεσείοντα

Χ. Καραολίδου (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Με έξι λόγους έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει αφενός την καταδίκη του από το Κακουργοδικείο Λεμεσού στις 26.7.22 στα αδικήματα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, της παράνομης κατοχής 981,4γρ. φυτού κάνναβης από το οποίο δεν έχει εξαχθεί η ρητίνη και της κατοχής του εν λόγω ναρκωτικού επί σκοπώ προμήθειας σε άλλο πρόσωπο και αφετέρου τις συντρέχουσες ποινές που τού έχουν επιβληθεί, με ψηλότερη αυτή των επτά ετών στο σοβαρότερο αδίκημα (κατηγορίες 1, 2 και 3).

 

        Οι κατηγορίες αναφέρονταν στο ότι σε άγνωστο χρόνο προ της 12ης Ιανουαρίου του 2021 ο Εφεσείων με τον Μ.Ι. και τον Γ.Π. είχαν συνωμοτήσει και κατείχαν στη Λεμεσό χωρίς άδεια τα εν λόγω ναρκωτικά επί σκοπώ προμήθειας σε άλλον. Η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε εννέα μάρτυρες προς απόδειξη της υπόθεσής της ενώ ο Εφεσείων προέβη σε ανωμοτί δήλωση και κάλεσε ως μοναδικό μάρτυρα τον Επόπτη του Γραφείου Παραλαβών και Απολύσεων των Κεντρικών Φυλακών (Μ.Υ.1).

 

        Ο ουσιώδης μάρτυρας στην υπόθεση ήταν ο ένας εκ των αναφερόμενων συνωμοτών, ήτοι ο Μ.Ι, ο οποίος κατέθεσε ως Μ.Κ.7. Συνιστούσε δε παραδεκτό γεγονός ότι αυτός, προ της ένορκης μαρτυρίας του είχε κατηγορηθεί σε ξεχωριστή υπόθεση (υπ' αρ. 1004/21) για τα ίδια ακριβώς αδικήματα και κατόπιν παραδοχής τιμωρήθηκε στις 5.4.21 από Κακουργοδικείο με διάφορες ποινές, με ψηλότερη τη φυλάκιση 3,5 ετών. Ως εκ τούτου στην κρινόμενη εδώ υπόθεση έτυχε χειρισμού ως συνεργός. Το Κακουργοδικείο, υπενθυμίζοντας ότι η προσέγγιση της μαρτυρίας συνεργών δέον όπως γίνεται με ύψιστη επιφύλαξη, περίσκεψη και προσοχή, αξιολόγησε τη μαρτυρία του, την οποία και απεδέχθη, αυτοπροειδοποιούμενο ξανά για τους ελλοχεύοντες κινδύνους εξαιτίας της στήριξης στη μαρτυρία του, για την οποία δεν είχε εντοπίσει ενίσχυση.

 

        Σε αδρές γραμμές η μαρτυρία του Μ.Κ.7 ήταν ότι είχε γνωρίσει τον Εφεσείοντα περί τα τέλη Νοεμβρίου του 2020, ότι μετά είχαν πέντε-έξι  συναντήσεις οπότε γνωρίστηκαν καλύτερα, ότι 10 ημέρες πριν τη σύλληψή του σε τηλεφωνική τους επικοινωνία και σε σχετική ερώτηση είχε πει στον Εφεσείοντα ότι ήταν άνεργος, ρωτώντας ταυτόχρονα αν υπήρχε κάποια δουλειά για τον ίδιο λόγω οικονομικής ανάγκης. Περαιτέρω ότι στις 11.1.21 ο Εφεσείων τού τηλεφώνησε και σε ακολουθήσασα συνάντησή τους τού είπε ότι θα είχε μια δουλειά για τον ίδιο την επόμενη, ήτοι να διακινήσει κάνναβη έναντι αμοιβής €200, την οποία θα έπρεπε να παραλάβει από άλλον από σημείο κάτω από τη γέφυρα του Καντού. Ο Μ.Κ.7 απεδέχθη, ενήργησε βάσει των οδηγιών του Εφεσείοντος πλην όμως κατά την παραλαβή των ναρκωτικών στις 12.1.21 ανεκόπησαν από την Αστυνομία και συνελήφθησαν τόσον ο ίδιος όσον και ο οδηγός του άλλου οχήματος που είχε παραδώσει τα ναρκωτικά, ήτοι ο αναφερόμενος στο κατηγορητήριο Γ.Π. ο οποίος υπήρξε και συγκατηγορούμενος του Μ.Κ.7 (στην υπόθεση 1004/21).

 

        Στη βάση της μαρτυρίας του Μ.Υ.1 είχε διαπιστωθεί ότι στις 20.4.22, αμέσως δηλαδή μετά τη μαρτυρία του Μ.Κ.7 στο Δικαστήριο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέστειλε την εκτέλεση του υπολοίπου της ποινής του Μ.Κ.7, πράγμα το οποίο οδήγησε στην αποφυλάκισή του την επόμενη μέρα, ήτοι στις 21.4.22, περίπου 18 μήνες προτού λήξει η ποινή την οποία εξέτιε. Εξ αφορμής αυτού του γεγονότος υπεβλήθησαν πρωτοδίκως διάφορες εισηγήσεις, οι οποίες σχετίζοντο με την προηγηθείσα ένταξη του Μ.Κ.7 στο Πρόγραμμα Προστασίας Μαρτύρων και με το ότι η μαρτυρία του έπρεπε να απορριφθεί καθότι προερχόταν από συνεργό με ίδιον συμφέρον, ότι αποτελούσε προϊόν ανταλλαγμάτων και ότι εμπεριείχε κίνητρα εκδίκησης εναντίον του Εφεσείοντος. Το Κακουργοδικείο αναφέρθηκε αναλυτικά σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του ΕΔΑΔ και εντοπίζοντας ομοιότητες με την υπόθεση Γεωργίου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 38/2019, ημερ. 20.1.22, απέρριψε τις υποβληθείσες εκ μέρους της Υπεράσπισης εισηγήσεις.

 

        Με τους λόγους έφεσής του ο Εφεσείων προβάλλει κατά σειρά: (1) Ότι είναι εσφαλμένη η αξιολόγηση του Μ.Κ.7 ως αξιόπιστου και η καταδίκη χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, (2) Ότι ο Εφεσείων δεν είχε δίκαιη δίκη επειδή η καταδίκη στηρίχθηκε αποκλειστικά στη μαρτυρία του Μ.Κ.7, η οποία ήταν προϊόν ανταλλάγματος ή και ασυλίας ή και διαποτισμένη με κίνητρα εκδίκησης, το δε Κακουργοδικείο ερμήνευσε εσφαλμένα την νομολογία του ΕΔΑΔ για τέτοιου είδους υποθέσεις, (3) Ότι λόγω παράλειψης εξέτασης και δικανικής ανάλυσης του κινητού τηλεφώνου του Μ.Κ.7 δεν προσκομίστηκαν στο Δικαστήριο το περιεχόμενο και τα δεδομένα του, παραβιάζοντας το δικαίωμα δίκαιης δίκης, (4) Ότι το Κακουργοδικείο προέβη σε εικασίες ή και σε αυθαίρετα συμπεράσματα ή και κατέληξε σε ευρήματα τα οποία δεν συνάδουν με τα συμπεράσματά του, (5) Ότι κατά παράβαση του τεκμηρίου αθωότητας αντεστράφη το βάρος απόδειξης και υπήρξε σφάλμα ως προς τον βαθμό και το επίπεδο απόδειξης που είχε ο Εφεσείων, (6) Ότι όσον αφορά την ποινή υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης παραβατών και ή υπήρξε δυσμενής διάκριση και ή ελήφθησαν υπ' όψιν γεγονότα μη ανταποκρινόμενα στην πραγματικότητα.

 

Πρώτος και Δεύτερος Λόγος Έφεσης (Δίκαιη Δίκη - Συνεργός)

 

        Καθίσταται αντιληπτό ότι είναι λόγω της σημασίας του δεύτερου λόγου που ο Εφεσείων επέλεξε να τον αναπτύξει πρώτο στο διάγραμμα αγόρευσής του. Σειρά την οποία και ακολουθούμε, μη παραγνωρίζοντας όμως και την άμεση αλληλεπικάλυψη αυτού του λόγου με θέματα που αναπτύσσονται στον πρώτο λόγο έφεσης, ως ορθώς έχει υποδείξει η Δημοκρατία και ως θα διαφανεί κατωτέρω.

 

        Η πεμπτουσία του δεύτερου λόγου έφεσης έγκειται στην εισήγηση ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.7 δεν θα έπρεπε να γίνει αποδεκτή διότι έτσι παραβιάζεται το δικαίωμα δίκαιης δίκης, ως κατοχυρώνεται από το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Αυτό επειδή είναι η μοναδική προσκομισθείσα μαρτυρία ενώ «τα ανταλλάγματα που έλαβε δεν έχουν περάσει από κανένα δικαστικό έλεγχο, έλεγχος που δεν προβλέπεται στο νομικό μας σύστημα». Πράγμα που δημιουργεί περαιτέρω προβλήματα στην υπόθεση αφού, ως η εισήγηση, «...για το συγκεκριμένο μάρτυρα θα έπρεπε να εφαρμοστεί η γνωστή αρχή "Testis Unus, Testis Nullus"».

 

        Σε σχέση με τον προαναφερθέντα παλαιό κανόνα του Ρωμαϊκού και Βυζαντινού Δικαίου unus testis nullus testis («εις μάρτυς, ουδείς μάρτυς»), και τα κρατούντα στον χώρο του κοινοδικαίου, καθοδηγητικά είναι τα αναφερόμενα στο σύγγραμμα «Απόδειξη», Γ. Π. Κακογιάννη, 1983, σ. 278επ. και στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης», Τ. Ηλιάδης & Ν. Γ. Σάντης, 2014, σ. 496επ. Η ουσία αυτών είναι ότι στο κοινοδίκαιο, εκτός κάποιων ρητών εξαιρέσεων, ο γενικός κανόνας είναι πως η μαρτυρία ενός ικανού μάρτυρα είναι αρκετή για να στηρίξει τη δικαστική ετυμηγορία τόσο σε αστική όσο και σε ποινική διαδικασία (D.P.P. v. Killbourne (1973) 1 All E.R. 440, Charalambous v. Demetriou (1961) C.L.R. 14). Βασικά δεν υφίσταται οποιοσδήποτε κανόνας ο οποίος να απαιτεί πολυαριθμία μαρτύρων. Σημειώνουμε, πως ούτε καν αυτή τούτη η ενισχυτική μαρτυρία δεν είναι απαραίτητο να προέρχεται από μαρτυρία δεύτερου προσώπου αφού δυνατόν να είναι μια παραδοχή, ένα έγγραφο ή και περιστατική μαρτυρία [«Απόδειξη», (ανωτέρω), σ. 275, Zacharia v. Republic (1962) C.L.R. 52]. Παρέλκει βεβαίως η επισήμανση του αυτονόητου, ότι εάν τυχόν ίσχυε ο αντίθετος αυτός γενικός κανόνας unus testis nullus testis, τότε πλείστες όσες υποθέσεις, συμπεριλαμβανομένων και καταδικών οι οποίες υπεβλήθησαν στον έλεγχο του ΕΔΑΔ, θα είχαν άνευ άλλου τινός, οδηγηθεί σε αθώωση εκ μόνου του λόγου τούτου, εξέλιξη που δεν έχει παρατηρηθεί οποτεδήποτε. 

 

        Πέραν λοιπόν των, ολίγων πλέον, νομοθετικών εξαιρέσεων, όπως για τα αδικήματα της ψευδορκίας και μαστροπείας (Π.Κ. 112, 157) ή για την αξίωση επί κληρονομιάς (Άρθρο 7, Κεφ. 9), το κοινοδίκαιο δημιούργησε προϊόντος του χρόνου και κάποιες νομολογιακές εξαιρέσεις, όπως είναι και η επίμαχη, για τις περιπτώσεις συνεργών στη διάπραξη αδικήματος (ή εχόντων ίδιον συμφέρον ή αλλότρια κίνητρα). Δεν είναι καθόλου ασύνηθες ότι η μαρτυρία συνεργών χρησιμοποιείται για τη δίωξη άλλων συμμετόχων σε κάποιο έγκλημα. Όπως δε χαρακτηριστικά αναφέρεται στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης», (ανωτέρω), σ. 530, αρκετές φορές οι συγκατηγορούμενοι αυτοί καταθέτουν κατά των συνεργών τους με αντάλλαγμα την αναστολή της εναντίον τους δίωξης, την αντικατάσταση των κατηγοριών που αντιμετωπίζουν με υποδεέστερης σοβαρότητας κατηγορίες ή ακόμα και τη μη δίωξη τους για το έγκλημα το οποίο διέπραξαν ή στο οποίο συμμετείχαν. Η πραγματικότητα αυτή δεν έμεινε απαρατήρητη και είχε τις συνέπειες της στον χώρο του κοινοδικαίου.

 

        Αυτό που έχει σημασία και αναφέρεται στο ίδιο πιο πάνω σύγγραμμα (σ. 530) είναι πως: «[Τ]ο κοινοδίκαιο διείδε τον προφανή κίνδυνο από την τάση των μαρτύρων αυτών να εκμηδενίζουν τη συμμετοχή τους στο έγκλημα επιρρίπτοντας την αντίστοιχη ευθύνη στους άλλους συνεργούς/συγκατηγορούμενους (Saad και Άλλος v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 106 και όπως περαιτέρω προστίθεται: «[Έ]τσι, εμπεδώθηκε ότι θα ήταν επικίνδυνο για το Δικαστήριο να βασίζεται στη μαρτυρία συνεργών χωρίς αυτοπροειδοποίηση περί του κινδύνου καταδίκης στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας (Καύκαρος και Άλλος v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 51. Ως προς τους λόγους δημιουργίας της εξαίρεσης έχει τη σημασία του και το ότι η εξαίρεση αυτή αναμφίβολα οφείλει την ύπαρξή της στο ότι, κατά την εποχή που πρωτοδημιουργήθηκε, ο κατηγορούμενος δεν είχε τη δυνατότητα να καταθέσει ως μάρτυρας προς υποστήριξη του εαυτού του και συνεπώς ήταν ιδιαίτερα εκτεθειμένος στην προβολή ανυπόστατων ισχυρισμών από συνενόχους στο ίδιο αδίκημα [«Απόδειξη», (ανωτέρω), σ. 273].

 

        Στη βάση λοιπόν των εφαρμοζόμενων στο κοινοδίκαιο σχετικών νομολογιακών αρχών, η μαρτυρία ενός συνεργού δύναται να γίνει δεκτή αλλά τούτο μόνον εάν, πριν την τελική κρίση της αξιοπιστίας του, το δικαστήριο προειδοποιήσει τον εαυτό του δεόντως για τους κινδύνους αποδοχής τέτοιας μαρτυρίας και δη για το ότι ένας συνεργός είναι σπιλωμένος μάρτυρας του οποίου η μαρτυρία δυνατόν να επηρεάζεται από τη σχέση του με το κρινόμενο έγκλημα και ότι επομένως είναι επικίνδυνο να βασιστεί στη μαρτυρία του χωρίς ενίσχυση (βλ. Δημητρίου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 173/22, ημερ. 13.6.24). Εννοείται βέβαια πως ένας μάρτυρας εμφανώς αναξιόπιστος δεν δύναται ούτως ή άλλως να τύχει ενίσχυσης [Zacharia v. Republic, (ανωτέρω), Ρόπας κ.ά. v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628].

 

        Ουσιαστικά το εκδικάζον Δικαστήριο κρίνει την αξιοπιστία του συνεργού με βάση τα ίδια κριτήρια που ισχύουν και για άλλους μη συνεργούς μάρτυρες και εάν είναι αναξιόπιστος το θέμα τελειώνει εκεί, πριν καν τεθεί θέμα ενίσχυσης. Εάν ο συνεργός κρίνεται κατά τα άλλα, ήτοι κατά βάσιν και κατ' αρχήν ως αξιόπιστος, τότε το Δικαστήριο πριν την τελική του κρίση, δηλαδή προτού εκδηλώσει την τυχόν ετοιμότητά του να βασιστεί στη μαρτυρία του συνεργού, οφείλει να αυτοπροειδοποιηθεί για τους κινδύνους αποδοχής της μαρτυρίας του και να εξετάσει εάν υπάρχει ενίσχυση [Ρόπας κ.ά., (ανωτέρω)].

 

        Είναι η θέση του Εφεσείοντος ότι παραδοσιακά το ΕΔΑΔ ήταν απρόθυμο να επέμβει σε θέματα αξιολόγησης ή αξιοπιστίας, αφήνοντας αυτά στη διακριτική ευχέρεια των Εθνικών Δικαστηρίων αλλά αυτό άλλαξε με την υπόθεση Adamco v. Slovakia, Appl. no. 45084/14, ημερ. 12.11.19, στην οποία, βάσει της ενώπιόν μας εισήγησης, είναι  «...η πρώτη φορά που το ΕΔΑΔ εξετάζει το θέμα της αποδεκτότητας ως αξιόπιστης, της μαρτυρίας ενός TESTIS UNUS χρησιμοποιώντας το δόγμα του δικαίου της ολότητας διαδικασίας («the overall fairness of the proceedings»)». Εισηγείται ότι, κατά συνέπειαν, τώρα το Εφετείο οφείλει να επιβάλει τη νομική ευταξία με το να συγκεράσει τις αρχές που θέτει το ΕΔΑΔ και το ημεδαπό δίκαιο απόδειξης, κάτι που αδιαμφισβήτητα θα οδηγήσει στην απόρριψη της μαρτυρίας του Μ.Κ.7 και στην αθώωση του Εφεσείοντος.

 

        Όπως έχει λεχθεί στην Παπαδοπούλου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 202/20, ημερ. 20.9.22, «[Η] Adamco δεν έχει εισαγάγει κάποια αρχή αποδεικτικού δικαίου, αλλά ούτε και διαφορετική θεώρηση στον τρόπο προσέγγισης της μαρτυρίας. Υπενθυμίζει και υποδεικνύει το αυτονόητο, που ήταν πάντοτε υπόψη κάθε ποινικού Δικαστηρίου». Δεν θα συμφωνήσουμε με την εισήγηση ότι με την Adamco, (ανωτέρω), το ΕΔΑΔ διαφοροποίησε καθ' οιονδήποτε τρόπο την υφιστάμενη νομολογία του, δυνάμει της οποίας σταθερά δηλώνει ότι ούτε το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ καθορίζει οποιουσδήποτε κανόνες περί της δεκτότητας μαρτυρίας ούτε και είναι δικό του έργο να διακριβώσει κατά πόσον συγκεκριμένα είδη μαρτυρίας, την οποία δέχονται τα Εθνικά Δικαστήρια, είναι αποδεκτή, αφού το ζήτημα της δεκτότητας μαρτυρίας είναι πρωτίστως ζήτημα ρυθμιζόμενο από το εκάστοτε Εθνικό Δίκαιο. Μάλιστα και στην Adamco, (ανωτέρω), με παραπομπή στην παλαιότερη αυτή σταθερή νομολογία του, το ΕΔΑΔ επανέλαβε τα πιο πάνω (§56, Habran and Dalem v. Belgium, Appl. no. 43000/11 κ.ά., ημερ. 17.1.17, §§94-96).

 

        Στη μεταγενέστερη υπόθεση Xenofontos and others v. Cyprus, Appl. no. 68725/16 κ.ά., ημερ. 25.10.22 τονίστηκε ξανά ότι ούτε για τον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας θέτει οποιουσδήποτε κανόνες το Άρθρο 6 §1 και ότι το ΕΔΑΔ επεμβαίνει σε ένα τέτοιο θέμα μόνο στην περίπτωση κατά την οποία κάποιο Εθνικό Δικαστήριο αξιολογήσει τη μαρτυρία αυθαίρετα ή εμφανώς παράλογα (Bochan v. Ukraine (no. 2) [GC], Appl. no. 22251/08, ημερ. 5.2.2015).

 

        Είναι γεγονός ότι στην Adamco, (ανωτέρω), εφαρμόζοντας τη νομολογία του το ΕΔΑΔ συνεκτίμησε, και μάλιστα έλαβε υπ' όψιν σοβαρά, το ότι η εξεταζόμενη εκεί μαρτυρία του συνεργού, έστω και αν δεν ήταν η μόνη μαρτυρία ήταν τουλάχιστον η καθοριστική και η αποφασιστικής σημασίας μαρτυρία εναντίον του κατηγορούμενου (decisive evidence). Πλην όμως ούτε υπέδειξε ούτε επέβαλε ούτε κατ' άλλον τρόπον αποφάσισε ότι δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ποινική υπόθεση με βάση τη μαρτυρία ενός και μόνο προσώπου. Ούτε καν ανέφερε τον παλαιό κανόνα τον οποίο επικαλείται ο Εφεσείων ενώ αντιθέτως ιδιαιτέρως ενδεικτική είναι η κατάληξη, με την οποία το ΕΔΑΔ έκρινε πως ήταν η «χρήση» της συγκεκριμένης μαρτυρίας συνεργού υπό τις «ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης» αυτό που στοιχειοθετούσε την παραβίαση, λέγοντας τα εξής (στην §71):

 

«Accordingly, in view of the importance of the evidence from M. in the applicant's trial, the Court finds that, on the specific facts of the present case, its use at the trial was not accompanied by appropriate safeguards so as to ensure the overall fairness of the proceedings (contrast Habran and Dalem, cited above, §117)».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Παρατηρούμε λοιπόν ότι η ΕΣΔΑ δεν απαγορεύει τη στοιχειοθέτηση ποινικής υπόθεσης βάσει της μαρτυρίας ενός συνεργού, ακόμα και στις περιπτώσεις που έχει χορηγηθεί κάποιου είδους ασυλία ή αντάλλαγμα. Όπως από πολύ παλαιότερα είχε αναφερθεί στην Cornelis v. Netherlands, Appl. no. 994/03, ημερ. 25.5.04: «.the use of these kinds of statements does not in itself suffice to render the proceedings unfair (see Lorse v. the Netherlands (dec.), no. 44484/98, 27 January 2004; and Verhoek v. the Netherlands (dec.), no. 54445/00, 27 January 2004). This depends on the particular circumstances in each case.» (βλ. και Habran and Dalem, (ανωτέρω), Kadagishvili v. Georgia, Appl. no. 12391/06, ημερ. 14.5.20).

 

        Πέραν της όποιας ειδικότερης αντιπαραβολής με την Adamco, (ανωτέρω), το πιο σημαντικό είναι ότι αυτό που απαιτείται και ελέγχεται με βάση την ΕΣΔΑ, σε παρόμοιες περιπτώσεις, είναι κατά πόσον έχουν τηρηθεί κάποιες ουσιώδεις διαδικαστικές διασφαλίσεις για τη δικαιότητα της δίκης και για τις οποίες το ΕΔΑΔ παραπέμπει στην απόφαση του στην Habran and Dalem v. Belgium, (ανωτέρω), §113, 115, όπου: (α) Οι κατηγορούμενοι είχαν την ευκαιρία να αμφισβητήσουν την αξιοπιστία των συγκεκριμένων συνεργών στο πλαίσιο της αντιπαραθετικής διαδικασίας, (β) Το Δικαστήριο είχε επίγνωση ότι η μαρτυρία προερχόταν από άτομα με εγκληματικό παρελθόν τα οποία δυνατόν να εμπλέκονταν στα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκαν οι κατηγορούμενοι, και (γ) Οι ένορκοι ήταν σε θέση να αξιολογήσουν τους κινδύνους που εγκυμονούσε η περί ης ο λόγος μαρτυρία στη δικαιότητα της δίκης.

 

        Στην πολύ πρόσφατη υπόθεση Souroullas Key and Zannettos v. Cyprus, Appl. no. 1618/18, ημερ. 26.11.24, το ΕΔΑΔ είχε την ευκαιρία να συνοψίσει ξανά τα κριτήρια βάσει των οποίων συνεκτιμάται η επίδραση της ενοχοποιητικής μαρτυρίας συνεργού στη δικαιότητα της διαδικασίας συνολικά, λέγοντας τα εξής (στην §62):

 

«When assessing the effect of incriminating testimony given by an accomplice on the fairness of the proceedings as a whole, the Court has taken in account, inter alia, whether:

-       the defence knew the witness's identity;

-       the defence knew about the existence of an arrangement with the prosecution;

-       a domestic court had reviewed the arrangement;

-       the domestic court had considered all the possible advantages received by the witness;

-       the arrangement was discussed at the trial;

-       the defence had the opportunity to test the evidence of the witness; 

-       the defence had the opportunity to test the evidence of the members of the prosecution team involved;

-       the domestic court was aware of the pitfalls of relying on the evidence of an accomplice;

-       the domestic court approached the testimony cautiously;

-       the domestic court explained in detail why it believed the witness;

-       untainted corroborating evidence existed;

-       an appeal court reviewed the viral court's findings in respect of the witness; and

-       the question was addressed by all the courts dealing with the various appeals (see Xenofontos and others, cited above, §79, with further references)».

 

        Αυτό που έχει σημασία στη βάση των κριτηρίων που το ΕΔΑΔ θέτει, είναι να μην παραβιάζεται η αρχή της δίκαιης δίκης. Το ΕΔΑΔ δεν υιοθετεί τη θέση ότι η μαρτυρία συνεργού παραβιάζει εκ προοιμίου και πάντοτε την αρχή της δίκαιης δίκης. Εξ ου και στη Xenofontos, (ανωτέρω), αναφέρει ότι στην περίπτωση που αυτή δίδεται έναντι ασυλίας «ενδέχεται» («may») να καταστήσει τη δίκη άδικη επειδή εκ φύσεως τέτοια μαρτυρία είναι ευεπίφορη σε χειραγώγηση και πιθανόν να έχει δοθεί αποκλειστικά προς εξασφάλιση πλεονεκτημάτων ή για σκοπούς εκδίκησης. Αξίζει όμως εδώ, προκαταρκτικά, να σημειωθεί πως η ίδια η υπόθεση Xenofontos, (ανωτέρω), όπως και η πρόσφατη Souroullas, (ανωτέρω), ήταν περιπτώσεις στις οποίες δεν είχε καταδειχθεί η ύπαρξη συμφωνίας (deal) μεταξύ συνεργού και κατηγορούσας αρχής, οπότε έχουν τη σημασία τους για αυτή την κατηγορία υποθέσεων εν σχέσει με την αντιμετώπιση συνεργού, δηλαδή για τις υποθέσεις στις οποίες δεν έχει καταδειχθεί τέτοια συμφωνία αλλά διαπιστώνεται κάποιο ωφέλημα ή ευεργέτημα, χωρίς οποιαδήποτε συναλλαγή.  

 

        Στην παρούσα περίπτωση η βασική θέση του Εφεσείοντος είναι ότι οι περιστάσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε η προεδρική αναστολή στον Μ.Κ.7 δεν διαφέρουν από αυτές που απασχόλησαν το ΕΔΑΔ στην υπόθεση Adamco, (ανωτέρω). Η εν λόγω απόφαση σαφώς αποτελεί το θεμέλιο της επιχειρηματολογίας του Εφεσείοντος. Σύμφωνα με τα καταγεγραμμένα από το ΕΔΑΔ γεγονότα της:

 

·               Ο αιτητής κατά το 2001 είχε κατηγορηθεί ως συμμέτοχος για τον φόνο του Κ. και πρωτοδίκως είχε αρχικά αθωωθεί αλλά οι αποφάσεις αυτές κατόπιν εφέσεως ακυρώθηκαν στις 14.9.04 και 11.7.06.

 

·               Στο ενδιάμεσο διάστημα και συγκεκριμένα στις 27.10.05 ο Μ. είχε κατηγορηθεί για φόνο σε σχέση με τον θάνατο άλλου προσώπου, (ήτοι του Ο.) και προφυλακίστηκε εκκρεμούσης της δίκης του. Σε μεταγενέστερη ημερομηνία η υπόθεση εκείνη έκλεισε και ο Μ. αφέθηκε ελεύθερος στις 30.3.06. Στη βάση των δηλώσεων του Μ. κατά τη δίκη του αιτητή ηγέρθη θέμα συμμετοχής και του ιδίου (του Μ.) στον φόνο του Κ. αλλά στις 15.2.06 η διωκτική αρχή συμφώνησε όπως προσωρινά αναστείλει την έγερση κατηγοριών εναντίον του.

 

·               Στη νέα διαδικασία εναντίον του Αιτητή, ήτοι στις 19.3.07, κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας ο Μ. ο οποίος δήλωσε ότι ο ίδιος ήταν ο οδηγός όταν δολοφονήθηκε ο Κ. και υπέδειξε τον αιτητή ως τον εκτελεστή. Στις 28.6.07 το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ένοχο τον αιτητή για την κατηγορία της δολοφονίας του Κ. και τον καταδίκασε σε 24ετή φυλάκιση.

 

·               Την απόφαση εφεσίβαλαν και οι δύο πλευρές. Το Εφετείο στις 11.11.08 επικύρωσε την καταδίκη αλλά μείωσε τη φυλάκιση σε 15ετή, προσθέτοντας ότι ο Μ. δεν είχε λάβει αντάλλαγμα.

 

·               Στις 30.6.09 είχε ληφθεί απόφαση για διερεύνηση εναντίον του Μ. και υπόθεσης ψευδορκίας εν σχέσει με τις αντιφατικές εκδοχές που είχε προωθήσει για την εμπλοκή του αιτητή στον φόνο του Κ. αλλά στις 17.9.09 η διωκτική αρχή ανακάλεσε την απόφαση αυτή. Σε σχέση με τη δική του εμπλοκή στον φόνο του Κ. εν τέλει προσήφθησαν κατηγορίες εναντίον του στις 16.12.09 αλλά στις 10.5.10 η διωκτική αρχή τις απέσυρε επί τη βάσει του ότι ο Μ. είχε ουσιωδώς συνδράμει στην εξιχνίαση ενός σοβαρού εγκλήματος.

 

        Όπως είχαμε επισημάνει στην υπόθεση Δ.Σ.Δ v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 271/22, ημερ. 20.12.23 το ζήτημα παραβίασης του δικαιώματος δίκαιης δίκης αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της ποινικής διαδικασίας. Το κριτήριο είναι κατά πόσον ο κατηγορούμενος υπέστη δυσμενή επηρεασμό (actual prejudice). Το βάρος απόδειξης ευρίσκεται στους δικούς του ώμους στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων (Κλεοβούλου v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 141/23, ημερ. 20.10.23). Στην Ντιμιτρένκο v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 124/21, ημερ. 18.4.24, υποδείξαμε ότι, ως έχει επισημανθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ισχυρισμός που προβάλλεται για παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης δεν εξετάζεται μεμονωμένα ούτε κατ' αφηρημένο τρόπο (in abstracto) αλλά συγκεκριμένα και υπό το φως της κάθε δεδομένης υπόθεσης (in concreto) (βλ. Ερωτοκρίτου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 53/2017, ημερ. 15.12.17, Αθανάση v. Δημοκρατίας (2016) 2(Β) Α.Α.Δ. 867).

 

        Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα επιχειρήματα και τις θέσεις που προέβαλε ο Εφεσείων με αναφορά στην υπόθεση Adamco, (ανωτέρω), πλην όμως, για λόγους που παρατίθενται κατωτέρω δεν συμφωνούμε ότι η κρινόμενη εδώ περίπτωση παρουσιάζει ομοιότητες ή έστω τέτοιες ομοιότητες οι οποίες θα οδηγούσαν βάσιμα σε διαπίστωση παραβίασης του δικαιώματος δίκαιης δίκης.

 

        Εν πρώτοις θα πρέπει βέβαια να σημειώσουμε πως δεν απαιτείται ιδιαίτερη ανάλυση περί του ότι και στην παρούσα περίπτωση η μαρτυρία του Μ.Κ.7 ήταν όχι μόνο αποφασιστικής σημασίας αλλά όρος εκ των ων ουκ άνευ, αφού χωρίς αυτή δεν θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί καταδίκη. Σε αντίθεση όμως με την υπόθεση Adamco, (ανωτέρω), και τη σχετική αναφορά (στην §58) ότι «...a decisive turning point in the trial came when M. changed his version and started incriminating the applicant», στην παρούσα δεν εντοπίζεται και ούτε υπήρξε τέτοιο σημείο μεταστροφής, απλούστατα διότι ο Μ.Κ.7 παραδέχθηκε άμα τη συλλήψει του τη δική του εμπλοκή και το ουσιώδες είναι ότι ενέπλεξε τον Εφεσείοντα αμέσως μετά, στη γραπτή κατάθεση την οποία έδωσε αυθημερόν, στις 12.1.21 (Τεκμήριο 33). Στις θέσεις του αυτές παρέμεινε σταθερός τόσο κατά τη δεύτερη γραπτή κατάθεση που έδωσε πέντε ημέρες μετά, στις 17.1.21 (Ένδειξη Θ) όσο και κατά την προφορική του μαρτυρία στην ακρόαση. Δεν παρατηρείται λοιπόν αρχική εκδοχή και αργότερα άλλη εκδοχή, ήτοι αλλαγή στη στάση του, η οποία θα μπορούσε δυνητικά να αποδοθεί σε υποσχέσεις για ανταλλάγματα ή ωφελήματα.

 

        Προωθήθηκε ισχυρισμός από τον Εφεσείοντα ότι το πρώτο αντάλλαγμα που έλαβε ο Μ.Κ.7 ήταν η έκπτωση στην ποινή των 3,5 ετών την οποία τού επέβαλε το Κακουργοδικείο στις 5.4.21, ήτοι πολύ πριν την έναρξη της ακρόασης για τον Εφεσείοντα στις 4.4.22 (Τεκμήριο 24). Θα πρέπει να σημειωθεί πως τα όσα ανέφερε εκείνο το Κακουργοδικείο για τα ελαφρυντικά της έμπρακτης μεταμέλειας και ιδίως της συνεργασίας με τις διωκτικές αρχές δεν είναι τίποτε περισσότερο αφενός από τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 30(4)(β)(ν) του Ν.29/1977 και αφετέρου από τα νομολογηθέντα σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Gani κ.ά. v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 243, Φραγκίσκου v. Δημοκρατίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 833, Παύλου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 44/2016, ημερ. 4.4.19).

 

        Ο ίδιος ο Νόμος λοιπόν είναι που επέβαλλε στο Δικαστήριο να λάβει υπ' όψιν, κατά την επιβολή της ποινής, ως καθιστώσα το αδίκημα λιγότερο σοβαρό, την αποδεδειγμένη μεταμέλεια του Μ.Κ.7, όπως αυτή  μαρτυρείτο από τη συνεργασία του με τις Αρχές για τη δίωξη προμηθευτών. Η δε ημεδαπή νομολογία έχει τονίσει ότι η σπουδαιότητα και αξία αυτού του ελαφρυντικού στοιχείου είναι αυτονόητη, δεδομένων αφενός των εγγενών δυνητικών και πραγματικών κινδύνων, τους οποίους συνεπάγεται τέτοιου είδους συνεργασία, για τη ζωή των κατηγορουμένων και των συγγενών τους και αφετέρου του οφέλους το οποίο αποκομίζουν οι ανακριτικές αρχές στο επίπονο και πολύπλοκο έργο τους για πλήρη διαλεύκανση εγκληματικών δραστηριοτήτων σχετιζόμενων με διακίνηση ναρκωτικών και ιδίως για την προσαγωγή προσώπων που διαδραματίζουν πρωτεύοντα ρόλο, ενώπιον της δικαιοσύνης. Δεν ήταν λοιπόν καθόλου εκτός νομοθετικού και νομολογιακού πλαισίου που το Κακουργοδικείο απέδωσε «ιδιαίτερα μεγάλη βαρύτητα» στη συνεργασία του Μ.Κ.7, αντιμετωπίζοντας τον με τη μέγιστη δυνατή επιείκεια και χωρίς να παραγνωρίσει ότι, αν και δεν ήταν ο ιθύνων νους, εντούτοις υπήρξε σημαντικός κρίκος στην αλυσίδα διακίνησης ναρκωτικών έναντι αμοιβής. Χωρίς όμως οποιοδήποτε άλλο στοιχείο, η οικειοθελής ομολογία και αποκάλυψη συνεργών δεν ισοδυναμεί αυτομάτως με «οριζόντια συμφωνία» μεταξύ κατηγορουμένου και διώκτη, σε αντίθεση με ό,τι υποστηρίζει ο Εφεσείων. 

 

        Ας σημειωθεί δε πως οι ανωτέρω νομολογιακώς αναγνωριζόμενοι εγγενείς δυνητικοί κίνδυνοι (για συνεργό ο οποίος αποκαλύπτει τους ιθύνοντες), στην παρούσα δεν παρέμειναν σε θεωρητικό επίπεδο, δεδομένου ότι πριν την παραπομπή του Μ.Κ.7 έφτασαν στον πατριό του υποδείξεις από αγνώστους όπως μη καταθέσει ο Μ.Κ.7 εις βάρος του Εφεσείοντος (Τεκμήριο 48), ότι οι απειλές συνεχίστηκαν και μετά τον εγκλεισμό του Μ.Κ.7 στις Φυλακές και ότι στο ίδιο πλαίσιο είχε κτυπηθεί από συγκρατούμενο του στις Φυλακές (στις οποίες κρατείτο και ο Εφεσείων), πράγμα το οποίο οδήγησε πλέον και στην ένταξή του Μ.Κ.7 σε Πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων στις 11.5.21, μετά από διαβήματα του δικηγόρου του, τον οποίο είχε ενημερώσει σχετικά. Ούτε προκαλεί οποιαδήποτε εντύπωση ή απορία το γεγονός ότι υπό τέτοιες περιστάσεις (που βίωσε στις Φυλακές) ο Μ.Κ.7 επέλεξε να ενημερώσει πρώτα τον δικηγόρο του αντί τους υπεύθυνους των Φυλακών. Θα λέγαμε όμως πως το γεγονός ότι, τρεις και πλέον μήνες μετά τον εγκλεισμό του στις Φυλακές, διατηρούσε τις ανησυχίες και τον φόβο του, ως προς το πού θα μιλούσε και ποιον θα ενημέρωνε, συνιστά ένα επιπλέον στοιχείο ότι τα όσα είχε εξαρχής αναφέρει ήταν τα όσα βίωσε και όχι τα αποτελέσματα κάποιας αθέμιτης συναλλαγής ή έκνομης υποκίνησης.

 

        Περαιτέρω, εις απάντηση σχετικών εισηγήσεων, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το προαναφερθέν Πρόγραμμα είναι το προβλεπόμενο στο Άρθρο 16 του περί Προστασίας Μαρτύρων Ν.95(I)/01 «Σχέδιο Προστασίας Μαρτύρων και Συνεργατών της Δικαιοσύνης», το οποίο ο Νομοθέτης, εν τη σοφία του, έθεσε υπό τον έλεγχο και εποπτεία του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας, ο οποίος και αποφασίζει κατά πόσον κάποιος θα ενταχθεί στο Σχέδιο, καθώς και το είδος της προστασίας που θα τού παρασχεθεί. Τα είδη προστασίας δεν είναι απεριόριστα και κατά το δοκούν. Καταγράφονται εξαντλητικά στο Άρθρο 17 του πιο πάνω Νόμου και ο Γενικός Εισαγγελέας δύναται (αναλόγως του κινδύνου τον οποίο διατρέχει κάποιος μάρτυρας) να επιλέξει ένα ή περισσότερα από τα πέντε είδη που αναφέρει ο Νόμος, στη βάση κριτηρίων, τα οποία επίσης αναφέρονται, στο Άρθρο 18 του ιδίου Νόμου. Όσον αφορά την παρούσα, συνιστούσε κοινό υπόβαθρο ότι στον Μ.Κ.7 είχε παραχωρηθεί μετακίνησή από τις Φυλακές, φρούρηση από την Αστυνομία και τήρηση μυστικότητας για τη διαμονή του από τις 11.5.21 μέχρι και την ένορκη μαρτυρία του, το δε Κακουργοδικείο ενημερώθηκε πλήρως για όλες τις αναγκαίες αυτές λεπτομέρειες [Άρθρο 17(2), (α), (β), (ε)].

 

        Το ΕΔΑΔ στην Adamco, (ανωτέρω), υποδεικνύοντας (στην §59) ότι δεν πρέπει να υποτιμάται ο κίνδυνος στήριξης σε ανεπιβεβαίωτους ισχυρισμούς (συνεργών) οι οποίοι δεν είναι κατ' ανάγκην ανιδιοτελείς [Habran and Dalem (ανωτέρω)], προχώρησε να αναλύσει τα γεγονότα της κρινόμενης εκεί υπόθεσης και το πρώτιστο στο οποίο έδωσε βάρος (στην §61) ήταν ακριβώς η σειρά των γεγονότων από τα οποία προέκυπτε: (i) Ότι πριν την καταδίκη του εκεί  αιτητή, ο Μ. παρότι κατηγορήθηκε για τον φόνο του Ο. και κρατείτο εκκρεμούσης της δίκης του, εντούτοις αφέθηκε ελεύθερος και η υπόθεση έκλεισε κατόπιν αλλαγής της εκδοχής των γεγονότων προς ενοχοποίηση του αιτητή («...had been closed upon changing his version of events to incriminate the applicant»), (ii) Ότι η έγερση κατηγοριών εναντίον του Μ. ως συνεργού του αιτητή στον φόνο του Κ. ανεστάλη προσωρινώς και (iii) Ότι μετά την καταδίκη του αιτητή, παρά το ότι ο Μ. διερευνάτο για ψευδορκία και κατηγορήθηκε ως συνεργός στον φόνο του Κ. εντούτοις και η διερεύνηση αλλά και η δίωξη του τερματίστηκαν οριστικά («...that investigation was quashed...», «...his prosecution for that murder was terminated with final effect»).

 

        Ούτε για αυτό το θέμα θεωρούμε ότι απαιτείται ιδιαίτερη ανάλυση για την κατάδειξη της διαφορετικότητας στα γεγονότα των δύο υποθέσεων. Έχουμε ήδη σημειώσει πως η εκδοχή του Μ.Κ.7 ήταν σταθερή εξαρχής και δεν υπήρξε οποιαδήποτε διαφοροποίηση, η οποία να αφήνει έστω και την παραμικρή υπόνοια ότι διασυνδέεται με τη μεταχείριση της οποίας αυτός έτυχε από Διωκτική ή Δικαστική Αρχή της Δημοκρατίας.

 

        Προσθέτουμε δε, την εξίσου εμφανή διαφορά, ότι ο Μ.Κ.7 κατηγορήθηκε και τιμωρήθηκε για τη συμμετοχή του στα αδικήματα σε πλήρη αντίθεση με την υπόθεση Adamco, (ανωτέρω), στην οποίαν ο Μ. όχι μόνο δεν διώχθηκε για τον φόνο (του Κ.) τον οποίο είχε ομολογήσει ότι διέπραξε με τον αιτητή αλλά τα προβληθέντα εκεί ωφελήματα αφορούσαν και το ότι απεσύρθη εναντίον του και η κατηγορία για άλλο φόνο (του Ο.) εις αντάλλαγμα της ενοχοποίησης του αιτητή («...in return for incriminating the applicant»).

 

        Μάλιστα αυτό το τελευταίο ήταν κάτι το οποίο προσμέτρησε ουσιωδώς στην κρίση του ΕΔΑΔ δεδομένου ότι ακόμα και το αρμόδιο Σλοβακικό Εφετείο, αν και ήταν το μόνο που εξέτασε τις ενστάσεις για την αξιοπιστία του Μ. εντούτοις περιορίστηκε μόνο σε τυχόν ανταλλάγματα σε σχέση με τον φόνο του Κ. Χωρίς δηλαδή αναζήτηση τυχόν ωφελημάτων εν σχέσει με τον φόνο του Ο. ενώ ήταν αναντίλεκτο πως μετά τη διαφοροποίηση της εκδοχής του Μ. εκείνη η κατηγορία εναντίον του είχε αποσυρθεί, με αποτέλεσμα να αφεθεί ελεύθερος. Ο δε τερματισμός της δίωξης του Μ. για τον φόνο του Κ. ήταν ρητώς και ειδικώς εις αντάλλαγμα της μαρτυρίας του εναντίον του αιτητή («...was expressly and specifically in return for his testimony»).

 

        Περαιτέρω, το ΕΔΑΔ στην Adamco, (ανωτέρω), διασυνέδεσε τα πιο πάνω με την οργάνωση της Σλοβακικής Υπηρεσίας Διώξεων σε μια ενιαία απλή ιεραρχική δομή, παρατηρώντας ότι αυτό συνεπάγεται και κάποιο βαθμό συντονισμού. Ο οποίος συντονισμός σε εκείνη την περίπτωση υποδηλώνετο από συγκεκριμένη αλληλεπικάλυψη δια της εμπλοκής του ίδιου κατηγόρου (του S.) σε όλες τις διαδικασίες που αφορούσαν τον Μ. και τον αιτητή. Εξ ου και, στην απουσία απαντήσεων, το ΕΔΑΔ έκρινε ότι το αρχικό ωφέλημα που είχε δοθεί στον Μ. ενόσω δικαζόταν ο αιτητής, δεν μπορούσε να αποσυνδεθεί από τα συνολικά ωφελήματα που έλαβε σχετικά με τη δίωξη του για τον φόνο του Κ. εις αντάλλαγμα της ενοχοποιητικής μαρτυρίας του για τον αιτητή («...cannot be dissociated from the overall advantage he received in relation to his own prosecution for the murder of K. in return for his testimony incriminating the applicant»).

 

        Ο Εφεσείων εξομοιώνει πλήρως τα πιο πάνω με τα διαδραματισθέντα στη δική του περίπτωση. Το πράττει αυτό βασιζόμενος ουσιαστικά στη χορήγηση, την επομένη της μαρτυρίας εναντίον του, αναστολής ποινής σε συλληφθέντα επ' αυτοφώρω για διακίνηση ναρκωτικών, για την οποία αναστολή προσθέτει ότι είναι «πρωτοφανής και πρωτόγνωρη» και άνευ προηγουμένου στις χώρες του κοινοδικαίου, ότι ο Μ.Κ.7 έλαβε την ύψιστη ανταμοιβή της αποφυλάκισης «με απόφαση του διώκτη του», ότι αυτή ήταν «καρπός συναλλαγής του με τους ανακριτές» και τέλος ότι υπήρξε «οριζόντια συμφωνία μεταξύ αυτού (Μ.Κ.7) και του Γενικού Εισαγγελέα, που ενεργούσε ως διώκτης του Εφεσείοντα» και «που εισηγείται και προσυπογράφει τις Προεδρικές αναστολές με βάση το άρθρο 53(4) του Συντάγματος».

 

        Αν και αντιλαμβανόμαστε το σημείο (του χρόνου) το οποίο τονίζει εμφατικά ο Εφεσείων εντούτοις δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι η επίμαχη εδώ αναστολή δύναται να κριθεί ως ουσιωδώς διαφορετική από μια αναστολή που θα εδίδετο κάποιες μέρες ή κάποιους μήνες αργότερα, ίσως και μετά την έκδοση της καταδικαστικής για τον ίδιον απόφασης (τρεις μήνες μετά). Με άλλα λόγια το ουσιώδες εδώ είναι ότι χορηγήθηκε μια προεδρική αναστολή υπολοίπου ποινής, την οποίαν ο ίδιος προβάλλει ως παραβίαση των αρχών της δίκαιης δίκης. Εάν εν τέλει υφίσταται ζήτημα δίκαιης δίκης αυτό δεν θα αναιρείτο στην περίπτωση που ο Πρόεδρος χορηγούσε την αναστολή δύο ή τρεις μήνες μετά. Συνεπώς, η με τόση ένταση διασύνδεση του χρονικού σημείου της αναστολής με το χρονικό σημείο της μαρτυρίας του Μ.Κ.7 δεν προσθέτει κάτι ιδιαίτερο στα όποια επιχειρήματα του Εφεσείοντος.

 

        Ούτε βέβαια συμφωνούμε με την εισήγηση ότι η μείωση ποινής δια προεδρικής αναστολής σε συνεργό διακίνησης ναρκωτικών συνιστά ενέργεια άνευ προηγουμένου «για τα δεδομένα της κυπριακής έννομης τάξης». Η υπόθεση Γεωργίου, (ανωτέρω), την οποίαν επιμελώς παρέθεσε το Κακουργοδικείο, είναι μόνο μια από τις υποθέσεις οι οποίες δια της ύπαρξης τους καταδεικνύουν το ανυπόστατο της εισήγησης (βλ. και Σ.Α. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 202/15, ημερ. 21.2.19).

 

        Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι με βάση το Άρθρο 36 του Συντάγματος ο Αρχηγός της Πολιτείας και ο συντακτικός νομοθέτης,  με το Άρθρο 53.4 του Συντάγματος, χορήγησε σε αυτόν το δικαίωμα μείωσης, αναστολής ή μετατροπής οποιασδήποτε ποινής επιβληθείσας υπό Δικαστηρίου, αλλά τούτο υπό τον όρο ύπαρξης σύμφωνης γνώμης του Γενικού Εισαγγελέως. Ο τελευταίος ανήκει στους ανεξάρτητους αξιωματούχους της Δημοκρατίας και έχει την εξουσία να κινεί ή διακόπτει οποιαδήποτε δίωξη για οποιοδήποτε αδίκημα αλλά δεν έχει εξουσίες σχετικές με ποινές Δικαστηρίου. Η εξουσία του ανώτατου πολιτειακού αξιωματούχου, ήτοι του Προέδρου, συνιστά προνομία, η οποία δυνατόν να ασκηθεί μετά την επιβολή της αρμόζουσας ποινής από Δικαστήριο και ασκείται στη βάση στοιχείων τα οποία ο ίδιος ο Πρόεδρος λαμβάνει υπ' όψιν, χωρίς η απόφασή του να ελέγχεται δικαστικώς (Καύκαρος κ.ά. v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 51, Ιωάννου v. Αστυνομίας (Αρ. 2) (1997) 2 Α.Α.Δ. 267). Έχει κριθεί πως τέτοιος έλεγχος θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη δικαστική επέμβαση στο δικό του έργο κατά παράβαση του Συντάγματος, το οποίο είναι ο υπέρτατος νόμος της πολιτείας.

 

        Όπως έχει εξηγηθεί στην υπόθεση Σ.Α. v. Δημοκρατίας, (ανωτέρω), η μαρτυρία συνεργού είναι κατά τεκμήριο μολυσμένη (δηλαδή ούτως ή άλλως λόγω της συμμετοχής στο αδίκημα). Δεν καθίσταται μολυσμένη εξαιτίας του ευεργετήματος της τυχόν αναστολής από τον Πρόεδρο. Εξ ου και η δεδομένη προαναφερθείσα δυνατότητα την οποία έχει κάθε πρωτόδικο Δικαστήριο να την προσεγγίζει με προσοχή και εγρήγορση ως προς τους ελλοχεύοντες κινδύνους για καταδίκη χωρίς ενίσχυση. Ακριβώς αυτή τη δυνατότητα επέμβασης έχει και το Εφετείο στην περίπτωση που καταδεικνύεται ότι η μαρτυρία συνεργού ήταν προϊόν αθέμιτης συναλλαγής [βλ. Σ.Α. v. Δημοκρατίας, (ανωτέρω)]. Μια τέτοια ακριβώς διεργασία και κρίση των Εθνικών Δικαστηρίων είναι που αναζήτησε το ΕΔΑΔ στην Adamco, (ανωτέρω), καυτηριάζοντας ουσιαστικά την απουσία ενασχόλησης από τα δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια Δικαστήρια της Σλοβακίας. Εντός αυτού του πλαισίου, του αναμενόμενου δηλαδή ελέγχου, σημειώνουμε το ουσιώδες, βάσει της υπόθεσης Ρόπας, (ανωτέρω), πως «Ό,τι είναι μεμπτό και απαράδεκτο είναι η παροχή ενθάρρυνσης προς το μάρτυρα, με υποσχέσεις ή ανταλλάγματα που του δίνονται, να πει ο,τιδήποτε άλλο από την αλήθεια ή να παραποιήσει τη μαρτυρία του για την εξυπηρέτηση οποιουδήποτε αλλότριου σκοπού» (βλ. και Βασιλείου κ.ά v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 12/2015 κ.ά., ημερ. 4.7.17).

 

        Στην παρούσα περίπτωση, ως επίκεντρο της επιχειρηματολογίας για κατάδειξη αθέμιτης συναλλαγής τίθεται ή αφήνεται να νοηθεί η εμπλοκή του Γενικού Εισαγγελέως (και των εκπροσώπων του) αφενός στη δίωξη του Εφεσείοντος και αφετέρου στην προεδρική αναστολή, δεδομένου ότι για τη χορήγησή της προϋποτίθεται η ύπαρξη σύμφωνης γνώμης του Γενικού Εισαγγελέως. Κατά τον Εφεσείοντα, το παράδοξο και παράλογο της περίπτωσης έγκειται στο ότι η διωκτική αρχή συγκατατέθηκε στην αναστολή, πάρα το ότι ο Μ.Κ.7 «...παραδέχθηκε την ενοχή του και καταδικάστηκε, κάτι που σε κάθε κράτος δικαίου θα άφηνε σοβαρές σκιές για το δίκαιο της διαδικασίας ή και της μεταχείρισης των υπόλοιπων εμπλεκόμενων στη διαδικασία μερών» και περαιτέρω στο ότι «κάθε άλλο παρά διαφάνεια διέπει την ευκόλως υποκείμενη σε κατάχρηση, αλλά κατά τα άλλα συνταγματικά κατοχυρωμένη, άσκηση της εν λόγω εξουσίας».

  

        Ως προς το πρώτο σκέλος των πιο πάνω επιχειρημάτων θεωρούμε ότι παρέλκει οποιοδήποτε σχόλιο αφού, εκ της φύσης των πραγμάτων,  ζήτημα άσκησης της προνομίας του Προέδρου τίθεται μόνο μετά από καταδίκη και ποινή (είτε κατόπιν παραδοχής είτε κατόπιν ακρόασης). Αναπόφευκτα λοιπόν, ο Γενικός Εισαγγελέας καλείται να εκφέρει άποψη για περιπτώσεις καταδικασθέντων και τιμωρηθέντων από Δικαστήριο. Ως προς το υπόλοιπο μέρος των επιχειρημάτων, στα οποία γίνεται αναφορά σε «σκιές» και έλλειψη «διαφάνειας», θεωρούμε πριν από οτιδήποτε άλλο χρήσιμη την παράθεση από την υπόθεση Xenofontos, (ανωτέρω), του ακόλουθου αποσπάσματος:

 

«81. All the applicants, and especially the first applicant, alleged that there was more than met the eye in the interaction between the prosecution and the witness. At the trial, the applicants also asserted that the police had acted on the basis of "extraneous motives". The applicants failed, however, to specify what those motives were. They also failed to provide any evidence of a deal between F.H. and the prosecution. This being so, the Court must accept the circumstances of F.H.'s confessions as established by the domestic courts and as described above.

82. The Court further notes that the applicants knew of F.H.'s identity, the contents of his confession and the fact that he would not be prosecuted.

83. At the trial, the applicants were able to examine at will both F.H. and the police officers who had questioned him. As to the Attorney‑General, the applicants did not ask that he be examined».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Τα πιο πάνω είχαν λεχθεί σε υπόθεση στην οποία χορηγήθηκε ασυλία σε συνεργό φόνου, ο οποίος είχε κληθεί ως ο βασικός μάρτυς κατηγορίας εναντίον των εκεί αιτητών. Στην κρινόμενη εδώ περίπτωση δεν υπήρξε τέτοιος χειρισμός. Ο συνεργός έχει διωχθεί και έχει τιμωρηθεί. Μάλιστα με ποινή η οποία θα παραμένει στο ποινικό του μητρώο εσαεί εκτός εάν μετά την παρέλευση οκτώ ετών αυτή διαγραφεί με νεότερη απόφαση αρμόδιου Δικαστηρίου (Άρθρο 5(3) του περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Ν.70/1981). Κατ' αναλογίαν λοιπόν, έχουμε την άποψη, ότι ο Εφεσείων θα έπρεπε να εξειδικεύσει τα κατ' ισχυρισμόν αλλότρια κίνητρα των ανακριτών και του Γενικού Εισαγγελέως. Με άλλα λόγια, ελλείπει εξειδίκευση ως προς τον λόγο που οι ανακριτές και ο Γενικός Εισαγγελέας θα επιζητούσαν οπωσδήποτε την καταδίκη του Εφεσείοντος και δή θα την ήθελαν σε τέτοιο βαθμό που θα τους οδηγούσε στο να προβούν σε αθέμιτη συναλλαγή με τον Μ.Κ.7, με σκοπό την εξασφάλιση ψευδούς μαρτυρίας και τούτο έναντι σύμφωνης γνώμης κατά την άσκηση της εξουσίας αναστολής η οποία ανήκει σε έναν άλλο αξιωματούχο της Πολιτείας.

 

        Προσθέτουμε, σε συνέχεια των πιο πάνω πως, εκ των πραγμάτων και ένεκα του χρόνου, κατά τον οποίο ενήργησε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Εφεσείων είχε την ευκαιρία να ενημερωθεί για την αναστολή της ποινής πολύ νωρίτερα από άλλες περιπτώσεις και πάντως ενημερώθηκε ενόσω συνεχιζόταν η δίκη του. Εξ ου και κάλεσε ως μοναδικό μάρτυρα (στις 2.6.22) τον αρμόδιο Επόπτη των Κεντρικών Φυλακών, προσφέροντας μαρτυρία για σειρά θεμάτων, τα οποία είχαν σχέση με τη φυλάκιση του Μ.Κ.7 και τις συνθήκες κράτησής του εκεί. Δεν προέκυψε όμως οτιδήποτε περί αθέμιτης συναλλαγής αυτού είτε με τους ανακριτές είτε με τον Γενικό Εισαγγελέα.

 

        Πέραν αυτού, όπως και στην υπόθεση Xenofontos, (ανωτέρω), υπήρχε και εδώ δικαίωμα εξέτασης του Γενικού Εισαγγελέως ή αρμόδιου εκπροσώπου του, τόσο για τον όλο χειρισμό της υπόθεσης όσο και για τις συνθήκες χορήγησης της σύμφωνης γνώμης για την αναστολή υπό του Προέδρου. Παράλληλα στη βάση του Άρθρου 54 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ο Εφεσείων είχε το δικαίωμα να ζητήσει την επανάκληση μαρτύρων για θέμα το οποίο ηγέρθη ex improviso (απρόβλεπτα), δικαίωμα το οποίο δεν άσκησε [βλ. «Το Δίκαιο της Απόδειξης», (ανωτέρω), σ. 734επ.]. Διευκρινίζουμε ότι το δικαίωμα αυτό αφορούσε όχι μόνον τους αστυνομικούς μάρτυρες αλλά και τον ίδιο τον Μ.Κ.7 ο οποίος κατέθεσε επώνυμα, στοιχείο επίσης το οποίο συνεκτιμάται.

 

        Άλλη, τεράστιας σημασίας, διαφορά με την υπόθεση Adamco, (ανωτέρω), διαπιστώνεται από τα λεχθέντα εν σχέσει με τον επιλήψιμο τρόπο αξιολόγησης εκεί του συνεργού, τα οποία έχουν ως εξής (στην §68):

 

«At the same time, the Court notes that it has been neither argued nor established otherwise that any particular consideration was given in the assessment of the evidence from M. in the applicant's trial to the fact that it originated from a witness who was, by his own account, himself involved in the offence. To the contrary, it would rather appear that this evidence was examined and assessed by the domestic courts as any ordinary evidence would be».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Εντός του πιο πάνω πλαισίου και σε μια προσπάθεια αποδόμησης της αξιοπιστίας του Μ.Κ.7, έχουν προβληθεί με τον πρώτο λόγο έφεσης σειρά ζητημάτων, τα οποία κατά τον Εφεσείοντα θα έπρεπε να οδηγήσουν το Κακουργοδικείο να απορρίψει τη μαρτυρία του και να μην ενεργήσει επ' αυτής, καταδικάζοντας τον Εφεσείοντα χωρίς ενισχυτική μαρτυρία. Ως προς τις γενικές αρχές υπενθυμίζουμε ότι η αξιολόγηση συνιστά κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο έχει παρακολουθήσει τον μάρτυρα και ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός εάν υπάρχουν καλοί λόγοι, όπως είναι η περίπτωση που η αξιολόγηση ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου (Δημητρίου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 173/22, ημερ. 13.6.24).

 

        Σε ό,τι αφορά τα τεθέντα εδώ ζητήματα και περιοριζόμενοι καθηκόντως σε όσα καταγράφονται στην αιτιολογία του πρώτου λόγου, σημειώνουμε πως προβάλλεται ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.7 έπρεπε να απορριφθεί διότι προερχόταν από ένα μόνο μάρτυρα (testis unus) συνεργό στο έγκλημα, (i) Ο οποίος έλαβε ανταλλάγματα, (ii) Του οποίου η μαρτυρία ήταν εμποτισμένη με κίνητρα εκδίκησης, (iii) Ο οποίος προέβαλε ψευδείς ή ανεπιβεβαίωτους φόβους για ένταξη στο Πρόγραμμα Προστασίας Μαρτύρων, (iv) Ο οποίος είπε ψέματα κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης και (v) Γενικά η ποιότητα της μαρτυρίας του ήταν τέτοια, που το Δικαστήριο ώφειλε να μην τη δεχθεί.

 

        Είναι ευλόγως αντιληπτό αφενός πως ορισμένα από τα εγειρόμενα θέματα έχουν ήδη εξεταστεί προηγουμένως στην παρούσα, όπως τα ζητήματα της ύπαρξης ενός μοναδικού μάρτυρος που έλαβε ανταλλάγματα και των ψευδών φόβων για ένταξη στο Πρόγραμμα Προστασίας, και αφετέρου ότι άλλα σημεία στο πλαίσιο του πρώτου λόγου διατυπώνονται γενικά και αόριστα για σκοπούς έφεσης, όπως η γενικόλογη αναφορά στην ποιότητα της μαρτυρίας κατά τρόπον που λόγω της αοριστίας δεν προκρίνεται η εξέταση τους (Χριστοδούλου v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 736, Ανδρέου κ.ά. v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 152). Απομένουν ουσιαστικά η εισήγηση περί ύπαρξης κινήτρου και ψεμάτων στις καταθέσεις του Μ.Κ.7.

 

        Σε σχέση με το πρώτο θέμα ο Εφεσείων αποδίδει στον Μ.Κ.7 κίνητρο να τον ενοχοποιήσει και ως υπόβαθρο της εισήγησής του επικαλείται τα όσα ο ίδιος ο Εφεσείων είχε αναφέρει στη δεύτερη γραπτή κατάθεσή του (Τεκμήριο 41) και στην ανωμοτί δήλωσή του. Ουσιαστικά με όσα προέβαλε στην εν λόγω κατάθεσή του δεχόταν ότι, την προτεραία της σύλληψης του Μ.Κ.7, είχαν μιλήσει μεταξύ τους τηλεφωνικώς αλλά ήταν η θέση του ότι ο Μ.Κ.7 πίεζε τον ίδιο να τού εξεύρει πελάτες για ναρκωτικά διότι την επόμενη θα παραλάμβανε (ο Μ.Κ.7) μεγάλη ποσότητα «χόρτου» και ήθελε να το «δώσει» γρήγορα, ότι ο ίδιος (ο Εφεσείων) δεν δέχθηκε, ότι έκτοτε δεν ξαναμίλησαν και ότι ο Μ.Κ.7 τσακώθηκε μαζί του, οπότε πιστεύει τώρα ο Εφεσείων πως ο λόγος που ο Μ.Κ.7 τον ενέπλεξε στην υπόθεση είναι αυτός και ότι μπορεί να του «μπήκε» η ιδέα ότι (ο Εφεσείων) τον κάρφωσε στην Αστυνομία και για αυτό ήθελε να τον εκδικηθεί.

 

        Το Κακουργοδικείο καθοδηγήθηκε ορθά σε σχέση με τον τρόπο αξιολόγησης κατάθεσης κατηγορουμένου (Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109, Γαβριήλ v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 693) και ανωμοτί δήλωσης κατηγορουμένου (Αλεξάνδρου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 152/17, ημερ. 20.6.22). Πολύ εύστοχα υπέδειξε το Κακουργοδικείο ότι αυτή ήταν η εκδοχή του Εφεσείοντος την οποία προέβαλε στη δεύτερη κατάθεσή του και την οποία επανέλαβε στην ανωμοτί δήλωσή του. Όντως επρόκειτο για δηλώσεις με τις οποίες προέβαλλε την αθωότητά του, οι οποίες δεν μπορούσαν ασφαλώς άνευ άλλων στοιχείων αξιόπιστης μαρτυρίας να υπερισχύσουν της ένορκης μαρτυρίας που είχε υποβληθεί στη βάσανο της αξιολόγησης και είχε γίνει δεκτή κατόπιν επισταμένης αξιολόγησης.

 

        Θα προσθέταμε, ίσως εκ του περισσού, ότι το ανυπόστατο της εκδοχής ενισχύετο έτι περαιτέρω από την αντιφατικότητα και των εκδοχών που είχαν υποβληθεί σχετικά κατά την αντεξέταση του Μ.Κ.7, όπως ορθώς υποδεικνύει η Δημοκρατία και καταδεικνύεται από το πιο κάτω απόσπασμα (Πρακτικά, σ. 178):

 

«E.   Επίσης σου λέω ότι η επικοινωνία με τον κατηγορούμενο έγινε μια μέρα πριν σε συλλάβουν στον αριθμό ..522 γιατί ήθελες εσύ να σου βρει πελάτες, γιατί θα παραλάμβανες μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών.

A.    Εν είμαι εγώ, δεν επικοινώνησα μαζί του για να μου έβρει (sic) πελάτες ναρκωτικών.

E.    Και ο λόγος που ήθελες να σου έβρει πελάτες για να διακινήσεις τα ναρκωτικά που θα παραλάμβανες την επόμενη μέρα, ήταν γιατί ήξερες ότι είχε καταδικαστεί στο παρελθόν σε ποινή φυλάκισης για ναρκωτικά και του ζητούσες για να σου βρει μελλοντικούς αγοραστές, για να φύγει η μεγάλη ποσότητα που θα παραλάμβανες.

A.    Κύριε Πολυχρόνη, ποτέ στη ζωή μου δεν έχω διακινήσει ναρκωτικά, δεν ξέρω γιατί μου λες τούτο το πράγμα. Ναρκωτικά στη ζωή μου δεν διακίνησα, δεν είχα ανάγκη να βρω κάποιον πελάτη για να δώσω τη μεγάλη ποσότητα, όπως λέτε, τα ναρκωτικά. Δεν ήταν καν δική μου η ποσότητα που ήταν να παραλάβω, ήταν του κατηγορουμένου.

E.    Με τις διασυνδέσεις και τις δουλειές που κάνει η οικογένειά σου δεν χρειάζεσαι τον κατηγορούμενο.

A.    Εσύ να μου πεις τότε γιατί να τον γυρέψω;

E.    Να σου βρει ναρκωτικά να κάνεις μεταφορά.

A.    Η οικογένειά μου όπως έχω πει είναι μπλεγμένη με τα ναρκωτικά και είναι αποκομμένη που εμένα, δεν ξέρω πώς να το θέσω διαφορετικά, δεν είχα σχέση με ναρκωτικά για να έχω ανάγκη να πουλήσω ναρκωτικά, δεν είναι δικά μου τα ναρκωτικά για να μπορέσω να τα πουλήσω».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Είναι εμφανές, κατά την αντίληψή μας, από τα πιο πάνω, ότι η πρώτη εκδοχή ήταν πως ο Μ.Κ.7 είχε τηλεφωνήσει ζητώντας να τού βρει ο Εφεσείων πελάτες για ναρκωτικά τα οποία θα παραλάμβανε εξ ιδίας πρωτοβουλίας ο Μ.Κ.7, η δεύτερη εκδοχή, (με προηγηθέν υπόβαθρο πως και η οικογένεια του Μ.Κ.7 ασχολείτο με ναρκωτικά), ήταν ότι δεν χρειαζόταν τον Εφεσείοντα για οτιδήποτε σε σχέση με ναρκωτικά και η τρίτη εκδοχή ήταν ότι είχε τηλεφωνήσει ζητώντας να τού βρει ο Εφεσείων ναρκωτικά για να κάμει μεταφορά ο Μ.Κ.7.

 

        Η αντιφατικότητα και το αλληλοαναιρούμενο των διαφορετικών εκδοχών, οι οποίες είχαν τεθεί ήταν αφ' εαυτών στοιχεία τα οποία αφαιρούσαν κάθε πιθανό ψήγμα πειστικότητας από οποιαδήποτε εκδοχή, γεγονός το οποίο ούτως ή άλλως απέκλειε και τα όσα προς όφελος του είχε προβάλει είτε σε γραπτή κατάθεση είτε ανωμοτί ο ίδιος ο Εφεσείων.

 

        Περαιτέρω, ως αναφέραμε ήδη, προβάλλει ο Εφεσείων ότι, τα δύο ψέματα που είχε πει στην πρώτη κατάθεσή του ο Μ.Κ.7, δεν ήταν αθώα αλλά αρχικά συνιστούσαν υπερασπιστική γραμμή του την οποία όμως  εγκατέλειψε μετά από τα ανταλλάγματα που τού προσφέρθηκαν από την Αστυνομία για να καταθέσει εναντίον του Εφεσείοντος. Στην πραγματικότητα πρόκειται για δύο ψεύδη τα οποία ομολόγησε ο ίδιος ο Μ.Κ.7 στη μετά από λίγες μέρες δεύτερη κατάθεσή του, δίδοντας εξηγήσεις, όπως έπραξε και προφορικώς ενώπιον του Δικαστηρίου. Το ουσιώδες όμως ήταν πως αυτά δεν διέφυγαν την προσοχή του Κακουργοδικείου και το ουσιωδέστερο είναι πως αυτά δεν αφορούσαν καθόλου τα όσα σταθερά ο Μ.Κ.7 έχει αναφέρει από την πρώτη κατάθεσή του για την εμπλοκή του ίδιου του Εφεσείοντος. Δεν έχουμε να προσθέσουμε οτιδήποτε στα όσα το Κακουργοδικείο ανέφερε, η ουσία των οποίων αποτυπώνεται στο πιο κάτω απόσπασμα:

 

«Να λεχθεί δε ότι από τα όσα είπε σχετικά στις δύο καταθέσεις του δεν προκύπτει ότι τα ψέματα που είπε στην πρώτη του κατάθεση είχαν να κάνουν με το ρόλο, την εμπλοκή και τη δράση του κατηγορούμενου στην υπόθεση, ούτε και μετέβαλλαν στην ουσία την εκδοχή του μάρτυρα. Αντίθετα είναι εμφανές ότι αυτά αφορούσαν βασικά μόνο τη δική του γνώση για το τι θα παραλάμβανε και το γιατί δέχθηκε να το πράξει και ως ανέφερε στην αντεξέταση του η αλλαγή της στάσης του επί του θέματος επήλθε όταν μετά που σκέφθηκε τα πράγματα, όντας υπό κράτηση για 5 μέρες, αποφάσισε να πει την αλήθεια ώστε να θέσει πλήρως το δικό του ρόλο στην υπόθεση».

 

        Καταληκτικά, όσον αφορά το ουσιώδες παράπονο του Εφεσείοντος, στην παρούσα περίπτωση, όχι μόνο δεν παρατηρείται το φαινόμενο της μη πρόσδοσης σημασίας στο ίδιο το γεγονός ότι η μαρτυρία προερχόταν από μάρτυρα ο οποίος είχε αναμιχθεί στο έγκλημα αλλά αντιθέτως διαπιστώνεται ότι το Κακουργοδικείο, καθοδηγούμενο ορθώς από τις προαναφερθείσες νομολογιακές αρχές έδωσε την πρέπουσα σημασία στο γεγονός ότι ο Μ.Κ.7 ήταν συνεργός στο αδίκημα. Στοιχείο για το οποίο υπενθύμισε τον εαυτό του επανειλημμένως, επιδεικνύοντας εν τοις πράγμασι την ύψιστη επιφύλαξη, περίσκεψη και προσοχή, την οποία είχε προαναγγείλει. Η κάπως άστοχη ενασχόληση πριν την αξιολόγηση του Μ.Κ.7 με την ύπαρξη ή όχι ενίσχυσης δεν επηρεάζει καθ' οιονδήποτε τρόπο εν όψει του ότι η κατάληξη ήταν πως δεν υπήρχε τέτοια ενισχυτική μαρτυρία. Παραθέτουμε απόσπασμα το οποίο επιβεβαιώνει την αξιολόγηση του Μ.Κ.7 εν πλήρει γνώσει της προέλευσης της μαρτυρίας από συνεργό:

 

«Ο Μ.Κ.7 ενέπλεξε τον κατηγορούμενο σε χρονικό στάδιο πολύ πιο πριν και ασύνδετο με οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί ως παρέμβαση προς αυτόν. Ήταν δε εξ αρχής η πρόθεση του να καταθέσει εναντίον του κατηγορουμένου. Λαμβάνοντας δε υπόψην όλα τα ανωτέρω κρίνουμε ότι η παρούσα δεν αποτελεί περίπτωση στην οποία ο μάρτυρας ζήτησε και έλαβε ανταλλάγματα με σκοπό να πει ψέματα ώστε να ενοχοποιήσει τον κατηγορούμενο.

Η κατάληξη μας αυτή είναι βέβαια αποτέλεσμα όχι μόνο των όσων ως άνω έχουμε αναφέρει για το θέμα της αναστολής της ποινής αλλά και κατόπιν προσέγγισης και αξιολόγησης, με τον τρόπο που παραθέσαμε ανωτέρω, της μαρτυρίας του Μ.Κ.7 ως καθορίζει η νομολογία για την αξιολόγηση μαρτυρίας συνεργών, η οποία ουδόλως, επαναλαμβάνουμε, μας διαφεύγει ότι πρέπει να εξετάζεται με την ύψιστη προσοχή και επιφυλακτικότητα.

Ενόψει όλων των ανωτέρω η μαρτυρία του Μ.Κ.7 γίνεται δεκτή, ως αξιόπιστη εφόσον δεν έχουμε καμία αμφιβολία ότι ήταν ειλικρινής και ανάφερε την αλήθεια στο Δικαστήριο. Καταλήγουμε σε αυτό αφού έχουμε για ακόμα μια φορά αυτοπροειδοποιηθεί προηγουμένως για τους κινδύνους που ελλοχεύουν στο να στηριχθούμε στη μαρτυρία αυτή χωρίς ενίσχυση και αφού καταλήγουμε χωρίς κανένα ενδοιασμό ότι μπορούμε να το πράξουμε με απόλυτη ασφάλεια και σιγουριά».

 

        Στη βάση όλων των πιο πάνω δεν συμφωνούμε ούτε ότι υπήρξε οποιοδήποτε σφάλμα στην αξιολόγηση του Μ.Κ.7 ούτε ότι η ποιότητα της μαρτυρίας του ήταν τέτοια που δεν θα έπρεπε να γίνει δεκτή αλλά και ούτε ότι με την αποδοχή και στήριξη σε αυτή τη μαρτυρία έχει παραβιαστεί η αρχή της δίκαιης δίκης. Ως εκ τούτου οι λόγοι έφεσης 1 και 2 υπόκεινται σε απόρριψη.

 

Τρίτος Λόγος Έφεσης

 

        Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι υπήρξε παραβίαση της δίκαιης δίκης λόγω της μη εξέτασης του κινητού τηλεφώνου του Μ.Κ.7 μάρκας iPhone. Η συγκεκριμένη συσκευή είχε προσκομιστεί στο Κακουργοδικείο και είχε σημειωθεί ως Τεκμήριο 4. Η σχετική μαρτυρία του εμπειρογνώμονα της Αστυνομίας, ήτοι του Μ.Κ.6, ήταν ότι παρά τις προσπάθειες του να το ξεκλειδώσει, αυτό δεν κατέστη δυνατό διότι ήταν κλειδωμένο και ο ίδιος δεν γνώριζε τον κωδικό ούτε μπόρεσε να τον πληροφορηθεί παρά την εξ όσων ενθυμείτο σχετική επικοινωνία του με τον ανακριτή της υπόθεσης, τον Μ.Κ.8. Όταν όμως ο τελευταίος κατέθεσε διαπιστώθηκε πως ο κωδικός ήταν στην κατοχή της Αστυνομίας. Όπως εξήγησε ο Μ.Κ.8 τού τον είχε δώσει ο Μ.Κ.7, κάτι το οποίο ο Μ.Κ.8 επιβεβαίωσε ζητώντας να δει το Τεκμήριο 4, επί της εξωτερικής συσκευασίας του οποίου και υπέδειξε ότι αναγραφόταν ένας τετραψήφιος αριθμός, τον οποίο είχε σημειώσει εκεί ο Μ.Κ.1.

 

        Ο Εφεσείων ισχυρίστηκε πρωτοδίκως και ενώπιόν μας ότι από την τυχόν εξέταση του κινητού αυτού θα αποκτάτο γνώση ως προς το κατά πόσον: (i) Ήταν καταχωρημένοι σε αυτό οι τηλεφωνικοί αριθμοί που εντοπίστηκαν σε άλλο κινητό (Nokia) και δεν ταυτοποιήθηκαν, παρά τους ισχυρισμούς του Μ.Κ.7 ότι δεν ήταν καταχωρημένοι, (ii) Όντως ο Μ.Κ.7 απέστειλε μέσω του Τεκμηρίου 4 μήνυμα στον αριθμό ...522, ως προέβαλε ενόρκως δίδοντας εξηγήσεις για ψέμα που είχε πει στην πρώτη κατάθεσή του ή αν ο ισχυρισμός του αυτός ήταν επινόημα της στιγμής, (iii) Ο Μ.Κ.7 είναι διακινητής ναρκωτικών, την εμπλοκή του και τους συνεργούς του.

 

        Το Κακουργοδικείο αξιολογώντας τους Μ.Κ.6 και Μ.Κ.8 κατέληξε ότι δεν προέκυπταν στοιχεία περί κακοπιστίας, σκοπιμότητας ή άλλων κινήτρων, στα οποία να οφειλόταν η μη δικανική εξέταση του Τεκμηρίου 4. Η μη εξέταση ήταν αποτέλεσμα παράλειψης του Μ.Κ.6 να αντιληφθεί ότι υπήρχε ο κωδικός στη συσκευασία, καθώς και απουσίας της απαραίτητης συνεννόησης αυτού με τον Μ.Κ.8.

 

        Συμφωνούμε απόλυτα με το Κακουργοδικείο ότι ως θέμα κοινής λογικής δεν ετίθετο θέμα κακόπιστης απόκρυψης στοιχείων δεδομένου ότι ελλείψει ξεκλειδώματος ούτε η Αστυνομία έλαβε γνώση οποιουδήποτε περιεχομένου του Τεκμηρίου 4 ούτε και προέκυψε οτιδήποτε σχετικό το οποίο να έτεινε έστω να δείξει ότι υπήρχε κίνητρο μη ξεκλειδώματος (π.χ. επειδή θα ήθελαν να αποκρύψουν κάτι από το περιεχόμενό του). Η δε Υπεράσπιση είχε την ευκαιρία και αντεξέτασε τον Μ.Κ.7 για κάθε σχετική του αναφορά. Έχουμε την άποψη πως από αυτής της πλευράς η μη εξέταση του Τεκμηρίου 4 προκάλεσε την ίδια δυσκολία τόσο στην Υπεράσπιση όσο και στην Κατηγορούσα Αρχή, (κατ' αναλογίαν των όσων λέχθηκαν στην υπόθεση Δημοκρατίας v. Σταυρινού, Ποιν. Έφ. 266/18, ημερ. 8.4.20 και στη Γεωργίου, (ανωτέρω), με αναφορά στην Sofri a.o. v. Italy, Appl. no. 37235/97, ημερ. 27.5.03).

 

        Υπάρχει όμως ακόμα ένας λόγος, ουσιωδέστερος θα λέγαμε, για τον οποίο δεν μπορεί να παραπονείται ο Εφεσείων. Αυτός έγκειται στο ότι κατά την ακρόαση, μετά τη διαπίστωση της παράλειψης και την υπόδειξη του κωδικού ξεκλειδώματος από τον Μ.Κ.8 στο Τεκμήριο 4, ο εν λόγω μάρτυρας πρότεινε να ανοίξουν το κινητό, πλην όμως ο κ. Πολυχρόνης αντέδρασε αρνητικά. («Μετά που κατέθεσε ο Μ.Ι. θα ξεκινήσουμε ξανά τη δίκη; ...γράφτηκαν με αυτόν τον τρόπο πάνω στο σακούλι, δεν είναι καν μαρτυρικό υλικό»). Η συσκευή όμως ήταν ενσώματη μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου και ασφαλώς υπήρχε ευχέρεια επιθεώρησης και ξεκλειδώματός της (ακόμα και επιτόπου) εάν το ζητούσε οποιοσδήποτε παράγοντας της διαδικασίας, όπως και επανάκλησης οποιουδήποτε μάρτυρος, εάν απαιτείτο. Δεν έχουμε ούτε εδώ οτιδήποτε περισσότερο να προσθέσουμε στα όσα παρέθεσε το Κακουργοδικείο και έχουν ως εξής:

 

«Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι τόσο η κατηγορούσα αρχή όσο και η Αστυνομία ήταν πρόθυμες και δεν είχαν καμία ένσταση, εάν υπήρχε οποιοδήποτε θέμα από πλευράς υπεράσπισης, να γίνει ακόμη και τότε η εξέταση. Παρά τα πιο πάνω και ενώ υπήρχε τέτοια δυνατότητα όπως και δυνατότητα στα πλαίσια αυτά να επανακλητευθεί ο Μ.Κ.6, η υπεράσπιση δεν το ζήτησε. Το γεγονός ότι, ως ανέφερε ο κ. Πολυχρόνης, η μη εξέταση έγινε αντιληπτή μετά που κατέθεσε ο Μ.Κ.7 δεν συνιστούσε εμπόδιο ούτε για επανακλήτευση αυτού. Αντίθετα το στάδιο και οι περιστάσεις υπό τις οποίες αυτό έγινε αντιληπτό πιθανώς να καθιστούσαν αναγκαία τέτοια επανακλήτευση. Δεν θα άρχιζε η δίκη από την αρχή, ως ανέφερε ο συνήγορος, αλλά σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να υπερισχύσει η ανάγκη για εξέταση του τεκμηρίου, εφόσον η υπεράσπιση την θεωρεί ουσιώδη για την υπόθεση της, και όχι η όποια καθυστέρηση θα υπήρχε στην ολοκλήρωση της υπόθεσης. Η υπεράσπιση λοιπόν, παρά το ότι θεωρεί την εξέταση ουσιώδη για την υπόθεση της και παρά το ότι υπήρχε η δυνατότητα αυτή να γίνει έστω και στο συγκεκριμένο στάδιο, τελικά δεν προέβη σε οποιοδήποτε αίτημα, αφήνοντας το βασικά να θεωρηθεί ως παράλειψη της κατηγορούσας αρχής που επέδρασε εις βάρος του κατηγορουμένου».

 

        Στη βάση των πιο πάνω έπεται ότι και ο τρίτος λόγος υπόκειται σε απόρριψη.

 

Τέταρτος Λόγος Έφεσης

 

        Επικαλούμενος και πάλι την αρχή της δίκαιης δίκης, ο Εφεσείων με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλει γενικά και αόριστα ότι το Κακουργοδικείο προέβη σε εικασίες ή και εξήγαγε αυθαίρετα συμπεράσματα χωρίς να έχουν αποδειχθεί σχετικά γεγονότα ενώπιόν του ή και κατέληξε σε ευρήματα τα οποία δεν συνάδουν με τα συμπεράσματά του βάσει της μαρτυρίας. Όχι μόνο δεν παρέχεται οποιαδήποτε αιτιολογία, ως θα έπρεπε, αλλά αντ' αυτής προστίθεται, και πάλι γενικόλογα, ότι το Κακουργοδικείο παραποίησε ή και διαστρέβλωσε τα γεγονότα ή και την τεθείσα ενώπιόν του μαρτυρία. Ο τέταρτος λόγος έφεσης υπόκειται σε απόρριψη εκ μόνου του λόγου τούτου [βλ. Χριστοδούλου, Ανδρέου, (ανωτέρω)].

 

        Εν πάση περιπτώσει όμως, ακόμα και αν λάβουμε υπ' όψιν τα καταγραφόμενα στο διάγραμμα αγόρευσης, παρατηρούμε ότι παρατίθεται η πάγια νομολογία για το ανεπίτρεπτο στήριξης σε εικασίες και υποστηρίζεται ότι συνιστούν εικασίες (i) Το ότι ο Μ.Κ.7 κακοποιήθηκε στις Φυλακές, ενώ το μόνο νομικά ορθά συμπέρασμα ήταν ότι δεν ήταν δυνατό υπό τις περιστάσεις και τα γεγονότα να έγινε θύμα απειλών ή κακοποίησης, (ii) Τα ευρήματα αναφορικά με τον τρόπο και τις συνθήκες υπό τις οποίες απεδέχθη ο Μ.Κ.7 την πρόταση για μεταφορά των ναρκωτικών, διότι η μαρτυρία δεν επέτρεπε την κατάληξη σε τέτοιο εύρημα και (iii) Το ότι υπήρξε απουσία σχετικής συνεννόησης μεταξύ του Μ.Κ.6 και του Μ.Κ.8 για το θέμα του κωδικού ξεκλειδώματος του Τεκμηρίου 4 (iPhone).

 

        Πέραν του ότι πρόκειται για ζητήματα με τα οποία υπήρξε ενασχόληση προηγουμένως, το μόνο που θα προσθέταμε σε αυτό το σημείο είναι πως εικασίες θα ήταν εάν το Κακουργοδικείο προέβαινε σε πιθανολογήσεις, ήτοι εάν υπέθετε την ύπαρξη οποιωνδήποτε γεγονότων. Είναι σαφές όμως πως δεν υπέπεσε σε τέτοιο σφάλμα το Κακουργοδικείο. Ειδικότερα, τα δύο πρώτα ως άνω ευρήματα τα εξήγαγε στη βάση άμεσης μαρτυρίας του Μ.Κ.7, την οποία, ως εξηγήσαμε, αξιολόγησε δεόντως και απεδέχθη ενώ το τρίτο ήταν απολύτως εύλογο συμπέρασμα από άλλα γεγονότα για τα οποία επίσης είχε δοθεί μαρτυρία ενώπιόν του. Το τελευταίο μάλιστα ήταν αυταπόδεικτο συμπέρασμα από τα διαδραματισθέντα δια ζώσης ενώπιον του Κακουργοδικείου, όπου ο ένας μάρτυρας (Μ.Κ.6) είπε πως δεν είχαν τον κωδικό και ο άλλος (Μ.Κ.8) υπέδειξε επιτόπου πως ήταν αναγραμμένος χειρογράφως στην πλαστική συσκευασία.

 

        Στη βάση των ανωτέρω δεν θα συμφωνούσαμε ότι έχει παραβιαστεί το δικαίωμα δίκαιης δίκης του Εφεσείοντος. Ο τέταρτος λόγος υπόκειται επίσης σε απόρριψη.

 

Πέμπτος Λόγος Έφεσης (Αντιστροφή Βάρους Απόδειξης)

 

        Με τον πέμπτο λόγο έφεσης, ο Εφεσείων εγείρει επίσης ζήτημα παραβίασης της αρχής της δίκαιης δίκης. Ειδικότερα προβάλλει ότι σε σχέση με το Τεκμήριο 4 (iPhone) υπήρξε αντιστροφή του βάρους απόδειξης και τούτο κατά παράβαση του τεκμηρίου της αθωότητας, ως κατοχυρώνεται στο Άρθρο 12 του Συντάγματος και στο Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Ο ισχυρισμός προβάλλεται σε σχέση με το προπαρατεθέν εδώ απόσπασμα από την απόφαση και εστιάζεται στην αναφορά του Κακουργοδικείου πως δεδομένου ότι το κινητό ήταν ήδη τεκμήριο και ότι η μη εξέτασή του έγινε αντιληπτή κατά τη διάρκεια της δίκης, εάν η Υπεράσπιση θεωρούσε ότι ήταν σημαντικό για την υπόθεσή της, μπορούσε να υποβάλει αίτημα για εξέτασή του καθώς και να ζητήσει επανάκληση του Μ.Κ.6, κάτι που δεν έπραξε. Η σχετική αναφορά του Κακουργοδικείου ήταν εξ αφορμής της ακόλουθης στιχομυθίας από την αντεξέταση του Μ.Κ. 8 (Πρακτικά, σ. 214):

 

        «A.   Ναι. Οπότε, Εντιμότατε, εάν υπάρχει οποιοδήποτε θέμα με τον κύριο Πολυχρόνη τζιαί εν εσιει κάποιο πρόβλημα εμείς θα θέλαμε πραγματικά να το ανοίξουμε το συγκεκριμένο τηλέφωνο, απλώς οι οδηγίες στο Δικαστήριο σας θα ήταν χαρά μας.

        E.    Μετά που κατέθεσε ο Μάριος Ιορδάνους θα ξεκινήσουμε ξανά τη δίκη;

        Δικαστήριο: Έκανε μια δήλωση».

 

        Διαπιστώνουμε ότι στο πλείστο μέρος της επιχειρηματολογίας του ο Εφεσείων διασυνδέει το πιο πάνω θέμα με το νομικό βάρος (legal burden) και το βάρος προσαγωγής μαρτυρίας ή αποδεικτικό βάρος (evidential burden) σε ποινική υπόθεση. Η διαπίστωσή μας προκύπτει αβίαστα από το πλήθος αυθεντιών, τις οποίες παραθέτει ο Εφεσείων (Woolmington v. DPP (1935) All E.R. 1, Hassan (1971) 2 C.L.R. 316, Δημητρίου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 326, Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, Navalnyy and Gunko v. Russia, Appl. no. 75186/12, ημερ. 10.11.20).

 

        Δεν συμφωνούμε όμως ότι εγείρεται τέτοιο ζήτημα στην παρούσα περίπτωση. Είναι πολύ καλά γνωστός ο κανόνας ότι η Κατηγορούσα Αρχή οφείλει να αποδείξει πέραν λογικής αμφιβολίας την ενοχή του κατηγορουμένου και όχι ο ίδιος την αθωότητά του. Δεν είναι σωστό να αποδίδεται στο Κακουργοδικείο ότι στην παρούσα περίπτωση αγνόησε ή και παραβίασε τον πιο πάνω κανόνα. Προβάλλεται, και είναι ορθό, ότι η Υπεράσπιση δύναται να αφήνει τη διαδικασία να εξελίσσεται και να οικοδομεί επί των λαθών, ανακριβειών και κενών της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής χωρίς να οφείλει να ερωτήσει ή να εξηγήσει οτιδήποτε. Παραγνωρίζει όμως η εισήγηση ότι μια τέτοια τακτική δύναται να επιτύχει νοουμένου ότι η Υπεράσπιση αξιολογεί ορθώς τη μαρτυρία η οποία παρελαύνει ενώπιον του Δικαστηρίου και ότι δεν τη θεωρεί εσφαλμένα ως μη ικανή να οδηγήσει σε καταδίκη (Munteanu v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 459).

 

        Ακριβώς αυτό έχει συμβεί στην παρούσα. Ο Εφεσείων προβάλλει ότι «η επικοινωνία αναφορικά με τη διακίνηση των ναρκωτικών γινόταν μέσω κινητών τηλεφώνων» και ότι το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 4 «ήταν καίριας σημασίας είτε προς επιβεβαίωση, είτε προς διάψευση των λεχθέντων του Μ.Κ.7». Βασικά, η Κατηγορούσα Αρχή, έχοντας και το βάρος προσαγωγής μαρτυρίας (evidential burden) είχε προσκομίσει τέτοια μαρτυρία. Ήταν τα «λεχθέντα» από τον Μ.Κ.7 για τις επικοινωνίες. Επί των οποίων καθηκόντως αντεξέτασε η Υπεράσπιση, αμφισβητώντας τα «λεχθέντα». Βέβαια με αναφορά στην υπόθεση Τρύφωνος v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 41/2019, ημερ. 8.4.20, ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι «το ζητούμενο για την υπεράσπιση δεν ήταν να πείσει για την αναξιοπιστία της παραπονούμενης, όπως είχε το βάρος η κατηγορούσα αρχή να πείσει για την αξιοπιστία της, αλλά αρκούσε να προκαλέσει ρήγμα στην αξιοπιστία της ώστε να καταστήσει επισφαλή μια καταδίκη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας». Κατά τον Εφεσείοντα αυτή είναι η όλη ουσία και η αρχή που έπρεπε να εφαρμόσει το Δικαστήριο διότι η Κατηγορούσα Αρχή ήταν που έπρεπε να επιβεβαιώσει τις θέσεις και τους ισχυρισμούς του Μ.Κ.7 για να πείσει για την αξιοπιστία του.

 

        Στην πραγματικότητα καμμιά από τις δύο πλευρές δεν γνώριζε ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης η οποία θα ακολουθούσε από το Δικαστήριο για τα λεχθέντα αυτά. Όπως δε, αναφέρεται στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης», (ανωτέρω), σ. 173:

 

«... το κρίσιμο στάδιο στην απάντηση του ερωτήματος αν ο διάδικος που έχει το βάρος απόδειξης το απέσεισε απαντάται από το Δικαστήριο μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας που έχει παρουσιαστεί και τούτο γίνεται μετά τη συμπλήρωση του συνόλου της υπόθεσης των διαδίκων (Catlin v. Catlin (1982) 1 CLR 117) και τη διαπίστωση τού αν ο αντίδικος πέτυχε να αντικρούσει επιτυχώς την εναντίον του μαρτυρία βάσει του αποδεικτικού βάρους απόδειξης (Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ v. Πολυβίου (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 339)».

 

        Στην παρούσα περίπτωση η Υπεράσπιση είχε κρίνει και εφησυχάστηκε ότι είχε ήδη δημιουργήσει ρήγμα επί τω ότι δεν προσκομίστηκε επιπλέον μαρτυρία που να επιβεβαίωνε τον Μ.Κ.7 αλλά στην πραγματικότητα υπήρχε ήδη η προφορική του μαρτυρία και η Υπεράσπιση διέτρεχε τον κίνδυνο να γινόταν αποδεκτή, όπως και έγινε εν τέλει.

 

        Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση ότι αντέστρεψε οποιοδήποτε βάρος απόδειξης το Κακουργοδικείο ή ότι παραβίασε το τεκμήριο αθωότητας. Το συγκεκριμένο κινητό δεν το είχε αποκρύψει η Κατηγορούσα Αρχή. Είχε κατατεθεί εξαρχής ως Τεκμήριο 4. Διαπιστώθηκε μεν κατά τη διάρκεια της δίκης ότι δεν είχε ανοιγεί και εξεταστεί πλην όμως σαφέστατα υπήρχε αυτή η ευχέρεια κατά τη δίκη, ιδιαίτερα για τους σκοπούς που θα ήθελε να υποβάλει ερωτήσεις η Υπεράσπιση, ήτοι τους καταχωρημένους σε αυτό αριθμούς και τις τυχόν εμπεριεχόμενες σε αυτό επικοινωνίες. Αυτό ήταν ακριβώς που υπέδειξε το Κακουργοδικείο και βρίσκουμε εύστοχη την αντιστοίχιση στην οποία προέβη με την υπόθεση Γεωργίου (ανωτέρω) στην οποία επίσης δεν είχε γίνει δικανική ανάλυση ενός κινητού, μάλιστα εκεί λόγω καταστροφής του, της οποίας υπόθεσης το ακόλουθο απόσπασμα ισχύει κατ΄ αναλογίαν και στην παρούσα:

 

        «Εν πρώτοις, η Υπεράσπιση επιχειρεί εκ του ασφαλούς να οικοδομήσει επιχείρημα διατεινόμενη ότι αν είχε το τηλέφωνο στην κατοχή της και διερευνάτο το περιεχόμενο του, θα μπορούσαν να εξαχθούν ευρήματα ανατρεπτικά των θέσεων της Κατηγορούσας Αρχής, όπως διατυπώθηκαν από το Μ.Κ.22. Όταν είχε την ευκαιρία να εξετάσει το εν λόγω τεκμήριο, δεν το έπραξε. Ουσιαστική σημασία θα μπορούσε να έχει η απώλεια του, αν ήταν δεδομένο ότι θα προέκυπτε αυτό το αποτέλεσμα που υποστηρίχθηκε προς όφελος της Υπεράσπισης.

 

        Επιπλέον, η πιο πάνω εισήγηση παραγνωρίζει ότι η ουσιωδέστερη στην προκείμενη περίπτωση μαρτυρία ήταν εκείνη του Μ.Κ.22. Όπως δε ορθά το Κακουργιοδικείο επεσήμανε μέσω του αποσπάσματος που παρατέθηκε πιο πάνω, δεν ήταν επί του περιεχομένου του τηλεφώνου που η Κατηγορούσα Αρχή βασίστηκε για να προωθήσει την υπόθεσή της, αλλά επί της μαρτυρίας του Μ.Κ.22, τον οποίο η Υπεράσπιση είχε την ευχέρεια και αντεξέτασε εκτεταμένα, καθώς και σε άλλη πραγματική μαρτυρία».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Κατά συνέπειαν, δεν συμφωνούμε ότι παραβιάστηκε το τεκμήριο αθωότητος του Εφεσείοντος ή ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης. Ως εκ τούτου και ο πέμπτος λόγος έφεσης υπόκειται σε απόρριψη.

 

Έκτος Λόγος Έφεσης (Ποινή)

 

        Με τον έκτο λόγο ο Εφεσείων προβάλλει ότι το Κακουργοδικείο επιβάλλοντας φυλάκιση 7 ετών στον ίδιο παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχείρισης και ή ότι υπήρξε δυσμενής διάκριση και ή ότι ελήφθησαν υπ΄ όψιν γεγονότα τα οποία δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Αυτό το τελευταίο δεν θα μας απασχολήσει δεδομένου ότι εκ μέρους του Εφεσείοντος δεν αναφέρεται κανένα τέτοιο γεγονός, το οποίο δηλαδή να είχε ληφθεί υπ΄ όψιν και να μην ανταποκρίνετο στην πραγματικότητα.

 

        Απομένει ουσιαστικά η εισήγηση για άνιση μεταχείριση, η οποία βέβαια πρωτίστως προβάλλεται εν σχέσει με την επιβολή φυλάκισης 3,5 ετών στον Μ.Κ.7, χωρίς να συνυπολογιστεί το γεγονός ότι αυτός είχε αποφυλακιστεί πριν τιμωρηθεί ο Εφεσείων δυνάμει προεδρικής χάρης βάσει του Άρθρου 53.4 του Συντάγματος.

 

        Θα πρέπει να πούμε ότι, αρχής γενομένης από την απόφαση της ολομέλειας (πλειοψηφίας) του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ιωάννου v. Αστυνομίας (Αρ. 2) (1997) 2 Α.Α.Δ. 267, η κρατούσα άποψη στη νομολογία μας είναι πως η προνομία του Προέδρου της Δημοκρατίας βάσει του Άρθρου 53.4 του Συντάγματος να μειώσει ή αναστείλει κάποια ποινή δεν ελέγχεται δικαστικώς και δεν δύναται να λειτουργήσει ως λόγος μείωσης ή αναστολής ποινής ενός άλλου συγκατηγορούμενου ή συμμετόχου. Όπως είχε σχετικά εξηγηθεί στη Νικήτας v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 156:

 

        «[Η] ούτω παρεχόμενη αναστολή επιβληθείσας ποινής φυλάκισης δεν μπορεί να αφορά την αρχή της ισότητας της μεταχείρισης ως προς το μέτρο της επιβληθησόμενης ποινής αφού έπεται του ήδη καθορισθέντος συγκριτικού μέτρου, καθορισθέντος κατά την επιβολή της, που είναι και το έργο του Δικαστηρίου».

 

        Τα πιο πάνω επιβεβαιώθηκαν στην υπόθεση Γεωργίου, (ανωτέρω), στην οποία ορθώς στηρίχθηκε το Κακουργοδικείο στην παρούσα και στην οποία είχαν λεχθεί τα εξής:

 

        «Σε ό,τι αφορά το πρώτο σκέλος της εισήγησης του Εφεσείοντα, όπως ορθά επεσήμανε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, το γεγονός ότι είχε μειωθεί, με Προεδρική Χάρη, η ποινή των Κατηγορουμένων που καταδικάστηκαν στην προηγηθείσα ποινική υπόθεση, μεταξύ των οποίων και του Μ.Κ.22, δεν ήταν στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να προσμετρήσει ως μετριαστικός παράγοντας υπέρ του Εφεσείοντα. Στο πλαίσιο αυτό έγινε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο παραπομπή στην Απόφαση (πλειοψηφίας) της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 267, όπου αποφασίσθηκε ότι το προνόμιο του Προέδρου της Δημοκρατίας, με βάση το Άρθρο 53 του Συντάγματος, να μειώσει ή αναστείλει μια ποινή, δεν ελέγχεται δικαστικά και δεν μπορεί να επενεργήσει ως λόγος μείωσης ή αναστολής της ποινής ενός άλλου συγκατηγορούμενου».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, εν συνεχεία ο Εφεσείων υποστηρίζει πως η 7ετής φυλάκιση στον ίδιο συνιστά αδικαιολόγητη διαφοροποίηση και συνεπώς άνιση μεταχείριση εν συγκρίσει με τον συγκατηγορούμενο (Μ.Κ.7).

 

        Ο Εφεσείων ήταν ηλικίας 45 ετών κατά την επιβολή της ποινής, πατέρας τεσσάρων τέκνων (2, 14, 15 και 19 ετών), προερχόταν από φτωχή προσφυγική οικογένεια και είχε δύσκολα παιδικά χρόνια, έχοντας βιώσει (σε ηλικία 13 ετών) την εγκατάλειψη από τον πατέρα του. Ένεκα της παρούσας υπόθεσης και ο γάμος του Εφεσείοντος οδηγήθηκε σε διαζύγιο.

 

        Ανάλογες περίπου ήταν και οι συνθήκες του Μ.Κ.7, ο οποίος ήταν 26 ετών, έγγαμος, έχοντας δύο ανήλικα (1,5 έτους και 8 ετών) και προερχόμενος από δυσλειτουργική οικογένεια, με τους γονείς του να έχουν χωρίσει όταν ο ίδιος ήταν ανήλικος (3 ετών). Μέχρι την ηλικία των 10 ετών μεγάλωνε με τη μητρική γιαγιά, οπότε επέστρεψε στο σπίτι της μητέρας του, η οποία όμως είναι χρόνια χρήστης ναρκωτικών, πράγμα που την οδήγησε επανειλημμένως σε παραβατική συμπεριφορά και σε ποινές φυλάκισης.

 

        Ασφαλώς κανένα από τα πιο πάνω στοιχεία προσωπικών περιστάσεων δεν δικαιολογούσε τη διαφοροποίηση στις ποινές. Υπήρχαν όμως άλλα στοιχεία είτε ελαφρυντικά προς όφελος του Μ.Κ.7 είτε επιβαρυντικά εις βάρος του Εφεσείοντος, τα οποία εμφανώς καθιστούσαν ανόμοιες τις δύο περιπτώσεις και δικαιολογούσαν, κατά τις πάγιες νομολογιακές αρχές, τη διαφοροποίηση στις ποινές. Τα στοιχεία αυτά ήταν αφενός για τον Μ.Κ.7 ο ρόλος του διακινητή, η παραδοχή, η μεταμέλεια, η συνεργασία, σε συνδυασμό με το λευκό μητρώο του και αφετέρου για τον Εφεσείοντα η απουσία έκπτωσης λόγω καταδίκης μετά από ακρόαση, η μια προηγούμενη καταδίκη του,  καθώς και ο ουσιώδης ρόλος του ιθύνοντος στην όλη οργάνωση της παραλαβής με πρόθεση την περαιτέρω διάθεση των ναρκωτικών.

 

        Όπως και το Κακουργοδικείο, δεν παραγνωρίζουμε ότι η προηγούμενη καταδίκη σημειώθηκε προ 18 ετών, πλην όμως ορθώς κρίθηκε πως δεν μπορούσε να παραγνωριστεί ούτε το ότι αφορούσε και πάλι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης για κατοχή και κατοχή επί σκοπώ προμήθειας ναρκωτικών Τάξης Α και Β, με μεγαλύτερη αυτή των 6 ετών φυλάκισης. Η μεταγενέστερη δράση του (Εφεσείοντος) κατεδείκνυε ξανά την έλλειψη σεβασμού στον Νόμο και κυρίως το ότι η παλαιότερη ποινή δεν είχε επιτύχει τον σκοπό αποτροπής του.

 

        Όσον αφορά τα υπόλοιπα προαναφερθέντα διαφοροποιητικά στοιχεία κρίνουμε ότι η περίπτωση αυτή παρουσιάζει χαρακτηριστικές ομοιότητες με την υπόθεση Παπαδόπουλου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 202/20, ημερ. 20.9.22 στην οποία, μετά την έκτιση ενός έτους φυλάκισης, είχε επίσης χορηγηθεί Προεδρική αναστολή έκτισης τεσσάρων ετών (από την 5ετή ποινή φυλάκισης) σε συνεργό ο οποίος είχε παραδεχθεί και συνεργαστεί. Παραθέτουμε αυτούσια τα όσα είχαν αναφερθεί:

 

        «Ο Ρόνεη είχε παραδεχτεί τις εναντίον του κατηγορίες και δικαιούτο και έλαβε τη σχετική έκπτωση, αφού το Κακουργιοδικείο έδωσε, ως όφειλε, ιδιαίτερη βαρύτητα στο γεγονός (Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28, 36) και στο ότι η παραδοχή του αυτή ήταν άμεση (Gorko v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 458, 463).

 

        Θεωρούμε σκόπιμο να σταθούμε στο ζήτημα της παραδοχής, που συνιστά ένα από τους ουσιαστικότερους μετριαστικούς παράγοντες. Υποδηλώνει κατά τρόπο έμπρακτο τη μεταμέλεια του κατηγορούμενου και για πολλούς άλλους λόγους πρέπει να ενθαρρύνεται με ουσιαστικό αντίκτυπο στην μείωση της ποινής.

 

        Περαιτέρω, ο Ρόνεη είχε συνεργαστεί με τις ανακριτικές αρχές και βοήθησε κατά τρόπο καταλυτικό στη διαλεύκανση της υπόθεσης και άλλων εγκλημάτων διακίνησης ναρκωτικών, κατονομάζοντας τους συνεργάτες του και δηλώνοντας ετοιμότητα να μαρτυρήσει εναντίον τους (Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 746, 752-3). Προσθέτουμε ότι τέτοια συνεργασία έχει επαυξημένη αξία στις περιπτώσεις του σοβαρού και οργανωμένου εγκλήματος, όπου αυτός που συνεργάζεται με την Αστυνομία θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια του ιδίου και ενδεχομένως και της οικογένειας του, όπως κρίθηκε ότι ήταν η περίπτωση του Ρόνεη και επομένως για να ενθαρρύνεται τέτοια συνεργασία ή έκπτωση στην ποινή πρέπει να είναι ουσιαστική.

 

        Τέλος, ο Ρόνεη είχε λευκό ποινικό μητρώο, ενώ ο Εφεσείων βαρύνετο με μια προηγούμενη καταδίκη πάλι για κατοχή ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια, όπου του επιβλήθηκε το 2008 ποινή φυλάκισης 2 ½ χρόνων.

 

        Καταλήγουμε ότι, στις περιστάσεις της υπόθεσης και του προσώπου του καθενός από αυτούς, δεν δικαιολογείται κανένα παράπονο του Εφεσείοντα για την ποινή του σε σχέση με την ποινή που είχε επιβληθεί στον Ρόνεη από το Κακουργιοδικείο».

 

        Έχουμε την άποψη ότι στη βάση των πιο πάνω διαφοροποιητικών στοιχείων η επιβληθείσα ποινή στον Εφεσείοντα ήταν δίκαιη και ισοζυγισμένη, χωρίς να τίθεται οποιοδήποτε ζήτημα άνισης μεταχείρισης. Έπεται ότι και ο έκτος λόγος έφεσης υπόκειται σε απόρριψη.

 

Κατάληξη

 

        Στη βάση όλων των πιο πάνω όλοι οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται. Κατά συνέπειαν, τόσον η έφεση εναντίον της καταδίκης όσον και η έφεση εναντίον της ποινής απορρίπτονται.

 

 

                                                                              

 

                                                                               Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                               Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                               Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο