ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 195/2018)
18 Δεκεμβρίου, 2024
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
Εφεσείοντας /Εναγόμενος
και
MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD
Εφεσίβλητη /Ενάγουσα
------------------------------
Μαρία Κέστωρος (κα) μαζί με τον Σίμο Παρπούνας για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Βαλεντίνος Κοντογιάννης μαζί με τον Γιώργο Κυριάκου για Ηλιάδης & Κυριάκου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
-------------------------------
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Με την εκκαλούμενη απόφαση ημερ.27.4.2018, το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντος ποσά 55.211,99 και 64.214,66 πλέον τόκους προς 14% με κεφαλαιοποίηση δύο φορές το χρόνο δυνάμει δύο δανείων ημερ.7.9.2007 και 29.10.2007 αντίστοιχα. Παράλληλα, εξέδωσε διάταγμα εκποίησης ακινήτου (ισόγεια κατοικία) προς εκτέλεση υποθηκών που τέθηκαν προς εξασφάλιση/συνέχιση των παραχωρηθέντων δανείων. Τέλος, απέρριψε την Ανταπαίτηση του εφεσείοντος με την οποία ζητούσε διάφορες θεραπείες, δηλωτικής κυρίως φύσεως και τον καταδίκασε και στα έξοδα της υπόθεσης.
Η πρωτόδική ακροαματική διαδικασία υπήρξε σύντομη. Κατέθεσαν δύο μόνον μάρτυρες. Εκ μέρους της εφεσίβλητης (ενάγουσας) ο υπάλληλος της, Μάριος Κουντούρης (ΜΕ1) και εκ μέρους του εφεσείοντος (εναγόμενου), προσωπικά ο ίδιος (ΜΥ1). Κατατέθηκαν και τα σχετικά έγγραφα της υπόθεσης ως τεκμήρια 1-16, χωρίς, ως προκύπτει, την υποβολή οποιασδήποτε ένστασης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως αξιόπιστο τον μάρτυρα της εφεσίβλητης, αποδεχόμενο πλήρως τη μαρτυρία του, αλλά και τα κύρια έγγραφα της υπόθεσης που κατέθεσε ως τεκμήρια. Τον εφεσίβλητο, που υποστήριξε στο δικόγραφο και στη μαρτυρία του ότι υπήρξαν παράνομες χρεώσεις και ανατοκισμοί, αλλά και διάφορες παραβιάσεις του περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου 93(1)/1996, τον έκρινε αναξιόπιστο και απέρριψε συνακόλουθα τη μαρτυρία του. Με αυτή την εικόνα από πλευράς μαρτυρίας, προχώρησε στην εξαγωγή πραγματικών και νομικών συμπερασμάτων, καταλήγοντας ως προαναφέραμε, στην έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης.
Η απόφαση δεν άφησε ικανοποιημένο τον εφεσείοντα, ο οποίος την προσβάλλει με τρεις λόγους έφεσης. Σύμφωνα με τον πρώτο λόγο έφεσης το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την Υπεράσπιση του εφεσείοντος περί ύπαρξης παράνομων και/ή καταχρηστικών χρεώσεων, εφαρμόζοντας και/ή ερμηνεύοντας εσφαλμένα τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου 93(Ι)/96. Εάν έπραττε ορθώς θα έπρεπε να είχε αποδώσει στον εφεσείοντα την προστασία που παρέχουν τα άρθρα 5 και 6, της σχετικής Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ και της Νομολογίας του ΔΕΕ ως προς τη μη εφαρμογή και/ή μη εκτέλεση καταχρηστικών ρητρών και/ή πράξεων, οι οποίες είχαν εμφιλοχωρήσει και/ή επιβληθεί στον εφεσείοντα.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποδέχθηκε ως ορθές και νόμιμες τις χρεώσεις και επιβαρύνσεις των επίδικων λογαριασμών, καταλήγοντας στο εσφαλμένο εύρημα ότι η εφεσίβλητη είχε αποδείξει την ορθότητα και νομιμότητα των χρεώσεων και επιβαρύνσεων, ενώ εάν έπραττε ορθώς θα εύρισκε ότι οι χρεώσεις ήταν παράνομες όπως και οι ανατοκισμοί και τα αξιούμενα ποσά των λογαριασμών. Περαιτέρω, εσφαλμένα δεν εξέτασε ή και δεν έλαβε υπόψη κατά την τελική του κρίση, ότι οι επίδικοι λογαριασμοί είχαν τοκισθεί και επιβαρυνθεί αχρεωστήτως και παρανόμως και καταχρηστικώς επί τη βάσει και κατ΄ ακολουθία του τεκμηρίου 4, το οποίο περιλάμβανε ρήτρες καταχρηστικές και/ή δεν αποδέχθηκε τη μη ορθότητα των χρεώσεων υπό της εφεσίβλητης με βάση το τεκμήριο 4 και τους όρους αυτού.
Στον τρίτο λόγο έφεσης υποβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπό καθεστώς νομικής πλάνης, θεώρησε ως ορθώς τερματισθείσες τις συμφωνίες δανείου, ενώ εάν έπραττε ορθώς, θα εύρισκε ότι ο τερματισμός και/ή ο τρόπος τερματισμού των συμφωνιών δανείου ήταν παράνομος και/ή εγένετο καταχρηστικώς και/ή κατά τρόπον άδικο από την εφεσίβλητη.
Μολονότι οι λόγοι έφεσης δεν αναφέρονται ρητώς στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από πλευράς πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αξιολόγηση, έμμεσα τουλάχιστον, εμφιλοχωρεί και στους τρείς λόγους έφεσης. Τούτο είναι πρόδηλο από την αιτιολογία των λόγων έφεσης, αλλά και από το περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντος, όπου σε αρκετά σημεία γίνεται επίκληση της [απορριφθείσας] μαρτυρίας του εφεσείοντος, αλλά και επίκριση της αποδοχής ή θετικής αποτίμησης του μάρτυρος της εφεσίβλητης, από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. περίγραμμα αγόρευσης εφεσείοντος - παράγραφοι 3, 8, 10 της αιτιολογίας του πρώτου λόγου έφεσης και παράγραφοι 1 και 5 της αιτιολογίας του δεύτερου λόγου έφεσης).
Σε σχέση λοιπόν με το όποιο θέμα άπτεται της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, σχετικά είναι τα όσα υποδείξαμε στην απόφαση μας, AUTOMIND ENTERPRISES LIMITED v. ΚΥΘΡΟΜΑΚ (ΑΣΦΑΛΤΙΝΚ) ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 366/2018, ημερ.31.1.2024. Συγκεκριμένα επισημάναμε τα εξής:
«Επαναλαμβάνουμε τον νομολογιακό κανόνα ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας, η οποία αξιολόγηση αποτελεί τη συνισταμένη της κρίσης του Δικαστηρίου επί της ζώσας ενώπιoν του παρουσιασθείσας μαρτυρίας.
Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Tekinder Pal κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:
«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων. (Δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).»
Επέμβαση είναι δυνατή σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. Παραπέμπουμε στις αποφάσεις Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»
Με αυτές τις αρχές κατά νου, προχωρούμε στην εξέταση των λόγων έφεσης, κάνοντας αρχή από τον τρίτο λόγο έφεσης. Με αυτό τον λόγο έφεσης, ο εφεσείοντας υποστηρίζει ότι υπό το φως των τεκμηρίων 3 και 10 (των δανειακών συμφωνιών δηλαδή), η δυνατότητα τερματισμού δημιουργούσε ανισότητα και εν πάση περιπτώσει ο τερματισμός δια επιστολής δεν ήταν νόμιμος αφού δεν προβλεπόταν στις εν λόγω συμφωνίες.
Υπενθυμίζουμε κατ' αρχάς ότι η μαρτυρία του εφεσείοντος απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αναξιόπιστη. Η κατάληξη αυτή δεν προσβάλλεται. Ούτε και υπάρχει περιθώριο παρέμβασης μας. Διεξήλθαμε τα πρακτικά της ακροαματικής διαδικασίας, τα δικόγραφα, τα τεκμήρια, αλλά και το κείμενο της εκκαλούμενης απόφασης, ώστε να αποτιμήσουμε την από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντος. Από τη διεργασία αυτή δεν διαπιστώσαμε παραλογία, πλημμέλεια ή αντίφαση στον τρόπο αξιολόγησης, αλλά και στα εξαχθέντα συμπεράσματα από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με αυτόν.
Συνεπώς, ο λόγος έφεσης αυτός (όπως και οι άλλοι λόγοι έφεσης) θα πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα της αποδεχθείσας μαρτυρίας από πλευράς πρωτόδικου Δικαστηρίου, προερχόμενη αποκλειστικά από τον ΜΕ1. Ο ΜΕ1 λοιπόν, επί του συγκεκριμένου ζητήματος, ανέφερε, ότι και για τα δύο δάνεια υπήρχαν καθυστερήσεις και απεστάλη η προειδοποιητική επιστολή ημερ.15.3.2010 (τεκμήριο 12). Δεν υπήρξε ανταπόκριση και έτσι αμφότερες οι δανειακές συμφωνίες τερματίστηκαν με την επιστολή ημερ.20.4.2010 (τεκμήριο 12). Το ότι υπήρχαν καθυστερήσεις στην καταβολή των δόσεων, δεν αμφισβητήθηκε. Συνεπώς, ήταν εύλογο το συμπέρασμα ότι υπήρχε παράβαση των συμφωνιών και δικαιολογείτο κατ' επέκταση ο τερματισμός, ασχέτως αν η αποστολή επιστολής προσδιοριζόταν ρητά ή όχι στις εν λόγω συμφωνίες, ως μέθοδος τερματισμού.
Οι δύο επιστολές συμφώνως της αδιαμφισβήτητης μαρτυρίας επί του σημείου, αλλά και του συνακόλουθου εύλογου συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ανέγραφαν τη διεύθυνση του εφεσείοντος, ταχυδρομήθηκαν δεόντως και δεν επιστράφηκαν. Συνεπώς, ενεργοποιήθηκε το τεκμήριο παραλαβής των επιστολών (βλ. Πιττάκα v. Γ & Β Χατζηδημοσθένους Λτδ (2004) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1895, ALPHA BANK CYPRUS LTD v. ARENA MOTOR SHOW LTD κ.α. (2015) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2077 και Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ v. Deme Dairy Ltd κ.α. Πολ. Έφεση 246/2013 ημερ.11.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:A523). Το γεγονός τούτο, αναδείκνυε με τη σειρά του το νόμιμο του τερματισμού και της μετέπειτα διεκδίκησης της οφειλής στο Δικαστήριο (βλ. Lombard Natwest Ltd v. Λαζαρίδη (1999) 1(Β) Α.Α.Δ.1466 και M.I.T Global Data Solutions Ltd κ.α. v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2015) 1(Γ) Α.Δ.Δ. 2704). Ακόμα και αν δεν επιτυγχάνετο νόμιμος τερματισμός διά της προαναφερθείσας επιστολής, η ίδια η καταχώρηση της αγωγής θεωρείται τερματισμός και νόμιμη απαίτηση της οφειλής (βλ. Κυριάκου v. Χρυσοστόμου (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2029, Μακεδόνας v. Λαζάρου (2005) 1 Α.Α.Δ.1322 και Έλληνας κ.α. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, Πολ. Έφεση 87/2013, ημερ.3.12.2019), ECLI:CY:AD:2019:A503.
Υπό τις δοθείσες, ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης συνεπώς, καμία ανισότητα δεν υπήρξε στον τρόπο που επήλθε ο τερματισμός, ούτε και πάσχει για οποιονδήποτε λόγο ο τερματισμός. Τουναντίον, ο τερματισμός υπήρξε έγκυρος και νόμιμος.
Ο τρίτος λόγος έφεσης επομένως απορρίπτεται.
Ο λόγοι έφεσης 1 και 2 αφορούν διαφορετικά μεν, σχετιζόμενα δε, ζητήματα καταχρηστικότητας. Κρίνεται επομένως ευχερές, σε μεγάλο βαθμό να εξεταστούν μαζί, με επιμέρους όμως σχολιασμό και διαφοροποίηση όπου τούτο κριθεί αναγκαίο.
Ας δούμε πρώτα το νομικό πλαίσιο που τυγχάνει εφαρμογής.
Κατ' αρχάς είναι σημαντικό να τονισθεί ότι υπάρχει αυτεπάγγελτη (ex officio) υποχρέωση, το εκδικάζον Δικαστήριο - νοουμένου ότι υπάρχουν τα νομικά και πραγματικά στοιχεία ενώπιον του - να αποτιμά τυχόν καταχρηστικότητα συμβατικών όρων, πέραν και ανεξαρτήτως των προβαλλόμενων ενώπιον του επιχειρημάτων (βλ. Απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus, C‑421/14, EU:C:2017:60, σκέψη 42, Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ., C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 59, Απόφαση της 17ης Μαΐου 2022, MA κατά Ibercaja Banco SA παρισταμένου του PO, C‑600/19, ECLI:EU:C:2022:394, σκέψη 37 και Απόφαση της 18 Ιανουαρίου 2024, Gein Noble Bank and Others (C-531/22 EU:C:2024:58 par.42).
Κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν σε ισχύ ο περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμος 93(1)/1996. Ο εν λόγω Νόμος ήταν εναρμονιστικός της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, η οποία εκδόθηκε με βασικό σκοπό την άρση των έντονων διαφορών που παρουσίαζαν οι εθνικές νομοθεσίες των κρατών μελών σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων, προκειμένου να προστατευθούν οι καταναλωτές με την υιοθέτηση από τα κράτη μέλη κατάλληλων και αποτελεσματικών μέσων για κατάργηση των καταχρηστικών ρητρών (βλ. Μιχαηλίδη κ.ά. v. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Πέγειας, Πολ. Έφεση 477/2012, ημερ.27.6.2018).
Ο Νόμος 93(1)/1996 έχει καταργηθεί με τον περί Προστασίας του Καταναλωτή Νόμο 112(1)/2021 (ημερ.12.5.2021 που τέθηκε σε ισχύ την 1.1.2022 - Ν.46(1)/2022). Στο προοίμιο του Νόμου αυτού διευκρινίζεται ότι, ενοποίησε, εκσυγχρόνισε και κωδικοποίησε διάφορους νόμους που ρύθμιζαν θέματα προστασίας του καταναλωτή. Σύμφωνα με το άρθρο 75 «οποιαδήποτε δικαιώματα και υποχρεώσεις πηγάζουν από τον παρόντα Νόμο, εφαρμόζονται αναφορικά με συμβάσεις οι οποίες συνήφθησαν και/ή τερματίστηκαν πριν την έναρξη της ισχύους του παρόντος Νόμου..». Η εν λόγω πρόνοια προσδίδει κατ' ουσία αναδρομική ισχύ σε ουσιώδη μέρη του Νόμου.
Οι επίδικες δανειακές συμφωνίες συνομολογήθηκαν το 2007 και τερματίστηκαν το 2010, δηλαδή τόσο η συνομολόγηση όσο και ο τερματισμός και διεκδίκηση της οφειλής, έγιναν μετά τη θέσπιση του καταργηθέντος Νόμου 93(Ι)/1996 και πριν την έναρξη ισχύος του Νόμου 112(1)/2021. Συμφώνως επομένως του άρθρου 75, τυγχάνει εφαρμογής ο νέος Νόμος. Επί της ουσίας όμως δεν έχει αλλάξει το νομικό καθεστώς σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καταναλωτή ως ίσχυαν με βάση τον Νόμο 93(1)/1996, ο οποίος ούτως ή άλλως ήταν το νομοθέτημα που ήταν σε ισχύ κατά τον ουσιώδη χρόνο. Συνεπώς, οι εδώ αναφορές που θα γίνουν θα αφορούν τις πρόνοιες του Νόμου 93(1)/1996.
Το ότι το επίδικα δάνεια ήταν καταναλωτικά και ενέπιπταν στο πλαίσιο εφαρμογής του Ν.93(1)/1996 θεωρήθηκε δεδομένο στην πρωτόδικη διαδικασία και δεν έχουμε λόγο να το αμφισβητήσουμε. Η καταναλωτική φύση των δανείων προκύπτει εξάλλου από τη δοθείσα μαρτυρία - έγγραφη και προφορική.
Σύμφωνα με το άρθρο 3(1), ο Νόμος τύγχανε εφαρμογής σε κάθε ρήτρα σύμβασης που συναπτόταν μεταξύ πωλητή ή προμηθευτή και καταναλωτή και η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης. Σύμφωνα με το εδάφιο 3 του ίδιου άρθρου, ρήτρα θεωρείται ότι δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης όταν έχει συνταχθεί εκ των προτέρων και ο καταναλωτής εκ των πραγμάτων δεν ήταν δυνατό να επηρεάσει το περιεχόμενο της, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε προσπάθειά του για τον σκοπό αυτό. Το βάρος απόδειξης ότι υπήρξε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης το φέρει αυτός που επικαλείται κάτι τέτοιο (βλ. εδάφιο 5). Ούτε επί του σημείου αυτού υπήρξε οποιοδήποτε αμφισβήτηση. Οι επίδικες συμφωνίες ως εκ της φύσης τους, αλλά και υπό τις περιστάσεις, δεν επιδέχονταν ατομικής διαπραγμάτευσης, είτε γενικά είτε σε ό,τι αφορούσε επιμέρους όρους των συμφωνιών. Επί τούτου είναι σημαντικό να υποδειχθεί ότι μέρος των συμφωνιών ήταν και οι τυποποιημένοι «Γενικοί Οροί και Κανονισμοί» της εφεσίβλητης (τεκμήριο 4).
Σύμφωνα με το άρθρο 5(1) του Νόμου, καταχρηστική θεωρείται κάθε ρήτρα η οποία, παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισότητα ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών που απορρέουν από τη σύμβαση. Στη Frakapor Courier Ltd κ.α. v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2016) 1Β Α.Α.Δ. 1487, υποδείχθηκε ότι προς κατανόηση της φράσης «παρά την απαίτηση καλής πίστης» καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από το άρθρο 3(1) της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ στο αγγλικό κείμενο της οποίας, ο αντίστοιχος όρος συναντάται ως «contrary to the requirement of good faith". Κρίθηκε κατ' επέκταση ότι για να μπορεί να οδηγηθεί το Δικαστήριο σε εύρημα ότι ο όρος κάποιας συμφωνίας αποτελεί καταχρηστική ρήτρα, είναι απαραίτητο να καταρριφθεί και η ύπαρξη καλής πίστης εκ μέρους των εναγόντων (βλ. Paget's Law of Banking Malek & Odgers [14η έκδοση] σελ. 101).
Στο εδάφιο 3 του εν λόγω άρθρου απαριθμούνται κάποια από τα δεδομένα που λαμβάνονται υπόψη για να κριθεί αν μια ρήτρα ικανοποιεί την απαίτηση καλής πίστης. Αυτά είναι:
«(α) Η διαπραγ΅ατευτική δύνα΅η των ΅ερών.
(β) αν ο καταναλωτης δέχθηκε οποιεσδήποτε παροτρύνσεις, για να συ΅φωνήσει στη ρήτρα.
(γ) αν τα αγαθά ή οι υπηρεσίες πωλήθηκαν ή προ΅ηθεύτηκαν κατόπιν ειδικής παραγγελίας του καταναλωτή και
(δ) ο βαθ΅ός στον οποίο ο πωλητής ή προ΅ηθευτής χειρίστηκαν δίκαια τον καταναλωτή.»
Η ύπαρξη επομένως «καλής πίστης» αποτελεί νομοθετική προϋπόθεση που εξετάζεται και αποτιμάται σφαιρικά, στη βάση κυρίως των ρητών δεδομένων που εξειδικεύονται στο προαναφερθέν εδάφιο.
Τέλος, βάσει του άρθρου 7 είναι περαιτέρω υποχρέωση του πωλητή σε γραπτές συμβάσεις να διασφαλίζει ότι οι ρήτρες διατυπώνονται με σαφή και κατανοητό τρόπο. Σε περίπτωση αμφιβολίας για την έννοια γραπτής ρήτρας, υπερισχύει η ευνοϊκότερη για τον καταναλωτή ερμηνεία.
Με αυτά κατά νου ερχόμαστε στα επιμέρους των λόγων έφεσης 1 και 2. Υπενθυμίζουμε για ακόμα μια φορά ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, θα κριθεί στη βάση της αποδεχθείσας μαρτυρίας του ΜΕ1 και μόνον αφού η μαρτυρία του ΜΥ1 απορρίφθηκε και δεν δικαιολογείται παρέμβαση επί τούτου.
Ο λόγος έφεσης 1 δεν είναι ο πιο ευκρινής που έχουμε συναντήσει. Στον ίδιο τον λόγο έφεσης, ο εφεσείοντας διαμαρτύρεται κυρίως για την απόρριψη της Υπεράσπισης του περί «παράνομων και/ή καταχρηστικών χρεώσεων» δημιουργώντας έτσι την εντύπωση ότι είναι το ύψος του επιδικασθέντος ποσού που ουσιαστικά αμφισβητεί. Στην αιτιολογία ωστόσο του λόγου έφεσης υπάρχει μετατόπιση, αφού αναφέρεται σε άλλα ζητήματα ενδεχόμενης καταχρηστικότητας όπως για τις «συνθήκες υπό τις οποίες είχε συμφωνηθεί η σύμβαση δανείου», για τη «διαπραγματευτική δύναμη των διαδίκων» και για τις «συνθήκες υπογραφής από την εφεσίβλητη». Παράλληλα διαμαρτύρεται για κατ' ισχυρισμό αναστροφή του βάρους απόδειξης σχετικά με την ύπαρξη «καλής πίστης».
Ο λόγος έφεσης 2 είναι πιο σαφής. Τόσο ο καθαυτό λόγος όσο και η αιτιολογία του, άπτονται του ύψους του επιδικασθέντος ποσού, προωθώντας τη θέση ότι υπήρξαν παράνομες και/ή καταχρηστικές χρεώσεις και επιβαρύνσεις στους λογαριασμούς των επίδικων δανείων.
Εν πάση περιπτώσει, σε ό,τι αφορά τις συνθήκες συνομολόγησης και υπογραφής των δύο δανειακών συμφωνιών, με εξουδετερωμένη (λόγω αναξιοπιστίας) τη μαρτυρία του εφεσείοντος, δεν υπήρχαν στοιχεία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου προς κατάρριψη της ύπαρξης καλής πίστης από πλευράς εφεσίβλητης, σε ό,τι αφορά τα συγκεκριμένα ζητήματα. Η άγνοια που ομολογουμένως εξέφρασε ο ΜΕ1 για τη χρονική αυτή συγκυρία, αλλά και οι διάσπαρτες, ανυποστήρικτες υποβολές που του έγιναν δεν δικαιολογούσαν αντίθετη κατάληξη από πλευράς πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Στην υπόθεση Frakapor Courier Ltd (ανωτέρω) υποστηριζόταν με λόγο έφεσης, ότι ο όρος της δανειακής σύμβασης που επέτρεπε στην τράπεζα να τερματίσει τη συμφωνία κατά την αποκλειστική της ευχέρεια ήταν καταχρηστικός και κατ' επέκταση η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει τη θέση αυτή, εσφαλμένη. Το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την εισήγηση, σημείωσε τα εξής στη σελ.1490:
«5. Σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση, τα πιο πάνω οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι, για να μπορεί να οδηγηθεί το Δικαστήριο σε εύρημα ότι η παράγραφος 3 της Συμφωνίας Τεκμήριο 2 είναι καταχρηστική, είναι απαραίτητο να καταρριφθεί και η ύπαρξη καλής πίστης εκ μέρους των Εναγόντων. Καμία μαρτυρία η οποία να καταδεικνύει κάτι τέτοιο δεν τέθηκε επεσήμανε, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ούτε καν τέθηκε τέτοια υποβολή ή θέση κατά την αντεξέταση των μαρτύρων των Εναγόντων από τον συνήγορο των Εναγομένων.
6. Δεν υπήρχε οποιοδήποτε σφάλμα στην πιο πάνω προσέγγιση και ιδιαιτέρως όταν στη βάση του περιεχομένου του εδαφίου (2) του ’ρθρου 5 του Νόμου, οι ισχύουσες, κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης, συνθήκες και οι υπόλοιπες ρήτρες της συμφωνίας, εξετάζονται στο πλέγμα προσδιορισμού της "καλής πίστης".
Σημειώνουμε επιπροσθέτως πως ακόμα και αν καταδεικνυόταν σε τούτο το πλαίσιο η καταχρηστικότητα κάποιας ρήτρας ή πράξης - που όπως σωστά επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προσδιορίστηκε καν συγκεκριμένη ρήτρα από τον εφεσείοντα - τούτο δεν θα οδηγούσε σε απαλλαγή των υποχρεώσεων του. Θα του έδινε απλώς δικαίωμα είτε τερματισμού των συμβάσεων είτε επιμονής για μη εφαρμογή της ρήτρας, με τη σύμβαση να συνεχίζει να ισχύει, εκτός και αν δεν θα μπορούσε να διαχωριστεί από την καταχρηστική ρήτρα (βλ. άρθρο 6(2) του Ν.93(1)/1996, Περικλέους v. Ellinas Finance Ltd κ.ά. (2015) 1Α Α.Α.Δ. 513 και Κουλλαπής v. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2015) 1Γ Α.Α.Δ. 2376).
Δεν ισχύει το ίδιο για την επιβολή επιτοκίου 14% που επιβλήθηκε στους λογαριασμούς των δύο δανείων του εφεσείοντος από την ημερομηνία τερματισμού (20.4.2010) με κεφαλοποίηση δύο φορές τον χρόνο. Αυτή η μονομερής ενέργεια από πλευράς εφεσίβλητης, λυπούμαστε να παρατηρήσουμε, αποτελεί «μνημείο» αυθαιρεσίας και καταχρηστικότητας.
Αρκούντως αποκαλυπτικό της αυθαιρεσίας είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την αντεξέταση του ΜΕ1 (σελ.26-27 των πρακτικών ημερ.10.1.2018):
« E. Ποιος ήταν ο λόγος που στο Τεκμήριο 12, στην πρώτη σελίδα, επιλέγεται το ποσοστό 14% ως τόκος;
A. Τότε ίσχυε η ελευθεροποίηση των επιτοκίων και η Λαϊκή Τράπεζα συγκεκριμένα, πράγματι τότε όταν τερμάτιζε οποιονδήποτε δανεισμό, επέβαλλε αυτό το επιτόκιο, το 14%. Θέλαν να υπάρχει ενιαίο επιτόκιο για όλες τις υποθέσεις.
E. Φαντάζομαι ενιαίο θα μπορούσε να ήταν και πιο χαμηλά;
A. Θα μπορούσε, ναι.
E. Θα μπορούσε να ήταν και πιο ψηλά;
A. Ναι.
E. ’ρα δεν υπήρχε κάποια ανάγκη για το 14%, λογιστική ανάγκη ή κάποια άλλη ανάγκη της τράπεζας.
A. Δεν γνωρίζω για ποιον λόγο το αποφάσισε, η Διοίκησης της τράπεζας αυτό αποφάσισε και αυτό επέβαλε.
E. Κύριε μάρτυρα, είναι η θέση μου ότι το 14% ήταν αυθαίρετο.
A. Είναι η θέση η δική σας. Εμείς λέμε ότι για τον κόσμο που καθυστερούσε τα δάνεια έπρεπε να υπάρξει αυτό το ψηλό αποτρεπτικό επιτόκιο για να συμμορφωθεί, να πληρώσει τις καθυστερημένες του δόσεις.
E. Είναι η θέση σας, εξ όσων έχω αντιληφθεί, ότι ο τόκος επιβάλλεται για λόγους συμμόρφωσης;
A. Όχι κατ' ανάγκη. Υπάρχει και ζημιά για την τράπεζα. Όλες αυτές οι επιστολές, οι υπάλληλοι που ασχολούνται, τα statements που τυπώνονται και αποστέλλονται, καθορίστηκε αυτό το επιτόκιο. Δεν γνωρίζω τον τόκο.
E. ’ρα φαντάζομαι δεν γνωρίζετε και ούτε ποια ήταν η ζημιά της τράπεζας, εν προκειμένω σε σχέση με λογαριασμούς του κυρίου Γεωργιάδη, ώστε να επιλέγεται η επιβολή του 14%;
A. Όχι, δεν μπορώ να γνωρίζω.
E. Και συνεπώς δεν είναι ζήτημα πρακτικής ομοιομορφίας, αφού πρέπει να ανταποκρίνεται σε κάποια ζημιά.
A. Ήταν το ποσοστό το οποίο επέβαλλε η τράπεζα εκείνην την εποχή, το 2010.»
Από αυτό και μόνον το απόσπασμα καταρρίπτεται η απαίτηση καλής πίστης για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 5 του Νόμου. Δεν απαλλάσσει όμως, ως προαναφέραμε, τον εφεσείοντα από τις δανειακές του υποχρεώσεις. Θα έπρεπε ωστόσο να αποτιμηθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο και να μην επιδικαστεί τέτοιο εξοντωτικό, τιμωριτικό ποσοστό επιτοκίου, ως ο ίδιος ο ΜΕ1 ουσιαστικά ομολόγησε.
Το ποσοστό αυτό επιβλήθηκε προφανώς δυνάμει της ρήτρας 4(γ) και/ή 5 του τεκμηρίου 3, 5(γ) και/ή 6 του τεκμηρίου 10, αλλά και της ρήτρας 17(1)(ε) και (ζ) των «Γενικών όρων και Κανονισμών» - τεκμήριο 4 (βλ. συνημμένο 1). Οι ρήτρες αυτές είναι καταχρηστικές και ανεφάρμοστες.
Από τα στοιχεία που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο και ειδικά από τα τεκμήρια 3 και 10, προκύπτει ότι για το δάνειο ημερ.7.9.2007, το συμβατικό επιτόκιο ήταν 6.75% (4.5% βασικό [μεταβαλλόμενο] συν 2.25% [μέγιστο] περιθώριο) και για το δάνειο ημερ.29.10.2007 το συμβατικό επιτόκιο ήταν 6% (4.5% βασικό [μεταβαλλόμενο] συν 1.5% [μέγιστο] περιθώριο). Αυτό το ποσοστό φαίνεται να επιβαλλόταν μέχρι τις 20.4.2010, οπότε και τερματίστηκαν οι δύο δανειακές συμφωνίες. Κατ' εκείνη την ημερομηνία το υπόλοιπο του πρώτου δανείου ήταν 54.354,61 και του δεύτερου 63.198,76. Τα επιδικασθέντα υπόλοιπα θα έπρεπε κατά την κρίση μας, να φέρουν τα πιο πάνω συμβατικά ποσοστά επιτοκίου, χρεωθέντα ετησίως και όχι ανά εξάμηνο, κάτι που οδηγεί ουσιαστικά σε ανατοκισμό. Στην κρίση μας αυτή λάβαμε υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 33 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, το οποίο, στον βαθμό που ενδιαφέρει προβλέπει τα εξής:
«33.-(1) Καθ΄ οιανδήποτε ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου διαδικασίαν, διά την είσπραξιν οιουδήποτε χρέους διά το οποίον τόκος είναι πληρωτέος είτε δυνάμει συμφωνίας ή άλλως ως διά νόμου προβλέπεται, το δικαστήριον θα επιδικάζη τόκον συμφώνως προς το συμφωνηθέν ή άλλως διά νόμου προβλεπόμενον επιτόκιον, διά την περίοδον την αρχομένην από της ημέρας καθ΄ ην τοιούτος τόκος κατέστη απαιτητός μέχρι τελικής αποπληρωμής:
...........
Νοείται ότι το τοιούτον επιτόκιον δεν θα υπερβαίνη το ανώτατον όριον του εκάστοτε υπό του νόμου επιτρεπομένου επιτοκίου.
.........
(3) Ουδέν των εν τω παρόντι άρθρω περιλαμβανομένων θα παρέχη εξουσίαν προς παροχήν τόκου επί τόκου.»
Τα προαναφερθέντα υπόλοιπα, συμφώνως των καταστάσεων λογαριασμού (τεκμήρια 13 και 14) περιλάμβαναν και ποσό 155 ως έξοδα καθυστερήσεων (loan arrears) που χρεώθηκαν από την εφεσίβλητη σε αμφότερους τους λογαριασμούς, δυνάμει προφανώς των ίδιων καταχρηστικών ρητρών.
Παράλληλα και επιπρόσθετα της καταχρηστικότητας, οι χρεώσεις αυτές ως χιλιοειπωμένα έχει τονισθεί, αποτελούν συγκεκαλυμμένο και παράνομο τόκο. Καμία μαρτυρία δεν προσκομίστηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου που να καταδείκνυε ότι η εφεσίβλητη υπέστη συγκεκριμένη και προσδιορίσιμη ζημιά ή έξοδα που να αντιστοιχούσε σε ένα τέτοιο ποσό, ώστε να δικαιολογείτο η χρέωση των αντίστοιχων λογαριασμών του εφεσείοντος (βλ. Τράπεζα Κύπρου κ.α. v. Coudounaris Food Products Ltd κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 641, Αντωνιάδου v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ. 530 και Επίσημος Παραλήπτης κ.α. v. Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος Α.Ε (2005) 1 Α.Α.Δ. 38). Συνεπώς και αυτά τα ποσά θα έπρεπε να αφαιρεθούν από τα επιδικασθέντα.
Εν όψει των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 καθώς και η Έφεση, στον περιορισμένο βαθμό που έχουμε εξηγήσει ανωτέρω, πετυχαίνουν.
Η πρωτόδικη απόφαση σε ό,τι αφορά τα επιδικασθέντα ποσά παραμερίζεται και αντικαθίσταται ως ακολούθως:
Εκδίδεται απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντος (α) για ποσό 54.199,61 πλέον τόκο 6.75% ετησίως επί του εκάστοτε υπολοίπου από 10.4.2010 μέχρι εξόφλησης και (β) για ποσό 63.043,76 πλέον τόκο 6% ετησίως επί του εκάστοτε υπολοίπου από 10.4.2010 μέχρι εξόφλησης.
Οι υπόλοιπες διαταγές του πρωτόδικου Δικαστηρίου παραμένουν ως έχουν.
Σε ό,τι αφορά τα έξοδα, αναλόγως οπτικής γωνίας, μπορεί να λεχθεί ότι η έφεση έχει επιτύχει μερικώς ή αποτύχει μερικώς. Και οι δύο θέσεις είναι ορθές, γεγονός το οποίο μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η δικαιότερη διαταγή υπό τις περιστάσεις, την οποία και εκδίδουμε, είναι όπως στη διαδικασία της έφεσης, η κάθε πλευρά επωμιστεί τα έξοδα της.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
Συνημμένο 1
Τεκμήριο 4 - Γενικοί Όροι και Κανονισμοί
Ρήτρα 17.1,
(ε) Η Τράπεζα δικαιούται, κατά την κρίση της, να μεταβάλει, οποτεδήποτε, μέσα στα πλαίσια των νομισματικών και πιστωτικών κανονισμών που ισχύουν κάθε φορά, των συνθηκών της αγοράς και της αξίας του χρήματος, το βασικό επιτόκιο της Τράπεζας, τα περιθώρια, τον τρόπο υπολογισμού του τόκου, το χρόνο καταβολής του, την προμήθεια, οποιεσδήποτε άλλες χρεώσεις και/ή έξοδα και γενικά να προβαίνει σε οποιαδήποτε άλλη μεταβολή και η μεταβολή αυτή θα είναι δεσμευτική για τον Πελάτη, στον οποίο θα γνωστοποιείται με ανακοίνωση στον ημερήσιο Τύπο ή με γραπτή ειδοποίηση προς αυτόν, κατά την κρίση της Τράπεζας, και οποιαδήποτε τέτοια μεταβολή θα ισχύει από την ημερομηνία που θα καθορίζεται στην ανακοίνωση ή στη γραπτή ειδοποίη0ση.
(ζ) Σε περίπτωση που οποιοδήποτε χρεωστικό υπόλοιπο είναι πέραν του συμφωνημένου ανώτατου ορίου και/ή σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής οποιασδήποτε οφειλής δανείου τακτής προθεσμίας ως και καθυστέρησης καταβολής οποιασδήποτε οφειλόμενης δόσης, η Τράπεζα θα χρεώσει τόκο υπερημερίας επί του καθυστερημένου ποσού από την ημέρα της καθυστέρησης μέχρι την εξόφληση του. Η Τράπεζα δύναται κατά την κρίση της, να μεταβάλλει τον τόκο υπερημερίας οποτεδήποτε και η μεταβολή αυτή θα είναι δεσμευτική για τον Πελάτη, στον οποίο θα γνωστοποιείται με ανακοίνωση στον ημερήσιο Τύπο ή με γραπτή ειδοποίηση προς αυτόν ή μέσω του διαδιχτύου, και οποιαδήποτε τέτοια μεταβολή θα ισχύει από την ημερομηνία που θα καθορίζεται στην ανακοίνωση ή στη γραπτή ειδοποίηση.
Τεκμήριο 3 - Ειδική Συμφωνία ημερ. 7.9.2007
Ρήτρα,
4.(γ) Οποιεσδήποτε χρεώσεις, έξοδα, επιβαρύνσεις και/ή δικαιώματα που η Τράπεζα κατά την απόλυτη κρίση της τυχόν αποφασίσει κατά καιρούς και για τα οποία θα ειδοποιήσει γραπτώς τον Πελάτη.
5. Ο τόκος υπερημερίας με τον οποίο θα χρεώνεται το πιο πάνω Δάνειο θα είναι κατά 5,00000 εκατοστιαίες μονάδες μεγαλύτερος από το συμβατικό επιτόκιο του Λογαριασμού όπως θα ισχύει κατά τη χρονική στιγμή της υπερημερίας.
Τεκμήριο 10 - Ειδική Συμφωνία ημερ. 29.10.2007
Ρήτρα,
5.(γ) Οποιεσδήποτε χρεώσεις, έξοδα, επιβαρύνσεις και/ή δικαιώματα που η Τράπεζα κατά την απόλυτη κρίση της τυχόν αποφασίσει κατά καιρούς και για τα οποία θα ειδοποιήσει γραπτώς τον Πελάτη.
6. Ο τόκος υπερημερίας με τον οποίο θα χρεώνεται το πιο πάνω Δάνειο θα είναι κατά 5,00000 εκατοστιαίες μονάδες μεγαλύτερος από το συμβατικό επιτόκιο του Λογαριασμού όπως θα ισχύει κατά τη χρονική στιγμή της υπερημερίας.