ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 18/2024)

 

16 Δεκεμβρίου, 2024

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ALLA BESSARANOVA

Εφεσείουσα/Καθ' ης η αίτηση

και

 

ΓΑΒΡΙΗΛ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ

Εφεσίβλητος/Αιτητής 

 

-----------------------------

 

Σ. Δράκος για Σωτήρης Δράκος Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείουσα/Καθ' ης η αίτηση. 

Κ. Γεωργίου (κα) για Κάλια Γεωργίου Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητο/Αιτητή. 

 

-----------------------------

 

          ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.:    Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

       δοθεί από την κα Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Οι διάδικοι τέλεσαν πολιτικό γάμο στις 9.8.2018 στη Λεμεσό. Από τον γάμο τους δεν απέκτησαν παιδιά όπως σημειώνει το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, Δικαιοδοσία Γαμικών Διαφορών‑Διαζυγίων, στην απόφασή του ημερομηνίας 23.9.2022 με την οποία έλυσε τον πολιτικό τους γάμο λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης και για λόγους που αφορούν το πρόσωπο και των δύο διαδίκων.

 

Ο εφεσίβλητος είχε υποβάλει αίτηση με την οποία ζητούσε τη λύση του γάμου προβάλλοντας ως λόγο διαζυγίου τον ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης για λόγους που αφορούν το πρόσωπο και των δύο διαδίκων. Η εφεσείουσα καταχώρισε Υπεράσπιση, ακολουθήθηκε η διαδικασία ταχείας εκδίκασης με βάση τη Δ.30 με την καταχώριση γραπτής μαρτυρίας από πλευράς των διαδίκων με ένορκες δηλώσεις. Ουδείς αντεξετάστηκε.

 

Ο εφεσίβλητος στη γραπτή μαρτυρία του ανέφερε ότι ανέκαθεν υπήρχαν προβλήματα στις σχέσεις τους με την εφεσείουσα τα οποία προέρχονταν από έντονες διαφορές χαρακτήρων, απόψεων, αντιλήψεων, γλώσσας και κουλτούρας. Οι προσπάθειες για επικοινωνία και συζήτηση αποτύγχαναν, υπήρχε ασυνεννοησία και κάποιες φορές οι συζητήσεις τους αυτές κατέληγαν σε καβγάδες. Πριν την οριστική τους διάσταση είχαν προηγηθεί και άλλες περιπτώσεις που η σχέση τους είχε κλονιστεί και υπήρχαν και χρονικά διαστήματα που ζούσαν ξεχωριστά. Ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος κατέβαλε προσπάθειες για να σωθεί ο γάμος τους αλλά τους τελευταίους μήνες πριν τη διάσταση οι  ήδη κακές τους σχέσεις είχαν επιδεινωθεί σημαντικά και είχε πλέον επέλθει πλήρης αποξένωση και οριστική ρήξη. Αναφέρει ότι ζήτησε από την εφεσείουσα να φύγει από το σπίτι όπου κατοικούσαν μαζί, αυτή αρνήθηκε και ως εκ τούτου έφυγε ο ίδιος τον Φλεβάρη του 2020. Έκτοτε βρίσκονται σε διάσταση. Η εφεσείουσα πήγε στη Ρωσία για κάποιο χρονικό διάστημα και επικοινώνησε μαζί του 2‑3 φορές. Δήλωνε δε ότι θεωρεί τον γάμο του νεκρό.  

 

Η εφεσείουσα στη δική της ένορκη δήλωση παρουσιάζει μια εντελώς διαφορετική κατάσταση της μεταξύ τους σχέσης. Ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε έρχονταν σε αντιπαράθεση, δεν δημιουργούνταν καβγάδες, δεν υπήρχαν προβλήματα μεταξύ τους και η σχέση τους ήταν πάντα αρμονική. Ουδέποτε είχαν ζήσει χωριστά και σε καμία περίπτωση δεν επήλθε ισχυρός κλονισμός στη σχέση τους. Ήταν η θέση της ότι στις 7.3.2020 μετέβηκε στη Ρωσία για προσωπικούς λόγους αλλά λόγω της πανδημίας δεν κατάφερε να επιστρέψει στην Κύπρο μέχρι τις 16.5.2020. Έπρεπε να μείνει για κάποιες μέρες καραντίνα σε ξενοδοχείο στην Πάφο και επέστρεψε στην οικογενειακή εστία στις 25.5.2020 όπου ο εφεσίβλητος για πρώτη φορά της ανακοίνωσε ότι θέλει να χωρίσουν και εγκατέλειψε τη συζυγική εστία. Έκτοτε ζουν χωριστά. Ανέφερε επίσης ότι κατά την περίοδο που ήταν στη Ρωσία είχε καθημερινή επικοινωνία με τον εφεσίβλητο και ουδέποτε τέθηκε θέμα χωρισμού.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του αναφέρθηκε στις διατάξεις του Άρθρου 111.2.Β(β) του Συντάγματος το οποίο προβλέπει τον ισχυρό κλονισμό του γάμου ως λόγο διαζυγίου. Παρέπεμψε στην απόφαση Ζαχαρίου v. Ζαχαρίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 159, όπως και στο σύγγραμμα του Απόστολου Γεωργιάδη «Οικογενειακό Δίκαιο» Έκδοση 2014, όπου εξηγούνται οι προϋποθέσεις τεκμηρίωσης του ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης. Τονίστηκε ότι δεν απαιτείται η «υπαιτιότητα του άλλου συζύγου», αλλά απλά η ύπαρξη λόγου που αφορά το πρόσωπο είτε του καθ' ου η αίτηση είτε και των δύο συζύγων. Αναφέρθηκε επίσης στο γεγονός ότι ο ισχυρός κλονισμός μπορεί να βασίζεται είτε σε υπαίτιο είτε σε ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός και σε περίπτωση που το κλονιστικό γεγονός αφορά και τους δύο συζύγους είναι αδιάφορο ποιος από τους δύο βαρύνεται λιγότερο ή περισσότερο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης παρέθεσε νομολογία σύμφωνα με την οποία το βάρος απόδειξης των λόγων που κλόνισαν τη συμβίωση φέρει πάντοτε ο αιτητής (βλ. Φιλιππίδου v. Φιλιππίδη (2011) 1 Α.Α.Δ. 333, Χ.Σ. v. Κ.Χ.Σ. Έφεση αρ. 18 Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου ημερ.17.06.2021). Τόνισε επίσης τη νομολογιακή αρχή  ότι δεν εκδίδεται διαζύγιο αν ο κλονιστικός λόγος αφορά τον αιτητή αποκλειστικά (βλ. Νεοκλέους v. Σοφοκλέους (1994) 1 Α.Α.Δ. 797, Σ. Σαββίδη v. Π. Σαββίδου (1997) 1 Α.Α.Δ. 497 και Λ. Αραδιπιώτη v. Τ. Αραδιπιώτη (2002) 1 Α.Α.Δ. 143).

 

Τελικά το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέροντας ότι σύμφωνα με το σύγγραμμα E. Κουνουγέρη ‑ Μανωλεδάκη «Οικογενειακό Δίκαιο», Τόμος 1, Β Έκδοσης, ως κλονιστικοί λόγοι μπορούν να θεωρηθούν και ανυπαίτια γεγονότα ή καταστάσεις όπως διαφορά χαρακτήρων, ηλικίας, μόρφωσης ή κοινωνικής προέλευσης, απέρριψε τη θέση της εφεσείουσας ότι η έγγαμη συμβίωση με τον εφεσίβλητο δεν παρουσίαζε κανένα απολύτως πρόβλημα. Αντίθετα, αποδέχτηκε τη θέση του εφεσίβλητου ότι η έγγαμη συμβίωση δεν ήταν ομαλή και γι' αυτόν τον λόγο επήλθε η διάσταση, έστω και από τον Μάιο του 2020, θέση την οποία έκρινε ως πιο φυσιολογική. Κατέληξε τελικά ότι η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων δεν ήταν ομαλή λόγω της διαφοράς χαρακτήρων, απόψεων και αντιλήψεων, αλλά και της διαφοράς γλώσσας και κουλτούρας. Το γεγονός της διάστασης από το 2020 επιβεβαίωσε τον κλονισμό. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε επίσης σε εύρημα ότι, ο κλονισμός οφειλόταν σε λόγους που αφορούν το πρόσωπο και των δύο διαδίκων, γι' αυτό και όπως έχει ήδη αναφερθεί, εξέδωσε απόφαση με την οποία έλυσε τον γάμο τους.

 

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την εν λόγω απόφαση με ειδοποίηση έφεσης την οποία καταχώρισε προσωπικά, προβάλλοντας τέσσερεις λόγους έφεσης. Σύμφωνα με τον πρώτο λόγο έφεσης εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη δική της μαρτυρία, με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι το Δικαστήριο προέβηκε σε νομικά σφάλματα κατά την έκδοση της απόφασης και παρερμήνευσε την έννοια της λύσης του γάμου, ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά τη θέση της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε γιατί αποδέχτηκε τη θέση του εφεσίβλητου ότι η έγγαμη συμβίωση δεν ήταν ομαλή και γι' αυτό επήλθε διάσταση και ότι αυτή η θέση κρίνεται πιο φυσιολογική από την ακραία θέση της εφεσείουσας, ενώ αντικείμενο του τέταρτου λόγου έφεσης είναι η θέση ότι το Δικαστήριο δεν είχε ενώπιόν του ικανοποιητική μαρτυρία για να καταλήξει στο εύρημα ότι ο κλονισμός οφειλόταν στο πρόσωπο και των δύο διαδίκων και εσφαλμένα εξέδωσε διάταγμα λύσης του γάμου.

 

Στο στάδιο ακρόασης της έφεσης η εφεσείουσα εκπροσωπήθηκε από συνήγορο ο οποίος είχε καταχωρίσει και σχετικό περίγραμμα αγόρευσης στο Δικαστήριο. Όπως φαίνεται από το περίγραμμα αγόρευσης που καταχωρήθηκε για την εφεσείουσα, υπάρχει προώθηση και επιχειρηματολογία μόνο στους λόγους έφεσης 1, 3 και 4 και καμία αναφορά δεν γίνεται στον λόγο έφεσης 2, πράγμα που σημειώνει και η συνήγορος του εφεσίβλητου στο δικό της περίγραμμα. Θεωρούμε ότι ο λόγος έφεσης 2 έχει στην πορεία εγκαταλειφθεί από την εφεσείουσα, δεν προωθείται γι' αυτό και απορρίπτεται.

  

Σε ό,τι αφορά τους λόγους έφεσης 1, 3 και 4, οι οποίοι λόγω συνάφειας θα εξετασθούν μαζί, είναι η θέση της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε καμία νομικά αποδεκτή αιτιολογία γιατί έκρινε πιο φυσιολογική τη θέση του εφεσίβλητου και γιατί έκρινε την δική της θέση ως ακραία. Ανέφερε επίσης ότι ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρχαν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις των διαδίκων οι οποίες περιέχονται σε αντίστοιχες ένορκες δηλώσεις, δεν υπήρξε αντεξέταση κανενός από τους διαδίκους και χωρίς καμία δικαιολογία το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε να δεχθεί τη θέση του εφεσίβλητου ότι η έγγαμη συμβίωση δεν ήταν ομαλή λόγω διαφοράς χαρακτήρα, απόψεων, αντιλήψεων, γλώσσας και κουλτούρας θεωρώντας τα πιο πάνω γεγονότα ως κλονιστικά του γάμου. Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο ως ενίσχυση του κλονιστικού λόγου αποφάσισε ότι η διάσταση των διαδίκων που επήλθε το 2020 επιβεβαίωσε τον κλονισμό του γάμου. Με αναφορά στην απόφαση King's Head Development Co Ltd (Pioneer Beach Hotel) v. Μιχάλη Πηλέα (2001) 1 Α.Α.Δ. 733, όπου έχουν αναφερθεί τα ακόλουθα:

 

«Η έκθεση και η τεκμηρίωση των γεγονότων, στα οποία βασίζεται ο διάδικος, βαρύνει τον ίδιο, υπό την αίρεση πάντα του δικαιώματος της άλλης πλευράς να τα αμφισβητήσει, ή, ακόμα, να προβάλει άλλα γεγονότα, τα οποία τείνουν να τα αντικρούσουν. Το δικαστήριο λαμβάνει γνώση των γεγονότων από την προσαγόμενη μαρτυρία... Η γνώση, την οποία το Δικαστήριο μπορεί να λάβει για τα γεγονότα της υπόθεσης, περιορίζεται στη μαρτυρία και σε γεγονότα παγκοίνως γνωστά, για τα οποία χωρεί δικαστική γνώση. Το βέβαιο είναι ότι το Δικαστήριο δεν άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπό το πρίσμα των μη αμφισβητηθέντων γεγονότων, τα οποία κατατέθηκαν ενώπιόν του, γεγονός που υπονομεύει το θεμέλιο της απόφασής του».

 

Ο συνήγορος της εφεσείουσας θεωρεί ότι το Δικαστήριο δεν άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπό το πρίσμα μη αμφισβητηθέντων γεγονότων και ότι η απόφαση του πάσχει. Επιπρόσθετα, αναφέρει ότι ο εφεσίβλητος είχε την ευχέρεια να ζητήσει την αντεξέταση της εφεσείουσας με βάση τη Δ.30 των Θεσμών τότε Πολιτικής Δικονομίας, αφού οι θέσεις των δύο πλευρών ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες, κάτι το οποίο δεν έπραξε με αποτέλεσμα το πρωτόδικο Δικαστήριο να βασίστηκε σε πιθανολογήσεις ότι η θέση που προβλήθηκε από τον εφεσίβλητο είναι πιο φυσιολογική ενώ της εφεσείουσας ακραία κατά τρόπο που αυτό αποτελεί παρέκκλιση από τα θέσμια της απονομής της δικαιοσύνης.

 

Αντίθετη βεβαίως είναι η θέση του εφεσίβλητου. Σύμφωνα με τη συνήγορό του η πρωτόδικη αίτηση διαζυγίου εμπίπτει στις περιπτώσεις όπου τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις που αφορούν αντικείμενο διαφοράς κάτω των €3.000 ως προβλεπόταν στη Δ.30 θ.10(1) των τότε Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η εκδίκαση των οποίων γίνεται στη βάση των αντίστοιχων μαρτυριών όπως κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, εκτός εάν το Δικαστήριο επιτρέψει την εισαγωγή προφορικής μαρτυρίας. Αναφέρει ότι στην παρούσα περίπτωση μετά την κατάθεση γραπτώς της μαρτυρίας από τους διαδίκους, δεν έγινε αίτημα από πλευράς εφεσείουσας είτε για προφορική μαρτυρία είτε για αντεξέταση του εφεσίβλητου, ούτε και το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν απαραίτητο κάτι τέτοιο αυτεπάγγελτα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιόν του δύο γραπτές ένορκες δηλώσεις και όφειλε να καταλήξει σε ευρήματα γεγονότων. Με δεδομένες τις αντίθετες εκδοχές των διαδίκων έπρεπε να προχωρήσει σε ευρήματα αξιοπιστίας. Στη σελίδα 5 της πρωτόδικης απόφασης φαίνεται το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου: «Η θέση της Καθ' ης η αίτηση ότι η έγγαμη συμβίωση δεν παρουσίαζε κανένα απολύτως πρόβλημα, δεν γίνεται πιστευτή. Η Καθ' ης η αίτηση παραδέχεται ότι οι διάδικοι βρίσκονται σε διάσταση έστω και από τον Μάιο του 2020, σύμφωνα με τη θέση της. Η θέση του Αιτητή ότι η έγγαμη συμβίωση δεν ήτο ομαλή και γι' αυτό το λόγο επήλθε η διάσταση, κρίνεται ως πιο φυσιολογική από την ακραία θέση της Καθ' ης η αίτηση. Αποδεχόμαστε τη θέση του Αιτητή ότι η έγγαμη συμβίωση δεν ήταν ομαλή λόγω της διαφοράς χαρακτήρων, απόψεων και αντιλήψεων, αλλά και της διαφοράς γλώσσας και κουλτούρας και αυτό αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου. Η κατάσταση αυτή είναι πρόσφορη να κλονίσει το γάμο. Εξάλλου η διάσταση από το 2020 επιβεβαιώνει τον κλονισμό».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο χαρακτήρισε φυσιολογική τη θέση του εφεσίβλητου ενώ ακραία αυτή της εφεσίβλητης. Υπήρξε και το επιβεβαιωτικό γεγονός της διάστασης από το 2020 που είναι παραδεκτό γεγονός και από τους δύο, αν και η εφεσείουσα την τοποθετηθεί χρονικά σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Σε ό,τι αφορά τον τρόπο επέμβασης του Εφετείου σε πρωτόδικη απόφαση σε σχέση με την αξιολόγηση μαρτύρων, επαναλαμβάνουμε τα όσα έχουμε πει πρόσφατα στην απόφασή μας ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΑΠΑΛΗΣ v. ΑΝΔΡΕΑΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.: 365/2018, 29.3.2024:

 

«.το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας, η οποία αξιολόγηση αποτελεί τη συνισταμένη της κρίσης του Δικαστηρίου επί της ζώσας ενώπιόν του παρουσιασθείσας μαρτυρίας.

 

Όπως έχει λεχθεί στις υποθέσεις Tekinder Pal κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:


«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων. 
(Δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).»

 

Επέμβαση είναι δυνατή σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. Παραπέμπουμε στις αποφάσεις Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).».

 

Λαμβάνουμε υπ' όψιν μας τις θέσεις των διαδίκων όπως τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και καίρια και καθοριστικά το επιβεβαιωτικό γεγονός της διάστασης των διαδίκων που τοποθετείται το 2020 και που αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός. Θεωρούμε ότι το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αντιστρατεύεται την κοινή λογική. Αντίθετα ήταν εύλογα επιτρεπτό, δικαιολογείτο από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν του και υπήρχε και συνέπεια. Η διάσταση του 2020 είναι δεδομένη. Ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να φτάσει στα ευρήματα τα οποία κατέληξε. Σημειώνουμε ακόμα κάτι. Με βάση τη Δ.30 το ζητούμενο ήταν η ταχεία εκδίκαση των υποθέσεων, η γραπτή μαρτυρία είναι ο κανόνας και η προφορική μαρτυρία και αντεξέταση είναι η εξαίρεση.

 

Όσον αφορά τον τέταρτο λόγο έφεσης, αυτός επίσης αφορά το ζήτημα της αξιοπιστίας των διαδίκων και της ανεύρεσης των γεγονότων. Αφ' ης στιγμής το πρωτόδικο Δικαστήριο επέλεξε να πιστέψει τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και όχι της εφεσείουσας για τους λόγους που αναφέρονται και πιο πάνω, ήταν φυσιολογικό να δεχθεί τα όσα ο ίδιος ανέφερε σχετικά. Οι λόγοι αυτοί, διαφορά γλώσσας, κουλτούρας, αντιλήψεων, χαρακτήρων, είχαν ως αποτέλεσμα να μην είναι ομαλή η συμβίωση των διαδίκων. Αυτοί οι λόγοι όπως τέθηκαν πρακτικά δεν μπορούν να αφορούν μόνο τον ένα από τους δύο διαδίκους. Συνεπώς, ήταν ορθή και εύλογη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο κλονισμός αφορά το πρόσωπο και των δύο διαδίκων.

 

Επομένως, οι λόγοι έφεσης 1, 3 και 4 απορρίπτονται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

Επιδικάζονται υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας τα έξοδα της διαδικασίας τα οποία ανέρχονται στο ποσό των €1.900 πλέον Φ.Π.Α.

 



ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

                           

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο