ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 (Πολιτική Έφεση Αρ.: 132/2021)

 

5 Δεκεμβρίου, 2024


[
ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ ‑ ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]


  
FEDERAL BANK OF LEBANON (SAL) 

Εφεσείουσα /Ενάγουσα

και

ΝΙΚΟΣ ΣΙΑΚΟΛΑΣ

Εφεσίβλητος /Εναγόμενος

 

-----------------------------

 

Μαρίνα Βασιλείου (κα) μαζί με Αντριάνα Λοϊζίδου (κα) και ασκούμενη δικηγόρο Άλτα Χιωτάκη (κα) για Γιώργος Ζ. Γεωργίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Ανδρέας Δημητρίου και Νέδη Κουκουμά (κα) για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.

 

Ο κ. Farid Saab, πλειοψηφικός μέτοχος της εφεσείουσας, παρών.

-----------------------------

 

          ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

    δοθεί από την κα Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Τα επίδικα γεγονότα της  παρούσας υπόθεσης διαδραματίστηκαν κατά κύριο λόγο πριν από μισό περίπου αιώνα, το μακρινό 1974 ενώ η αγωγή όπου για πρώτη φορά τέθηκαν ενώπιόν του Δικαστηρίου οι αξιώσεις και οι ισχυρισμοί των μερών, το 1986. Μέσα από τον ογκωδέστατο φάκελο προκύπτει το πλήρες ιστορικό της υπόθεσης. Το ιστορικό προκύπτει και από τις αποφάσεις τόσο του Εφετείου (Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Νίκου Σιακόλα (2011) 1 Α.Α.Δ. 1422, ημερ.18.7.2011) όσο και των πρωτόδικων δικαστηρίων που ασχολήθηκαν προηγουμένως με την εκδίκαση της υπόθεσης. Δεν προτιθέμεθα να επαναλάβουμε οτιδήποτε περιέχεται στις αποφάσεις αυτές, πέραν της αυτόδηλης επισήμανσης ότι η υπόθεση είναι η μακροβιότερη στην ιστορία των κυπριακών δικαστηρίων - ένα σαφέστατα αρνητικό ρεκόρ.  

 

Επί του προκείμενου, αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η απόφαση του τότε προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ.26.1.2021, ενώπιον του οποίου τέθηκε η υπόθεση μετά τη διαταγή του Εφετείου για επανεκδίκαση στην Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Νίκου Σιακόλα (ανωτέρω).

 

Η ενάγουσα τράπεζα (εφεξής η εφεσείουσα) ασκεί τραπεζικές επιχειρήσεις με έδρα τον Λίβανο και αιτείται απόφαση εναντίον του εναγόμενου (εφεξής ο εφεσίβλητος) για διάφορα ποσά δυνάμει τραπεζικών διευκολύνσεων που παρείχε στην ελληνική εταιρεία Hellas Eurotrade Ltd και για τις οποίες, ως ισχυρίζεται η εφεσείουσα, ο εφεσίβλητος παρείχε γραπτή εγγύηση και/ή γραπτή ανάληψη πληρωμής.

 

Πιο συγκεκριμένα η εφεσείουσα διεκδικεί ποσό 465.914,00 Δολαρίων Αμερικής (εφεξής θα προσδιορίζεται με το σύμβολο $) ως οφειλόμενο υπόλοιπο από τραπεζικές διευκολύνσεις, καθώς και ποσό $132.815,00 ως οφειλόμενο υπόλοιπο για ειδική προμήθεια που η Hellas Eurotrade Ltd έλαβε ως επιβαρύνσεις (σταλίες) από την κυβέρνηση της Νιγηρίας σε σχέση με την παράδοση διαφόρων ποσοτήτων τσιμέντου. Αιτείται επίσης σύνθετο τόκο επί των προαναφερόμενων ποσών, πλέον επιπρόσθετο τόκο και λογαριασμό των ποσών που η Hellas Eurotrade Ltd έλαβε από την κυβέρνηση της Νιγηρίας ως επιβαρύνσεις (σταλίες) αναφορικά με την προμήθεια τσιμέντου από την εν λόγω εταιρεία στην κυβέρνηση της Νιγηρίας. Τέλος ζητείται διάταγμα Δικαστηρίου που να διατάσσει την πληρωμή από τον εφεσίβλητο στην εφεσείουσα του 1% επί των ποσών που λήφθηκαν από την Hellas Eurotrade Ltd.

 

Σε συντομία τα γεγονότα όπως προκύπτουν μέσα από τα δικόγραφα που δεν αντικρούονται και/ή παρέμειναν αναντίλεκτα, είναι ότι στις 14.3.1975 το Υπουργείο Άμυνας της Νιγηρίας αποδέχτηκε προσφορά της εταιρείας World Tite Shipping Corporation για την προμήθεια 240.000 μετρικών τόνων τσιμέντου Portland στην τιμή των $60 ανά μετρικό τόνο, δηλαδή για συνολικό ποσό $14.400.000,00. Η World Tite Shipping Corporation έπρεπε να παράσχει εγγύηση απόδοσης για ποσό $36.000.

            Πρόθεση της
World Tite Shipping Corporation ήταν να εκχωρήσει όλα τα δικαιώματα και ωφελήματα που απέρρεαν από την πώληση των 240.000 μετρικών τόνων τσιμέντου στη Νιγηρία στη Hellas Eurotrade Ltd, η οποία συστάθηκε στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 1975 ως εταιρεία περιορισμένης ευθύνης από τον εφεσίβλητο και τους Σ. Αρμπούζη, Ε. Γεωργιάδη και Δ. Μπαγλατζή, με τον πρώτο να κατέχει το 40% του κεφαλαίου της και κάθε ένας από τους άλλους τρεις, το 20%.

 

Ο εφεσίβλητος ως αντιπρόσωπος των δύο αυτών εταιρειών προσέγγισε την εφεσείουσα στο Λίβανο περί τα τέλη Μαρτίου του 1975 και τους ζήτησε να εκδώσουν την εν λόγω εγγύηση απόδοσης, καθώς και να προσφέρουν τις αναγκαίες τραπεζικές διευκολύνσεις και χρηματοδότηση είτε και στις δύο εταιρείες, είτε σε οποιαδήποτε εξ αυτών και προς τον σκοπό αυτό απέστειλε στην εφεσείουσα επιστολή ημερ.1.4.1975. Η εφεσείουσα, σύμφωνα με τους δικογραφημένους της ισχυρισμούς, αποδέχτηκε να εκδώσει την εν λόγω εγγύηση απόδοσης και να προσφέρει τις τραπεζικές διευκολύνσεις και χρηματοδότηση υπό τον όρο ότι ο εφεσίβλητος θα εγγυάτο προσωπικά όλες τις διευκολύνσεις και υποχρεώσεις των δύο εταιρειών και συναφώς θα αναλάμβανε προσωπική ευθύνη για τις διευκολύνσεις. Ο εφεσίβλητος, σύμφωνα πάντα με τη δικογράφηση της εφεσείουσας, συμφώνησε να εγγυηθεί προσωπικά τις δύο εταιρείες για όλες και οποιεσδήποτε διευκολύνσεις και δεσμεύσεις που η εφεσείουσα δυνατό να προσέφερε σε σχέση με την πώληση των προαναφερόμενων 240.000 μετρικών τόνων τσιμέντου και ειδικότερα με την απαιτούμενη εγγύηση απόδοσης που ζητούσε το Υπουργείο Άμυνας της Νιγηρίας. Παράλληλα, συμφώνησε και ανέλαβε προσωπική ευθύνη για όλες τις διευκολύνσεις που θα παρέχοντο στις εν λόγω εταιρείες. Ισχυρίζεται επίσης η εφεσείουσα ότι στη σύμβαση προμήθειας της εν λόγω ποσότητας τσιμέντου που συνομολογήθηκε τελικά στις 15.4.1975 μεταξύ του Υπουργείου Άμυνας της Νιγηρίας και της World Tite Shipping Corporation, εκπροσωπούμενης από τον εφεσίβλητο, είχε επίσης συμφωνηθεί ότι σε περίπτωση καθυστέρησης στην εκφόρτωση του τσιμέντου που θα προμηθευόταν, θα χρεώνονταν επίσης υπέρ της προμηθεύτριας εταιρείας, ημερήσιες επιβαρύνσεις (σταλίες) ύψους $ 4.100,00 ανά πλοίο.

 

Η Κεντρική Τράπεζα της Νιγηρίας άνοιξε μέσω της Banque Nationale de Paris ανέκκλητη πιστωτική επιστολή επ' ονόματι της World Tite Shipping Corporation για το ποσό των $14.400.000,00 που αντιστοιχούσε στο συνολικό ποσό για την προαναφερόμενη ποσότητα τσιμέντου - 240.000 μετρικούς τόνους. Η εν λόγω αναφερόμενη πιστωτική επιστολή, στις 7.6.1975, εκχωρήθηκε από τον εφεσίβλητο που ενεργούσε ως νόμιμος αντιπρόσωπος της World Tite Shipping Corporation στη Hellas Eurotrade Ltd. Την ίδια μέρα ο εφεσίβλητος ενεργώντας εκ μέρους και για λογαριασμό της Hellas Eurotrade Ltd, υπέγραψε τυπική επιστολή έγγραφου συμβολαίου για το άνοιγμα λογαριασμού με την εφεσείουσα στη Βηρυτό επ' ονόματι της Hellas Eurotrade Ltd. Ήταν όρος της εν λόγω επιστολής συμβολαίου ότι η Hellas Eurotrade Ltd θα πληροφορούσε την εφεσείουσα κατά πόσο συμφωνεί με την κατάσταση λογαριασμού που θα της απέστελλε εντός 15 ημερών από την ημερομηνία αποστολής της και αν η εφεσείουσα δεν λάμβανε γραπτή ενημέρωση από τη Hellas Eurotrade Ltd ότι συμφωνούσε ή διαφωνούσε με την κατάσταση λογαριασμού, θα μπορούσε να θεωρήσει ότι η Hellas Eurotrade Ltd ενέκρινε την κατάσταση λογαριασμού ως ορθή. Με το ίδιο έγγραφο η Hellas Eurotrade Ltd συμφώνησε ότι ο χρεωστικός τόκος που θα υπολογιζόταν θα χρεωνόταν στον λογαριασμό της και θα προστίθετο στο κεφάλαιο, και επίσης η εφεσείουσα εξουσιοδοτήθηκε να χρεώνει τον λογαριασμό της Hellas Eurotrade Ltd με αμοιβές και έξοδα.

 

Ακολούθως, με επιστολή ημερ.16.6.1975 η Hellas Eurotrade Ltd ενημέρωσε την Banque Nationale de Paris, με την οποία είχε ανοιχθεί η προαναφερόμενη πιστωτική επιστολή από την Κεντρική Τράπεζα της Νιγηρίας ότι είχε εκχωρήσει ανέκκλητα όλα τα έσοδα από την προαναφερόμενη πιστωτική επιστολή στην εφεσείουσα. Αυτή η εκχώρηση των εσόδων είχε γίνει αποδεκτή τόσο από την Κεντρική Τράπεζα της Νιγηρίας, όσο και από την Banque Nationale de Paris. Ακολούθως η Hellas Eurotrade Ltd συμφώνησε με την εφεσείουσα όπως σε αντάλλαγμα για τον χειρισμό της πιστωτικής επιστολής που ανοίχθηκε από την Κεντρική Τράπεζα της εταιρείας και είχε εκχωρηθεί σε αυτή, ως προαναφέρεται, να πληρώσει στην εφεσείουσα διάφορα ποσά.

 

Επιπρόσθετα, η Hellas Eurotrade Ltd ανέλαβε να πληρώσει στην εφεσείουσα ως ειδική προμήθεια και/ή αποζημίωση το 1% επί των σταλιών που πληρώνονταν από τις αρχές της Νιγηρίας στη Hellas Eurotrade Ltd αναφορικά με τις ποσότητες τσιμέντου που καλύπτονταν από την εν λόγω πιστωτική επιστολή.

 

Είναι ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι στις 17.6.1975 ο εφεσίβλητος μαζί με τους Αρμπούζη και Γεωργιάδη, υπέγραψαν εγγύηση σύμφωνα με την οποία εγγυήθηκαν μαζί και κεχωρισμένα να πληρώσουν στην εφεσείουσα, κατόπιν απαίτησης, όλα τα ποσά και υποχρεώσεις που θα οφείλονταν στην εφεσείουσα από τη Hellas Eurotrade Ltd. Η εν λόγω εγγύηση δόθηκε, είναι ο ισχυρισμός της εφεσείουσας, ως αντάλλαγμα του ότι η εφεσείουσα έδινε προκαταβολές ή έκανε εκπτώσεις ή παρείχε χρόνο, πίστωση ή ευκολία ή τραπεζικές διευκολύνσεις στη Hellas Eurotrade Ltd. Περαιτέρω, συμφωνήθηκε με την εν λόγω εγγύηση ότι ο εφεσίβλητος και οι συνεγγυητές του θα ήταν υπεύθυνοι για οποιεσδήποτε υποχρεώσεις και ποσά που θα όφειλε η Hellas Eurotrade Ltd με τόκο επί αυτών μέχρι την πληρωμή τους.

 

Ο εφεσίβλητος, είναι η θέση της εφεσείουσας, καθ' όλους τους χρόνους διαπραγματεύτηκε και συμφώνησε με την εφεσείουσα τους όρους και προϋποθέσεις των πιο πάνω συναλλαγών και συμφώνησε και ανέλαβε να είναι προσωπικά υπεύθυνος έναντι της εφεσείουσας για όλα τα ποσά που θα όφειλε η Hellas Eurotrade Ltd μέχρι την τελική πληρωμή τους.

 

Είναι περαιτέρω ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι αφού έλαβε τις πιο πάνω εγγυήσεις και την προσωπική δέσμευση του εφεσίβλητου να είναι προσωπικά υπεύθυνος για όλα τα ποσά που θα οφείλονταν στην εφεσείουσα από τη Hellas Eurotrade Ltd, εξέδωσε την εγγύηση απόδοσης που απαιτείτο, προσέφερε τις διάφορες τραπεζικές διευκολύνσεις στη Hellas Eurotrade Ltd και χρηματοδότησε όλες τις ποσότητες του τσιμέντου που πωλήθηκε και παραδόθηκε από τη Hellas Eurotrade Ltd στις Νιγηριανές Αρχές που καλύπτονταν από την εν λόγω πιστωτική επιστολή. Ο εφεσίβλητος, σε διάφορες χρονικές στιγμές, ενεργώντας πάντοτε ως αντιπρόσωπος της Hellas Eurotrade Ltd, συμφώνησε γραπτώς ότι η Hellas Eurotrade Ltd όφειλε το ποσό των 5.399.315,35 Λιβανέζικων Λιρών (εφεξής Λ.Λ.) σε σχέση με τις πιο πάνω τραπεζικές διευκολύνσεις που τις παρέχονταν από την εφεσείουσα και επιβεβαίωσε γραπτώς ότι ένα σταθερό ποσό 2,38 Λ.Λ. για $1 θα εφαρμοζόταν για τη μελλοντική μετατροπή και διευθέτηση του οφειλόμενου λογαριασμού της Hellas Eurotrade Ltd με την εφεσείουσα.

 

Σύμφωνα με το συμβόλαιο και την πιστωτική επιστολή, η Hellas Eurotrade Ltd παρέδωσε στις Νιγηριανές Αρχές περίπου 195.625 μετρικούς τόνους τσιμέντου. Η Κεντρική Τράπεζα της Νιγηρίας στις 15.3.1976 παραπονέθηκε στην Banque Nationale de Paris (η «BNP») που είχε ανοίξει την εν λόγω πιστωτική επιστολή, ότι η Hellas Eurotrade Ltd είχε παραβιάσει το Νιγηριανό δίκαιο και ότι είχε εξαργυρώσει με απάτη $389.1924,00 και ως εκ τούτου η BNP έλαβε οδηγίες να παύσει να τιμά την εν λόγω πιστωτική επιστολή. Η Hellas Eurotrade Ltd καταχώρισε δικαστικές διαδικασίες στη Γαλλία κατά της BNP και στις 26.8.1976 ο εφεσίβλητος ενεργώντας ως αντιπρόσωπος της Hellas Eurotrade Ltd συμφώνησε με τις Νιγηριανές Αρχές να ελευθερώσουν και να απαλλάξουν η μία την άλλη από όλες τις απαιτήσεις και αξιώσεις που τυχόν είχαν αναφορικά με την ποσότητα του μη παραδοθέντος υπολοίπου τσιμέντου που ακυρωνόταν. Συμφώνησαν επίσης όπως οι Νιγηριανές Αρχές πληρώσουν, και όντως πλήρωσαν, απευθείας στη Hellas Eurotrade Ltd το ποσό των $6.000.000. Αυτά δεν αποκαλύφθηκαν από τον εφεσίβλητο στην εφεσείουσα. Επίσης ο εφεσίβλητος και η Hellas Eurotrade Ltd ουδέποτε έδωσαν στην εφεσείουσα ορθό λογαριασμό των χρηματικών ποσών που έλαβαν από τις Νιγηριανές Αρχές ως σταλίες και αρνήθηκαν να το πράξουν και έτσι η εφεσείουσα δεν είναι σε θέση να επιβεβαιώσει το ακριβές ποσό που λήφθηκε ως σταλίες. Επιπλέον, ο εφεσίβλητος και η Hellas Eurotrade Ltd χρωστούσαν στην εφεσείουσα ως προμήθεια το ποσό των $188.515,00.

Ο εφεσίβλητος με την Υπεράσπιση του αρνείται τις απαιτήσεις της εφεσείουσας. Ισχυρίζεται ότι η προσφορά των τραπεζικών υπηρεσιών από την εφεσείουσα έγινε προς τη Hellas Eurotrade Ltd, η οποία βρισκόταν υπό δημιουργία και/ή είχε μόλις ιδρυθεί, γι' αυτό και η προσφορά έγινε προς όφελος της World Tite Shipping Corporation, αρνούμενος ότι είχε γενική εξουσία εκπροσώπησης της. Παραδέχεται τη σύναψη συμφωνίας με την κυβέρνηση της Νιγηρίας ημερ.15.4.1975 για την προμήθεια ποσότητας τσιμέντου και την έκδοση πιστωτικής επιστολής από την Κεντρική Τράπεζα της Νιγηρίας μέσω της BNP για ποσό $14.400.000,00. Δέχεται επίσης ότι η εν λόγω πιστωτική επιστολή μεταβιβάστηκε από την World Tite Shipping Corporation στη Hellas Eurotrade Ltd, αλλά αρνείται ότι η Hellas Eurotrade Ltd συμφώνησε να δεσμεύεται από οποιουσδήποτε γενικούς όρους της εφεσείουσας και αρνείται επίσης ότι υπέγραψε συμβόλαιο με την εφεσείουσα που προνοούσε, μεταξύ άλλων, για διάφορες χρεώσεις, προμήθειες, τόκους και άλλα πληρωτέα ποσά προς αυτή.

 

Αναφέρει ότι η συμφωνία με την εφεσείουσα είχε γίνει από τη Hellas Eurotrade Ltd, με την προϋπόθεση και σε αντάλλαγμα του χειρισμού από την εφεσείουσα της πιστωτικής επιστολής και ολόκληρης της συναλλαγής που συνδέεται με αυτή. Όμως, η εφεσείουσα απέτυχε να τιμήσει τις υποχρεώσεις της έναντι της Hellas Eurotrade Ltd για αριθμό λόγων, συμπεριλαμβανομένου του πολέμου στον Λίβανο, αλλά και της ακύρωσης από τη Νιγηρία ή την άρνηση της να συμμορφωθεί με την πιστωτική επιστολή και με τους όρους της συμφωνίας ημερ.15.4.1975, όπως και στην ανικανότητα και άρνηση της εφεσείουσας να παρέχει διευκολύνσεις, γεγονός που υποχρέωσε τη Hellas Eurotrade Ltd να απευθυνθεί σε άλλες τράπεζες για διευκολύνσεις και να πληρώσει προμήθειες, τραπεζικές χρεώσεις και άλλα έξοδα. Περαιτέρω, είναι η θέση του εφεσίβλητου, ότι, η εφεσείουσα αρνήθηκε να παράσχει ορθό ή οποιοδήποτε λογαριασμό παρά τα επανειλημμένα αιτήματα της Hellas Eurotrade Ltd.

Αρνείται επίσης ότι συμφώνησε να συνεχίσει να πληρώνει την ειδική προμήθεια επί σταλιών μετά την ακύρωση της πιστωτικής επιστολής της εφεσείουσας και ότι συμφώνησε την τιμή συναλλάγματος για τη Λιβανέζικη Λίρα έναντι του Δολαρίου ΗΠΑ, ως αναφέρεται στην Έκθεση Απαίτησης. Ισχυρίζεται επίσης ότι η εφεσείουσα δεν ήταν σε θέση να προμηθεύσει την εξασφάλιση υπό μορφή τραπεζικής εγγύησης που η Hellas Eurotrade Ltd όφειλε να παράσχει στις αρχές της Νιγηρίας, κάτι που ανάγκασε τη Hellas Eurotrade Ltd να εξασφαλίσει την εν λόγω διευκόλυνση μέσω ελβετικής τράπεζας. Ισχυρίζεται επίσης ότι το τελικό ποσό που έλαβε η Hellas Eurotrade Ltd από τη Νιγηριανή κυβέρνηση, πληρώθηκε με καθυστέρηση και κατόπιν εξ αναγκασμού της Hellas Eurotrade Ltd να δεχτεί χαμηλότερο ποσό, λόγω δυσφημιστικής επιστολής, την οποία έστειλε η εφεσείουσα στην Κεντρική Τράπεζα της Νιγηρίας.

 

Είναι η θέση του ότι δεν υφίσταται το οφειλόμενο ποσό που αναφέρεται στην Έκθεση Απαίτησης προς όφελος της εφεσείουσας. Αντίθετα, όλα τα ποσά που κατ' ισχυρισμό ήταν οφειλόμενα στην εφεσείουσα, πληρώθηκαν σ' αυτή με το ποσό των $315.000,00 Δολαρίων Αμερικής μέσω τη BNP και αντίθετα, ισχυρίζεται, ότι με αυτή την πληρωμή θα έπρεπε να υπάρχει και πιστωτικό υπόλοιπο προς όφελος της Hellas Eurotrade Ltd. Αρνείται τη χρέωση των τόκων και/ή προμηθειών ως επίσης και τα άλλα έξοδα που έχουν χρεωθεί, ότι αυτά ήταν βάσει συμφωνημένων όρων. Η εφεσείουσα, ως ισχυρίζεται, κωλύεται από το να εγείρει οποιεσδήποτε απαιτήσεις εναντίον του σε σχέση με οποιαδήποτε κατ' ισχυρισμό χρέη ή υποχρεώσεις και/ή να τον μεταχειρίζεται ως εγγυητή και/ή να προωθεί οποιεσδήποτε απαιτήσεις εναντίον του, αφού με τις παραστάσεις και τη συμπεριφορά της έναντι του, αλλά και με τη μακρά καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην καταχώριση της αγωγής, τον οδήγησε να πιστεύει ότι δεν θα ήγειρε οποιεσδήποτε απαιτήσεις εναντίον του. Τούτο, τον οδήγησε να ενεργήσει προς ζημιά του με το να παραλείψει να λάβει οποιαδήποτε μέτρα για να διασφαλίσει τη θέση του έναντι των πρωτοφειλετών όταν αυτοί ήταν σε θέση να εναχθούν και/ή όταν ήταν οικονομικά φερέγγυοι.

 

Ισχυρίζεται επίσης ότι οι απαιτήσεις της εφεσείουσας δεν είναι ανακτήσιμες στην Κύπρο γιατί έχουν παραγραφεί και/ή εξοφληθεί σύμφωνα με τον ορθό νόμο των συμβολαίων, ο οποίος είναι το Ελληνικό Δίκαιο και όχι το Λιβανικό ή Κυπριακό Δίκαιο. Ότι όλα τα ποσά έχουν εξοφληθεί και ότι ως θέμα δημόσιας τάξης τα δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας πρέπει να ενεργοποιήσουν τις πρόνοιες του Συντάγματος, ειδικά τα Άρθρα 30 και 35 αυτού. Ισχυρίζεται καταληκτικά ότι η εφεσείουσα δεν έχει δικαίωμα να απαιτεί τόκο πέραν του 9% που είναι ο μέγιστος τόκος που επιτρέπεται σύμφωνα με τον νόμο στην Κύπρο, ούτε και έχει δικαίωμα να απαιτεί οποιαδήποτε προμήθεια πέραν του τόκου αυτού και επιφυλάσσει τα δικαιώματα του να διεκδικήσει αποζημιώσεις και κάθε νόμιμη θεραπεία από το λιβελογράφημα ή τις ζημιογόνες ψευδολογίες που περιέχονται στην επιστολή της εφεσείουσας ημερ.6.7.1977.

Η ακροαματική διαδικασία, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας ήταν χρονοβόρα. Κατέθεσαν τρεις μάρτυρες εκ πλευράς της εφεσείουσας και έξι για τον εφεσίβλητο και κατατέθηκαν επίσης 325 Τεκμήρια. Η κυρίως εξέταση και αντεξέταση κάποιων από τους μάρτυρες, ειδικά του Μ.Ε.1 Ayoub Farid M. Saab, Μ.Ε.2 Patrick Maroun, του εφεσίβλητου και των Μ.Υ.2 Κώστα Νικολαΐδη και Μ.Υ.3 Τάσου Παπαδοπούλου ήταν εκτενέστατες και φαίνεται να κράτησαν πολλές δικασίμους.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε στην πολυσέλιδη και εμπεριστατωμένη του απόφαση τον ισχυρισμό που τέθηκε από πλευράς Υπεράσπισης ότι η αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί λόγω παραβίασης των συνταγματικών δικαιωμάτων του εφεσίβλητου, ως αποτέλεσμα της τεράστιας καθυστέρησης που επήλθε στην εκδίκαση της υπόθεσης. Αποφάσισε, κατευθύνοντας ορθά τον εαυτό του με αναφορά στη νομολογία και προς τούτο αναφέρθηκε στην υπόθεση Αλήθεια v. Thamira Food Manufacturers Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 2276, ότι παρά την τεράστια καθυστέρηση και την ταλαιπωρία που είχαν υποστεί και οι δύο διάδικοι, δεν επηρεάστηκε το δικαίωμα του εναγόμενου σε δίκαιη δίκη, κρίνοντας ότι μεγάλο και σημαντικό μέρος της μαρτυρίας συνίστατο σε έγγραφο μαρτυρικό υλικό, για την εξέταση και ανάλυση του οποίου η Υπεράσπιση προσκόμισε σχετική μαρτυρία εμπειρογνωμόνων. Οι δύο πιο σημαντικοί μάρτυρες γεγονότων της Υπεράσπισης, ήτοι o ίδιος ο εφεσίβλητος που κατέθεσε ως προς τις διάφορες συμφωνίες και τη συνεργασία που είχε με την εφεσείουσα, αλλά και ο λογιστής του Τ. Παπαδόπουλος, Μ.Υ.3 που κατέθεσε αναφορικά με την τήρηση των λογαριασμών, ήταν σε θέση να θυμηθούν όλα τα γεγονότα και έγγραφα και δεν επηρεάστηκε η μαρτυρία τους από τον διαρρεύσαντα χρόνο. Έτσι, ορθά προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου όπως παρατάθηκαν στην απόφαση του μετά από την αξιολόγηση της μαρτυρίας, η εφεσείουσα πέτυχε να αποδείξει την υπόθεση της για το αιτούμενο ή για οποιοδήποτε χρεωστικό υπόλοιπο εκ μέρους της Hellas Eurotrade Ltd. Η απόφαση του ήταν αρνητική, κρίνοντας ότι η εφεσείουσα απέτυχε να προσφέρει μαρτυρία που να τεκμηριώνει την ασφαλή διαπίστωση ενός αξιόπιστου οφειλόμενου υπόλοιπου. Προέβη επίσης σε αυθαίρετες ενέργειες και μονομερείς και αντισυμβατικές χρεώσεις τόκων και προμηθειών στον λογαριασμό της Hellas Eurotrade Ltd, που καθιστούν ακροσφαλές οποιοδήποτε υπόλοιπο στον λογαριασμό αυτό.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει εμφαντικά ότι η χρέωση τόκων από πλευράς εφεσείουσας είναι παντελώς αυθαίρετη και ενδεικτικό του γεγονότος αυτού είναι ότι ενώ αξιώνει με την αγωγή της κεφάλαιο γύρω στο $500.000,00, ο σύνθετος τόκος που συνεχίζει να χρεώνεται έχει σήμερα εκτοξεύσει την απαίτηση της σε ποσό πέραν των $25.000.000. Σημειώνει βέβαια το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η εφεσείουσα προσκόμισε μαρτυρία από άλλο πρόσωπο o οποίος υπολόγισε εκ νέου τους τόκους, χωρίς δηλαδή τον σύνθετο τόκο μετά το κλείσιμο του λογαριασμού και πριν την καταχώριση της αγωγής, που είναι πολύ μειωμένος σε σχέση με το τι ζητά με την αγωγή της και με τα όσα κατέθεσε ο Μ.Ε.1 και κύριος μάρτυρας. Ενδεικτικά αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το ποσό που αξιώνει σήμερα η εφεσείουσα από $25.988.722,85 που ανέφερε αρχικά ο Μ.Ε.1, μειώθηκε σε $13.897.451,73. Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι και η εκ πλευράς της εφεσείουσας μετατροπή του λογαριασμού από Λιβανέζικες Λίρες σε Δολάρια Αμερικής είναι αυθαίρετη και ότι ούτε η απαίτηση της για προμήθεια επί των σταλιών έχει αποδειχθεί. Όπως αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, το Τεκμήριο 41 δεν αναφέρεται σε προμήθεια επί των σταλιών, αλλά σε προμήθεια 1% επί του συνολικού ποσού της πιστωτικής επιστολής των $14.400.000,00, προμήθεια η οποία εξοφλήθηκε με την αναστολή των προσόδων αφού τέθηκε ως όρος για να αποδεχθεί η εφεσείουσα την αναστολή.

 

Επίσης, συμφώνησε με τη θέση της Υπεράσπισης, ότι δεν νομιμοποιείται η εφεσείουσα να ζητά λογαριασμό σταλιών από αυτόν υπογραμμίζοντας ότι ο εφεσίβλητος, παρά το γεγονός ότι ήταν διευθυντής και πληρεξούσιος της Hellas Eurotrade Ltd, δεν ενάγεται υπό αυτή του την ιδιότητα, αλλά ως εγγυητής της Hellas Eurotrade Ltd.

 

Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου καταφανώς δεν άφησε ικανοποιημένη την εφεσείουσα, η οποία επιδιώκει την ανατροπή της προβάλλοντας 14 λόγους έφεσης. Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει την υπόθεση της για το αιτούμενο και/ή για οποιοδήποτε χρεωστικό υπόλοιπο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη απαίτηση της και είναι λανθασμένη η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν κατατέθηκε εκ πλευράς της αξιόπιστη κατάσταση λογαριασμού με χρεωστικό υπόλοιπο στην οποία να φαίνεται ότι οι χρεώσεις της ήταν μέσα στο πλαίσιο των συμφωνηθέντων. Προβάλλουν ως μέρος της αιτιολογίας αυτού του λόγου έφεσης ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την ενδιάμεση αίτηση της για κατάθεση των δηλώσεων των κυρίων Antranik Atamian και Fares Beshara που έγιναν στο πλαίσιο ένορκης μαρτυρίας τους στο Δικαστήριο κατά την προηγούμενη εκδίκαση της υπό έφεση αγωγής (αυτός είναι και ο δεύτερος λόγος έφεσης). Προβάλλουν επίσης την αξίωση ότι ο εφεσίβλητος κωλύεται και/ή παρεμποδίζεται να εγείρει οποιοδήποτε θέμα σχετικά με την αμφισβήτηση του ποσού που απαιτείται από την εφεσείουσα, αφού ουδέποτε αμφισβήτησε τους λογαριασμούς της εφεσείουσας που του αποστέλλοντο σύμφωνα με τη διαδικασία που προνοείται στις συμφωνίες ανοίγματος του τραπεζικού λογαριασμού.

 

Συναφής είναι και ο τρίτος λόγος έφεσης, με τον οποίο η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχτηκε τις θέσεις του εφεσίβλητου αναφορικά με τα Τεκμήρια 72 και 74, που είναι η συμφωνία του εφεσίβλητου για το υπόλοιπο του λογαριασμού της Hellas Eurotrade Ltd (Τεκμήριο 72) και η μετατροπή του λογαριασμού σε συγκεκριμένη ισοτιμία Λιβανέζικων Λιρών σε Δολάρια Αμερικής (Τεκμήριο 74).

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα προβάλλει τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο εύρημα ότι τα πιο σημαντικά έγγραφα της συνεργασίας των δύο μερών είναι τα Τεκμήρια 41 και 50 και λανθασμένα αποδέκτηκε τη θέση του εφεσίβλητου ότι η συνεννόηση με την εφεσείουσα ήταν ότι τα προηγούμενα έγγραφα που υπογράφηκαν μεταξύ των μερών (Τεκμήρια 14, 14Γ, 14Δ, 32, 33, 35 και 36) αφορούσαν τυπικά έγγραφα ανοίγματος λογαριασμού με αποτέλεσμα οι όροι τους να μην είναι δεσμευτικοί και/ή ουσιώδεις και/ή να έχουν αποδυναμωμένη αποδεικτική αξία.

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα αμφισβητεί το εύρημα του Δικαστηρίου ότι προέβαινε σε αυθαίρετες ενέργειες και μονομερείς και αντισυμβατικές χρεώσεις τόκων και προμηθειών στον λογαριασμών της Hellas Eurotrade Ltd, και ότι δεν δικαιούται να κεφαλαιοποιεί τον τόκο ή να χρεώνει ποσοστά προμήθειας ή σύνθετο τόκο ή/και καθυστερημένους τόκους, καθώς και το εύρημα ότι η οποιαδήποτε μετατροπή του λογαριασμού από Λιβανέζικες Λίρες σε Δολάρια Αμερικής είναι αυθαίρετη.

 

Ο έκτος λόγος έφεσης πραγματεύεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Hellas Eurotrade Ltd και/ή o εφεσίβλητος δεν συμφώνησαν στην πληρωμή προμηθειών ποσοστού 1% επί των αξιωμένων και εισπραττόμενων ποσών για σταλίες και/ή ότι ο εφεσίβλητος ως εγγυητής δεν είχε υποχρέωση να παράσχει λογαριασμούς για τις εισπραττόμενες σταλίες και ή να πληρώσει την προμήθεια επί του ολικού ποσού των σταλιών.

 

Οι λόγοι έφεσης 7 και 8 αφορούν την εσφαλμένη κατά την εφεσείουσα απόρριψη της μαρτυρίας των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 αντίστοιχα από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ οι λόγοι έφεσης 9, 10, 11 και 12 αφορούν την εσφαλμένη κατά την εφεσείουσα συνολική αποδοχή της μαρτυρίας των Μ.Υ.2, Μ.Υ.3 και Μ.Υ.4 ως αξιόπιστη και αληθινή. Παρομοίως ο 13ος λόγος έφεσης αμφισβητεί την αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας του εφεσίβλητου στο σύνολο της, ενώ ο 14ος λόγος έφεσης αφορά την, λανθασμένη κατά την εφεσείουσα, αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας του Μ.Υ.6 ως αξιόπιστη και αληθινή.

 

Ως έχει ήδη καταδειχθεί, οι πλείστοι από τους λόγους έφεσης πραγματεύονται την αξιολόγηση της μαρτυρίας όπως έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, είτε με την προβολή του ισχυρισμού ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία των μαρτύρων για τους ενάγοντες-εφεσείοντες, είτε προβάλλοντας τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχτηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων Υπεράσπισης. Σχετικοί είναι οι λόγοι έφεσης 7‑14.

 

Υπενθυμίζουμε την πάγια αρχή της νομολογίας ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο είχε ενώπιον του τους μάρτυρες ενώ κατέθεταν και είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τις αντιδράσεις τους, την εν γένει συμπεριφορά τους και να κρίνει τις απαντήσεις τους και τη στάση τους καθ' όλη τη δικαστική διαδικασία. Το Εφετείο πολύ σπάνια παρεμβαίνει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που γίνεται από τα πρωτόδικα δικαστήρια και τούτο, μόνον όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που η νομολογία έχει καθορίσει. Στην πρόσφατη απόφαση μας Αντώνης Αντωνίου κ.ά. ν. Ανδούλλας Ονουφρίου Πολ. Έφ. 444/2019 ημερ.30.10.2024, συνοψίζοντας τη νομολογία, υποδείξαμε ότι:  

 

«Όπως χαρακτηριστικά έχει νομολογηθεί: «Η αξιολόγηση ενός μάρτυρα αν είναι αξιόπιστος ή όχι, είναι καθαρά θέμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα». Σχετική είναι η απόφαση Θεοδώρου v. Θεοδώρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 353. Όπως έχει σαφέστατα καθοριστεί σε πληθώρα αποφάσεων, η αξιολόγηση μαρτυρίας είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει ενώπιόν του τους μάρτυρες και μέσα από τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης καταλήγει στα συμπεράσματα του. Επαναλαμβάνουμε τον νομολογιακό κανόνα ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας. Παραπέμπουμε στην πρόσφατη απόφαση Πολιτική Έφεση 366/18 AUTOMIND ENTERPRISES LIMITED v. ΚΥΘΡΟΜΑΚ (ΑΣΦΑΛΤΙΝΚ) ΛΤΔ ημερ. 31.1.2024, όπου έχουν αναφερθεί τα ακολούθα:

 

«Όπως έχει λεχθεί στις υποθέσεις Tekinder Pal κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:


«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων. 
(Δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).»

 

Επέμβαση είναι δυνατή σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. Παραπέμπουμε στις αποφάσεις Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»


Τούτο το αναγνωρίζουν και οι συνήγοροι παραθέτοντας και οι δύο νομολογία από την υπόθεση Αντωνίου Νίκος
v. Suphire (Finance) Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 317 στην οποία μνημονεύεται η αρχή ότι:


«... η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες. Κατά κανόνα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολογεί τη μαρτυρία. Έχει όμως την ευχέρεια στην κατάλληλη περίπτωση, να παρέμβει και να παραγκωνίσει τα ευρήματα περί αξιοπιστίας. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν διαπιστωθεί ότι τα ευρήματα του είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα, αυθαίρετα ή ότι δεν υποστηρίζονται από μαρτυρία (βλ. Κασιέρη κ.ά.
v. Κυριάκου (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1246, Φράγκος v. Χουβαρτά (1992) 1 Α.Α.Δ. 39».

 

Αυτό το αυστηρό κριτήριο επέμβασης από το Εφετείο στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογεί τη μαρτυρία, έχει υπογραμμιστεί σε πληθώρα νομολογίας. Αναφέρουμε ενδεικτικά τις υποθέσεις Σενέκκης Πανίκος v. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακή Λτδ (2012) 1Α.Α.Δ. 417, NAT JANGO FASHION LTD v. Α.Κ. ΠΟΧΤΖΕΛΙΑΝ & ΥΙΟΙ (ΔΙΑΝΟΜΕΙΣ) ΛΤΔ Πολιτική Έφεση αρ. 105/2014, ημερ.18.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:A443

 

Ως γενική παρατήρηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφαση του έχει παραθέσει το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας που έχει τεθεί ενώπιόν του, συνοπτικά βέβαια, λαμβάνοντας υπόψη ότι η πρωτόδικη απόφαση αποτελείται από 204 σελίδες και αρκετές από αυτές έχουν αναλωθεί στην παράθεση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιόν του. Ειδικότερα, το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 21‑55 παραθέτει τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 Ayoub Farid Saab, o οποίος κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας του έκανε αναφορά και σε άλλα πρόσωπα τα οποία είχαν κληθεί ως μάρτυρες ενώπιόν του Δικαστηρίου σε προηγούμενες διαδικασίες, αλλά λόγω της ηλικίας τους και/ή του γεγονότος ότι έχουν έκτοτε μεταναστεύσει σε άλλη χώρα δεν μπορούσαν να δώσουν μαρτυρία στην υπό εξέταση διαδικασία, καθώς και σε πολλά Τεκμήρια που είχαν σχέση με το άνοιγμα και διατήρηση του λογαριασμού, τις συμβάσεις εγγύησης, αλλά και τις καταστάσεις λογαριασμού που αποστέλλονταν. Στις σελίδες 56‑59, το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει τη μαρτυρία του Μ.Ε.2 - Roy Michel Madkour     (δικηγόρου που ασκεί το επάγγελμα του στο Λίβανο από το 1993)  αναφορικά με τις πρόνοιες του Λιβάνου Δικαίου στα διάφορα θέματα που προκύπτουν στην παρούσα υπόθεση, όπως για παράδειγμα υπολογισμοί και αξιώσεις τόκων, αγορά ξένου συναλλάγματος, παραγραφή άσκησης αγωγής και διαδικασίας αμφισβήτησης καταστάσεων τραπεζικών λογαριασμών. Στη σελίδα 59 παρατίθεται συνοπτικά η μαρτυρία του Μ.Ε.3 Patric Maroun, o οποίος είναι ο εκτελεστικός βοηθός του Μ.Ε.1. Η μαρτυρία του εν λόγω προσώπου περιορίστηκε στον υπολογισμό του τόκου επί των ποσών $465.914,82 και $132.000,00 που απαιτεί η εφεσείουσα στην παρούσα αγωγή, αναφέροντας ότι τα υπόλοιπα του λογαριασμού επί των οποίων o ίδιος υπολόγισε τον σύνθετο τόκο, δεν υπολογίστηκαν από τον ίδιο αλλά του δόθηκαν από τον Μ.Ε.1. Από τον ίδιο ζητήθηκε απλά να υπολογίσει τους τόκους. Οι σελίδες 60‑64 της πρωτόδικης απόφασης παραθέτουν τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 Nassib Chedid, ο οποίος είναι δικηγόρος στη Βηρυτό και ασχολείται κυρίως με εμπορικές υποθέσεις, διαιτησίες και δικαστικές διαδικασίες. Η μαρτυρία του κυμάνθηκε γύρω από τις πρόνοιες του Λιβανικού Δικαίου και αποφάσεων των Λιβανικών δικαστηρίων, αναφορικά με τον τόκο, τον σύνθετο τόκο και το θέμα της παραγραφής. Επίσης αναφορικά με τις ισοτιμίες Λιβανέζικης Λίρας με Αμερικανικό Δολάριο, τη γνώση της γλώσσας και τις πρόνοιες του κώδικα υποχρεώσεων και συμβάσεων του Λιβάνου.

 

Αρκετά εκτενής ήταν η μαρτυρία του Μ.Υ.2 Κώστα Νικολαΐδη, o οποίος υπήρξε συνέταιρος στον Ελεγκτικό Οίκο PwC στην Κύπρο ως εγκεκριμένος λογιστής (charted accountant). Σήμερα ασχολείται με τη διαχείριση εναλλακτικών επενδυτικών ταμείων ελεγχόμενων από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, των οποίων είναι και ο Λειτουργός Συμμόρφωσης. Κατόπιν εντολής των δικηγόρων του εφεσίβλητου εξέτασε την ορθότητα των συναλλαγών του τραπεζικού λογαριασμού της Hellas Eurotrade Ltd στην εφεσείουσα. Ετοίμασε σχετικά έγγραφα, τα οποία παρουσίασε και κατατέθηκαν στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 300, αφού εξήγησε ποια έγγραφα έλαβε υπόψη του κατά τη μελέτη και ετοιμασία της μαρτυρίας του. Στο Τεκμήριο 300 ο εν λόγω μάρτυρας προβαίνει σε ανάλυση και καταγραφή ευρημάτων, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ότι οι φερόμενοι λογαριασμοί της εφεσείουσας παρουσιάζουν σωρεία αντικρουόμενων δεδομένων και στοιχείων καθώς και ελλείψεις σημαντικών στοιχείων και πληροφοριών και αταξία στον χειρισμό θεμάτων, με αποτέλεσμα να μην επιτρέπουν την ασφαλή διαπίστωση ενός αξιόπιστου υπολοίπου. Εντόπισε επίσης παραβάσεις από πλευράς εφεσείουσας αναφορικά με τις ημερομηνίες που χρησιμοποιούσε για την ισοτιμία Λιβανέζικης Λίρας‑Αμερικανικού Δολαρίου, όπως επίσης και για τη χρέωση τόκων, που κατά την άποψη του, πολλές εκ των οποίων δεν προέκυπταν με βάση τη συμφωνία. Έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στις ημερήσιες καταστάσεις με τη διαπίστωση ότι τα υπόλοιπα των καταστάσεων κάποτε έχουν ακολουθία, αλλά σε πολλές περιπτώσεις αυτή διακόπτεται καθιστώντας αδύνατη την επιβεβαίωση των υπολοίπων που παρουσιάζουν. Ήταν η θέση του ότι σε κανένα από τα τεκμήρια που μελέτησε δεν υπάρχει αναφορά σε χρέωση τόκου στα ποσά πληρωμής της ενέγγυας πληρωμής (letter of credit) που ανοίχθηκε και ότι όλες οι συμφωνίες αναφέρουν ότι η εφεσείουσα θα δικαιούται να χρεώνει προμήθεια για τις ενέγγυες πιστώσεις για όσο καιρό παρέμειναν ανοικτές και το ποσοστό προμήθειας καθορίστηκε στο 1% ετησίως και επομένως η χρέωση τόκων από την εφεσείουσα είναι λανθασμένη και αποτελεί υπερχρέωση του λογαριασμού της Hellas Eurotrade Ltd. Ούτε υπάρχει αναφορά στις συμφωνίες που υπογράφηκαν σε προμήθεια επί τόκων, με την τελική του θέση ότι δεν υπάρχει ποσό οφειλόμενο από την Hellas Eurotrade Ltd προς την εφεσείουσα. Εξήγησε επίσης ότι ήταν λανθασμένη η μετατροπή του υπόλοιπου του λογαριασμού της Hellas Eurotrade Ltd από Λιβανέζικες Λίρες σε Αμερικάνικα Δολάρια, κάτι που ζημίωσε τη Hellas Eurotrade Ltd. Επίσης θέση του ήταν ότι δεν προβλέπεται προμήθεια επί των τόκων, ούτε και βρήκε κανένα στοιχείο που να επιβεβαιώνει την ορθότητα του καθυστερημένου τόκου (delay interest) που χρεωνόταν λόγω της καθυστέρησης άφιξης των εγγράφων από τις ανταποκρίτριες τράπεζες.

 

Ο Τάσος Παπαδόπουλος - Μ.Υ.3, εργαζόταν ως λογιστής στις επιχειρήσεις του εφεσίβλητου από το 1955 μέχρι το τέλος του 1976, ακολούθως εργάστηκε στην εταιρεία Kermia Limited μέχρι το 1995 που αφυπηρέτησε. Από το 1995 μέχρι τον Μάρτιο του 2011 εργαζόταν ξανά στον Όμιλο Εταιρειών του εφεσίβλητου ως Διοικητικός Λειτουργός σε θέματα Εφόρου Εταιρειών. Ο εν λόγω μάρτυρας ασχολήθηκε με την εταιρεία του εφεσίβλητου Hellas Eurotrade Ltd περί τον Σεπτέμβριο του 1975 όταν έκλεισε η συμφωνία με την κυβέρνηση της Νιγηρίας για την προμήθεια τσιμέντων. Είχε μάλιστα εγκατασταθεί στην Αθήνα για αυτή την εμπορική πράξη μέχρι το τέλος του 1976. Η Hellas Eurotrade Ltd είχε δικό της λογιστή που χειριζόταν τις διάφορες εργασίες της, o ίδιος δεν ασχολήθηκε με τα γενικά λογιστικά της, παρά μόνο σε ό,τι αφορά πιστωτική επιστολή της Νιγηρίας και τις πιστωτικές επιστολές που εξέδιδε η εφεσείουσα. Επίσης, με τη βοήθεια του κυρίου Σπύρου Αρμπούζη, συνέταιρου του εφεσίβλητου στη Hellas Eurotrade Ltd, παρακολουθούσε την κίνηση των τραπεζικών λογαριασμών της Hellas Eurotrade Ltd με συγκεκριμένες τράπεζες, μεταξύ των οποίων και την εφεσείουσα. Τα καθήκοντα του ήταν η συγκέντρωση και καταγράφει όλων των χρεωστικών ή πιστωτικών σημειώσεων‑ειδοποιήσεων, οι οποίες είχαν σχέση με τους λογαριασμούς της Hellas Eurotrade Ltd με διάφορες τράπεζες. Όταν παραλάμβανε πιστωτικές σημειώσεις που εξέδιδε η εφεσείουσα, έλεγχε τα ποσά της πίστωσης και τις αριθμητικές πράξεις. Δεν μπορούσε όμως να ελέγξει την ακρίβεια και την ορθότητα των ημερομηνιών αξίας ή της ισοτιμίας της μετατροπής από Δολάρια Αμερικής σε Λιβανέζικες Λίρες και αντίστοιχα. Όταν παραλάμβανε χρεωστικές σημειώσεις που εξέδιδε η εφεσείουσα έψαχνε τα τιμολόγια και έλεγχε τις αριθμητικές πράξεις και τις αξίες των πιστώσεων. Προέβαινε επίσης σε καταγραφές σε σχέση με τους λογαριασμούς που διατηρούσε η Hellas Eurotrade Ltd με την BNP, την Bank of America και την Bank of Αttica. Ο μάρτυρας ανέφερε ότι αντιμετώπιζε αρκετές δυσκολίες στις συναλλαγές του με την εφεσείουσα και αναφέρθηκε ότι δεν λάμβανε κανονικά τις χρεωστικές και πιστωτικές σημειώσεις, είχε απορίες για διάφορα επιμέρους θέματα όπως για τον χειρισμό των περιθωρίων (margins) ως προς τις προμήθειες (commissions) που χρεώνονταν, τις χρεώσεις (charges) και δεν αντιλαμβανόταν τη λογική της χρέωσης των τόκων γενικά. Ως προς τις ισοτιμίες της ημέρας που γινόταν η χρέωση, δεν είχε κανένα στοιχείο για να μπορέσει να τις ελέγξει. Αναφέρθηκε περαιτέρω σε ένα βιβλίο που διατηρούσε σε σχέση με το συμβόλαιο πώλησης τσιμέντου στη Νιγηρία, το οποίο συμπλήρωνε σταδιακά - το Τεκμήριο 175. Η κατάσταση λογαριασμού - Τεκμήριο 214, του δόθηκε από τον εφεσίβλητο περί τις αρχές Μαρτίου του 1976 και το έγγραφο αυτό αποτελούσε την πρώτη συγκεντρωτική παρουσίαση διαφόρων συναλλαγών που έλαβε η Hellas Eurotrade Ltd από την εφεσείουσα. Προσπάθησε να συμφιλιώσει το Τεκμήριο 214 με το βιβλίο του χωρίς αυτό να καταστεί δυνατό και αναφέρθηκε σε διάφορους προβληματισμούς που είχε αναφορικά με την αλλαγή του λογαριασμού από Λιβανέζικες Λίρες σε Δολάρια, την ισοτιμία, τους τόκους και τα περιθώρια, τους οποίους μοιράστηκε με τον εφεσίβλητο και τον κύριο Αρμπούζη. Έγινε συνάντηση στη Λευκωσία με τους αρμόδιους υπαλλήλους της εφεσείουσας, τον εφεσίβλητο, τον Αρμπούζη και τον ίδιο, αλλά οι υπάλληλοι της εφεσείουσας δεν μπορούσαν να τους δώσουν τα στοιχεία που ζητούσαν αφού αυτά βρίσκονταν στο κατάστημα της εφεσείουσας στη Βηρυτό. Η Hellas Eurotrade Ltd με διάφορες επιστολές της προς την εφεσείουσα, εξέφρασε τις διαφωνίες της με τις χρεοπιστώσεις και ζήτησε εξηγήσεις και έγγραφα που ουδέποτε παραδόθηκαν από την εφεσείουσα σχολιάζοντας επίσης ότι τα έγγραφα που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο ως Τεκμήρια, ουδέποτε παρουσιάστηκαν στην Hellas Eurotrade Ltd σε αυτή τη μορφή.

Η Μ.Υ.4, Μάρω Κωνσταντινίδου, είναι η ιδιαιτέρα γραμματέας του εφεσίβλητου από το 1969 μέχρι και σήμερα. Γνώρισε τον πρόεδρο της εφεσείουσας Michel Saab, αλλά και τον κύριο G. Khoury και τον Μ.Ε.1. Αναφέρθηκε στη σημερινή κατάσταση υγείας του εφεσίβλητου, o οποίος είναι 92 χρονών. Εδώ και 5 χρόνια έχει παραδώσει την εκτελεστική προεδρία του Ομίλου Εταιρειών Σιακόλας στον γιο του. Ένεκα των  προβλημάτων όρασης που έχει εδώ και 15 χρόνια που τα τελευταία τουλάχιστον 5, δεν του επιτρέπουν καν να διαβάζει, του διαβάζει η ίδια την αλληλογραφία του καθώς και άλλα έγγραφα. Ο εφεσίβλητος δεν είναι σε θέση να αναγνωρίζει πρόσωπα, ακόμη τα παιδιά του και στενούς του συνεργάτες, εκτός εάν τον πλησιάσουν πολύ κοντά και του μιλήσουν. Όταν κατά τους επίδικους χρόνους βρίσκονταν στην Κύπρο οι εκπρόσωποι της εφεσείουσας, η ίδια ήταν, μεταξύ άλλων, υπεύθυνη για την παραλαβή των τέλεξ στο γραφείο του Ομίλου του εφεσίβλητου στη Λευκωσία. Το τέλεξ ημερομηνίας 5.7.1976, Τεκμήριο 32, το παρέλαβε η ίδια. Έδωσε φωτοαντίγραφο στους κύριους Saab και Παπαδόπουλο, ενώ ο εφεσίβλητος εκείνη την ημέρα βρισκόταν στην Αθήνα. Ο κύριος Saab το διάβασε και της έδωσε οδηγίες να απαντήσει πάνω στο ίδιο.

 

Μεγάλη έκταση στην πρωτόδικη απόφαση καταλαμβάνει η μαρτυρία του εφεσίβλητου (Μ.Υ.5), γεγονός καθ' όλα αναμενόμενο, αφού ο συγκεκριμένος μάρτυρας είναι ο μόνος που έχει ζήσει τα γεγονότα και μπορούσε έτσι να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου όλη τη μεταξύ των μερών συνεργασία από την αρχή της μέχρι τη δυστυχή εξέλιξη της διαφωνίας που είχε ως αποτέλεσμα την καταχώριση της παρούσας υπόθεσης.

 

Τέλος αναφορά γίνεται και στον Μ.Υ.6, δικαστικό γραφολόγο Μάριο Μαρκίδη, ο οποίος εξέτασε τα πρωτότυπα των Τεκμηρίων 72, 73 και 74 με την άδεια του Αρχηγού Αστυνομίας, αφού αυτά βρίσκονται στην Αστυνομία για σκοπούς εξέτασης ποινικού αδικήματος κατόπιν καταγγελίας. Όπως ανάφερε στο Δικαστήριο, έλαβε φωτοαντίγραφα των Τεκμηρίων 72, 73, 74 και 190, το Τεκμήριο 330, και ο σκοπός και οι οδηγίες του ήταν να διαπιστώσει κατά πόσο τα συγκεκριμένα φωτοαντίγραφα ήταν ακριβή φωτοαντίγραφα των πρωτότυπων. Του ζητήθηκε επίσης να συγκρίνει αποτυπώματα σφραγίδας που υπάρχουν στα Τεκμήρια 72 και 73 και να γίνει αντιστοίχιση με τα πρωτότυπα. Η θέση του ήταν ότι το ένα από τα αντίγραφα των Τεκμηρίων 72 και 73 δεν έχει αντίστοιχο πρωτότυπο έγγραφο, το Τεκμήριο 190 δεν έχει ως αρχική πρωτότυπη πηγή προέλευσης το Τεκμήριο 74. Τα δύο αγγλικά κείμενα, Τεκμήριο 72 και 73, δεν είναι ακριβή φωτοαντίγραφα το ένα του άλλου, εξηγώντας τους λόγους που κατέληξε σε αυτή του τη θέση, διευκρινίζοντας ότι ουδέποτε του ζητήθηκε να προβεί σε γραφολογική σύγκριση, ούτε πήρε δείγμα γραφής από τον εφεσίβλητο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο πέραν του ότι έχει αναφερθεί με λεπτομέρεια στην προσαχθείσα μαρτυρία, όπως ήταν αναγκαίο για μία υπόθεση αυτής της έκτασης και προϊστορίας, καθοδήγησε ορθά τον εαυτό του παραθέτοντας τις σωστές αρχές της νομολογίας αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και έναν έκαστο των μαρτύρων. Έχει προβεί σε ενδελεχή αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Ε.1 καταλήγοντας ότι «η μαρτυρία του, όχι μόνο δεν βοήθησε στην επίλυση σημαντικών επίδικων θεμάτων, αλλά επιπλέον εμπεριέχει σημαντικές αντιφάσεις καθοριστικές στην κρίση της αξιοπιστίας του». Εντόπισε διάφορες αντιφάσεις στη μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα, τις οποίες παρέθεσε παραπέμποντας στη μαρτυρία του, και επίσης αναφέρθηκε στο ουσιώδες γεγονός ότι όπως o ίδιος ο Μ.Ε.1 ανάφερε, δεν συμμετείχε στον χειρισμό του επίδικου λογαριασμού της Hellas Eurotrade Ltd και δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει και να υποστηρίξει αποτελεσματικά συγκεκριμένες χρεώσεις και τακτικές της εφεσείουσας σε σχέση με τον εν λόγω λογαριασμό. Ούτε μπόρεσε να καταθέσει τις χρεώσεις των ανταποκριτριών τραπεζών προς την εφεσείουσα, αλλά καίρια και καθοριστικά δεν ήταν σε θέση να καταθέσει για ένα πολύ σημαντικό επίδικο γεγονός της υπόθεσης που αφορά τις συνθήκες κατάρτισης και υπογραφής των Τεκμηρίων 72, 73 και 74. Σύμφωνα με την εκδοχή της εφεσείουσας, το Τεκμήριο 72 ήταν η έγγραφη αναγνώριση από τον εφεσίβλητο του υπολοίπου του λογαριασμού της Hellas Eurotrade Ltd για το ποσό των 5.399.315,35 Λ.Λ. που υπογράφηκε στη Βηρυτό στις 27.2.1976. Όπως τέθηκε από πλευράς εφεσείουσας, ο εφεσίβλητος αφού έλαβε την κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 71 στην οποία αναφερόταν το πιο πάνω υπόλοιπο, υπέγραψε το Τεκμήριο 72 με πράσινο μελάνι, τοποθετώντας και τη σφραγίδα της Hellas Eurotrade Ltd. Το Τεκμήριο 73, αποτελεί φωτοαντίγραφο του Τεκμηρίου 72 στο οποίο δακτυλογραφήθηκε κείμενο στην αγγλική. Το Τεκμήριο 74 υπογράφηκε στις 28.2.1976 και αποτελεί κατά την εφεσείουσα τη συμφωνηθείσα ισοτιμία 2.38 Λ.Λ. προς $1.

 

Ο Μ.Ε.1 δεν ήταν παρών κατά την υπογραφή των Τεκμηρίων 72 και 74 και αυτά του τα ανάφεραν οι Atamian και Beshara. Υποδεικνύουμε στο σημείο αυτό ότι είχε γίνει προσπάθεια από πλευράς εφεσείουσας, καταχωρώντας σχετικά ενδιάμεση αίτηση, για να κατατεθούν ως μαρτυρία οι δηλώσεις των Atamian και Beshara που έγιναν στο πλαίσιο ένορκης μαρτυρίας τους στο Δικαστήριο στην προηγούμενη εκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε ενδιάμεση απόφαση επί του αιτήματος απορρίπτοντας την εν λόγω αίτηση. Επειδή υπάρχει συγκεκριμένος λόγος έφεσης που πραγματεύεται το εν λόγω σημείο, πρόκειται για τον λόγο έφεσης 2, θα τον επανέλθουμε στο ζήτημα αυτό σε κατοπινό στάδιο της απόφασης μας.

Ο Μ.Ε.1 σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν ήταν σε θέση να καταθέσει αναφορικά με τις λεπτομέρειες χρεοπιστώσεων των επίδικων λογαριασμών, αλλά και επί ουσιαστικών θεμάτων όπως π.χ. οι διαδικασίες κατάρτισης και υπογραφής ουσιωδών εγγράφων, όπως τα Τεκμήρια 72, 73 και 74, αφού δεν είχε ιδία γνώση και ούτε ήταν παρών.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε επίσης ψεύδη του Μ.Ε.1 αναφορικά με τις δυσκολίες που υπήρχαν στη συνεργασία Hellas Eurotrade Ltd και εφεσείουσας λόγω του πολέμου στον Λίβανο, όπως επίσης και ουσιαστικές παλινωδίες στη θέση του Μ.Ε.1 ότι ο εφεσίβλητος πίσω από την πλάτη της εφεσείουσας διαπραγματεύτηκε με τις αρχές της Νιγηρίας και πέτυχε συμβιβαστική συμφωνία εισπράττοντας εκατομμύρια δολάρια, τα οποία κατέθεσε στους νέους του τραπεζίτες στη Γενεύη, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή των ποσών που όφειλε στην εφεσείουσα. Όπως εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η πιο πάνω θέση, αντικρούεται από τη γραπτή μαρτυρία που κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα τα Τεκμήρια 301 και 302. Επίσης, όπως φαίνεται, η Hellas Eurotrade Ltd με επιστολή της ημερομηνίας 8.9.1976, Τεκμήριο 159, πληροφορήθηκε για την επίτευξη της συμφωνίας συμβιβασμού που είχε γίνει με την κυβέρνηση της Νιγηρίας. Αυτά οδήγησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο στην καθ' όλα δικαιολογημένη θέση του, ότι δεν ευσταθούν οι ισχυρισμοί του Μ.Ε.1 ότι ο εφεσίβλητος λειτούργησε εν κρυπτώ και δεν ενημέρωσε την εφεσείουσα για τις διαπραγματεύσεις και τις συμφωνίες συμβιβασμού με την κυβέρνηση της Νιγηρίας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε επίσης και άλλα ψέματα του Μ.Ε.1 αναφορικά με το Τεκμήριο 74 και 74Α, όπως επίσης εντόπισε και αντιφάσεις στη μαρτυρία του στο ζήτημα της απαίτησης για τις σταλίες, αλλά και για την έντονη θέση του ότι η εφεσείουσα προέβηκε στις τραπεζικές διευκολύνσεις προς τον εφεσίβλητο μετά από παρακλήσεις του και αφού τον βοήθησε, αυτός εκμεταλλεύτηκε την εφεσείουσα προκειμένου να πλουτίσει. Πέραν τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε και τη γενική εντύπωση που του άφησε ο Μ.Ε.1 ως μάρτυρας, αναφέροντας ότι «οι απαντήσεις του δεν ήταν άμεσες και απέφευγε επιτηδευμένα να απαντά σε ερωτήσεις που κατά την άποψη του δεν προωθούσαν την υπόθεση της ενάγουσας [εφεσείουσας]». Επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο διέκρινε υπερβολή στη μαρτυρία του Μ.Ε.1 ως προς την προσωπικότητα του εφεσίβλητου χαρακτηρίζοντας τον ως «ενός απατεώνας που εμφανίστηκε στην ενάγουσα με μόλις μερικές χιλιάδες δολάρια παρακαλώντας να τον χρηματοδοτήσει για την προμήθεια τσιμέντου στη Νιγηρία αξίας εκατομμυρίων και στη συνέχεια αφού κέρδισε εκατομμύρια εξαπατώντας την κυβέρνηση της Νιγηρίας, εξαπάτησε και την ίδια την ενάγουσα αποφεύγοντας την πληρωμή του χρέους του.»

Ειδικά για το θέμα των σταλιών το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει, αξιολογώντας τη μαρτυρία του Μ.Ε.1, ότι ενώ ο εφεσίβλητος ήταν κακόπιστος και απαιτούσε σταλίες για πλοία τα οποία δεν μετέβηκαν καθόλου στα λιμάνια ή παρέμειναν εκεί για μικρότερη από την περίοδο που αξίωνε σταλίες και έκανε αναφορά σε δημοσιεύματα του ξένου και κυπριακού Τύπου σύμφωνα με τα οποία ο εφεσίβλητος κατηγορήθηκε από τις αρχές της Νιγηρίας ότι δωροδόκησε κρατικούς αξιωματούχους για να τύχει εύνοιας στις επιχειρήσεις του, δεν έδωσε πειστική δικαιολογία πώς μία τράπεζα του κύρους της εφεσείουσας επιδιώκει την είσπραξη προμήθειας από σταλίες οι οποίες ήταν το αποτέλεσμα απάτης. Επίσης δεν δικαιολογείται, αν η θέση του Μ.Ε.1 είναι ότι όντως οι διαμαρτυρίες της κυβέρνησης της Νιγηρίας ευσταθούν και ότι ο εφεσίβλητος σκόπιμα έστελλε πλοία για να εισπράττει σταλίες, η πρόθεση της εφεσείουσας να συνδράμει τον εναγόμενο στην αγωγή του εναντίον της BNP, η οποία σταμάτησε τις πληρωμές δυνάμει της πίστωσης λόγω των ισχυρισμών και των πιέσεων της κυβέρνησης της Νιγηρίας.

 

Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τον Μ.Ε.1 και κατέληξε στην απόρριψη της μαρτυρίας του.

 

Επομένως ο έβδομος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά προσέγγισε τη μαρτυρία των Μ.Ε.2 και Μ.Υ.1, αμφοτέρων δικηγόρων από τον Λίβανο, οι οποίοι κατέθεσαν ως εμπειρογνώμονες επί θεμάτων του Λιβανικού Δικαίου παραθέτοντας την ορθή νομολογία αναφορικά με το ότι o διάδικος που θα επικαλεστεί μία νομική πρόνοια που εφαρμόζεται σε ξένη χώρα θα πρέπει να τη συμπεριλάβει στα δικόγραφα του και να την αποδείξει με την προσαγωγή της κατάλληλης μαρτυρίας, ότι οι μάρτυρες που καταθέτουν με αλλοδαπό δίκαιο θα πρέπει να αποκαλύψουν τις εξειδικευμένες πηγές της γνώσης τους και ότι το βάρος απόδειξης του αλλοδαπού δικαίου ως ζητήματος πραγματικού γεγονότος, το έχει η πλευρά που το επικαλείται. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Royal Bank of Scotland Plc v. Geodrill Co. Ltd κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 753, Alexandra Atapina (2002) 1 Α.Α.Δ. 1208 και Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) ν. Nίκου K. Σιακόλα (1999) 1 Α.Α.Δ. 44.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε από το σύνολο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιόν του ότι οι συναλλαγές της εφεσείουσας με τη Hellas Eurotrade Ltd διέπονται από το Λιβανικό Δίκαιο, αφού όλα τα έγγραφα για το άνοιγμα του επίδικου λογαριασμού υπογράφηκαν στη Βηρυτό όπου τηρείτο και ο εν λόγω λογαριασμός. Η εφεσείουσα διατηρούσε την έδρα της στη Βηρυτό και από εκεί ανοίγονταν οι πιστώσεις για την προμήθεια του τσιμέντου στη Νιγηρία. Ορθά απέρριψε την εισήγηση του εφεσίβλητου ότι εφαρμόζεται το Ελληνικό Δίκαιο, αφού ορθά κατέληξε ότι εκτός από το γεγονός ότι η έδρα της Hellas Eurotrade Ltd βρισκόταν στην Ελλάδα, καμία άλλη σύνδεση με τις επίδικες συναλλαγές δεν είχε η Ελλάδα. Έτσι ορθά προχώρησε και εξέτασε τη δοθείσα από τις δύο πλευρές μαρτυρία ως προς το δίκαιο του Λιβάνου που εφαρμόζεται στα γεγονότα της υπόθεσης. Σημειώνουμε εδώ ότι αυτή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δηλαδή η κρίση του ότι οι συναλλαγές της εφεσείουσας με τη Hellas Eurotrade Ltd διέπονται από το Λιβανικό Δίκαιο, δεν αποτελεί λόγο έφεσης. Ούτε υπάρχει λόγος έφεσης αναφορικά με τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν εφαρμόζεται το Ελληνικό Δίκαιο. Ακολούθως, ορθά, το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε τόσο τον Μ.Ε.2, όσο και τον Μ.Υ.1 ως εμπειρογνώμονες στα ζητήματα Λιβανικού Δικαίου αποφασίζοντας ότι πέραν των ακαδημαϊκών τους προσόντων, και οι δύο ασκούν το επάγγελμα του δικηγόρου στον Λίβανο για πολλά χρόνια. Ούτε εναντίον της εν λόγω θέσης του Δικαστηρίου, υπάρχει σχετικός λόγος έφεσης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθως παρέθεσε τις αρχές που διέπουν την εξέταση της μαρτυρίας ενός εμπειρογνώμονα (βλ. Θεοσκέπαστη Φαρμ ν. Δημοκρατίας (1990) 1 Α.Δ.Δ. 984Κωνσταντίνα Σιακόλα ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 110 και το σύγγραμμα των Ηλιάδη και Σάντη «Το Δίκαιο της Απόδειξης»  σελ. 575). Στην Ψάλτης ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 113, λέχθηκε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας εμπειρογνώμονα, εδράζεται στις ίδιες αρχές με βάση τις οποίες αξιολογείται η μαρτυρία και των υπολοίπων μαρτύρων. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο υποχρεούται να αξιολογήσει τέτοια μαρτυρία και να προβεί στην κατάληξη του, αναφορικά με την αξιοπιστία του μάρτυρος, είτε αποδεχόμενο εξ ολοκλήρου τη μαρτυρία του ή μέρος αυτής, είτε απορρίπτοντας τη στο σύνολο της (βλ. Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 692). Είναι σαφές από την πιο πάνω νομολογία ότι η εκτίμηση της μαρτυρίας εμπειρογνώμονα δεν διαφέρει από την αντιμετώπιση άλλων μαρτύρων.

 

Τελικώς, επέλεξε την εκδοχή του Μ.Υ.1 έναντι αυτής του Μ.Ε.12. Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι ένας εμπειρογνώμονας κατ' εξαίρεση του γενικού κανόνα που απαγορεύει την έκφραση γνώμης από μάρτυρα, μπορεί να εκφράσει γνώμη αναφορικά με ζητήματα που εμπίπτουν στη σφαίρα της ειδικότητας του. (βλ. Νικολάου ν. Σταύρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 746 και Vasillico Cement Work v. Stavrou (1978) 1 C.L.R. 663). Ο εμπειρογνώμονας πρέπει να εφοδιάσει το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για τον έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων του, έτσι ώστε το Δικαστήριο να μπορέσει να διαμορφώσει τη δική του ανεξάρτητη κρίση επί των γεγονότων (βλ. Νέαρχου ν. Στεφανίδη κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 351).

 

Στις σελίδες 168‑171 της πρωτόδικης απόφασης το Δικαστήριο δικαιολογεί και εξηγεί τους λόγους που το οδήγησαν σ' αυτή του την κρίση. Κατέληξε δε ότι ο Μ.Υ.1 ήταν απόλυτα σταθερός στις απαντήσεις του, χωρίς να κλονιστεί σε κανένα σημείο της μαρτυρίας του, δίδοντας την εντύπωση ότι πρόκειται για επιστήμονα‑νομικό, που είναι εξαίρετος γνώστης του αντικειμένου του και ο οποίος με την επιστημονική του κατάρτιση, την εμπειρία και τις γνώσεις του βοήθησε το Δικαστήριο να αντιληφθεί τις πρόνοιες του Λιβανικού Δικαίου επί των επίδικων θεμάτων και να σχηματίσει τη δική του ανεξάρτητη κρίση για την εφαρμογή τους στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.

 

Αντίθετα, ως αναφέρεται στην εκκαλούμενη απόφαση, ο Μ.Ε.2 δεν έκανε την ίδια καλή εντύπωση στο πρωτόδικο Δικαστήριο ως ο Μ.Υ.1, αναφέροντας και πάλι με λεπτομέρεια τους λόγους που το οδήγησαν σ' αυτή του την απόφαση, για να καταλήξει ότι η γενικότερη εντύπωση που του προξένησε ο Μ.Ε.2 είναι ότι η κατάθεση του δεν αποσκοπούσε στο να εφοδιάσει το Δικαστήριο με τις γνώσεις του προκειμένου να σχηματίσει τη δική του ανεξάρτητη κρίση για το αντικείμενο της πραγματογνωμοσύνης του. Αντίθετα, η αίσθηση που του έδωσε με τις συνεχείς παλινδρομήσεις στη μαρτυρία του και τις αυθαίρετες θέσεις του για τα γεγονότα της υπόθεσης, ήταν ότι η μαρτυρία του αποσκοπούσε αποκλειστικά στο να βοηθήσει την εκδοχή της εφεσείουσας.

 

Κρίνουμε ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος παρέμβασης μας στην εν λόγω κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης είναι ορθή και τεκμηριωμένη.

 

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω θέσης μας, οι όγδοος και ένατος λόγος έφεσης απορρίπτονται.

 

Ο δέκατος λόγος έφεσης αφορά την εσφαλμένη κατά την εφεσείουσα πλήρη αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Υ.2 από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο και πάλι αξιολόγησε εκτενώς τη μαρτυρία του Μ.Υ.2. Ανάφερε ότι ο εν λόγω μάρτυρας είχε εξετάσει όλα τα έγγραφα που αφορούν τις συναλλαγές της εφεσείουσας με τη Hellas Eurotrade Ltd και εξήγησε τεκμηριωμένα πώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι λογαριασμοί της εφεσείουσας παρουσιάζουν ελλείψεις σημαντικών στοιχείων και σωρεία αντικρουόμενων δεδομένων. Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο Μ.Υ.2 αιτιολόγησε πλήρως τη θέση του παραπέμποντας σε συγκεκριμένα Τεκμήρια που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου ότι οι καταστάσεις λογαριασμών που παρουσιάζονται στα Τεκμήρια 142 και 189 δεν συνάδουν με την κατάσταση λογαριασμού του Τεκμηρίου 71 και το υπόλοιπο που εμφανίζεται στο εν λόγω Τεκμήριο και αξιώνεται από την εφεσείουσα. Ο εν λόγω μάρτυρας, ως υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξήγησε με επάρκεια με ποιο τρόπο η εφεσείουσα επέβαλλε λανθασμένα τόκο σε υπόλοιπο που δεν υφίστατο, αλλά διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου μετά από αρκετές πράξεις. Ήταν πλήρης και τεκμηριωμένη η θέση του ότι η μετατροπή του υπόλοιπου του λογαριασμού της Hellas Eurotrade Ltd σε δολάρια ζημίωσε τη Hellas Eurotrade Ltd και ότι αν η εφεσείουσα δεν προέβαινε στη μετατροπή του σε δολάρια και συνέχιζε να τον διατηρεί σε Λιβανέζικες Λίρες, το τελικό υπόλοιπο θα ήταν πιστωτικό για τη Hellas Eurotrade Ltd. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης ορθά αξιολόγησε τον Μ.Υ.2 ως εμπειρογνώμονα και δεν δέχτηκε την εισήγηση της εφεσείουσας ότι ήταν ένας απλός Chartered Accountant, αναφέροντας ότι η πείρα του κατέδειξε ότι ως συνέταιρος στον ελεγκτικό οίκο PwC προέβη σε έλεγχο λογαριασμών εκατοντάδων εταιρειών και σε έλεγχο συναλλαγών με τράπεζες πολλών εκατομμυρίων ευρώ σε διεθνές επίπεδο. Όπως χαρακτηριστικά το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει, «Ο Μ.Υ.2 με την τεκμηριωμένη μαρτυρία του με βοήθησε να αντιληφθώ τον τρόπο με τον οποίο έγιναν κάποιες καταχωρήσεις επί των επίδικων λογαριασμών ώστε να είμαι σε θέση να προβώ στα δικά μου συμπεράσματα και να σχηματίσω τη δική μου ανεξάρτητη κρίση πάνω στα γεγονότα της υπόθεσης και ειδικά στον τρόπο με τον οποίο η ενάγουσα τηρούσε τους επίδικους λογαριασμούς με τη Hellas Eurotrade Ltd.

 

Κρίνουμε ορθή την προσέγγιση, τις διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τον Μ.Υ.2, το οποίο οδηγεί στην απόρριψη του δέκατου λόγου έφεσης.

 

Ο εντέκατος λόγος έφεσης αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Υ.3 και το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ήταν αξιόπιστος και ειλικρινής. Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει, ο Μ.Υ.3 εξ αρχής δήλωσε σαφέστατα ότι λόγω ελλιπούς πληροφόρησης από την εφεσείουσα δεν ήταν σε θέση να ελέγξει τα στοιχεία των διαφόρων πράξεων και να προβεί σε ασφαλές συμπέρασμα σε σχέση με την ορθότητα τους. Είχε πολλές απορίες αναφορικά με τους λογαριασμούς περιθωρίων, τα διάφορα χρεωστικά ή πιστωτικά σημειώματα ως προς τις προμήθειες, τις διάφορες χρεώσεις, το delay interest, και επιπλέον δεν αντιλαμβανόταν τη λογική της χρέωσης των τόκων από την ενάγουσα. Συζητούσε συνεχώς τα θέματα αυτά με τον εφεσίβλητο και τον Αρμπούζη, οι οποίοι ζητούσαν συνεχώς στοιχεία από την εφεσείουσα, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Όταν έλαβε το Τεκμήριο 214 από τον εφεσίβλητο, που ήταν η κατάσταση λογαριασμού, του δημιουργήθηκαν πολλές απορίες για πολλές εγγραφές που περάστηκαν με ημερομηνία 9.12.1975, καθώς επίσης και τις επιστροφές των περιθωρίων (refund of margins) που έφεραν όλες ημερομηνία 2.2.1976. Ανάφερε στο Δικαστήριο ότι η εργασία του ήταν μία συνεχής προσπάθεια κατανόησης του τρόπου με τον οποίο χρέωνε και πίστωνε η εφεσείουσα τη Hellas Eurotrade Ltd. Επίσης ήταν σταθερός στη θέση του ότι το γεγονός της μετατροπής του λογαριασμού της Hellas Eurotrade Ltd από Λιβανέζικες Λίρες σε δολάρια προξένησε έκπληξη τόσο στον ίδιο, όσο και στον εφεσίβλητο και τον Αρμπούζη, κάτι που οδήγησε στην αποστολή σχετικής επιστολής, το Τεκμήριο 161, από τη Hellas Eurotrade Ltd προς την εφεσείουσα με την οποία γινόταν σαφές ότι η μετατροπή του λογαριασμού σε δολάρια δεν ήταν αποδεκτή. Ήταν ειλικρινής, όπως σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, να αναφέρει ότι δεν γνώριζε τις συμφωνίες που έκανε η Hellas Eurotrade Ltd με την εφεσείουσα αναφορικά με το άνοιγμα του επίδικου λογαριασμού και των πιστωτικών επιστολών, αλλά ήταν ταυτόχρονα απόλυτα σταθερός στη θέση του, χωρίς να κλονιστεί στην αντεξέταση, ότι η Hellas Eurotrade Ltd με διάφορες επιστολές εξέφρασε τις διαφωνίες της με τις χρεοπιστώσεις και ζητούσε συνεχώς εξηγήσεις ώστε να είναι σε θέση να έχει πλήρη αντίληψη για το ύψος και τον τρόπο χειρισμού του λογαριασμού της εφεσείουσας, τις οποίες εξηγήσεις ουδέποτε πήρε.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνοντας ότι οι αναφορές του Μ.Υ.3 στηρίχτηκαν και σε γραπτά Τεκμήρια που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο και ότι οι θέσεις του δεν κλονίστηκαν καθόλου κατά την αντεξέταση του, ορθά κατέληξε να αποδεχτεί τη μαρτυρία του Μ.Υ.3 στο σύνολο της ως αξιόπιστη και επομένως στερείται ερείσματος ο εντέκατος λόγος έφεσης o οποίος και απορρίπτεται.

 

Έκθετος σε απόρριψη είναι και ο δωδέκατος λόγος έφεσης που αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Μ.Υ.4. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε ότι η εν λόγω μάρτυρας ήταν αρκετά σαφής και πειστική ως προς την παράδοση των τέλεξ, Τεκμηρίων 301 και 302, στον πρόεδρο της εφεσείουσας M. Saab o οποίος φιλοξενείτο τότε στα γραφεία του εφεσίβλητου και εξυπηρετείτο από τη Μ.Υ.4. Η θέση της αναφορικά με την παράδοση των τέλεξ υποστηρίζεται, όπως ορθά αποφάσισε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, από το Τεκμήριο 302 όπου φαίνεται ο M. Saab να ενημερώνεται για τις διαπραγματεύσεις και να απαντά στο ίδιο τέλεξ στον εφεσίβλητο, ζητώντας να έχει τηλεφωνική επικοινωνία μαζί του. Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά δέχθηκε τις αναφορές τις εν λόγω μάρτυρας στα ιατρικά προβλήματα του εφεσίβλητου, διευκρινίζοντας ότι σίγουρα αυτή δεν είναι γιατρός, αλλά ως η ιδιαιτέρα του από το 1969 μέχρι και σήμερα, και έχοντας μαζί του καθημερινή επαφή καθ' όλο αυτό το χρονικό διάστημα, ήταν σε θέση να αντιληφθεί πώς ο χρόνος  τον επηρέασε, με την απώλεια φυσικών αντοχών αλλά και μεγάλο μέρος της όρασης του.

 

Με τον δέκατο τρίτο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα προσβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδεχτεί τη μαρτυρία του εφεσίβλητου στο σύνολο της, κρίνοντας την ως αξιόπιστη και αληθινή προβάλλοντας τη θέση ότι τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική και/ή δεν δικαιολογούνται από την προσκομισθείσα μαρτυρία.

 

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι εκτεταμένη και ενδελεχής. Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει, παρά την εμφανή σωματική του κόπωση λόγω της μεγάλης του ηλικίας, καθώς και της αδυναμίας του να διαβάζει, η μνήμη του αποδείχθηκε πολύ δυνατή αφού αναφέρθηκε με λεπτομέρεια σε όλα τα έγγραφα που του διαβάστηκαν και έδωσε την εκδοχή του επί όλων των θεμάτων που άπτονται της συναλλαγής του με την κυβέρνηση της Νιγηρίας και την εφεσείουσα. Ήταν κατατοπιστικός ως προς τη συμφωνία που έγινε με την κυβέρνηση της Νιγηρίας για την προμήθεια τσιμέντου, αλλά και τις διαπραγματεύσεις του με την εφεσείουσα, οι οποίες οδήγησαν στην εκχώρηση σε αυτή των προσόδων της πιστωτικής επιστολής της κυβέρνησης της Νιγηρίας και την εκ μέρους της παροχή τραπεζικών διευκολύνσεων προς τη Hellas Eurotrade Ltd και δικαιολόγησε με επάρκεια τη θέση του ότι το ρίσκο για την εφεσείουσα ήταν μικρό, αφού με δικές του ενέργειες η πιστωτική επιστολή της κυβέρνησης της Νιγηρίας επιβεβαιώθηκε από μία μεγάλη τράπεζα όπως η BNP.

 

Το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας και της αντεξέτασης του εφεσίβλητου περιστράφηκε γύρω από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες υπογράφηκαν τα έγγραφα ανοίγματος του λογαριασμού της Hellas Eurotrade Ltd με την εφεσείουσα, κάποια από τα οποία ήταν στην αραβική, κάποια στη γαλλική και κάποια στην αγγλική γλώσσα. Βασική του θέση, την οποία, ορθά με βάση τη μαρτυρία ενώπιον του, αποδέχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν ότι το περιεχόμενο των εγγράφων που ήταν στην αραβική και γαλλική γλώσσα, τις οποίες ούτε μιλά, ούτε αντιλαμβάνεται, δεν του εξηγήθηκαν. Αντίθετα, του λέχθηκε, ότι τα έγγραφα αυτά ήταν τυπικά για το άνοιγμα του λογαριασμού και ότι θα ακολουθούσε ειδική συμφωνία με τους ουσιώδεις όρους της τραπεζικής διευκόλυνσης. Η θέση του αυτή, ότι δηλαδή τα εν λόγω έγγραφα ούτε του εξηγήθηκαν και του λέχθηκε ότι ήταν τυπικής φύσης, έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι επιβεβαιώθηκε και από το γεγονός ότι αρκετά από αυτά (περιλαμβανομένων των εγγράφων που ήταν και στην αραβική και στη γαλλική γλώσσα) δεν είναι πλήρως συμπληρωμένα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε ειδικά στο γεγονός ότι, όντως, υπογράφτηκε στη συνέχεια, και συγκεκριμένα στις 16.6.1975 η συμφωνία Τεκμήριο 41, στην οποία παρατίθενται οι βασικοί όροι της συνεργασίας της εφεσείουσας με τη Hellas Eurotrade Ltd, ειδικά ως προς τις χρεώσεις τόκων και προμηθειών. Επίσης, ενισχυτικό της μαρτυρίας του εφεσείοντα ότι τα έγγραφα που υπέγραψε ήταν τυπικής φύσης, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν το γεγονός ότι την ίδια μέρα που υπεγράφη το Τεκμήριο 41 στάληκε από τη Hellas Eurotrade Ltd στην BNP η επιστολή Τεκμήριο 39 που συνιστούσε την εκχώρηση στην εφεσείουσα των προσόδων της πιστωτικής επιστολής της κυβέρνησης της Νιγηρίας, η οποία σηματοδότησε και την έναρξη της συνεργασίας της εφεσείουσας με τη Hellas Eurotrade Ltd. Περαιτέρω, σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, επιβεβαίωση για τη θέση του εφεσίβλητου περί της τυπικότητας των εγγράφων που υπέγραψε για το άνοιγμα του λογαριασμού, ήταν ότι την επόμενη μέρα υπογράφηκε και το έγγραφο προσωπικής εγγύησης, Τεκμήριο 50, από τους τρεις μετόχους της Hellas Eurotrade Ltd. Άρα ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο και έχοντας ενώπιον του τόσο τα Τεκμήρια, στα οποία έγινε αναφορά πιο πάνω αλλά και κρίνοντας ως αξιόπιστο τον εφεσίβλητο, δέχθηκε τη θέση του για τα έγγραφα που υπέγραψε για το άνοιγμα του λογαριασμού.

 

Κατά το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα Τεκμήρια 41 και 50 είναι τα πιο σημαντικά έγγραφα της συνεργασίας των δύο μερών που επιβεβαιώνουν τη θέση του εφεσίβλητου ότι η συνεννόηση με την εφεσείουσα ήταν ότι τα προηγούμενα έγγραφα που υπέγραψε, αρκετά από αυτά σε μη κατανοητή γλώσσα από τον ίδιο, αφορούσαν τυπικά έγγραφα ανοίγματος λογαριασμού. Είναι επίσης ορθή η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ήταν αιτιολογημένη η θέση του εφεσίβλητου ότι αν τα εν λόγω έγγραφα δεν ήταν τυπικά, δεν θα έμεναν ασυμπλήρωτα και δεν θα χρειαζόταν τελικά να υπογραφεί το Τεκμήριο 41, στο οποίο αναφέρονται πολύ διαφορετικά στοιχεία από ό,τι στα εν λόγω έγγραφα, όπως π.χ. αναφορές στο επιτόκιο και στην κεφαλαιοποίηση τόκου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα με τα δεδομένα που είχε ενώπιόν του, ότι ο εφεσίβλητος έδωσε πίστη στους αξιωματούχους της εφεσείουσας υπογράφοντας τα διάφορα έγγραφα, αφού είχε να κάνει με μία τράπεζα με την οποία ξεκινούσε μία πολύ σημαντική συνεργασία και δεν είχε κανένα λόγο να μην εμπιστεύεται αυτά που τον διαβεβαίωναν. Όπως επίσης σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, η θέση του ότι η φράση που γράφτηκε στη γαλλική γλώσσα σε άλλο Τεκμήριο, που δεν αφορά λογαριασμούς της Hellas Eurotrade Ltd, του λέχθηκε ότι ήταν αναγκαία για σκοπούς εφαρμογής του συμβολαίου και ανοίγματος του λογαριασμού, σημειώνοντας ότι η θέση του είναι πλήρως πειστική αφού δεν αμφισβητήθηκε ο ισχυρισμός του ότι δεν γνωρίζει γαλλικά. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθως πραγματεύεται τη μαρτυρία αναφορικά με τις συνθήκες σύνταξης και υπογραφής των Τεκμηρίων 72, 73 και 74, υπογραμμίζοντας ότι το μόνο πρόσωπο που έδωσε μαρτυρία επί του θέματος ήταν ο εφεσίβλητος, αφού η μαρτυρία του Μ.Ε.1 ήταν αποτέλεσμα των όσων του είχαν λεχθεί από τρίτα πρόσωπα και η μαρτυρία δεν έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο.

 

Η μαρτυρία του εφεσίβλητου αναφορικά με τα εν λόγω έγγραφα συνοψίζεται στη θέση ότι ουδέποτε υπέγραψε το αγγλικό κείμενο που δακτυλογραφήθηκε εκ των υστέρων δίπλα από την αραβική σφραγίδα. Η εφεσείουσα υπέβαλε στον εφεσίβλητο τη θέση της ότι υπέγραψε τα Τεκμήρια 72 (με το οποίο συμφωνούσε για το υπόλοιπο του λογαριασμού της Hellas Eurotrade Ltd) και Τεκμήριο 74 (με το οποίο συμφωνούσε για τη μετατροπή του λογαριασμού σε συγκεκριμένη ισοτιμία Λιβανέζικων Λιρών σε Αμερικάνικα Δολάρια) στις 27.2.1976 και 28.2.1976. Υποστήριξε επίσης η εφεσείουσα ότι τα έγγραφα αυτά ετοιμάστηκαν και υπογράφηκαν αμέσως μετά την παράδοση στον εφεσίβλητο του Τεκμηρίου 71 που συνιστά την κατάσταση λογαριασμού της Hellas Eurotrade Ltd στην εφεσείουσα, στην οποία καταγράφεται το υπόλοιπο που αναγνώρισε ο εφεσίβλητος στο Τεκμήριο 72.

 

Ο εφεσίβλητος απέρριψε τους εν λόγω ισχυρισμούς, αναφέροντας ότι τα έγγραφα τα οποία είχαν μόνο την αραβική σφραγίδα, τα υπέγραψε όπως και άλλα πολλά που του δόθηκαν για υπογραφή από την εφεσείουσα, χωρίς να υπάρχει το αγγλικό κείμενο το οποίο προστέθηκε αργότερα, δίδοντας καλή πίστη στους αξιωματούχους της εφεσείουσας και ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι τα εν λόγω έγγραφα είναι πλαστά και συνιστούν προϊόν δόλου και απάτης.

 

Στο σημείο αυτό αναφέρουμε ότι, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει, ο εφεσίβλητος δεν μπορούσε να θέσει ζητήματα πλαστογραφίας των εν λόγω εγγράφων από τη στιγμή που δεν είχε παραθέσει στο δικόγραφο της Υπεράσπισης του τέτοιους ισχυρισμούς. Αυτό είχε ρητώς τονιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στη Federal Bank of Lebanon v. Νίκου Σιακόλα (ανωτέρω) με την οποία ανατράπηκε η προηγούμενη απόφαση που είχε εκδοθεί από άλλο Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.

 

Όμως, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην απόφαση του, ο εφεσίβλητος μπορούσε να προβάλλει τη θέση ότι τα έγγραφα ανοίγματος του λογαριασμού, Τεκμήρια 32, 33, 35 και 36, ήταν τυπικά και ότι το έγγραφο Τεκμήριο 41 ήταν η μόνη δεσμευτική συμφωνία που ουσιαστικά καθόριζε τη συνεργασία των συμβαλλομένων, αφού αυτοί οι ισχυρισμοί καλύπτονταν από το δικόγραφο της Υπεράσπισης. Όπως περαιτέρω ορθά αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ειδικά για τα Τεκμήρια 72 και 74 μπορεί να μην είναι επιτρεπτή μαρτυρία για πλαστογράφηση τους ως μη δικογραφημένη, όμως το Ανώτατο Δικαστήριο στην πιο πάνω απόφαση του, δέχτηκε ως ορθή τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος με τον τρόπο που δικογράφησε τους ισχυρισμούς του «παρέσχε στον εαυτό του το περιορισμένο πράγματι δικαίωμα να ισχυριστεί κατά τη δίκη» αυτά τα οποία ισχυρίστηκε στις παραγράφους 27 και 28 της Υπεράσπισης του, ότι δηλαδή δεν αποδέχεται το υπόλοιπο του λογαριασμού και την ισοτιμία που αναφέρονται στα εν λόγω έγγραφα. Επομένως, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο στην παρούσα διαδικασία έκρινε ότι οι ισχυρισμοί του εφεσίβλητου για πλαστογραφία των εν λόγω εγγράφων δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ως μη δικογραφημένοι, αλλά ότι ο εφεσίβλητος δεν εμποδίζεται να ισχυριστεί κατά τη διαδικασία ότι δεν αποδέχτηκε το υπόλοιπο του λογαριασμού και την ισοτιμία Δολαρίου και Λιβανέζικης Λίρας που αναφέρονται στα Τεκμήρια 72 και 74.

 

Επισημαίνουμε στο σημείο αυτό ότι υπάρχει ξεχωριστός λόγος έφεσης (ο λόγος έφεσης 3), που άπτεται του τρόπου με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με το ποιους ισχυρισμούς μπορούσε να προωθήσει ο εφεσίβλητος κατά την ακροαματική διαδικασία στηριζόμενος στις παραγράφους 27 και 28 της Υπεράσπισης του.

Έτσι, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και αξιολόγησε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου στο ζήτημα αυτό, υπενθυμίζοντας τον εαυτό του ότι ο εφεσίβλητος δεν αρνήθηκε την υπογραφή του και την τοποθέτηση της σφραγίδας της Hellas Eurotrade Ltd στα Τεκμήρια 72 και 74, αλλά προέβαλε τη θέση ότι κατά την υπογραφή υπήρχε μόνο η αραβική σφραγίδα η οποία ουδέποτε του επεξηγήθηκε και στη συνέχεια συμπληρώθηκε στην απουσία του αφού δακτυλογραφήθηκε και το αγγλικό κείμενο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε αποδεκτή αυτή τη θέση του εφεσίβλητου, λαμβάνοντας υπόψη τη σταθερότητα με την οποία απαντούσε τις επ' αυτού σχετικές ερωτήσεις, χωρίς παλινδρομήσεις καθ' όλη τη διάρκεια της μακράς και επίπονης αντεξέτασης του. Επίσης αυτή η εκδοχή του εφεσίβλητου επιβεβαιώθηκε και από τα πορίσματα του εμπειρογνώμονα γραφολόγου Μ.Υ.6, τη μαρτυρία του οποίου επίσης αποδέχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως επίσης επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, φαίνεται ότι και η θέση της εφεσείουσας, με τις υποβολές που έγιναν στον εφεσίβλητο και στον Μ.Υ. 6, είναι ότι το Τεκμήριο 72 όταν υπογράφηκε από τον εφεσίβλητο, έφερε μόνο την αραβική σφραγίδα, όπως o ίδιος ο εφεσίβλητος υποστήριξε και όχι το αγγλικό δακτυλογραφημένο κείμενο που προστέθηκε αργότερα. Η διαφορά μεταξύ των εκδοχών εφεσείουσας και εφεσίβλητου έγκειται στο ότι η εφεσείουσα υποστήριξε και υπέβαλε στον εφεσίβλητο ότι του εξηγήθηκε το κείμενο στα αραβικά και αυτός συμφώνησε με αυτό, υποβολή και θέση με την οποία ο εφεσίβλητος διαφωνούσε, με περισσή πειστικότητα και εξήγηση. Η ίδια διαδικασία είχε ακολουθηθεί και για το Τεκμήριο 74.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε διαφορές στο αγγλικό κείμενο που δακτυλογραφήθηκε δίπλα από την αραβική σφραγίδα των Τεκμηρίων 72 και 74 και όπως σημειώνει, δεν δόθηκε καμία εξήγηση από την εφεσείουσα για τις συνθήκες κατάρτισης και υπογραφής του Τεκμηρίου 190 και γιατί αυτό έχει διαφορετική προέλευση από το Τεκμήριο 74. Επίσης, δέχτηκε ως πειστική τη θέση που προέβαλε ο εφεσίβλητος ότι η εφεσείουσα θα μπορούσε πριν την αναστολή της εκχώρησης των προσόδων της πιστωτικής επιστολής της Κεντρικής Τράπεζας της Νιγηρίας να συντάξει και ένα κείμενο στα αγγλικά με το οποίο ο εφεσίβλητος να αναγνωρίζει το υπόλοιπο του λογαριασμού και τη συναλλαγματική ισοτιμία, όπως έπραξε για το υπόλοιπο των προμηθειών της πιστωτικής επιστολής και του ποσού των $600.000,00 ως εγγύηση, και όχι να ζητά από αυτόν, να υπογράφει σφραγίδες στην αραβική γλώσσα και στη συνέχεια να δακτυλογραφεί αγγλικά κείμενα που μάλιστα στην περίπτωση του Τεκμηρίου 74, διαφέρουν από το αραβικό κείμενο. Είναι καθ' όλα ορθή και λογική η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Επίσης δικαιολογημένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε τη θέση του εφεσίβλητου ότι δεν συμφώνησε τη μετατροπή του λογαριασμού από Λιβανέζικες Λίρες σε Δολάρια στις 10.3.1976 και με τη συγκεκριμένη ισοτιμία, αναφέροντας ότι αυτό καταδεικνύεται και από το Τεκμήριο 161 που είναι επιστολή ημερομηνίας 4.9.1976 με την οποία η Hellas Eurotrade Ltd διαμαρτυρήθηκε στην εφεσείουσα όταν πληροφορήθηκε για τη μετατροπή του λογαριασμού σε Δολάρια αναφέροντας ότι αυτή δεν είναι αποδεκτή.

            Ενόψει των ανωτέρω ήταν καθ' όλα εύλογη και δικαιολογημένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο εναγόμενος κωλύεται να προβάλλει ισχυρισμούς πλαστογραφίας ως μη δικογραφημένους, η σταθερή θέση του ότι δεν έχει υπογράψει τα Τεκμήρια 72 και 74 με δακτυλογραφημένο το αγγλικό κείμενο σε αυτά, γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο για όλους τους λόγους που εξήγησα πιο πάνω. Συνεπακόλουθα γίνεται αποδεκτή και η θέση του εναγόμενου ότι δεν αποδέχτηκε το υπόλοιπο του λογαριασμού του Τεκμηρίου 71 που αναγράφεται στο Τεκμήριο 72, ούτε την ισοτιμία Δολαρίου και Λιβανέζικης Λίρας που αναγράφεται στο Τεκμήριο 74.».

 

Άλλο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι το Τεκμήριο 71 δεν συνιστούσε τελική κατάσταση λογαριασμού. Επ' αυτού σημείωσε ότι  καταδεικνύεται και από το Τεκμήριο 214 που είναι φωτοαντίγραφο του Τεκμηρίου 71 που δόθηκε στον εφεσίβλητο. Εξάλλου, όπως σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, η ίδια η μαρτυρία της εφεσείουσας κατέδειξε ότι το υπόλοιπο του Τεκμηρίου 71 μειώθηκε σημαντικά από 5.399.315,00 Λ.Λ. στις 27.2.1976 σε 3.996.346,00 Λ.Λ. στις 10.3.1976. Επίσης ήταν εύλογα δικαιολογημένο και επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει ότι η Hellas Eurotrade Ltd ζήτησε πολλές φορές τελική κατάσταση λογαριασμού χωρίς η εφεσείουσα να ανταποκριθεί, κάτι το οποίο καταδεικνύεται από διάφορα Τεκμήρια που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, αλλά και από το γεγονός ότι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ουδέποτε η εφεσείουσα απάντησε ή επικαλέστηκε το Τεκμήριο 72 για να προβάλει τη θέση της στον εφεσίβλητο ότι είχε ήδη αποδεχτεί το υπόλοιπο του Τεκμηρίου 71.

 

Επίσης εύλογη ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος δεν έστελνε σκόπιμα πλοία στη Νιγηρία για να εισπράττει σταλίες. Θέση του ήταν ότι το ζήτημα του συνωστισμού των πλοίων στα λιμάνια της Νιγηρίας, οφειλόταν σε κακό συντονισμό των αρχών της Νιγηρίας που παράγγελλαν μεγάλες ποσότητες τσιμέντου χωρίς τα λιμάνια της χώρας να είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν, αλλά η Hellas Eurotrade Ltd είχε ένα συμβόλαιο να εκτελέσει το οποίο την υποχρέωνε να παραδίδει συγκεκριμένη ποσότητα τσιμέντου κάθε μήνα. Άρα στο πλαίσιο αυτό, ο εφεσίβλητος είχε προβεί από πολύ πριν σε συμφωνίες με προμηθευτές τσιμέντου και πλοιοκτήτες, τις οποίες δεν μπορούσε να παραβεί. Έτσι θεωρούμε εύλογη και λογική την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδεχτεί τη μαρτυρία του εφεσίβλητου στην ολότητα της ως αξιόπιστη και αληθινή, αξιολόγηση η οποία έχει γίνει ενδελεχώς με παραπομπή σε διάφορα Τεκμήρια και πλήρως αιτιολογημένη.

 

Ο δέκατος τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ο τελευταίος λόγος έφεσης που άπτεται το κεφάλαιο αξιοπιστίας μαρτύρων είναι ο δέκατος τέταρτος λόγος έφεσης που αφορά την εσφαλμένη, κατά την εφεσείουσα, αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, της μαρτυρίας του Μ.Υ. 6. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Μ.Υ. 6 είναι εμπειρογνώμονας μάρτυρας‑γραφολόγος δεν αμφισβητείται με την υπό κρίση έφεση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφασίζοντας να αποδεχτεί τη μαρτυρία του Μ.Υ. 6, που στην ουσία της αφορούσε τα Τεκμήρια 72, 73 και 74 και ειδικά τη θέση ότι στο Τεκμήριο 72 υπήρχε η αραβική σφραγίδα, αφού υπογράφηκε πρώτα από τον εφεσίβλητο και τοποθετήθηκε η σφραγίδα της Hellas Eurotrade Ltd, στη συνέχεια δακτυλογραφήθηκε το αγγλικό κείμενο και το αγγλικό κείμενο δακτυλογραφήθηκε και στο Τεκμήριο 73 από διαφορετική γραφομηχανή, το οποίο αποτελεί φωτοαντίγραφο του Τεκμηρίου 72 και ότι η ίδια διαδικασία ακολουθήθηκε και κατά την υπογραφή του Τεκμηρίου 74. Όπως σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα πορίσματα του Μ.Υ. 6 ως ανωτέρω, όπως και η θέση του ότι το Τεκμήριο 190, Exhibit 5, δεν έχει ως αρχική πρωτότυπη πηγή προέλευσης του το Τεκμήριο 74 αλλά κάποιο άλλο πρωτότυπο έγγραφο, δεν αμφισβητήθηκαν επί της ουσίας από τον συνήγορο της εφεσείουσας κατά την αντεξέταση του. Ανεξαρτήτως τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από μελέτη της γραφολογικής έκθεσης του Μ.Υ. 6 και εξέταση του συνόλου της μαρτυρίας του, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Μ.Υ. 6 προέβη σε μία πλήρως τεκμηριωμένη εργασία και τα ευρήματα του είναι αιτιολογημένα και δεν χρειαζόταν να πάρει δείγμα υπογραφής από τον εφεσίβλητο, ούτε να μάθει τον σκοπό της έρευνας. Ούτε η θέση ότι επειδή ο Μ.Υ. 6 δεν είχε υπόψη του το δεύτερο πρωτότυπο έγγραφο από το οποίο προερχόταν το Τεκμήριο 190, Exhibit 5, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η έκθεση του δεν είναι ολοκληρωμένη και τεκμηριωμένη υποστηρίζεται από τη μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, ως εισηγούνται οι συνήγοροι της εφεσείουσας.

 

Έτσι, και ο δέκατος τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Αφού λοιπόν έχουμε πραγματευτεί όλους τους λόγους έφεσης που αφορούν κατευθείαν την αξιολόγηση της μαρτυρίας και των μαρτύρων από το πρωτόδικο Δικαστήριο και τους έχουμε απορρίψει για τους λόγους που εκτίθενται με λεπτομέρεια ανωτέρω, θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, οι οποίοι άπτονται άλλων νομικών ζητημάτων.

 

Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο εύρημα ότι απέτυχε να αποδείξει την υπόθεση της για το αιτούμενο και/ή για οποιοδήποτε χρεωστικό υπόλοιπο, γι' αυτό και απέρριψε την αγωγή. Αυτός είναι ο πρώτος λόγος έφεσης. Αναφέρουμε ότι μέρος της πιο πάνω θέσης του Δικαστηρίου αποτελεί και η απόφαση και τα συμπεράσματα του αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας που παρουσιάστηκαν εκ πλευράς εφεσείουσας σχετικά με το ζητούμενο, δηλαδή την απόδειξη του υπολοίπου. Άρα η αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης που αφορά λανθασμένη αποδοχή μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν έχει έρεισμα και δεν πρόκειται να εξεταστεί εκ νέου. Επαναλαμβάνουμε και υιοθετούμε τα όσα έχουμε αναφέρει στο πλαίσιο των λόγων έφεσης που αφορούσαν την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Σε ό,τι αφορά την απόρριψη του αιτήματος της εφεσείουσας για κατάθεση των δηλώσεων των κυρίων Atamian και Beshara, θα επανέλθουμε στη συνέχεια, αφού η σχετική ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου αποτελεί τον δεύτερο λόγο έφεσης.   

Όσον αφορά την αιτιολογία που άπτεται στις θέσεις του εφεσίβλητου αναφορικά με τα Τεκμήρια 72 και 74, και την απόρριψη της θέσης του Μ.Ε.1 και πάλι υιοθετούμε τα όσα έχουμε αναφέρει σε σχέση με την αξιολόγηση του Μ.Ε.1.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 196 της εκκαλούμενης απόφασης αναφέρει ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει την υπόθεση της για το αιτούμενο ή για οποιοδήποτε χρεωστικό υπόλοιπο εκ μέρους της Hellas Eurotrade Ltd. Παρόλο τον τεράστιο όγκο γραπτής και προφορικής μαρτυρίας, η εφεσείουσα δεν κατέθεσε μία αξιόπιστη κατάσταση λογαριασμού με χρεωστικό υπόλοιπο στην οποία να εμφαίνεται ότι οι χρεώσεις στις οποίες προέβαινε ήταν εντός του πλαισίου  των συμφωνηθέντων με τη Hellas Eurotrade Ltd. Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο περαιτέρω αναφέρει, η εφεσείουσα δεν παρουσίασε λογαριασμό χρεοπιστώσεων με τα ποσά που πλήρωνε για την αγορά και μεταφορά τσιμέντου και αυτά που χρέωνε για τις συμφωνηθείσες προμήθειες και τόκους, όπως επίσης και τις πιστώσεις από τα χρήματα που εισέπραττε από την BNP, δυνάμει της εκχώρησης των προσόδων της πιστωτικής επιστολής. Αρκέστηκε στο να παρουσιάσει μαρτυρία λογαριασμών που δεν συνάδουν μεταξύ τους ως προς τις χρεοπιστώσεις, καθώς και σωρεία ενταλμάτων (vouchers) που δεν έχουν μία σωστή χρονολογική σειρά και δεν συνάδουν ή είναι αντίθετα με κάποιες καταστάσεις λογαριασμού. Υπενθυμίζεται επίσης εδώ, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει κάνει αποδεκτή τη μαρτυρία του Μ.Υ.2, και ο λόγος έφεσης που αφορά τη λανθασμένη αξιολόγηση του εν λόγω μάρτυρα έχει ήδη απορριφθεί. Σύμφωνα με τη μαρτυρία αυτή, οι λογαριασμοί που παρουσίασε η εφεσείουσα εμφανίζουν σωρεία αντικρουόμενων δεδομένων και στοιχείων, καθώς και ελλείψεις σημαντικών στοιχείων και πληροφοριών και αταξία στον χειρισμό θεμάτων με αποτέλεσμα να μην επιτρέπουν την ασφαλή διαπίστωση ενός αξιόπιστου υπολοίπου.

Σε κάθε αγωγή που βασίζεται σε συμβατικό χρέος ο πιστωτής οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη σύμβασης, το οφειλόμενο χρέος και ειδικότερα το ύψος του οφειλόμενου χρέους, όπως και τη μη πληρωμή του. Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως αποτέλεσμα της ορθής αξιολόγησης της μαρτυρίας όπως έχουμε καταλήξει, το Τεκμήριο 71 όπου αναφέρεται το ποσό που αναφέρεται και στην παράγραφο 36 της Έκθεσης Απαίτησης, δεν είναι ορθή αναφορά για το υπόλοιπο του λογαριασμού της Hellas Eurotrade Ltd στις 27.2.1976.

 

Με βάση την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και την αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Υ.2 και του Μ.Υ.3, τα Τεκμήρια 71 και 214 δεν καταδεικνύουν υπόλοιπο στις 27.2.1976, ημερομηνία στην οποία υποτίθεται ότι αφορούν τα Τεκμήρια 72 και 73. Από την αποδοχή της μαρτυρίας των Μ.Υ.2 και Μ.Υ.3 προκύπτουν λανθασμένες χρεώσεις και αυθαιρεσίες στους χειρισμούς του λογαριασμού της Hellas Eurotrade Ltd από την εφεσείουσα οι οποίες επηρεάζουν την ορθότητα του αποτελέσματος των Τεκμηρίων 71, 214, 142 και 146. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία του Μ.Υ.2 σύμφωνα με την οποία ο ορθός χειρισμός του λογαριασμού από πλευράς εφεσείουσας, όχι μόνο θα εξάλειφε το κατ' ισχυρισμό  υπόλοιπο, αλλά θα δημιουργούσε και οφειλόμενο ποσό από την εφεσείουσα στη Hellas Eurotrade Ltd. Ο Μ.Υ.2 περαιτέρω, ανέφερε ότι πέραν του ότι δεν διαπιστώνεται η ύπαρξη χρεωστικού υπολοίπου, είναι αδύνατη η κατάρτιση λογαριασμού ελλείψει ουσιαστικών στοιχείων που δεν παρουσίασε η εφεσείουσα, όπως για παράδειγμα τις πιστώσεις/χρεώσεις των ανταποκριτριών τραπεζών της. Υπήρχαν αυθαιρεσίες από πλευράς εφεσείουσας όσον αφορά τους τόκους και η μετατροπή του νομίσματος του λογαριασμού της Hellas Eurotrade Ltd από Λιβανέζικες Λίρες σε Δολάρια Αμερικής, ήταν εντελώς λανθασμένη πέραν του ότι ήταν αντισυμβατική. Υπενθυμίζουμε εδώ τη μαρτυρία του Μ.Υ.2, που στο σημείο αυτό παρέμεινε αναντίλεκτη, ότι, αν ο λογαριασμός σε Λίρες Λιβάνου διατηρείτο σε Λίρες Λιβάνου, θα κατέληγε  σε κάθε περίπτωση, σε σημαντικό πιστωτικό υπόλοιπο. Επίσης προκύπτει από τη μαρτυρία του ότι η ημερομηνία μετατροπής του λογαριασμού αναφορικά με το νόμισμα, δεν ήταν η 10.3.1976 αφού μετά τις 9.5.1977 φαίνεται να έκλεισε ο λογαριασμός σε Λιβανέζικες Λίρες και δεν παρουσιάστηκε οποιοσδήποτε νέος λογαριασμός σε Δολάρια ΗΠΑ.

 

Με παραδοχή του Μ.Ε.1, τα Τεκμήρια 71, 142, 146 και 174, τα οποία ο Μ.Ε.1 ονόμασε «λογαριασμούς», δεν είναι οι επίσημοι λογαριασμοί της τράπεζας και συνεπώς δεν τίθεται θέμα να υπάρχει Τεκμήριο ως προς την ορθότητα τους.

 

Επομένως, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση της μαρτυρίας που έχει αποδεχτεί μετά από ορθή αξιολόγηση των μαρτύρων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν έχει αποδειχθεί ενώπιον του η αξίωση της εφεσείουσας.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης έτσι απορρίπτεται.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης η εφεσείουσα προσβάλλει ως εσφαλμένη την ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερ.12.7.2019 με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την ενδιάμεση αίτηση της εφεσείουσας ημερ.5.7.2019 για κατάθεση των πρακτικών που αφορούσαν τη μαρτυρία των Atamian και Beshara, ως αυτές έγιναν στο πλαίσιο της ακρόασης της αγωγής το 2001.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει κατά πόσο η μαρτυρία η οποία επιχειρείτο να κατατεθεί συνιστά εξ ακοής μαρτυρία ως καθορίζει ο περί Αποδείξεως Νόμος Κεφ. 9 άρθρα 23 και 24.  Συναφώς, θα έπρεπε το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί ότι ο μάρτυρας ο οποίος προέβη στη μαρτυρία, δεν μπορούσε εύλογα να παρουσιαστεί από τον διάδικο που επιχειρούσε να την προσκομίσει. Τούτο, με δεδομένο ότι δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να μετακυλήσει το βάρος στον αντίδικο, να καλέσει o ίδιος τον μάρτυρα για σκοπούς αντεξέτασης σχετικό είναι το άρθρο 26 του Κεφ. 9. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας το αίτημα, υιοθέτησε την απόφαση C & A Pelekanos & Associates και Ανδρέας Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε την κατάθεση μάρτυρα σε προηγούμενη διαδικασία με έμφαση στο στοιχείο της απουσίας αντεξέτασης που αποτελεί ουσιαστικό παράγοντα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Παραπέμπουμε επίσης στην υπόθεση Stasis A N Estates Co. Ltd v. G M P Katsambas Ltd (2001) 1 A.Α.Δ. 2006, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο θεώρησε πλημμέλημα από πλευράς του Διαιτητή να κάνει αποδεκτό το πρακτικό δικαστικής διαδικασίας με μαρτυρία σε Διαιτησία. Στην Muskita Alumin. Ind. Ltd κ.α. v. Alsako Alumin. Ltd κ.α. (Αρ. 2) (2009) 1 Α.Α.Δ. 1481, στην οποία νομολογήθηκε ότι για να είναι δυνατό να γίνει αποδεκτή η δήλωση προσώπου σε προηγούμενη διαδικασία, θα πρέπει να αποδειχθεί ότι το πρόσωπο αυτό είναι εν ζωή, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στην άλλη πλευρά να τον κλητεύσει για αντεξέταση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε καταλήξει στην ενδιάμεση απόφαση του ότι δεν είχε προσκομιστεί ενώπιον του καμία εξασφάλιση ότι τα δύο αυτά άτομα ήταν εν ζωή και ότι θα ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί η προβλεπόμενη από το άρθρο 26 του Κεφ. 9 κλήση μάρτυρα για σκοπούς αντεξέτασης. Χαρακτηριστικά δε ανάφερε τα ακολούθα:

«Από τη στιγμή που δεν υπάρχει σαφής μαρτυρία ότι τα εν λόγω πρόσωπα είναι στη ζωή, ιδιαίτερα στην παρούσα όπου υπάρχει κατά την ενάγουσα σοβαρό ενδεχόμενο να έχουν πεθάνει, δεν μπορεί να υπάρξει εύρημα του Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία τους είναι εξ' ακοής στα πλαίσια του Κεφ. 9. Αυτό γιατί όπως αναφέρθηκε, οι δηλώσεις αποβιωσάντων δεν συνιστούν εξ' ακοής μαρτυρία σύμφωνα με τις διατάξεις του Περί Αποδείξεως Νόμου...»

 

Περαιτέρω, το τι επιδίωκε η εφεσείουσα να πράξει με την ενδιάμεση αίτηση ήταν να μετακυλήσει την υποχρέωση κλήτευσης των εν λόγω μαρτύρων στους ώμους του εφεσίβλητου για σκοπούς αντεξέτασης τους, ενώ ήταν σαφές από τα όσα είχε αναφέρει η ίδια η εφεσείουσα ότι η παρουσία τους στο πρωτόδικο Δικαστήριο θα ήταν ουσιαστικά αδύνατη. Φαίνεται επίσης ότι η εφεσείουσα παραγνώρισε τη θετική υποχρέωση που είχε η ίδια προς το Δικαστήριο να καταβάλει προσπάθειες εντοπισμού των μαρτύρων. Επομένως, η ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή, γι' αυτό και ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

   

Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά τα Τεκμήρια 72 και 74. Ουσιαστικά στρέφεται κατά της κρίσης του Δικαστηρίου να μην αποδεχθεί τις επ' αυτών θέσεις του Μ.Ε.1 ενώ αποδέχθηκε τις θέσεις του εφεσίβλητου. Επαναλαμβάνουμε στο σημείο αυτό όσα έχουμε αναφέρει προηγουμένως αναφορικά με τον τρόπο αξιολόγησης και αποδοχής από το Δικαστήριο της μαρτυρίας. Το δεύτερο σημείο αφορά την κατά την εφεσείουσα λανθασμένη ερμηνεία και/ή κατανόηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Ν. Κ. Σιακόλα (ανωτέρω), αναφορικά με το ποιους ισχυρισμούς μπορούσε ο εφεσίβλητος να προωθήσει κατά την ακροαματική διαδικασία στηριζόμενος στις παραγράφους 27 και 28 της Υπεράσπισης του.

Κατά την κρίση μας, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα λεχθέντα από το Ανώτατο Δικαστήριο στην προαναφερθείσα υπόθεση, θεώρησε ότι οποιαδήποτε μαρτυρία από τον εφεσίβλητο για ζητήματα που αφορούν πλαστογραφία των Τεκμηρίων 72 και 74 είναι ανεπίτρεπτη ως μη δικογραφημένη, εντούτοις είχε το περιορισμένο δικαίωμα να παρουσιάσει μαρτυρία κατά τη δίκη για τον συγκεκριμένο ισχυρισμό του, ότι ουδέποτε αποδέχτηκε τόσο το υπόλοιπο του λογαριασμού, όσο και την ισοτιμία που αναφέρεται στα Τεκμήρια 72 και 74. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά σημείωσε ότι «οι ισχυρισμοί του εναγόμενου για πλαστογραφία των εν λόγω εγγράφων δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ως μη δικογραφημένοι, αλλά ο εναγόμενος δεν εμποδίζεται να ισχυριστεί κατά τη διαδικασία ότι δεν αποδέχθηκε το υπόλοιπο του λογαριασμού και την ισοτιμία Δολαρίου και Λιβανέζικης Λίρας που αναφέρονται στα Τεκμήρια 72 και 74.»

 

Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη θέση του εφεσίβλητου ότι δεν είχε υπογράψει τα Τεκμήρια 72 και 74 με δακτυλογραφημένο το αγγλικό κείμενο σε αυτά, έτσι ήταν καθ' όλα λογικό, αναμενόμενο και εύλογο να κάνει αποδεκτή τη συνακόλουθη  θέση του, ότι δεν αποδέχτηκε το υπόλοιπο του λογαριασμού, Τεκμηρίου 71, που αναγράφεται στο Τεκμήριο 72, ούτε την ισοτιμία Δολαρίου και Λιβανέζικης Λίρας που αναγράφεται στο Τεκμήριο 74.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατανόησε και ερμήνευσε την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ορθά κατά την επανεκδίκαση της υπόθεσης έδωσε το δικαίωμα στον εφεσίβλητο να προσφέρει μαρτυρία αναφορικά με τα θέματα που ισχυρίζεται. Η εφεσείουσα η ίδια είχε καταστήσει το Λιβανικό Δίκαιο επίδικο, οι θέσεις του εφεσίβλητου ήταν δικογραφημένες και όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε στην απόφαση του, ο συνήγορος της εφεσείουσας είχε το δικαίωμα να αντεξετάσει τον μάρτυρα που θα έφερνε η πλευρά του εφεσίβλητου επί των θέσεων του σε σχέση με οποιαδήποτε διάταξη του Λιβανικού Δικαίου.

 

Επομένως και αυτός ο λόγος έφεσης είναι έκθετος σε απόρριψη και απορρίπτεται.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα αμφισβητεί το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα πιο σημαντικά έγγραφα της συνεργασίας των μερών είναι τα Τεκμήρια 41 και 50, που επιβεβαιώνουν τη θέση του εφεσίβλητου ότι τα προηγούμενα έγγραφα (Τεκμήρια 14, 14Γ, 14Δ, 32, 33, 35 και 36) που υπογράφηκαν μεταξύ των μερών, αφορούσαν τυπικά έγγραφα ανοίγματος λογαριασμού με αποτέλεσμα οι όροι των εν λόγω εγγράφων να μην είναι δεσμευτικοί και/ή ουσιώδεις.

 

Ο λόγος αυτός, όπως τελικά διαφάνηκε και όλοι οι λόγοι έφεσης που εξετάστηκαν μέχρι τώρα, άπτεται στο μεγαλύτερο μέρος του της αξιοπιστίας του εφεσίβλητου, τη μαρτυρία του οποίου, ως εξηγήσαμε ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο ενδελεχώς αξιολόγησε και με περισσή προσοχή, κατέληξε να αποδεχτεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στη θέση του αυτή αναφέροντας ότι αποδέχτηκε τη θέση του εφεσίβλητου ότι η συνεννόηση του με την εφεσείουσα ήταν ότι έγγραφα προηγούμενα που είχαν υπογραφεί σε μη κατανοητή γλώσσα από τον ίδιο, αφορούσαν τυπικά έγγραφα ανοίγματος λογαριασμού αφού σε αυτά έμειναν ασυμπλήρωτα αρκετά στοιχεία και αν δεν ήταν τυπικά έγγραφα, δεν θα χρειαζόταν να υπογραφεί τελικά το Τεκμήριο 41, στο οποίο περιέχονται οι αναφορές στο επιτόκιο και την κεφαλαιοποίηση του τόκου που δεν αναφέρονται στα προηγούμενα έγγραφα. Επίσης αποδέχτηκε τη θέση του εφεσίβλητου ότι έδωσε πίστη στους αξιωματούχους της εφεσείουσας, υπογράφοντας τα έγγραφα αυτά, αφού θα ξεκινούσε μία πολύ σημαντική συνεργασία με μία τράπεζα και δεν είχε κανένα λόγο να μην εμπιστεύεται τους αξιωματούχους της τράπεζας για αυτά που τον διαβεβαίωναν, και μία από τις διαβεβαιώσεις τους ήταν ότι τα έγγραφα αυτά ήταν τυπικά για το άνοιγμα των λογαριασμών.

 

Επομένως και ο λόγος αυτός απορρίπτεται.

 

Αντικείμενο του πέμπτου λόγου έφεσης είναι ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχτηκε τις θέσεις του εφεσίβλητου και κατέληξε σε εύρημα ότι η εφεσείουσα προέβαινε σε αυθαίρετες ενέργειες και μονομερείς και αντισυμβατικές χρεώσεις τόκων και προμηθειών στον λογαριασμό της Hellas Eurotrade Ltd και ότι δεν δικαιούται να κεφαλαιοποιεί τον τόκο, να χρεώνει ποσοστό προμήθειας, σύνθετο τόκο ή καθυστερημένους τόκους όπως και η μετατροπή του λογαριασμού από Λιβανέζικες Λίρες σε Δολάρια Αμερικής είναι αυθαίρετη.

 

Όπως καθίσταται σαφές, και ο λόγος έφεσης αυτός, άπτεται σε ένα μεγάλο μέρος του της αξιολόγησης της μαρτυρίας που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα ευρήματα του σχετικά και την αποδοχή της μαρτυρίας των μαρτύρων Υπεράσπισης και κυρίως του εφεσίβλητου. Έχουμε ήδη ασχοληθεί με τα θέματα αυτά και έχουμε επικυρώσει τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί της αξιοπιστίας του εφεσίβλητου και συνεπώς τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, επίσης επικυρώνονται.

 

Όπως φαίνεται από το κείμενο της πρωτόδικης απόφασης, η πλευρά του εφεσίβλητου παρουσίασε κατά την πρωτόδικη διαδικασία μαρτυρία από ανεξάρτητο μάρτυρα, τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ως εμπειρογνώμονα, τον Μ.Υ.2, o οποίος ικανοποίησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι είχε εξετάσει όλα τα έγγραφα, Τεκμήρια που του είχαν δοθεί και προχώρησε ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την πρωτόδικη διαδικασία στις διαπιστώσεις του επί των καταχωρήσεων στις διάφορες καταστάσεις που παρουσίασε η εφεσείουσα και των παράνομων χρεώσεων/υπερχρεώσεων της εφεσείουσας προς τον λογαριασμό της Hellas Eurotrade Ltd. Δεν έπραξε και η εφεσείουσα το ίδιο. Δηλαδή, αρκέστηκε να παρουσιάσει το Τεκμήριο 72 και να διεκδικήσει από το Δικαστήριο όλες τις χρεώσεις που εκτίθεντο στην Έκθεση Απαίτησης. Ο Μ.Υ.2 με τη μαρτυρία του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου είχε καταλήξει ότι το μόνο ποσό που θα μπορούσε να χρεώσει η εφεσείουσα είναι 1% προμήθεια ετησίως για την περίοδο ισχύος της ενέγγυας πίστωσης και όχι τόκους. Άφησε εύλογα ερωτηματικά στο Δικαστήριο για την απόφαση της εφεσείουσας να επιλέξει συναλλαγματική ισοτιμία 2.38 Λ.Λ. προς $1 για τη μετατροπή του λογαριασμού, τη στιγμή που η ισοτιμία εκείνη τη μέρα ήταν 2.45 Λ.Λ. προς $1. Παρουσιάστηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου εντάλματα για χρέωση, χωρίς όμως να παρουσιάζεται η ίδια η χρέωση στις καταστάσεις του λογαριασμού. Άφησε επίσης ερωτηματικά για το κατά πόσο ήταν σωστή η επιβολή τόκων με ποσοστό 12% από την 1 Ιανουαρίου του 1976 και μετέπειτα, αφού δεν υπήρχαν τα στοιχεία που αφορούν τις χρεώσεις των ανταποκριτριών τραπεζών για Δολάρια ΗΠΑ και δεν μπορούσε να επαληθευτεί η ορθότητα της χρήσης επιτοκίου 12%, όπως επίσης και χωρίς έρεισμα έμεινε η αξίωση της εφεσείουσας για προμήθεια 10% πάνω στο ποσό των τόκων. Υπενθυμίζουμε εδώ ότι ο εφεσίβλητος ήταν ιδιαίτερα κατηγορηματικός όπως αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο στη θέση του, ότι δεν συμφώνησε τη μετατροπή του λογαριασμού από Λιβανέζικες Λίρες σε Δολάρια ΗΠΑ στις 10.3.1976 με τη συγκεκριμένη ισοτιμία. Σχετική είναι και η επιστολή διαμαρτυρίας της Hellas Eurotrade Ltd ημερ.4.9.1976 Τεκμήριο 161, στην οποία ουδέποτε απάντησε η εφεσείουσα.

 

Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στη σελίδα 197 της απόφασης του, η εφεσείουσα παρουσίασε μαρτυρία με αρκετά έγγραφα για το άνοιγμα του επίδικου λογαριασμού, τα οποία διαφέρουν μεταξύ τους σε ουσιαστικά σημεία, όπως το επιτόκιο και η επιβολή σύνθετου τόκου. Παρουσίασε επίσης ένα Τεκμήριο που διαφέρει από τα υπόλοιπα, το Τεκμήριο 41, στο οποίο εκτός του ότι εξειδικεύεται το ποσοστό των προμηθειών, το επιτόκιο καθορίζεται σε 12% χωρίς την κεφαλαιοποίηση που προβλέπουν τα Τεκμήρια 32 και 35 και καταλήγει το πρωτόδικο Δικαστήριο «αυτή η διαφοροποίηση είναι ενδεικτική για το πώς η ενάγουσα λειτουργούσε κατά το δοκούν σε σχέση με τον λογαριασμό της Hellas Eurotrade Ltd. Παρουσίασε 3 έγγραφα στα οποία παρουσιάζονται εντελώς διαφορετικές πρόνοιες ως προς την κεφαλαιοποίηση του τόκου. Στο Τεκμήριο 32 καθορίζεται μηνιαία κεφαλαιοποίηση, στο Τεκμήριο 35 κεφαλαιοποίηση κάθε τρεις μήνες και στο Τεκμήριο 41 δεν καθορίζεται ανακεφαλαιοποίηση του τόκου.».

Επίσης, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε με βάση τα όσα προέκυψαν από τη μαρτυρία και τα ευρήματα του, ότι η χρέωση προμήθειας 10% επί του συσσωρευμένου τόκου ήταν εντελώς αυθαίρετη και δεν προβλέπεται σε κανένα από τα έγγραφα που παρουσίασε η εφεσείουσα. Όπως ορθά κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, για να νομιμοποιείτο η ενάγουσα να χρεώνει προμήθεια επί του συσσωρευμένου τόκου και μάλιστα σε ποσοστό 10%, όφειλε να αποδείξει ότι αυτή η ειδική προμήθεια είχε συμφωνηθεί με τη Hellas Eurotrade Ltd, όμως κανένα από τα έγγραφα που κατέθεσε η εφεσείουσα δεν προβλέπει κάτι τέτοιο. Και το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ακόμη ότι και να γινόταν αποδεκτή η θέση της εφεσείουσας για συμφωνηθέν σύνθετο τόκο, δεν υπάρχει καθόλου μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου για το ύψος του επιτοκίου και το πώς έχει υπολογιστεί.

 

Στις ίδιες γραμμές είναι και η απόφαση του Δικαστηρίου αναφορικά με τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας για καθυστερημένους τόκους (delayed interest). Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με αυτό το σημείο, ανάφερε ότι η χρέωση των καθυστερημένων τόκων ήταν αυθαίρετη, δεν υπάρχει καμία συμφωνία που να δίδει τέτοιο δικαίωμα στην εφεσείουσα, οι χρεώσεις δεν έχουν αιτιολογηθεί με σχετικό μαρτυρικό υλικό, ούτε και υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε μαρτυρία που να καταδεικνύει πώς υπολογίστηκε ο καθυστερημένος τόκος. Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι ακόμα και η μαρτυρία που παρουσίασε η ίδια η εφεσείουσα καταδεικνύει ότι χρέωνε τόκο τον λογαριασμό της Hellas Eurotrade Ltd αυθαίρετα και κατά το δοκούν. Και αναφέρεται προφανώς στη μαρτυρία του Μ.Ε.3, o οποίος υπολόγισε εκ νέου τους τόκους σύμφωνα με τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα της εφεσείουσας Μ.Ε.2, δικηγόρου Madkour, o οποίος ανάφερε ότι η εφεσείουσα χρέωνε παράνομα σύνθετο τόκο τον λογαριασμό της Hellas Eurotrade Ltd για περίοδο πολλών χρόνων μετά το κλείσιμο του λογαριασμού και μέχρι την καταχώριση της παρούσας αγωγής. Ακολούθως, προσκομίστηκε μαρτυρία από την εφεσείουσα, του Μ.Ε.3, o οποίος υπολόγισε εκ νέου τους τόκους, χωρίς δηλαδή τον σύνθετο τόκο μετά το κλείσιμο του λογαριασμού και πριν την καταχώριση της αγωγής. Η διαφορά αυτή είναι πέραν των $12.000.000,00.

 

Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο επανέλαβε τη θέση του ότι από τα ευρήματα του δεν προκύπτει ότι η εφεσείουσα δικαιούτο να χρεώνει σύνθετο τόκο, ούτε να επιβάλλει προμήθεια επί του σύνθετου τόκου. Όπως ήταν η αποδεκτή από το Δικαστήριο θέση του εμπειρογνώμονα του Λιβανικού Δικαίου, Μ.Υ.1, ο σύνθετος τόκος στον Λίβανο χρεώνεται μόνο μετά από συμφωνία των μερών και συμφωνά με τα ευρήματα του Δικαστηρίου στο Τεκμήριο 41 που αποτελεί την ειδική συμφωνία για τις χρεώσεις και προμήθειες που δικαιούται να χρεώνει η εφεσείουσα στον λογαριασμό της Hellas Eurotrade Ltd, δεν υπάρχει πρόνοια ούτε για σύνθετο τόκο, ούτε και για προμήθειες επιτοκίου.

 

Με βάση τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αυθαίρετη είναι και η εκ πλευράς της εφεσείουσας μετατροπή του λογαριασμού από Λιβανέζικες Λίρες σε Δολάρια Αμερικής. Η Hellas Eurotrade Ltd δεν συμφώνησε ούτε με την ημερομηνία μετατροπής, ούτε και τη συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποίησε η εφεσείουσα, ενώ σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μ.Υ.2 που έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η πιο πάνω μετατροπή στη συγκεκριμένη ισοτιμία και τον συγκεκριμένο χρόνο, έχουν ζημιώσει σημαντικά τη Hellas Eurotrade Ltd. Επίσης, δεν είναι καν σαφές σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η μετατροπή του λογαριασμού έγινε όντως στις 10.3.1976, αφού υπάρχουν καταχωρήσεις μετά την εν λόγω ημερομηνία σε Λιβανέζικες Λίρες και το Δικαστήριο αναφέρει ότι πέραν του ότι όλα τα πιο πάνω καταδεικνύουν ότι η εφεσείουσα χρέωνε τον λογαριασμό της Hellas Eurotrade Ltd με σωρεία παράνομων και αντισυμβατικών τόκων και προμηθειών και χειριζόταν τις ισοτιμίες κατά το δοκούν, δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει την αξίωση της ότι η Hellas Eurotrade Ltd της οφείλει το αιτούμενο ή οποιοδήποτε άλλο ποσό δυνάμει του εν λόγω λογαριασμού, αλλά ούτε και είναι δυνατό να διερευνηθεί από το Δικαστήριο ποιο θα ήταν το υπόλοιπο του λογαριασμού αν δεν συμπεριλαμβάνονταν σε αυτό οι αυθαίρετες χρεώσεις.

 

Δεν υπάρχει κανένας λόγος παρέμβασης μας σε αυτό το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο, επαναλαμβάνουμε, ήταν αποτέλεσμα της ενδελεχούς αξιολόγησης της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε ενώπιον του.

 

Επομένως και ο λόγος έφεσης 5 απορρίπτεται.

 

Παραμένει τέλος ο έκτος λόγος έφεσης που αφορά το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος και η Hellas Eurotrade Ltd δεν συμφώνησαν στην πληρωμή προμηθειών ποσοστού 1% επί των αξιωμένων και εισπραττόμενων ποσών για σταλίες και ότι ο εφεσίβλητος ως εγγυητής δεν είχε υποχρέωση να παράσχει λογαριασμούς για τις εισπραττόμενες σταλίες και/ή να πληρώσει προμήθεια επί του τελικού ποσού των σταλιών.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 201 της απόφασης του καταλήγει ότι η απαίτηση για προμήθεια επί των σταλιών δεν έχει αποδειχθεί. Αναφέρει δε ότι το Τεκμήριο 41 δεν αναφέρεται σε προμήθεια επί των σταλιών, αλλά σε προμήθεια 1% επί του συνολικού ποσού της πιστωτικής επιστολής των $14.400.000,00 προμήθεια, η οποία εξοφλήθηκε με την αναστολή των προσόδων, αφού τέθηκε ως όρος για να αποδεχθεί η εφεσείουσα την αναστολή. Αυτό φαίνεται τόσο στο Τεκμήριο 41 όσο και στο Τεκμήριο 43. Αναφορά επί σταλιών έγινε για πρώτη και μόνη φορά κατά την αναστολή των προσόδων στο Τεκμήριο 70, όπου τέθηκε ως όρος για την αναστολή η πληρωμή προμήθειας σε μελλοντικές εισπράξεις σταλιών. Και τούτο σε μελλοντική πληρωμή προμήθειας για σταλίες και ύστερα από διαπραγμάτευση εγγράφων από την πιστωτική επιστολή, αλλά καμία διαπραγμάτευση των εγγράφων δεν έγινε μετά την αναστολή των προσόδων, λόγω της πίεσης της κυβέρνησης της Νιγηρίας προς την Bank Nationale de Paris.

 

Επίσης ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη θέση του εφεσίβλητου ότι αυτός ενάγεται ως εγγυητής της Hellas Eurotrade Ltd. Λογαριασμό για σταλίες θα μπορούσε να δώσει μόνο η Hellas Eurotrade Ltd που ήταν και η δικαιούχος των σταλιών και δεν νομιμοποιείται η εφεσείουσα να ζητά λογαριασμό σταλιών από τον εφεσίβλητο που ήταν εγγυητής της Hellas Eurotrade Ltd. Διευκρινίζεται ξανά ότι αν και ο εφεσίβλητος ήταν διευθυντής και πληρεξούσιος της Hellas Eurotrade Ltd, ενάγεται υπό ιδιότητα εγγυητή της Hellas Eurotrade Ltd.

 

Ορθό επίσης είναι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι καθίσταται σαφές από τη δοθείσα μαρτυρία ότι οποιεσδήποτε εισπράξεις από τη Hellas Eurotrade Ltd που έγιναν δυνάμει της συμφωνίας συμβιβασμού με την κυβέρνηση της Νιγηρίας, είτε για πώληση τσιμέντου είτε για σταλίες, δεν εντάσσονται στην πιστωτική επιστολή της Κεντρικής Τράπεζας της Νιγηρίας ώστε να νομιμοποιείται η εφεσείουσα σε οποιαδήποτε απαίτηση προμήθειας επί σταλιών. Οι εισπράξεις αυτές είναι προϊόν συμβιβασμού της Hellas Eurotrade Ltd με την κυβέρνηση της Νιγηρίας και έχουν ως βάση την αρχική συμφωνία προμήθειας τσιμέντου και όχι την πιστωτική επιστολή, η οποία άλλωστε κατέστη στην ουσία άκυρη μετά που η BNP αρνήθηκε τη διαπραγμάτευση εγγράφων και την πληρωμή οποιωνδήποτε ποσών δυνάμει αυτής.

 

Μετά την ακύρωση της πιστωτικής επιστολής της Κεντρικής Τράπεζας της Νιγηρίας, οποιεσδήποτε απαιτήσεις είχε μετέπειτα η Hellas Eurotrade Ltd από την κυβέρνηση της Νιγηρίας, δεν στηρίζονταν στην πιστωτική επιστολή, αλλά στο συμβόλαιο που υπέγραψε με τη Νιγηρία. Εξ ου και η πληρωμή που έγινε στη συνέχεια ήταν αποτέλεσμα της συμβιβαστικής της συμφωνίας της Hellas Eurotrade Ltd με τη Νιγηρία και όχι αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης κάποιων εγγράφων κάτω από την πιστωτική επιστολή.

 

Και ο λόγος έφεσης αυτός είναι επομένως έκθετος σε απόρριψη και απορρίπτεται.

 

Ενόψει των ανωτέρω, όλοι οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται και επικυρώνεται η πρωτόδικη απόφαση στην ολότητα της.

 

Επιδικάζονται υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας που ανέρχονται στο ποσό των €7.400 πλέον ΦΠΑ.

 

 

                     ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

                      Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

                           

                                                        ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο