ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 129/2023)
19 Δεκεμβρίου, 2024
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
DESMOND DAVIDSON OMORODION
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ
Εφεσίβλητης.
--------------------
Ε. Θεμιστοκλέους (κα), για Δ.Α. ΠΑΥΛΙΔΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε, για Εφεσείοντα.
Α. Φιλίππου, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την υποφαινόμενη.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ημερομηνίας 10/10/2023 στην Προσφυγή Αρ. T1506/23, με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 28/3/2023, η οποία απέρριψε την αίτηση του Εφεσείοντα για διεθνή προστασία.
Τα πραγματικά γεγονότα της περίπτωσης είναι σε συντομία τα ακόλουθα:
Ο Εφεσείων κατάγεται από τη Νιγηρία και στις 13/3/2023 υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Μετά το πέρας της συνέντευξης που πραγματοποιήθηκε στις 24/3/2023, η αίτησή του απερρίφθη. Την απορριπτική απόφαση πληροφορήθηκε ο Εφεσείων στις 2/5/2023. Ο Εφεσείων στη συνέχεια προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, το οποίο επικύρωσε την πιο πάνω απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.
Με ένα Λόγο Έφεσης, βάλλεται η πρωτόδικη Απόφαση. Ειδικότερα, ότι η «απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου να απορρίψει την Προσφυγή του Εφεσείοντα ήταν καταχρηστική». Επιχειρηματολογεί ο Εφεσείων, ότι οι ισχυρισμοί που προέβαλε περί απειλών για τη ζωή του από τον πρώην σύντροφό του ήταν αληθείς και οι απαντήσεις που έδωσε σε όλες τις ερωτήσεις που του είχαν υποβληθεί για το ζήτημα ήταν ξεκάθαρες. Συναφώς, εσφαλμένα κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι ισχυρισμοί του δεν ήταν ευλογοφανείς και αξιόπιστοι. Κατά συνέπεια, κατά τον Εφεσείοντα, στην περίπτωσή του εφαρμογής τυγχάνουν οι πρόνοιες του Άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000.
Προβάλλεται επίσης η θέση ότι, σύμφωνα με πηγές και πληροφορίες από Διεθνείς Οργανισμούς και την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, η Νιγηρία η οποία είναι η χώρα καταγωγής του Εφεσείοντα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ασφαλής χώρα.
Προς υποστήριξη της θέσης του, ο Εφεσείων παραπέμπει στην έκθεση του 2019 «Country Report on Human Right Practices Nigeria», στην οποία, κατά τη θέση του, γίνεται αναφορά για παράνομη κράτηση πολιτών, δωροδοκία δικαστών, για καταγγελίες ότι δημόσιοι λειτουργοί προχώρησαν σε τυχαίες εξωδικαστικές δολοφονίες άμαχων πληθυσμών, για παράνομη εξαφάνιση ατόμων που κρατούνται για μεγάλα χρονικά διαστήματα χωρίς δίκη, για βασανιστήρια κρατουμένων. Παραπέμπει επίσης, σε αναφορά του 2018 από το European Asylum Support Report με τίτλο «EASO Country of Origin Information Report: Nigeria Security Situation», που έγινε για να διαπιστωθεί αν τα άτομα που απελαύνονται στη Νιγηρία αντιμετώπισαν κινδύνους πραγματικής βλάβης.
Η πλευρά της Εφεσίβλητης αντιτείνει ότι η Νιγηρία συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν οριστεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας, σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 31/5/2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024) και ότι ο Εφεσείων απέτυχε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο δίωξής του. Οι διαπιστώσεις δε του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εύλογα επιτρεπτές.
Έχουμε εξετάσει τις εκατέρωθεν θέσεις. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τα όσα πρωτόδικα ο Εφεσείων προέβαλε, αναφέρθηκε στο νομικό πλαίσιο που εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπως η εξεταζόμενη και αφού υπέδειξε ότι ως δικαστήριο ουσίας δικάζει εξ υπαρχής την υπόθεση ως προς την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξης, αναφέρθηκε αρχικά στη διαδικασία ενώπιον της διοίκησης και στα ευρήματα στα οποία κατέληξε. Ότι δηλαδή ο Εφεσείων δεν θεμελίωσε βάσιμο φόβο δίωξης, ούτε και διαπιστώθηκε ότι υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη του δυνάμει του Άρθρου 19(2) του Νόμου.
Κατά την ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου διαδικασία, όπως αναφέρεται, ο Εφεσείων επανέλαβε τους ίδιους ισχυρισμούς και το Δικαστήριο προχώρησε στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας του. Για τον ουσιώδη ισχυρισμό του Εφεσείοντα περί σύναψης στο παρελθόν ομοφυλοφιλικής σχέσης, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι «καθ' όλη τη διάρκεια των διευκρινιστικών ερωτήσεων, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει λεπτομερείς και ευλογοφανείς απαντήσεις». Ανέτρεξε επίσης το Δικαστήριο στο πρακτικό της συνέντευξης που είχε διεξαχθεί από την Εφεσίβλητη και διαπίστωσε ότι είχαν τεθεί ερωτήματα σχετιζόμενα με την κατ' ισχυρισμόν, σχέση του Εφεσείοντα σε μια κοινωνία όπου η ομοφυλοφιλία δεν είναι κοινωνικώς αποδεκτή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε τον ισχυρισμό αυτό «περισσότερο επισταμένα» και διαπίστωσε ότι οι απαντήσεις που δόθηκαν ήταν αόριστες και ασαφείς. Καταγράφονται δε με λεπτομέρεια τόσο οι ερωτήσεις που είχαν υποβληθεί κατά τη συνέντευξη ενώπιον της διοίκησης, όσο και οι απαντήσεις που δόθηκαν.
Διαφώνησε μάλιστα το Δικαστήριο με την αξιολόγηση της Εφεσίβλητης σε σχέση με την προσωπική αντίληψη του Εφεσείοντα περί της ομοφυλοφιλίας ως κριτηρίου για να διαφανεί αν τελικά ο Εφεσείων είχε ή όχι συνάψει σχέση με άτομο του ιδίου φύλου. Έκρινε δε ότι οι ερωτήσεις αυτές δεν εισέφεραν ουσιωδώς στη διερευνητική διαδικασία.
Καταλήγοντας, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι με βάση τα ενώπιόν του δεδομένα, ο ισχυρισμός περί σύναψης ομοφυλοφιλικής σχέσης στο παρελθόν δεν καθίσταται αξιόπιστος, αφού ο Εφεσείων «δεν ήταν σε θέση να δώσει λεπτομερείς και ευλογοφανείς απαντήσεις προς υποστήριξη των λεγομένων του».
Ως προς τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα για τις απειλές που δέχεται από τον πρώην δεσμό του ένεκα της άρνησής του να συνάψει εκ νέου σχέση, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε «στα λεγόμενά του Αιτητή σωρεία αντιφάσεων, ασυνεπειών όπως επίσης και έλλειψη ευλογοφάνειας». Αναλύοντας περαιτέρω τον πιο πάνω ισχυρισμό, το πρωτόδικο Δικαστήριο τον έκρινε ότι «δεν είναι ευλογοφανής καθότι ο πρώην σύντροφός του, αναμενόταν να ενδιαφερόταν για τις συνέπειες που θα είχε και ο ίδιος εάν αποκάλυπτε τη σχέση αυτή από τη στιγμή που η ομοφυλοφιλία, όπως ισχυρίστηκε ο Αιτητής, τιμωρείται με πολυετή φυλάκιση στη Νιγηρία».
Αναφέρθηκε επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο με λεπτομέρεια και σε άλλες αοριστίες και αντιφάσεις στα λεγόμενα του Εφεσείοντα. Όπως, για τον τρόπο που η μητέρα του Εφεσείοντα πληροφορήθηκε για τη σχέση του, για τις απειλές που κατ' ισχυρισμό δεχόταν τόσο ο ίδιος όσο και η οικογένειά του από την πρώην σχέση του, για τη μετακίνηση της οικογένειάς του Εφεσείοντα στης μητέρας του, χώρος που ήταν γνωστός στην πρώην σχέση του, καθώς επίσης και τον ισχυρισμό του ότι ο πρώην σύντροφός του είναι μέλος αιρετικής οργάνωσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε και στην δίωξη του Εφεσείοντα από την ομάδα Black Axe, ισχυρισμό τον οποίο ο Εφεσείων προέβαλε στην ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου διαδικασία, κατά τρόπο «μη λεπτομερή, γεγονός που θίγει την ήδη πληγείσα αξιοπιστία του Αιτητή». Επεξήγησε το Δικαστήριο τα δεδομένα που το οδήγησαν στην κρίση του αυτή, καθώς επίσης και τα όσα αφορούν την ομάδα αυτή, για να καταλήξει ότι βάσει πληροφοριών που τις κατονόμασε, οι δηλώσεις του Εφεσείοντα περί δίωξής του από την ομάδα αυτή δεν κρίνονται αξιόπιστες.
Σε σχέση με τη χώρα καταγωγής του Εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι «συμπεριλαμβάνεται στις ασφαλείς χώρες καταγωγής δυνάμει του Διατάγματος του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 26.5.2023 (Κ.Δ.Π.166/2023), δεδομένο το οποίο αποτελεί σημαντική ένδειξη για την ικανότητα και προθυμία των αρχών της χώρας καταγωγής του Αιτητή να του παρέχουν προστασία. Ο Αιτητής δεν έχει προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία που αφορούν προσωπικά τον ίδιο οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς τρίτης χώρας». Παρατήρησε δε ότι, «δεδομένου ότι οι κατ' ισχυρισμό φορείς δίωξής του είναι ιδιώτες, θα μπορούσε να διαμείνει εάν το επιθυμεί σε άλλο ασφαλές μέρος στη χώρα καταγωγής του απομακρυσμένο από τον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του, όπως στο οικογενειακό σπίτι στην πόλη Benim, όπου διαμένουν η σύζυγος, τα παιδιά και η μητέρα του».
Προχώρησε επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο και αναφέρθηκε στη γενικότερη κατάσταση ασφάλειας της Νιγηρίας, με παραπομπή, μεταξύ άλλων, σε πληροφορίες από το RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης για το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και στα δεδομένα ACLED, για να καταλήξει ότι από τις πληροφορίες αυτές «δεν εντοπίζεται η ύπαρξη ένοπλης σύγκρουσης στην πολιτεία του Lago, ούτε και υπό το σύνηθες νόημα της στην καθημερινή γλώσσα, απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου. Παρότι σημειώνονται περιστατικά εγκληματικών ενεργειών, δεν γεννάται πραγματικός κίνδυνος να θιγεί προσωπικά άμαχος υπό την έννοια του ως άνω άρθρου».
Σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. Παπαδόπουλος ν. Χριστοφόρου (2002) 1 Α.Α.Δ. 2004, Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ 236) δικαιολογείται η εφετειακή επέμβαση σε πραγματικά ευρήματα, συμπεράσματα και ευρήματα αξιοπιστίας μαρτύρων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όταν τα ευρήματα αυτά είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει αποδεχθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο. Σε τελική δε ανάλυση αν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στα ευρήματα που κατέληξε, δεν χωρεί επέμβαση από το Εφετείο, το οποίο, υπενθυμίζουμε, σε αντίθεση με το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν είναι δικαστήριο εξέτασης της ουσίας, αλλά (μόνο) της νομιμότητας της επίδικης απόφασης.
Εν προκειμένω, από τα όσα έχουν εκτεθεί ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επεξηγεί τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι οι προβαλλόμενοι από τον Εφεσείοντα ισχυρισμοί δεν τεκμηριώνονται και ότι τα όσα ανέφερε σε σχέση με αυτούς ήταν αόριστα, επιφανειακά και στερούντο ευλογοφάνειας. Αναλύει και επεξηγεί την πιο πάνω κρίση του το πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν διαπιστώνεται οτιδήποτε το μεμπτό στην κατάληξή του, έτσι ώστε να δικαιολογείται οποιαδήποτε επέμβασή μας στα ευρήματα και συμπεράσματα του.
Εφόσον ο Εφεσείων, ο οποίος είχε το βάρος απόδειξης της αξίωσης του να του παραχωρηθεί το καθεστώς διεθνούς προστασίας, δεν ανέφερε οτιδήποτε που να τεκμηριώνει την αίτησή του για διεθνή προστασία και δεν υπέβαλε οτιδήποτε ικανό να οδηγήσει σε αμφισβήτηση τις διαπιστώσεις της Υπηρεσίας Ασύλου, δεν απέδειξε αλλά ούτε πιθανολόγησε ότι η Υπηρεσία υπέπεσε σε πλάνη σε σχέση με τα πραγματικά δεδομένα της περίπτωσης, δεν χωρεί εφετειακή παρέμβαση. Κατά συνέπεια, ορθά κατά τη διενέργεια του ελέγχου ορθότητας το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε το υλικό, το οποίο είχε ενώπιόν του και που το οδήγησε σε κρίση της ορθότητας των διαπιστώσεων της Υπηρεσίας Ασύλου. Πρόσθετα, τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν δικής του αξιολόγησης στα πλαίσια της ενώπιόν του διαδικασίας, κρίνονται εύλογα κατά τρόπο που δεν αφήνεται περιθώριο για εφετειακή παρέμβαση.
Για τους πιο πάνω λόγους, η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €2000 έξοδα εναντίον του Εφεσείοντα και υπέρ της Εφεσίβλητης.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.