ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 110/2023)

 

      10 Δεκεμβρίου, 2024

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 MUHAMMAD NASIR

                                                                                                                Εφεσείων,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

 

                                                                                                          Εφεσίβλητης.

-------------------

Α. Ιωαννίδη (κα), δικηγόρος για Γ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για τον Εφεσείοντα.

Σ. Πιτσιλλίδου (κα), δικηγόρος, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσίβλητη.

-------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον  Σεραφείμ, Δ..

­­-------------------

  

     ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Με απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ημερομηνίας 28.8.2023, απορρίφθηκε η Προσφυγή Αρ. 3722/2022, την οποία άσκησε ο Εφεσείων, υπήκοος Πακιστάν, εναντίον απόφασης της Εφεσίβλητης ημερομηνίας 18.4.2022, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση του για παροχή διεθνούς προστασίας.

 

Ο Εφεσείων πρόβαλε τους ακόλουθους λόγους Έφεσης:

 

Με τον πρώτο λόγο Έφεσης ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι «Το πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς και/ή εσφαλμένα θεώρησε ότι έγινε επαρκής και/ή δέουσα έρευνα από τους Καθ' ων η αίτηση/ Εφεσίβλητους.»

 

Με τον δεύτερο λόγο Έφεσης, ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι «το πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς και/ ή λανθασμένα έκρινε ότι ο Αιτητής/Εφεσείοντας δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης και ότι η περίπτωση του δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα.».

  

Με τον τρίτο λόγο Έφεσης, ο Εφεσείων διατείνεται ότι «το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή ελλιπώς ερμήνευσε τον ορισμό του πρόσφυγα με τρόπο που να μην αναγνωρίζεται η ανάγκη του Αιτητή/ Εφεσείοντα για Διεθνή Προστασία και η ερμηνεία αυτή είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη και/ ή προϊόν μη ορθής απόδοσης της έννοιας του νόμου.»

 

Με τον τέταρτο λόγο Έφεσης, ο Εφεσείων εγείρει ζήτημα ότι «το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή ελλιπώς ερμήνευσε τον ορισμό του πρόσφυγα με τρόπο που να μην αναγνωρίζεται η ανάγκη της Αιτήτριας/Εφεσείουσας (sic) για Συμπληρωματική Προστασία και η ερμηνεία αυτή είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη και /ή προϊόν μη ορθής απόδοσης της έννοιας του νόμου.»

 

Όσον αφορά στην αιτιολογία του πρώτου λόγου Έφεσης, αυτή συνίσταται στο ότι, η Εφεσίβλητη δεν εξέτασε τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα ότι, η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο λόγω των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, οι οποίες δεν συνάδουν με τις πεποιθήσεις της κυβέρνησης της χώρας καταγωγής του.

 

Όσον αφορά στην αιτιολογία του δεύτερου λόγου Έφεσης, αυτή συνίσταται στο ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε και/ή παραγκώνισε τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα ότι δεν νιώθει ασφαλής στη χώρα καταγωγής του, αλλά και ότι, η Εφεσίβλητη δεν διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα, αλλά ούτε ζητήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο η εξακρίβωση ή μη των ισχυρισμών του Εφεσείοντα.

 

Όσον αφορά στον τρίτο λόγο Έφεσης, αυτός συνοδεύεται από την αιτιολογία ότι «Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και/ή αναπαρήγαγε τον ορισμό του άρθρου 3 του Περί (sic) Προσφύγων Νόμου χωρίς να συνυπολογίσει και/ή να αναφερθεί στις πρόνοιες του άρθρου 14, μη εξετάζοντας τον ισχυρισμό του ότι η ζωή του  κινδυνεύει.». Στο δε, περίγραμμα αγόρευσης του, ο Εφεσείων επανέλαβε στα πλαίσια ανάπτυξης και του εν λόγω λόγου Έφεσης τον- με τον πρώτο λόγο Έφεσης ισχυρισμό του ότι, δεν εξετάστηκε πως η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο λόγω των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, οι οποίες δεν συνάδουν με τις πεποιθήσεις της κυβέρνησης της χώρας καταγωγής του.

 

Παρόμοια είναι και η αιτιολογία του τέταρτου λόγου Έφεσης με αυτή του τρίτου λόγου Έφεσης, σύμφωνα με την οποία ««Το πρωτόδικο Δικαστήριο και/ή αναπαρήγαγε τον ορισμό του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου χωρίς να συνυπολογίσει και/ή να αναφερθεί στις πρόνοιες του άρθρου 14, μη λαμβάνοντας υπόψη όλους τους ισχυρισμούς του Αιτητή πως πράγματι η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο.»

 

Εξετάσαμε τους ανωτέρω ισχυρισμούς σωρευτικά, υπό το φως του περιεχομένου  του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, όπως και του σκεπτικού της πρωτόδικης απόφασης και αφού μελετήθηκαν και τα περιγράμματα αγορεύσεων των διαδίκων.

 

Ουδείς εκ των λόγων Εφέσεως, καταλήγουμε, ευσταθεί.

Συγκεκριμένα, όσον αφορά στον πρώτο λόγο Έφεσης, ως προκύπτει από το ίδιο το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης, η έρευνα όλων των ουσιωδών πτυχών της παρούσας περίπτωσης και η αιτιολογία που δόθηκε βάσει αυτής για την κατάληξη τόσο της Εφεσίβλητης, αλλά και του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ενδελεχής. Αναφέρεται, σχετικά και για του λόγου το ασφαλές, στην πρωτόδικη απόφαση (οι υπογραμμίσεις και οι τονισμοί είναι του κειμένου):

 

«Κατόπιν των ανωτέρω, θα προχωρήσω στην εξέταση του γενικού ισχυρισμού που προβάλλει ο συνήγορος του Αιτητή, περί έλλειψης δέουσας έρευνας λαμβανομένης και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου και σύμφωνα και με το Άρθρο 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το παρόν Δικαστήριο προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.

 

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της  έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

 

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην έκθεση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά και όπως διαφαίνονται από το Τεκμήριο 1, ο Αιτητής είναι ενήλικας από το Πακιστάν.

 

Κατά την υποβολή του αιτήματος του για παροχή διεθνούς προστασίας ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του λόγω του ότι οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις ήταν αντίθετες με την Κυβέρνηση και ως εκ τούτου η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο (ερ. 12 δ.φ.)

 

Κατά το στάδιο της προσωπικής του συνέντευξης ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο λόγος που τον ώθησε να εγκαταλείψει το Πακιστάν ήταν ότι ήταν κατά βάση πολιτικοί καθότι, όπως εξηγεί, είχε ορισμένα «θέματα» με κάποια πολιτικά πρόσωπα. Πιο αναλυτικά, προέβαλε ότι το 1992 οργάνωσε μια συγκέντρωση για τον πολιτικό Ahmad Mukhtar και αυτό δεν άρεσε στους υποστηριχτές της αντίπαλης πολιτικής κατεύθυνσης που στήριζαν τον πολιτικό Ch. Pervaiz Elahi. Εξαιτίας αυτού, ο Αιτητής αποφάσισε να στείλει τον αδερφό του στο Bahrain και ο ίδιος εγκατέλειψε την χώρα για να ζητήσει άσυλο (ερ. 43, 6χ δ.φ.). Περαιτέρω, ερωτηθείς αν υπάρχουν άλλοι λόγοι που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως έφυγε γιατί ήθελε και να εργαστεί (ερ. 43, 9χ δ.φ.). Αναφορικά με τον πρώτο ισχυρισμό, ο Αιτητής διευκρίνισε ότι λόγω της πολιτικής αντιπαράθεσης των δύο κομμάτων ο θείος του και ο καλύτερος του φίλος σκοτώθηκαν, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι δεν επρόκειτο για προσωπική στοχοποίηση άλλα ότι αυτό οφειλόταν στην γενικότερη αντιπαλότητα μεταξύ των δύο κομμάτων (ερ. 43, 9χ δ.φ.). Περαιτέρω, ζητήθηκε από τον Αιτητή να εξηγήσει για ποιον λόγο, καίτοι εγκατέλειψε την χώρα του το 2003 επέστρεψε το 2007 και παρέμεινε εκεί για τρία χρόνια, και απάντησε πως ο εργοδότης του στην Κύπρο τον συμβούλεψε να το κάνει ώστε να του εξασφαλίσει στο μεταξύ νέα άδεια εργασίας, κάτι που ωστόσο δεν επιτεύχθηκε (ερ.43, 8χ δ.φ.).

 

Εν συνεχεία, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου σχημάτισε τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς. Κατά πρώτον, έναν αναφορικά με τα στοιχεία της ταυτότητάς και της χώρας καταγωγής του Αιτητή, δεύτερον, έναν αναφορικά με τα οικονομικά του κίνητρα και, τρίτον, έναν αναφορικά με τα προβλήματα που ισχυρίστηκε ότι είχε με κάποιους υποστηριχτές ενός κόμματος. Ο λειτουργός έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς του Αιτητή αναφορικά με τα προσωπικά του στοιχεία και τους οικονομικούς λόγους που τον οδήγησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ωστόσο ο τρίτος ισχυρισμός ως προς τα πολιτικά προβλήματα δεν έτυχε αποδοχής και απορρίφθηκε λόγω έλλειψης εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας.

 

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή και όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σ΄ αυτόν, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό ως προς τα πολιτικά προβλήματα που αντιμετώπιζε ο Αιτητής στην χώρα καταγωγής του. Εκ πρώτοις, επισημαίνεται ότι τα κρίσιμα βιοτικά γεγονότα που επικαλείται ο Αιτητής ανατρέχουν στο έτος 1992, ήτοι τριάντα ένα χρόνια πριν, με αποτέλεσμα να μην θεμελιώνεται υπάρχων και ενεστώς κίνδυνος σε περίπτωση επιστροφής του εν έτη 2023. Στο συμπέρασμα αυτό, όπως ορθά επισημαίνουν και Καθ' ων, συμβάλλει και το γεγονός ότι ο Αιτητής επέστρεψε οικειοθελώς στην χώρα του το έτος 2007 όπου και έμεινε για διάστημα τριών χρόνων. Η οικειοθελής επιστροφή του σε συνδυασμό με την έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς σε κίνδυνο ζωής αυτού ή της οικογένειάς του στο διάστημα αυτό, δεικνύει ότι δεν συντρέχουν πια συνθήκες από τις οποίες απειλείται λόγω πολιτικών διενέξεων στην περιοχή του. Άλλωστε και ο ίδιος δήλωσε ότι τα μέλη της οικογένειάς του που κατά τον χρόνο της συνέντευξης βρίσκονταν ακόμη στο Πακιστάν ήταν καλά χωρίς να αντιμετωπίζουν οποιοδήποτε πρόβλημα. Από το σύνολο των ως άνω στοιχείων, καταλήγω πως ο Αιτητής δεν ανταπεξήλθε στο βάρος απόδειξης του ισχυρισμού του ότι διώκεται για λόγους πολιτικούς, καθότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με τρόπο σαφή, λεπτομερή και ευλογοφανή τα πραγματικά γεγονότα του ισχυρισμού του, πολλώ δε μάλλον να θεμελιώσει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των όσων ισχυρίζεται ότι συνέβησαν το 1992 και του κινδύνου που αυτός διατρέχει σήμερα. Συνεπώς, συντάσσομαι με την θέση των Καθ' ων η αίτηση ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

 

Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου η Καθ' ων η Αίτηση έλαβαν υπόψη τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία όμως δεν έγιναν αποδεκτά (αξιολόγηση της αξιοπιστίας) και βάση αυτών έκριναν στην συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή σοβαρή βλάβη (εκτίμηση κινδύνου). Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτός ο ισχυρισμός του περί δίωξης του γιατί αντιμετώπιζε πρόβλημα με κάποιους υποστηριχτές ενός κόμματος, ήταν το γεγονός του κλονισμού της αξιοπιστίας της, λόγω ουσιωδών ελλείψεων στην παροχή πληροφοριών, οι οποίες εντοπίστηκαν στη συνέντευξη που έδωσε. Αυτό δε το εμπόδιο αναγνωρίζεται ρητά ως ένα από τα κωλύματα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του Εγχειριδίου (Βλ. απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου EDWARD ESKANDAZ ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013).

 

Ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στον Αιτητή «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»[7] , όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου, για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο Αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι ο Αιτητής είναι γενικά αξιόπιστος[8] .

 

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη  δυνατότητα να απαντήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκαν με τον Αιτητή κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής[9]. Παράλληλα η Καθ' ων η Αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις και τα έγραφα που παρέθεσε συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές της περιστάσεις [άρθρο 13 Α (9) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000]. Επί των όσων ανέφερε ο Αιτητής, εύλογα παρατηρούνται ασυνέπειες και ανακολουθίες στα λεγόμενα της που άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα στερείται εσωτερικής αξιοπιστίας.

 

Τονίζεται παράλληλα ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(1)/2000), αρχικά το βάρος απόδειξης το φέρει ο Αιτητής ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτηση του με όλα τα έγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο Αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγηση του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του σε καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).

 

Συνεπακόλουθα και λαμβανομένου υπόψιν ότι ορθώς η εσωτερική αξιοπιστία των ουσιώδη πραγματικών περιστατικών στην περίπτωση του Αιτητή δεν έγιναν αποδεκτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωση του Αιτητή.

 

Εν κατακλείδι και λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό κρίνω ότι ο Αιτητής, ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, δεν πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής, δεν προκύπτει ότι διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, σε περίπτωση επιστροφής του στη  χώρα καταγωγής του. Αλλά και τα ενώπιον μου αναφερόμενα περιστατικά εξαιτίας των οποίων δεν επιθυμεί να επιστρέψει στο Πακιστάν δεν τεκμηριώνουν αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).

 

Σύμφωνα με την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, στην περίπτωση του Αιτητή, δεν μπορούσε να θεμελιωθεί βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και συνακόλουθα, δε συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του του Περί Προσφύγων Νόμου Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να παρασχεθεί σε αυτόν το καθεστώς του πρόσφυγα. Περαιτέρω, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ούτε οποιοσδήποτε λόγος συνέτρεχε για να αναγνωρισθεί στον Αιτητή το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.

 

Όσον αφορά στους λόγους οικονομικού περιεχομένου που προέβαλε, η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ότι, παρά την ικανοποιητική αξιοπιστία του, αναφορικά με τους λόγους που τον οδήγησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, αυτοί δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στον περί Προσφύγων Νόμο.

 

Είναι σαφής και ευδιάκριτη η διαφοροποίηση του οικονομικού μετανάστη από τον Πρόσφυγα. Πρόσωπο που εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του, με σκοπό να εργαστεί και να εγκατασταθεί αλλού, ωθούμενος αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, όπως εξεύρεση εργασίας και βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής του, όπως εν προκειμένω ο Αιτητής, αποτελεί οικονομικό μετανάστη και όχι πρόσφυγα. βλ. IRENE FESENKO v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1051/2010, ημερ. 21.12.2011, Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2319/06, ημερ. 16.7.2008, Barakan Petrosyan κ.α. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 883/08, ημερ. 10.2.2010 και Khaled Al Issa v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 993/08, ημερ. 29.12.2009).

 

Σύμφωνα δε, με την παράγραφο 62 του «Εγχειρίδιου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων σύμφωνα με τη Σύμβαση του 1951 και το Πρωτόκολλο του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων»: «62. Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό, εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας».

 

Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον τους. Οι Καθ' ων η Αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Εν προκειμένω, σύμφωνα με την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, στην περίπτωση του Αιτητή, δεν μπορούσε να θεμελιωθεί βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και συνακόλουθα, δε συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του του Περί Προσφύγων Νόμου Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να παρασχεθεί σε αυτόν το καθεστώς του πρόσφυγα. Περαιτέρω, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ούτε οποιοσδήποτε λόγος συνέτρεχε για να αναγνωρισθεί στον Αιτητή το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.

 

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης, αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη.

 

Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, με την ΚΔΠ 166/2023, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του Αιτητή (Πακιστάν), ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης, σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή, η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.»

 

Είναι εμφανές από το πιο πάνω εκτενές απόσπασμα, το οποίο επαληθεύεται, ως προς την ορθότητα των αποδιδόμενων, από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, ότι, ο Εφεσείων, αν και στην αίτηση του για χορήγηση πολιτικού ασύλου επικαλέστηκε αόριστα ότι η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο λόγω των θρησκευτικών του πεποιθήσεων που είναι αντίθετες με αυτές της κυβερνήσεως (βλ. διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, ερ. 1), κατά τη συνέντευξη του ισχυρίστηκε ότι οι λόγοι που τον ώθησαν να εγκαταλείψει το Πακιστάν ήταν κατά βάση πολιτικοί και, κατά τα λοιπά, οικονομικοί (βλ. απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, ανωτέρω. αλλά και διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, ερ. 43-42). Όπως, συγκεκριμένα, προκύπτει από το πρακτικό της συνέντευξης του Εφεσείοντα (βλ. διοικητικό φάκελο, ερ. 42) ο Εφεσείων ερωτήθηκε «Why did you state, in your application form, that you had a religious problem and not a political one?» και έδωσε την απάντηση «Some people who were harassing us belong to a different Muslim sect. That is why I said religious problem». Η αίτηση, συνεπώς, του Εφεσείοντα, συμπεριλαμβανομένης και της εσωτερικής αξιοπιστίας του σε σχέση με τους πολιτικούς λόγους που επικαλέστηκε αξιολογήθηκαν από την Εφεσίβλητη  (βλ. διοικητικό φάκελο, έκθεση εισήγηση ερ. 62-58, ιδι. ερ.60) και από το πρωτόδικο Δικαστήριο (βλ. ανωτέρω) στα πλαίσια των πολιτικών λόγων που επικαλέστηκε και υπό το πρίσμα των επεξηγήσεων του ίδιου του Εφεσείοντα και ουδέν παραλήφθηκε το οποίο όφειλε να εξεταστεί  περαιτέρω σε σχέση με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του Εφεσείοντα.

 

Όσον αφορά στο δεύτερο λόγο Έφεσης, ούτε αυτός ευσταθεί. Σε συνάρτηση με τα προαναφερόμενα υπό τον πρώτο λόγο Έφεσης, τόσο η διοίκηση, ως ορθά επισημαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση, όσο και το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο, διερεύνησαν, κατέληξαν και επαρκώς και ευλόγως αιτιολόγησαν το συμπέρασμα τους ότι, ο Εφεσείων δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση σ' αυτόν του καθεστώτος του πρόσφυγα ή της χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας. Ως προαναφέρθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο ενασχολήθηκε με όλες τις πτυχές των όσων διαμείφθηκαν κατά τη συνέντευξη του Εφεσείοντα ενώπιον της Εφεσίβλητης και τους συγκεκριμένους ισχυρισμούς του, ως αυτοί εξετάσθηκαν και αξιολογήθηκαν από την Εφεσίβλητη πρώτα και, κατόπιν, από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Κοντολογίς, το συμπέρασμα της Εφεσίβλητης, όσο και του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, ο Εφεσείων, αφενός, δεν αντιμετωπίζει βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης είναι εύλογο, όπως είναι και το συμπέρασμα ότι, οι υπόλοιποι λόγοι που οδήγησαν τον Εφεσείοντα να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του είναι, κατ' εξοχήν, οικονομικοί, κατατάσσοντας την περίπτωση του υπό τον ορισμό του οικονομικού μετανάστη και όχι του πρόσφυγα ή του έχοντος ανάγκη συμπληρωματικής προστασίας. Δεν υπάρχει, συνεπώς, περιθώριο αποδοχής της θέσης του Εφεσείοντα περί σφάλματος στην εν λόγω κρίση ή έλλειψης δέουσας έρευνας επί ουσιωδών πτυχών της περίπτωσης, είτε διοικητικώς είτε δικαστικώς.

 

Ούτε ο τρίτος λόγος Έφεσης βρίσκουμε, ευσταθεί. Τόσο η Εφεσίβλητη, όσο και το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά, ως προαναφέρθηκε, κατέληξαν ότι ο Εφεσείων δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του ως πρόσφυγα (βλ. άρθρα 3-3Α έως 3Δ του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι0/2000) ή ως προσώπου που χρειάζεται συμπληρωματική προστασία (βλ. άρθρο 19 του ιδίου Νόμου). Ουδέν από όσα επικαλέστηκε ο Εφεσείων, καθιστούσε αναγκαία την εξέταση και των προϋποθέσεων του Άρθρου 14 του Ν. 6(Ι)/2000. Ο ισχυρισμός του Εφεσείοντα ότι έπρεπε να εξεταστεί, στα πλαίσια του Άρθρου 14 του Ν. 6(Ι)/2000,  αν υπήρχαν ανάγκες παροχής διεθνούς προστασίας  οι οποίες ανακύπτουν «επιτόπου», τίθεται όψιμα και, εν πάση περιπτώσει, ανυποστήρικτα και κρίνεται, ως εκ τούτου, πλήρως αίολος.

 

Κατ' αναλογία όσων ήδη αναφέρθηκαν ανωτέρω κατά την εξέταση τρίτου λόγου Έφεσης, ούτε ο τέταρτος λόγος Έφεσης ευσταθεί. Σε αντίθεση με ότι διατείνεται ο Εφεσείων, τίποτε δεν τέθηκε (ούτε καν στο παρόν στάδιο) εκ μέρους του Εφεσείοντα, το οποίο να δικαιολογούσε την ενασχόληση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ή προηγουμένως της Εφεσίβλητης με τις προϋποθέσεις του Άρθρου 14 του Ν. 6(Ι)/2000, ούτε, σε αντίθεση με ό,τι αναφέρεται και στο περίγραμμα αγόρευσης του Εφεσείοντα, εντοπίζεται οποιαδήποτε παράλειψη είτε της Εφεσίβλητης είτε του Δικαστηρίου να εξετάσει τις προϋποθέσεις του άρθρο 19 του ιδίου Νόμου (βλ. ανωτέρω σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση και προηγούμενες αναφορές του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Για τους λόγους που επεξηγήθηκαν ανωτέρω, η Έφεση απορρίπτεται στην ολότητα της. Η πρωτόδικη κρίση και, κατ' επέκταση η επίδικη διοικητική απόφαση  επικυρώνονται.

 

Επιδικάζονται έξοδα ύψους €2000 εναντίον του Εφεσείοντα και υπέρ της Εφεσίβλητης. 

 

Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

 

Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο