ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. Ε22/2024)
26 Νοεμβρίου 2024
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
[ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
1. Alpha Panareti Public Limited,
2. Alpha Panareti Golf Club Ltd
3. Demari Odusseus Ltd
4. Τhe Sunset Boulevard Tourist and Estate Company
5. Ν & J Worldling Marketing Ltd
6. Νεόφυτος Ιωάννου Νεοφύτου
7. Ανδρέας Ιωάννου Τούλουπος
8. Gemella Trading Ltd
9. Lenolia Ltd
10. Linard Enterprises Ltd
11. Αικατερίνη Ιωάννου
12. Παναρετού Τούλουπου Παπανεοκλέους
13. Μαρίνα Ιωάννου
14. Carducci Estates Co Ltd
15. Alfred Butler Holdings Ltd
16. Στυλιανή Νικολάου
17. Alpha Mediterranean Ltd
Εφεσείοντες
ν.
1. Alpha Bank Cyprus Ltd
2. Sky Cac Ltd
Εφεσιβλήτων
Για εφεσείοντες - αιτητές: κος Κωστάκης Μουτσουρής για Κωστάκης Μουτσουρής & Συνεργάτες ΔΕΠΕ και για Μιχάλης Βορκάς & Συνεργάτες ΔΕΠΕ.
Για εφεσίβλητους - καθ' ων η αίτηση: κος Νικόλας Καλλένος για Χρυσαφίνης και Πολυβίου ΔΕΠΕ.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Στο πλαίσιο της εταιρικής αίτησης 655/22, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας επικύρωσε στις 7.12.22 δυνάμει των Άρθρων 198, 199 και 200 του Κεφ.113, σχέδιο διακανονισμού μεταξύ των εφεσιβλήτων και της Alpha Διεθνών Συμμετοχών Μονοπρόσωπη Α.Ε, που είναι μέτοχος και της εφεσίβλητης 1 Alpha Bank Cyprus Ltd.
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν στις 3.2.2023 αίτηση παραμερισμού του πιο πάνω διατάγματος ημ. 7.12.22 με το οποίο εγκρίθηκε ο εν λόγω διακανονισμός. Ισχυρίστηκαν ότι το σχέδιο διακανονισμού και γενικά η όλη διαδικασία επικύρωσης του, συνιστά κατάχρηση διαδικασίας. Αναφέρεται επίσης στην αίτηση παραμερισμού ότι εντός του σχεδίου διακανονισμού και στα επιμέρους παραρτήματα του, συμπεριλαμβάνονται πιστωτικές διευκολύνσεις, εγγυήσεις και εξασφαλίσεις που αφορούν τους εφεσείοντες. Ιδιαίτερα στην εφεσίβλητη 2 εταιρεία Sky Cac Ltd, μεταφέρθηκαν όλα τα δικαιώματα που αφορούν τα δάνεια των εφεσειόντων και οι συναφείς με αυτά εξασφαλίσεις.
Στο πλαίσιο της πιο πάνω αίτησης παραμερισμού 655/22, οι εφεσείοντες εξασφάλισαν μονομερώς προσωρινό διάταγμα με το οποίο απαγορευόταν η μεταβίβαση της ακίνητης περιουσίας των αιτητριών - εφεσειόντων 1 και 4, μέσω του Παραλήπτη - Διαχειριστή που διορίστηκε στην βάση ομολόγου κυμαινόμενης επιβάρυνσης. Για τα αιτητικά 2, 3 και 4 που αφορούσαν μεταξύ άλλων αναστολή των εξουσιών του Παραλήπτη - Διαχειριστή και απαγόρευση αποξένωσης οιασδήποτε περιουσίας των εφεσειόντων, διατάχθηκε η επίδοση τους στην άλλη πλευρά. Στη συνέχεια και μετά από ακροαματική διαδικασία, το πρωτόδικο Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφασή του ημερομηνίας 13.5.2024, ακύρωσε το εκδοθέν μονομερώς προσωρινό διάταγμα, απορρίπτοντας ταυτόχρονα και τα υπόλοιπα αιτητικά. Κρίθηκε πρωτοδίκως ότι οι εφεσείοντες παρέλειψαν να αποκαλύψουν κατά την μονομερή διαδικασία, ουσιαστικά γεγονότα ώστε να δικαιολογείται η ακύρωση του μονομερώς εκδοθέντος διατάγματος χωρίς να εξεταστούν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την οριστικοποίηση του. Αναφορικά με τα υπόλοιπα αιτητικά για τα οποία διατάχθηκε επίδοση, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60 για παραχώρηση της αιτούμενης παρεμπίπτουσας θεραπείας.
Με την παρούσα έφεση, οι εφεσείοντες αμφισβητούν την πιο πάνω πρωτόδικη ενδιάμεση απόφαση. Ταυτόχρονα αιτήθηκαν από το Εφετείο, την κατά προτεραιότητα επίσπευση εκδίκασης της υπό κρίση έφεσης δυνάμει του Μέρους 41.4 (2) (δ) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2024. Όμως κατά την διαδικασία εξέτασης του εν λόγω αιτήματος επίσπευσης, υποδείξαμε στους συνηγόρους των εφεσειόντων ότι οι λόγοι έφεσης στο έντυπο της ειδοποίησης έφεσης, προφανώς εκ λάθους, δεν αναφέρονται στην υπό κρίση πρωτόδικη ενδιάμεση απόφαση αλλά σε άλλη πρωτόδικη απόφαση.
Ακολούθησε η καταχώρηση νέας αίτησης από τους εφεσείοντες με την οποία αιτούνται την τροποποίηση και αντικατάσταση των λόγων έφεσης. Η εφεσίβλητη έφερε ένσταση, υποδεικνύοντας ότι ούτως ή άλλως η έφεση είναι άνευ αντικειμένου. Ανέφερε επί του προκειμένου ότι η αίτηση παραμερισμού στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε η εφεσιβαλλόμενη ενδιάμεση απόφαση, έχει αποσυρθεί από τους εφεσείοντες. Η ανεπιφύλακτη απόσυρση της αίτησης παραμερισμού, καθιστά την παρούσα έφεση χωρίς αντικείμενο αφού δεν μπορεί να εκδοθεί προσωρινό διάταγμα σε μια διαδικασία που αποσύρθηκε.
Λόγω της φύσεως του ζητήματος, το εξετάσαμε κατά προτεραιότητα, ζητώντας από τους συνηγόρους όπως αγορεύσουν ως προς το βάσιμο του αντικειμένου της έφεσης κατά του ενδιάμεσου προσωρινού διατάγματος, δεδομένου ότι η κύρια διαδικασία παραμερισμού στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε, έχει αποσυρθεί.
Ο συνήγορος για τους εφεσείοντες δεν αμφισβητεί ότι αποσύρθηκε η αίτηση παραμερισμού, στην οποία εκδόθηκε το υπό κρίση πρωτόδικο διάταγμα. Ισχυρίζεται όμως ότι είναι επιτακτική ανάγκη όπως η παρούσα έφεση εκδικαστεί αφού στην ενδιάμεση απόφαση του, το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας την αίτηση για προσωρινά διατάγματα, προέβη επιπλέον σε ευρήματα και διαπιστώσεις που δεν αφορούν μόνο την πρωτόδικη αίτηση αλλά επηρεάζουν και άλλες εκκρεμούσες διαδικασίες. Ισχυρίστηκε συγκεκριμένα ότι αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση ότι ο διορισμός του Παραλήπτη είναι έγκυρος και ότι οι εφεσείοντες έχουν αποδεχθεί την νομιμότητα των ομολόγων επιβάρυνσης. Χωρίς μάλιστα το πρωτόδικο Δικαστήριο να έχει εξουσία να αποφανθεί επί των θεμάτων αυτών, τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της αγωγής 1017/23 του Ε.Δ. Λευκωσίας που καταχώρησαν οι εφεσείοντες καθώς και της αγωγής 416/22 του Ε.Δ. Πάφου που προωθεί η εφεσίβλητη 2, εναντίον των εφεσειόντων. Τα πιο πάνω ευρήματα τα οποία οι εφεσείοντες θεωρούν λανθασμένα, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τους εφεσίβλητους στις πιο πάνω διαδικασίες. Σε σχετική ερώτηση του Εφετείου, ο συνήγορος δέχθηκε ότι τα συμπεράσματα αυτά δεν είναι δεσμευτικά για άλλα πρωτόδικα Δικαστήρια, επέμενε όμως ότι είναι λανθασμένα και πρέπει να ανατραπούν για να μην μπορεί να τα χρησιμοποιήσει η πλευρά των εφεσιβλήτων, στις άλλες διαδικασίες.
Από την άλλη πλευρά, ο συνήγορος για τους εφεσίβλητους, αναφέρθηκε στο παραδεκτό γεγονός της απόσυρσης της κυρίως αίτησης παραμερισμού, τονίζοντας ότι η εν λόγω απόσυρση έγινε χωρίς δικαίωμα καταχώρησης νέας αίτησης παραμερισμού στο πλαίσιο της εταιρικής αίτησης 655/22. Τα πιο πάνω καταδεικνύουν κατά τον συνήγορο ότι η κύρια πρωτόδικη διαδικασία στην οποία έχει εκδοθεί η προσβαλλόμενη με την παρούσα έφεση ενδιάμεση απόφαση, έχει εκλείψει και αποπερατώθηκε συνεπεία της απόσυρσης από μέρους των εφεσειόντων. Ως εκ τούτου, ακόμα και αν πετύχει η παρούσα έφεση και κριθεί ότι εσφαλμένα ακυρώθηκε το υπό κρίση προσωρινό διάταγμα, κανένα πρακτικό αποτέλεσμα δεν θα προκύψει από την εκδίκαση της έφεσης αφού το προσωρινό διάταγμα δεν θα μπορούσε να αναβιώσει στα πλαίσια μιας ανύπαρκτης πλέον πρωτόδικης διαδικασίας. Ο συνήγορος παρέπεμψε επίσης στο Μέρος 41.9 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, σύμφωνα με το οποίο το Εφετείο διατηρεί διακριτική ευχέρεια να διαγράψει έφεση όταν υπάρχει επιτακτικός λόγος για κάτι τέτοιο. Εισηγήθηκε ότι στην παρούσα υπάρχει επιτακτικός λόγος αφού δεν υφίσταται περίπτωση, ακόμα και αν πετύχει η έφεση, να αναβιώσει το επίδικο προσωρινό διάταγμα.
Εν πρώτοις, επισημαίνουμε ότι η έννοια της έφεσης που καθίσταται «άνευ αντικειμένου» είναι ευρύτερη της έννοιας της «προδήλως αβάσιμης έφεσης» που καθορίζει το Μέρος 41.9 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023. Μια έφεση μπορεί να μην είναι προδήλως αβάσιμη κατά το στάδιο της καταχώρησης της αλλά να καταστεί άνευ αντικειμένου στην συνέχεια, μετά από διαφοροποίηση των συνθηκών που την περιβάλλουν όπως είναι οι ισχυρισμοί στην παρούσα περίπτωση. Η δε εξουσία για απόρριψη μιας έφεσης που καθίσταται άνευ αντικειμένου, στηρίζεται στην νομολογιακή αρχή ότι τα Δικαστήρια δεν δικάζουν επί ματαίω ούτε αποφαίνονται ακαδημαϊκά για νομικά ζητήματα που δεν επηρεάζουν τις νομικές σχέσεις των διαδίκων (βλ. μεταξύ άλλων Victor Makushin (2013) 1 Α.Α.Δ. 2144, Τudor (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1176, Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 2055. Σχετικό είναι το πιο κάτω χαρακτηριστικό απόσπασμα από την υπόθεση : (ανωτέρω)
«Τα Δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω, ούτε επιλύουν ακαδημαϊκά ζητήματα, ούτε και προχωρούν σε επίλυση διαφορών οι οποίες είτε έχουν εκλείψει, είτε λόγω μεταβολής των συνθηκών, η επίλυση τους δεν θα κατέληγε σε οποιοδήποτε πρακτικό αποτέλεσμα.»
Έγινε επίσης παραπομπή στην απόφαση (2001) 1 Α.Α.Δ 2055, όπου κρίθηκε ότι έφεση που είχε ασκηθεί εναντίον απόφασης με την οποία απορρίφθηκε ενδιάμεση αίτηση αναστολής της διαδικασίας διάλυσης εταιρείας, παρέμεινε άνευ αντικειμένου εφόσον στην κυρίως αίτηση, είχε στο μεταξύ εκδοθεί διάταγμα διάλυσης και εκκαθάρισης της εταιρείας, απόφαση που κατέστη τελεσίδικη εφόσον δεν ασκήθηκε έφεση εναντίον της. Λέχθηκαν συγκεκριμένα τα πιο κάτω στην εν λόγω απόφαση : (ανωτέρω), στην υπόθεση
"Το θέμα καθίσταται ως εκ τούτου ακαδημαϊκό γιατί δεν θα έχει καμιά συνέπεια για τους διαδίκους. Το Εφετείο ασχολείται μόνο με την ουσιαστική επίλυση διαφοράς μεταξύ των διαδίκων η οποία υφίσταται κατά την έκδοση της απόφασής του."
Τα γεγονότα της παρούσας, προσομοιάζουν με τις περιστάσεις της υπόθεσης (2015) 1 Α.Α.Δ 2092, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο πραγματεύτηκε τη νομολογία σε σχέση με εφέσεις που καθίστανται άνευ αντικειμένου, εφαρμόζοντας τις αρχές ειδικά σε έφεση αναφορικά με ενδιάμεσο απαγορευτικό διάταγμα. Η εν λόγω έφεση στρεφόταν εναντίον ενδιάμεσου απαγορευτικού διατάγματος με το οποίο απαγορευόταν στους εφεσείοντες να εκμεταλλεύονται εγκαταστάσεις εστίασης. Εν τω μεταξύ μέχρι την ακρόαση της έφεσης, η συμφωνία χρήσης δυνάμει της οποίας δινόταν στους εφεσείοντες το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τις εγκαταστάσεις, είχε λήξει.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση, με το αιτιολογικό ότι αυτή κατέστη άνευ αντικειμένου. Παρέπεμψε επί του προκειμένου στις υποθέσεις (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1248 και (1997) 1 Α.Α.Δ. 1659. Στην υπόθεση (ανωτέρω) το Εφετείο υιοθέτησε την απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση (ανωτέρω), σύμφωνα με την οποία η εξέταση της ουσίας της έφεσης, όταν προκύπτει αδυναμία παροχής της θεραπείας που επιζητά ο αιτητής, λόγω μεταβολής των γεγονότων μεταξύ της έκδοσης της απόφασης του προσωρινού διατάγματος και της έφεσης, έχει μόνον ακαδημαϊκή σημασία. Λέχθηκε ότι απόφαση πλειοψηφίας στη υπόθεση (ανωτέρω), η οποία εφαρμόστηκε και υιοθετήθηκε και στην υπόθεση (ανωτέρω), αντικατοπτρίζει τις ορθές νομικές αρχές και δεν φαίνεται να υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος απόκλισης από αυτή. Επαναλήφθηκε ως θεμελιωμένη αρχή του δικαίου μας ότι τα δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω αλλά ούτε και αναλώνουν το χρόνο τους σε ακαδημαϊκές ασκήσεις, οι οποίες δεν θα έχουν οποιοδήποτε όφελος για το διάδικο που επιδιώκει συγκεκριμένη θεραπεία, σε περίπτωση επιτυχίας του. Αντίθετη άποψη, θα κατέληγε σε σπατάλη πολύτιμου δικαστικού χρόνου, χωρίς οποιοδήποτε θετικό αποτέλεσμα για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.
Σχετική με το θέμα, είναι και η πολύ πρόσφατη απόφαση Αρ. Αίτησης 4/2023, 21/11/2024, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο στο πλαίσιο της τριτοβάθμιας του δικαιοδοσίας, δυνάμει του Άρθρου 9(3)(γ) του Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου 33/1964, ανέτρεψε απόφαση του Εφετείου το οποίο έκρινε ότι ήταν άνευ αντικειμένου έφεση κατά απορριπτικής απόφασης, σε αίτηση που αποσκοπούσε σε παραμερισμό σκοπούμενου πλειστηριασμού ακινήτου, στη βάση ειδοποιήσεως κατά τον Τύπο ΙΑ του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου 9/1965. Το Εφετείο έκρινε ότι η έφεση ήταν άνευ αντικειμένου, επειδή κατά την ημερομηνία της ακρόασης της έφεσης, το ακίνητο δεν ήταν πλέον στην κυριότητα του ενυπόθηκου οφειλέτη, κατ' ακολουθία της διαδικασίας του Μέρους VIA του Νόμου 9/65.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, διαφώνησε με την πιο πάνω προσέγγιση του Εφετείου. Αφού αναφέρθηκε στην σχετική νομολογία επί του θέματος, επιβεβαίωσε την νομολογιακή αρχή ότι μια έφεση καθίσταται άνευ αντικειμένου, στην περίπτωση που η επιτυχία της δεν θα έχει κανένα πρακτικό όφελος για τον εφεσείοντα. Το νομικό θέμα που καλείτο ως εκ τούτου να αποφασίσει, ήταν αν τυχόν επιτυχία της έφεσης θα ήταν χωρίς κανένα πρακτικό όφελος για τον εφεσείοντα. Το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση (ανωτέρω), έχει ως εξής:
«Δεν διαφωνούμε ως προς τις συνέπειες στη διαδικασία όπου η έφεση καθίσταται άνευ αντικειμένου. Το ζήτημα, όπως στο ενώπιον μας νομικό θέμα καθορίζεται, είναι άλλο, κατά πόσο στην περίπτωση που περιγράφεται η έφεση έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.»
Στην προκειμένη περίπτωση, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η έφεση δεν έχει καταστεί άνευ αντικειμένου και ότι τα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης (ανωτέρω), διαφοροποιούνται από αυτά της υπόθεσης (ανωτέρω). Λέχθηκαν συγκεκριμένα τα εξής:
«Το ενώπιον μας νομικό θέμα αφορά περιπτώσεις που σαφώς διακρίνονται από την περίπτωση στην Μαυρονικόλα, όπου η επιτυχία της έφεσης και η αναβίωση του ασφαλιστικού μέτρου, καμιά πρακτική σημασία δεν θα μπορούσε να έχει για την εξασφάλιση των εφεσειόντων, αφού το ποσό που θα δεσμευόταν είχε ήδη πληρωθεί και δεν ήταν διαθέσιμο.»
Λέχθηκε στην συνέχεια ότι στην περίπτωση της υπόθεσης όπου το ακίνητο πωλήθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας που, κατά τον εφεσείοντα, θα έπρεπε να είχε διακοπεί με τον παραμερισμό της ειδοποίησης ΙΑ. (ανωτέρω), (ανωτέρω), η τυχόν επιτυχία της έφεσης θα είχε πρακτικό όφελος για τον εφεσείοντα. Τονίστηκε επί του προκειμένου ότι εφόσον ήταν δυνατό να ακουστεί η έφεση πριν από την ημερομηνία της σκοπούμενης πώλησης, τυχόν επιτυχία της θα απέτρεπε και τον πλειστηριασμό. Όμως το γεγονός ότι η έφεση απώλεσε μέρος της σημασίας της, δεν σημαίνει ότι έχει καταστεί και άνευ αντικειμένου. Κρίθηκε συναφώς ότι η έφεση θα μπορούσε να μην είχε αντικείμενο, στην περίπτωση που η διαδικασία είχε εγκαταλειφθεί από τον ενυπόθηκο δανειστή, χωρίς να έχει πωληθεί το ενυπόθηκο ακίνητο, όχι όμως όταν, όπως ήταν η περίπτωση στην
Εξέταση του συνόλου της πιο πάνω νομολογίας, καταδεικνύει ότι το κατά πόσον μία έφεση καθίσταται άνευ αντικειμένου, εξαρτάται από τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Το ουσιώδες στοιχείο σε κάθε περίπτωση, είναι το κατά πόσον η έφεση σε περίπτωση επιτυχίας της, θα μπορούσε να έχει πρακτική σημασία και όφελος για τον διάδικο που επιδιώκει θεραπεία. Όταν ο εφεσείων ανεξαρτήτως της αλλαγής των συνθηκών, θα έχει πρακτικό όφελος από την επιτυχία της έφεσης όπως στην υπόθεση (ανωτέρω), αυτή δεν καθίσταται άνευ αντικειμένου. Από την άλλη, στην περίπτωση που λόγω αλλαγής των συνθηκών ο εφεσείων δεν θα έχει κανένα όφελος από την επιτυχία της έφεσης όπως στην υπόθεση (ανωτέρω), τότε αναπόφευκτα η έφεση καθίσταται άνευ αντικειμένου.
Στην παρούσα περίπτωση, είναι παραδεκτό ότι η αίτηση παραμερισμού, στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε η εφεσιβαλλόμενη ενδιάμεση απόφαση, έχει αποσυρθεί από τους εφεσείοντες. Είναι ως εκ τούτου σαφές ότι ακόμη και να πετύχει η έφεση, το προσωρινό διάταγμα δεν θα μπορούσε να αναβιώσει αφού η κυρίως διαδικασία επί της οποίας εκδόθηκε δεν υφίσταται πλέον.
Ο συνήγορος των εφεσειόντων στην αγόρευση του δεν αμφισβήτησε τα πιο πάνω. Εισηγήθηκε όμως ότι η ζημιά των εφεσειόντων συνίσταται στο γεγονός ότι στην εφεσιβαλλόμενη ενδιάμεση απόφαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε διαπιστώσεις και ευρήματα που επηρεάζουν άλλες παρόμοιες διαδικασίες, οι οποίες εκκρεμούν σε πρωτόδικα Δικαστήρια. Αναφέρθηκε συγκεκριμένα σε ευρήματα από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο διορισμός του Παραλήπτη είναι νόμιμος και επιπλέον ότι οι εφεσείοντες έχουν αποδεχθεί την νομιμότητα των ομολόγων επιβάρυνσης.
Δεν συμφωνούμε με τις πιο πάνω θέσεις του συνηγόρου για τους εφεσείοντες. Εν προκειμένω, υπενθυμίζουμε ότι στην διαδικασία προσωρινού διατάγματος, το Δικαστήριο περιορίζεται στην εξέταση των προϋποθέσεων έκδοσης παρεμπίπτουσας θεραπείας και δεν προβαίνει σε ευρήματα για την ουσία της υπόθεσης (βλ. μεταξύ άλλων Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ 248). Οποιοδήποτε σχόλιο αναφορικά με το ενδεχόμενο επιτυχίας της κυρίως διαδικασίας, στοιχείο που είναι αναγκαίο να εξεταστεί σε αίτηση για προσωρινό διάταγμα, δεν αποφασίζει την ουσία της υπόθεσης ούτε δεσμεύει το Δικαστήριο κατά την εκδίκαση της ουσίας. Πόσο δε μάλλον άλλες πρωτόδικες δικαστικές διαδικασίες.
Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, μελετώντας την πρωτόδικη απόφαση δεν έχουμε εντοπίσει να προβαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο στις διαπιστώσεις στις οποίες αναφέρονται οι αιτητές. Ο ουσιαστικός λόγος απόρριψης των προσωρινών διαταγμάτων πρωτοδίκως, ήταν γιατί οι εφεσείοντες απέκρυψαν σημαντικά γεγονότα κατά την μονομερή διαδικασία. Συγκεκριμένα απέκρυψαν ότι εκδόθηκε άλλο προσωρινό διάταγμα προς όφελος τους με το ίδιο περιεχόμενο, και ότι καταχωρίστηκε αίτηση για διορισμό εξεταστή στον όμιλο τους. Αποσιωπήθηκε επίσης ότι οι εφεσείοντες δεν προώθησαν αγωγές που είχαν καταχωρήσει, με τις οποίες αμφισβητούσαν την νομιμότητα των ομολόγων με αποτέλεσμα αυτές να απορριφθούν. Δεν αποκάλυψαν επίσης την απόσυρση αίτησης εναντίον του διορισμού του Παραλήπτη - Διαχειριστή.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι όλα τα πιο πάνω, είχαν σαν αποτέλεσμα την παραπλάνηση του, κατά την μονομερή διαδικασία. Το επιπλέον σχόλιο στο οποίο προβαίνει ότι η μη προώθηση των πιο πάνω δικαστικών διαβημάτων ως προς την εγκυρότητα των ομολόγων και του διορισμού του Παραλήπτη, «οδηγεί στο συμπέρασμα» ότι οι εφεσείοντες αποδέχθηκαν την νομιμότητα τους, λέχθηκε εκ του περισσού και δεν συνιστά κατά την άποψη μας τελικό εύρημα επί της ουσίας της υπόθεσης ούτε μπορεί βέβαια να δεσμεύει άλλες δικαστικές διαδικασίες.
Συνοψίζοντας όλα τα πιο πάνω, και δεδομένης της απόσυρσης της κυρίως διαδικασίας επί της οποίας εκδόθηκε η εφεσιβαλλόμενη ενδιάμεση απόφαση, κρίνουμε ότι τυχόν επιτυχία της παρούσας έφεσης καμία πρακτική σημασία ούτε κανένα όφελος θα έχει για τους εφεσείοντες.
Ως εκ τούτου, η έφεση η οποία έχει καταστεί για τους λόγους που εξηγήσαμε άνευ αντικειμένου, απορρίπτεται.
Τα έξοδα επιδικάζονται εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Αλ. Παναγιώτου, Π. Μ. Αμπίζας, Δ. Ι. Στυλιανίδου, Δ.