ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. Ε202/2019)

 

21 Νοεμβρίου, 2024

 

Ως ετροποποιήθη δυνάμει Διατάγματος του Δικαστηρίου ημερ. 01/07/2024

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΚΟΝΗΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΣΩΤΗΡΗΣ ΖΟΥΓΚΡΟΥ

 

Εφεσείοντας/Ενάγοντας

v.

 

1.   ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΝΙΚΟΥ ΦΙΛΑΒΕΡΤΗ ΚΑΙ ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΦΙΛΑΒΕΡΤΗ (ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΥ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΝΙΚΟΥ, ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΞΥΛΟΦΑΓΟΥ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΑΠΕΒΙΩΣΕ ΤΗΝ 17/03/2012 ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ Ε.Δ. ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ΥΠ' ΑΡ. 131/2012)

2.   ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΟΥΤΟΥΝΑ

3.   ΠΑΥΛΟΥ ΝΑΚΟΥΖΗ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ OLYMPIC INSURANCE COMPANY LTD

 

Εφεσιβλήτων/Εναγομένων

 

--------------------

 

 

Κωνσταντίνος Ταμπούρλας, για εφεσείοντα.

Π. Θεοχάρους (κα), για Αντώνης Κ. Καράς Δ.Ε.Π.Ε., για εφεσίβλητους 1.

Καμία εμφάνιση, για εφεσίβλητο 2.

Αδάμος Κόνιας για Ανδρέας Π. Ερωτοκρίτου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για εφεσίβλητη 3.

 

 

          ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

         

          ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσείοντας ήταν επιβάτης σε όχημα το οποίο συγκρούστηκε στις 14.03.2012, με το όχημα που οδηγούσε πρόσωπο το οποίο απεβίωσε την ημέρα του ατυχήματος. Καταχώρισε αγωγή στις 14.05.2014 εναντίον των εφεσιβλήτων, αναφορικά με τις ζημιές που υπέστη συνεπεία του εν λόγω τροχαίου ατυχήματος.

 

Κατόπιν σχετικής προδικαστικής ένστασης των εναγόμενων- εφεσιβλήτων 1 και 3, το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, ανέστειλε την εν λόγω αγωγή εναντίον αυτών, βασιζόμενο στο Άρθρο 34 του περί Διαχείρισης Κληρovoμιώv Απoθαvόvτωv Νόμoυ, Κεφ. 189, κρίνοντας ότι αυτή είχε παραγραφεί, δεδομένου ότι οι εφεσίβλητοι 1 διορίστηκαν διαχειριστές του αποβιώσαντος οδηγού δια δικαστικού διατάγματος στις 25.09.2012.

 

Το σχετικό Άρθρο 34 του Κεφ.189 προβλέπει τα εξής:

 

«Απoτέλεσμα θαvάτoυ επί oρισμέvωv βάσεωv αγωγής

34.(3) Καvέvα δικαστικό μέτρo δεv δύvαται vα ληφθεί για βάση αγωγής δυvάμει τoυ περί Αστικώv Αδικημάτωv Νόμoυ ή δυvάμει αστικoύ αδικήματoς (tort) κατά τo κoιvoδίκαιo (common law) δυvάμει της παραγράφoυ (γ) τoυ εδαφίoυ (1) τoυ άρθρoυ 33 τoυ περί Δικαστηρίωv Νόμoυ, η oπoία βάσει τoυ άρθρoυ αυτoύ έχει επιβιώσει κατά της κληρovoμιάς τoυ απoθαvόvτoς πρoσώπoυ εκτός αv είτε-

 

.................................

 

(β) η βάση της αγωγής πρoέκυψε τoυλάχιστov έξι μήvες πριv από τo θάvατo τoυ και τo δικαστικό μέτρo σχετικά με αυτή λήφθηκε τo αργότερo εvτός έξι μηvώv από τότε πoυ o πρoσωπικός αvτιπρόσωπoς πήρε τηv αvτιπρoσώπευση και αv καμιά αvτιπρoσώπευση δεv λήφθηκε εvτός δύo ετώv από τo θάvατo τoυ απoθαvόvτoς τότε όχι αργότερα από τηv εv λόγω ημερoμηvία.»

(Η υπογράμμιση έγινε από Δικαστήριο)

 

Στην πρωτόδικη διαδικασία, ο εφεσείοντας ήγειρε ζήτημα αντισυνταγματικότητας του πιο πάνω Άρθρου 34 το οποίο εξετάστηκε και απορρίφθηκε. Με τον πρώτο και τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η πιο πάνω κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τίθεται το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας ενώπιον μας. Το ζήτημα δικογραφήθηκε στην απάντηση στην υπεράσπιση που καταχώρισε ο εφεσείοντας ως εξής:

 

«Ο Ενάγοντας προχωρεί και λέγει ότι το άρθρο 34 είναι αντισυνταγματικό. Λεπτομέρειες αντισυνταγματικότητας:

 

1)    Το άρθρο 34 (3) δημιουργεί άνισες και/ή διαφορετικές προθεσμίες έγερσης αγωγής εναντίον αποβιώσαντα επηρεάζοντας δυσμενώς το δικαίωμα του Ενάγοντα για ίση απονομή της δικαιοσύνης (άρθρα 28 (1) και 30 του Συντάγματος).

 

2)    Μειώνει άνισα το χρόνο έγερσης αγωγής εναντίον της περιουσίας του αποβιώσαντα και

 

3)    Δημιουργεί ανυπέρβλητη δυσκολία στον Ενάγοντα και μειώνει αδικαιολόγητα τον χρόνο έγερσης αγωγής εναντίον της περιουσίας του αποβιώσαντα από τη στιγμή που ο Ενάγοντας δεν είναι σε θέση να γνωρίζει εάν και πότε κατεχωρήθη διαχείριση και/ή αντιπροσώπευση για την περιουσία του αποβιώσαντα.»

 

Η αιχμή του δόρατος του περί αντισυνταγματικότητας επιχειρήματος του εφεσείοντα συνίσταται σε δύο πυλώνες. Αφενός, στην ανισότητα που κατ' ισχυρισμό δημιουργήθηκε, εφόσον ο εφεσείοντας βρέθηκε αντιμέτωπος με την «ασφυκτική» κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο του, προθεσμία των έξι μηνών από την ημερομηνία του διορισμού των διαχειριστών της περιουσίας του αποβιώσαντος οδηγού, ενώ ο αποβιώσας θα είχε, θεωρητικά, το πλεονέκτημα της προθεσμίας των τριών ετών από την ημερομηνία του ατυχήματος, σε περίπτωση που είχε αγώγιμο δικαίωμα βάσει των περιστατικών της υπόθεσης. Υπενθυμίζεται ότι, εν προκειμένω, ο αποβιώσας οδηγός δεν είχε τέτοιο αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του εφεσείοντα, εφόσον ο εφεσείοντας ήταν συνεπιβάτης στο όχημα που συγκρούστηκε με το όχημα του αποβιώσαντος.

 

Αφετέρου, υποστηρίζεται από τον εφεσείοντα, ότι περιορίζεται το δικαίωμα πρόσβασής του στη δικαιοσύνη, εφόσον, ο χρόνος διορισμού του προσωπικού αντιπροσώπου του αποθανόντος, κατ' ισχυρισμό αδικοπραγούντα, δεν ανάγεται στη γνώση του εφεσείοντα.

 

Είναι επομένως, η θέση του εφεσείοντα ότι υπάρχει εν προκειμένω, κατάφορη παραβίαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος, (αναφορικά με το δικαίωμα στην ίση μεταχείριση) καθώς και του Άρθρου 30.1 του Συντάγματος, όσον αφορά το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη.

 

Στρεφόμενοι πρώτα στο νομικό πλαίσιο, επισημαίνουμε ότι το Κεφ. 189, σε σχέση με πρόνοια του οποίου τέθηκε το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας, αποτελεί αποικιακή νομοθεσία.

 

Στην υπόθεση Δημοτικό Συμβούλιο Γεροσκήπου και Άλλος ν. Yπουργικού Συμβουλίου και Άλλης (1996) 3 ΑΑΔ 389,  αποφασίστηκαν τα εξής σχετικά:

 

«Το τεκμήριο της συνταγματικότητας των νόμων (βλ. μεταξύ άλλων, Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640 και Improvement Board of Eylenja v. Constantinou (1967) 1 C.L.R. 167), που ισχύει σε σχέση με τη νομοθεσία που θεσπίστηκε μετά την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, δεν ισχύει αναφορικά με τη νομοθεσία που προϋπήρχε του Συντάγματος.»

 

 

          Όπως δε αποφασίστηκε περαιτέρω στην υπόθεση Δημοτικό Συμβούλιο Γεροσκήπου, ανωτέρω, σε σχέση με την αποικιακή νομοθεσία εφαρμόζεται το Άρθρο 188 του Συντάγματος με τον τρόπο που επεξηγείται κατωτέρω, και όχι το Άρθρο 144 το οποίο επικαλέστηκε πρωτοδίκως και ενώπιόν μας ο εφεσείοντας:

 

«Το Άρθρο 188 του Συντάγματος κάνει πρόνοια για  τη συνέχιση της ισχύος της αποικιακής νομοθεσίας, υπό την αίρεση της προσαρμογής της προς το Σύνταγμα. Το Άρθρο 188.1, όπως κατ' επανάληψη επεσήμανε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, αποβλέπει στη διασφάλιση της συνέχισης της λειτουργίας του νόμου (continuity of law), υπό τον όρο της προσαρμογής του προς το Σύνταγμα, τον υπέρτατο νόμο της Πολιτείας - (Άρθρο 179).  Η εμβέλεια του Άρθρου 188 εκτείνεται στο σύνολο των νόμων, όπως το Άρθρο 188.5(α) ορίζει και η νομολογία βεβαιώνει - (βλ. Miltiades Christodoulou and The Republic 1 R.S.C.C. 1).

 

Η προσαρμογή της αποικιακής νομοθεσίας προς το Σύνταγμα συνιστά, σύμφωνα με τις ρητές διατάξεις της παραγράφου 4 του Άρθρου 188, αρμοδιότητα κάθε δικαστηρίου της Κυπριακής Δημοκρατίας, το οποίο έχει να εφαρμόσει, στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του, αποικιακό νόμο.  Η προσαρμογή της προϋπάρχουσας νομοθεσίας προς το Σύνταγμα αποτελεί αρμοδιότητα της δικαστικής λειτουργίας - (βλ. Nicos Pelides and The Republic and Another 3 R.S.C.C. 13. The United Bible Societies (Gulf) v. Χατζηκακού (Π.Ε. 7413 - 28/5/1990). Δημοκρατία v. Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 858).

 

Η «προσαρμογή» της αποικιακής νομοθεσίας προς το Σύνταγμα, όπως ρητά ορίζει το Άρθρο 188.5(β), «περιλαμβάνει τροποποίησιν, ευθυγράμμισιν και κατάργησιν». Όπου δεν παρέχεται πεδίο για τον εναρμονισμό της αποικιακής νομοθεσίας με το Σύνταγμα, ο νόμος θεωρείται ως εξοβελισθείς.  Παρέχεται ευχέρεια για τροποποίηση, ανάταξη και ευθυγράμμιση νόμου προς το Σύνταγμα, νοουμένου ότι, με τη διαδικασία προσαρμογής, δεν καταστρατηγούνται οι σκοποί και οι επιδιώξεις της νομοθεσίας, όπως διαφαίνονται στο νόμο. Δεν παρέχεται δυνατότητα στο δικαστήριο για την αναμόρφωση ή τον επαναπροσδιορισμό του νόμου - (βλ. The Republic and N. P. Loftis 1 R.S.C.C. 30).  Εφόσον ο νόμος δεν μπορεί να διασωθεί με τις αναγκαίες τροποποιήσεις, θεωρείται ότι έπαυσε να υφίσταται από τις 16 Αυγούστου, 1960 - (βλ., μεταξύ άλλων, Hannis Djirkalli and The Republic 1 R.S.C.C. 36 και Pelides, (ανωτέρω)).

 

Η προσέγγιση του Δικαστηρίου, ως προς την εφαρμογή της αποικιακής νομοθεσίας που ίσχυε κατά την ανακήρυξη της Δημοκρατίας, κατοπτρίζεται στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου στη Γεν. Εισαγγελέας v. Λαζαρίδη και Άλλου (1992) 2 Α.Α.Δ. 8 (σελ. 16-17):-

 

"Προκύπτει από το κείμενο του άρθρου 188.4 και τις αποφάσεις στις The Republic v. N. P. Loftis, 1 R.S.C.C. 30, Fethi v. The Republic (1962) C.L.R. 151, και The United Bible Societies (Gulf) v. Hadjikakou, ότι η αρμοδιότητα για τροποποίηση για τον εναρμονισμό των διατάξεων της προϊσχύουσας νομοθεσίας με το Σύνταγμα, καθώς και η ευχέρεια προσαρμογής τους όπου διαπιστώνεται αντίθεση με το Σύνταγμα, αποδίδεται στη Δικαστική Εξουσία. Το τεκμήριο της συνταγματικότητας των νόμων (βλ. μεταξύ άλλων, Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640 και Improvement Board of Eylenja v. Constantinou (1967) 1 C.L.R. 167), που ισχύει σε σχέση με τη νομοθεσία που θεσπίστηκε μετά την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, δεν ισχύει αναφορικά με τη νομοθεσία που προϋπήρχε του Συντάγματος.  Αντίθετα, το άρθρο 188 καθιστά τον έλεγχο του εναρμονισμού της ισχύουσας κατά το 1960 νομοθεσίας με το Σύνταγμα πρωτογενή δικαστική αρμοδιότητα. Κατά συνέπεια οι αποφάσεις στη Pouris και Ερμογένους, και προγενέστερες αποφάσεις, υποστηρίζουν τη θέση, ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δε διαπίστωσε οποιαδήποτε αντινομία μεταξύ των προνοιών του άρθρου 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και των προνοιών του Συντάγματος.  Και με αυτό το σκεπτικό το θέμα το οποίο εγείρεται μπορεί να θεωρηθεί ως λελυμένο από τη νομολογία."

 

 

Τονίζεται σχετικά, ότι η απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου, Co-operative Grocery of Vasilia and Haralambos N. Ppirou and Others 4 R.S.C.C. 12, του έτους 1962, στην οποία αποφασίστηκε ότι ελέγχεται και βάσει του Άρθρου 144 του Συντάγματος η αντισυνταγματικότητα αποικιοκρατικών νόμων, δεν αποτελεί πλέον δικαστικό προηγούμενο, εφόσον έχει ρητώς, κριθεί, ως εσφαλμένη προσέγγιση, σε σειρά μάλιστα, μεταγενέστερων αυτής αποφάσεων του Ανώτατου Δικαστηρίου.

 

Στην υπόθεση Δήμος Αγίου Αθανασίου ν. Υπουργικού Συμβουλίου και Άλλης (2004) 3 ΑΑΔ 98 γίνεται μια αναδρομή στην εξέλιξη της νομολογίας επί του σημείου αυτού:

 

«Οι αποφάσεις της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη  Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 858, και στη Γεν. Εισαγγελέας ν. Λαζαρίδη & Άλλου (1992) 2 Α.Α.Δ. 8, καθιστούν σαφές ότι η προσαρμογή της προϋπάρχουσας νομοθεσίας προς το Σύνταγμα αποτελεί αρμοδιότητα του κάθε δικαστηρίου της Δημοκρατίας κατά την ενάσκηση των εξουσιών του προς επίλυση διαφορών αναγόμενων στη δικαιοδοσία του.

 

Στη Σαμψών το Ανώτατο Δικαστήριο πραγματευόμενο την εφαρμογή του περί Φυλακών (Πειθαρχία) Νόμου, Κεφ. 286, που διατηρήθηκε σε ισχύ βάσει του Άρθρου 188.1 του Συντάγματος,  προέβη στις ακόλουθες διαπιστώσεις:  (σ.877)

 

«... Ο εξουσιοδοτικός νόμος - Κεφ. 286 - θεσπίστηκε το 1879.  Όπως και κάθε άλλος νόμος που ίσχυε κατά την ανακήρυξη της Δημοκρατίας, και οι πρόνοιες του Κεφ. 286 εφαρμόζονται προσαρμοζόμενες 'καθ' ο μέτρον είναι αναγκαίον προς το Σύνταγμα' (Άρθρο 188.1 του Συντάγματος). Η προσαρμογή συνιστά αρμοδιότητα της Δικαστικής Λειτουργίας στο πλαίσιο ερμηνείας των νόμων (βλ. μεταξύ άλλων, Diagoras Development v. National Bank (1985) 1 C.L.R. 581 και The United Bible Societies v. Χ''Κακού (1990) 1 Α.Α.Δ. 395.  Επομένως, οι εξουσιοδοτικές πρόνοιες του Κεφ. 286 τυγχάνουν εφαρμογής υπό το πρίσμα των διατάξεων του Συντάγματος και του διαχωρισμού των Πολιτειακών Εξουσιών που επιφέρει.»

 

Όμοιες υπήρξαν οι θέσεις της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Λαζαρίδη. Η προσαρμογή της διασωθείσας από το Άρθρο 188.1 νομοθεσίας προς το Σύνταγμα, αποτελεί αρμοδιότητα του δικάζοντος δικαστηρίου ενώπιον του οποίου αναφύεται ζήτημα αναγόμενο στην εφαρμογή τέτοιας νομοθεσίας ή πτυχών της. Ωσαύτως διαπίστωσε ότι: (σ. 16-17)

 

«... Το τεκμήριο της συνταγματικότητας των νόμων (βλ. μεταξύ άλλων Board of Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640 και Improvement Board of Eylenja v. Constantinou (1967) 1 C.L.R. 167), που ισχύει σε σχέση με τη νομοθεσία που θεσπίστηκε μετά την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας δεν ισχύει αναφορικά με τη νομοθεσία που προϋπήρχε του Συντάγματος. Αντίθετα, το άρθρο 188 καθιστά τον έλεγχο του εναρμονισμού της ισχύουσας κατά το 1960 νομοθεσίας με το Σύνταγμα πρωτογενή δικαστική αρμοδιότητα.»

 

Μετά την καθίδρυση της Δημοκρατίας, διαπιστώθηκε διάσταση απόψεων μεταξύ Ανωτάτου Δικαστηρίου και Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, κατά πόσο η αρμοδιότητα προσαρμογής της διασωθείσας από το Άρθρο 188.1 του Συντάγματος νομοθεσίας προς το Σύνταγμα, ανήκει σε κάθε δικαστήριο της χώρας που καλείται να εφαρμόσει προϋπάρχουσα νομοθεσία, ή μόνο στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, (Supreme Constitutional Court), με παραπομπή κάτω από το Άρθρο 144 του Συντάγματος, οποτεδήποτε τίθεται θέμα προσαρμογής ενώπιον άλλου δικαστηρίου.

 

Στη Solomos Stylianou v. The Police (1962) C.L.R. 152, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η προσαρμογή της αποικιακής νομοθεσίας προς το Σύνταγμα αποτελεί αρμοδιότητα του κάθε δικαστηρίου της χώρας κατά την ενάσκηση της δικαιοδοσίας του προς επίλυση διαφορών, για τις οποίες είναι καθ' ύλη αρμόδιο. Οι πρόνοιες του Άρθρου 188.4, του Συντάγματος, ως υποδεικνύεται δεν αφήνουν αμφιβολία περί τούτου, προβλέπουν:

 

«Οιονδήποτε δικαστήριον  της Δημοκρατίας εφαρμόζον τας διατάξεις οιουδήποτε νόμου, διατηρουμένου εν ισχύι συμφώνως τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου, εξακολουθεί να εφαρμόζη αυτόν εν σχέσει προς οιανδήποτε τοιαύτην χρονικήν περίοδον μετά των αναγκαίων προσαρμογών προς συμμόρφωσιν αυτού προς τας διατάξεις του Συντάγματος περιλαμβανομένων και των μεταβατικών διατάξεων αυτού.»

 

Η διαπίστωση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος συμπυκνώνεται στο ακόλουθο απόσπασμα της απόφασης του Ιωσηφίδη Δ., στη Stylianou  (ανωτέρω) σ. 172:

 

«... it is the duty of the trial Court to modify the Law in such a way as to bring it into conformity with the provisions of the Constitution, as provided by paragraph 4 of article 188;»

 

(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη.)

 

«...αποτελεί καθήκον του δικάζοντος δικαστηρίου να προσαρμόσει το νόμο με τέτοιο τρόπο ώστε  να συνάδει με τις πρόνοιες του Συντάγματος ως προνοείται στην παράγραφο 4 του άρθρου 188·» 

 

Στη συγκλίνουσα επί του θέματος απόφαση του Βασιλειάδη Δ., στην ίδια υπόθεση αναφέρεται: (σ. 174)

 

«... We have on such occasions*, stated our views as to the duty which this article 188 imposes on all Courts applying law preserved in force on the establishment of the Republic (as distinguished from law enacted by the Republic under the Constitution) to make such preserved law, subject to the provisions of the Constitution and to apply it to the facts and circumstances of each case, modified accordingly, whenever necessary.»

 

(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη.)

 

«...... Έχουμε εκθέσει σε ανάλογες περιπτώσεις τις απόψεις μας ως προς το καθήκον το οποίο επιβάλλει το άρθρο 188 του Συντάγματος σε όλα τα Δικαστήρια που εφαρμόζουν το νόμο ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ κατά την καθίδρυση της Δημοκρατίας, (σε αντιδιαστολή προς νόμο ο οποίος θεσπίζεται από τη Δημοκρατία κάτω από το Σύνταγμα) να προσαρμόσουν τον διατηρηθέντα σε ισχύ νόμο προς τις πρόνοιες του Συντάγματος και να τον εφαρμόσουν στα γεγονότα και περιστάσεις της κάθε υπόθεσης με τις αναγκαίες τροποποιήσεις οποτεδήποτε καθίσταται αναγκαίο.»

 

Αποδοκιμάστηκε στη Stylianou αντίθετη θέση που διατυπώθηκε άμεσα ή έμμεσα σε αποφάσεις του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις οποίες η προσαρμογή της προϋπάρχουσας νομοθεσίας προς το Σύνταγμα συνιστά θέμα συνταγματικότητας των νόμων, το οποίο έδει να αποτελεί αντικείμενο παραπομπής βάσει του Άρθρου 144 του Συντάγματος. Η θέση αυτή διατυπώθηκε ευθέως από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, στη The Co-operative Grocery of Vasilia and Haralambos N. Ppirou and Others 4 R.S.C.C. 12.

 

Η προρρηθείσα θέση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ως διαπίστωσε το Ανώτατο Δικαστήριο στη Stylianou και σε άλλες αποφάσεις, είναι αντινομική προς το κείμενο του Άρθρου 188.1 και 4 του Συντάγματος, που ρητά αποδίδει εξουσία προσαρμογής της διασωθείσας νομοθεσίας προς το Σύνταγμα, σε κάθε δικαστήριο της Δημοκρατίας στο πλαίσιο των εξουσιών του, προς επίλυση διαφορών που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του.

 

Κατά την καθίδρυση της Δημοκρατίας το σύνολο του δικαίου, εκτός από το Σύνταγμα, περιεχόταν στη νομοθεσία που διασώθηκε από το Άρθρο 188 του Συντάγματος.  Φυσιολογική ήταν η απόδοση αρμοδιότητας σε κάθε δικαστήριο της χώρας να προσαρμόζει το διατηρηθέν δίκαιο προς το Σύνταγμα, κατά την ενάσκηση των εξουσιών του. Αυτό το έπραξε ρητά με τις διατάξεις του το Άρθρο 188.4 το οποίο ορίζει ότι αρμοδιότητα για προσαρμογή της προϋπάρχουσας νομοθεσίας προς το Σύνταγμα παρέχεται σε κάθε δικαστήριο της Δημοκρατίας, «Οιονδήποτε δικαστήριον της Δημοκρατίας...».

 

(Η υπογράμμιση έγινε από το Δικαστήριο)

 

Εν όψει της ως άνω νομολογίας, είναι ξεκάθαρο πλέον, ότι σε περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται αποικιακός νόμος, το έργο του εκδικάζοντος Δικαστηρίου δεν περιλαμβάνει κρίση επί της αντισυνταγματικότητας αυτού βάσει του Άρθρου 144 του Συντάγματος, αλλά εφαρμογή των ως άνω περιγραφόμενων προνοιών του Άρθρου 188 του Συντάγματος, περί προσαρμογής της εν λόγω νομοθεσίας προς το Σύνταγμα

 

Όπως δε προκύπτει από το πιο πάω απόσπασμα από την υπόθεση Δήμος Αγίου Αθανασίου, ανωτέρω, το εκδικάζον Δικαστήριο έχει καθήκον προσαρμογής τέτοιων αποικιοκρατικών νόμων, προς επίλυση των ενώπιον του διαφορών.

 

Η πιο πάνω νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος είναι τόσο σαφής και ξεκάθαρη με αποτέλεσμα να μην ενδείκνυται η παραπομπή του προβληθέντος ζητήματος αντισυνταγματικότητας ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 144.1 του Συντάγματος (βλ. Ιωάννου ν. Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ, Πολ. Έφεση αρ. 43/18 ημ. 13.9.2023)

 

Εν όψει τούτου, είναι θεωρούμε απαραίτητο όπως εξετάσουμε τις περιστάσεις της ενώπιον μας διαφοράς. Είμαστε της άποψης ότι δεν συντρέχουν περιστάσεις στην ενώπιον μας υπόθεση, (όπως τις προβάλλει ο ίδιος ο εφεσείοντας) στις οποίες να μπορεί να στηριχθεί επιχείρημα περί δημιουργίας ανισότητας και δυσκολίας πρόσβασης στη δικαιοσύνη.

 

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την πιο πάνω αναφερόμενη, χρονολογική εξέλιξη των σχετικών γεγονότων, ο εφεσείοντας ήταν αντιμέτωπος με περίοδο παραγραφής πέραν του ενός έτους, από την ημερομηνία που έλαβε χώρα το επίδικο ατύχημα, (και όχι έξι μηνών,) εφόσον παρήλθαν έξι μήνες πριν εκδοθεί το διάταγμα διαχείρισης της περιουσίας του αποθανόντος κατ' ισχυρισμό αδικοπραγούντος.

 

Επιπλέον, επαναλαμβάνεται συναφώς, ότι ο αποθανών δεν είχε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του εφεσείοντα, εφόσον ο δεύτερος ήταν συνεπιβάτης στο όχημα που συγκρούστηκε με το όχημα του αποθανόντος. Ως εκ τούτου, δεν ηγέρθη ανταπαίτηση εναντίον του εφεσείοντα από τους εφεσίβλητους, ούτε και καταχωρίστηκε οποιαδήποτε αγωγή αναφορικά με το επίδικο ατύχημα εναντίον του.

 

Σημειώνεται τέλος, ότι ο εφεσείοντας, όπως και οποιοδήποτε πρόσωπο, διέθετε δικαίωμα έρευνας στο Δικαστήριο, προς διαπίστωση του κατά πόσον είχε καταχωριστεί αίτηση διαχείρισης αναφορικά με τον αποθανόντα αδικοπραγούντα. Το δικαίωμα αυτό προβλέπεται ρητώς στο Άρθρο 5 του Κεφ.189 το οποίο προβλέπει:

 

«5.(1) Ο αvώτερoς πρωτoκoλλητής επικύρωσης διαθηκώv μεριμvά ώστε vα καταρτίζovται εκάστoτε στo αvώτερo πρωτoκoλλητείo επικύρωσης διαθηκώv πιvάκια παραχωρητηρίωv πoυ εκδόθηκαv στo εv λόγω πρωτoκoλλητείo και στα διάφoρα πρωτoκoλλητεία επικύρωσης διαθηκώv, για τέτoιες χρovικές περιόδoυς ως o αvώτερoς πρωτoκoλλητής επικύρωσης διαθηκώv ήθελε διατάξει.

 

(2) Κάθε τέτoιo πιvάκιo περιλαμβάvει σημείωση για κάθε επικύρωση διαθήκης ή διαχείρισης με επισυvημμέvη διαθήκη και για κάθε άλλη διαχείριση κληρovoμιάς πoυ χoρηγήθηκε εvτός της περιόδoυ πoυ oρίζεται στo πιvάκιo, παραθέτovτας τηv ημερoμηvία έκδoσης τoυ παραχωρητηρίoυ, τo πρωτoκoλλητείo στo oπoίo εκδόθηκε, τo όvoμα και τov τόπo και τo χρόvo τoυ θαvάτoυ τoυ διαθέτη ή τoυ εξ αδιαθέτoυ κληρovoμoυμέvoυ, τα ovόματα και περιγραφή τωv εκτελεστώv ή διαχειριστώv και τηv τυχόv αξία της κληρovoμιάς.

 

(3) Αvτίγραφo κάθε πιvακίoυ πoυ καταρτίζεται με τov πιo πάvω τρόπo απoστέλλεται ταχυδρoμικώς ή με άλλo τρόπo σε κάθε πρωτoκoλλητείo επικύρωσης διαθηκώv, και κάθε αvτίγραφo πoυ διαβιβάζεται με τov εv λόγω τρόπo φυλάγεται στo πρωτoκoλλητείo ή στo γραφείo στo oπoίo διαβιβάζεται και δύvαται vα επιθεωρηθεί από oπoιoδήπoτε πρόσωπo με τηv καταβoλή δικαιώματoς πεvήvτα μιλς για κάθε έρευvα, αvεξάρτητα από τov αριθμό τωv πιvακίωv πoυ θα επιθεωρηθoύv.»

 

(Η υπογράμμιση έγινε από το Δικαστήριο)

 

Θεωρούμε ότι οι αιτιάσεις του εφεσείοντα περί ανυπέρβλητων εμποδίων και δυσμενούς διάκρισης δεν βρίσκουν έρεισμα στα περιστατικά της υπόθεσης. Ως εκ τούτου, το Εφετείο δεν έχει καθήκον να προσαρμόσει την ως άνω επίδικη πρόνοια του Κεφ. 189, με τρόπο που να συνάδει με το Σύνταγμα, εφόσον στα ενώπιον του γεγονότα, δεν διαπιστώνεται σύγκρουση με τα Άρθρα του Συντάγματος που επικαλείται ο εφεσείοντας.

 

Οι συναφείς με το ζήτημα λόγοι έφεσης 1 και 3 απορρίπτονται.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι δεν είχε εφαρμογή το Άρθρο 22 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου) Νόμου του 2000 (Νόμου 96(Ι)/2000) στην επίδικη αγωγή και αγνόησε το Άρθρο 16 Α (1) του ίδιου Νόμου.

 

         Επισημαίνουμε ότι το ως άνω Άρθρο 22 καταργήθηκε με τον Νόμο 66(Ι)/2012 από την 1.07.2012 (βλ. Άρθρα 28 και 29 καθώς και το Παράρτημα του εν λόγω Νόμου). Σύμφωνα όμως με την απόφαση ΜΙΧΑΗΛ v. ΑΝΔΡΕΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 229/2014, 19/1/2022, ECLI:CY:AD:2022:A17, η κατάργηση επιδρά μόνο σε σχέση με πράξη ή παράλειψη που επεσυνέβη κατά ή μετά την έναρξη της ισχύος του Ν.66(Ι)/2012, ήτοι κατά ή μετά την 1.07.2012. Το επίδικο ατύχημα έλαβε χώρα στις 14.03.2012, άρα οι πρόνοιες του τροποποιητικού                         Ν. 66(1)/12 δεν επιδρούν στα γεγονότα της παρούσας.

 

Το επίδικο Άρθρο 22 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου) Νόμου του 2000, (Νόμου 96(Ι)/2000), πριν την κατάργησή του, προέβλεπε:

 

«Παραγραφή αγώγιμου δικαιώματος κατά του αδικοπραγούντα

 

22. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, οποιαδήποτε αγωγή για τους σκοπούς του Νόμου αυτού κατά του αδικοπραγούντα πρέπει να εγείρεται μέσα σε τρία χρόνια από την ημέρα του ατυχήματος.»

 

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα ουσιαστικά υποστηρίζει ότι η πιο πάνω πρόνοια εφαρμόζεται ώστε να επιμηκύνει την περίοδο παραγραφής προς όφελος του εφεσείοντα. Θεωρεί ότι σύμφωνα με το πιο πάνω Άρθρο 22, η αγωγή εναντίον του αδικοπραγήσαντα δεν παραγράφεται παρά μόνο αφού περάσουν τρία χρόνια. Όπως όμως αποφασίστηκε στην Kασάπη Eυανθία A ν. Δημήτριου Φεσσά κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 341, ο Νόμος 96(Ι)/2000 «δεν αποβλέπει παρά μόνο σε περιορισμό της υποχρέωσης των ασφαλιστών, όπως ο Νόμος την προβλέπει, για την ικανοποίηση δικαστικών αποφάσεων.Αφήνεται έτσι ανοικτή η δυνατότητα έγερσης αγωγής εναντίον αδικοπραγούντα εντός του χρόνου του προβλεπόμενου για την παραγραφή ουσιαστικού δικαιώματος χωρίς ωστόσο το ωφέλημα της ασφαλιστικής προστασίας που παρέχει αυτός ο Νόμος.»

 

Στην Φεσσά, ανωτέρω, κρίθηκε ότι με βάση τα εκεί επίδικα γεγονότα, την περίοδο παραγραφής, έναντι του αδικοπραγούντος, όριζε το Άρθρο 58(20) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148. Κατ' αναλογία θεωρούμε ότι στην παρούσα υπόθεση, που αφορά αγωγή εναντίον αποβιώσαντα, η διάταξη που εφαρμόζεται αναφορικά με την παραγραφή έναντι του αδικοπραγούντος, είναι το Άρθρο 34 του Κεφ. 189. Ως εκ τούτου, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι το δικαίωμα εναντίον του εν προκειμένω αδικοπραγήσαντα ορίζεται από το ως άνω Άρθρο 34 του Κεφ. 189.

 

Εν όψει των πιο πάνω, ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση του εφεσείοντα, ότι το ζήτημα του χρόνου της παραγραφής δεν είναι ξεκάθαρο νομικό σημείο το οποίο μπορούσε να αποφασισθεί στο πλαίσιο προδικαστικής ένστασης εν όψει του Άρθρου 68 (β) του Κεφ. 148, σύμφωνα με το οποίο η περίοδος παραγραφής για αστικό αδίκημα που προκαλεί νέα ζημιά κατά εξακολούθηση από μέρα σε μέρα, είναι τρία έτη από την κατάπαυση της νέας ζημιάς.

 

Η εισήγηση είναι έκθετη σε απόρριψη άνευ ετέρου, εφόσον δεν δικογραφείται από τον εφεσείοντα καμία κατ' εξακολούθηση ζημιά πέραν της προκληθείσας κατά την ημερομηνία του τροχαίου ατυχήματος ως ανωτέρω. Επομένως, ο τέταρτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται στην ολότητα της και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

Επιδικάζονται έξοδα €2.000 πλέον Φ.Π.Α. εάν υπάρχει, εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ εκάστου των εφεσιβλήτων.

 

 

 

                                                                    ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.

 

 

                                                                    Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

                                                                    Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο