ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
28 Νοεμβρίου 2024
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στες]
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε105/2018)
Εφεσείουσα
v.
ΣΩΚΡΑΤΗ ΤΙΜΜΙΝΗ ΑΛΛΩΣ (ΤΙΜΙΝΝΗΣ),
Εφεσίβλητου
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε118/2018)
ΠΑΝΤΕΛΙΤΣΑ ΠΕΤΡΙΔΟΥ,
Εφεσείουσα
v.
ΣΩΚΡΑΤΗ ΤΙΜΜΙΝΗ ΑΛΛΩΣ (ΤΙΜΙΝΝΗΣ),
Εφεσίβλητου
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε47/2019)
ΠΑΝΤΕΛΙΤΣΑ ΠΕΤΡΙΔΟΥ,
Εφεσείουσα
v.
ΣΩΚΡΑΤΗ ΤΙΜΜΙΝΗ ΑΛΛΩΣ (ΤΙΜΙΝΝΗΣ),
Εφεσίβλητου
Χρ. Νεοφύτου για Νεοφύτου & Νεοφύτου ΔΕΠΕ για Εφεσείουσα σε όλες τις εφέσεις
Γ. Τρίγγας για Εφεσίβλητο σε όλες τις εφέσεις
------------------------
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ: Η κάθε μια από τις παρούσες εφέσεις αφορά ξεχωριστή ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην ίδια αγωγή. Χρήσιμη είναι η συνοπτική καταγραφή του οδοιπορικού της αγωγής την οποία αφορούν οι εκκαλούμενες αποφάσεις, ώστε να καταστεί κατανοητή και η απόφαση όπως οι υπό κρίση εφέσεις επιδικαστούν μαζί.
Ως προκύπτει από τα πρωτόδικα έγγραφα και την από το πρωτόδικο Δικαστήριο καταγραφή του μέχρι της επίδικης στιγμής οδοιπορικού, το ειδικώς οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα καταχωρήθηκε στις 25.11.2016. Η Υπεράσπιση της εφεσείουσας καταχωρήθηκε στις 21.6.2017. Ο εφεσίβλητος καταχώρησε δικόγραφο Απάντησης και Κλήση για Οδηγίες στις 7.7.2017. Στο δε σχετικό Παράρτημα, συμπλήρωσε τη στήλη που αφορούσε τον εναγόμενο αντί εκείνη που αφορούσε τον ενάγοντα. Αυτά οδήγησαν την πλευρά της εφεσείουσας να καταχωρήσει, στις 3.8.2017, αίτηση για παραμερισμό της αγωγής ή, διαζευκτικά, δήλωση ότι η συμπλήρωση των δικογράφων ολοκληρώθηκε στις 28.6.2017 και διάταγμα διαγραφής της Απάντησης ως εκπρόθεσμης καθώς επίσης διάταγμα παραμερισμού της Κλήσης για Οδηγίες ως άνευ εννόμου αποτελέσματος ως εκ της μη σημείωσης των αιτημάτων του ενάγοντα για τα οποία να ζητούνται οδηγίες.
Ακολούθησε, στις 10.11.2017, αίτηση, από πλευράς του εφεσίβλητου, με την οποία ζητείτο, μεταξύ άλλων, παράταση του χρόνου καταχώρισης Απάντησης, καθώς επίσης νέας Κλήσης για Οδηγίες ή διαζευκτικά δήλωση που να θεωρεί και καθιστά εμπρόθεσμη την καταχωρηθείσα, στις 7.7.2017, Απάντηση και διόρθωση του λάθους στο Παράρτημα της Κλήσης για Οδηγίες ώστε να συμπληρωθεί η σωστή στήλη. Ταυτόχρονα, ο εφεσίβλητος καταχώρισε ένσταση στην αίτηση της εφεσείουσας, ημερομηνίας 3.8.2017.
Αφού μεσολάβησε αίτηση, από πλευράς της εφεσείουσας, για διαγραφή της ως άνω ένστασης, λόγω λανθασμένης αναφοράς σε Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, αντί Λευκωσίας, η οποία αποσύρθηκε μετά από απόφαση έγκρισης προφορικού αιτήματος για διόρθωση του λάθους, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε το έργο να προγραμματίσει τις εκατέρωθεν ως άνω αιτήσεις, ημερομηνίας 3.8.2017 και 10.11.2017. Στις 3.4.2018, μετά που άκουσε τις δύο πλευρές, αποφάσισε ότι ήταν δίκαιο και προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, να προηγηθεί η εκδίκαση της αίτησης του εφεσίβλητου, ημερομηνίας 10.11.2017, έτσι ώστε όταν θα έχει ενώπιον του την αρχική αίτηση, ημερομηνίας 3.8.2017, να έχει πλέον ξεκαθαρίσει το θέμα των δικογράφων και κατά πόσο είχε δοθεί παράταση ή όχι.
Οι δύο ως άνω αιτήσεις ορίστηκαν για ακρόαση με δεδομένο ότι θα προηγείτο η εκδίκαση της αίτησης, ημερομηνίας 10.11.2017. Τότε, η πλευρά της εφεσείουσας καταχώρησε την αίτηση, ημερομηνίας 20.4.2018, ζητώντας την αναστολή της εκδίκασης της αίτησης, ημερομηνίας 10.11.2017, μέχρι την ολοκλήρωση της εκδίκασης της δικής της αίτησης, ημερομηνίας 3.8.2017. Η προσπάθεια της πλευράς της εφεσείουσας να εξασφαλίσει το εν λόγω διάταγμα μονομερώς ήταν ανεπιτυχής, οπόταν και καταχωρήθηκε ένσταση από πλευράς του εφεσίβλητου. Η εν λόγω αίτηση απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν ακρόασης της, με την απόφαση, ημερομηνίας 15.6.2018, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της Έφεσης Ε105/2018.
Ανεπιτυχής ήταν και νέα αίτηση για αναστολή της εκδίκασης της αίτησης, ημερομηνίας 10.11.2017 μέχρι την εκδίκαση της έφεσης που αφορά την απόφαση, ημερομηνίας 15.6.2018.
Ακολούθησε η εκδίκαση της αίτησης ημερομηνίας 10.11.2017. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την απόφαση του, ημερομηνίας 18.7.2018, ενέκρινε την αίτηση. Η εν λόγω απόφαση αποτελεί το αντικείμενο της Έφεσης Ε118/2018.
Αφού μεσολάβησε ανεπιτυχές αίτημα της πλευράς της εφεσείουσας για εξαίρεση της πρωτόδικης Δικαστού, εκδικάστηκε και η αίτηση, ημερομηνίας 3.8.2017, η οποία, με απόφαση, ημερομηνίας 7.2.2019, απορρίφθηκε. Η εν λόγω απόφαση αποτελεί το αντικείμενο της Έφεσης Ε47/2019.
Έχουμε εξετάσει καθετί σχετικό με τα υπό κρίση θέματα σε κάθε μία από τις ενώπιον μας εφέσεις, συμπεριλαμβανομένης της επιχειρηματολογίας της κάθε πλευράς. Προχωρούμε με την εξέταση των υπό κρίση εφέσεων με τη χρονολογική τους σειρά, η οποία ταυτίζεται με τη χρονολογική σειρά των υπό κρίση αποφάσεων.
Ε105/2018
Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 15.6.2018, στην αίτηση ημερομηνίας 20.4.2018, προσβάλλεται με τρείς λόγους έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε κατά παράβαση των Κανόνων Φυσικής Δικαιοσύνης, παραβιάζοντας και το Άρθρο 30(2) του Συντάγματος και με εμφανή προκατάληψη, καθώς δήλωσε πριν την εκδίκαση της αίτησης της εφεσείουσας, ημερομηνίας 20.04.2018, ήτοι στις 3.4.2018, ημερομηνία κατά την οποία δεν έγινε ακρόαση, ότι σε περίπτωση επιτυχίας της αίτησης ημερομηνίας 10.11.2017 του εφεσίβλητου, η αίτηση, ημερομηνίας 3.8.2017 της εφεσείουσας, θα καταστεί άνευ αντικειμένου, γεγονός το οποίο επιβεβαίωσε και στην απόφαση της ημερομηνίας 15.6.2018, προσθέτοντας ότι σκοπός καταχώρησης της αίτησης, ημερομηνίας 20.4.2018 ήταν να ανατρέψει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 3.4.2018, ενώ στις 3.4.2018 δεν έγινε ακρόαση και δεν υπήρχε αιτιολογημένη απόφαση ή ruling Δικαστηρίου.»
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η νομική βάση της αίτησης, ημερομηνίας 20.4.2018 της εφεσείουσας δεν αποτελεί ή/και δεν περιέχει ικανοποιητικό νομικό υπόβαθρο για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων της αίτησης, ημερομηνίας 20.4.2018, ήτοι για αναστολή μιας ενδιάμεσης αίτησης, επικαλούμενο και λανθασμένη ερμηνεία σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου, η οποία δεν αφορούσε ούτε τα γεγονότα ούτε την εφαρμογή της σύμφυτης εξουσίας στην κατάχρηση και πολλαπλότητα της δικαστικής διαδικασίας στην παρούσα υπόθεση, αφού ήταν και αναιτιολόγητη η απόφαση ημερομηνίας 15.6.2018.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και κατά παράβαση της Δικαστικής Πρακτικής, της νομολογίας και των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας απέρριψε την αίτηση της εφεσείουσας, ημερομηνίας 20.4.2018, ως προς την προτεραιότητα εκδίκασης της αίτησης της, ημερομηνίας 3.8.2017, έναντι της αίτησης του εφεσίβλητου, ημερομηνίας 10.11.2017, με αποτέλεσμα την παραβίαση τόσο της χρονικής προτεραιότητας, όσο και της νομολογιακής προτεραιότητας καταχώρησης των αιτήσεων, επιτρέποντας την κατάχρηση και πολλαπλότητα της δικαστικής διαδικασίας στην οποία περιέπεσε ο εφεσίβλητος, ο οποίος απέκτησε νομικό πλεονέκτημα προώθησης της μεταγενέστερης αίτησης και ενώ είχε καταχωρήσει παράλληλα ένσταση στις 10.11.2017 αναφορικά με την αίτηση της εφεσείουσας.
Λόγω της συνάφειας των θεμάτων που προβάλλονται με τους τρεις λόγους έφεσης, αλλά και το τι εξηγείται κατωτέρω, θα εξετάσουμε τα θέματα που προκύπτουν μαζί.
Με κάθε σεβασμό στον ευπαίδευτο συνήγορο για την εφεσείουσα, δεν βρίσκουμε έρεισμα σε όσα προβάλλονται με την παρούσα έφεση. Από μία απλή ανάγνωση του πρακτικού της πρωτόδικης διαδικασίας, ημερομηνίας 3.4.2018, προκύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας επαρκώς ακούσει τις θέσεις των δύο συνηγόρων, ρύθμισε την ενώπιον του διαδικασία, ως αυτή προέβαλλε μετά την καταχώρηση των δύο σχετικών αιτήσεων. Ρύθμιση η οποία εμπίπτει στη διακριτική του εξουσία και την οποία άσκησε δικαστικά. Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα. Με συνοπτικό, αλλά περιεκτικό λόγο αποφάσισε το ζήτημα, λέγοντας:
«Έχω ακούσει όλα τα πιο πάνω όσον αφορά το ζήτημα που προέχει, ήτοι ποία αίτηση θα εκδικασθεί πρώτα, 3.8.17 ή 10.11.17. Είθισται να εκδικάζεται η πρώτη χρονολογικά στις πλείστες περιπτώσεις. Στην προκειμένη περίπτωση, η εκδίκαση της αίτησης ημερομηνίας 3.8.17 πρώτα, ενδεχομένως να επιφέρει παράλογα και αντινομικά αποτελέσματα εφόσον παράλληλα εκκρεμεί αίτηση με την οποία επιχειρείται η διόρθωση κάποιων εκ των ελαττωμάτων που επικαλείται η πρώτη αίτηση. Συνεπώς θεωρώ ορθό προς τον σκοπό ορθής απονομής της δικαιοσύνης το Δικαστήριο πρώτα να αποφανθεί επί της αιτήσεως ημερομηνίας 10.11.17 έτσι ώστε όταν θα έχει την αρχική αίτηση ημερομηνίας 3.8.17 ενώπιόν του, να έχει πλέον ξεκαθαρίσει το θέμα των δικογράφων και κατά πόσο θα δοθεί ή όχι παράταση.
Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης ημερομηνίας 10.11.17 πλέον η κατάσταση θα έχει ξεκαθαρίσει σε μεγάλο βαθμό όσον αφορά την αίτηση ημερομηνίας 3.8.17. Συνεπώς, θεωρώ ορθό να ορίσω για ακρόαση την αίτηση ημερομηνίας 10.11.17...»
Έχοντας, λοιπόν, αποφασιστεί το θέμα ως ανωτέρω, απολύτως ορθή και δικαιολογημένη προβάλλει η πρωτόδικη κρίση, στην εκκαλούμενη απόφαση, ότι:
«Στην ουσία αυτό που επιχειρείται με την υπό εξέταση αίτηση, είναι η παράκαμψη της κρίσης και απόφασης του Δικαστηρίου στις 3.4.2018 να εκδικάσει πρώτα την αίτηση 10.11.2017, για τους λόγους που αναφέρθηκαν κατά εκείνη τη δικάσιμο, έτσι ώστε να εκδικαστεί πρώτα η αίτηση της εναγομένης. Κατά την κρίση μου, είναι αυτή η προσπάθεια που αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας και του χρόνου του Δικαστηρίου, προκαλώντας αχρείαστη καθυστέρηση και χάσιμο πολύτιμου δικαστικού χρόνου. Δεδομένου ότι με την πρώτη αίτηση, της εναγομένης, επιζητείται η απόρριψη της αγωγής ή η διαγραφή της εκπρόθεσμης Απάντησης και Κλήσης, ενώ με τη δεύτερη αίτηση, του ενάγοντα, επιζητείται η παράταση χρόνου έτσι ώστε να επιλυθεί το ζήτημα (εάν κριθεί ότι είναι ζήτημα που μπορεί να επιλυθεί με τον αιτούμενο τρόπο), το Δικαστήριο θεώρησε ορθό όπως προηγηθεί η εκδίκαση της δεύτερης αίτησης, παρά το ότι είθισται οι ενδιάμεσες αιτήσεις να εκδικάζονται με τη σειρά που καταχωρίστηκαν χρονολογικά. Από τη στιγμή που τα ζητήματα τα οποία εγείρει η πρώτη αίτηση ενδέχεται να επιλυθούν, είτε προς όφελος της μίας πλευράς είτε προς όφελος της άλλης, με το όποιο αποτέλεσμα της δεύτερης αίτησης, είναι ορθότερο όπως προηγηθεί η εκδίκαση της δεύτερης, προς τον σκοπό εξοικονόμησης πολύτιμου χρόνου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Ειδικότερα, σε περίπτωση που εγκριθεί η αίτηση 10.11.2017 και δοθεί παράταση χρόνου, τότε η αίτηση 3.8.2017 στην ουσία θα καταστεί άνευ αντικειμένου. Σε περίπτωση που απορριφθεί η αίτηση 10.11.2017, τότε η απόρριψη της αγωγής, ως επιζητείται με την αίτηση 3.8.2017, ενδεχομένως να είναι πλέον αναπόφευκτη. Με αυτά τα δεδομένα, η εκδίκαση της αίτησης 3.8.2017 πρώτα ενδεχομένως να επιφέρει παράλογα και αντινομικά αποτελέσματα, εφόσον ενδέχεται να απορριφθεί η αγωγή ένεκα ζητημάτων που η άλλη πλευρά επιχειρεί να 'διορθώσει' με άλλη αίτηση η οποία επίσης εκκρεμεί.
Όλα αυτά έχουν ήδη αναφερθεί από το Δικαστήριο στις 3.4.2018 όταν αποφασίστηκε το ζήτημα ποια αίτηση θα προηγηθεί. Αφότου, βεβαίως, ακούστηκαν δεόντως οι θέσεις και οι απόψεις των δύο πλευρών επί του εν λόγω ζητήματος, το οποίο τέθηκε από το ίδιο το Δικαστήριο στο πλαίσιο της υποχρέωσης του για ρύθμιση και προγραμματισμό της ενώπιον του διαδικασίας, προς τον σκοπό της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Συνεπώς, ξενίζει η καταχώριση της υπό εξέταση αίτησης, με την οποία, επαναλαμβάνω, στην ουσία επιχειρείται η παράκαμψη της πιο πάνω κρίσης του Δικαστηρίου. Ουδέν έχει αλλάξει από τις 3.4.2018.»
Δεν χρειάζεται να λεχθεί οτιδήποτε περαιτέρω. Όντως, ξενίζει η στάση της πλευράς της εφεσείουσας, η οποία, με δεδομένη την προηγηθείσα πρωτόδικη απόφαση ρύθμισης της διαδικασίας, αποκτά μια καταχρηστική υφή αναζήτησης ανατροπής της, μέσω αναστολής εκδίκασης της συγκεκριμένης αίτησης.
Στη βάση των ως άνω και μόνο, ουδείς από τους εγειρόμενους λόγους έφεσης μπορεί να κριθεί βάσιμος, αν και θα μπορούσε να λεχθεί, για σκοπούς πληρότητας ότι ορθά και εντός των πλαισίων της νομολογίας και Κανονισμών, ήταν και τα όσα περαιτέρω εξήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά τόσο με τη νομική επάρκεια της αίτησης, όσο και τη προτεραιοποίηση των αιτήσεων.
Έπεται των ως άνω ότι αβάσιμη κρίνεται η Έφεση Ε105/18, η οποία και απορρίπτεται.
Ε118/2018
Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 18.7.2018, στην αίτηση, ημερομηνίας 10.11.2017, προσβάλλεται με τρεις λόγους έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι, ενώ στη νομική βάση της αίτησης, ημερομηνίας 10.11.2017, του εφεσίβλητου, δεν εξειδικευόταν ο συγκεκριμένος Θεσμός της Διάταξης Δ.57 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, που αναφερόταν σε παράταση χρόνου και δεν υπήρξε καμία ικανοποιητική και οποιαδήποτε πειστική εξήγηση και δικαιολογία από τον εφεσίβλητο, ώστε να δοθεί παράταση χρόνου στην εκπρόθεσμη καταχώρηση της Απάντησης Υπεράσπισης του, ημερομηνίας 7/7/2017 ( η οποία δεν ήταν υποχρεωτική), το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εξέλαβε τον αόριστο ισχυρισμό του εφεσίβλητου ότι δήθεν απουσίαζε στο εξωτερικό, χωρίς καμία τεκμηρίωση, 4 μήνες μάλιστα από τις 7/7/2017, ως ικανοποιητικό για να δοθεί παράταση χρόνου, σε αντίθεση με τα ίδια τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αίτηση, ημερομηνίας 3.8.2017, ήταν η γενεσιουργός αιτία, η αφορμή και το έναυσμα για την καταχώρηση της αίτησης 10.11.2017 και όχι ο ισχυρισμός ότι έλειπε δήθεν στο εξωτερικό.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι η Δ.25 Θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας παρείχε το δικαιοδοτικό πλαίσιο για διόρθωση του ουσιαστικού μέρους της Κλήσης για Οδηγίες ημερομηνίας 7.7.2017, ενώ στη νομική βάση της αίτησης αναφερόταν γενικά η Δ.25 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, χωρίς να εξειδικεύεται συγκεκριμένος Θεσμός της Διάταξης χωρίς να μπορεί να χαρακτηριστεί γραφικό λάθος από τυχαίο σφάλμα η συμπλήρωση του στα τετραγωνάκια του Τύπου 25 (Παράρτημα) της Κλήσης για Οδηγίες, της Εναγομένης αντί του Ενάγοντα, καθότι πρόκειται περί παντελώς άκυρο διάβημα.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάνθηκε ότι δεν υπήρχε πολλαπλότητα και κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας από την πλευρά του εφεσίβλητου με την παράλληλη καταχώρηση ένστασης στις 10.11.2017 επί της αιτήσεως, ημερομηνίας 3.8.2017, δίνοντας με αυτό τον τρόπο στον εφεσίβλητο νομικό πλεονέκτημα έναντι της εφεσείουσας και στις δύο αιτήσεις.
Ούτε επί των εγειρόμενων, στην παρούσα έφεση, λόγων βρίσκουμε έρεισμα. Ο πρώτος λόγος έφεσης, πέραν της αναφοράς σε γενική παραπομπή στη Δ.57 των σε ισχύ τότε Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, θέμα το οποίο δεν ηγέρθη πρωτόδικα, κατ' ουσίαν προσβάλλει αυτή καθ' αυτή την επάρκεια της πρωτόδικης κρίσης.
Όμως, είναι με λεπτομέρεια που το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στη νομική βάση της αίτησης, εντοπίζοντας, μάλιστα, και το προφανές λάθος στην αναγραφή της Δ.30(2)(β), ως «Δ.302(β)». Παρέθεσε, συναφώς, τις πρόνοιες της Δ.57 Θ.2 και τις αρχές της νομολογίας ως προς την άσκηση της σχετικής διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, παραπέμποντας σε απόσπασμα από τη Λυσιώτη v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 1 Α.Α.Δ. 364 και την Evand Promotions Ltd κα v. Rutman (Αρ. 2) (1998) 1Δ Α.Α.Δ. 2123. Ανέδειξε δε, ορθά, με την ανάλυση της, η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής, τον σκοπό του Κανονισμού που δεν είναι άλλος από την αποφυγή πρόκλησης αδικίας στα μέρη.
Εφαρμόζοντας τις αρχές αυτές στην προκείμενη περίπτωση, εξήγησε ότι «.. η Απάντηση καταχωρίστηκε εκπρόθεσμα, με ολιγοήμερη καθυστέρηση, για τους λόγους που επεξηγεί ο ενάγων στην ένορκη δήλωση του. Παράλληλα, καταχωρίστηκε εμπρόθεσμα η Κλήση για Οδηγίες του ενάγοντα. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει οποιαδήποτε προσπάθεια καταστρατήγησης ή παράκαμψης των προνοιών της νέας Διαταγής 30 και της όλης φιλοσοφίας αυτής. Όπως προβάλλει ο ενάγων και προκύπτει από την Υπεράσπιση, αυτή εγείρει αρκετά θέματα τα οποία χρήζουν απάντησης, πράγμα που έγινε με ολιγοήμερη καθυστέρηση ένεκα απουσίας του ενάγοντα στο εξωτερικό. Δεν διαφαίνεται αδιαφορία για τα θέσμια σε βαθμό που να επιβάλλει την απόρριψη του αιτήματος για παράταση χρόνου, αλλά ούτε και οποιοσδήποτε δυσμενής επηρεασμός των δικαιωμάτων της εναγομένης, η οποία είχε υπόψη της το περιεχόμενο του δικογράφου που επιθυμούσε να υποβάλει ο ενάγων και την Κλήση για Οδηγίες η οποία, επαναλαμβάνω, εν πάση περιπτώσει είναι εμπρόθεσμη. Ούτε και προβάλλει η εναγομένη κάποιο βάσιμο λόγο για δυσμενή επηρεασμό των συμφερόντων της με το να παραταθεί ο χρόνος της Απάντησης, ο οποίος δεν μπορεί να αποζημιωθεί με κατάλληλη διαταγή ως προς τα έξοδα, πέραν του ότι ο ενάγων δεν είχε συμμορφωθεί έγκαιρα με τους Θεσμούς. Περαιτέρω, δεν μπορεί να λεχθεί ότι προκύπτει από το ιστορικό της υπόθεσης ότι ο σκοπός του ενάγοντα είναι η καθυστέρηση της διαδικασίας ή ο δυσμενής επηρεασμός των συμφερόντων της εναγομένης, παρά μόνο η ευκαιρία να προβάλει την απάντηση του στην Υπεράσπιση της τελευταίας.
Αυτό που έχει προβληματίσει το Δικαστήριο είναι η καθυστέρηση στην καταχώριση της υπό εξέταση αίτησης, και κατά πόσο είναι τέτοιας έκτασης που να υπονομεύει το θεσμικό πλαίσιο επίκλησης των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου. Είναι γεγονός ότι η πλευρά του ενάγοντα φαίνεται να αντιλήφθηκε τα λάθη του, από την αίτηση της εναγομένης ημερ. 3.8.2017, με την οποία επιζητεί την απόρριψη της αγωγής ή διαζευκτικά δήλωση ότι η συμπλήρωση των δικογράφων ολοκληρώθηκε στις 28.6.2017, διαγραφή της εκπρόθεσμης Απάντησης και παραμερισμό της Κλήσης για Οδηγίες ένεκα του ότι στο Παράρτημα αυτής δεν συμπληρώθηκε η στήλη που αφορά αιτήματα/οδηγίες που ζητά ο ενάγων. Η δε υπό εξέταση αίτηση υποβλήθηκε στις 10.11.2017. Εν τούτοις, δεν θεωρώ ότι αυτό αποτελεί υπέρμετρη καθυστέρηση σε βαθμό που να καθιστά απορριπτέο το αίτημα για αυτόν τον λόγο, ιδιαίτερα εάν ληφθεί υπόψη ότι μεσολάβησαν οι θερινές διακοπές, η πρώτη ημερομηνία ορισμού της αίτησης της εναγομένης ήταν 30.10.2017 και η παρούσα καταχωρίστηκε μόλις δέκα μέρες αργότερα, η αγωγή βρίσκεται στα αρχικά στάδια και ο χρόνος που είχε διαρρεύσει δεν είναι τέτοιας έκτασης που να δικαιολογεί ισχυρισμό για καθυστέρηση στη διαδικασία που να επηρεάζει το δικαίωμα της εναγομένης για σύντομη εκδίκαση και δίκαιη Δίκη. Αντίθετα, κρίνω ότι η άρνηση έγκρισης του αιτήματος θα στερήσει από τον ενάγοντα την ευκαιρία να απαντήσει στα όσα εγείρονται στην Υπεράσπιση, ενώ είναι ορθό και δίκαιο να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου ολοκληρωμένες οι θέσεις των δύο πλευρών, για σκοπούς επίλυσης της μεταξύ τους διαφοράς.»
Δεν εντοπίζουμε σφάλμα στην άσκηση, από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, της διακριτικής του ευχέρειας ώστε να δικαιολογείται παρέμβαση μας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επαρκώς στάθμισε όλα τα δεδομένα που είχε ενώπιον του για να διαμορφώσει την τελική του κρίση.
Αβάσιμος κρίνεται ο πρώτος λόγος έφεσης και ως τέτοιος απορρίπτεται.
Ως προς τον δεύτερο λόγο έφεσης, και πάλι λεπτομερής είναι η ανάλυση από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το ότι το τι αφορούσε το Παράρτημα της Κλήσης για Οδηγίες ήταν ένα τυχαίο σφάλμα, για το οποίο δεν εντόπισε οποιανδήποτε κακοπιστία και το οποίο είχε εντοπίσει να συμβαίνει συχνά λόγω μη επαρκούς εξοικείωσης με την τότε νέα Δ.30. Ορθή και, εν πάση περιπτώσει, εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας του, ήταν και η κατάληξη για έγκριση του αιτήματος για διόρθωση του λάθους.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Τέλος, αβάσιμος κρίνεται και ο τρίτος λόγος έφεσης. Εξήγησε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι ενόψει της φύσεως των δύο αιτήσεων, ήταν επόμενο ότι η αίτηση του εφεσίβλητου ως και η ένσταση του στην αίτηση της εφεσείουσας θα είχαν παρόμοιο περιεχόμενο. Δεν ήταν, όμως, από τις περιπτώσεις όπου τα ίδια θέματα θα εκδικάζονταν δύο φορές. Επρόκειτο, εμφανώς, για περίπτωση όπου, ως και η αρχική ρύθμιση του Δικαστηρίου, το αποτέλεσμα της αίτησης, ημερομηνίας 10.11.2017, θα είχε σαφή επίδραση στην αίτηση της εφεσείουσας, είτε προς τη μία είτε προς την άλλη κατεύθυνση, χωρίς να τυγχάνουν τα θέματα της οποιασδήποτε επανεξέτασης. Δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε μεμπτό υπό τας περιστάσεις, ούτε εντοπίζουμε η μία ή η άλλη πλευρά να ήταν δυνατόν να αποκτήσει οποιοδήποτε προβάδισμα σ' αυτά που προωθούσε.
Έπεται ότι και ο τρίτος λόγος έφεσης της Έφεσης Ε118/2018 απορρίπτεται.
Ε47/2019
Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 7.2.2019, στην αίτηση, ημερομηνίας 3.8.2017, προσβάλλεται, επίσης, με τρεις λόγους έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο διακατεχόταν από προκατάληψη όταν αποφάσισε ότι η αίτηση ως και τα αιτητικά της αίτησης της εφεσείουσας, ημερομηνίας 3.8.2017, είναι άνευ αντικειμένου, ενώ, με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι η αίτηση εφεσείουσας είναι άνευ αντικειμένου, στο πλαίσιο της οποίας ζητείτο ο παραμερισμός της Κλήσης για Οδηγίες στην αγωγή.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι είναι λανθασμένη και αντικρουόμενη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στη σελίδα 12 της απόφασης του, ότι οι παραλείψεις της πλευράς του εφεσίβλητου δεν θα δικαιολογούσαν την απόρριψη της αγωγής, ακόμα και εάν απορριπτόταν η αίτηση του, ημερομηνίας 10.11.2017.
Με τα δεδομένα, ως εξελίχθηκαν και ως αποτυπώνονται στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναπόφευκτη προέβαλλε η απόρριψη της αίτησης της εφεσείουσας, ημερομηνίας 3.8.2017. Κι αυτό όχι γιατί είναι βάσιμη η θέση περί προκατάληψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου (κάτι που πουθενά δεν εντοπίζεται). Με τα όσα αποτελούσαν τους κατ' ισχυρισμόν λόγους παραμερισμού και διαγραφής να είχαν κριθεί δικαστικά και επιλυθεί, αναπόφευκτη ήταν και η κρίση ότι τα προβαλλόμενα στην αίτηση αιτήματα, είχαν πλέον κριθεί.
Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην πρωτόδικη κρίση. Καθ' όλα ορθή είναι και η κρίση ότι δεν προέβαλλαν συνθήκες ικανές να δικαιολογούσαν απόρριψη ολόκληρης της αγωγής.
Έπεται ότι αβάσιμοι κρίνονται και οι λόγοι έφεσης της Έφεσης Ε47/2019, η οποία επίσης απορρίπτεται.
Συνακόλουθα των ως άνω, και οι τρεις υπό κρίση Εφέσεις απορρίπτονται. Οι σχετικές πρωτόδικες αποφάσεις επικυρώνονται.
Τα έξοδα της κάθε μίας από τις Εφέσεις επιδικάζονται υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Εφετείο.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.