ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 88/2023)
29 Νοεμβρίου, 2024
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
JASPREET SINGH GILL
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ
Εφεσίβλητης.
-------------------
Γ. Στυλιανού, για Γ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για τον Εφεσείοντα.
Χ. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσίβλητη.
-------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ.:
--------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: O Εφεσείων εφεσιβάλλει την απόφαση ημερομηνίας 29.6.2023, με την οποία απορρίφθηκε η Προσφυγή του Αρ. Τ 245/23, η οποία ασκήθηκε εναντίον απόφασης απόρριψης αίτησης του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Ο Εφεσείων βάλλει με τρεις λόγους Έφεσης εναντίον της πρωτόδικης απόφασης. Τους παραθέτουμε αυτούσιους με την αιτιολογία τους:
«1ος Λόγος Έφεσης:
Ο Κανονισμός 4 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019) είναι αντισυνταγματικός.
Αιτιολογία:
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 4 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019) προβλέπεται ότι το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να εξετάσει κατά πόσο ο Αιτητής έχει συμμορφωθεί ως προς τα έξοδα προηγούμενης δικαστικής απόφασης, διαφορετικά η Προσφυγή του θα υπόκειται σε απόρριψη. Ο εν λόγω Κανονισμός είναι αντισυνταγματικός καθώς με αυτόν τον τρόπο παραβιάζεται το δικαίωμα της Δίκαιης Δίκης του Αιτητή, το οποίο κατοχυρώνεται στο Δεύτερο Μέρος του Συντάγματος και συγκεκριμένα στο άρθρο 30 και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Παραβιάζεται ακόμα το δικαίωμα στην πραγματική Προσφυγή και οι διαδικαστικές εγγυήσεις.
2ος Λόγος Έφεσης:
Ο Κανονισμός 12 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019) είναι αντισυνταγματικός.
Αιτιολογία:
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 12 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019) προβλέπεται ότι ο Αιτητής υποχρεούται να παρίσταται στο Δικαστήριο κατά τις διευκρινήσεις, την ακρόαση της υπόθεσης και κατά την απαγγελία της απόφασης είτε αυτός εμφανίζεται αυτοπροσώπως είτε με δικηγόρο. Ο Κανονισμός αυτός αντίκειται στην έννοια της εκπροσώπησης από δικηγόρο.
3ος Λόγος Έφεσης:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς και/ή εσφαλμένα θεώρησε ότι έγινε επαρκής και/ή δέουσα έρευνα από τους Καθ' ων η Αίτηση/Εφεσίβλητους.
Αιτιολογία:
Κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι έγινε επαρκής και/ή δέουσα έρευνα των ουσιωδών στοιχείων από τους Καθ' ων η Αίτηση/ Εφεσίβλητους, οι οποίοι δεν εξέτασαν τους ισχυρισμούς του Αιτητή/ Εφεσείοντα πως κινδυνεύει η ζωή του και πως στην Ινδία επικρατεί πολιτική κρίση.»
Ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος Έφεσης είναι πρόδηλα αβάσιμοι. Και εξηγούμε:
-Όσον αφορά στον πρώτο λόγο Έφεσης, παρατηρούμε ότι με την πρωτόδικη απόφαση δεν απορρίφθηκε η Προσφυγή Αρ. Τ 245/23 στη βάση ή κατ' εφαρμογή του Κανονισμού 4 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019) (εφεξής «οι Κανονισμοί»), ο οποίος δεν αναφέρθηκε καν, πόσω μάλλον να απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την ενώπιον του διαδικασία και απόφαση. Αντιθέτως, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε κρίση επί των λόγων ακυρώσεως που πρόβαλε ο Εφεσείων, καθώς και σε κρίση επί της ουσίας του αιτήματος του για χορήγηση διεθνούς προστασίας. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος Έφεσης ουδεμία σύνδεση έχει με οποιεσδήποτε ενέργειες ή αποφάσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση στη βάση του Κανονισμού 4 και, συνεπώς, απαραδέκτως εγείρεται. Υπενθυμίζεται ότι, ζητήματα αντισυνταγματικότητας εξετάζονται από το Δικαστήριο μόνο όταν είναι απολύτως αναγκαίο για την επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς που τίθεται ενώπιον του (βλ. Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 CLR 640), που στην παρούσα περίπτωση, ως επεξηγήθηκε ανωτέρω, δεν είναι.
- Όσον αφορά στο δεύτερο λόγο Έφεσης, ο Εφεσείων παρέστη στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ως προκύπτει από τα πρακτικά της υπόθεσης (και) κατά τη διαδικασία εκδίκασης της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένης και της διεξαγωγής των διευκρινήσεων/ακρόασης, συνοδεύοντας τον δικηγόρο του. Όμως και πάλι, ως και για τον πρώτο λόγο Έφεσης, αδυνατούμε έστω στοιχειωδώς να αντιληφθούμε, πως αυτό επηρέασε δυσμενώς την εκπροσώπηση που έτυχε από τον δικηγόρο του, ο οποίος ήταν παρόν και πως επηρέασε την ορθότητα της δικαστικής απόφασης. Και σε αυτή την περίπτωση ουδεμία σύνδεση έχει αυτός ο ισχυρισμός με οποιεσδήποτε ενέργειες ή αποφάσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση οι οποίες να λήφθηκαν κατ' επίκληση του εν λόγω Κανονισμού 12 των Κανονισμών και ο οποίος, σημειώνεται, προβλέπει για δυνατότητα απόρριψης προσφυγής σε περίπτωση μη αυτοπρόσωπης παρουσίας του αιτούντος. Τέτοια απόρριψη δεν έλαβε χώρα στην παρούσα περίπτωση. Ούτε τέθηκε από τον προσφεύγοντα ζήτημα για την παρουσία του στο Δικαστήριο σε οποιοδήποτε στάδιο κατά την πρωτόδικη διαδικασία ή οποιοδήποτε αίτημα του για μη παρουσία του, το οποίο να έχει απορριφθεί και, συνεπώς, όψιμα και απαραδέκτως εγείρεται τέτοιο θέμα στο στάδιο αυτό. Ούτε μπορεί να αποτελεί συζητήσιμη βάση για εξέταση της αντισυνταγματικότητας του εν λόγω Κανονισμού 12 ο ισχυρισμός του δικηγόρου του Εφεσείοντα ότι, «πολλές φορές ο Αιτητής παρίσταται για ώρες στο Δικαστήριο χωρίς ουσιαστικά να είναι αναγκαία η παρουσία του.», θέση η οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν συνιστά τίποτε περισσότερο από ένα ισχυρισμό δικηγόρου στο περίγραμμά του χωρίς οποιαδήποτε τεκμηρίωση.
Συνεπώς, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, οι λόγοι Εφέσεως 1 και 2 απορρίπτονται ως πρόδηλα αβάσιμοι.
Όσον αφορά στον τρίτο λόγο Έφεσης, η δικογραφημένη θέση του Εφεσείοντα ότι παρατηρείται έλλειψη δέουσας έρευνας διότι, οι Καθ' ων η Αίτηση (Εφεσίβλητη) «δεν εξέτασαν τους ισχυρισμούς του Αιτητή/Εφεσείοντα πως κινδυνεύει η ζωή του και πως στην Ινδία επικρατεί πολιτική κρίση» υποστηρίχθηκε στο περίγραμμα αγόρευσης του Εφεσείοντα ως εξής:
«Το σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου έγκειται στο γεγονός ότι για να εκδώσει την απόφαση του έχει στηριχθεί κατά βάση μόνο στο υλικό που περιέχεται στο Φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου ο οποίος είναι ελλιπής καθώς δεν υπάρχει επαρκής έρευνα και/ή δεν υπάρχει καθόλου έρευνα αναφορικά με την κατάσταση που επικρατεί στην πατρίδα του αιτητή. Το Δικαστήριο στηρίχθηκε αποκλειστικά στο γεγονός ότι ο αιτητής εργαζόταν για να εκδώσει την απόφαση του χωρίς να διεξαχθεί έρευνα ούτως ώστε να διαπιστωθεί και/ή εξακριβωθεί ο ισχυρισμός του αιτητή ότι κινδυνεύει η ζωή του όπως είχε δηλώσει ο ίδιος στην αίτηση του, ο οποίος παραβλέφθηκε.»
Ούτε αυτός ο λόγος Εφέσεως, βρίσκουμε, ευσταθεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε στην απόφαση του τα ακόλουθα σχετικά (με δικές μας υπογραμμίσεις, η ορθογραφία, συντακτικό και γραμματική του κειμένου έχουν διατηρηθεί αυτούσια):
«Όπως ήδη αναφέρθηκε ο Αιτητής προέρχεται από την Ινδία, χώρα η οποία περιλαμβάνεται στις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με την ΚΔΠ 202/22, αλλά και πρόσφατα με την ΚΔΠ 166/23 οι δε ισχυρισμοί του Αιτητή κατά την προσωπική του συνέντευξη αφορούν σε οικονομικού περιεχομένου ζητήματα. Ειδικότερα, ο Αιτητής κατά τη συνέντευξη του ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την αναχώρηση του και αφίχθηκε στη Κυπριακή Δημοκρατία νόμιμα έχοντας στην κατοχή του άδεια παραμονής ως φοιτητής με σκοπό να σπουδάσει. Επιπρόσθετα ανέφερε ο Αιτητής ότι έχει ανάγκη να εργαστεί ώστε να αποπληρώσει δάνειο που έλαβε στην χώρα καταγωγής του. σε διευκρινιστική ερώτηση του λειτουργούσε σχέση με το δάνειο το έλαβε ο πατέρας του και όχι ο ίδιος. Ερωτηθείς για τις συνέπειες σε περίπτωση επιστροφή του στην Ινδία, ο Αιτητής ανέφερε ότι εφόσον αποπληρώσει το δάνειο, ουδείς θα τον ενοχλήσει, αντίθετα σε περίπτωση μη πληρωμής του εν λόγω δανείου θα χάσει την υποθηκευμένη περιουσία του. Οφείλω να παρατηρήσω ότι ο αιτητής υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας μόνο μετά τη λήξη της άδειας παραμονής του και όχι νωρίτερα.
Από το ιστορικό του Αιτητή όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι αυτός δεν επικαλέστηκε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα αλλά και να ανατρέπει το τεκμήριο χαρακτηρισμού της χώρας του ως ασφαλής χώρας ιθαγένειας. Τα όσα ανέφερε αφορούν σε οικονομικής φύσεως ζητήματα στοιχεία που σαφώς δεν θα μπορούσαν να τον εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, όπως αυτή ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000...................
....Μελετώντας τον διοικητικό φάκελο, διαπιστώνω ότι οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένης δε της δήλωσης του Αιτητή ότι ο λόγος που εγκατέλειψε την χώρα του και αφίχθηκε στην Κύπρο είναι για σκοπούς φοίτησης και εργασίας αλλά και να αποπληρώσει το δάνειο που είχε συνάψει ο πατέρας του. Χωρίς ο Αιτητής να αναφέρει οτιδήποτε που θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή του, οι Καθ' ων η Αίτηση δεν είχαν υποχρέωση να προβούν σε οποιαδήποτε εξειδικευμένη έρευνα, αλλά προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, εκδίδοντας με τον τρόπο αυτό πλήρως αιτιολογημένη απόφαση...........
....Από τα στοιχεία του φακέλου που τέθηκαν ενώπιον μου, διαπιστώνω ότι αυτά βρίσκονται πίσω από την προσβαλλόμενη απόφαση, η δε δοθείσα αιτιολογία διαφαίνεται και από το κείμενο της. Ως εκ τούτου κρίνω ότι οι Καθ' ων η αίτηση προέβησαν σε δέουσα έρευνα και έλαβαν δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση. .............
.....Ορθά κρίθηκε από τους Καθ' ων η Αίτηση ότι δεν στοιχειοθετούνταν ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 για να παρασχεθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.
Κρίνω, υπό τις περιστάσεις, ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματος του για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, ούτε για την παραχώρηση της συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται το άρθρο 19 του Νόμου. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο συνεκτίμησε όλα τα πραγματικά στοιχεία και εξέδωσε τελική αιτιολογημένη απόφαση. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκώς αιτιολογημένη.»
Είναι σαφές από τα ανωτέρω υπογραμμισμένα αποσπάσματα της πρωτόδικης απόφασης, αυτά συγκρινόμενα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, ότι, διεξήχθη στην παρούσα περίπτωση η δέουσα έρευνα από την Εφεσίβλητη, ως ορθά κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ιδιαίτερα, ενόψει της ορθής παρατήρησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, ο Εφεσείων μόνο οικονομικούς λόγους επικαλέστηκε προς υποστήριξη του αιτήματος του και ότι προέρχεται από ασφαλή χώρα, ως διαπιστώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, με παραπομπή στις Κ.Δ.Π. 202/22 και Κ.Δ.Π. 166/23 χωρίς να υπάρξει συγκεκριμένος αντίλογος από την πλευρά του Εφεσείοντα, που να θέτει εν αμφιβόλω το (μαχητό) τεκμήριο ορθότητας τους, διερωτόμαστε τι άλλο θα έπρεπε κάποιος να διερευνήσει επί του θέματος. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι, ο αιτών άσυλο φέρει το βάρος να τεκμηριώσει βάσιμο λόγο δίωξης του προς υποστήριξη της αίτησης του, καθήκον το οποίο ο Εφεσείων στην παρούσα περίπτωση απέτυχε να εκπληρώσει.
Για τους λόγους που επεξηγήθηκαν ανωτέρω, η έφεση αποτυγχάνει στην ολότητα της, με έξοδα ύψους €2000 υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα.
Η πρωτόδικη απόφαση και, κατ' επέκταση, η επίδικη διοικητική απόφαση επικυρώνονται ως ορθές.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.