ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 87/2018)
25 Νοεμβρίου, 2024
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στές]
1. TRAMBAKO HOLDINGS LTD,
2. MYVYC CYPRUS HOLDINGS LTD,
3. ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,
Εφεσείοντες,
v.
ALPHA BANK CYPRUS LTD,
Εφεσίβλητοι.
____________________
Α. Μυλωνάς για Αναστάσιος Μυλωνάς & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντες.
Γ. Ζαχαρίου (κα) για Ανδρέας Β. Ζαχαρίου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητους.
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Δ. Κίτσιο, Δ.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες αμφισβητούν το περιεχόμενο και την ετυμηγορία του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο, στις 09.01.2018, εξέδωσε απόφαση εναντίον τους, και προς όφελος των εφεσίβλητων, στη βάση δανείων και τραπεζικών διευκολύνσεων, ως κρίθηκε, που παραχωρήθηκαν από τους τελευταίους στους εφεσείοντες 1, με την εγγύηση των εφεσειόντων 2 και 3.
Σημειωτέον ότι, λόγω θανάτου του εφεσείοντα 3 και λόγω μη προώθησης της έφεσης εκ μέρους διαχειριστή της περιουσίας του, στις 04.06.2024 η έφεση του εφεσείοντα 3 απορρίφθηκε.
Με επτά (7) λόγους έφεσης ζητείται ο παραμερισμός της προαναφερόμενης πρωτόδικης απόφασης. Ισχυρίζονται οι εφεσείοντες 1 και 2 ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα, δεν επέτρεψε, με ενδιάμεση απόφαση του, την προσκόμιση μαρτυρίας από τον ΜΥ1, γραφολόγο, αναφορικά με την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας δανείου και/ή εγγύησης από τα δεόντως εξουσιοδοτημένα πρόσωπα (1ος λόγος έφεσης), ότι, λανθασμένα, με ενδιάμεση απόφαση του, δεν επέτρεψε την προσκόμιση μαρτυρίας από τον ΜΥ2, λογιστή και/ή την έκθεση του η οποία έκανε αναφορά στο ισχυριζόμενο υπόλοιπο ποσό της επίδικης συμφωνίας δανείου και/ή τους επιβληθέντες τόκους και/ή τόκους υπερημερίας (2ος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα αποφάσισε πως οι εφεσίβλητοι απέσεισαν το βάρος απόδειξης αναφορικά με την εκτέλεση της επίδικης συμφωνίας δανείου και/ή εγγύησης και/ή της υπογραφής τους από τα δεόντως εξουσιοδοτημένα άτομα των εφεσειόντων και/ή από τον εφεσείοντα 3 (3ος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα αποφάσισε πως οι εφεσίβλητοι απέσεισαν το βάρος απόδειξης του υπόλοιπου ποσού (προφανώς εννοείται οφειλόμενου ποσού) καθώς ο ΜΕ2, πλην της κατάθεσης των καταστάσεων του λογαριασμού, δεν έχει προσκομίσει οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία για απόδειξη του υπολοίπου, και κυρίως για τους επιβληθέντες τόκους και/ή τόκους υπερημερίας (4ος λόγος έφεσης), ότι, λανθασμένα αποφάσισε πως οι εφεσείοντες 2 και 3 εγγυήθηκαν τους εφεσείοντες 1 (5ος λόγος έφεσης), ότι, λανθασμένα, στηρίχθηκε και/ή έλαβε υπόψη του τη μαρτυρία του ΜΕ2 ο οποίος δεν παρουσιάστηκε για αντεξέταση και/ή δεν προσφέρθηκε προς αντεξέταση (6ος λόγος έφεσης), και, τέλος, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, με τον τρόπο που καθόρισε την ακροαματική διαδικασία, και ειδικά το δικαίωμα των εφεσειόντων να προσκομίσουν μαρτυρία και να αντεξετάσουν μάρτυρες των εφεσίβλητων, παραβίασε το δικαίωμα των εφεσειόντων 1 και 2 για δίκαιη δίκη, κατά παράβαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος και/ή του Άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (7ος λόγος έφεσης).
Πριν την ακρόαση προωθήθηκε, εκ μέρους της συνηγόρου των εφεσίβλητων, αίτημα για απόρριψη της έφεσης, δυνάμει των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, Μέρος 41.9, χωρίς να απαιτείται, ως ισχυρίστηκε, η εξέταση της ουσίας της. Το εν λόγω αίτημα βασίζεται στη θέση ότι στο επίσημο μητρώο του Εφόρου Εταιρειών παρουσιάζεται ακόμη ο εφεσείοντας 3, αποβιώσαντας, ως ο μοναδικός αξιωματούχος - διευθυντής - των εφεσειόντων 1 και 2. Συνεπώς, κατά τους εφεσίβλητους, δεν υπάρχει οποιαδήποτε εξουσιοδότηση και οδηγία προς τους συνηγόρους των εφεσειόντων 1 και 2 ώστε αυτοί να προωθήσουν την παρούσα έφεση. Υποδείχθηκε, ειδικότερα, πως τη δεδομένη στιγμή της ακρόασης δεν υπάρχει διοικητικό συμβούλιο, στους εφεσείοντες 1 και 2, ώστε να λαμβάνονται αποφάσεις. Από την πλευρά του, ο συνήγορος των εφεσειόντων 1 και 2 εισηγείται πως έγινε νομότυπη αλλαγή του διευθυντή, αφ' ής στιγμής υπάρχει απόφαση - ψήφισμα - σύμφωνα με το καταστατικό των εταιρειών - εφεσειόντων 1 και 2 - για αλλαγή του διευθυντή τους, η οποία ήδη στάλθηκε στον Έφορο Εταιρειών και αναμένεται η ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας. Περαιτέρω, ο συνήγορος των εφεσειόντων 1 και 2, προώθησε, επί του θέματος, το επιχείρημα ότι ο θάνατος του διευθυντή δεν ανακαλεί την εξουσιοδότηση που του δόθηκε για καταχώριση και προώθηση της παρούσας έφεσης. ΄Εχουν γίνει, άλλωστε, οι κατάλληλες ενέργειες προς την αντικατάσταση του διευθυντή, διορίστηκε νέο πρόσωπο και υπάρχει μόνο η εκκρεμότητα στον Έφορο Εταιρειών. Το όλο ζήτημα παρέμεινε προς απόφανση, μαζί με την ουσία της έφεσης.
Το προαναφερόμενο ζήτημα επιβάλλεται, φρονούμε, να εξεταστεί πρώτιστα, πριν την εξέταση της ουσίας της έφεσης. Εύλογα, γίνεται κατανοητό πως αν γίνει αποδεκτή η θέση της συνηγόρου των εφεσίβλητων, τότε, θα είναι αχρείαστη η ενασχόληση με την ουσία της έφεσης.
Αποτελεί κοινό έδαφος ότι μέχρι και την ημερομηνία ακρόασης δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε βεβαίωση ή έγγραφο από το Τμήμα Εφόρου Εταιρειών, το οποίο να βεβαιώνει ότι ολοκληρώθηκε, στο εν λόγω τμήμα, η αλλαγή του διευθυντή των εφεσειόντων 1 και 2 μετά τον θάνατο του εφεσείοντα 3. Τέθηκε, ωστόσο, ενώπιον μας, χωρίς ένσταση, το Τεκμήριο 1, το οποίο αποτελεί ψηφίσματα, ημερομηνίας 28.05.2024, των εφεσειόντων 1 και 2, διορισμού νέου, κατονομαζόμενου, διευθυντή. Εν πάση περιπτώσει, το περιεχόμενο του δεν αμφισβητείται από την πλευρά των εφεσίβλητων. Το αίτημα των τελευταίων, στηρίζεται στο γεγονός ότι αυτή η αλλαγή δεν εγκρίθηκε και/ή δεν επισημοποιήθηκε, από τις 28.05.2024 που έγινε, από τον Έφορο Εταιρειών. Είναι δε για τον λόγο αυτό που οι εφεσίβλητοι θεωρούν ότι δεν υπάρχει πλέον εξουσιοδότηση για την προώθηση της έφεσης.
Φρονούμε πως το καίριο ερώτημα που προβάλλει, ενόψει των όσων έχουν τεθεί ενώπιον μας, είτε με πραγματικό υπόβαθρο είτε με θέσεις και επιχειρήματα, είναι το κατά πόσο, ενόψει του θανάτου του μοναδικού διευθυντή των εφεσειόντων 1 και 2, απαιτείται οποιαδήποτε ενέργεια επιβεβαίωσης ή επικαιροποίησης της εξουσιοδότησης προς τους συνηγόρους των εφεσειόντων 1 και 2, που δόθηκε για την καταχώριση και προώθηση της παρούσας έφεσης, η εγκυρότητα της οποίας (της εξουσιοδότησης), ειρήσθω εν παρόδω, δεν αμφισβητείται.
Έχοντας εξετάσει κάθετι που τέθηκε ενώπιον μας, θεωρούμε ότι το γεγονός πως η αλλαγή στο όνομα του διευθυντή των εφεσειόντων 1 και 2 δεν καταχωρίστηκε στο Μητρώο του Εφόρου Εταιρειών, και/ή αυτή εκκρεμεί, δεν δικαιολογεί την αποστέρηση, ουσιαστικά, του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη, οι δε εφεσείοντες 1 και 2 να μην μπορούν να προωθήσουν τις θέσεις τους ενάντια στην εκκαλούμενη απόφαση. Εφ' όσον η εξουσιοδότηση δόθηκε δεόντως, καταλήγουμε ότι, το γεγονός του θανάτου του διευθυντή αφορά ζήτημα εσωτερικό των εφεσειόντων 1 και 2, αναφορικά με τη λήψη αποφάσεων, που δεν επηρεάζει όμως τη συνέχιση της δοθείσας, ήδη, έγκυρης εξουσιοδότησης για έγερση και προώθηση της παρούσας έφεσης. Εξάλλου, ο Έφορος Εταιρειών δεν καθορίζει την υπόσταση των διευθυντών μιας εταιρείας. Εναπόκειται στην εταιρεία, ακολουθώντας τις δικές της νενομισμένες διαδικασίες, να διορίσει ή να παύσει τους διευθυντές της (βλέπε PALMERS COMPANY LAW 2022, Τόμος 2, σελίδα 8054). Προς ενίσχυση δε του συμπεράσματος μας, παρ' ότι το Άρθρο 170 του Κεφ. 113 προνοεί περί της υποχρέωσης όπως κάθε ιδιωτική εταιρεία να έχει σύμβουλο, παραπέμπουμε στο Άρθρο 174, του ίδιου Νόμου, όπου προνοείται πως «Οι πράξεις συμβούλου ή διαχειριστή είναι έγκυρες ανεξάρτητα από οποιαδήποτε έλλειψη η οποία δυνατό να αποκαλυφθεί αργότερα στο διορισμό ή προσόντα του». Δια της προαναφερόμενης διάταξης υιοθετήθηκε το τεκμήριο της κανονικότητας προκειμένου να μην ανατρέπονται πράξεις και ενέργειες των νομικών προσώπων οι οποίες διενεργήθηκαν από σύμβουλο για τον οποίο, αργότερα των πράξεων, αποκαλύπτεται κάποια έλλειψη. Επομένως, πόσο μάλλον όταν η πράξη του αποβιώσαντα διευθυντή των εφεσειόντων, με την οποία έδωσε εξουσιοδότηση για την καταχώριση και προώθηση της παρούσας έφεσης είναι έγκυρη και δεν είχε οποιαδήποτε έλλειψη. Άλλωστε, λαμβάνουμε υπόψη ότι, το γεγονός του θανάτου του διευθυντή δεν επιβάλλει οποιαδήποτε τροποποίηση του τίτλου της έφεσης ή του περιεχομένου της, ή των δικαιωμάτων των εφεσειόντων 1 και 2, αναφορικά με την παρούσα διαδικασία. Επιπλέον, σημειώνουμε πως οι εφεσείοντες 1 και 2 είναι εγγεγραμμένες, ξεχωριστές, ανεξάρτητες νομικές οντότητες, και ως αναγνωρισμένοι δικονομικά διάδικοι δικαιούνται να προωθήσουν την παρούσα έφεση τους. Η συνήγορος των εφεσίβλητων θεωρεί πως είναι απαραίτητη η επικαιροποίηση της εξουσιοδότησης στην προώθηση οποιασδήποτε δικαστικής διαδικασίας κάθε φορά που γίνεται παύση συμβούλου, αλλιώς τέτοια διαδικασία θα πρέπει να διακόπτεται και να απορρίπτεται. Κρίνουμε, όμως, με κάθε σεβασμό, πως τέτοια θέση δεν βρίσκει έρεισμα στο Νόμο (Κεφ. 113) ή σε οποιοδήποτε κανόνα δικονομικού δικαίου. Προφανώς, η παρούσα περίπτωση διαφέρει από την περίπτωση όπου η εξουσιοδότηση, για καταχώριση και προώθηση ενός δικαστικού διαβήματος, αμφισβητείται από το διοικητικό συμβούλιο ενός νομικού προσώπου, οπότε τίθεται θέμα έγκυρης εξουσιοδότησης, και νοουμένου ότι δεν υπάρχει απόφαση - ψήφισμα - έγερσης δικαστικής διαδικασίας. Βέβαια, παράλληλα, εναπόκειται, κάθε φορά, και στον συνήγορο που προωθεί μια δικαστική διαδικασία, αν θα ζητήσει επικαιροποίηση της εξουσιοδότησης που του δόθηκε από νομικό πρόσωπο, και τυχόν νέες οδηγίες, από τον νέο διευθυντή, αν έτσι αισθάνεται, όμως δεν είναι, ενώπιον μας, αυτή η περίπτωση.
Συνακόλουθα των προλεγόμενων, το αίτημα της συνηγόρου των εφεσίβλητων, για απόρριψη της έφεσης, κατ' εφαρμογή του Μέρους 41.9, απορρίπτεται. Εν πάση περιπτώσει, σημειώνεται πως η άσκηση τέτοιας εξουσίας, για διαγραφή έφεσης, θα πρέπει να βασίζεται σε συγκεκριμένες προϋποθέσεις (όταν η έφεση είναι απαράδεκτη, προπετής, προδήλως αβάσιμη ή ασκήθηκε με σκοπό την παρέλκυση της απονομής της δικαιοσύνης), που, εν πάση περιπτώσει, σε καμία από αυτές στηρίχθηκε το αίτημα των εφεσίβλητων, το οποίο απορρίπτεται. Κατ' επέκταση, προχωρούμε στην εξέταση της ουσίας των λόγων έφεσης.
Κρίνουμε ότι το περιεχόμενο των λόγων έφεσης επιβάλλει προτεραιότητα στην εξέταση των λόγων έφεσης 1, 3 και 7, οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους. Πέραν της θέσης ότι δεν αποδείχθηκε η εκτέλεση των επίδικων συμφωνιών, η οποία σχετίζεται με τον λόγο έφεσης 3, τα παράπονα των εφεσειόντων αφορούν στις θέσεις ότι δεν επιτράπηκε προσαγωγή μαρτυρίας γραφολόγου και λογιστή εκ μέρους των εφεσειόντων 1 και 2, αλλά ούτε και αντεξέταση του ΜΕ2, οπότε εγείρεται θέμα παράβασης των αρχών της δίκαιης δίκης. Τα εν λόγω ζητήματα - παράπονα των εφεσειόντων 1 και 2, τέθηκαν και πρωτόδικα και απασχόλησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο τα αντιμετώπισε ως ακολούθως:
«.Οι Εναγόμενοι 1, 2 και 3 κάλεσαν ως μάρτυρες υπεράσπισης τον κ. Μάριο Μαρκίδη (Μ.Υ.1) δικαστικό γραφολόγο για να καταθέσει έκθεση σε σχέση με τις υπογραφές των συμβάσεων οι οποίες κατά τους ισχυρισμούς τους δεν υπεγράφησαν από το μόνο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο της Εναγόμενης 1 Εταιρείας διευθυντή της, τον Ιωάννη Μιχαηλίδη, αλλά κατόπιν ένστασης του κ. Ζαχαρίου η μαρτυρία του δεν επετράπη γιατί η θέση αυτή δεν ήταν δικογραφημένη (και αν ήταν εγκαταλείφθηκε) και δεν τέθηκε στην αντεξέταση του Μ.Ε.1 Σάββα Άδωνη. Το ίδιο έγινε και με τον Μ.Υ.2 Λούκα Λουκά, εγκεκριμένο λογιστή του οποίου η μαρτυρία που αφορούσε ανάλυση των χρεώσεων και των τόκων των δύο επίδικων δανείων επίσης δεν επετράπη αφού στην υπεράσπιση υπήρχε μία γενική άρνηση και παρά την παρουσία του Μ.Ε.2 Κωνσταντίνου Χριστοφόρου σε επανειλημμένες αναβολές που κατέθεσε τους αναδομημένους λογαριασμούς, αυτός σε καμία αντεξέταση δεν υπεβλήθη από τον κ. Μυλωνά, ο οποίος συνειδητά παρά το ότι προσφέρθηκε για αντεξέταση προτίμησε να παρουσιάσει μετά από πολλές αναβολές δικό του μάρτυρα για να αμφισβητήσει το λογαριασμό παρά να αντεξετάσει τον Μ.Ε.2 Κωνσταντίνου Χριστοφόρου (βλέπε πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 10.5.17 σελίς 1).
..............................
Η επόμενη θέση που τίθεται από τον δικηγόρο των Εναγομένων είναι ότι ο Μ.Ε.2 Κωνσταντίνος Χριστοφόρου δεν προσφέρθηκε για αντεξέταση από τον δικηγόρο των Εναγόντων όταν κατέθεσε αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού (Τεκμήριο 19) μετά που η υπόθεση αναβλήθηκε επανειλημμένα για εξώδικη διευθέτηση, κατά παράβαση των όσων διαλαμβάνονται στο άρθρο 30 του Συντάγματος. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι η προσκόμιση εγγράφων που αναπαράχθησαν από ηλεκτρονικό υπολογιστή δεν σημαίνει παράλληλα και την απόδειξη του περιεχομένου αυτών (βλέπε Μαρσέλ Μπούλος κ.ά ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 ΑΑΔ 1858).
Θα διαφωνήσω με αμφότερες τις πιο πάνω θέσεις του κ. Μυλωνά για τους Εναγόμενους 1, 2 και 3. Στον Μ.Ε.1 δεν υπεβλήθη ότι οι συμφωνίες δανείου και εγγυήσεων κατά την αντεξέταση υπεγράφησαν από μη εξουσιοδοτημένα πρόσωπα των νομικών οντοτήτων (Εναγομένων 1 και 2 Εταιρειών) και έγινε προσπάθεια παρά τις δικογραφημένες θέσεις των Εναγομένων και την απουσία αντεξέτασης επί αυτού του ουσιαστικού θέματος να προωθηθεί η θέση ότι οι συμφωνίες ως μη υπογραφείσες από εξουσιοδοτημένα πρόσωπα, είναι άκυρες. Το ίδιο έγινε σε μια προσπάθεια εκτροχιασμού της δίκης από πλευράς του κ. Μυλωνά του οποίου ικανοποιήθηκαν πάρα πολλά αιτήματα αναβολών της συνέχισης της ακρόασης από τις 15.12.15 που ολοκληρώθηκε η κατάθεση (κυρίως εξέταση) του Μ.Ε.2 Κωνσταντίνου Χριστοφόρου μέχρι τις 10.5.17 που η δίκη συνεχίστηκε (12 αναβολές 27.1.16, 2.3.16, 21.4.16, 17.5.16, 27.6.16, 10.10.16, 15.11.16, 13.12.16, 16.1.17, 6.2.17, 28.2.17, 24.4.17) με σκοπό τη διευθέτηση της υπόθεσης για να ισχυριστεί ότι δεν του προσφέρθηκε για αντεξέταση ο Μ.Ε.2 Κωνσταντίνος Χριστοφόρου που κατέθεσε τους αναδομημένους λογαριασμούς του οποίου η κυρίως εξέταση ολοκληρώθηκε στις 15.12.15 και ο οποίος ήταν παρών και προσφέρθηκε για αντεξέταση στις πλείστες ημερομηνίες των αναβολών αν όχι σε όλες, πλην όμως ο κ. Μυλωνάς επέλεξε συνειδητά να μην τον αντεξετάσει στις 10.5.17 και να παρουσιάσει δικό του μάρτυρα (Μ.Υ.1 Μάριο Μακρίδη) προς απόδειξη μη δικογραφημένων ισχυρισμών του.
Στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:
«Η παράλειψη αντεξέτασης παράλληλα με την αποδοχή της προσφερθείσας μαρτυρίας των Εναγομένων 1, 2 και 3 δεν αφήνει περιθώρια επιτυχίας της γενικής, αόριστης και διαζευκτικής υπεράσπισης των Εναγομένων 1, 2 και 3 στους οποίους μετά τη μαρτυρία των Εναγόντων μετετέθη το βάρος απόδειξης της ακυρότητας των κατατεθέντων άνευ ενστάσεως συμφωνιών δανείων και εγγυήσεων ως Τεκμηρίων, οι δε λογαριασμοί που αναπαράχθηκαν από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή των Εναγόντων έχουν αποδεικτική αξία εφ΄ όσον συνοδεύονται με πιστοποιητικό (Τεκμήριο 20) ότι αυτά αποτελούν μέρος του αρχείου των Εναγόντων.
Σε αυτό το στάδιο θεωρούμε χρήσιμο όπως παρατεθούν οι παράγραφοι 7, 8 και 9 της Έκθεσης Υπεράσπισης των Εναγομένων 1 και 2 - εφεσειόντων 1 και 2, οι οποίες έχουν ως ακολούθως:
«7. Η εναγόμενη 1 αρνείται τις παραγράφους 10, 11, 12, 13, 14 και 15 της Έκθεσης Απαίτησης των Εναγόντων και θέτει τους Ενάγοντες σ' αυστηρή απόδειξη τόσο της εκτέλεσης των αναφερόμενων στις εν λόγω παραγράφους εγγράφων και/ή συμφωνιών όσο και του περιεχομένου τους.
8. Η εναγόμενη 2 αρνείται τις παραγράφους 16, 18 και 20 της Έκθεσης Απαίτησης και θέτει τους Ενάγοντες σ' αυστηρή απόδειξη τόσο της εκτέλεσης όσο και του περιεχομένου των αναφερόμενων συμφωνιών εγγυήσεων.
9. Οι εναγόμενοι με κάθε επιφύλαξη προς τους πιο πάνω ισχυρισμούς τους, ισχυρίζονται τα ακόλουθα:
(α) Οι ισχυριζόμενες συμφωνίες δανείου που αναφέρονται στις παραγράφους 2, 4 και 7 της Έκθεσης Απαίτησης δεν υπογράφτηκαν από τα εξουσιοδοτημένα όργανα των εναγομένων και/ή χωρίς να γίνουν οι αναγκαίες διαδικασίες σύμφωνα με το ιδρυτικό και καταστατικό έγγραφο των εναγομένων και/ή κατά παράβαση των προνοιών του καταστατικού και/ή ιδρυτικού εγγράφου των εναγομένων και/ή ήταν εκτός των εξουσιών (ultra vires) των εναγομένων.
(β) Δεν υπήρξε νομότυπη εξουσιοδότηση από τις εναγόμενες και/ή το διοικητικό συμβούλιο των εναγομένων διά την υπογραφή των ισχυριζόμενων πιο πάνω συμφωνιών δανείου.
.............................»
Σημειώνεται δε πως οι παράγραφοι 2, 4 και 7 της Έκθεσης Απαίτησης αναφέρονται σε συμφωνίες δανείων που κατ' ισχυρισμό παραχωρήθηκαν στους εφεσείοντες 1. Οι παραγράφοι 10 και 11 αναφέρονται σε γραπτή συμφωνία εκχώρησης των δικαιωμάτων, των εφεσειόντων 1, που απορρέουν από πωλητήριο έγγραφο για μία κατοικία και στους όρους της εν λόγω συμφωνίας. Οι παραγράφοι 12 και 13 αναφέρονται σε περαιτέρω εξασφάλιση των εφεσειόντων 1, οι οποίοι εκχώρησαν δικαιώματα τους, απορρέοντα από πωλητήριο έγγραφο έτερης κατοικίας, και, στις παραγράφους 14 και 15 αναφέρεται ότι, οι εφεσείοντες 1, επίσης, ως εξασφάλιση οφειλόμενων ποσών, εκχώρησαν τα δικαιώματα τους που απορρέουν από πωλητήριο μίας πρόσθετης, από τις προηγούμενες, κατοικίας. Οι δε παράγραφοι 16, 18 και 20 αναφέρονται σε τρεις ξεχωριστές εγγυήσεις που δόθηκαν από τους εφεσείοντες 2, ως προς τις υποχρεώσεις των εφεσειόντων 1, έναντι των εφεσίβλητων για τα ποσά των (α) ΛΚ20.000,00, (β)1.386.000,00 ελβετικών φράγκων και (γ) €875.000,00. Εξάγεται, από τα προαναφερόμενα ότι, στην Έκθεση Υπεράσπισης τους, οι εφεσείοντες 1 και 2, αρνήθηκαν την εκτέλεση των ισχυριζόμενων συμφωνιών, οι οποίες αφορούν σε δάνεια και/ή τραπεζικές διευκολύνσεις και εξασφαλίσεις, και έθεσαν τους εφεσίβλητους σε αυστηρή απόδειξη τόσο της εκτέλεσης όσο και του περιεχομένου των εν λόγω συμφωνιών, ενώ με την παράγραφο 9 της Υπεράσπισης τους προβάλλουν πολύ συγκεκριμένο θετικό ισχυρισμό.
Αφού έχουμε διεξέλθει τις θέσεις των διαδίκων, τα πρακτικά της δίκης και το κείμενο της εκκαλούμενης απόφασης, με δεδομένο τον σεβασμό μας στον πρωτόδικο Δικαστή, κρίνουμε πως, δεδομένων των όσων βρίσκονταν ενώπιον του, αυτός, στη βάση λανθασμένης εφαρμογής της υπόθεσης Ελληνική Τράπεζα Χρηματοδοτήσεις v. E.T. Autospares Enterprises Ltd κ.α. (1998) 1 Α.Α.Δ. 843, στην οποία παραπέμφθηκε από τον συνήγορο των εφεσειόντων 1 και 2, κατέληξε σε λανθασμένο συμπέρασμα. Παραθέτουμε, κατ' αρχάς το σχετικό απόσπασμα από την εκκαλουμενη απόφαση στην οποία παρατίθεται μέρος της προαναφερόμενης αυθεντίας, το οποίο έχει ως ακολούθως:
«Επί τούτου οι Εναγόμενοι παραθέτουν επίσης την αυθεντία Ελληνική Τράπεζα Χρηματοδοτήσεις ν. ΕΤ Autospares Enterprises Ltd κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 843 όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:
"Ούτε μπορούμε να συμφωνήσουμε πως προσθέτει οτιδήποτε στην υπόθεση των εφεσειόντων η μή αντεξέταση του μάρτυρά τους. Πολύ λιγότερο δεν υπονοούσε παραδοχή πως υπέγραψαν οι εφεσίβλητοι το έγγραφο. Όχι γιατί δεν είναι δυνατό, όπως αναγνωρίστηκε και στη νομολογία που επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες, να προκύψει τέτοιο αποτέλεσμα από την παράλειψη αντεξέτασης. Αλλά γιατί δεν υπήρχε μαρτυρία ουσίας, δηλαδή πάνω στο επίδικο θέμα, σε σχέση με το οποίο θα ήταν νοητό να αντεξεταστεί ο μάρτυρας. Και ακριβώς στην υπόθεση Aloupou and Another (ανωτέρω) εξηγήθηκε πως η μή αντεξέταση δεν ισοδυναμεί με παραδοχή σε σχέση με θέματα για τα οποία δεν κατέθεσε ο μάρτυρας αλλά απλώς προβάλλονται στις γραπτές προτάσεις. Εδώ μάλιστα και οι ίδιοι οι εφεσείοντες, μετά από επί τούτου ένσταση των εφεσιβλήτων, αποσύνδεσαν τη μαρτυρία του μάρτυρά τους από την επίδικη διαφορά."»
(Η υπογράμμιση στο πιο πάνω απόσπασμα έγινε από το παρόν Εφετείο).
Προχωρώντας, το πρωτόδικο Δικαστήριο, τοποθετήθηκε επί της ουσίας των ισχυρισμών των εφεσειόντων 1 και 2 και κατέληξε ως ακολούθως:
«Επίσης οι Εναγόμενοι 1, 2, 3 προς επίρρωση της θέσης τους προβάλλουν την υπόθεση Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Γιαννάκη Ανδρέα Σαλούμη κ.α. (2006) 1 ΑΑΔ 1347 όπου το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η υποβολή ένστασης ή όχι στην κατάθεση εγγράφου κατά τη δίκη είναι θέμα που συναρτάται προς τους κανόνες που διέπουν την απόδειξη και είναι θέμα ξεχωριστό από την κατ΄ ουσία αποδεικτική του αξία όταν αυτό κατατεθεί με ή χωρίς ένσταση.
Αυτά που κατέθεσαν όμως οι μάρτυρες των Εναγόντων αποτελούσαν την ουσία της υπόθεσης προς απόδειξη της βάσης της αγωγής τους, παρέμειναν δε αναντίλεκτα και χωρίς αντεξέταση, κάτι που διαφοροποιεί τις πιο πάνω αυθεντίες από την παρούσα υπόθεση. Οι Ενάγοντες με την κατάθεση των τεκμηρίων (έγγραφων συμφωνιών) τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν απέσεισαν το βάρος της απόδειξης της υπογραφής τους από τους Εναγόμενους οι οποίοι δεν αμφισβήτησαν δια της αντεξέτασης ότι αυτά δεν υπεγράφησαν και/ή υπεγράφησαν αλλά από μη εξουσιοδοτημένα πρόσωπα.»
.............................
Όσον αφορά την παράλειψη αντεξέτασης επί ουσιώδους μέρους της μαρτυρίας, ουσιαστικά της μη αμφισβήτησης των κατατεθέντων Τεκμηρίων 1, 2 και 3 και των υπογραφών από μέρους των Εναγομένων, σχετική είναι η υπόθεση Ocean Reef Properties Ltd, μέλος της εταιρείας P & P Philippou Properties Ltd και James Alan Kerr Colville κ.ά. Πολ. Έφεση 203/2010, ημερ. 11.5.15:
"Οι άνω διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου στηρίχθηκαν, όπως το ίδιο και πάλιν ορθά αναφέρει, σε μαρτυρία του εφεσίβλητου 1, η οποία όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση του αλλά επιβεβαιώθηκε και από υποβολή του συνηγόρου της εφεσείουσας την οποία παραθέτει στην απόφαση του. Συμφωνούμε με την προσέγγιση αυτή την οποία κρίνουμε ως ορθή. Σύμφωνα με τη νομολογία παράλειψη αντεξέτασης επί ουσιώδους μέρους της μαρτυρίας ισοδυναμεί κατά κανόνα με παραδοχή (βλ. Α.C.T. Textiles v. Sodhiatis (1986) 1 C.L.R. 80, Aloupou and Annother v. Hadjigeorghiou and Another (1984) 1 C.L.R. 475, Κούρρης ν. Παπαδόπουλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1147, Ντάγκλας ν. Ντάγκλας (2010) 1 Α.Α.Δ. 128). Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης θ' αναμένετο από την αντεξέταση να προκύψουν στοιχεία τα οποία η εφεσείουσα θεωρούσε ουσιώδη και σχετικά προς έλεγχο της μαρτυρίας του εφεσίβλητου 1. Δεν το έπραξε αλλά αντίθετα με την αντεξέταση του, διευκρίνισε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 και με τις τρεις (3) μοναδικές υποβολές προς αυτόν τέθηκε η θέση της εφεσείουσας ότι οι εφεσίβλητοι είχαν «αυτή την άμεση εμπλοκή με την Λαϊκή Τράπεζα» και ότι «στην προκείμενη περίπτωση κανένας .... δεν φταίει για το ότι δεν δόθηκε το δάνειο, ούτε (οι εφεσίβλητοι) αλλά ούτε και οι εναγόμενοι»."
...............................
Στην αυθεντία Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρος Χαριλάου Λτδ κ.α. (2009) 1(Α) ΑΑΔ 479, ο Ηλιάδης Δ. αναφέρει στη σελίδα 493:
"Η εφεσείουσα τράπεζα απέδειξε τη νομότυπη υπογραφή της συμφωνίας (Τ.1), την σύναψη της συμφωνίας εγγύησης (Τ.8) και το υπόλοιπο του λογαριασμού με την κατάθεση των Τεκμηρίων 9 και 11. Οι καταστάσεις του λογαριασμού (Τ.9 και 11), μαζί με την πιστοποίηση του αρμόδιου Λειτουργού της εφεσείουσας τράπεζας, ότι αυτά αποτελούσαν απόσπασμα του ηλεκτρονικού αρχείου της τράπεζας, συνιστούσαν εκ πρώτης όψεως απόδειξη των σχετικών καταχωρίσεων (Άρθρο 22 του Κεφ. 9 όπως έχει τροποποιηθεί). Από τη στιγμή που τα πιο πάνω έγγραφα έγιναν εκ συμφώνου αποδεκτά το περιεχόμενό τους συνιστούσε ικανοποιητική μαρτυρία που μπορούσε να οδηγήσει σε απόδειξη των ισχυρισμών της εφεσείουσας τράπεζας. Έτσι το βάρος απόδειξης μετατέθηκε στους ώμους των εφεσίβλητων για να αποδείξουν την μη ύπαρξη των καταχωρίσεων και/ή την καταχώριση λανθασμένων καταχωρίσεων προς υποστήριξη των ισχυρισμών τους. Οι εφεσίβλητοι απέτυχαν να αντικρούσουν την πιο πάνω μαρτυρία. Στην ουσία υπήρξε αντιστροφή του βάρους απόδειξης από το Δικαστήριο."
(Η υπογράμμιση στο απόσπασμα από την εκκαλούμενη απόφαση έγινε από το παρόν Εφετείο).
Οφείλουμε να διατυπώσουμε τη διαφωνία μας με την πρωτόδικη κατάληξη, πως υπήρχε μαρτυρία η οποία δικαιολογούσε συμπέρασμα ότι αποδείχθηκε νομότυπα ή άλλως πως οποιαδήποτε υπογραφή εκ μέρους των εφεσειόντων 1 και 2. Ταυτόχρονα, προκύπτει, και οφείλουμε επίσης να επισημάνουμε, ότι ο συνήγορος των εφεσειόντων 1 και 2 δεν είχε να αμφισβητήσει και να αντεξετάσει σε οτιδήποτε, περί των υπογραφών, επί των επίμαχων συμφωνιών, τους μάρτυρες ΜΕ1 και ΜΕ2, οι οποίοι δεν γνώριζαν οτιδήποτε, έστω και αν τους ρωτούσε, αφού οι ίδιοι οι μάρτυρες ξεκαθάρισαν, από την αρχή, ότι δεν γνώριζαν περί της κατάρτισης των συμφωνιών. Εν πάση περιπτώσει, δεν προκύπτει πως εγκαταλήφθηκαν με οποιοδήποτε τρόπο οι δικογραφημένες θέσεις των εφεσειόντων 1 και 2, αντίθετα υπήρξαν σχετικές υποβολές. Οι αυθεντίες τις οποίες επικαλέστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο ((1) Ocean Reef Properties Ltd v. James Alan Kerr Colville και Άλλης (2015) 1 Α.Α.Δ. 1002 και (2) Παρλάτα v. Δημητρίου (2014) 1 Α.Α.Δ. 994) δεν τυγχάνουν εφαρμογής στις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, καθ' ότι, ούτε μαρτυρία σχετική με την απόδειξη των υπογραφών, επί των συμφωνιών, δόθηκε ούτε και παραδοχή της σύναψης τους υπήρξε στο δικόγραφο των εφεσειόντων 1 και 2. Προς συμπλήρωση δε της ακριβούς εικόνας που διέπει το υπό συζήτηση θέμα παραθέτουμε, στη συνέχεια, σχετικά αποσπάσματα από τα πρακτικά της δίκης, που αφορούν σε δηλώσεις και ερωτήσεις των συνηγόρων των διαδίκων.
«Κύρια εξέταση (του ΜΕ1):
...............................
κ. Μυλωνάς: Κύριε Πρόεδρε, η κατάθεση των τεκμηρίων γίνεται με επιφύλαξη όσον αφορά δικαίωμα αντεξέτασης και σε σχέση με την εκτέλεση των εγγράφων αυτών.
...............................
κ. Ζαχαρίου: ........................
Ε. Αντιλαμβάνομαι ότι εσείς έχετε απλώς στην κατοχή σας αυτά τα έγγραφα. Δεν είσαστε το πρόσωπο που έχει χειριστεί την υπόθεση από πλευράς κατάρτισης συμβολαίου.
Α. .............. Κατά τη μέρα των υπογραφών ή οτιδήποτε άλλο εγώ δεν ήμουν παρών. Όλες αυτές οι διεργασίες γίνονταν από το οικείο κατάστημα που χειριζόταν και τα αιτήματα και τη διαδικασία ετοιμασίας όλων των εγγράφων.
Ε. Αντιλαμβάνομαι είναι αυτοί που γνωρίζουν πώς υπογράφησαν, από ποιους υπογράφησαν. Αν είναι πληρεξούσια εσείς δεν το γνωρίζετε.
..............................
ΑΝΤΕΞΕΤΑΣΗ από κ. Μυλωνά:
..............................
Α. Η εμπλοκή μας γίνεται αμέσως μετά τον τερματισμό. Προ του τερματισμού γίνονται από το οικείο κατάστημα που χειρίζεται τον λογαριασμό. Όμως, λόγω της πείρας και της θέσης που κατέχω, έχοντας υπόψη το περιεχόμενο όλου του φακέλου, ξέρω όλα αυτά που έχω δηλώσει προηγουμένως, και έχουν ετοιμαστεί από την τράπεζα μετά από αιτήματα των πελατών, έχουν καταλήξει στον τερματισμό όλων των εγγράφων, τόσο των συμφωνιών παραχώρησης των δανείων των εγγυητήριων και έχουν υπογραφεί στην παρουσία συναδέλφων της τράπεζας. Ως εκ τούτου το αναφέρω και εμπειρικά και από τις γνώσεις που έχω ως διευθυντής.
Ε. Σας υποβάλλω ότι είναι μία υπόθεση που κάνεις γιατί δεν έχεις προσωπική γνώση, τόσο για την δέουσα εκτέλεση των εγγράφων που έχεις καταθέσει, όλων των εγγράφων που έχεις καταθέσει.
..............................
Ε. Σου υποβάλλω ότι διαφωνώ μαζί σου ότι εσύ δεν μπορείς να πεις τόσο για τη δέουσα εκτέλεση των δανείων, για τη χρήση των λεφτών που μας λες ότι έχει γίνει και την αποστολή των επιστολών που έχεις δώσει.»
Από τα προαναφερόμενα αποσπάσματα των πρακτικών κρίνεται ότι προκύπτει, με βεβαιότητα, πως ο ΜΕ1 δεν είχε αφενός προσωπική γνώση για τις υπογραφές που τέθηκαν στις επίμαχες - επίδικες συμφωνίες, αφετέρου, προκύπτει πως ούτε, έστω με εξ ακοής μαρτυρία, αναφέρθηκε ότι αυτές έχουν υπογραφτεί από τους εφεσείοντες 1 και 2 ή κάποιον αξιωματούχο τους, με το γεγονός αυτό να έχει ύψιστη σημασία στην ανάγκη απόδειξης της εκτέλεσης των εν λόγω εγγράφων. Σύμφωνα με το σύγγραμμα των Τ. Ηλιάδη & Ν. Σάντη, ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ, 2014, σελ. 365, στο κεφάλαιο ΣΩΣΤΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΕΓΓΡΑΦΩΝ διαβάζουμε ότι: «Η σωστή εκτέλεση μπορεί να αποδειχθεί με απόδειξη γραφικού χαρακτήρα του προσώπου που το υπέγραψε.».
Προκύπτει, περαιτέρω, ότι στις 27.10.2015, προς το τέλος της δικασίμου, και αφού ολοκληρώθηκε η μαρτυρία του ΜΕ1, ο κ. Ζαχαρίου δηλώνει, μεταξύ άλλων, «κ. Ζαχαρίου: Για σήμερα δεν έχω άλλο μάρτυρα διαθέσιμο, θα πρέπει οι μάρτυρες που θα φέρω να είναι εξειδικευμένοι αναφορικά με τους λογαριασμούς και την εκτέλεση των εγγράφων ... Μάλλον θα είναι δύο μάρτυρες. Ο ένας για τους λογαριασμούς και τα υπόλοιπα και ο άλλος θα έχει να κάνει με τον τρόπο υπογραφής των συμφωνιών και την παρουσίαση ή όχι των εναγομένων κατά την υπογραφή.». Εν τέλει, μεσολαβούντων υπερβολικών, αριθμητικά, αναβολών (δώδεκα ως απαριθμούνται στην πρωτόδικη απόφαση), για σκοπούς διευθέτησης, στις 06.02.2017, και ενώ είχε ολοκληρωθεί, πριν τις αναβολές, μόνο η κύρια εξέταση του ΜΕ2 (ο οποίος κατέθεσε για το ύψος των οφειλόμενων ποσών), αλλά και χωρίς να παρουσιαστεί, για να καταθέσει, άλλος μάρτυρας εκ μέρους των εναγόντων - εφεσίβλητων, ο κ. Ζαχαρίου, στην αρχή της συνεδρίασης, δηλώνει: «Σήμερα κλείνω την υπόθεση μου για τους Ενάγοντες, δεν έχω άλλο μάρτυρα και θα παραμείνει για τους Εναγόμενους η υπόθεση». Αμέσως μετά ο κ. Μυλωνάς τοποθετείται, χωρίς να εγείρει θέμα αντεξέτασης του ΜΕ2, αλλά ούτε, βέβαια, να δηλώσει ότι δεν θα τον αντεξετάσει, ως εξής:
«Παράκληση όπως η υπόθεση για τους Εναγόμενους 1-3 παραμείνει μετά τις διακοπές του Πάσχα, επειδή ο Εναγόμενος 3 και διευθυντής της Εναγόμενης 1 είναι κάτοικος Αμερικής, Καλιφόρνιας, να κάνουμε τις διευθετήσεις για να μπορέσει να έρθει, λόγω και κάποιων προβλημάτων υγείας που έχει, αν μας δώσετε μία ημερομηνία μετά το Πάσχα, πιστεύουμε θα είναι παρών.»
Ακολούθως η υπόθεση αναβάλλεται για τις 07.04.2017 και, με εκ νέου αναβολή, στις 10.05.2017, οπότε η πλευρά των εφεσειόντων κάλεσε τους ΜΥ1 και ΜΥ2, στους οποίους δεν επιτράπηκε, πλην των εισαγωγικών θεμάτων, η περαιτέρω κατάθεση (ο πρώτος ως γραφολόγος για την απόδειξη των υπογραφών επί των επίδικων συμφωνιών και του ισχυρισμού των εφεσειόντων 1 και 2 ότι δεν είχε γίνει σωστή εκτέλεση και ο δεύτερος για το υπόλοιπο των λογαριασμών). Οι λόγοι μη αποδοχής της μαρτυρίας των δύο ΜΥ, ως αυτοί διατυπώθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρατέθηκαν προγενέστερα.
Με βάση όλο το ιστορικό της δίκης κρίνουμε ότι συνάγεται, εύλογα, το συμπέρασμα, πως η πλευρά των εφεσίβλητων δεν προσκόμισε μαρτυρία προς απόδειξη των υπογραφών επί των επίδικων συμφωνιών και/ή της εκτέλεσης αυτών. Το ζήτημα είναι, εν πάση περιπτώσει, σημαντικό, διότι ουσιαστικά καμιά μαρτυρία δόθηκε ως προς το ποιος υπέγραψε εκ μέρους των εφεσειόντων 1 και 2, και αν ήταν εξουσιοδοτημένος από αυτούς, στοιχείο συνυφασμένο με την υπεράσπιση τους.
Περαιτέρω, φρονούμε πως, δεδομένης της πορείας της δίκης, θα έπρεπε να επιτραπεί, πρωτόδικα, η παράθεση της μαρτυρίας του ΜΥ1 προς απόδειξη του δικογραφημένου ισχυρισμού των εφεσειόντων 1 και 2, ως προς την μη ορθή εκτέλεση των εγγράφων. Η δικογραφημένη θέση των εφεσειόντων για μη ορθή εκτέλεση των συμφωνιών ήταν ενεργή και ουδέποτε εγκαταλείφθηκε. Οι υπογραφές ή μη επί των επίδικων συμφωνιών ήταν επίδικο θέμα. Στερήθηκαν, ως εκ τούτου, οι εφεσείοντες 1 και 2 του δικαιώματος να παρουσιάσουν μαρτυρία και να υποστηρίξουν την δικογραφημένη εκδοχή τους, και συνεπώς στερήθηκαν του δικαιώματος της δίκαιης δίκης.
Οι λόγοι έφεσης 1, 3 και 7 κρίνονται βάσιμοι.
Κατ' επέκταση όλων των προαναφερόμενων, καταλήγουμε ότι η προσαχθείσα μαρτυρία δεν δικαιολογούσε συμπέρασμα περί εκτέλεσης των επίδικων συμφωνιών. Το αντίθετο, πρωτόδικο, συμπέρασμα κρίνεται λανθασμένο. Οι εφεσίβλητοι δεν απέδειξαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου την εκτέλεση των επίδικων συμφωνιών ως όφειλαν, δεδομένων των δικογραφημένων θέσεων των εφεσειόντων 1 και 2, και ως εκ τούτου η αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί, με έξοδα προς όφελος των εφεσειόντων 1 και 2. Ενόψει της βασιμότητας των λόγων έφεσης 1, 3 και 7, καθίσταται αχρείαστη η εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης, περιλαμβανομένου και του θέματος της μη αντεξέτασης του ΜΕ2 το οποίο ούτε το πρωτόδικο Δικαστήριο απασχόλησε, ως ρυθμιστής της διαδικασίας που ήταν, πριν το κλείσιμο της υπόθεσης των εφεσίβλητων, αλλά ούτε και ο συνήγορος των εφεσειόντων ήγειρε στο κατάλληλο στάδιο. Νοείται ότι αχρείαστη καθίσταται και η ενασχόληση μας με το γεγονός ότι δεν επιτράπηκε στον ΜΥ2 να καταθέσει στοιχεία για το υπόλοιπο του λογαριασμού.
Η έφεση επιτυγχάνει. Ως εκ τούτου η πρωτόδικη απόφαση, ως λανθασμένη, παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση απόρριψης της αγωγής 191/2011, Ε. Δ. Λάρνακας, με έξοδα προς όφελος των εφεσειόντων 1 και 2 - εναγομένων 1 και 2 στην αγωγή - και εναντίον των εφεσίβλητων - εναγόντων στην αγωγή, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας και θα εγκριθούν από αρμόδιο Δικαστή του ίδιου Δικαστηρίου.
Επιδικάζονται έξοδα της παρούσας έφεσης ύψους €5.400,00 πλέον Φ.Π.Α, αν υπάρχει, προς όφελος των εφεσειόντων 1 και 2 και εναντίον των εφεσίβλητων.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.