ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

26 Νοεμβρίου, 2024

 

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στές]

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 4/2020)

(Σχ. με 5/2020 και 6/2020)

 

1.  ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ SHARELINK SECURITIES AND FINANCIAL SERVICES LIMITED,

Εφεσείουσα/Εναγόμενη 1,

 

v.

 

1.    ΔΗΜΗΤΡΗ (ΝΤΙΜΗ) ΚΙΡΖΗ, ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ Η/ΚΑΙ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΝΙΚΟΥ ΓΕΩΡΓΑΛΛΙΔΗ ΚΙΡΖΗ,

2.    ΕΛΕΝΑΣ ΚΙΡΖΗ, ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ Η/ΚΑΙ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΝΙΚΟΥ ΓΕΩΡΓΑΛΛΙΔΗ ΚΙΡΖΗ,

3.    ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ (ΕΦΗΣ) ΚΙΡΖΗ, ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ Η/ΚΑΙ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΝΙΚΟΥ ΓΕΩΡΓΑΛΛΙΔΗ ΚΙΡΖΗ,

4.    ΒΑΝΕΣΑΣ Δ. ΚΙΡΖΗ,

5.    ΝΑΔΙΝΑΣ ΚΙΡΖΗ,

6.    ΝΙΚΟΥ Δ. ΚΙΡΖΗ,

Εφεσίβλητων/Εναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 5/2020)

(Σχ. με 4/2020 και 6/2020)

 

1.  ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ,

2.  ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ,

3.  ΤΟΛΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΟΥ,

4.  ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΛΑΡΚΟΥ,

5.  ΒΑΣΟΣ ΣΙΑΡΛΗ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΙΒΕΡΑ,

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,

 

v.

 

1.    ΔΗΜΗΤΡΗ (ΝΤΙΜΗ) ΚΙΡΖΗ, ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ Η/ΚΑΙ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΝΙΚΟΥ ΓΕΩΡΓΑΛΛΙΔΗ ΚΙΡΖΗ,

2.    ΕΛΕΝΑΣ ΚΙΡΖΗ, ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ Η/ΚΑΙ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΝΙΚΟΥ ΓΕΩΡΓΑΛΛΙΔΗ ΚΙΡΖΗ,

3.    ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ (ΕΦΗΣ) ΚΙΡΖΗ, ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ Η/ΚΑΙ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΝΙΚΟΥ ΓΕΩΡΓΑΛΛΙΔΗ ΚΙΡΖΗ,

4.    ΒΑΝΕΣΑΣ Δ. ΚΙΡΖΗ,

5.    ΝΑΔΙΝΑΣ ΚΙΡΖΗ,

6.    ΝΙΚΟΥ Δ. ΚΙΡΖΗ,

Εφεσίβλητων/Εναγόντων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 6/2020)

(Σχ. με 4/2020 και 5/2020)

 

ΜΑΡΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ,

Εφεσείοντας/Εναγόμενος 6,

 

v.

 

1.    ΔΗΜΗΤΡΗ (ΝΤΙΜΗ) ΚΙΡΖΗ, ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΚΑΙ/Η ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΙΡΖΗ,

2.    ΕΛΕΝΑΣ ΚΙΡΖΗ, ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΚΑΙ/Η ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΙΡΖΗ,

3.    ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ (ΕΦΗΣ) ΚΙΡΖΗ, ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΚΑΙ/Η ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΙΡΖΗ,

4.    ΒΑΝΕΣΑΣ Δ. ΚΙΡΖΗ,

5.    ΝΑΔΙΝΑΣ ΚΙΡΖΗ,

6.    ΝΙΚΟΥ Δ. ΚΙΡΖΗ,

Εφεσίβλητων/Εναγόντων.

 

____________________

 

 

Για την Πολιτική Έφεση Αρ. 4/2020:

Φρ. Νικολάου για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Δ. Αραούζος για Χρύσης Δημητριάδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

Για την Πολιτική Έφεση Αρ. 5/2020:

Α. Πετρίδης για Πολύκαρπος Δ. Πετρίδης & Σία, για τους Εφεσείοντες.

Δ. Αραούζος για Χρύσης Δημητριάδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

Για την Πολιτική Έφεση Αρ. 6/2020:

Π. Δημητριάδης για Κώστας Δημητριάδης Δ.Ε.Π.Ε. & Αντρέας Γιωρκάτζης Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Δ. Αραούζος για Χρύσης Δημητριάδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

 

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ..

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

TOYMAZH, Δ.:  Οι εφεσίβλητοι - ενάγοντες στην Αγωγή 895/2010 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού αξίωναν αποζημιώσεις για ισχυριζόμενες ζημιές που υπέστησαν από τους εναγόμενους - εφεσείοντες.  Η εναγόμενη 1 - εφεσείουσα στην έφεση 4/2020 (στο εξής η Sharelink), κατά τον ουσιώδη χρόνο, δραστηριοποιείτο στην παροχή διαφόρων επενδυτικών υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) με άδεια από το Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (Χ.Α.Κ.), και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Ε.Κ.Κ.), και προσέφερε χρηματιστηριακές και επενδυτικές υπηρεσίες, έναντι αμοιβής.  Ο εναγόμενος 2 (στο εξής ο Φαλέκος) ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, εργοδοτούμενος της Sharelink, υπαγόταν στο τμήμα Wealth Management και παρείχε προς τους πελάτες της συμβουλευτικές υπηρεσίες για επενδύσεις. Ο εναγόμενος 3 - εφεσείοντας 1 στην έφεση 5/2020, ήταν ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας.  Οι εναγόμενοι 4, 5, 8 και 9 - εφεσείοντες 2, 3, 4, 5 στην έφεση 5/2020 και ο εναγόμενος 6 - εφεσείοντας στην έφεση 6/2020, ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και εξ' αυτών, ο εναγόμενος 4 - εφεσείων 2 στην έφεση 5/2020 (ο Παπανικολάου) ήταν αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος και η εναγόμενη 5 - εφεσείουσα 3 (η Αποστολίδου) ήταν η διευθύνουσα σύμβουλος.  Ο εναγόμενος 6 - εφεσείοντας στην έφεση 6/2020 εργαζόταν στο Τμήμα Investment Banking.  Η εναγόμενη 10 ήταν πιστοποιούσα υπάλληλος η οποία πιστοποίησε ότι κάποιες υπογραφές σε έγγραφα, φερόμενες ως των εφεσίβλητων, τέθηκαν από τους εφεσίβλητους, στην παρουσία της.  Ο εναγόμενος 11 ήταν Επικεφαλής του Τμήματος Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων (Head of Asset Management) της Sharelink.

 

Κατά την πρωτόδικη διαδικασία, η αξίωση εναντίον του Φαλέκου και της εναγόμενης 10 αποσύρθηκε, για λόγους που θα επεξηγηθούν στη συνέχεια.  Παρέμεινε, όμως, για εκδίκαση η αξίωση των εναγομένων 1, 3-6, 8, 9 και 11 εναντίον του συνεναγόμενου τους Φαλέκου, για πλήρη συνεισφορά για οποιοδήποτε ποσό ήθελε επιδικαστεί υπέρ των εφεσίβλητων.  Αποσύρθηκε, επίσης, η αγωγή εναντίον του εναγόμενου 7, η οποία δεν είχε επιδοθεί.  

 

Οι εφεσίβλητοι ήταν όλοι μέλη μιας οικογένειας.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο συνόψισε την απαίτηση τους, ως ακολούθως:

 

«Η υπόθεση των Εναγόντων αφορά σε αποζημιώσεις για ζημιές που έχουν υποστεί σε λογαριασμούς τους σε τράπεζες του εξωτερικού που έθεσαν υπό τη διαχείριση της Sharelink και σε χρηματιστηριακούς λογαριασμούς στην Κύπρο.  Σε γενικές γραμμές, η ουσία της υπόθεσης είναι ότι ο Φαλέκος με ψευδείς παραστάσεις τους έπεισε να επενδύσουν μεγάλα χρηματικά ποσά και να διατηρήσουν τις επενδύσεις τους παραδίδοντας τους αναληθείς καταστάσεις των λογαριασμών τους που παρουσίαζαν κέρδη, ενώ στην πραγματικότητα είχαν ζημιές.

 

Είναι η θέση των Εναγόντων ότι αν ήταν γνώστες των πραγματικών γεγονότων, καταστάσεων και αποτελεσμάτων τη δεδομένη και κρίσιμη στιγμή, δεν θα συνεργάζονταν με την Sharelink και αργότερα, έχοντας συνεργαστεί, θα προέβαιναν σε διάφορες ενέργειες αποφυγής των ζημιών και θα διέκοπταν άμεσα τη συνεργασία τους με την Sharelink.

 

Καταλογίζεται στους Εναγόμενους ότι δεν προστάτευαν τα συμφέροντα των Εναγόντων αλλά το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν οι αμοιβές και προμήθειες που λάμβαναν από τις αγοραπωλησίες μετοχών και επενδύσεις με τα χρήματα τους.»

 

 

Η νομική βάση της απαίτησης των εφεσίβλητων ήταν η ακόλουθη, όπως καταγράφηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

«Η αξίωση εναντίον της Sharelink εδράζεται μεταξύ άλλων στην αρχή της εκ προστήσεως ευθύνης εργοδότη για τις πράξεις ή παραλείψεις του εργοδοτουμένου της, του Φαλέκου, στα πλαίσια της εργοδότησης του.

 

Περαιτέρω, εναντίον της Sharelink και των υπολοίπων Εναγομένων αξιωματούχων και μελών του διοικητικού της συμβουλίου (Εναγομένων 3- 6, 8 και 9) η αξίωση εδράζεται και στη θέση ότι ενήργησαν κατά παράβαση των εκ του Νόμου καθηκόντων τους και των Οδηγιών της Ε.Κ.Κ. που διέπουν την επαγγελματική συμπεριφορά των Ε.Π.Ε.Υ.

 

Δικογραφείται και ισχυρισμός για συνωμοσία των Εναγομένων για να βλάψουν τους Ενάγοντες ή ότι αδιαφόρησαν για τα δικαιώματα και συμφέροντα τους και για να επωφεληθούν οι ίδιοι.

 

Καταλογίζεται ακόμα στους Εναγόμενους ότι με τις ψευδείς παραστάσεις του Φαλέκου, παράνομα απέσπασαν από αυτούς τα χρήματα τους με σκοπό να τα διαχειριστούν και να επωφεληθούν προμήθειες και χρεώσεις.

 

Είναι η περαιτέρω θέση των Εναγόντων ότι οι παραστάσεις και διαβεβαιώσεις του Φαλέκου ενσωματώθηκαν στις συμφωνίες μεταξύ τους και της Sharelink και συνεπώς η παράβαση τους δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης στην Sharelink για διάρρηξη συμφωνίας.»

 

 

Οι εναγόμενοι - εφεσείοντες σε όλες τις εφέσεις αρνήθηκαν όλες τις πιο πάνω αξιώσεις και προέβαλαν ότι ουδέποτε ενήργησαν σε συνεννόηση με τον Φαλέκο και ότι αντιθέτως, μόλις διαπίστωσαν τις ενέργειες του, ενημέρωσαν την Ε.Κ.Κ., κατήγγειλαν την υπόθεση στην Αστυνομία, τερμάτισαν την εργοδότηση του και ήγειραν αριθμό αγωγών εναντίον του.

 

Η ακρόαση της υπόθεσης ήτο χρονοβόρα.  Τα πρακτικά ανήλθαν στις 850 σελίδες και κατατέθηκαν σχεδόν 700 τεκμήρια.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην εμπεριστατωμένη απόφαση του ημερομηνίας 15.11.2019, αποδέχθηκε τη μαρτυρία των εφεσίβλητων και κατέληξε στο εύρημα ότι η Sharelink ήτο εκ προστήσεως υπεύθυνη για τις πράξεις και παραλείψεις του εργοδοτούμενου της, Φαλέκου, οι οποίες προκάλεσαν ζημιές στους εφεσίβλητους, ότι η Sharelink είχε, επίσης, πρωτογενή ευθύνη και ότι ευθύνη είχαν και οι εναγόμενοι 3-6, 8 και 9 - εφεσείοντες στις εφέσεις 5/2020 και 6/2020, λόγω του ότι απέτυχαν να συμμορφωθούν με τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του Κανονισμού 9 της Οδηγίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για τις Προϋποθέσεις Χορήγησης Άδειας και Λειτουργίας ΚΕΠΕΥ ΟΔ 144-2007-01 και δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 143(1) του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου του 2007 (Ν. 147(Ι) του 2007).  Εξέδωσε, ως αποτέλεσμα, την ακόλουθη απόφαση:

 

«.. εκδίδεται απόφαση  εναντίον των Εναγομένων 1, 3, 4, 5, 6, 8 και 9 αλληλέγγυα και κεχωρισμένα και υπέρ:

 

του Ενάγοντα 1 για τα ποσά των:

-        Δολ.Αμερ.825.230,22 με τόκο από 4.1.2008

-        Αγγλ.Στερλ.45.500,31 με τόκο από 4.12.2007

-        €441.185.61 με τόκο από 4.12.2007

-        €115.833,19 με τόκο από 30.11.2007

 

των Εναγόντων 1, 2 και 3 ως διαχειριστών της περιουσίας του ΧΧΧΧΧ Κίρζη   για το ποσό των:

-        €143.034,01 με τόκο από 20.3.2008

-        Δολ.Αμερ.1.069.049,41 με τόκο από 19.12.2007

 

της Ενάγουσας 2 για το ποσό των:

-        €1.127.099,89 με τόκο από 17.5.2007

 

των Εναγουσών 2 και 3 για το ποσό των:

-        Δολ.Αμερ.404.442,36 με τόκο από 3.12.2007

 

των Εναγόντων 4, 5 και 6 για το ποσό των:

-        Δολ.Αμερ.351.313.96 με τόκο από 15.4.2008

 

της Ενάγουσας 5 για το ποσό των:

-        €221.399,98 με τόκο από 15.9.2008

 

και του Ενάγοντα 6 για το ποσό των:

-        Αγγλ.Στερλ.198.350,01με τόκο από17.10.2008

-        €193.966,22 με τόκο από 13.11.2007

 

όλα τα ποσά θα φέρουν τόκο από τις πιο πάνω αντίστοιχες ημερομηνίες με επιτόκιο όπως ο εκάστοτε σε ισχύ νόμιμος τόκος, δηλαδή 8% μέχρι 15.10.2008, 5,5% από 15.10.2008 μέχρι 1.1.2015, 4% από 1.1.2015 μέχρι 1.1.2017 και 3,5% από 1.1.2017 μέχρι εξοφλήσεως.

 

Στην αξίωση της Εναγόμενης 1 εναντίον του Εναγόμενου 2  εκδίδεται απόφαση υπέρ της Εναγόμενης 1 εναντίον του Εναγόμενου 2  για τα ακριβή ποσά όπως έχουν επιδικαστεί εναντίον της Εναγόμενης 1 και υπέρ των Εναγόντων.  Η αξίωση των Εναγομένων 3, 4, 5, 6, 8, 9, και 11 εναντίον του Εναγόμενου 2 απορρίπτεται.»

 

Η πιο πάνω πρωτόδικη κρίση αμφισβητήθηκε με τρεις ξεχωριστές εφέσεις, οι οποίες ακούστηκαν μαζί, λόγω του ότι στρέφονται κατά της ίδιας δικαστικής απόφασης και έχουν κοινό υπόβαθρο γεγονότων. Η εναγόμενη 1 καταχώρησε την έφεση 4/2020 και προέβαλε 16 λόγους έφεσης, οι εναγόμενοι 3-5, 8 και 9 καταχώρησαν την έφεση 5/2020 και προέβαλαν 10 λόγους έφεσης και ο εναγόμενος 6 καταχώρησε την έφεση 6/2020 και προέβαλε 31 λόγους έφεσης.

 

Εν πρώτοις, αναφέρουμε ότι έχουμε μελετήσει το περιεχόμενο όλων των λόγων έφεσης και στις τρεις εφέσεις και την αιτιολογία αυτών, ως επίσης και τις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις των ευπαίδευτων δικηγόρων των διαδίκων.  Λόγοι έφεσης οι οποίοι είναι κοινοί και στις τρεις εφέσεις, θα συνεξεταστούν. Σημειώνουμε ότι στην έφεση 4/2020, οι λόγοι έφεσης 9, 11, 12, 13, 15 και 16 δεν έχουν αναπτυχθεί στο περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας 1,  συνεπώς θεωρούνται ως εγκαταληφθέντες και για το λόγο αυτό απορρίπτονται (βλ. Ηροδότου κ.α. v. Παναγίδου, Πολιτική Έφεση Αρ. 336/2014, ημερομηνίας 13.07.2023, ECLI:CY:AD:2023:A251). 

 

Λόγος έφεσης 14 στην έφεση 4/2020, λόγοι έφεσης 1, 2, 3 και 4 στην έφεση 5/2020, λόγοι έφεσης 30 και 31 στην έφεση 6/2020: Εξαίρεση πρωτόδικου Δικαστή

 

Θα εξετάσουμε, κατ' αρχήν, τους πιο πάνω λόγους έφεσης οι οποίοι εγείρονται και στις τρεις εφέσεις και που αφορούν τη θέση των εφεσειόντων ότι ο πρωτόδικος Δικαστής θα έπρεπε να εξαιρεθεί από την εκδίκαση της υπόθεσης, κάνοντας μια αναδρομή στο πως προέκυψε το εν λόγω ζήτημα.

 

Η ακρόαση της υπόθεσης ξεκίνησε για πρώτη φορά στις 26.10.2015 ενώπιον της τότε Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού και, μετά από μεγάλο αριθμό δικασίμων διακόπηκε, λόγω του διορισμού της στο Ανώτατο Δικαστήριο, τον Ιανουάριο του 2017.  Ως εκ τούτου, η ακρόαση ξεκίνησε, εξ' υπαρχής (de novo), στις 26.06.2017 ενώπιον άλλου Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (εν τέλει του εκδικάζοντος την υπόθεση).  Μεσούσης της ακρόασης και συγκεκριμένα στις 9.1.2018, εκδόθηκε η απόφαση Nicholas v. Cyprus (Application No. 63246/10) από το ΕΔΑΔ, η οποία αφορούσε θέμα εξαίρεσης Δικαστή λόγω του ότι το παιδί του εργαζόταν, ως υπάλληλος, σε δικηγορική εταιρεία που εκπροσωπούσε κάποιο από τους διαδίκους.  Απεφασίσθη από το ΕΔΑΔ ότι η κατάσταση αυτή δεν συνιστά, από μόνη της, επαρκή λόγο εξαίρεσης του Δικαστή, ούτε απαιτείται αυτόματη αυτοεξαίρεση, όμως η ύπαρξη δεσμού θα πρέπει να γνωστοποιείται κατά την έναρξη της διαδικασίας.  Εξ' αφορμής της εν λόγω απόφασης, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής έθεσε υπόψη των δικηγόρων των διαδίκων ότι εργαζόταν στο γραφείο των δικηγόρων που εκπροσωπούσε τους εφεσίβλητους η θυγατέρα του και ζήτησε τις απόψεις τους.  Η εργοδότηση της θυγατέρας του υφίστατο κατά το χρόνο έναρξης της ακροαματικής διαδικασίας, όμως σύμφωνα με τους τότε ισχύοντες Κανόνες Δικαστικής Πρακτικής, το γεγονός αυτό δεν επέβαλλε την εξαίρεση του.  Ο δικηγόρος των εφεσίβλητων επεξήγησε ότι η θυγατέρα του πρωτόδικου Δικαστή ήτο μια νεαρή δικηγόρος, χωρίς να έχει ποτέ οποιαδήποτε εμπλοκή στην υπόθεση και χωρίς να έχει οποιαδήποτε διευθυντική θέση ή να είναι συνέταιρος στη δικηγορική εταιρεία. Το δικηγορικό γραφείο Τάσσος Παπαδόπουλος και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., που τότε εκπροσωπούσε όλους τους εφεσείοντες, εξέφρασε τη θέση ότι το Δικαστήριο δύνατο να συνεχίσει την ακρόαση της υπόθεσης και ότι δεν έφερε οποιαδήποτε ένσταση προς τούτο. Ο δικηγόρος, όμως, του εναγόμενου 2 - του Φαλέκου, ήγειρε αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του Δικαστή, λόγω της πιο πάνω αναφερόμενης συγγένειας του και ζήτησε την εξαίρεση του.  Η δικηγόρος της εναγομένης 10, ζήτησε επίσης την εξαίρεση του, περιοριζόμενη στο αντικειμενικό κριτήριο, χωρίς να αμφισβητεί την αμεροληψία του Δικαστηρίου.  

 

Στην ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 13.02.2018, ο πρωτόδικος Δικαστής αναφέρθηκε στην απόφαση Nicholas (ανωτέρω) και άντλησε καθοδήγηση από την Αποστολίδου v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 80, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Προκατάληψη (bias) του Δικαστή, με την έννοια που ο όρος ενέχει στο δίκαιο, τον αποκλείει από την εκδίκαση  υπόθεσης.  Η ύπαρξη προκατάληψης συναρτάται με το εξ αντικειμένου διαφαινόμενο συμφέρον του Δικαστή στην έκβαση της υπόθεσης.  Τέτοιο συμφέρον αναφαίνεται οποτεδήποτε η σχέση του Δικαστή με διάδικο ή προς το επίδικο θέμα είναι τέτοια ώστε να στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η ύπαρξή του.

..............................

Οι αρχές που διέπουν τη διαπίστωση προκατάληψης Δικαστή η οποία δικαιολογεί τον αποκλεισμό του από τη δίκη εξηγούνται στην Economides and Another v. The Police (1983) 2 C.L.R. 301. 

..............................

Η διαπίστωση εξ αντικειμένου κωλύματος δεν είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο Δικαστής μπορεί να εξαιρέσει τον εαυτό του από τη σύνθεση του Δικαστηρίου. Αναγνωρίζεται δικαίωμα αυτοεξαίρεσης Δικαστή οποτεδήποτε ο ίδιος κρίνει ότι αντενδείκνυται η συμμετοχή του.

..............................

Η αυτοεξαίρεση Δικαστή για προσωπικούς λόγους ανάγεται αποκλειστικά στον ίδιο. Σχετίζεται με την ελευθερία του Δικαστή όπως ο ίδιος τη βιώνει, να λειτουργήσει ως κριτής.»

 

 

Ο πρωτόδικος Δικαστής απεφάνθη ότι, δεδομένης της θέσης του εναγόμενου 2, ο οποίος αμφισβητούσε την αμεροληψία του και υπήρχε το αντικειμενικό δεδομένο,  ήτο επιβεβλημένο να εξαιρεθεί από τη συνέχιση της εκδίκασης της αγωγής και αυτοεξαιρέθηκε.  

 

Λόγω της πιο πάνω εξέλιξης, ο φάκελος της υπόθεσης παραπέμφθηκε ενώπιον άλλου Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, για να ξεκινήσει την υπόθεση de novo.  Σημειώνεται ότι, προς εναρμόνιση με την απόφαση Nicholas (ανωτέρω), εκδόθηκε η Δικαστική Πρακτική ημερομηνίας 8.03.2018 η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 16.3.2018.  Προτού ξεκινήσει η ακρόαση και συγκεκριμένα στις 26.03.2018, ο δικηγόρος των εφεσίβλητων, απέσυρε την αγωγή εναντίον των εναγόμενων 2 και 10, οι οποίοι είχαν εγείρει θέμα εξαίρεσης, έτσι ώστε να αποφευχθεί η εκδίκαση της υπόθεσης de novo για ακόμα μια φορά.  Εφόσον δεν ετίθετο θέμα, από τους εναπομείναντες εναγόμενους, κωλύματος και εξαίρεσης, η υπόθεση τέθηκε εκ νέου ενώπιον του εκδικάζοντος Δικαστή, για να συνεχιστεί η ακρόαση.  Όλα τα μέρη εμφανίστηκαν ενώπιον του στις 16.04.2018 και ο τότε δικηγόρος όλων των εφεσειόντων, Μ. Ηλιάδης για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., επανέλαβε τη θέση ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν ένσταση στη συνέχιση της διαδικασίας από τον εκδικάζοντα Δικαστή.  Ούτε και ο εναγόμενος 2, που τότε εκπροσωπείτο από τον δικηγόρο Γ. Χαπάρη, δεν είχε ένσταση να συνεχιστεί ενώπιον του η εκδίκαση της απαίτησης συνεναγόμενου των εναγόμενων, εναντίον του εναγόμενου 2. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά:

 

«κος Ηλιάδης: Η θέση μας δεν έχει διαφοροποιηθεί από την προηγούμενη φορά ότι δεν έχουμε ένσταση στη συνέχιση της διαδικασίας ενώπιον σας.

κος Χαπάρης: Ενόψει της εξέλιξης αυτής και ειδικότερα την απόσυρση της απαίτησης από τους Ενάγοντες εναντίον του Εναγόμενου 2, θεωρούμε ότι το θέμα της σύνθεσης του παρόντος Δικαστηρίου έχει διευθετηθεί και συνεπώς δεν έχουμε ένσταση στο να συνεχιστεί η διαδικασία μεταξύ των μερών υπό αυτή τη σύνθεση.»

 

Το Δικαστήριο, αφού άκουσε τις πιο πάνω τοποθετήσεις των δικηγόρων και χωρίς ένσταση από πλευράς οποιουδήποτε από τους εναπομείναντες εναγόμενους,  κατέληξε ότι θα ήτο προς το συμφέρον της δικαιοσύνης να συνεχιστεί η υπόθεση ενώπιον του.  Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα:

 

«Αποφασίζοντας την αυτοεξαίρεση μου στις 13.2.2018 είχα κυρίως λάβει υπόψη το ζήτημα όπως είχε εγερθεί από πλευράς των Εναγομένων 2 και 10, οι οποίοι αμφισβητούσαν την αμεροληψία του Δικαστηρίου.  Η Εναγόμενη 10 δεν είναι πλέον διάδικος, ενώ, όπως προκύπτει ο Εναγόμενος 2 δεν εμμένει στη θέση αυτή υπό την έννοια ότι αποδέχεται όπως συνεχιστεί η ενώπιον μου διαδικασία.

 

Το Δικαστήριο μπορεί να ρυθμίζει τις ενώπιον του διαδικασίες και δεν υπάρχουν στεγανά στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας.

 

Υπό τις περιστάσεις θα ήταν άρνηση καθήκοντος να μην επιτρέψω την επαναφορά του φακέλου ενώπιον μου και τη συνέχιση της διαδικασίας.  Αναμφίβολα έτσι εξυπηρετούνται οι σκοποί της δικαιοσύνης σε μια πολύ ταλαιπωρημένη υπόθεση.  Επομένως θα ορίσω την υπόθεση για συνέχιση της ακρόασης.»

 

Στη συνέχεια, εκδόθηκε η Δικαστική Πρακτική ημερομηνίας 28.01.2019, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 1.02.2019 και η οποία προέβλεπε τα εξής, σε σχέση με τις εμφανίσεις δικηγορικών γραφείων ενώπιον Δικαστών των οποίων παιδί τους εργάζεται στα εν λόγω γραφεία:

 

«1. Δικαστής δεν εκδικάζει μόνος ή ως μέλος σύνθεσης δικαστηρίου οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας, υπόθεση όπου εμφανίζεται ως δικηγόρος μέλος της «οικογένειας του δικαστή» καθώς και δικηγόροι οι οποίοι είναι εργοδότες ή εργοδοτούμενοι ή συνέταιροι ή δικηγόροι που εργάζονται κάτω από την ίδια επαγγελματική στέγη με τον δικηγόρο αυτό.

 

2(α). Ο όρος «Οικογένεια του δικαστή» για σκοπούς της παρούσας πρακτικής περιλαμβάνει γονείς, σύζυγο, τέκνα, συζύγους τέκνων, αδελφούς, τέκνα αδελφών και συζύγους αδελφών, πρόσωπα με τα οποία ο δικαστής διατηρεί σχέση πεθερού - γαμπρού/νύμφης ή συμπεθέρου και πρόσωπα που έχουν μαζί του πνευματική συγγένεια.

 

...................................»

 

Ενόψει της πιο πάνω Δικαστικής Πρακτικής, ο πρωτόδικος Δικαστής κωλύετο να ολοκληρώσει την ακρόαση. Ο δικηγόρος, τότε, όλων των εφεσειόντων Μ. Ηλιάδης, μαζί με τον δικηγόρο των εφεσίβλητων Δ. Αραούζο, απέστειλαν, σε κοινό επιστολόχαρτο, επιστολή προς το Ανώτατο Δικαστήριο, όπου κατέγραψαν το ιστορικό της υπόθεσης, το γεγονός ότι εκκρεμούσαν μόνο οι αγορεύσεις και αιτήθηκαν όπως ολοκληρωθεί η υπόθεση ενώπιον του εκδικάζοντος Δικαστή.  Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα:

 

«Ζητούμε από κοινού από το Ανώτατο Δικαστήριο να προβεί σε τέτοια ρύθμιση ώστε να επιτραπεί στον έντιμο Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού να προχωρήσει με την ολοκλήρωση της διαδικασίας, εφόσον οι διάδικοι έχουν την ειλικρινή άποψη ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος εξαίρεσης του με βάση το σκεπτικό της υπόθεσης Nicolas v. Cyprus και επαναλαμβάνουν με την παρούσα την εμπιστοσύνη που έχουν επιδείξει μέχρι σήμερα στο πρόσωπο του ως προς την ακεραιότητα και αμεροληψία του.

 

Θεωρούμε πως σε περίπτωση που δεν γίνει η πιο πάνω διευθέτηση, αυτό θα αποτελέσει σίγουρα παράβαση εκ μέρους της Δημοκρατίας του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος που προνοεί για δίκη εντός εύλογου χρόνου.»

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο, με τη Δικαστική Πρακτική ημερομηνίας 11.2.2019, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 15.02.2019, τροποποίησε τη Δικαστική Πρακτική ημερομηνίας 28.1.2019, έτσι ώστε να μην έχει αναδρομική ισχύ αναφορικά με συνεχιζόμενες ακροάσεις. Ως αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης, η ακρόαση ολοκληρώθηκε ενώπιον του εκδικάζοντος Δικαστή, ο οποίος και εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση.

 

Οι δικηγόροι των εφεσειόντων υποστήριξαν ότι ο πρωτόδικος Δικαστής λανθασμένα ανέλαβε εκ νέου την εκδίκαση της αγωγής, μετά που ήδη εξαιρέθηκε για λόγους αντικειμενικής αμεροληψίας, εφόσον δεν είχαν εκλείψει οι λόγοι για τους οποίους εξαιρέθηκε. Το ότι η αγωγή αποσύρθηκε εναντίον των εναγόμενων 2 και 10, δεν μπορούσε να θεωρείται ως μεταβολή των συνθηκών που οδήγησαν στην εξαίρεση, εφόσον ο καθοριστικός παράγοντας είναι κατά πόσο τα γεγονότα είναι τέτοια ώστε να εγείρουν αμφιβολίες στο μέσο λογικά σκεπτόμενο άνθρωπο, ως προς την αμεροληψία του Δικαστή. Αντιθέτως, ο δικηγόρος των εφεσίβλητων υπεραμύνθηκε της απόφασης του Δικαστηρίου να εκδικάσει την υπόθεση, μέχρι τέλους.

 

Κρίνουμε ότι οι πιο πάνω λόγοι έφεσης δεν δικαιολογούνται, ούτε κατ' ελάχιστο. Κατ' αρχάς, να επαναλάβουμε ότι, με βάση τους τότε ισχύοντες Κανόνες Δικαστικής Πρακτικής, δεν υφίστατο οποιοδήποτε κώλυμα να ξεκινήσει την ακρόαση της υπόθεσης ο πρωτόδικος Δικαστής, λόγω της εργοδότησης της θυγατέρας του.  Οι δε μεταγενέστερες ενέργειες του έγιναν προς το σκοπό άμεσης συμμόρφωσης με την απόφαση Nicholas (ανωτέρω) και τις εκάστοτε ισχύουσες Δικαστικές Πρακτικές.  Ο λόγος της εξαίρεσης του ήτο η έγερση σχετικού αιτήματος από τους εναγόμενους 2 και 10, ο οποίος εξέλειπε, όταν πλέον η αγωγή απεσύρθη εναντίον τους.  Η επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν οι δικηγόροι των εφεσειόντων ότι ο πρωτόδικος Δικαστής ενήργησε ως Εφετείο του εαυτού του, ανατρέποντας την ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 13.02.2018, δεν βρίσκει έρεισμα στα γεγονότα της υπόθεσης.  Οι εφεσείοντες όχι μόνο δεν ήγειραν ποτέ θέμα εξαίρεσης του πρωτόδικου Δικαστή, αλλά εξέφραζαν επανειλημμένα ότι δεν είχαν ένσταση να συνεχίζετο η ακρόαση ενώπιον του και έκαναν κοινό αίτημα προς το Ανώτατο Δικαστήριο όπως επιτραπεί η συνέχιση της ακρόασης, επαναλαμβάνοντας ταυτόχρονα την εμπιστοσύνη τους προς το πρόσωπο, την ακεραιότητα και αμεροληψία του.

 

Ο πρωτόδικος Δικαστής εκτίμησε σωστά το Δικαστικό του έργο.  Η κρίση του ότι το δικαστικό του καθήκον επέβαλλε να συνεχίσει και να ολοκληρώσει την επίδικη υπόθεση, ήτο απόλυτα ορθή. Το συμφέρον της δικαιοσύνης επέβαλλε να ολοκληρωθεί η ακρόαση μιας πολύ ταλαιπωρημένης υπόθεσης.  

 

Ο λόγος έφεσης 14 στην έφεση 4/2020, οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3 και 4 στην έφεση 5/2020 και οι λόγοι έφεσης 30 και 31 στην έφεση 6/2020, απορρίπτονται.

 

Λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 4, 6, 7, 8 και 10 στην έφεση 4/2020, λόγοι έφεσης 7, 9 και 10 στην έφεση 5/2020, λόγοι έφεσης 8, 9, 10, 11, 13, 16, 17 και 29 στην έφεση 6/2020: Εκ προστήσεως ευθύνη της Sharelink

 

Με τους πιο πάνω λόγους έφεσης, οι εφεσείοντες προσβάλλουν, μεταξύ άλλων, την αξιολόγηση της μαρτυρίας και ειδικότερα συγκεκριμένων μαρτύρων τους οποίους και κατονόμασαν, ως επίσης και το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η Sharelink είχε εκ προστήσεως ευθύνη για τις πράξεις του Φαλέκου.  Ισχυρίζονται ότι το Δικαστήριο παραγνώρισε κυπριακή νομολογία για την εκ προστήσεως ευθύνη, ότι στηρίχθηκε αποκλειστικά σε αγγλική νομολογία και ότι αυθαίρετα κατέληξε στο συμπέρασμα πως η Sharelink επέτρεπε στον εναγόμενο 2 να ενεργεί με παράνομο τρόπο.  Παραπονούνται, επίσης, πως λανθασμένα το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο Φαλέκος μπορούσε να παρεμβαίνει στις καταστάσεις πελατών της Sharelink.  Παραπονούνται, ακόμα, πως το Δικαστήριο παραγνώρισε το γεγονός ότι οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι παρέβησαν τις συμφωνίες διαχείρισης που υπέγραψαν με την Sharelink, εξουσιοδότησαν τον Φαλέκο να ενεργεί χρηματιστηριακές πράξεις εκ μέρους τους και να χειρίζεται τα κεφάλαια τους και επέλεξαν την ταχυδρόμηση των καταστάσεων των λογαριασμών τους από τις τράπεζες του εξωτερικού στον Φαλέκο.  Περαιτέρω, προβλήθηκε η θέση ότι δεν είναι δυνατό να αναζητείται ευθύνη από τη Sharelink και από τους υπόλοιπους εναγόμενους, τη στιγμή που αποσύρθηκε η αγωγή εναντίον του εναγόμενου 2.

 

Οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των εφεσειόντων υποστήριξαν πως δεν καταδείχθηκε θετική γνώση της Sharelink ως προς τις επιλήψιμες πράξεις του εναγόμενου 2.  Ο εναγόμενος 2, παραποιώντας καταστάσεις χαρτοφυλακίου, ενήργησε εκτός των ορίων της απασχόλησης του και επομένως, δεν θα έπρεπε να αποδοθεί εκ προστήσεως ευθύνη στην Sharelink για τις πράξεις του, αλλά ούτε οποιαδήποτε ευθύνη εναντίον των υπόλοιπων εναγομένων.  Αντίθετα, ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσίβλητων υποστήριξε ότι οι κατ' εξακολούθηση δόλιες ενέργειες του εναγόμενου 2, ήταν εντός του πλαισίου των καθηκόντων του και δεν είχαν ως μόνο σκοπό το όφελος του ιδίου.   Το αποτέλεσμα των ενεργειών του ήταν να ωφεληθεί πρώτα και κύρια η ίδια η Sharelink, αποκομίζοντας προμήθειες.  Οι εφεσίβλητοι, δεν υποψιάστηκαν οτιδήποτε και, αντί αυτού, εμπιστεύθηκαν σημαντικά ποσά και συνέχισαν να τα επενδύουν ή να τα διατηρούν κάτω από την εποπτεία της Sharelink, νομίζοντας ότι οι επενδύσεις ήταν κερδοφόρες, ενώ συνέβαινε το αντίθετο.   

 

Κατ' αρχάς, θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σύμφωνα με την πάγια νομολογία, μόνο εκεί που τα πρωτόδικα συμπεράσματα και ευρήματα περί αξιοπιστίας μαρτύρων και μαρτυρίας, αντικειμενικά κρινόμενα, δεν είναι εύλογα επιτρεπτά, ή αντιστρατεύονται τη κοινή λογική και δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή κρίνονται ανυπόστατα, το Εφετείο επεμβαίνει (Αθανασίου v. Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ 614, Σολωμού v. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) ΑΑΔ 300, Σαμαρά v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση αρ. 355/2014, ημερομηνίας 26.09.2023, Φαίδωνος v. Μαυροπούλου, Πολιτική Έφεση Αρ. 40/2016, ημερομηνίας 18.10.2024). 

 

Θεωρούμε κατάλληλο σημείο να παραθέσουμε πως ξεκίνησε η συνεργασία των εφεσίβλητων με την Sharelink. Σύμφωνα με τη μαρτυρία, η πρώτη η οποία συνεργάστηκε με τη Sharelink ήτο η εφεσίβλητη 2, η οποία επένδυσε σε χρηματιστηριακό λογαριασμό, με οδηγίες στο Φαλέκο να προβαίνει σε αγοραπωλησίες μετοχών στο ΧΑΚ.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η πραγματικότητα σε σχέση με τις αξίες των μετοχών της και τα μετρητά στον χρηματιστηριακό της λογαριασμό ήταν άλλη και οι καταστάσεις που λάμβανε αναληθείς.  Η εφεσίβλητη ήτο με την εντύπωση ότι οι επενδύσεις της ήταν κερδοφόρες.  Η πραγματική εικόνα προέκυψε μέσα από καταστάσεις που παρέλαβε από την Sharelink, μετά το ξεσκέπασμα του Φαλέκου τον Ιανουάριο του 2009.  Στις 12.3.2008 στον χρηματιστηριακό της λογαριασμό δεν υπήρχαν μετρητά ύψους €200.036,71, όπως παρουσιαζόταν σε σχετική κατάσταση που της παρουσίασε ο Φαλέκος.  Όταν τον Μάρτιο του 2008 η εφεσίβλητη 2 ζήτησε να ρευστοποιήσει το χαρτοφυλάκιο της και να εισπράξει τα οποιαδήποτε κέρδη, ο λογαριασμός της πιστώθηκε με το ποσό των €200.000,00 από άγνωστη γι' αυτήν πηγή.  Διαφάνηκε, στη συνέχεια, πως οι €200.000,00 προέρχονταν από τον ίδιο τον Φαλέκο και εταιρεία του, έτσι ώστε να καλυφθεί η ζημιά και να φαίνεται ότι η Sharelink πέτυχε να αυξήσει το κεφάλαιο της εφεσίβλητης 2 και να αποκομίσει κέρδος.  Στη συνέχεια, η εφεσίβλητη 2, κατόπιν προτροπής του Φαλέκου, προχώρησε με επενδύσεις στο εξωτερικό.  Συγκεκριμένα, άνοιξε λογαριασμό στην Ελβετική Τράπεζα Julius Baer, έμβασε στις 10.5.2007 το ποσό των €3.424.673,45 και το έθεσε υπό τη διαχείριση της Sharelink για σκοπούς επενδύσεων για λογαριασμό της. Την εφεσίβλητη 2 ακολούθησαν και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας της, δηλαδή οι υπόλοιποι εφεσίβλητοι, οι οποίοι επίσης άνοιξαν λογαριασμούς στο εξωτερικό και τους έθεσαν υπό τη διαχείριση της Sharelink για σκοπούς επενδύσεων.  Τα χρήματα που επένδυσαν οι εφεσίβλητοι τα είχαν σε τραπεζικούς λογαριασμούς και επωφελούντο τόκων.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι, από την ανάγκη διαπίστωσης της ευθύνης του Φαλέκου έναντι των εφεσίβλητων, διερχόταν και η ευθύνη της Sharelink, στην έκταση που αυτή εδραζόταν στην αρχή της εκ προστήσεως ευθύνης εργοδότη, για τις πράξεις ή παραλείψεις του εργοδοτούμενου της, στα πλαίσια της εργοδότησης του.  Ακολούθως, αναφέρθηκε στο Άρθρο 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, το οποίο προνοεί τα εξής:

 

«Απάτη συvίσταται σε ψευδή παράσταση γεγovότoς, η oπoία γίvεται εv γvώσει τoυ ψεύδoυς αυτής, ή χωρίς πίστη για τo αληθές αυτής ή απερίσκεπτα, αδιάφoρα τoυ κατά πόσo είvαι αληθής ή ψευδής, με σκoπό όπως τo πρόσωπo πoυ εξαπατήθηκε εvεργήσει με βάση αυτή:

 

Νoείται ότι καμιά αγωγή δεv εγείρεται σε τέτoια παράσταση εκτός αv αυτή έγιvε με σκoπό εξαπάτησης τoυ εvάγovτα και πράγματι εξαπάτησε αυτόv, και αυτός εvέργησε με βάση αυτή και εξαιτίας αυτoύ υπέστη ζημιά:»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εκτενή αξιολόγηση της μαρτυρίας και κατέληξε ότι αποδείχθηκε απάτη εκ μέρους του εναγόμενου 2, ως επίσης και ότι αποδείχθηκε το είδος της ζημιάς που προέκυψε, με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

«Περαιτέρω, είναι πρόδηλο ότι εάν το έμβασμα προς την XXXXX σε σχέση με τον χρηματιστηριακό της λογαριασμό δεν περιλάμβανε το ποσό που πιστώθηκε, δηλαδή ήταν κατά €200.000 μικρότερο, τόσο αυτή όσο και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας Κίρζη, θα θορυβούνταν και θα διερευνούσαν όχι μόνο τη συγκεκριμένη περίπτωση αλλά και τις υπόλοιπες συνεργασίες τους για τα πολύ μεγαλύτερα ποσά που, όπως θα δούμε πιο κάτω, είχαν διαθέσει υπό την διαχείριση της Sharelink. 

 

.....................................

 

Είναι εύρημα του Δικαστηρίου πως όταν ο Φαλέκος εξαπατούσε την XXXXX σε σχέση με τον χρηματιστηριακό της λογαριασμό και στη συνέχεια το λογαριασμό της στην Julius Baer δεν είχε στο μυαλό του μόνο την XXXXX, αλλά και άλλα μέλη της εύπορης οικογένειας της και ίσως τον ευρύτερο κοινωνικό της κύκλο.  ................  Στόχευσε ο Φαλέκος τον οικογενειακό περίγυρο της XXXXX. Παρέστησε ψευδή γεγονότα στην XXXXX για να διαβιβαστούν στα μέλη της οικογένειας της που ήταν τα επικείμενα θύματα του σχεδιασμού του, αλλά και για να τα επικαλεστεί ο ίδιος όταν θα είχε την ευκαιρία να τους προσεγγίσει για να τους πείσει.  Στη συνέχεια οι παραστάσεις του προς τον XXXXX στρέφονταν και προς τους υπόλοιπους και την XXXXX μαζί και ούτω καθ΄ εξής.

 

...................................

 

Στην προκειμένη περίπτωση είναι βέβαιο ότι οι Ενάγοντες πίστεψαν ότι οι καταστάσεις ανταποκρίνονταν στη πραγματικότητα και, συνεπεία αυτών, οι Ενάγοντες υπέστηκαν ζημιά.  Συμβλήθηκαν και στη συνέχεια συνέχισαν τη συνεργασία τους με την Sharelink και συνέχισαν να υπόκεινται σε απώλειες και ζημιές με τη μείωση της πραγματικής αξίας των επενδύσεων τους.

....................................

Προκύπτει και είναι εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Φαλέκος, με την παρουσίαση στους Ενάγοντες αναληθών καταστάσεων των λογαριασμών τους, γνωρίζοντας ότι ήταν αναληθείς, είχε πρόθεση και σκοπό να εξαπατήσει και εξωθήσει τους Ενάγοντες να συνεργαστούν και να διατηρήσουν τη συνεργασία τους με την Sharelink.  Είναι περαιτέρω εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι Ενάγοντες βασιζόμενοι στις παραστάσεις αυτές, ότι δηλαδή οι λογαριασμοί της Έλενας και άλλων απέδιδαν κέρδη, συνεργάστηκαν με την Sharelink και στη βάση των παραστάσεων που ακολούθησαν προς τους ίδιους και σε άλλα μέλη της οικογένειας διατήρησαν τη συνεργασία τους με την Sharelink.  Εξαπατήθηκαν δηλαδή από τις καταστάσεις που τους παραδόθηκαν.  Η συνέχιση αυτή της συνεργασίας επέφερε τις περαιτέρω ζημιές που ακολούθησαν.  Η απάτη εκ μέρους του Φαλέκου και το είδος της ζημιάς που προέκυψε έχουν αποδειχτεί.»

 

 

Το Δικαστήριο, στη συνέχεια, προχώρησε στην εξέταση του κατά πόσο η Sharelink  είχε εκ προστήσεως ευθύνη για τις πράξεις του Φαλέκου, κάνοντας αναφορά στο Άρθρο 13(1) του Κεφ. 148, το οποίο προνοεί τα εξής:

 

«13(1) Για σκοπούς του Νόμου αυτού ο κύριος ευθύνεται για κάθε πράξη που τελέστηκε από τον υπηρέτη του -

(α) Την οποία αυτός εξουσιοδότησε ή ενέκρινε, ή

(β) η οποία τελέστηκε από τον υπηρέτη κατά την απασχόληση του.

....................................

(2)  Πράξη θεωρείται ότι τελέστηκε κατά την απασχόληση υπηρέτη αν τελέστηκε από αυτόν υπό την ιδιότητα του ως υπηρέτη και ενόσω εκτελούσε τα συνήθη και παρεμπίπτοντα με την απασχόλησή του καθήκοντα, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η πράξη αυτή ήταν πλημμελής τρόπος εκτέλεσης πράξης εξουσιοδοτημένης από τον κύριο, αλλά η πράξη δεν θεωρείται ότι τελέστηκε με τον τρόπο αυτό αν τελέστηκε από υπηρέτη που ενεργούσε για δικούς του σκοπούς και όχι εκ μέρους του κυρίου.»

 

Αντλώντας καθοδήγηση από το σύγγραμμα των Αρτέμη και Ερωτοκρίτου «Αστικά Αδικήματα, Δίκαιο και Αποφάσεις», 2003, Τόμος 1, σελ. 47-48 όπου γίνεται μνεία σε αγγλική και κυπριακή νομολογία, το Δικαστήριο επεξήγησε πότε ο εργοδότης έχει εκ προστήσεως ευθύνη για πράξεις ή παραλείψεις εργοδοτουμένου του που συνιστούν απάτη, τονίζοντας ότι ο εργοδότης δεν είναι απαραίτητο να έχει θετική γνώση της απάτης. 

 

Το Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι η Sharelink γνώριζε ότι ο Φαλέκος διαχειριζόταν τα κεφάλαια των εφεσίβλητων.  Παραθέτουμε απόσπασμα:

 

«Κανένας από τους Ενάγοντες δεν είχε ουσιαστική επαφή με οιονδήποτε πρόσωπο στην Sharelink εκτός από τον Φαλέκο και κανένας εκ μέρους της Sharelink δεν είχε προβεί σε οιαδήποτε παράσταση προς τους Ενάγοντες σε σχέση με τις εξουσίες και αρμοδιότητες του Φαλέκου.  Θα πρέπει συνεπώς να αναζητηθεί τι πραγματικά ήταν εξουσιοδοτημένος ο Φαλέκος να κάμνει.  Σε αυτή την βάση, η Sharelink θα μπορεί να κριθεί εκ προστήσεως υπεύθυνη, έστω και αν η ίδια ουδέποτε παρέστησε στους Ενάγοντες ότι είχε πραγματικά εξουσιοδοτήσει τον Φαλέκο να ενεργεί κατά συγκεκριμένο τρόπο.

 

...............................

 

Το πρώτο σημείο αναφοράς είναι ότι οι Ενάγοντες καταχωρίστηκαν στα συστήματα της Sharelink ως πελάτες της.  Οι φερόμενες ως συμφωνίες μεταξύ των Εναγόντων και της Sharelink έγιναν αποδεκτές από την Εταιρεία και καταχωρίστηκαν στα αρχεία της.  Είναι η ίδια η Sharelink που μετά το ξεσκέπασμα του Φαλέκου τις παρέδωσε μαζί με άλλα συναφή έγγραφα στους Ενάγοντες.  Από τις ενέργειες του Φαλέκου σε σχέση με τα χρήματα και χαρτοφυλάκια των Εναγόντων η Sharelink εισέπραττε αμοιβές και προμήθειες.

 

Ο Φαλέκος δεν απέκρυψε την ύπαρξη τους από την Sharelink.  Δεν τους χειριζόταν εξ' ολοκλήρου εκτός των συστημάτων της Sharelink, αποκομίζοντας όλα τα οφέλη για τον εαυτό του.  Τους ενέταξε στο πελατολόγιο της Sharelink και η Sharelink τους αποδέχτηκε.  Είναι μόνο η ετοιμασία των καταστάσεων που ο Φαλέκος παρέδιδε που φαίνεται ότι γινόταν εκτός του συστήματος της Sharelink.

 

Στα καθήκοντα της θέσης του Φαλέκου ως Wealth Management Executive δεν περιλαμβανόταν η παροχή επενδυτικών συμβουλών, ούτε η διενέργεια συναλλαγών εκ μέρους των πελατών στα πλαίσια διαχείρισης χαρτοφυλακίων (Τεκμ.8.298, Παράρτημα 4, παρ. 6.1.2).  Ωστόσο ο Φαλέκος διαχειριζόταν τα χαρτοφυλάκια των Εναγόντων.

 

Προκύπτει και είναι εύρημα του Δικαστηρίου ότι η Sharelink γνώριζε ότι ο Φαλέκος διαχειριζόταν τα κεφάλαια  των Εναγόντων.   Παρουσιάστηκαν εντολές του Φαλέκου για αγορές και πωλήσεις για λογαριασμό των Εναγόντων που κοινοποιούνταν στον Παπανικολάου που ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Sharelink (Τεκμ.8.342 και 14.579).  Παρουσιάστηκαν ακόμα 26 ηλεκτρονικές εντολές (Τεκμ.10.402) προς την  Julius Baer για αγοραπωλησίες διαφόρων τίτλων. Αυτές δίνονταν από το Φαλέκο με κοινοποίηση προς το Παπανικολάου, αλλά και από τον Παπανικολάου ή το Χρίστο Βαλσάμη με κοινοποίηση προς το Φαλέκο.»

 

Το Δικαστήριο, στη συνέχεια, προέβη σε περαιτέρω ανάλυση της μαρτυρίας η οποία επιβεβαίωνε ότι ο εναγόμενος 2 - Φαλέκος διαχειριζόταν κεφάλαια σε σχέση με επενδύσεις στο ΧΑΚ.  Έκανε μνεία στην μαρτυρία της ΜΕ7, εργοδοτούμενης στη Sharelink, η οποία ανέφερε ότι ο Φαλέκος είχε κωδικό πρόσβασης στο ηλεκτρονικό σύστημα της Sharelink, τον οποίο της έδινε όταν αυτός απουσίαζε, για να καταχωρεί εντολές εκ μέρους του.  Η ΜΕ7, επίσης, ανέφερε πως ο εφεσείοντας 2 (Παπανικολάου) και η εφεσείουσα 3 (Αποστολίδου) στην έφεση 5/2020, την πίεσαν να μην αναφέρει στην Επιτροπή Διερεύνησης ότι ήταν η αντίληψη της ότι η Sharelink γνώριζε πως ο Φαλέκος είχε κωδικό πρόσβασης.  Το Δικαστήριο συμπέρανε τα εξής:  «Η κατοχή κωδικού πρόσβασης είναι απαραίτητη για να μπορεί κάποιος να διεκπεραιώνει χρηματιστηριακές πράξεις και καταδεικνυόταν έτσι ότι ο Φαλέκος διεκπεραίωνε τέτοιες».    Περαιτέρω, ήτο διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η Sharelink επέτρεπε στον Φαλέκο να δημιουργεί συγκεντρωτικές καταστάσεις χαρτοφυλακίων, παρόλο που δεν συμπεριλαμβάνετο η ενέργεια αυτή στα καθήκοντα του και κατέληξε ότι η Sharelink είχε εκ προστήσεως ευθύνη για τις πράξεις του Φαλέκου, αναφέροντας τα ακόλουθα:

 

«Στα καθήκοντα του Φαλέκου δεν περιλαμβανόταν ούτε η ετοιμασία καταστάσεων των χαρτοφυλακίων των πελατών.  Ωστόσο προκύπτει και είναι εύρημα του Δικαστηρίου ότι η ετοιμασία συγκεντρωτικών καταστάσεων χαρτοφυλακίων επιτρεπόταν σε εκτελεστικούς λειτουργούς του  Wealth Management Department, πρώην Private Banking, όπως ήταν ο Φαλέκος.  Ότι έτσι γινόταν επιβεβαιώνεται στο πρακτικό συνεδρίασης ημερ. 28.5.2008 (Τεκμ.8.266).  Σημειωνόταν ότι αυτή η πρακτική θα έπρεπε να σταματήσει εκτός και αν προηγουμένως ελέγχονταν και εγκρίνονταν από την αρμόδια αρχή της Sharelink, δηλαδή από το Διοικητικό Συμβούλιο ή την Επενδυτική Επιτροπή της Sharelink.  Το ζήτημα συζητήθηκε και στην επόμενη συνεδρίαση ημερ. 2.6.2008 (Τεκμ.8.267) στην οποία παρούσα ήταν και η Αποστολίδου.  Ο Παπανικολάου, επίσης παρόν, είχε αναφέρει ότι αυτό συνέβαινε γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος να ενοποιηθούν οι διαφορετικοί λογαριασμοί κάποιου πελάτη.  Αναγνώριζε ωστόσο ότι αυτό ήταν ενάντια στους κανονισμούς και θα έπρεπε να αναζητηθεί κάποια λύση, η διαδικασία της οποίας θα περιλαμβανόταν στο νέο εγχειρίδιο της Εταιρείας. 

 

Ο Πιερίδης εξήγησε ότι το σύστημα θα έπρεπε να ήταν «τυφλό», δηλαδή οι επιμέρους καταχωρήσεις να εισάγονται με αυτόματο τρόπο, ώστε να μην είναι δυνατή ανθρώπινη παρέμβαση.  Είναι αυτή η πτυχή ασφαλείας που απουσίαζε από την πρακτική που ακολουθείτο στην Sharelink, εφόσον ο υπάλληλος που ετοίμαζε την ενοποιημένη κατάσταση θα μπορούσε να παρέμβει στα επιμέρους στοιχεία και να παρουσιάσει διαφοροποιημένη την εικόνα, όπως ακριβώς έκανε ο Φαλέκος σε σχέση με τα χαρτοφυλάκια των Εναγόντων και άλλων πελατών της Sharelink.

 

Η Sharelink γνώριζε αυτό που συνέβαινε.  Επισημαίνεται η παρουσία της Αποστολίδου και του Παπανικολάου, μελών του διοικητικού συμβουλίου της Εταιρείας στη συνεδρίαση ημερ. 2.6.2008.

 

Η Sharelink επέτρεπε στον Φαλέκο να ενεργεί με τον πιο πάνω τρόπο, δηλαδή να δημιουργεί συγκεντρωτικές καταστάσεις λογαριασμών και η εξήγηση που έδωσε στις γραπτές της παραστάσεις προς την Επιτροπή Διερεύνησης την 6.10.2010 (Τεκμ.8.300, παρ.8.9.3) ήταν ότι επέτρεπε στον Φαλέκο να συγκεντρώνει τις καταστάσεις της αποτίμησης χαρτοφυλακίου λόγω του δικαιολογημένου αιτήματος του να παραδίδει ο ίδιος τις καταστάσεις στους πελάτες του με σκοπό την καλύτερη προσωπική επαφή και την αναλυτική επεξήγηση της πορείας των επενδύσεων τους.  Η πραγματικότητα ήταν ότι ο Φαλέκος δεν συγκέντρωνε απλώς τα στοιχεία, αλλά παρενέβαινε σε αυτά και τα διαφοροποιούσε. Επρόκειτο για πραγματική εξουσιοδότηση από τη Sharelink στον Φαλέκο για να ενεργεί με τον τρόπο αυτό, δηλαδή να καταρτίζει ο ίδιος καταστάσεις και να ενημερώνει με αυτό τον τρόπο τους πελάτες που χειριζόταν. Όχι βέβαια να τους εξαπατά.

 

...................................

 

Η Sharelink επέτρεψε στον Φαλέκο να ενεργεί με αυτό τον τρόπο γνωρίζοντας ότι οι Ενάγοντες δεν λάμβαναν καταστάσεις από κανένα άλλο.  Η Sharelink γνώριζε ότι ο Φαλέκος παραλάμβανε όλη την αλληλογραφία των Εναγόντων από τις Τράπεζες του εξωτερικού.  Το παραδέχτηκε ο Μυτιληναίος. Περαιτέρω, η Sharelink γνώριζε ότι δικές της καταστάσεις δεν παραλαμβάνονταν από τους Ενάγοντες, αφού είτε υπήρχαν στα αρχεία της γνήσιες εντολές διαβίβασης τους προς τον Φαλέκο, κάτι που δεν έπρεπε να επιτρέπεται να γίνεται, είτε υπήρχαν πλαστογραφημένες εντολές που το διαβλητό της σύστημα επέτρεπε να γίνουν.

 

Οι Ενάγοντες υπόγραψαν τις συμφωνίες με τις Τράπεζες του εξωτερικού όπου αναφερόταν ότι την διαχείριση των κεφαλαίων τους θα έκανε η Sharelink. Επομένως όταν άρχισε η διαχείριση των κεφαλαίων τους γνώριζαν ότι αυτή δεν μπορούσε να γίνεται από κανένα άλλο από την Sharelink και δικαιολογημένα μπορούσαν να εμπιστεύονται το όνομα και την φήμη της Εταιρείας στην Κυπριακή οικονομική πραγματικότητα.  Ανάμεναν ότι θα ενημερώνονταν από την Sharelink και αυτό πίστευαν ότι συνέβαινε όταν τους παραδίδονταν από τον Φαλέκο καταστάσεις των λογαριασμών τους.

 

 Δεν αναμένεται από το θύμα της απάτης να προβαίνει σε έρευνα ακόμα και εκεί όπου έχει εύλογες υποψίες (Clerk & Lindsell on Torts, 22η Έκδ. παρ. 18-37).  Όμως, οι Ενάγοντες δεν είχαν λόγο να υποψιαστούν ότι οι καταστάσεις που τους παρουσίαζε ο Φαλέκος, που έφεραν το λογότυπο της Sharelink, ήταν ψεύτικες.  Το γεγονός ότι έδωσαν οδηγίες στις Τράπεζες του εξωτερικού ώστε οι καταστάσεις των λογαριασμών τους να αποστέλλονται στον Φαλέκο και δεν επεδίωξαν άλλη άμεση ενημέρωση από τις Τράπεζες αυτές, δεν ανατρέπει την υπόθεση τους.

 

Είναι ξεκάθαρο πως όλες οι ενέργειες του Φαλέκου που εξετάζονται διενεργούνταν μέσα στα πλαίσια της εργοδότησης του στην Sharelink.  Ο Φαλέκος έκανε αυτό που ήταν η δουλειά του να κάνει, όπως η Sharelink παράτυπα και ενεργώντας τουλάχιστο με αμέλεια του επέτρεπε να κάνει.

 

Είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η Sharelink είναι εκ προστήσεως υπεύθυνη για τις διαπιστωθείσες πράξεις και παραλείψεις του Φαλέκου, που προκάλεσαν τις επίδικες ζημιές στους Ενάγοντες.»

 

 

Συμφωνούμε με την πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου, το οποίο προσέγγισε τα εγερθέντα θέματα μέσα στο σωστό νομικό πλαίσιο, και προέβη σε λεπτομερή αξιολόγηση της μαρτυρίας, συμπεριλαμβανομένων και των τεκμηρίων που την υποστήριζαν και υπό το φως των παραδοχών από πλευράς των εφεσειόντων, ως επεξηγούμε πιο κάτω. 

 

Κρίνουμε ότι ορθώς το Δικαστήριο αποδέκτηκε τη μαρτυρία του Πιερίδη (ΜΕ4), Λειτουργού της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ο οποίος απάρτιζε την Επιτροπή Διερεύνησης και ο οποίος εξήγησε, αναφερόμενος στο πόρισμα της Επιτροπής Διερεύνησης αναφορικά με τη Sharelink, ότι υπήρχε σοβαρό θέμα στους μηχανισμούς ελέγχου της Sharelink και ότι οι πραγματικές πληροφορίες θα έπρεπε να μεταφέρονται αυτοματοποιημένα σε κατάσταση λογαριασμού, χωρίς τη δυνατότητα παρέμβασης. Με βάση αυτή τη μαρτυρία, κρίνουμε ότι ήτο εύλογο το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ο Φαλέκος παρενέβαινε στα χαρτοφυλάκια των εφεσιβλήτων και τα παραποιούσε.  Είναι άνευ σημασίας αν μέχρι τότε το εν λόγω πόρισμα δεν είχε υιοθετηθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και, συνακόλουθα, απορρίπτουμε την επιχειρηματολογία των εφεσειόντων ότι, λόγω τούτου, η μαρτυρία του ΜΕ4 θα έπρεπε να απορριφθεί. 

 

Κρίνουμε, επίσης, ως ορθό το εύρημα του Δικαστηρίου ότι παρόλο που στα καθήκοντα του Φαλέκου δεν περιλαμβανόταν η ετοιμασία καταστάσεων χαρτοφυλακίων των πελατών, εντούτοις η Sharelink του επέτρεπε να ετοιμάζει ενοποιημένες καταστάσεις χαρτοφυλακίων και να τις παραδίδει στους πελάτες.  Όπως ανέφερε το Δικαστήριο, αυτό επιβεβαιώνετο στο πρακτικό της συνεδρίασης ημερομηνίας 28.5.2008, όπου σημειωνόταν ότι η πρακτική θα έπρεπε να σταματήσει, εκτός αν προηγουμένως ελεγχόταν και εγκρινόταν από την αρμόδια αρχή της Sharelink, δηλαδή από το Διοικητικό Συμβούλιο ή την Επενδυτική Επιτροπή, αλλά και στη συνεδρίαση ημερομηνίας 2.6.2008 όπου ήταν παρόντες η εφεσείουσα 3 και ο εφεσείοντας 2 στην έφεση 5/2020, ο οποίος παραδέχθηκε ότι αυτό γινόταν, ότι ήτο ενάντια στους κανονισμούς και ότι θα έπρεπε να αναζητηθεί κάποια λύση.  Το Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα 2 που υποστήριξε κατά την ακρόαση, ότι αυτό που εννοείτο με την αναφορά σε ενοποιημένες καταστάσεις και συνεπώς αυτό που επιτρέπετο στον Φαλέκο, ήταν ανεπίσημες αναφορές, υπό τύπο σημειώσεων.  Το Δικαστήριο, αιτιολογώντας την απόρριψη της εν λόγω μαρτυρίας, ανέφερε ότι εάν τα έγγραφα αυτά δεν αντικαθιστούσαν, αλλά συνόδευαν τις επίσημες καταστάσεις λογαριασμών, δεν θα ήτο αναγκαίο να ελέγχονταν, αφού ο πελάτης θα είχε ενώπιον του τις επίσημες καταστάσεις και συνεπώς την ορθή εικόνα των επενδύσεων του.  Κρίνουμε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα 2 στην έφεση 5/2020 ήτο εύλογη και πλήρως αιτιολογημένη.  

 

Εύλογο, επίσης, ήτο και το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η Sharelink επέτρεπε στον Φαλέκο να αποστέλλει καταστάσεις λογαριασμών στους εφεσίβλητους.  Στο εύρημα αυτό προέβη κατόπιν αξιολόγησης του μάρτυρα των εφεσειόντων Μυτιληναίου (ΜΥ1), διευθυντή και οικονομικού διευθυντή της μητρικής εταιρείας της Sharelink, ο οποίος προέβαλε πως η Sharelink και οι εναγόμενοι 3-9 και 11 ουδέποτε ενήργησαν σε συνεννόηση με τον Φαλέκο σε σχέση με τις άνομες πράξεις του, ούτε τις γνώριζαν.  Ο ΜΥ1, όμως, παραδέχθηκε ότι ο Φαλέκος παραλάμβανε όλη την αλληλογραφία των εφεσίβλητων από τις Τράπεζες του εξωτερικού και ότι οι εφεσίβλητοι δεν παραλάμβαναν καταστάσεις από οποιονδήποτε άλλο.  Το Δικαστήριο συνεκτίμησε και έθεσε στη σωστή διάσταση τη μαρτυρία του ΜΥ1.

 

Δεν ευσταθεί το παράπονο των εφεσειόντων ότι το Δικαστήριο παραγνώρισε το γεγονός πως οι εφεσίβλητοι έδωσαν οδηγίες να ταχυδρομούνται οι καταστάσεις λογαριασμών του εξωτερικού στον Φαλέκο.  Αντιθέτως, το Δικαστήριο το επεσήμανε και το αξιολόγησε.  Ήτο ορθή η επισήμανση του Δικαστηρίου ότι το γεγονός πως οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι έδωσαν οδηγίες στις τράπεζες του εξωτερικού να αποστέλλονται οι καταστάσεις λογαριασμών στον Φαλέκο, δεν ανέτρεπε την υπόθεση τους.  Στις συμφωνίες που υπέγραψαν με τις τράπεζες του εξωτερικού, αναφερόταν ότι τη διαχείριση των κεφαλαίων θα την έκανε η Sharelink και επομένως πίστευαν, όπως ανέφερε το Δικαστήριο, ότι ενημερώνονταν από τη Sharelink όταν τους παραδίδονταν από τον Φαλέκο καταστάσεις λογαριασμού. Ούτε και ανατρέπει την υπόθεση τους η αναφορά της εφεσίβλητης 2, στην κατάθεση της, ότι εξουσιοδότησε τον Φαλέκο να διενεργεί χρηματιστηριακές πράξεις εκ μέρους της, χωρίς τη συγκατάθεση της.  Σημασία είχε το εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες είχαν υποχρέωση να ενημερώνουν τους εφεσίβλητους ορθά για την πορεία των επενδύσεων τους, υποχρέωση την οποία παρέβηκαν.

 

Ορθή ήτο και η κρίση του Δικαστηρίου ότι το γεγονός πως η αγωγή εναντίον του Φαλέκου αποσύρθηκε, δεν δημιουργούσε οποιοδήποτε κώλυμα στην προώθηση της εναντίον των υπόλοιπων εναγομένων, προς τον σκοπό αναζήτησης αποζημίωσης από αυτούς.  

 

Οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 4, 6, 7, 8 και 10 στην έφεση 4/2020, οι λόγοι έφεσης 7, 9 και 10 στην έφεση 5/2020, ως επίσης και οι λόγοι έφεσης 8, 9, 10, 11, 13, 16, 17 και 29 στην έφεση 6/2020, απορρίπτονται. 

 

Λόγος έφεσης 8 στην έφεση 5/2020, λόγοι έφεσης 14 και 15 στην έφεση 6/2020: Πρωτογενής ευθύνη της Sharelink

 

Προβάλλεται, με τους πιο πάνω λόγους έφεσης, ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα απέδωσε στην Sharelink πρωτογενή ευθύνη για τις ζημιές που υπέστησαν οι εφεσίβλητοι, λόγω των πράξεων ή παραλείψεων του εναγόμενου 2.  Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε παραβίαση των υποχρεώσεων της Sharelink που απορρέουν από το Νόμο και τις σχετικές Οδηγίες. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξέτασε το θέμα της πρωτογενούς ευθύνης της Sharelink στη βάση παράβασης των καθηκόντων της έναντι των εφεσίβλητων πελατών της που απορρέουν από τον Ν.147(Ι) του 2007, όπως ίσχυε κατά τους ουσιώδεις χρόνους και τις εκάστοτε οδηγίες της Ε.Κ.Κ..  Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα:

 

«Η βάση της αξίωσης για παράβαση νομίμων καθηκόντων είναι το άρθρο143(1) του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμο του 2007 που προνοεί ότι:

 

«Οποιοσδήποτε ενεργεί κατά παράβαση του παρόντος Νόµου ή/και των δυνάµει αυτού εκδιδόµενων οδηγιών ή/και του Κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006, υποχρεούται να αποζηµιώνει οποιοδήποτε υποστεί ζηµιά ή απώλεια κέρδους ή και τα δύο, που τυχόν έχουν προκύψει λόγω ενέργειας ή παράλειψης του κατά παράβαση των υποχρεώσεων του που απορρέουν από τον παρόντα Νόµο ή/και των δυνάµει αυτού εκδιδόµενων οδηγιών ή/και του Κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006:

 

 

Νοείται ότι τυχόν ποινική ευθύνη ή ευθύνη από διοικητική παράβαση δεν απαλλάσσει τον παραβάτη από τυχόν αστική ευθύνη».

 

 

Το άρθρο 18, στο οποίο παράπεμψαν οι δικηγόροι των Εναγόντων, αφορά στις οργανωτικές απαιτήσεις στις οποίες η Sharelink ως ΚΕΠΕΥ θα έπρεπε να συμμορφώνεται.  Το άρθρο προνοεί μεταξύ άλλων ότι:

 

 

«(1) Η ΚΕΠΕΥ οφείλει να συµµορφώνεται µε τις οργανωτικές απαιτήσεις του εδαφίου

(2).

(2) Η ΚΕΠΕΥ οφείλει-

.........................................

(στ) να έχει υγιείς διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, επαρκείς µηχανισµούς εσωτερικού ελέγχου, αποτελεσµατικές διαδικασίες εντοπισµού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων τους οποίους αναλαµβάνει ή ενδέχεται να αναλάβει η ΚΕΠΕΥ, και αποτελεσµατικούς µηχανισµούς ελέγχου περιλαµβανοµένων κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών και ασφάλειας των συστηµάτων ηλεκτρονικής επεξεργασίας δεδοµένων·»

 

             

Το άρθρο 36 αφορά στις πληροφορίες που η ΚΕΠΕΥ οφείλει να παρέχει στους πελάτες της.  Προνοεί μεταξύ άλλων ότι:

 

 

«(1) Η ΚΕΠΕΥ οφείλει, κατά την παροχή επενδυτικών και παρεποµένων υπηρεσιών σε πελάτες, να ενεργεί δίκαια, µε εντιµότητα και επαγγελµατισµό, ώστε να εξυπηρετεί µε τον καλύτερο τρόπο τα συµφέροντα των πελατών της και να συµµορφώνεται ιδίως µε τις κατωτέρω αρχές:

(α) Όλες οι πληροφορίες, συµπεριλαµβανοµένων των διαφηµιστικών ανακοινώσεων, που απευθύνονται από ΚΕΠΕΥ σε πελάτες ή πιθανούς πελάτες, πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και µη παραπλανητικές· οι διαφηµιστικές ανακοινώσεις πρέπει να µπορούν να αναγνωρίζονται σαφώς ως τέτοιες·

.........................................

(γ) η ΚΕΠΕΥ οφείλει, όταν παρέχει επενδυτικές συµβουλές ή διαχειρίζεται χαρτοφυλάκια πελατών, να αντλεί τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά µε τη γνώση και την πείρα του πελάτη ή του πιθανού πελάτη στον επενδυτικό τοµέα σε σχέση µε το συγκεκριµένο τύπο χρηµατοοικονοµικού µέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά µε την οικονοµική κατάσταση και τους επενδυτικούς του στόχους ώστε να του συστήσει τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηµατοοικονοµικά µέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωσή του·»

 

 

Η Οδηγία ΟΔ144-2007-02 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για την Επαγγελματική Συμπεριφορά των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών και των Απασχολούμενων σε αυτές Φυσικών Προσώπων (Κ.Δ.Π. 427/2007, ημερ. 2.11.2007, σήμερα Κ.Δ.Π. 474/2012, ημερ. 26.11.2012 και  Κ.Δ.Π. 208/2013, ημερ. 14.6.2013), που θεσπίστηκε δυνάμει του Νόμου, προνοεί στον Καν. 20 ότι:

 

«(1) ΕΠΕΥ που παρέχει την υπηρεσία διαχείρισης χαρτοφυλακίου διαβιβάζει σε σταθερό μέσο σε κάθε πελάτη στον οποίο παρέχει την υπηρεσία αυτή, περιοδικές καταστάσεις των δραστηριοτήτων διαχείρισης χαρτοφυλακίου που εκτελέστηκαν για λογαριασμό του, εκτός εάν οι καταστάσεις αυτές παρέχονται από άλλο πρόσωπο.

(2) Στην περίπτωση ιδιωτών πελατών, η περιοδική κατάσταση που απαιτείται δυνάμει της υποπαραγράφου (1) περιλαμβάνει, όπου αυτό εφαρμόζεται, τις ακόλουθες πληροφορίες:

.........................................

(γ) κατάσταση του περιεχομένου και της αποτίμησης του χαρτοφυλακίου που περιλαμβάνει λεπτομέρειες για κάθε χρηματοοικονομικό μέσο που περιλαμβάνεται στο χαρτοφυλάκιο, την αγοραία αξία του ή την δίκαιη αξία του εάν η αγοραία αξία του δεν είναι διαθέσιμη και το υπόλοιπο των μετρητών στην αρχή και στο τέλος της περιόδου αναφοράς, καθώς και την απόδοση του χαρτοφυλακίου κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής·

.........................................

(ε) σύγκριση της απόδοσης κατά την περίοδο που καλύπτει η κατάσταση με το δείκτη αναφοράς επενδυτικής απόδοσης (investment performance benchmark) που τυχόν συμφωνήθηκε μεταξύ ΕΠΕΥ και πελάτη·»

 

 

Το Δικαστήριο έκανε μνεία σε έγγραφα που είχαν πλαστογραφηθεί, και στα οποία φέρονταν ότι οι εφεσίβλητες 2 και 5 πληρεξουσιοδοτούσαν την Sharelink να ενεργεί για λογαριασμό τους.  Σύμφωνα με τη μαρτυρία, η εναγόμενη 10 αποδεχόταν και πιστοποιούσε τέτοια πληρεξούσια, χωρίς οι πληρεξουσιοδοτούντες να υπογράψουν στην παρουσία της, νοουμένου ότι κάποιος από την Sharelink προσυπόγραφε ότι υπέγραψαν στην παρουσία του.  Σε δύο συγκεκριμένα επίδικα έγγραφα προσυπόγραψε ο Φαλέκος.  Η εναγόμενη 5 - εφεσείουσα 3, προσυπόγραψε ότι η σφραγίδα της Sharelink είχε τεθεί στην παρουσία της, ενώ δεν υπήρχε τέτοια σφραγίδα στα συγκεκριμένα έγγραφα.  Το Δικαστήριο αποδέχθηκε την αναντίλεκτη μαρτυρία των εφεσίβλητων σχετικά με τα έγγραφα τα οποία φέρονταν ως υπογεγραμμένα ενώπιον πιστοποιούντος υπαλλήλου και κατέληξε ότι η μαρτυρία αυτή κατεδείκνυε τον αντιεπαγγελματικό τρόπο που λειτουργούσε η Sharelink.  Παραθέτουμε απόσπασμα:

 

«Σε κάθε περίπτωση είναι παραδεκτό (βλ. Τεκμ.8.294) ότι η Sharelink χρησιμοποιούσε πληρεξούσια που γνώριζε ότι είχαν καταρτιστεί παράνομα.  Η χρησιμοποίηση πιστοποιούντα υπαλλήλου που ήταν πρόθυμη, κατά παράβαση των καθηκόντων της που απορρέουν από τη σχετική νομοθεσία, να πιστοποιεί χωρίς να βλέπει τον πελάτη έδινε και έδωσε στην προκειμένη περίπτωση τη δυνατότητα στον Φαλέκο να καταρτίσει πλαστά πληρεξούσια έγγραφα.  Εάν ζητείτο από τους Ενάγοντες να υπογράψουν τέτοια πληρεξούσια έγγραφα ασφαλώς και θα το έπρατταν.  Η σημασία όμως των περιστάσεων αυτών είναι ότι αναδεικνύεται ο απερίσκεπτος και αντιεπαγγελματικός τρόπος που λειτουργούσε η Sharelink την εποχή εκείνη.»

 

Πέραν των πιο πάνω, το Δικαστήριο αξιολογώντας περαιτέρω τη μαρτυρία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το γεγονός πως ο Φαλέκος δύνατο να διευθετεί αρνητικά υπόλοιπα, κατεδείκνυε ότι το σύστημα της Sharelink δεν ήτο ασφαλές.  Κατέληξε δε στο εύρημα ότι η Sharelink απέτυχε να έχει αποτελεσματικούς μηχανισμούς ελέγχου και ασφάλειας των συστημάτων ηλεκτρονικής επεξεργασίας δεδομένων και πως απέτυχε στο καθήκον της να διαβιβάσει στους εφεσίβλητους αληθινές περιοδικές καταστάσεις που αφορούσαν τα χαρτοφυλάκια τους, με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

 

«Το να διευθετήσει ένας υπάλληλος αρνητικά χρηματικά υπόλοιπα, χωρίς άλλες εξηγήσεις δημιουργεί, εκ πρώτοις, εντύπωση για κάτι το παράτυπο, αν όχι και παράνομο.  Πέραν όμως της γενικής υποψίας, σημειώνεται ότι σε σχέση με τον χρηματιστηριακό λογαριασμό της XXXXX ήταν η Αποστολίδου που την 24.3.2008 είχε δώσει την εντολή για να πληρωθεί η XXXXX €344.837,86 και να κλείσει ο χρηματιστηριακός της λογαριασμός.  Πώς λοιπόν επτά μήνες μετά ζητούσε να διευθετηθεί αρνητικό υπόλοιπο στον λογαριασμό αυτό.  Υποδεικνύουν οι δικηγόροι των Εναγομένων ότι η XXXXX και η οικογένεια Κίρζη ήταν πολύ σημαντικοί πελάτες της Sharelink και πως η Αποστολίδου δεν θα μπορούσε να μην θυμάται την περίπτωση.  Ακόμα όμως και αν δεν θυμόταν την περίπτωση προκύπτει πως η Αποστολίδου γνώριζε για «μαγειρέματα» σε λογαριασμούς που ο Φαλέκος μπορούσε να κάμνει.

 

Καθίσταται πρόδηλο πως για να είναι σε θέση να διευθετεί αρνητικά υπόλοιπα ο Φαλέκος είχε διευρυμένες εξουσίες.  Εισηγούνται οι δικηγόροι των Εναγόντων ότι ο Φαλέκος ενεργούσε παράτυπα ή και παράνομα σε γνώση της Sharelink που απεκόμιζε ψηλές αμοιβές από τις διαχειρίσεις που έκαμνε ο Φαλέκος και ο τελευταίος επίσης ψηλές προμήθειες (Τεκμ.8.289), τέτοιες που του επέτρεπαν στην ανάγκη να πληρώνει από «δικά του» χρήματα για να καλύπτει κενά και να συγκαλύπτει τις άνομες ενέργειες του.  Αναμφίβολα έτσι λειτουργούσε ο Φαλέκος.

 

Όπως προειπώθηκε, για να συμπληρωθεί το ποσό των €344.837,86 που εμβάστηκε στο τραπεζικό της λογαριασμό της XXXXX,  €200.000 προέρχονταν από τον ίδιο τον Φαλέκο και εταιρεία του Το ποσό είχε πληρωθεί σε λογαριασμό της Sharelink από τον οποίο πληρώθηκε η XXXXX, ωστόσο αυτό δεν αποδεικνύει χωρίς άλλο πραγματική γνώση αξιωματούχων ή άλλων υπαλλήλων της Εταιρείας και κατ' ακολουθία της ίδιας της Sharelink ότι ο Φαλέκος ξεγέλασε την XXXXX. Είναι δικαιολογημένη η θέση των δικηγόρων των Εναγόντων ότι η Sharelink θα έπρεπε χωρίς καμιά δυσκολία να αντιληφθεί ότι κάτι το σοβαρό και ύποπτο συνέβαινε και τουλάχιστον επέδειξε αδιαφορία.  Καταδεικνύεται έτσι ότι το σύστημα της Sharelink δεν ήταν ασφαλές, διότι επέτρεπε να διαμορφωθεί ο λογαριασμός πελάτη με έμβασμα χωρίς κανένα παραστατικό και να αλλοιωθεί η πραγματική του εικόνα

 

Σημειώνεται ακόμα πως ούτε ο XXXXX που υπόγραψε την συμφωνία διαχείρισης συμπλήρωσε το παράρτημα 2 ώστε να επιλέξει από του τέσσερεις  προτεινόμενους επενδυτικούς στόχους, αλλά ούτε και στις υπόλοιπες συμφωνίες συμπληρώθηκε το παράρτημα. Το γεγονός επιμαρτυρεί πως δεν επεξηγήθηκαν στους Ενάγοντες οι διαχειριστικοί στόχοι όπως προνοείται από το άρθρο 36(1)(γ) του Νόμου, διαφορετικά θα αναμενόταν να συμπληρωνόταν το παράρτημα με την επιλογή του XXXXX Δ. ή και των υπολοίπων Εναγόντων.

 

Εάν το Διοικητικό Συμβούλιο της Sharelink ή η Επενδυτική Επιτροπή επιθεωρούσαν τις ενοποιημένες καταστάσεις που ετοίμαζε ο Φαλέκος, δεδομένης της απραξίας τους να τον ανακόψουν, θα συμμετείχαν στην απάτη κατά των Εναγόντων.  Όμως δεν υπάρχει μαρτυρία ότι γινόταν κάτι τέτοιο και όπου μπορεί κάποιος να καταλήξει είναι ότι άφηναν το ζήτημα εκτός του ελέγχου τους.  Η συμπεριφορά αυτή παραβιάζει το άρθρο 18 του Νόμου και τον Καν. 20(1)(γ) της Οδηγίας  και ήταν, παραδεκτά από τη Sharelink, κατά παράβαση των κανονισμών, «against regulation» όπως ο Παπανικολάου ευθαρσώς είχε αναφέρει στην συνάντηση της 2.6.2008 (Τεκμ.8.267). Η Sharelink απέτυχε να έχει αποτελεσματικούς μηχανισμούς ελέγχου και ασφάλειας των συστημάτων ηλεκτρονικής επεξεργασίας δεδομένων που χρησιμοποιούσε, κατά παράβαση του άρθρου 18(2)(στ) του Νόμου.  Περαιτέρω, η Εταιρεία απέτυχε στο καθήκον της να διαβιβάζει στους Ενάγοντες περιοδικές καταστάσεις που αφορούσαν τα χαρτοφυλάκια τους και που να εμπεριέχουν αληθινή αποτίμηση της αξίας τους κατά παράβαση του Καν. 20(1)(γ) της Οδηγίας ΟΔ144-2007-02

 

Όπως διαφαίνεται από το πιο πάνω απόσπασμα, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεξήγησε με  σαφήνεια και αιτιολόγησε τους λόγους για τους οποίους κατέληξε στο εύρημα ότι η Sharelink είχε πρωτογενή ευθύνη έναντι των εφεσίβλητων.  Δεν υφίσταται οποιοσδήποτε λόγος παρέμβασης μας.

 

Ο λόγος έφεσης 8 στην έφεση 5/2020 και οι λόγοι έφεσης 14 και 15 στην έφεση 6/2020 απορρίπτονται.

 

Λόγοι έφεσης 5 και 6 στην έφεση 5/2020, λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 4, 5, 6 και 7 στην έφεση 6/2020: Προσωπική Ευθύνη των εφεσειόντων

 

Οι εφεσείοντες στις εφέσεις 5/2020 και 6/2020, με τους πιο πάνω λόγους έφεσης, προβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εφάρμοσε το Άρθρο 143(1) του Ν. 147(Ι) του 2007 και τον Κανονισμό 9(1) της Οδηγίας ΟΔ144-2007-01, και έκρινε ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της Sharelink επέτρεψε να λειτουργεί με τρόπο που να επιτρέπει να παραλαμβάνουν οι εφεσίβλητοι παραποιημένες καταστάσεις και απέδωσε ευθύνη στους εναγόμενους 3-6, 8 και 9, δηλαδή στους εφεσείοντες 1-5 στην έφεση 5/2020 και τον εφεσείοντα 1 στην έφεση 6/2020, λόγω του ότι, κατά τον ισχυρισμό, δεν υπήρχε οποιαδήποτε μαρτυρία περί τούτου.  Υποστηρίχθηκε ότι, ακόμα και αν υπήρχε οποιαδήποτε ευθύνη του Διοικητικού Συμβουλίου, ως συλλογικού οργάνου, για ελλείψεις ή αδυναμίες στις διαδικασίες και πολιτικές της, δεν δικαιολογούσε αυτόματα και την απόδοση προσωπικής ευθύνης στο κάθε μέλος του, ή στο συμπέρασμα ότι κάθε μέλος προκάλεσε προσωπικά τη σχετική ζημιά. Εν πάση περιπτώσει, κατά τους εφεσείοντες, το Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι υπήρξε παράβαση του Κανονισμού 9 της Οδηγίας ΟΔ144-2007-01, καθότι δεν υπάρχει στην Έκθεση Απαίτησης αναφορά στον εν λόγω Κανονισμό, ούτε και αναφορά ότι οι εναγόμενοι 3-6, 8 και 9, λόγω της παράλειψης να συμμορφωθούν με τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του Κανονισμού 9, προκάλεσαν τη ζημιά των εφεσίβλητων, δηλαδή δεν δικογραφείται η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιάς και της παράλειψης συμμόρφωσης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφορικά με την ευθύνη των εναγομένων 3-6, 8 και 9, υπέμνησε τα ακόλουθα:

 

«Σε σχέση με την ευθύνη των Εναγομένων 3-6, 8 και 9 σχετικός είναι ο Καν. 9 της Οδηγίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για τις Προϋποθέσεις Χορήγησης Άδειας και Λειτουργίας ΚΕΠΕΥ ΟΔ144-2007-01  (Κ.Δ.Π. 426/2007, ημερ. 2.11.2007, σήμερα Κ.Δ.Π. 473/2012, ημερ. 26.11.2012 ), που επίσης θεσπίστηκε δυνάμει του Νόμου,  που προνοεί ότι:

 

«(1) . . Ειδικότερα, τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη και το διοικητικό συμβούλιο υποχρεούνται να αξιολογούν και να επανεξετάζουν περιοδικά την αποτελεσματικότητα των πολιτικών, των ρυθμίσεων και των διαδικασιών που έχουν θεσπιστεί για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο Νόμο και στην παρούσα Οδηγία και να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για τη διόρθωση τυχόν αδυναμιών.»

 

Είχαν συνεπώς οι Εναγόμενοι 3-6, 8 και 9 υποχρέωση να αξιολογούν και να επανεξετάζουν περιοδικά την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων και των διαδικασιών που είχαν θεσπιστεί για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο Νόμο και στην πιο πάνω Οδηγία και να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για τη διόρθωση τυχόν αδυναμιών.

 

Δεν ανταποκρίθηκαν σε αυτά τους τα καθήκοντα.  Επέτρεψαν στην Εταιρεία να λειτουργεί με τρόπο που να επιτρέπει οι καταστάσεις που εκδίδονταν προς τους πελάτες να μην φτάνουν ποτέ σε αυτούς και αυτοί να παραλαμβάνουν άλλες καταστάσεις που επιτρεπόταν να ετοιμάζονται κατά τρόπο που καθιστούσε πολύ εύκολο να παραποιούνται τα στοιχεία και να δίνεται αναληθής και παραπλανητική εικόνα στους πελάτες αναφορικά με τις επενδύσεις τους.  Ενώ οι αδυναμίες του συστήματος ήταν γνωστές και είχαν συζητηθεί σε συνεδριάσεις στις οποίες λάμβαναν μέρος αξιωματούχοι της Εταιρείας, δεν υπήρξε άμεση αποκατάσταση.  Οι Εναγόμενοι 3-6, 8 και 9 απέτυχαν να συμμορφωθούν με τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του Καν. 9(1) της Οδηγίας ΟΔ144-2007-01  και είναι συνεπώς δυνάμει των προνοιών του άρθρου 143(1) του Νόμου υπόχρεοι να αποζημιώσουν τους Ενάγοντες από τις ζημιές που έχουν υποστεί λόγω της παράλειψης τους και παραβίασης των υποχρεώσεων τους δυνάμει της Οδηγίας και κατ' επέκταση του Νόμου.»

 

Συμφωνούμε με την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα ως προς τον τρόπο εφαρμογής του Κανονισμού 9(1) της Οδηγίας ΟΔ144-2007-01 σε συνάρτηση με το Άρθρο 143 του Ν.147(Ι)/2007.  Οι εναγόμενοι 3-6, 8 και 9 - εφεσείοντες στις εφέσεις 5/2020 και  6/2020, ως μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Sharelink, είχαν υποχρεώσεις με βάση τον Κανονισμό 9(1) της σχετικής Οδηγίας, στις οποίες αναφέρθηκε αναλυτικά το πρωτόδικο Δικαστήριο και τις οποίες παρέβησαν, συνεπώς, ορθώς απεφάσισε το Δικαστήριο ότι δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 143(1) του Ν. 147(Ι)/2007, θα έπρεπε να αποζημιώσουν για τις ζημιές που προκλήθηκαν στους εφεσίβλητους. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό, μετά από επιμελή αξιολόγηση της σχετικής μαρτυρίας.

 

Είναι γεγονός ότι δεν υπάρχει ρητή αναφορά στον Κανονισμό 9 της Οδηγίας ΟΔ144-2007-01 στην Έκθεση Απαίτησης.   Όμως, γίνεται αναφορά στον Ν.144(Ι)/2007.  Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, το Άρθρο 143(1) του εν λόγω Νόμου αναφέρεται σε «Οποιοδήποτε ενεργεί κατά παράβαση του παρόντος Νόμου ή/και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών ή/και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006».  Περαιτέρω, οι  εφεσίβλητοι, στην παράγραφο 217 της Έκθεσης Απαίτησης τους, κάνουν αναφορά στο ότι όλοι οι εναγόμενοι και/ή οποιοσδήποτε από αυτούς ενήργησαν «κατά παράβαση των εκ του Νόμου καθηκόντων τους και/ή κατά παράβαση των εκάστοτε οδηγιών της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που διέπουν την επαγγελματική συμπεριφορά επιχειρήσεων όπως ήταν οι Εναγόμενοι 1».  Δίδονται, επίσης, λεπτομέρειες των εν λόγω παραβάσεων.  Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με τη Δ.19 Θ.4 των τότε ισχυόντων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, κάθε δικόγραφο θα πρέπει να περιέχει μόνο μία συνοπτικής μορφής έκθεση των ουσιωδών γεγονότων που στηρίζουν την απαίτηση. Συνεπώς, δεν ήτο επιβαλλόμενο να δικογραφηθεί ο Κανονισμός 9 της Οδηγίας ΟΔ144-2007-01. Επιπροσθέτως, στην παράγραφο 225 της Έκθεσης Απαίτησης την οποία και παραθέτουμε, γίνεται ρητή αναφορά στο ότι οι εναγόμενοι - εφεσείοντες προκάλεσαν ζημιά στους εφεσίβλητους:

 

«Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι οι Εναγόμενοι 2-9 είναι συνυπεύθυνοι προσωπικά για τις απώλειες και ζημιές των Εναγόντων με δεδομένο ότι οι Εναγόμενοι 1 παρέβηκαν τις υποχρεώσεις τους έναντι των Εναγόντων δυνάμει του Περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου 2007».

 

Κρίνουμε ότι το εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες στην έφεση 5/2020 και 6/2020 είχαν ευθύνη να αποζημιώσουν τους εφεσίβλητους ήτο τεκμηριωμένο και εύλογο και καλύπτετο από τη δικογραφία.

 

Οι λόγοι έφεσης 5 και 6 στην έφεση 5/2020 και οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 4, 5, 6 και 7 στην έφεση 6/2020, απορρίπτονται.

 

Λόγος έφεσης 12 στην έφεση 6/2020

 

Με τον πιο πάνω λόγο προβάλλεται η θέση ότι λανθασμένα το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η Ε.Κ.Κ., ως η αρμόδια ρυθμιστική αρχή, δεν επέβαλε οποιαδήποτε κύρωση στην Sharelink ή στα μέλη του Διοικητικού της Συμβουλίου.

 

Ο πιο πάνω λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο γεγονός ότι η Ε.Κ.Κ. δεν εξέδωσε οποιαδήποτε απόφαση, εφόσον προέκυψε ζήτημα σε σχέση με τη σύνθεση της Διερευνητικής Επιτροπής που εξέδωσε το πόρισμα, και η υπόθεση αρχειοθετήθηκε.  Ορθώς δε κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αστική ευθύνη της Sharelink κρίνετο από τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε κατά την εκδίκαση της αγωγής και όχι από τη γνώμη οποιουδήποτε οργάνου.

 

Ο λόγος έφεσης 12 στην έφεση 6/2020, απορρίπτεται.

 

Λόγοι έφεσης 18, 19, 20, 21, 22 και 23 στην έφεση 6/2020: Αστικό Αδίκημα της απάτης

 

Με τους πιο πάνω λόγους έφεσης προωθείται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δικαιολογείτο, στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας, να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πληρούντο τα συστατικά στοιχεία του αστικού αδικήματος της απάτης με βάση το Άρθρο 36 του Κεφ. 148.

 

Ειδικότερα, προσβάλλεται το εύρημα του Δικαστηρίου ότι εάν ο χρηματιστηριακός λογαριασμός της εφεσίβλητης 2 δεν πιστώνετο με το ποσό των €200.000,00 από τον Φαλέκο και παρουσίαζε μικρότερο υπόλοιπο, τότε οι εφεσίβλητοι θα θορυβούντο και θα διερευνούσαν το θέμα, ως επίσης και το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο σκοπός του Φαλέκου ήτο να εξαπατήσει όλη την οικογένεια, με το επιχείρημα ότι το εύρημα αυτό δεν υποστηρίζεται από την προσαχθείσα μαρτυρία και ότι δεν δικογραφείται.  Ως μη υποστηριζόμενο από την προσαχθείσα μαρτυρία και ως μη δικογραφημένο βάλλεται και το  συμπέρασμα του Δικαστηρίου πως η παράδοση εκ μέρους του Φαλέκου καταστάσεων λογαριασμών με αναληθή στοιχεία, εξώθησε τους εφεσίβλητους να συμβληθούν με την Sharelink και, ακολούθως, να συνεχίσουν τη συνεργασία τους, με περαιτέρω ζημιές.  Προβάλλεται, ακόμα, πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι οι πρώτες παραπλανητικές καταστάσεις λογαριασμών των χαρτοφυλακίων των εφεσίβλητων που τους παρέδωσε ο Φαλέκος, αφορούσαν περίοδο μετά που κατέθεσαν στους λογαριασμούς το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων που επένδυαν, συνεπώς η αρχική κατάθεση χρημάτων από τους εφεσίβλητους δεν βασίστηκε, ούτε προκλήθηκε από οποιαδήποτε ψευδή δήλωση εκ μέρους του Φαλέκου. 

 

Κανένας από τους πιο πάνω λόγους έφεσης δεν ευσταθεί.  Ήδη έχουμε παραθέσει πιο πάνω απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης από το οποίο προκύπτει η αξιολόγηση της μαρτυρίας για τα πιο πάνω ζητήματα. Το Δικαστήριο επεξήγησε λεπτομερώς, με ποιο τρόπο ο Φαλέκος, με την παρουσίαση ψευδών καταστάσεων, εξαπάτησε τους εφεσίβλητους.  Τα ευρήματα και συμπεράσματα του Δικαστηρίου συνάδουν με τη μαρτυρία, η οποία έτυχε σωστής αξιολόγησης. 

 

Οι ισχυρισμοί ότι κανείς από τους εφεσίβλητους ανέφερε ότι βασίστηκε στις αποδόσεις του χρηματιστηριακού λογαριασμού της εφεσίβλητης 2, δεν ευσταθεί.  Τουναντίον, οι εφεσίβλητοι, στις γραπτές καταθέσεις τους, αυτό ακριβώς ανέφεραν, ότι δηλαδή βασίστηκαν στις αποδόσεις του χαρτοφυλακίου της εφεσίβλητης 2.  Ενδεικτικά παραπέμπουμε στη γραπτή κατάθεση της εφεσίβλητης 5 (Τεκμήριο 15) η οποία ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«2.  Γνώριζα από την Οικογένεια και από τις πληροφορίες που μου έδωσε ο ίδιος ο Φαλέκος στη συνάντηση γνωριμίας μας, ότι ο Φαλέκος είχε διευθυντική θέση στην Sharelink και συγκεκριμένα ότι ήταν Wealth Management Executive.

..............................

10. . Εγώ δεν μελετούσα τις καταστάσεις ούτε γνώριζα τα προϊόντα στα οποία ο Φαλέκος επένδυε εκ μέρους τόσο εμένα όσο και των παιδιών μου, αλλά του έδειχνα, όπως όλοι μας, εμπιστοσύνη λόγω των θετικών αποτελεσμάτων που είχε παρουσιάσει στα υπόλοιπα μέλη της Οικογένειας και λόγω των θετικών, δήθεν, αποτελεσμάτων που παρουσίαζε σ' εμάς αναφορικά με το κοινό χαρτοφυλάκιο μου στις καταστάσεις του, τις οποίες συζητούσε μαζί με τον γιό μου.»

 

Ούτε και συμφωνούμε με τη θέση ότι τα πιο πάνω ευρήματα του Δικαστηρίου, αναφορικά με τις ψευδείς παραστάσεις του Φαλέκου στις οποίες βασίστηκαν οι εφεσίβλητοι και επένδυσαν τα κεφάλαια τους, δεν δικογραφούνται.  Στην Έκθεση Απαίτησης, η οποία απαριθμεί 225 παραγράφους, οι πιο πάνω ισχυρισμοί καλύπτονται επαρκώς.  Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στην Έκθεση Απαίτησης αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«102. Ο Ενάγοντας 1 γνώρισε τους Εναγόμενους 1 μέσω της αδελφής του Ενάγουσας 2, η οποία στο μεταξύ είχε αναπτύξει την πιο πάνω αναφερόμενη συνεργασία μαζί τους.

 

103.    Συγκεκριμένα πληροφορήθηκε ότι είναι μια καλή περίπτωση σοβαρής εταιρείας για να επενδύσει ένα ποσό και η αδελφή του τον γνώρισε με τον εναγόμενο 2.

 

104.    Μέχρι τότε, ο Εναγόμενος 2 και κατ' επέκταση οι Εναγόμενοι 1 είχαν κερδίσει την εμπιστοσύνη της Ενάγουσας 2 με τις «επιτυχείς» επενδύσεις που φαίνονταν ότι έκαναν για λογαριασμό της και σιγά-σιγά κατόρθωσαν να πείσουν και τον πατέρα του Ενάγοντος 1 να επενδύσει και να εμπιστευτεί στους Εναγόμενους 1 στις 9.10.2007 το ποσό των €1.201.118,68». 

 

Εσφαλμένη είναι και η θέση των εφεσειόντων πως το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι οι πρώτες παραπλανητικές καταστάσεις λογαριασμών που παρέδωσε στους εφεσίβλητους ο Φαλέκος, έλαβαν χώρα μετά που κατέθεσαν το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων που επένδυσαν.  Βαρύνουσας σημασίας αποτελεί το γεγονός ότι η συνεργασία της οικογένειας Κίρζη ξεκίνησε αρχικά με τη διαχείριση από την Sharelink, μέσω του Φαλέκου, του χρηματιστηριακού λογαριασμού της εφεσίβλητης 2, κατά τρόπο παραπλανητικό.  Πρώτη επίσης η εφεσίβλητη 2 έκανε έμβασμα σε τράπεζα του εξωτερικού για σκοπούς επένδυσης στις 10.5.2007 και παρέλαβε από τον Φαλέκο 14 μηνιαίες καταστάσεις ημερομηνίας από 29.9.2007 μέχρι 30.11.2018.  Ακολούθησε ο πατέρας της, ο οποίος άνοιξε λογαριασμό στο εξωτερικό στις 11.10.2007, δηλαδή μετά την πρώτη μηνιαία κατάσταση λογαριασμού που παρέδωσε ο Φαλέκος στην εφεσίβλητη 2.

 

Συνακόλουθα, οι λόγοι έφεσης 18, 19, 20, 21, 22 και 23 στην έφεση 6/2020, απορρίπτονται.

 

Λόγος έφεσης 5 στην έφεση 4/2020 και λόγοι έφεσης 24 και 25 στην έφεση αρ. 6/2020: Οι Ζημιές

 

Με τους πιο πάνω λόγους έφεσης, προβάλλεται η θέση ότι η αξιολόγηση και ο καθορισμός των ζημιών των εφεσιβλήτων ήτο λανθασμένη. Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι από τη στιγμή που οι ενάγοντες επέλεξαν  να επιβεβαιώσουν (affirm) τις συμφωνίες με την Sharelink και να αξιώσουν αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να προχωρήσει με την επιδίκαση αποζημιώσεων για το αστικό αδίκημα της απάτης στη βάση της θέσης στην οποία θα βρίσκονταν οι εφεσίβλητοι, αν δεν υπήρχαν οι ψευδείς παραστάσεις του Φαλέκου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στην Doyle v. Olby (Ironmongers) Ltd [1969] 2 Q.B. 158, υπενθύμισε την αρχή της νομολογίας ότι ο ενάγοντας είναι υπόχρεος να μετριάσει τις ζημιές του, όταν ανακαλύψει την απάτη.  Κατέγραψε, επίσης, ότι οι εφεσίβλητοι προσπάθησαν να μετριάσουν τις ζημιές τους και ρευστοποίησαν μέρος του χαρτοφυλακίου τους.  Οι εφεσίβλητοι παρουσίασαν μαρτυρία εγκεκριμένης τεχνικού λογιστικής, της  Αλεξάνδρου (Μ.Ε.2), υπαλλήλου στις επιχειρήσεις Κίρζη, ως επίσης και τη μαρτυρία της Παναγή (Μ.Ε.8), η οποία είχε γνώσεις λογιστικής και επίσης εργαζόταν στις επιχειρήσεις Κίρζη, οι οποίες ετοίμασαν καταστάσεις με τις ζημιές σε κάθε λογαριασμό που τους ανατέθηκε.  Το Δικαστήριο προέβη στην ακόλουθη ανάλυση της μαρτυρίας:

 

«Η μαρτυρία είναι συντριπτική.  Επαναλαμβάνεται το εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι καταστάσεις που ο Φαλέκος παρέδιδε στους Ενάγοντες ήταν πλαστές και παρουσίαζαν τα χαρτοφυλάκια να αξίζουν περισσότερο από όσο στην πραγματικότητα.   Περαιτέρω, αναδείχθηκε ότι διαφορές υφίσταντο και μεταξύ των καταστάσεων της Julius Baer και της Credit Suisse που αποστέλλονταν στην Sharelink και των καταστάσεων της τελευταίας, πλην όμως, αυτές της Sharelink περίγραφαν την αξία με περιορισμένη απόκλιση, πάντοτε μικρότερη.

 

Η Αλεξάνδρου και η Παναγή ετοίμασαν καταστάσεις αναφορικά με τις ζημιές στον κάθε λογαριασμό που τους ανατέθηκε.  Οι καταστάσεις εμπεριέχουν απλές αριθμητικές πράξεις με στοιχεία που στο τέλος δεν αμφισβητήθηκαν ως τέτοια.  Εφόσον κανένα επιμέρους στοιχείο δεν αμφισβητήθηκε, ούτε και η ακεραιότητα των δύο λογιστριών στο ότι χρησιμοποίησαν τα ακριβή στοιχεία όπως προέκυπταν από τα έγγραφα και πληροφορίες που τέθηκαν στη διάθεση τους το Δικαστήριο δεν θα εμπλακεί στα επιμέρους ποσά που απαρτίζουν την κάθε ενότητα τα οποία αποδέχεται ως ορθά. Ούτε η Αλεξάνδρου, ούτε η Παναγή εισήγαγαν την όποια υποκειμενική κρίση.  Ακόμα και εκεί όπου πρόσθεσαν την ελάχιστη αναμενόμενη απόδοση κάθε χαρτοφυλακίου σύμφωνα με τις υποσχέσεις του Φαλέκου, το έπραξαν κατ' εντολή.  Οι καταστάσεις συνιστούν συγκεντρωτικούς πίνακες που μπορεί να βοηθήσουν στον επιδικασμό των αποζημιώσεων εφόσον κριθεί ότι η ορθή βάση υπολογισμού των ζημιών είναι οι προσθαφαιρέσεις που έγιναν στα ποσά που κατατέθηκαν σε κάθε λογαριασμό.

..................................

Εν κατακλείδι, η αποζημίωση των Εναγόντων πρέπει να ισούται με την απώλεια που υπέστηκαν από το γεγονός ότι βασίστηκαν στις παραστάσεις του Φαλέκου και πρέπει να υπολογιστούν κατά τρόπο ώστε να αποκαταστήσουν τους Ενάγοντες στην κατάσταση που θα βρίσκονταν εάν δεν είχαν βασιστεί σε αυτές, δηλαδή εάν δεν συνεργάζονταν με την Sharelink στην βάση δηλαδή της απόδοσης σε αυτούς των χρημάτων που απώλεσαν.

 

Περαιτέρω, προς αποκατάσταση της ζημιάς, οι Ενάγοντες δικαιούνται τόκο επί των επιδικασθέντων ποσών με το επιτόκιο με το οποίο υπολογίζεται ο νόμιμος τόκος, που είναι ορθό και δίκαιο να πληρωθεί από την καταβολή του κάθε ποσού που διατέθηκε συνεπεία δόλου, σύμφωνα με το άρθρο 33(2) των περί Δικαστηρίων Νόμων

 

Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση ότι ο τρόπος υπολογισμού της ζημιάς των εφεσίβλητων ήτο λανθασμένος.  Οι καταστάσεις που ετοίμασαν οι μάρτυρες των εφεσίβλητων Αλεξάνδρου και Παναγή δεν αμφισβητήθηκαν. Όπως εύστοχα παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι εναγόμενοι, παρόλο που ήτο η θέση τους ότι ο τρόπος υπολογισμού ήτο αυθαίρετος και ανακριβής, εντούτοις δεν υπέδειξαν οποιοδήποτε άλλο τρόπο, όχι ότι είχαν το βάρος απόδειξης, αλλά για να το αντιπαραβάλουν με τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε και να υποδείξουν τυχόν αδυναμίες του.  Ορθώς δε υπέδειξε ότι η «πεμπτουσία της υπόθεσης» ήτο ότι εάν δεν προηγούνταν οι ψευδείς παραστάσεις και ο δόλος από τον Φαλέκο, οι εφεσίβλητοι δεν θα εμπλέκονταν στις επίδικες συνεργασίες.  Ορθώς, συνεπώς αποφάσισε ότι η αποζημίωση θα έπρεπε να υπολογιστεί κατά τρόπο ώστε να αποκατασταθούν οι εφεσίβλητοι στην κατάσταση που θα βρίσκονταν αν δεν συνεργάζονταν με την Sharelink.  Κρίνουμε ότι δεν έχει καταδειχθεί οποιοσδήποτε λόγος για παρέμβαση μας.

 

Οι λόγοι έφεσης 5 στην έφεση 4/2020 και οι λόγοι έφεσης 24 και 25 στην έφεση 6/2020 απορρίπτονται.

 

Λόγοι έφεσης 27 και 28 στην έφεση 6/2020

 

Με τους πιο πάνω λόγους έφεσης προσβάλλεται η εκκαλούμενη απόφαση ως μη επαρκώς αιτιολογημένη, αφενός μεν επειδή, κατά τον εφεσείοντα, το Δικαστήριο παρέλειψε να αναφερθεί, υπό μορφή σύνοψης, στη μαρτυρία που παρουσιάστηκε από τους εφεσείοντες, να την αξιολογήσει και να αναφέρει ποιο μέρος αποδέχεται και ποιο απορρίπτει και αφετέρου επειδή το Δικαστήριο αποδέχθηκε ως ορθή τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε από την πλευρά των εφεσιβλήτων, χωρίς να την αξιολογήσει και την παρέθεσε στην απόφαση του ως αν να αποτελούσε τα ευρήματα του, χωρίς να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση, ή αιτιολόγηση γι' αυτό.

 

Κατ' αρχάς να αναφέρουμε ότι είναι νομολογημένο πως δεν υπάρχει προδιαγραμμένη δομή δικαστικής απόφασης και ότι ο τρόπος συγγραφής της εναπόκειται στην κρίση του Δικαστή (βλ. Demari Kronos Ltd v. Gray κ.ά., Πολιτική Εφεση Αρ. 264/2014, ημερομηνίας 22.2.2023, ECLI:CY:AD:2023:A62, ECLI:CY:AD:2023:A62).

 

Όπως δε τονίστηκε στην Ζερβός v. Hellenic Bank Public Company Ltd (2013) 1 Α.Α.Δ. 2357:

 

«Η συγγραφή της δικαστικής απόφασης είναι ζήτημα το οποίο επαφίεται στην κρίση του Δικαστή (Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98 και Σωκράτους ν. Gruppo Editoriale Febbri - Bompiani (1997) 1 Α.Α.Δ. 1204). Δεν είναι απαραίτητη η χρήση των όρων «αξιοπιστία» και «ευρήματα» (Γενικός Εισαγγελέας ν. Μαλιώτης (Αρ. 2) (1998) 2 Α.Α.Δ. 167), ούτε και επιβάλλεται η επανάληψη του συνόλου της μαρτυρίας ή η αναφορά σε κάθε πτυχή της, ενώ αχρείαστες λεπτομέρειες και επαναλήψεις πρέπει να αποφεύγονται (Πολάτογλου ν. Μασούρα (2004) 1 Α.Α.Δ. 150). Η ανάλυση της μαρτυρίας πρέπει να εστιάζεται σε εκείνα τα θέματα που έχουν άμεση σχέση με τα επίδικα θέματα, τα οποία πρέπει να προσδιορίζονται στις σωστές τους διαστάσεις και να επιλύονται πάνω σε αιτιολογημένη βάση (Κρητικού ν. Π. Γ. Παυλίδης Enterprises Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 969).»

 

Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, η ακρόαση της υπόθεσης ήτο μακρά.  Τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τεράστιος όγκος μαρτυρίας. Η απόφαση απαριθμεί 67 σελίδες μέσα από τις οποίες η μαρτυρία συνοψίζεται με ακρίβεια και σαφήνεια.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε ανάλυση και αξιολόγηση της ουσιώδους μαρτυρίας και προέβη σε διαπιστώσεις και ευρήματα τα οποία ήταν ορθά και αιτιολογημένα και δεν επιδέχονται οποιασδήποτε δικής μας παρέμβασης.

 

Οι λόγοι έφεσης 27 και 28 στην έφεση 6/2020 απορρίπτονται.

 

Λόγος έφεσης 26 στην έφεση 6/2020: Τόκος

 

Με τον πιο πάνω λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα διατήρησε τον τόκο από 1.1.2019 στα 3,5% και δεν τον καθόρισε στα 2%, σύμφωνα με την Κ.Δ.Π. 375/2018.  Η πλευρά των εφεσιβλήτων αποδέχθηκε τη θέση αυτή.

 

Ο δικαστικός τόκος από 1.1.2019, σύμφωνα με την Κ.Δ.Π. 375/2018 έχει καθοριστεί στα 2%.  Από το διατακτικό της απόφασης, διαπιστώνουμε ότι η δεδηλωμένη πρόθεση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία αποτέλεσε και τη σχετική γενική διαταγή του, ήταν η επιδίκαση νόμιμου τόκου, ως αυτός προνοείται και ισχύει δυνάμει του Άρθρου 33 του Ν. 14/1960.   Το πρωτόδικο Δικαστήριο, απέδωσε λεπτομερώς το περιεχόμενο της γενικής διαταγής του, ως προς την επιδίκαση του τόκου, και τούτο προφανώς για να είναι το ποσό πλήρως διασαφηνισμένο κατά τον χρόνο της εκτέλεσης της απόφασης, όμως, εκ παραδρομής, δεν αναφέρθηκε στη μεσολάβηση του γεγονότος του καθορισμού του Δικαστικού Επιτοκίου, από τον Υπουργό Οικονομικών, σε 2% από την 01.01.2019 (Κ.Δ.Π. 375/2018).  Ως εκ τούτου, αναπόφευκτα, ο λόγος έφεσης 26 είναι βάσιμος.  Συνεπώς, το πιο πάνω εξειδικευμένο διατακτικό μέρος της απόφασης, που αφορά στον τόκο, χρήζει διόρθωσης με την προσθήκη, μετά την ημερομηνία «1.1.2017» και πριν τις λέξεις «μέχρι εξοφλήσεως», κατά τρόπο που ενδιάμεσα αυτών να προστεθούν οι λέξεις και αριθμοί «μέχρι 31.12.2018 και 2% από 01.01.2019», ούτως ώστε το κείμενο της απόφασης να διαβάζεται ως ακολούθως:

 

«όλα τα ποσά θα φέρουν τόκο από τις πιο πάνω αντίστοιχες ημερομηνίες με επιτόκιο όπως ο εκάστοτε σε ισχύ νόμιμος τόκος, δηλαδή 8% μέχρι 15.10.2008, 5,5% από 15.10.2008 μέχρι 1.1.2015, 4% από 1.1.2015 μέχρι 1.1.2017 και 3,5% από 1.1.2017 μέχρι 31.12.2018 και 2% από 01.01.2019 μέχρι εξοφλήσεως.»

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Κατ' ακολουθία των πιο πάνω, οι Πολιτικές Εφέσεις 4/2020 και 5/2020 απορρίπτονται. Επιτυγχάνει, μερικώς, λόγω της βασιμότητας του λόγου έφεσης 26, η έφεση 6/2020.  Η εκκαλούμενη απόφαση επικυρώνεται, εκτός του μέρους της απόφασης που αφορά τον τόκο, για τον οποίο εκδίδεται διάταγμα διόρθωσης, ως ανωτέρω. 

 

Επιδικάζονται, σε κάθε μια, ξεχωριστά, από τις εφέσεις 4/2020 και 5/2020, έξοδα €7.400,00 πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον των εφεσειόντων.  Ως προς την έφεση 6/2020, λόγω της μορφής που είχε η βασιμότητα του λόγου έφεσης 26 από τη μια και λόγω της αποτυχίας των υπόλοιπων 30 λόγων έφεσης από την άλλη, κρίνουμε δίκαιο όπως η κάθε πλευρά επωμισθεί τα έξοδα της.

 

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

                                                                   Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο