ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 377/2019)
29 Νοεμβρίου, 2024
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]
EVDORAS KOUPPIS LTD,
Εφεσείουσα,
v.
KPMG LIMITED,
Εφεσίβλητη.
____________________
Κ. Καλαβάς για Constantinos Kalavas L.L.C., για την Εφεσείουσα.
Κ. Χατζηλαμπρής για P. Kourides & Co L.L.C., για την Εφεσίβλητη.
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ..
ΑΠΟΦΑΣΗ
TOYMAZH, Δ.: Στις 10.06.2014 εκδόθηκε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης εταιρείας και εναντίον της εφεσείουσας εταιρείας για το ποσό των €2.500,00, πλέον τόκο προς 5,5% ετησίως από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης μέχρι εξόφλησης, πλέον €1.278 έξοδα, πλέον τόκο προς 5,5% ετησίως από την πιο πάνω ημερομηνία, μέχρι εξόφλησης. Μετά την έκδοση της απόφασης, υπήρξε αναστολή εκτέλεσης της από 10.06.2014 για περίοδο ενός έτους, εξαιρουμένων των δικηγορικών εξόδων, χωρίς όμως, με τη λήξη της, να υπάρξει οποιαδήποτε πληρωμή έναντι του εξ' αποφάσεως χρέους της.
Η εφεσίβλητη, στη συνέχεια, καταχώρισε αίτηση έρευνας με την οποία επεδίωξε την εξέταση της οικονομικής κατάστασης της εφεσείουσας εταιρείας, με σκοπό τη διαπίστωση της ικανότητας της να αποπληρώσει το εξ' αποφάσεως χρέος της, με μηνιαίες δόσεις. Ο ενόρκως δηλών, υπάλληλος της εφεσίβλητης, υποστήριξε ότι η εφεσείουσα ασκούσε επιχειρηματικές δραστηριότητες και ότι ήτο σε θέση να καταβάλλει το ποσό των €500 μηνιαίως. Περαιτέρω, υποστήριξε ότι η οικονομική εξέταση ήτο αναγκαία αναφορικά με τις δωρεές, μεταβιβάσεις και επιβαρύνσεις περιουσίας στις οποίες προέβη η εφεσείουσα, ως επίσης και αναφορικά με την απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων εκ μέρους της, με σκοπό την παρεμπόδιση της εκτέλεσης της απόφασης.
Η εφεσείουσα καταχώρισε ειδοποίηση περί προθέσεως ενστάσεως, συνοδευόμενη με ένορκο δήλωση διευθυντή και μετόχου της εταιρείας, ο οποίος ανέφερε ότι η εφεσείουσα ήτο ανενεργή τουλάχιστον από το έτος 2005, ότι δεν διενεργούσε οποιαδήποτε εργασία, ούτε είχε συνάψει συμβόλαιο για διεξαγωγή οποιουδήποτε έργου, ούτε και είχε οποιαδήποτε περιουσία και επομένως, αδυνατούσε να εξοφλήσει τα οφειλόμενα ποσά με την καταβολή μηνιαίων δόσεων. Σύμφωνα με τον ενόρκως δηλούντα, η εφεσείουσα δεν είχε προβεί σε οποιαδήποτε απόκρυψη, δωρεά, μεταβίβαση ή επιβάρυνση περιουσιακών της στοιχείων. Περαιτέρω, προβλήθηκε η θέση ότι υπήρξε αδράνεια λήψης του εν λόγω μέτρου εκτέλεσης από την εφεσίβλητη, έχοντας υπόψη ότι η δικαστική απόφαση είχε εκδοθεί πέντε χρόνια πριν από την καταχώριση της αίτησης έρευνας. Η αδράνεια αυτή οφειλόταν στη γνώση της εφεσίβλητης εταιρείας, ως λογιστές της εφεσείουσας, ότι η τελευταία δεν ήτο σε θέση να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό προς αποπληρωμή του εξ' αποφάσεως χρέους της.
Κατά την εξέταση ενώπιον του Δικαστηρίου, ο ενόρκως δηλών-διευθυντής της εφεσείουσας εξετάστηκε ως προς την οικονομική κατάσταση της εταιρείας, τόσο από τον δικηγόρο της εφεσίβλητης, όσο και από το Δικαστήριο. Ανέφερε ότι η εταιρεία, η οποία ασχολείτο με χωματουργικές εργασίες και η οποία, κατά τη θέση του, ήτο ανενεργή από το 2005, είχε χρέος στο ΦΠΑ, αλλά και σε τράπεζα και ότι η τράπεζα πώλησε τα μηχανήματα της εταιρείας. Παραδέχθηκε ότι ήτο διευθυντής σε δύο άλλες εταιρείες, την D. Kouppis Constructions Co Ltd, με μετόχους τα παιδιά του, η οποία, κατά τον ίδιο, σταμάτησε τις δραστηριότητες της και την εταιρεία D. Kouppis & Sons Constructions Co Ltd. Δεν αμφισβήτησε θέση του δικηγόρου της εφεσίβλητης ότι η εταιρεία D. Kouppis Constructions Co Ltd ιδρύθηκε το 2005, όταν δηλαδή κατέστη ανενεργή, σύμφωνα με τον ισχυρισμό, η εφεσείουσα εταιρεία, κατά την εξέταση όμως από το Δικαστήριο, σε σχετική ερώτηση ανέφερε: «Α. Το 2007 νομίζω.». Όπως κατέθεσε ο ενόρκως δηλών, η εφεσείουσα δεν μπορούσε να καλύψει τις υποχρεώσεις της και αναγκάστηκε να κλείσει.
Η αίτηση έρευνας υποβλήθηκε δυνάμει του Άρθρου 82 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6. Ο πρωτόδικος Δικαστής, στην εκκαλούμενη απόφαση, προέβη σε εκτενή ανάλυση της σχετικής νομολογίας. Τόνισε πως η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει διατάγματα αποπληρωμής χρέους με μηνιαίες δόσεις αποσκοπεί στη διασφάλιση της εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων. Αναφέρθηκε στη νομολογιακή αρχή ότι η διαδικασία εξέτασης της οικονομικής κατάστασης εξ αποφάσεως οφειλέτη λαμβάνει ουσιαστικά ανακριτικό χαρακτήρα και αποβλέπει στην παροχή ευχέρειας στο Δικαστήριο να κρίνει, μετά τη διεξαγωγή της δέουσας έρευνας σχετικά με τα οικονομικά μέσα του χρεώστη, κατά πόσο ο χρεώστης είναι σε θέση να αποπληρώσει το χρέος του με δόσεις, ή μέσω άλλου προβλεπόμενου διατάγματος και πως ο επακριβής καθορισμός του ποσού επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου (βλ. Φλαγκοφάς v. Αταλέζα Λτδ (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 686 και Lacey v. Παναγιώτου Σιήκ, Πολιτική Έφεση Αρ. 85/2015 ημερομηνίας 28.09.2023, ECLI:CY:AD:2023:A208).
Το Δικαστήριο έκανε, επίσης, αναφορά στο Άρθρο 84(2) του Κεφ.6. Παραθέτουμε ολόκληρο το Άρθρο, το οποίο προνοεί τα εξής:
«Εξέταση
84.-(1) Ο εξ αποφάσεως οφειλέτης όταν εμφανίζεται ή εξαναγκάζεται να εμφανισθεί ενώπιον Δικαστηρίου δυνάμει του Μέρους αυτού, εξετάζεται ενόρκως από ή εκ μέρους του εξ αποφάσεως πιστωτή και από το Δικαστήριο αναφορικά με-
(α) Την ικανότητα του να πληρώσει το οφειλόμενο ποσό
(β) την αποκάλυψη περιουσιακών στοιχείων τα οποία μπορούν να διατεθούν για την πληρωμή του χρέους· και
(γ) τη διάθεση οποιωνδήποτε περιουσιακών στοιχείων στην οποία προέβη μετά τη δημιουργία ή τη γένεση της αστικής ευθύνης.
(2) Ο εξ αποφάσεως οφειλέτης υποχρεούται να παρουσιάσει ενόρκως ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο νόμιμα θεωρούμενο υποκατάστατο του όρκου όλα τα βιβιλία, έγγραφα, συμβόλαια, καταστάσεις λογαριασμών, αποδείξεις και άλλα παρόμοια αποδεικτικά τα οποία βρίσκονται στην κατοχή του ή υπό τον έλεγχο του ή στη φύλαξη ή κάτω από τον έλεγχο τρίτου και τα οποία σχετίζονται με περιουσία που δύναται ή εδύνατο να διατεθεί για σκοπούς πληρωμής τους χρέους.
(3) Άνευ επηρεασμού της γενικότητας του εδαφίου (2), ο οφειλέτης υποχρεούται να αποκαλύψει στο Δικαστήριο με οποιοδήποτε τρόπο τα πιο κάτω στοιχεία:
(α) Το όνομα και τη διεύθυνση του εργοδότη του ή άλλου προσώπου το οποίο του καταβάλλει μισθούς ή άλλα ποσά
(β) λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τις απολαβές πραγματικές ή αναμενόμενες
(γ) αντίγραφα όλων των καταστάσεων λογαριασμών που διατηρεί σε τραπεζικά ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα
(δ) οποιαδήποτε εισοδήματα από εργασία ή άλλες πηγές
(ε) τις ανάγκες του ιδίου και της οικογένειας του
(στ) οποιαδήποτε άλλη πληροφορία η οποία είναι αναγκαία για σκοπούς του παρόντος άρθρου.»
Το Δικαστήριο υπέμνησε την απόφαση S. X. v. X. X., Έφεση Αρ. 31/2015, ημερομηνίας 19.10.2018, όπου επεξηγείται η εμβέλεια του Άρθρου 84(2) του Κεφ. 6, ως εξής:
«Στη βάση του εδαφίου (2) του άρθρου 84 (πιο πάνω), ο εξ' αποφάσεως οφειλέτης υποχρεούται να παρουσιάσει ενόρκως όλα τα βιβλία, έγγραφα ή αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία βρίσκονται στην κατοχή του, με σκοπό τη διαπίστωση της περιουσιακής του ικανότητας. Ο σκοπός της πιο πάνω νομοθετικής πρόνοιας δεν είναι άλλος παρά να προστατεύσει τον εξ' αποφάσεως πιστωτή, ο οποίος δεν μπορεί να γνωρίζει ποια είναι τα περιουσιακά στοιχεία του εξ' αποφάσεως οφειλέτη τα οποία θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την έκδοση διατάγματος καταβολής του εξ' αποφάσεως χρέους. Καθίσταται, συναφώς, έκδηλο ότι το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους του εξ' αποφάσεως οφειλέτη, ο οποίος θα πρέπει να καταδείξει ότι δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να εξοφλήσει το χρέος του. Υποχρεούται προς τούτο να προβεί σε πλήρη αποκάλυψη των περιουσιακών του στοιχείων. (Βλ. Βασιλειάδης ν. Τσουρή (2007) 1 (Α) Α.Α.Δ. 43 και THE OLD SALT YACHTING CO. LTD. v. Bίκης, Αγ. Ναυτ. 42/2014, ημερ. 11 Ιουλίου 2018, ECLI:CY:AD:2018:D358).»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, έκρινε ατεκμηρίωτη και μη πειστική τη θέση του διευθυντή της εφεσείουσας για αδυναμία καταβολής του χρέους. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα:
«Αυτό που αβίαστα παρατηρείται τόσο μέσα από την ένορκη δήλωση του μάρτυρα, υπό την ιδιότητα του διευθυντή της Καθ' ης η αίτησης, όσο και από την ένορκη μαρτυρία του, είναι η μη προσκόμιση από μέρους του, ως ήταν υποχρέωση της εν λόγω εταιρείας, οποιονδήποτε στοιχείων, εγγράφων, λεπτομερειών και πληροφοριών που να εκθέτουν, αναλύουν και εξηγούν την οικονομική κατάσταση της Καθ' ης αίτησης. Η μη προσκόμιση οποιονδήποτε τεκμηρίων τόσο στην ένορκη δήλωση της ένστασης όσο και στην ακρόαση της αίτησης αποδεικνύουν τη μη συμμόρφωση της Καθ' ης αίτησης δια του διευθυντή της στην πιο πάνω υποχρέωση της. Η Καθ' ης η αίτηση εκπροσωπήθηκε στην παρούσα διαδικασία από δικηγόρο και όφειλε να γνωρίζει την πιο πάνω υποχρέωση της και να συμμορφωθεί.
Δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι ο μάρτυρας είπε ότι δεν μπορούσε να προσκομίσει έγγραφα που να δείχνει την οικονομική κατάσταση της εταιρείας. Ωστόσο δεν έδωσε οποιοδήποτε ικανοποιητικό λόγο γι' αυτό. Δεν εξήγησε γιατί ήταν δύσκολο για τον ίδιο να το πράξει τη στιγμή που, όπως o ίδιος είπε, κάθε τρεις μήνες για τόσα χρόνια συμπληρώνει έντυπο του Φ.Π.Α. καταγράφοντας μηδενικά ποσά ως εισοδήματα. Δεν μπορώ να αντιληφθώ πως ήταν δύσκολο για τον ίδιο να αποταθεί στο Γραφείο του Εφόρου Εταιρειών και να εξασφαλίσει έγγραφα που να καταδεικνύουν τον ισχυρισμό του ότι η εταιρεία είναι ανενεργή από το έτος 2005. Πόσο δύσκολο ήταν για τον ίδιο να αποταθεί στην Τράπεζα Κύπρου στην οποίαν η εταιρεία διατηρεί λογαριασμό και να παραλάβει επιστολή που να περιέχει λεπτομέρειες για την τύχη των μηχανημάτων της Καθ' ης η αίτηση προκειμένου να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του περί πώλησης τους. Αδυνατώ να κατανοήσω γιατί δεν παρουσίασε έγγραφο από το κτηματολόγιο που να αποδεικνύει τον ισχυρισμό του ότι η Καθ' ης η αίτηση στερείται ακίνητης ιδιοκτησίας στην οποίαν να έχει συμφέρον. Επίσης ο μάρτυρας επικαλέστηκε την ύπαρξη δύο τραπεζικών λογαριασμών στην Τράπεζα Κύπρου, ήτοι ένα με μηδενικό υπόλοιπο και ένα με χρεωστικό υπόλοιπο €15.000‑€20.000 που αφορά οφειλή της Καθ' ης αίτησης στην εν λόγω τράπεζα, πλην όμως δεν προσκόμισε αντίγραφα των εν λόγω τραπεζικών λογαριασμών για να στοιχειοθετήσει τον εν λόγω ισχυρισμό του αλλά και τη θέση του ότι εφόσον δεν παρατηρείται κίνηση στη λειτουργία η εταιρεία είναι ανενεργή για το χρονικό διάστημα που είπε, παρόλο ότι ήταν εύκολο να το πράξει.
Για όλα τα πιο πάνω δεν δόθηκε καμία πειστική εξήγηση από το μάρτυρα. Αντί αυτού περιορίστηκε σε γενικές και αόριστες αναφορές που ήταν κενού περιεχομένου. Από ότι φάνηκε σκοπός του μάρτυρα ήταν να αποκρύψει την πραγματική οικονομική κατάσταση της εταιρείας και να αποπροσανατολίσει το Δικαστήριο στην εξακρίβωση κατά πόσο η εν λόγω εταιρεία έχει οικονομική δυνατότητα να πληρώσει εξ' αποφάσεως χρέος της.
Ένα άλλο σημείο που ξεχωρίζει από τη μαρτυρία του μάρτυρα είναι η αναφορά του για οφειλή της Καθ' ης η αίτηση στην Υπηρεσία Φ.Π.Α. ύψους €15.000 περίπου από το έτος 2005, χρέος που, όπως είπε, παραμένει μέχρι σήμερα. Πρόκειται για μία δήλωση που στερείται πειστικότητας. Σαφώς η εν λόγω υπηρεσία δεν θα έμενε αδρανής στην είσπραξη ενός τέτοιου μεγάλου ποσού για 14 ολόκληρα έτη χωρίς η Καθ' ης η αίτηση να αντιμετωπίσει ποινικές συνέπειες, εκτός αν υπάρχει τήρηση χρονοδιαγράμματος σταδιακής αποπληρωμής του. Η αναφορά του μάρτυρα ότι η Καθ' ης η αίτηση παραμένει στο μητρώο εγγραφής του Εφόρου Εταιρειών χωρίς να έχει διαγραφεί εξαιτίας του χρέους της στην Υπηρεσία Φ.Π.Α., καταδεικνύει τήρηση σχεδίου αποπληρωμής, επιβεβαιώνοντας έτσι τα πιο πάνω. Αυτό σημαίνει ότι η Καθ' ης η αίτηση διαθέτει πηγές εισοδήματος και κατ' επέκταση οικονομικούς πόρους που της επιτρέπουν να ανταποκρίνεται στο χρέος της προς την Υπηρεσία Φ.Π.Α.»
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο οδηγήθηκε στο συμπέρασμα πως η δημιουργία νέων εταιρειών προσέφερε στην εφεσείουσα προοπτική λήψης εισοδήματος. Κατέληξε πως η εφεσείουσα ήτο σε θέση να καταβάλλει €300 μηνιαίως από 2.10.2019 μέχρι εξοφλήσεως του εξ' αποφάσεως χρέους της. Παραθέτουμε απόσπασμα:
«Η δε σύσταση των εταιρειών D. Kouppis Construction Co Limited και D. Kouppis & Sons Construction Limited που ασχολούνται με την εκτέλεση κατασκευαστικών εργασιών επιτρέπει τη δυνατότητα επαγγελματικής συνεργασίας με την Καθ' ης η αίτηση που σχετίζεται με χωματουργικές εργασίες, σε όλες τις οποίες εταιρείες διευθυντής είναι ο συγκεκριμένος μάρτυρας, από την οποίαν συνεργασία αναδύεται η προοπτική λήψης εισοδήματος για την Καθ' ης η αίτηση. Την ίδια στιγμή, με εξαίρεση το χρέος στην Τράπεζα Κύπρου για το οποίο δεν λέχθηκε αν καταβάλλεται κάποιο ποσό ή μηνιαία δόση, δεν έχουν αναφερθεί από το μάρτυρα άλλες εκκρεμούσες οικονομικές υποχρεώσεις της Καθ' ης η αίτηση.
Στη βάση των στοιχείων που έχουν τεθεί ενώπιον μου και καθοδηγούμενος από τις προαναφερόμενες αρχές που καθορίστηκαν μέσα από την νομολογία, κρίνω υπό τις περιστάσεις ότι η Καθ' ης η αίτηση εταιρεία έχει την οικονομική δυνατότητα να καταβάλλει μηνιαίως ποσό για την αποπληρωμή του εξ' αποφάσεως χρέους της. Υπό τις περιστάσεις και αφού έλαβα υπόψη μου όλα τα δεδομένα κρίνω εύλογο ότι τέτοιο ποσό, χωρίς να ξεφεύγει της οικονομικής δυνατότητας της Καθ' ης η αίτησης, θα πρέπει να ανέρχεται μηνιαίως στα €300.»
Την πιο πάνω απόφαση αμφισβητεί η εφεσείουσα με πέντε λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται πως εσφαλμένα, αυθαίρετα και χωρίς να δικαιολογείται από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, το πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε την εφεσείουσα εταιρεία να καταβάλλει ποσό €300 μηνιαίως, μέχρι να εξοφλήσει το εξ αποφάσεως χρέος. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβλήθηκε η θέση ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και/ή μη επαρκώς αιτιολογημένη. Με τον τρίτο λόγο έφεσης καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι στήριξε την κρίση του σε εικασίες, και αυθαίρετα συμπεράσματα, που δεν δικαιολογούντο από τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του. Το αντικείμενο του τέταρτου λόγου έφεσης είναι ο ισχυρισμός πως το Δικαστήριο αναιτιολόγητα και αδικαιολόγητα έκρινε ότι η ύπαρξη άλλων εταιρειών θα προσέφερε στην εφεσείουσα προοπτική λήψης εισοδήματος. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο στήριξε την κρίση του, μεταξύ άλλων, στο γεγονός πως δεν προσκομίστηκε βεβαίωση από τον Έφορο Εταιρειών ότι η εταιρεία είναι ανενεργή και στο γεγονός ότι δεν προσκομίστηκαν τεκμήρια, από τα οποία θα προέκυπτε η οικονομική κατάσταση της εφεσείουσας.
Θα συνεξετάσουμε τον πρώτο, τρίτο και τέταρτο λόγο έφεσης. Μέσω αυτών, η πλευρά της εφεσείουσας διατείνεται πως η κατάληξη του Δικαστηρίου ήτο αυθαίρετη και δεν υποστηρίζετο από την ενώπιον του μαρτυρία.
Η διαπίστωση του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή πως η εφεσείουσα δεν επισύναψε οποιαδήποτε τεκμήρια που να επιβεβαιώνουν τη θέση της, ούτε στην ένορκο δήλωση του διευθυντή της, η οποία συνόδευε την ειδοποίηση περί προθέσεως ενστάσεως, ούτε μέσω της εξέτασης του διευθυντή ενώπιον του Δικαστηρίου, ήτο ορθή. Όμως, το Δικαστήριο κατέληξε σε συμπεράσματα αναφορικά με το χρέος της εφεσείουσας στην Υπηρεσία Φ.Π.Α., τα οποία δεν στηρίζοντο στην ενώπιον του μαρτυρία και συγκεκριμένα δεν υπήρχε οποιαδήποτε μαρτυρία περί σχεδίου αποπληρωμής του Φ.Π.Α.. Συνεπώς, λανθασμένο ήτο και το συμπέρασμα του πως το γεγονός ότι η εφεσείουσα παρέμενε στο μητρώο του Εφόρου Εταιρειών χωρίς να διαγραφεί εξαιτίας του χρέους από το 2005 προς την Υπηρεσία Φ.Π.Α., κατεδείκνυε την ύπαρξη σχεδίου αποπληρωμής και κατ' επέκταση οικονομικούς πόρους της εταιρείας που της επέτρεπαν να ανταποκρίνεται στο χρέος της.
Διαπιστώνουμε, επίσης, ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου που να δικαιολογεί το εύρημα του πως η δημιουργία των εταιρειών D. Kouppis Construction Co Limited και D. Kouppis & Sons Construction Limited προσέφερε προοπτική λήψης εισοδήματος. Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται πως το συμπέρασμα δυνατότητας αποπληρωμής με μηνιαίες δόσεις και κατ' επέκταση το ποσό που καθορίστηκε, δεν προέκυπτε από την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία.
Ως εκ των ανωτέρω, οι λόγοι έφεσης ένα, τρία και τέσσερα επιτυγχάνουν.
Ενόψει της κατάληξης μας, παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης.
Η έφεση επιτυγχάνει και ως εκ τούτου η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Επιδικάζονται έξοδα ύψους €2.000,00 πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.